Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 163/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 163/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Στεργίου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: …………… η οποία δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων  ζήτησε να γίνει δεκτή η από 07.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1716/2023 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 18.10.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ../23.10.2023 και ειδικό …../23.10.2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/23.10.2023 και ειδικό …./23.10.2023, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του, εάν δε κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005. 558, Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003, παρ. 1078 έως 1080, σελ. 406-407). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 4804/2006 ΕλλΔνη 2007. 06, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 815). Εάν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΜονΕφΠειρ 279/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 18.10.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1716/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 07.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../23.10.2023 και ειδικό …/23.10.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 23.10.2023 η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος …….. (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Χανίων) κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./23.10.2023 και ειδικό …../23.10.2023 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της ανωτέρω πληρεξούσιας δικηγόρου του εκκαλούντος – ενάγοντος ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε ο εκκαλών – ενάγων, ο οποίος και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/23.10.2023 και ειδικό …/23.10.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …/23.10.2023 και ειδικό …/23.10.2023 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς την εφεσίβλητη – εναγόμενη, ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../13.11.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………..). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη – εναγόμενη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ερημοδικεί η εφεσίβλητη – εναγόμενη που κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης από τον εκκαλούντα – ενάγοντα που επέσπευσε τη συζήτησή της, πρέπει, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από τον παριστάμενο εκκαλούντα – ενάγοντα αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων της αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1716/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 07.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 18.10.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 23.10.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../23.10.2023 και ειδικό ……/23.10.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 29.05.2023. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 07.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2020 και ειδικό …../2020 αγωγή του, την οποία άσκησε, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με την εναγόμενη τέλεσαν γάμο το έτος 1987, ενώ η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάσθηκε την 26.01.2018 με την αποχώρηση της εναγόμενης από τη συζυγική τους στέγη, ότι κατά τη διάρκεια του εγγάμου βίου τους, ο ίδιος εργαζόταν ως τεχνίτης σιδηροκατασκευών, ενώ η εναγόμενη είχε ως αποκλειστική απασχόληση την ανατροφή των τέκνων τους και τη φροντίδα του συζυγικού οίκου, ότι το έτος 2013, αφού είχε αποκτήσει εργασιακή εμπειρία και πελατολόγιο, αποφάσισε να συστήσει ατομική επιχείρηση σιδηροκατασκευών και αλουμινοκατασκευών, τυπικά στο όνομα της εναγόμενης, προκειμένου ο ίδιος να συνεχίσει να λαμβάνει το επίδομα ανεργίας του Ο.Α.Ε.Δ. και η εναγόμενη να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ότι από την 19.07.2013 λειτούργησε ατομική επιχείρηση με έδρα μίσθιο κατάστημα, αρχικά επί της οδού ……… στον .. … Αττικής και από το έτος 2016 επί της οδού ……….. στο .. Αττικής, τυπικά στο όνομα της εναγόμενης, η οποία, όμως, δεν είχε ουσιαστική ενασχόληση με την επιχείρηση, αφού ο ίδιος και με δικές του δαπάνες προέβη στην αγορά του εξοπλισμού και του φορτηγού οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας ……. για τις ανάγκες της επιχείρησης, στην πρόσληψη δύο υπαλλήλων, συγγενικών του προσώπων, στην επικοινωνία με τους προμηθευτές και τους πελάτες, αλλά και στην είσπραξη των εσόδων και στην εξόφληση των υποχρεώσεων της επιχείρησης, ότι μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων και προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνέχιση της λειτουργίας της ατομικής επιχείρησης που ανήκε τυπικά μεν στην εναγόμενη, ουσιαστικά δε στον ίδιο, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 08.02.2018 και με αριθμό κατάθεσης …………/2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της εναγόμενης και ταυτόχρονα αιτήθηκε την έκδοση προσωρινής διαταγής, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση μεταβολής της νομικής κατάστασης της εν λόγω επιχείρησης, και συγκεκριμένα την μεταβίβαση και την εκμίσθωση αυτής σε τρίτα πρόσωπα, την απαγόρευση μεταβίβασης του φορτηγού οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας ………. και τη χρήση του από τον ίδιο, την απαγόρευση άσκησης, εκ μέρους της εναγόμενης, πράξεων διαχείρισης της επιχείρησης και την απαγόρευση χρήσης, εκ μέρους της εναγόμενης, των υπ’ αριθ. …….. και ……… τραπεζικών λογαριασμών χωρίς τη σύμπραξή του, ότι την 14.02.2018 έγινε εν μέρει δεκτό το αίτημά του περί χορήγησης προσωρινής διαταγής και ειδικότερα προσωρινά και μέχρι τη συζήτηση της από 08.02.2018 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και υπό τον όρο της συζήτησης αυτής κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 01.03.2018, (α) απαγορεύθηκε η μεταβολή της νομικής κατάστασης της υφισταμένης στο όνομα της εναγόμενης επιχείρησης, όπως η μεταβίβαση, η εκμίσθωση αυτής κλπ., (β) απαγορεύθηκε η μεταβίβαση του φορτηγού οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας ….. και επιτράπηκε η χρήση αυτού από τον ενάγοντα, (γ) απαγορεύθηκε στην εναγόμενη να χρησιμοποιεί τους υπ’ αριθ. …… και ………. τραπεζικούς λογαριασμούς χωρίς τη σύμπραξη του ενάγοντος, ότι την 06.08.2018 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1383/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 08.02.2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διατάχθηκε μόνο η δικαστική μεσεγγύηση της υφισταμένης στο όνομα της εναγόμενης ατομικής επιχείρησης και ο διορισμός του εναγόμενου ως μεσεγγυούχου των κινητών πραγμάτων που βρίσκονταν εντός αυτής, ότι η εναγόμενη ενεργώντας κατά παράβαση της εκδοθείσας την 14.02.2018 προσωρινής διαταγής, της οποίας η ισχύ είχε διατηρηθεί κατά τη συζήτηση της από 08.02.2018 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, προέβη σε μεταβολή της νομικής κατάστασης της υφισταμένης στο όνομά της επιχείρησης, αφού δήλωσε την παύση των εργασιών αυτής προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. τον Απρίλιο του έτους 2018, και επιπλέον προέβη στη διακοπή της ηλεκτροδότησης της επιχείρησης την 11.04.2018, αφού η σύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν στο όνομά της, αλλά και στην αφαίρεση και απομάκρυνση μεγάλου μέρους του υπάρχοντος εξοπλισμού της επιχείρησης, ότι εξαιτίας των ανωτέρω παράνομων και υπαίτιων ενεργειών της εναγόμενης, και ιδίως της διακοπής της ηλεκτροδότησης της επιχείρησης την 11.04.2018, δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει την επιχείρηση στην ανωτέρω διεύθυνση επί της οδού ……….στο …. Αττικής και αναγκάσθηκε να την μεταφέρει σε άλλη διεύθυνση, ήτοι σε μίσθιο κατάστημα επί της οδού ………. στον Πειραιά, και να προβεί σε έναρξη εργασιών ατομικής επιχείρησης στο όνομά του την 12.04.2018, με αποτέλεσμα αφενός να υποβληθεί στις δαπάνες που περιγράφονται στα ενσωματωθέντα στην αγωγή τιμολόγια, συνολικού ποσού 13.962,02 ευρώ, για αγορά πάγιου εξοπλισμού, για αγορά εργαλείων, για αγορά ψυγείου – πάγκου και για παροχή υπηρεσιών τεχνικού ασφαλείας, αφετέρου να απωλέσει το ποσό των 30.000,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην άυλη εμπορική αξία («αέρα») της επιχείρησης και το οποίο θα αποκόμιζε εάν προέβαινε στη μεταβίβαση αυτής σε τρίτο πρόσωπο, λόγω της καλής φήμης και της πελατείας που είχε αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, ότι εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης υπέστη και ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των 20.000,00 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορίσθηκαν τα αγωγικά αιτήματα από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει τα ανωτέρω ποσά των 13.962,02 ευρώ, των 30.000,00 ευρώ και των 20.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1716/2023 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 345, 346, 281, 914, 919 και 932 του ΑΚ, 372 του ΠΚ και 70, 176 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και υποχρέωσε τον ενάγοντα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης ύψους 1.650,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 18.10.2023 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297, 298 και 299 του ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρων 330 του ΑΚ και 15 του ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως και ηθικής βλάβης, και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Πρόσφορη δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν αντίκειται σε διάταξη, που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη και είναι αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη, που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως από παραβίαση προσωρινής διαταγής, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 232Α παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 1341/2017 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 232Α παρ. 1 του ΠΚ, όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 3719/2008 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο ως άνω χρόνο (Απρίλιος του έτους 2018), όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή Δικαστή, Δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής απόφασης, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου ή ΟΤΑ ή άλλου ΝΠΔΔ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται μη συμμόρφωση, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή σε διάταξη δικαστικής απόφασης, με την οποία ο δράστης υποχρεώθηκε σε πράξη, που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και στη θέληση παραβίασης της προσωρινής διαταγής ή της διάταξης της απόφασης (ΑΠ (Ποιν) 1420/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η άυλη εμπορική αξία είναι η αξία της επιχείρησης, η οποία οφείλεται σε ορισμένες ευμενείς καταστάσεις που δεν επιδέχονται ακριβή χρηματική αποτίμηση (π.χ. φήμη, πελατεία). Η αξία αυτή συνδέεται κατά ένα μέρος με τον τόπο άσκησης της επιχείρησης, δηλαδή το μίσθιο. Παραδείγματος χάριν, η μετεγκατάσταση του μισθωτή λόγω λήξης της μίσθωσης, θα μπορούσε να τον επηρεάσει αρνητικά όσον αναφορά το κόστος αναδιοργάνωσης της επιχείρησης και την απώλεια της πελατείας που είχε αποκτήσει στο συγκεκριμένο μίσθιο. Αντίθετα, θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για τον εκμισθωτή, ο οποίος θα απολάμβανε την αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου του για τον εξής λόγο: θα μπορούσε να μισθώσει το συγκεκριμένο ακίνητο για να ασκηθεί όμοια επιχείρηση με την προηγούμενη με υψηλότερο μίσθωμα, εκμεταλλευόμενος βέβαια ο νέος μισθωτής, την πελατεία που είχε δημιουργήσει ο προηγούμενος μισθωτής. Για την εξισορρόπηση της παραπάνω κατάστασης, ο νομοθέτης προέβλεψε την συγκεκριμένη αποζημίωση, προς εξασφάλιση του μισθωτή. Ο εκμισθωτής όφειλε στον μισθωτή ορισμένη αποζημίωση για την άυλη εμπορική αξία, όταν ο τελευταίος απέδιδε το μίσθιο κατά την λήξη της μίσθωσης, η οποία είχε ως λόγο την συμπλήρωση της δωδεκαετίας (ΑΠ 39/2015 ΝΟΜΟΣ). Η άυλη εμπορική αξία ρυθμιζόταν από τα άρθρα 60 και 61 του π.δ. 34/1995, ενώ με το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 4242/2014 καταργήθηκαν τα εν λόγω άρθρα και πλέον ο εκμισθωτής δεν υποχρεούται σε αποζημίωση έναντι του μισθωτή για την άυλη εμπορική αξία. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, που ορίζει ότι προς σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, σύμβαση, καθιερώνει τον κανόνα ότι η ιδιωτική αυτονομία μπορεί να παράγει ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις κατ’ αρχήν μόνο μέσω σύμβασης και δεν αρκεί αντίθετα μονομερής δικαιοπραξία, αφού το να αποκτά ένα άτομο δικαιώματα και πολύ περισσότερο υποχρεώσεις με βάση τη βούληση άλλου ατόμου και χωρίς τη δική του συναίνεση, προσκρούει στην αυτοδιάθεση και στην ισότητα των πολιτών, ως συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 2 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Συνέπεια άμεση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που έμμεσα καθιερώνεται με την αυτή διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 4/1998 ΝΟΜΟΣ). Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει: α) ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση, τόσο γενικά όσο και με συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου) και β) ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης (ΑΠ 1518/2013 ΝΟΜΟΣ). Απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους αποτελεί και η σύμβαση καταβολής από τον μισθωτή στον εκμισθωτή ενός χρηματικού ποσού, πέραν του ποσού της εγγυοδοσίας, ο αποκαλούμενος «αέρας». Το ποσό αυτό καταβάλλεται συνήθως ως κίνητρο για να δελεασθεί ο εκμισθωτής και να προτιμήσει ως μισθωτή του μισθίου το συγκεκριμένο άτομο και να μην το εκμισθώσει σε τρίτο. Η τυχόν απόκρυψη από τον εκμισθωτή του εισοδήματος από «αέρα» μπορεί να αποτελεί φορολογική παράβαση και ενδεχομένως και ποινική παράβαση (φοροδιαφυγή), όμως, δεν επιδρά στο κύρος της σύμβασης. Η συμφωνία αυτή για την καταβολή στον εκμισθωτή του αποκαλούμενου «αέρα», που συνηθίζεται στις συναλλαγές, προκειμένου να επιτευχθεί η κατάρτιση μισθωτικής σύμβασης ακινήτου για τη χρήση του ως καταστήματος, είναι μεν νόμιμη, κατ’ αρχήν, από άποψη αστικού δικαίου (άρθρο 361 του ΑΚ), αλλά μπορεί να προσβληθεί για ακυρότητα, αν αντίκειται στα χρηστά ήθη. Το ποσό του «αέρα», δεν αποδίδεται στο μισθωτή μετά τη λήξη της μίσθωσης, αλλά παραμένει σε όφελος του εκμισθωτή και δεν μπορεί να αναζητηθεί απ’ αυτόν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (εκτός αν πρόκειται για αιτία που δεν επακολούθησε), αφού η καταβολή του γίνεται με νόμιμη αιτία, δηλαδή τη σχετική συμφωνία, έστω και προφορική, μεταξύ μισθωτή και εκμισθωτή (ΑΠ 686/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 403/2017 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1951/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 162/2013 ΕλλΔνη 2013. 168, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 3289/2009 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί έφεσης του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λ.π. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 77/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 20/2018 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή ελέγχεται απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη για τους ακόλουθους λόγους. Όσον αφορά στα αιτήματα αποζημίωσης ποσού 13.962,02 ευρώ και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 20.000,00 ευρώ, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή τους στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 232Α παρ. 1 του ΠΚ, η αγωγή είναι μη νόμιμη, καθόσον τα επικαλούμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν από πρόθεση παραβίαση εκ μέρους της εναγόμενης της εκδοθείσας την 14.02.2018 προσωρινής διαταγής, της οποίας η ισχύ είχε διατηρηθεί κατά τη συζήτηση της από 08.02.2018 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του ενάγοντος εναντίον της εναγόμενης, και με την οποία απαγορεύθηκε η μεταβολή της νομικής κατάστασης της υφισταμένης στο όνομα της εναγόμενης επιχείρησης (όπως η μεταβίβαση, η εκμίσθωση αυτής κλπ.), αφού, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, η εναγόμενη δεν προέβη σε μεταβολή της νομικής κατάστασης της ατομικής της επιχείρησης, στην οποία περιλαμβάνεται η μεταβίβαση, η επιβάρυνση, η εκμίσθωση, και γενικώς η νομική μεταβολή της επιχείρησης, αλλά αντιθέτως προέβη σε δήλωση της παύσης των εργασιών της επιχείρησής της προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και σε διακοπή της ηλεκτροδότησης αυτής την 11.04.2018, αφού η σύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν στο όνομά της. Επιπλέον, ούτε η επικαλούμενη στην αγωγή αφαίρεση και απομάκρυνση εκ μέρους της εναγόμενης μεγάλου μέρους του υπάρχοντος εξοπλισμού της ατομικής της επιχείρησης, ανεξαρτήτως της αοριστίας του εν λόγω ισχυρισμού, αφού δεν γίνεται αναφορά στην αγωγή σε συγκεκριμένα κινητά πράγματα που αφαιρέθηκαν, δεν δύναται να θεμελιώσει αδικοπραξία προερχόμενη από την ποινικά κολάσιμη πράξη της κλοπής κατ’ άρθρο 372 του ΠΚ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, καθόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω το στοιχείο που απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής και συνίσταται στην υπό του δράστη, με θετική ενέργεια, αφαίρεση από την φυσική κατοχή άλλου, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος, μη ανήκοντος κατά κυριότητα σ’ αυτόν, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγόμενη είχε την κυριότητα του εξοπλισμού της επίδικης επιχείρησης που λειτουργούσε στο όνομά της. Όσον αφορά στο αίτημα ποσού 30.000,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην άυλη εμπορική αξία («αέρα») της επίδικης επιχείρησης και το οποίο θα αποκόμιζε ο ενάγων, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, εάν προέβαινε στη μεταβίβαση αυτής σε τρίτο πρόσωπο, η αγωγή είναι μη νόμιμη, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση καταβολής στον ενάγοντα της άυλης εμπορικής αξίας της επίδικης επιχείρησης, αφενός ως μη ανήκουσας σ’ αυτόν και υφιστάμενης στο όνομα της εναγόμενης, αφετέρου διότι, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η αποζημίωση για την άυλη εμπορική αξία (ο αποκαλούμενος «αέρας») είτε καταβαλλόταν από τον εκμισθωτή στον μισθωτή, κατ’ άρθρα 60 και 61 του π.δ. 34/1995, όταν ο τελευταίος απέδιδε το μίσθιο κατά την λήξη της μίσθωσης, η οποία είχε ως λόγο την συμπλήρωση της δωδεκαετίας, είτε καταβάλλεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, ως χρηματικό ποσό, πέραν του ποσού της εγγυοδοσίας, που συνηθίζεται στις συναλλαγές, προκειμένου να επιτευχθεί η κατάρτιση μισθωτικής σύμβασης ακινήτου για τη χρήση αυτού ως καταστήματος, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την υπό κρίση αγωγή και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα των αγωγικών αιτημάτων που έγιναν δεκτά ως παραδεκτά και νόμιμα πρωτοδίκως και να απορρίψει αυτά, ως αόριστα ή μη νόμιμα, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα και δεν χειροτερεύει τη θέση του, ενώ οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές, δεδομένου ότι η απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, σε σχέση με την απόρριψή της ως απαράδεκτης ή μη νόμιμης, δημιουργεί διαφορά ως προς την εμβέλεια των αντικειμενικών ορίων του παραγομένου δεδικασμένου και επιπλέον πρόκειται για επιτρεπτή εντός των ορίων των λόγων της έφεσης έρευνα του παραδεκτού και της νομιμότητας της αγωγής, ώστε να μην πρόκειται περί αντικατάστασης αιτιολογιών, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1716/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί στη συνέχεια η από 07.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό ……/2020 αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Περαιτέρω, λόγω της νίκης του εκκαλούντος – ενάγοντος πρέπει να επιστραφεί σε αυτόν το κατατεθειμένο παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα προαναφερθέντα, εξαφανίζεται και η περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, και ακολούθως τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η εφεσίβλητη – εναγόμενη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης την από 18.10.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1716/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1716/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 07.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως νομικά αβάσιμη.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……./2023, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 10.04.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ