Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 168/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  168/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητουεναγόμενου :…………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Φουφόπουλο (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντοςενάγοντος: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Συρογιαννούλη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …./2022 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2478/2023 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ο μεν εκκαλών – αντεφεσίβλητος – εναγόμενος με την από 09.10.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/12.10.2023 και ειδικό …./12.10.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../24.10.2023 και ειδικό …/24.10.2023, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, ο δε εφεσίβλητος – αντεκκαλών – ενάγων με την από 12.02.2024 αντέφεσή του που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό γενικό …../12.02.2024 και ειδικό …/12.02.2024 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου – εναγόμενου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2478/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 29.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2022 και ειδικό …/2022 αγωγή του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο – εναγόμενο την 14.09.2023 (βλ. τη σχετική από 14.09.2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 2478/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 09.10.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 12.10.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../12.10.2023 και ειδικό ……./12.10.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο – εναγόμενο το παράβολο των 100 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Από τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ συ­νάγεται ότι η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δι­κόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτερο­βάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω απ’ αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΑθ 264/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 664/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1572/2004 ΕλλΔνη 46. 1545, ΜονΕφΑθ 1322/2016 ΝΟΜΟΣ). Κα­τά δε τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά και αν ακό­μη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφε­ση. Από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αντέ­φεση για να είναι παραδεκτή πρέπει να αφορά τα κεφά­λαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχό­μενό τους πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την έφε­ση δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο δευ­τεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά μόνο κατά τα καθοριζόμε­να απ’ αυτήν όρια (ΕφΘεσ 1464/2017 ΝΟΜΟΣ). Διαφορετικά, αν δηλαδή το κεφάλαιο που πλήττεται με την αντέφεση δεν έχει εκκληθεί, η αντέ­φεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΠατρ 881/2007 ΑχαΝομ 2008. 421). Ως κεφάλαια δε κατά την έννοια του άρθρου 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ θεωρούνται εκείνα τα οποία ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή δικαστικής προστασίας που δημιουργούν χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) και εκκρεμοδικία για τις οποίες (αιτήσεις) εκδόθηκαν χωριστές διατάξεις της απόφασης (ΑΠ 842/2010 ΕΠολΔ 2010. 861, ΑΠ 798/2010 ΕΠολΔ 2010. 862, ΑΠ 174/2010 ΔΕΕ 2010. 919, ΑΠ 173/2010 ΧρΙΔ 2011. 180, ΑΠ 132/2004 ΝοΒ 2004. 1547). Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέ­τοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα ή αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, εί­τε πηγάζουν από την αυτή ιστορική και νομική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 920/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 390/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1094/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 143/2012 ΕΦΑΔ 2012. 622, ΕφΑθ 2557/2011 ΕΦΑΔ 2011. 107). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εν μέρει νικήσας πρωτοδίκως εφεσίβλητος – αντεκκαλών – ενάγων, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση εκ μέρους του αυτοτελούς έφεσης κατά της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 2478/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άσκησε την από 12.02.2024 αντέφεσή του, νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι με κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και σύνταξη έκθεσης κάτω από αυτό, καθώς και επίδοση στον αντίδικό του τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. Την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./16.02.2024 έκθεση επίδοσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου – εναγόμενου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………..). Επομένως πρέπει, αφού ενωθεί και συνεκδικασθεί η υπό κρίση αντέφεση με την κρινόμενη έφεση, διότι είναι προδήλως συναφής με αυτήν, καθόσον αφορούν εκκρεμή δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 524 παρ. 1, 31 και 246 του ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ο πρώτος λόγος της αντέφεσης, δεδομένου ότι αφορά κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που προσβλήθηκε με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσης και αναφέρεται στο ύψος της επιδικασθείσας πρωτοδίκως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο της αντέφεσης που αφορά στο ύψος της επιδικασθείσας πρωτοδίκως δικαστικής δαπάνης σε βάρος του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου – εναγόμενου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, αφού αυτός εισάγει αυτοτελές κεφάλαιο δίκης, το οποίο δεν έχει μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης.

Ο ενάγων στην από 29.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2022 και ειδικό …../2022 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, και ειδικότερα ότι ο εναγόμενος την 16.11.2021 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από 16.11.2021 έγκλησή του, στην οποία κατήγγειλε τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, και συγκεκριμένα ότι ο αποβιώσας την 24.03.1998 πατέρας των διαδίκων, ……  , με την από 27.03.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …./27.10.2000 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους στην κληρονομιαία περιουσία του την ήδη αποβιώσασα μητέρα τους, …………, και τους διαδίκους, ότι μεταξύ των κληρονομιαίων αντικειμένων ήταν ένα αγαλματίδιο του 550 π.χ. μεγέθους 0,40 μ. κατασκευασμένο από χαλκό ή κράμα χαλκού, το οποίο αναπαριστούσε έναν νέο (ίσως τον θεό Απόλλωνα) σε σχετική ακινησία (στάση προσοχής) με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι σε σχέση με τα άκρα και το υπόλοιπο σώμα και το οποίο παρέμεινε μετά τον θάνατο του πατέρα τους στην πατρική τους οικία επί της οδού ………… στον Πειραιά, στην οποία διέμενε η μητέρα τους μέχρι τον θάνατό της την 06.06.2020, ότι κατά τα αναγραφόμενα στην διαθήκη του πατέρα τους επρόκειτο για αρχαίο ελληνικό αγαλματίδιο («αρχαίος κούρος 550 π.χ.»), το οποίο ο διαθέτης είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, ότι μετά τον θάνατο της μητέρας τους ο εναγόμενος – εγκαλών τον Σεπτέμβριο του 2021 ζήτησε από τον ενάγοντα – εγκαλούμενο αδελφό του να διανείμουν μεταξύ τους την κινητή πατρική κληρονομιαία περιουσία που βρισκόταν στην ως άνω πατρική τους οικία και να τον ενημερώσει που βρισκόταν το εν λόγω αγαλματίδιο, πλην όμως ο ενάγων – εγκαλούμενος απέφυγε να του απαντήσει και αρνήθηκε να του το επιδείξει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ότι ακολούθως προέβη σε έρευνα και διαπίστωσε ότι ο ενάγων – εγκαλούμενος ήδη από το έτος 2000 είχε ζητήσει από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και πέτυχε με εξαπάτηση των αρμοδίων υπαλλήλων να εκδοθεί το υπ’ αριθ. πρωτ. …./14.11.2000 έγγραφο, με το οποίο ο τότε Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου βεβαίωνε ότι το εν λόγω αγαλματίδιο ήταν προϊόν σύγχρονης τέχνης και ότι μπορούσε ο ενάγων – εγκαλούμενος να το εξάγει στο εξωτερικό, ότι ταυτόχρονα ο τελευταίος πέτυχε να εκδοθεί το υπ’ αριθ. πρωτ. …./14.11.2000 έγγραφο της τότε Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού, με το οποίο βεβαιωνόταν ότι το επίμαχο αγαλματίδιο δεν ήταν αρχαίο αντικείμενο και ότι η αξία του δεν υπερέβαινε τις 100.000 δραχμές, πλην όμως το έγγραφο αυτό δεν βρέθηκε στο φυσικό αρχείο της ως άνω υπηρεσίας, όπως βεβαιώνεται στο υπ’ αριθ. πρωτ. ……/24.08.2021 έγγραφό της, ότι ενόψει αυτών φρονεί ότι ο ενάγων – εγκαλούμενος, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του εναγόμενου – εγκαλούντος, πέτυχε με δόλιο τρόπο να εκδοθούν τα ανωτέρω έγγραφα, προκειμένου ο ίδιος να εξάγει το εν λόγω αγαλματίδιο στο εξωτερικό και να πλουτίσει έτσι σε βάρος του, αλλά και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, και συνακόλουθα ότι το υπεξαίρεσε, ενώ ταυτόχρονα προκάλεσε ζημία στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για αρχαίο αντικείμενο, που ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με αξία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και, κατά την εκτίμησή του, ανέρχεται στο ποσό του 1.000.000 ευρώ, η δε πρόθεση ιδιοποίησης του ως άνω αντικειμένου εκδηλώθηκε από τον ενάγοντα – εγκαλούμενο τον Σεπτέμβριο του έτους 2021, ότι τα ανωτέρω καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά ήταν εξ ολοκλήρου ψευδή, ο δε εναγόμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους αυτών και είχε ως σκοπό να προκαλέσει την ποινική του δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου αντικειμένου άνω των 120.000 ευρώ και της παράνομης εξαγωγής πολιτιστικού αγαθού, που προβλέπονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος από τις διατάξεις του άρθρου 375 του ΠΚ και του άρθρου 63 παρ. 1 του Ν. 3028/2002, ότι ακολούθως διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση, αλλά δεν ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, καθόσον η από 16.11.2021 έγκληση του εναγόμενου απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη με την υπ’ αριθ. …../2022 Διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε την από 25.05.2022 προσφυγή του, η οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθ. ……/2022 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ότι συνεπεία της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου έχει υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 150.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, το ποσό δε αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2478/2023 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 6.500,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι, ο μεν εναγόμενος – εκκαλών – αντεφεσίβλητος με την από 09.10.2023 έφεσή του, ο δε ενάγων – εφεσίβλητος – αντεκκαλών με την από 12.02.2024 αντέφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν ο μεν εναγόμενος – εκκαλών – αντεφεσίβλητος να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή, ο δε ενάγων – εφεσίβλητος – αντεκκαλών να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της και να επιδικασθεί ολόκληρο το αιτούμενο ως άνω ποσό των 150.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη 2008. 200, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2007. 500, ΑΠ 408/2007 ΔΕΕ 2007. 1218, ΕφΑθ 377/2007 ΕΦΑΔ 2008. 64). Από δε τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ , που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 587/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1452/2007 ΕλλΔνη 2009. 479). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου, είτε από γενική αρχή του δικαίου, οι οποίες επιτάσσουν να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να την παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46. 823, ΕφΛαρ 710/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 5440/2022 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, προσβολή προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για την πράξη ή την παράβαση αυτή, τιμωρείται με τη διαλαμβανόμενη στη συγκεκριμένη διάταξη στερητική της ελευθερίας ποινή. Για τη στοιχειοθέτηση της νομοτυπικής υπόστασης του τυποποιούμενου με τη συγκεκριμένη διάταξη εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με την ενέργειά του αυτή στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις περιέλθει η μήνυση ή η έγκληση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’ αυτήν, ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου (εγκαλουμένου). Δεν μπορεί να ευσταθήσει κατηγορία για ψευδή καταμήνυση, μόνο αν από το περιεχόμενο αυτών που εκτίθενται στη μήνυση ή την έγκληση και κατά τρόπο ώστε να μη παρίσταται ανάγκη να διαπιστωθεί με οποιαδήποτε ανακριτική έρευνα, ούτε και με την, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκαταρκτική εξέταση, προκύπτει το ακαταδίωκτο της καταμαρτυρούμενης πράξης για οποιοδήποτε λόγο (ΑΠ 689/2018 ΝΟΜΟΣ). Για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει τα ως άνω περιστατικά να αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και, επίσης, να αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Άλλωστε, ο άμεσος δόλος πρέπει να προσδιορίζεται με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την ύπαρξη του στοιχείου της γνώσης, διότι η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη, κατά τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της ψευδούς καταμήνυσης ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του. Υπάρχει όμως αιτιολογία του δόλου όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση αυτή, περιστατικών (ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 241/2015 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου, όπως ήδη σημειώθηκε, απαιτείται άμεσος και υπερχειλής δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι είναι ψευδή όσα αυτός καταμήνυσε και τον σκοπό αυτού να προκαλέσει ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος του καταμηνυόμενου, αντίστοιχα. Η ύπαρξη του άμεσου δόλου και η γνώση του ψευδούς γεγονότος πρέπει είτε να αιτιολογείται ρητά και ειδικά στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των συγκεκριμένων περιστατικών που θεμελιώνουν υπαγωγικά και δικαιολογούν τη σχετική κρίση, είτε πρέπει (η γνώση του ψευδούς) να συνάγεται σαφώς ως αυτονόητη ή αναγκαία από τα περιστατικά που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αποδείχτηκαν. Διαφορετικά, η απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις αιτιολογία. Όμως, όταν υπάρχει στο σκεπτικό της απόφασης ρητή και ευθεία παραδοχή ότι ο υπαίτιος είχε προσωπική γνώση ή αντίληψη των αληθών γεγονότων και ως εκ τούτου είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του ως προς αυτά ή το γεγονός που περιέχεται στον ψευδή ισχυρισμό και συνιστά το αντικείμενο αυτού είναι ενέργεια ή παράλειψη του ίδιου του υπαιτίου ή συνδέεται αναπόσπαστα με το πρόσωπο του, ώστε αυτός να έχει, κατά λογική αναγκαιότητα, άμεση αντίληψη της αλήθειάς του, οπότε η δικαστική διαπίστωση – παραδοχή ότι ο σχετικός ισχυρισμός (για το γεγονός αυτό) είναι ψευδής, ενέχει αυτονοήτως και τη διαπίστωση – παραδοχή ότι ο υπαίτιος είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του, υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλων περιστατικών για τη θεμελίωση του άμεσου δόλου (ΑΠ 628/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο αυτής, και δη αναφέρεται με σαφήνεια το είδος της προσβολής που υπέστη ο ενάγων με τη συμπερίληψη στην ένδικη αγωγή της από 16.11.2021 έγκλησης του εναγόμενου σε βάρος του, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, η παράνομη και υπαίτια πράξη που προκάλεσε την προσβολή, ο αιτιώδης σύνδεσμος της με αυτή, καθώς και το ότι ο προσβάλλων εναγόμενος τελούσε σε υπαιτιότητα ως προς την πρόκληση της αναφερόμενης στην αγωγή παράνομης πράξης, τα δε λοιπά εκτιθέμενα στον πρώτο λόγο της έφεσης στοιχεία, και συγκεκριμένα οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και η μείωση της τιμής και της υπόληψης αυτού, δεν αποτελούν στοιχεία, που απαιτούνται για την πληρότητα της αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε από παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πατέρας των διαδίκων, ………, απεβίωσε την 24.03.1998 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………../1998 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Πειραιώς), ενώ με την από 27.03.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …/27.10.2000 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους στην κληρονομιαία περιουσία του την ήδη αποβιώσασα μητέρα τους, ………, και τους διαδίκους. Ειδικότερα, κατέλειπε στα τέκνα του, κοινώς αδιαιρέτως και κατ’ ισομοιρία, την ψιλή κυριότητα όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, στη δε σύζυγό του την επικαρπία αυτής. Μεταξύ των κληρονομιαίων αντικειμένων ήταν ένα αγαλματίδιο κατασκευασμένο από χαλκό, το οποίο ο διαθέτης κατέλειπε στα τέκνα του, ενώ κατά τα αναγραφόμενα στην από 27.03.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του, επρόκειτο για «ένα αρχαίο αγαλματίδιο ελληνικό τον οποίο εκληρονόμησα και εγώ από τον πατέρα μου (Αρχαίος Κούρος 550 π.χ)». Ακολούθως, ο ενάγων κατέθεσε την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. ……/14.11.2000 αίτησή του προς την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία ζήτησε, αφού εξετασθεί το αγαλματίδιο που είχε στην κατοχή του, να γνωμοδοτήσει για την παλαιότητα και την αξία του. Μετά την εξέταση του αντικειμένου από αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, εκδόθηκε το υπ’ αριθ. πρωτ. …/14.11.2000 έγγραφο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και το υπ’ αριθ. πρωτ. …/14.11.2000 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού που υπογράφεται από την Προϊσταμένη αρχαιολόγο …………., σύμφωνα με τα οποία το επίμαχο αγαλματίδιο περιγραφόταν ως «χάλκινο αγαλμάτιο ύψους 0,285 μ. με κομμένα τα πόδια κάτω από τα γόνατα», ενώ βεβαιωνόταν ότι δεν ήταν αρχαίο αντικείμενο και δεν προστατευόταν από την αρχαιολογική νομοθεσία, η δε αξία του δεν υπερέβαινε τις 100.000 δραχμές. Στη συνέχεια, αμφότεροι οι διάδικοι, ως κληρονόμοι, υπέβαλαν αυτοπροσώπως προς την Α’ ΔΟΥ Πειραιά την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./04.12.2000 δήλωση φόρου κληρονομιάς, στην οποία το επίμαχο αγαλματίδιο περιγράφεται ως αντικείμενο της κληρονομιάς υπ’ αριθ. 5 «Ένα χάλκινο άγαλμα ύψους 0,285 μ. με κομμένα πόδια κάτω από τα γόνατα, το οποίο σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/14.11.2000 έγγραφο του Υπουργείου Πολιτισμού πρόκειται για έργο σύγχρονης τέχνης, το οποίο σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. …../14.11.2000 έγγραφο του Υπουργείου Πολιτισμού η οικονομική του αξία δεν υπερβαίνει τις 100.000 δραχμές». Την 06.06.2020 απεβίωσε η μητέρα των διαδίκων ………. (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……./2020 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Νίκαιας – Αγ. Ιωάννη Ρέντη), χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή από τους διαδίκους ως μοναδικούς κληρονόμους αυτής. Έκτοτε ανέκυψαν διαφορές μεταξύ των διαδίκων ως προς τη διανομή της κινητής κληρονομιαίας περιουσίας, που βρισκόταν στην πατρική τους οικία επί της οδού ………. στον Πειραιά, στην οποία διέμενε η μητέρα τους έως το θάνατό της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατόπιν της από 05.07.2021 αίτησης του εναγόμενου προς το Τμήμα Εποπτείας Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών και Αρχαιοπωλείων του Υπουργείου Πολιτισμού, εκδόθηκε το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. …/24.08.2021 έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιήθηκε στον εναγόμενο αναφορικά με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/14.11.2000 έγγραφο, που είχε εκδοθεί από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ότι θα έπρεπε να αναζητηθεί στο αρχείο αυτού, αναφορικά δε με το υπ’ αριθ. πρωτ. …../14.11.2000 έγγραφο ότι, όπως προκύπτει από το χειρόγραφο βιβλίο πρωτοκόλλου της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού, είχε κατατεθεί αίτηση από τον ενάγοντα, με την οποία δηλώθηκε ένα αγαλματίδιο και αυθημερόν συντάχθηκε εξερχόμενο έγγραφο με γνωμοδότηση για την παλαιότητα του αντικειμένου, το οποίο, όμως, δεν έχει εντοπιστεί στο φυσικό αρχείο της υπηρεσίας. Ακολούθως, την 16.11.2021, ο εναγόμενος υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την προσκομιζόμενη υπό ΑΒΜ …./…. από 16.11.2021 έγκλησή του, στην οποία κατήγγειλε: ότι ο αποβιώσας την 24.03.1998 πατέρας των διαδίκων, …….., με την από 27.03.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …/27.10.2000 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους στην κληρονομιαία περιουσία του την ήδη αποβιώσασα μητέρα τους, ………., και τους διαδίκους, ότι μεταξύ των κληρονομιαίων αντικειμένων ήταν ένα αγαλματίδιο του 550 π.χ. μεγέθους 0,40 μ. κατασκευασμένο από χαλκό ή κράμα χαλκού, το οποίο αναπαριστούσε έναν νέο (ίσως τον θεό Απόλλωνα) σε σχετική ακινησία (στάση προσοχής) με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι σε σχέση με τα άκρα και το υπόλοιπο σώμα και το οποίο παρέμεινε μετά τον θάνατο του πατέρα τους στην πατρική τους οικία επί της οδού …….. στον Πειραιά, στην οποία διέμενε η μητέρα τους μέχρι τον θάνατό της την 06.06.2020, ότι κατά τα αναγραφόμενα στην διαθήκη του πατέρα τους επρόκειτο για αρχαίο ελληνικό αγαλματίδιο («Αρχαίος Κούρος 550 π.χ.»), το οποίο ο διαθέτης είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, ότι μετά τον θάνατο της μητέρας τους ο εναγόμενος – εγκαλών τον Σεπτέμβριο του 2021 ζήτησε από τον ενάγοντα – εγκαλούμενο αδελφό του να διανείμουν μεταξύ τους την κινητή πατρική κληρονομιαία περιουσία που βρισκόταν στην ως άνω πατρική τους οικία και να τον ενημερώσει που βρισκόταν το εν λόγω αγαλματίδιο, πλην όμως ο ενάγων – εγκαλούμενος απέφυγε να του απαντήσει και αρνήθηκε να του το επιδείξει παρά τις συνεχείς οχλήσεις του μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ότι ακολούθως προέβη σε έρευνα και διαπίστωσε ότι ο ενάγων – εγκαλούμενος ήδη από το έτος 2000 είχε ζητήσει από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και πέτυχε με εξαπάτηση των αρμοδίων υπαλλήλων να εκδοθεί το υπ’ αριθ. πρωτ. …/14.11.2000 έγγραφο, με το οποίο ο τότε Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου βεβαίωνε ότι το εν λόγω αγαλματίδιο ήταν προϊόν σύγχρονης τέχνης και ότι μπορούσε ο ενάγων – εγκαλούμενος να το εξάγει στο εξωτερικό, ότι ταυτόχρονα ο τελευταίος πέτυχε να εκδοθεί το υπ’ αριθ. πρωτ. …../14.11.2000 έγγραφο της τότε Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού, με το οποίο βεβαιωνόταν ότι το επίμαχο αγαλματίδιο δεν ήταν αρχαίο αντικείμενο και ότι η αξία του δεν υπερέβαινε τις 100.000 δραχμές, πλην όμως το έγγραφο αυτό δεν βρέθηκε στο φυσικό αρχείο της ως άνω υπηρεσίας, όπως βεβαιώνεται στο υπ’ αριθ. πρωτ. …../24.08.2021 έγγραφό της, ότι ενόψει αυτών φρονεί ότι ο ενάγων – εγκαλούμενος, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του εναγόμενου – εγκαλούντος, πέτυχε με δόλιο τρόπο να εκδοθούν τα ανωτέρω έγγραφα, προκειμένου ο ίδιος να εξάγει το εν λόγω αγαλματίδιο στο εξωτερικό και να πλουτίσει έτσι εις βάρος του, αλλά και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και συνακόλουθα ότι το υπεξαίρεσε, ενώ ταυτόχρονα προκάλεσε ζημία στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για αρχαίο αντικείμενο, που ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με αξία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και, κατά την εκτίμησή του, ανέρχεται στο ποσό του 1.000.000 ευρώ, η δε πρόθεση ιδιοποίησης του ως άνω αντικειμένου εκδηλώθηκε από τον ενάγοντα – εγκαλούμενο τον Σεπτέμβριο του έτους 2021. Κατόπιν της υπ’ αριθ. …..-…/24.11.2021 επείγουσας παραγγελίας της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για τυχόν τέλεση από τον ενάγοντα των καταγγελλόμενων πράξεων της υπεξαίρεσης μνημείου και της παράλειψης δήλωσης μνημείου, που προβλέπονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος από τις διατάξεις του άρθρου 375 του ΠΚ και των άρθρων 54 και 58 του Ν. 3028/2002. Στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, διενεργήθηκε ειδική πραγματογνωμοσύνη από την …………, δικαστική πραγματογνώμονα των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις αρχαιοτήτων. Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη από 11.02.2022 έκθεση της ανωτέρω πραγματογνώμονα, στην οποία περιλαμβάνονται και φωτογραφικές λήψεις του επίμαχου αντικειμένου, αφού αυτή εξέτασε μακροσκοπικά και μικροσκοπικά με μεγεθυντικό φακό το αγαλματίδιο που της προσκόμισε ο ενάγων, παρατήρησε ότι «το συγκεκριμένο άγαλμα είναι μεταλλικό αντίγραφο των τελευταίων σαράντα χρόνων. Φέρει τεχνιτές οξυδώσεις – παλαιώσεις. Η αξία του σήμερα είναι γύρω στα 200-250 ευρώ. Δεν υπόκειται στο νόμο περί αρχαιοτήτων και μπορεί άνετα να εξαχθεί στο εξωτερικό». Κατόπιν τούτων, αποδείχθηκε ότι τα συμπεράσματα της από 11.02.2022 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, στις οποίες βεβαιώνεται ότι το επίδικο αντικείμενο είναι προϊόν σύγχρονης τέχνης και δεν υπάγεται στη νομοθεσία περί αρχαιοτήτων. Ο εναγόμενος, αφού έλαβε γνώση της από 11.02.2022 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, δεν αμφισβήτησε ότι επρόκειτο πράγματι για το αγαλματίδιο εκείνο που είχε συγκληρονομήσει από τον πατέρα του, αλλά αρκέσθηκε να ζητήσει την επανεξέτασή του από ειδικό ερευνητικό κέντρο που θα κρίνει με άλλη μέθοδο εάν πρόκειται για αρχαίο αγαλματίδιο ή για αντικείμενο σύγχρονης τέχνης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος, αν και είχε δικαίωμα τόσο να διορίσει τεχνικό σύμβουλο κατά την προδικασία, όσο και να προσφύγει ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, προκειμένου να αρθεί η διαφωνία που ανέκυψε αναφορικά με το αίτημά του για τη διενέργεια περαιτέρω πραγματογνωμοσύνης ώστε να προσδιοριστεί ο χρόνος κατασκευής του επίδικου αντικειμένου, ουδέν έπραξε. Ακολούθως, δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος, καθόσον η υπό ΑΒΜ ……… από 16.11.2021 έγκληση του εναγόμενου απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη με την υπ’ αριθ. Δ/…../2022 Διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε την από 25.05.2022 προσφυγή του, η οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθ. …/2022 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι τα καταγγελλόμενα στην υπό ΑΒΜ …/….. από 16.11.2021 έγκληση του εναγόμενου, σε βάρος του ενάγοντος, πραγματικά περιστατικά ήταν εξ ολοκλήρου ψευδή, ο δε εναγόμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους αυτών και είχε ως σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του ενάγοντος για τα ανωτέρω αδικήματα που ενέχουν ιδιαίτερη απαξία και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι ο εναγόμενος γνώριζε την ύπαρξη των ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. …/14.11.2000 και …../14.11.2000 εγγράφων του Υπουργείου Πολιτισμού ήδη από την έκδοσή τους το έτος 2000, αφού είχε συνυπογράψει και υποβάλει από κοινού με τους λοιπούς συγκληρονόμους, ήτοι τον ενάγοντα και την μητέρα του, την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. …../04.12.2000 δήλωση φόρου κληρονομιάς προς την Α’ ΔΟΥ Πειραιά, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά τόσο στα εν λόγω έγγραφα, όσο και στο περιεχόμενο αυτών, κατά το οποίο το επίδικο αντικείμενο συνιστά έργο σύγχρονης τέχνης και η οικονομική του αξία δεν υπερβαίνει τις 100.000 δραχμές. Άλλωστε, ο εναγόμενος δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό μέσο από το οποίο να αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του ότι πρόκειται για αρχαίο αντικείμενο, κατά την έννοια του νόμου, και ότι η αξία αυτού υπερβαίνει το 1.000.000 ευρώ. Επιπλέον, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ήταν γνωστή είτε στον διαθέτη, είτε στους διαδίκους, η επικαλούμενη από τον εναγόμενο, μεγάλη αρχαιολογική και συνακόλουθα οικονομική αξία του επίδικου αντικειμένου, δοθέντος ότι αντίκειται στους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής να γνώριζε είτε ο διαθέτης, που είχε, μάλιστα, την ιδιότητα του δικηγόρου, είτε οι διάδικοι, την επικαλούμενη ιδιαίτερα υψηλή αρχαιολογική και οικονομική αξία του αντικειμένου που κατείχαν, και να μην είχαν μεριμνήσει για την απόκτηση νόμιμου τίτλου κατοχής, κατά την κείμενη αρχαιολογική νομοθεσία, και περαιτέρω να μην είχαν λάβει επαρκή και κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή φύλαξή του. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του εναγόμενου αφενός ότι ο ενάγων χρησιμοποίησε δόλιο τρόπο προκειμένου να υφαρπάξει το ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. …../14.11.2000 έγγραφο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, αφετέρου ότι δεν είναι γνήσιο το ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. …../14.11.2000 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός ότι δεν έχει εντοπισθεί το υπ’ αριθ. πρωτ. ……/14.11.2000 έγγραφο στο αρχείο της εκδούσας Υπηρεσίας, δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα περί μη γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με το ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. …./24.08.2021 έγγραφο, όπως προκύπτει από το χειρόγραφο βιβλίο πρωτοκόλλου της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού, την 14.11.2000, είχε κατατεθεί αίτηση από τον ενάγοντα, με την οποία δηλώθηκε ένα αγαλματίδιο και αυθημερόν συντάχθηκε εξερχόμενο έγγραφο, υπ’ αριθ. ….., με θέμα «Γνωμοδότηση για την παλαιότητα αντικειμένου». Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το υπ’ αριθ. πρωτ. …../14.11.2000 έγγραφο υπογράφεται από την Προϊσταμένη αρχαιολόγο . – …, η οποία τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε στην Εφορεία Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. …/26.10.2022 έγγραφο του Τμήματος Εποπτείας Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών και Αρχαιοπωλείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια αναφορικά με την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, εξαιτίας της τέλεσης σε βάρος αυτού του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης με την υποβολή της υπό ΑΒΜ ….. από 16.11.2021 έγκλησης του εναγόμενου, σε βάρος του, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο και στο πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματός του στην προσωπικότητα, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, και συνεπώς δικαιούται να λάβει από τον εναγόμενο ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των έξι χιλιάδων (6.500,00) ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, της υπαιτιότητας του εναγόμενου, του είδους και της φύσης της προσβολής του ενάγοντος, της επαγγελματικής ιδιότητας (φαρμακοποιός και αναπληρωτής διοικητής του …. Νοσοκομείου Αττικής «…») και της ηλικίας (65 ετών) του ενάγοντος κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας, της ψυχικής ταλαιπωρίας του, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού δέχθηκε την ύπαρξη παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος του ενάγοντος στην προσωπικότητά του, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων (6.500,00) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά έκρινε, και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνεται στο δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης, όπως και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αντεκκαλούντος – ενάγοντος που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση αντέφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης και αντέφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από 09.10.2023 έφεση και η από 12.02.2024 αντέφεση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση απορρίπτεται, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – εναγόμενος, λόγω της ήττας του. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της μεταξύ τους συγγένειας εξ αίματος, κατ’ άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 09.10.2023 έφεση και την από 12.02.2024 αντέφεση κατά της υπ’ αριθ. 2478/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 09.10.2023 έφεση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 12.02.2024 αντέφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπ’ αριθ. …………./2023 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 12.04.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ