ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 3385/2005, το άρθρο 4 Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε ως εξής: “1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 195/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……… ,με ΑΦΜ ….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παναγιώτη Παπανικολάου.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ‘……………’’, με έδρα στον ……… Αττικής, …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ………., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Στέλλας Ραζή.
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας, την από 5-4-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……/…./23-4-2021 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ. …/23-6-2022 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων – εκκαλών με την κρινόμενη από 6-12-2022 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./8-12-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../29-12-2022. Επίσης η αντεκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη, προσβάλλει την ίδια απόφαση με την κρινόμενη από 28-11-2023 αντέφεσή της κατά του αντεφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../28-11-2023.
Η συζήτηση της ως άνω έφεσης προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 2ης-3-2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7ης-12-2023, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 22, ενώ η συζήτηση της αντέφεσης προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 7ης-12-2023, οπότε αναβλήθηκε επίσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 23.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της ως άνω έφεσης και της αντέφεσης από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν ως ανωτέρω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2003/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ. 3, 621, 622 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), και εντός της νόμιμης προσθεσμίας των 30 ημερών που θέτει το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η επίδοση της ως άνω απόφασης προς την εναγόμενη έλαβε χώρα στις 17-11-2022, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ………/17-11-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …………., η δε έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης αυτής, στις 8-12-2022. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.
Επίσης, η κρινόμενη αντέφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. ……../28-11-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ………., αντίγραφό της επιδόθηκε στον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών πριν την αρχικά ορισθείσα ως άνω δικάσιμο για τη συζήτηση της έφεσης (άρθρο 523 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με την έφεση, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, που συνέχονται με τα προσβαλλόμενα με την έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης (άρθρο 523 παρ.1 ΚΠολΔ), πλην των κεφαλαίων της εκκαλουμένης περί επιδίκασης στον ενάγοντα – αντεφεσίβλητου των κονδυλίων περί νυχτερινής εργασίας κατά τις καθημερινές συνολικού ποσού 6.210,80 ευρώ και του κονδυλίου περί προσαύξησης 75% για την εργασία του κατά τις Κυριακές συνολικού ποσού 3.928,07 ευρώ, ως προς τα οποία οι λόγοι της αντέφεσης ήτοι ο δεύτερος λόγος, ως προς το β και γ σκέλος του, καθώς και ο τρίτος λόγος αυτής, τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι, ως προς τα κεφάλαιά της αυτά, η εκκαλουμένη δεν έχει προσβληθεί με την κρινόμενη έφεση, όπως βάσιμα αναφέρει ο αντεφεσίβλητος στις προτάσεις του, καθώς η αντέφεση δεν ασκήθηκε εντός της προθεσμίας της έφεσης, οπότε δεν μπορεί να εξεταστεί ως αυτοτελής έφεση.
Από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1, 8 παρ. 2, 11, 16 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η συλλογική σύµβαση εργασίας ισχύει µόνο έναντι των µελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, εκτός εάν επεκτάθηκε µε απόφαση του Υπουργού Εργασίας, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά, δηλαδή πέραν από τους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύµβαση αυτή αφορά και οι οποίοι θα μπορούσαν µε τις δραστηριότητές τους να είναι µέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της. Συνεπώς, η ιδιότητα του µέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω Σ.Σ.Ε., αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο, όµως, αυτό, ενόψει της κανονιστικής φύσεως των Σ.Σ.Ε., δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του. Τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική η ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε., που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτήν, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως µελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη Σ.Σ.Ε., ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του µε τις προτάσεις, σύµφωνα µε το άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ, και να αποδείξει, σύµφωνα µε τους ορισµούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι µέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία η ισχύς της Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, µε την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής µε υπουργική απόφαση και πέραν από τα πρόσωπα που είναι µέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., που ήδη είχε κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από το χρόνο κήρυξής της ως γενικώς υποχρεωτικής (βλ. Ληξουριώτη ‘’Συλλογικές εργασιακές σχέσεις’’, εκδ.2015, σελ. 212, ΑΠ 874/2018, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 1903/2014, ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 1933/2008, Εφ.Πειρ. 54/2017, Εφ.Θεσ. 219/2016, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 του ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν μεταξύ άλλων, ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 75/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, με την υπ΄αρ. 6/2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ, ΦΕΚ Α΄ 38/28-2-2012), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ.6 Ν.4046/2012, ορίσθηκε ότι: (α) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες πριν την 14-2-2012 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 4046/2012) ή και περισσότερο, λήγουν την 14-2-2013 (παρ.2), (β) ΣΣΕ που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με την συμπλήρωση 3 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά το άρθ.12 Ν.1876/1990 (παρ.3), (γ) παύουν να ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 Ν.1876/1990 (παρ.5). Σημειώνεται ότι με την προϊσχύουσα ρύθμιση του άρθρου 37 παρ. 6 του Ν. 4024/2011, ανεστάλη, από 27-10-2011, η εφαρμογή των διατάξεων του Ν.1876/1990 περί κήρυξης Σ.Σ.Ε. ως γενικώς υποχρεωτικής, επί όσο διάστημα ίσχυε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (2012-2015). Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ.2 του Ν. 4475/2017, βάσει του οποίου η αναστολή εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 1876/1990 περί κήρυξης Σ.Σ.Ε ως γενικώς υποχρεωτικής είχε ισχύ έως το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής άρα μέχρι 20-8-2018. Στην περίπτωση που δεν είναι σε ισχύ μια συλλογική σύμβαση εργασίας ή είναι σε ισχύ αλλά δεν παράγεται αμφιμερής δέσμευση των μερών (στην περίπτωση δηλαδή που είτε ο εργοδότης είτε ο εργαζόμενος είτε και οι δυο από κοινού, δεν είναι μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων αντίστοιχα στη σύναψη μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής Σ.Σ.Ε.) και ταυτόχρονα η υπό εξέταση Σ.Σ.Ε. δεν έχει κηρυχθεί ως υποχρεωτική, τότε α) οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων καθορίζονται από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, που όμως, δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο. Επισημαίνεται ότι ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ημερομίσθιο αφορά τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας (άρθρο 103 Ν.4172/2013), β) οι όροι εργασίας των εργαζομένων καθορίζονται από ατομικές συμβάσεις εργασίας που δεν επιτρέπεται να είναι δυσμενέστεροι των θεσμικών όρων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε). Επομένως μετά τη λήξη της με αριθμό 37/2010 διαιτητικής απόφασης που άρχισε να ισχύει την 1-1-2010 και επομένως έληξε στις 14-2-2013 «περί αμοιβής και εργασίας των οδηγών πάσης φύσεως φορτηγών κ.λπ.» εφαρμοστέα είναι η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αλλά αυτό δεν απαγορεύει την κατάρτιση συμβάσεων με υψηλότερες συμβατικές αποδοχές. Εξάλλου, με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την 11770/20-2-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 Ν. 1346/1983. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει: α) ότι η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχόλησης του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέρα των οκτώ ωρών ημερησίως ή πέρα των εννέα ωρών ημερησίως για όσους απασχολούνται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα (άρθρο 6 της από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου και β) ότι στην περίπτωση της υπερεργασίας, δηλαδή της απασχόλησης του μισθωτού πέρα από τις 40 ώρες μέσα στην ίδια εβδομάδα μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών ανώτατης εβδομαδιαίας εργασίας, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Συνεπώς, μετά την 1-1-1984 αν ο μισθωτός δεν υπερβεί κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο όριο των 40 ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%) διότι δεν έχει πραγματοποιήσει υπερεργασία. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο χρόνος της εβδομαδιαίας εργασίας έχει υπερβεί το όριο των ωρών λόγω απασχόλησης του μισθωτού την Κυριακή ή άλλη ημέρα ανάπαυσης, αφού οι ώρες της εργασίας αυτής, για την οποία υφίσταται ειδική και αυτοτελής νομοθετική πρόνοια, δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργάσιμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας. Ακόμη, με το άρθρο 4 Ν. 2874/2000 (όπως ίσχυε μέχρι τις 30-9-2005, οπότε αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3385/2005), ορίστηκε ότι από την 1-4-2001, σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα, καταργείται η κατά την κρίση του εργοδότη υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε ωρών την εβδομάδα. Κατά συνέπεια καταργούνται οι 44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες υπερεργασιακής απασχόλησης, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ήταν μέχρι τις 31-3-2001 το 48ωρο. Στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα. Η τρίωρη αυτή πέραν των 40 ωρών απασχόληση από την 1-4-2001 ονομάζεται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση. Από την 1-4-2001 η πέραν των σαράντα τριών (43) ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση του μισθωτού των ως άνω επιχειρήσεων θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Από την ίδια ημερομηνία οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 435/1976. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης (παράνομης) υπερωριακής απασχόλησής του δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας, δηλαδή για κάθε ώρα προσαύξηση 150% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (ΑΠ 132/2016). Στη συνέχεια με το άρθρο 1 Ν. 3385/2005 (του οποίου η ισχύς κατά το άρθρο 15 του ίδιου νόμου άρχισε από την 1-10-2005), το παραπάνω άρθρο 4 Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε ως εξής: “1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 5. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 6. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%”. Ήδη με το άρθρο 74 παρ. 10 Ν. 3863/2010 (του οποίου η ισχύς κατά το άρθρο 76 του ίδιου νόμου άρχισε από τις 15-7-2010) τα ποσοστά 25% της παραγράφου 1, 50% και 75% της παραγράφου 3 και 100% της παραγράφου 5 μειώθηκαν σε 20%, 40%, 60% και 80% αντίστοιχα. Από δε τις διατάξεις της υπ΄αρ. 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας “περί καταβολής ηυξημένου ημερομισθίου εις εργαζομένους κατά τας μη εργασίμους ημέρας” (άρθρο μόνο) όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων υπουργών, του άρθρου 2 παρ. 1 Ν.Δ. 3755/1957, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 435/1976, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966, προκύπτει ότι αν ο εργαζόμενος απασχοληθεί, νόμιμα ή παράνομα, κατά την Κυριακή, δικαιούται να λάβει, για τις ώρες που απασχολήθηκε, προσαύξηση 75% επί του νόμιμου ωρομισθίου, και εφόσον η απασχόλησή του υπερβαίνει τις 5 ώρες, αναπληρωματική ανάπαυση διάρκειας 24 συνεχόμενων ωρών σε άλλη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθεί. Επίσης οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, αν τύχουν αναπληρωματικής ανάπαυσης κατά τα ανωτέρω, δεν δικαιούνται, εκτός από την ανωτέρω προσαύξηση, άλλης αμοιβής για την απασχόλησή τους την Κυριακή (ΑΠ 2115/2017, ΑΠ 1317/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, ήδη εκκαλών- αντεφεσίβλητος, εξέθετε στην προαναφερθείσα από 5-4-2021 αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι απασχολήθηκε από 18-11-2014 έως 14-7-2020, δυνάμει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, στην εναγόμενη- ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, που έχει ως αντικείμενο την εµπορία κρεάτων και εδρεύει στον ………. Αττικής, µε την ειδικότητα οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, έναντι των ειδικότερα αναφερόµενων στο δικόγραφο της αγωγής αποδοχών, που δεν ήταν κατώτερες από τις οριζόμενες στη Δ.Α. 37/2010 «Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών κ.λπ. αυτοκινήτων όλης της χώρας», η ισχύς της οποίας συμφωνήθηκε μεταξύ τους, άλλως σύμφωνα με τις Σ.Σ.Ε., που κατά τον νόμο είναι εφαρμόσιμες. Ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της εργασίας του στην εναγόμενη, διατηρεί εις βάρος της τελευταίας αξιώσεις, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, συνολικού ποσού 142.735 ευρώ, που αφορούν πιο συγκεκριμενα: α) προσαύξηση 25% των ωρών νυχτερινής του εργασίας κατά τις καθηµερινές, συνολικού ποσού 7.994 ευρώ, β) αμοιβή για την υπερεργασία του, συνολικού ποσού 15.308 ευρώ, γ) αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθηµερινές, συνολικού ποσού 44.849 ευρώ, δ) αμοιβή της εργασίας του, της υπερωριακής του εργασίας καθώς και προσαύξησης της νυχτερινής του εργασίας κατά τα Σάββατα, συνολικού ποσού 732.194 ευρώ, ε) προσαύξηση 75% της εργασίας του κατά τις Κυριακές και αποζηµίωση της στέρησης εβδοµαδιαίας ανάπαυσης, συνολικού ποσού 15.862 ευρώ, στ) διαφορά αποδοχών και επιδομάτων αδείας συνολικού ποσού 18.548 ευρώ και ζ) διαφορά επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συνολικού ποσού 7.980 ευρώ. Ζητούσε δε, ακολούθως, με βάση τη σύµβαση εργασίας του, άλλως σε περίπτωση ακυρότητας αυτής, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισµού, µετά από παραδεκτή µερική µετατροπή του αγωγικού αιτήµατος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, µε απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ για τις ως άνω αιτίες, καθώς επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο, το ποσό των (142.735 – 20.000) 122.735 ευρώ. Ειδικότερα ο ενάγων με τις πρωτόδικες προτάσεις του, προέβη στον επιμερισμό του ως άνω εναπομείναντος, μετά την ανωτέρω μετατροπή, καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής των 20.000 ευρώ, ως εξής για τα ως άνω κονδύλια: 1.000 ευρώ από το πρώτο (α), 3.000 ευρώ από το δεύτερο (β), 5.000 ευρώ από το τρίτο (γ), 7.000 ευρώ από το πέμπτο (ε), 3.500 ευρώ από το έκτο (στ), 500 ευρώ από το έβδομο (ζ), αναλογικά επιμεριζόμενα τα αναφερθέντα παραπάνω ποσά για κάθε ένα από τα ως άνω κονδύλια – κεφάλαια της αγωγής, στο αιτούμενο ποσό για κάθε διάστημα εργασίας του, ενώ τα υπόλοιπα ποσά από τα παραπάνω κονδύλια καθώς και ολόκληρο το ποσό του τέταρτου (δ) ανωτέρω κονδυλίου, το έτρεψε σε αναγνωριστικό.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, εξέδωσε την υπ΄αρ. 2003/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία, καταρχάς έκρινε την αγωγή παραδεκτή και ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς της εναγόμενης τους οποίους επαναλαμβάνει στον πρώτο λόγο της αντέφεσής της, καθώς, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της. Ειδικότερα, εκτίθεται σε αυτήν η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το επάγγελμα και η ειδικότητα του ενάγοντος εργαζομένου, η επιχείρηση την οποία, ασκούσε η εναγόμενη στην οποία εργαζόταν, ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονταν οι αποδοχές, παρατίθενται δε λεπτομερώς οι ημέρες και οι ώρες παροχής της εργασίας του, με ειδική μάλιστα αναφορά ως προς την υπερεργασία και την υπερωριακή εργασία των ωρών αυτών κατά ημέρα και κατά εβδομάδα, κατά τις Κυριακές και τα Σάββατα, κατά τα οποία εργάσθηκε, δηλαδή κατά τρόπο ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση ποιες στην πραγματικότητα Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. οφείλονταν ή όχι τα αξιούμενα με την ένδικη αγωγή χρηματικά ποσά, κατ΄ αυτεπάγγελτη εφαρμογή των εν λόγω Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., την εφαρμογή των οποίων επέσυραν τα εκτιθέμενα στην αγωγή (ΑΠ 1412/2018, ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 1548/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά δε στην μετατροπή του αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό, αυτή δεν κατέστησε την αγωγή αόριστη, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, διότι το εναπομείναν καταψηφιστικό αίτημα των 20.000 ευρώ επιμερίστηκε, κατά ως άνω αναφερθέντα ποσά, αναλογικά στα προαναφερθέντα επίσης κονδύλια της αγωγής (βλ. και Ολ.ΑΠ 30/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή νομικά βάσιμη (όσον αφορά στο παρεπόμενο αίτημά της περί κήρυξης προσωρινώς εκτελεστής της απόφασης, μόνο σχετικά με τα εναπομείναντα καταψηφιστικά αιτήματά της), την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Υποχρέωσε δε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα με τον νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 5.303,87 ευρώ,, κηρύσσοντας προσωρινώς εκτελεστή τη διάταξή της αυτή για το ποσό των 2.600 ευρώ, καθώς επίσης αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα, με τον νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 23.814,98 ευρώ και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης, κατά τον λόγο της ήττας της, τα οποία όρισε στο ποσό των 930 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ενάγων- εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της κατά τα εκκαλούμενα κεφάλαιά της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή, ως προς αυτά, η ανωτέρω αγωγή του.
Εξάλλου, κατά της ίδια απόφασης παραπονείται η εφεσίβλητη – εναγόμενη, με την κρινόμενη αντέφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν (πλην του ήδη ως άνω απαντηθέντος κι απορριφθέντος πρώτου λόγου αυτής περί αοριστίας της αγωγής και των ήδη ως άνω επίσης απορριφθέντων ως απαράδεκτων ως μη συνεχόμενων με τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που προσβάλλονται με την έφεση) και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε τη μεταρρύθμισή της, ως προς τα κεφάλαια αυτά, ώστε απορριφθεί η ως άνω αγωγή του αντιδίκου της εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι του μάρτυρα του ενάγοντος ……… και του μάρτυρα της εναγόμενης ………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, των υπ΄αρ. ……./22-9-2021 και …/19-11-2021 ένορκων βεβαιώσεων των ……….. και ……., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, για τη µεν πρώτη, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../28-4-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Αθηνών ……., για τη δε δεύτερη, µε προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς επίσης των υπ΄αρ. … και …./15-11-2021 ένορκων βεβαιώσεων των ……… και ………, αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν µε επιµέλεια της εναγόμενης, µετά από προηγούµενη νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …….΄/10-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……… και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, τα οποία λαµβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:
Ο ενάγων, ο οποίος είναι επαγγελµατίας οδηγός, κάτοχος διπλώµατος επαγγελµατικής οδήγησης, είχε δε 10ετή προϋπηρεσία (έως τις 14-2-2012, που προβλέφθηκε η αναστολή των «τριετιών»), προσλήφθηκε στις 18-11-2014, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εναγόµενη εταιρεία, που έχει ως αντικείμενο την εµπορία κρεάτων, προκειμένου να εργαστεί σε αυτήν ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, ενώ, κατά την πρόσληψή του, γνωστοποίησε στην εναγόμενη την ως άνω προϋπηρεσία του. Ο συµβατικός µισθός του συµφωνήθηκε στο ποσό των 1.066 ευρώ για 40 ώρες εβδοµαδιαία εργασία, ενώ οι νόµιµες αποδοχές του κατά το ίδιο διάστηµα λόγω της µη ύπαρξης συλλογικών συµβάσεων εργασίας, µετά τη νοµοθεσία των µνηµονίων και του µεσόπροθεσµου προγράμματος του έτους 2012, καθορίζονταν, µε βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας, στο ποσό των 761,90 ευρώ. Οι καταβαλλόµενες αποδοχές του διαµορφώθηκαν περαιτέρω, σε 1.200 ευρώ από 1-6-2015 έως 31-12-2015 (για 7 µήνες), σε 1.260 ευρώ από 1-1-2016 έως 31-7-2016 (για 7 µήνες) και σε 1.390 ευρώ από 1-8-2016 έως την παραίτησή του στις 14-7-2020.
Περαιτέρω, κυρίως από τους προσκομιζόμενους ταχογράφους του φορτηγού αυτοκινήτου της εναγόμενης, το οποίο οδηγούσε ο ενάγων, προέκυψε, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά μέσο όρο, δέκα ώρες τις Δευτέρες (από 00.00 έως 10.00), 7 ώρες τις καθηµερινές από Τρίτη έως και Πέμπτη (από 4.00 έως 11.00), 7 ώρες τις Παρασκευές (από 3.00 έως 10.00), 6 ώρες τα Σάββατα (από 4.00 έως 10.00), και 4 ώρες τις Κυριακές (από 20.00 έως 00.00). Δεν προέκυψε δε ότι είχε συμφωνηθεί η υπαγωγή του στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας, γεγονός άλλωστε που, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν είναι σύνηθες στους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων και συνεπώς δεν δικαιούται προσαύξηση για την εργασία του το Σάββατο, ήτοι το καταβαλλόµενο ηµεροµίσθιο προσαυξηµένο κατά 30%, (η οποία κατά το άρθρο 7 του Ν. 3846/2010 δίνεται για εργασία, που παρέχεται την έκτη ηµέρα της εβδοµάδος, κατά παράβαση του συστήµατος πενθήµερης εργασίας) και ορθά απορρίφθηκε το συγκεκριμένο κονδύλιο από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του, που επαναλαμβάνει στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του. Επίσης, εφόσον έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εργαζόταν με το σύστημα της εξαήμερης εργασίας, λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ωρών υπερεργασίας του εβδομαδιαίως και οι ώρες που εργαζόταν κατά την ημέρα του Σαββάτου. Με βάση δε τα παραπάνω αναφερθέντα, ο ενάγων πραγματοποιούσε δύο (2) ώρες υπερεργασία κάθε εβδομάδα (42 ώρες αντί 40) και συνολικά 8,46 ώρες τον μήνα (4,23 εβδοµάδες Χ 2 ώρες). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφαση, αποφάνθηκε ότι ο ενάγων δεν πραγματοποιούσε υπερεργασία, μην υπολογίζοντας ορθά το σύνολο των ωρών της εβδομαδιαίας εργασίας του, έσφαλε, γενομένου δεκτού του επικουρικού αιτήματος του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης. Η αμοιβή δε των ωρών αυτών της υπερεργασίας του ενάγοντος, όπως αναλυτικά παρακάτω θα αναφερθεί, πρέπει να συνυπολογιστεί για την εξεύρεση των οφειλόμενων αποδοχών και επιδομάτων αδείας του, καθώς και των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου της έφεσης. Ακόμη, κατά τα προεκτεθέντα ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία δύο (2) ωρών μόνο κάθε Δευτέρα και συνολικά 8,46 ώρες τον μήνα (4,23 εβδοµάδες Χ 2 ώρες), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του, που περιέχονται στο κύριο αίτημα του δεύτερου σκέλους του ως άνω πρώτου λόγου της έφεσής του, ότι δηλ. εργαζόταν 14 ώρες τη Δευτέρα, 10 ώρες την ημέρα από Τρίτη έως και Πέμπτη, 11 ώρες την Παρασκευή και 10 ώρες το Σάββατο. Από την άλλη μεριά, απορριπτέοι τυγχάνουν και οι ισχυρισμοί της εναγόμενης, τους οποίους επαναπροβάλλει με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της αντέφεσής της, ότι ο ενάγων εργαζόταν λιγότερες από τις προαναφερθείσες ώρες, τις οποίες δέχθηκε το πρωτοβάθμιο αλλά και το παρόν Δικαστήριο. Σημειωτέον δε ότι η εναγόμενη ζητεί με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, να αναβληθεί η συζήτηση της ένδικης υπόθεσης κατ΄ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας, που έχει ξεκινήσει με την υπ΄αρ. ………../13-12-2022 μήνυση, την οποία έχει υποβάλει κατά των ως άνω μαρτύρων του ενάγοντος, ήτοι του εξετασθέντος ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……. και των ενόρκως βεβαιούντων ……. και …………, για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης και κατά του ενάγοντος ως ηθικού αυτουργού αυτής, σχετικά με το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, εκκρεμούσης πλέον της εκδίκασης της ως άνω ποινικής υπόθεσης, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Ωστόσο, πέραν του ότι το αίτημα αυτό προβάλλεται το πρώτον με την προσθήκη αντίκρουση, προσκομιζόμενων με αυτήν και των σχετικών εγγράφων, δεν αποτελεί λόγο αναβολής της συζήτησης η ποινική δίωξη κατά μαρτύρων, διότι, η αποδιδόμενη στους μάρτυρες κατηγορία για ψευδή κατάθεση δεν αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για την κρινόμενη υπόθεση που πρέπει να λυθεί από το ποινικό Δικαστήριο, αλλά είναι ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων, που ερευνάται από το πολιτικό Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 1479/1984, Εφ.Αθ. 372/2004, Εφ.Αθ. 2983/1991, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β.Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ άρθρο 250 αρ.5). Σε κάθε περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητη για την ασφαλή κρίση της διαφοράς, η αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατ΄ άρθρο 250 ΚΠολΔ, η εφαρμογή του οποίου είναι δυνητική, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της εναγόμενης – εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας. Άλλωστε η κρίση του Δικαστηρίου για τις ώρες εργασίας του ενάγοντος στηρίχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, πέραν από τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, στους προσκομιζόμενους ταχογράφους, οι οποίοι αποτελούν αντικειμενικό στοιχείο. Εξάλλου, δεν υφίσταται έδαφος να διαταχθεί, όπως αιτείται ο ενάγων, η επίδειξη εκ μέρους της εναγόμενης του βιβλίου δρομολογίων του φορτηγού αυτοκινήτου που οδηγούσε και των ηλεκτρονικών – ψηφιακών ταχογράφων αυτού, καθώς η εναγόμενη αναφέρει ότι, το μεν πρώτο δεν βρίσκεται στα χέρια της, διότι αυτό από το 2012 δίδεται αθεώρητο στον εργαζόμενο, οι δε δεύτεροι (ψηφιακοί ταχογράφοι), λόγω των ετών που έχουν παρέλθει από το επίδικο διάστημα, δεν διατηρούνται πλέον αποθηκευμένοι. Περαιτέρω, ενόψει ότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ο εκκαλών – ενάγων εργαζόταν κατά τις Κυριακές 4 ώρες (και όχι 5 και άνω), δεν δικαιούται αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης και συνεπώς ούτε τον ωρομίσθιο ως αποζημίωση στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης για κάθε ώρα που απασχολήθηκε, κατά την ημέρα της Κυριακής. Επομένως ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων υποστηρίζει ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδίκασε μόνο την προσαύξηση για την εργασία του κατά τις Κυριακές (έστω με διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά), ενώ θα έπρεπε να του επιδικάσει και την ως άνω αποζημίωση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούτο να λάβει τα εξής ποσά (ας σημειωθεί ότι στα ποσά αυτά θα συνυπολογιστούν, για λόγους ενότητας, και τα κονδύλια της εκκαλουμένης που δεν πλήττονται με την έφεση): 1) Για το διάστηµα της εργασίας του από 1-1-2015 έως 31-5-2015 (5 μήνες), που το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο ήταν 6,4 ευρώ (1.066 ευρώ µισθός Χ 0,006), η αμοιβή του ανέρχεται σε 7,68 ευρώ (6,4 + 20%) για κάθε ώρα υπερεργασίας και σε 11,52 ευρώ (6,4 + 80%) για κάθε ώρα υπερωρίας, οπότε η επιπλέον αµοιβή, που έπρεπε να του καταβληθεί κάθε µήνα για την υπερεργασία του, ανέρχεται σε 64,97 ευρώ (7,68 ευρώ Χ 8,46 ώρες) και για την υπερωρία του, σε 97,45 ευρώ (11,52 ευρώ Χ 8,46 ώρες). Επιπλέον για τις 4 ώρες απασχόληση κάθε Κυριακή δικαιούτο την προσαύξηση 75 % επί του νόµιµου ωροµισθίου του, ήτοι έπρεπε να λάβει 75% Χ 4,57 ευρώ (761,90 ευρώ Χ 0,006) =3,42 ευρώ Χ 4 ώρες = 13,68 ευρώ Χ 4,23 εβδοµάδες = 57,86 ευρώ µηνιαίως. Επίσης, για τις 19 ώρες νυκτερινής απασχόλησης κάθε εβδοµάδα (2 την Κυριακή, 6 τη Δευτέρα, 2 την Τρίτη, 2 την Τετάρτη, 2 την Πέµπτη, 3 την Παρασκευή και 2 το Σάββατο) δικαιούτο την προσαύξηση 25% επί του νόµιµου ωροµισθίου του, ποσού 1,14 ευρώ (4,57 Χ 25%) για κάθε ώρα Χ 19 ώρες= 21,66 ευρώ Χ 4,23 εβδοµάδες = 91,62 ευρώ µηνιαίως. Άρα, για το ως άνω διάστημα, έπρεπε να λάβει επιπλέον 64,97 ευρώ (υπεργασία) + 97,45 ευρώ (υπερωρίες Δευτέρας) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση 75% για τις Κυριακές) + 91,62 ευρώ (νυκτερινή εργασία) = 311,9 ευρώ το µήνα Χ 5 µήνες = 1.559,5 ευρώ. 2) Για το επόµενο διάστηµα της εργασίας του από 1-6-2015 έως 31-12-2015 (7 μήνες), που το καταβαλλόµενο ωρομίσθιο ανερχόταν σε 7,2 ευρώ (1.200 ευρώ μισθός Χ 0,006), η αμοιβή του ανέρχεται σε 8,64 ευρώ για κάθε ώρα υπερεργασίας (7,2 + 20%) και σε 12,96 ευρώ για κάθε ώρα υπερωρίας (7,2 + 80 %), ενώ η µηνιαία αµοιβή του για τις Κυριακές και τη νυκτερινή εργασία παρέµεινε η ίδια. Εποµένως, έπρεπε να λάβει επιπλέον μηνιαίως για την υπερεργασία του (8,64 ευρώ Χ 8,46 ώρες=) 73,09 ευρώ και για την υπερωρία του (12,96 ευρώ Χ 8,46 ώρες) = 109,64 ευρώ, καθώς επίσης 57,86 ευρώ για την απασχόλησή του τις Κυριακές και 91,62 ευρώ για τη νυκτερινή εργασία. Άρα, για το ως άνω διάστηµα έπρεπε να λάβει συνολικά (73,09+ 109,64 + 57,86 + 91,62=) 332,21 ευρώ μηνιαίως Χ 7 µήνες = 2.325,47 ευρώ. 3) Για το επόμενο διάστημα της εργασίας του από 1-1-2016 έως 31-7-2016 (7 μήνες), που το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο ανερχόταν σε 7,56 ευρώ (1.260 ευρώ μισθός Χ 0,006), η αμοιβή του ανέρχεται σε 9,07 ευρώ για κάθε ώρα υπερεργασίας (7,56 + 20%) και σε 13,61 ευρώ για κάθε ώρα υπερωρίας (7,56 + 80%), ενώ η µηνιαία αµοιβή για τις Κυριακές και τη νυκτερινή εργασία παρέµεινε η ίδια. Εποµένως, έπρεπε να λάβει επιπλέον μηνιαίως για την υπερεργασία του (9,07 ευρώ Χ 8,46 ώρες=) 76,73 ευρώ, και για την υπερωρία του (13,61 ευρώ Χ 8,46 ώρες=) 115,14 ευρώ, καθώς επίσης 57,86 ευρώ για την απασχόλησή του τις Κυριακές και 91,62 ευρώ για τη νυκτερινή εργασία. Άρα, για το ως άνω διάστηµα έπρεπε να λάβει συνολικά (76,73 + 115,14 + 57,86 + 91,62=) 341,35 ευρώ μηνιαίως Χ 7 µήνες= 2.389,45 ευρώ. 4) Για το επόμενο διάστημα της εργασίας του από 1-8-2016 έως 31-1-2019 (30 μήνες), που το καταβαλλόμενο ωρομίσθιό του ανερχόταν σε 8,34 ευρώ (1.390 ευρώ μισθός Χ 0,006), η αμοιβή του ανέρχεται σε 10,01 ευρώ για κάθε ώρα υπερεργασίας (8,34 + 20%) και σε 15,01 ευρώ για κάθε ώρα υπερωρίας (8,34 + 80%), ενώ η µηνιαία αµοιβή για τις Κυριακές και τη νυκτερινή εργασία παρέµεινε η ίδια. Εποµένως, έπρεπε να λάβει επιπλέον μηνιαίως για την υπερεργασία του (10,01 ευρώ Χ 8,46 ώρες=) 84,68 ευρώ και για την υπερωρία του (15,01 ευρώ Χ 8,46 ώρες=) 126,98 ευρώ, καθώς επίσης 57,86 ευρώ για την απασχόληση του τις Κυριακές και 91,62 ευρώ για τη νυκτερινή εργασία. Άρα, για το ως άνω διάστημα έπρεπε να λάβει συνολικά (84,68+ 126,98 + 57,86 + 91,62=) 361,14 ευρώ μηνιαίως Χ 30 µήνες = 10.834,2 ευρώ. 5) Για το επόµενο διάστηµα της εργασίας του, από 1-2-2019 έως 30-6-2020 (17 μήνες), το καταβαλλόμενο ωρομίσθιό του παρέμεινε το ίδιο, οπότε και η αμοιβή για τις ώρες υπερεργασίας του και υπερωρίας του μηνιαίως είναι η ίδια (84,68 ευρώ και 126,98 ευρώ αντίστοιχα). Οι νόµιµες αποδοχές του, όµως, ανέρχονταν πλέον σε 845 ευρώ (νόµιµο ωροµίσθιο 5,07 ευρώ), οπότε η µηνιαία αµοιβή για τις Κυριακές ανερχόταν σε (75% Χ 5,07=) 3,80 ευρώ Χ 4 ώρες= 15,2 ευρώ Χ 4,23 εβδοµάδες = 64,29 ευρώ µηνιαίως και η µηνιαία αµοιβή για τη νυκτερινή απασχόληση σε (5,07 Χ 25%=) 1,26 ευρώ για κάθε ώρα Χ 19 ώρες = 23,94 ευρώ Χ 4,23 εβδοµάδες = 101 ,26 ευρώ. Εποµένως, έπρεπε να λάβει επιπλέον μηνιαίως για την υπερεργασία του 84,68 ευρώ και για την υπερωρία του 126,98 ευρώ, καθώς επίσης 64,29 ευρώ για τις Κυριακές και 101,26 ευρώ για τη νυκτερινή εργασία. Άρα, για το ως άνω διάστημα έπρεπε να λάβει συνολικά (84,68 + 126,98 + 64,29 + 101,26=) 292,53 ευρώ μηνιαίως Χ 17 µήνες= 6.412,57 ευρώ. Περαιτέρω οφείλονται στον ενάγοντα, για αποδοχές και επιδόματα αδείας αλλά και επιδόματα εορτών τα κάτωθι ποσά (στα οποία δεν υπολογίζεται, όπως και πρωτοδίκως, η μηνιαία προσαύξηση λόγω υπερωριών, αίτημα για τον συνυπολογισμό της οποίας, άλλωστε, δεν είχε ο ενάγων στην αγωγή του): Για αποδοχές αδείας του έτους 2015, [1.200 ευρώ (καταβαλλόµενος µισθός) + 73,09 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.422,57 ευρώ, δηλαδή 25 ηµεροµίσθια και για επίδοµα αδείας του έτους 2015 (13 ηµεροµίσθια), ήτοι 1.422,57 ευρω διά 25 Χ 13= 739,07 ευρώ και επειδή έλαβε 600 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 139,07 ευρώ. Ακόμη, για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο, δικαιούται: Για επίδοµα Πάσχα 2015 [1.066 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 64,97 ευρώ (υπερεργασία)+ 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.280,45 ευρώ διά 2 = 640,22 ευρώ συν 0,04166 (συντελεστή από αναλογία επιδόµατος αδείας) = 666,89 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 555 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 111,89 ευρώ. Οµοίως, για επίδοµα εορτών Χριστουγέννων 2015 του οφείλεται [1.200 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 73,09 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.422,57 ευρώ, συν το συντελεστή 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 1.481,83 ευρώ και επειδή έλαβε 1250 ευρώ του οφείλεται υπόλοιπο 231,83 ευρώ. Για αποδοχές αδείας του έτους 2016, [1.260 ευρώ (καταβαλλόµενος µισθός) + 76,73 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1486,21 ευρώ, δηλαδή 25 ηµεροµίσθια και για επίδοµα αδείας του έτους 2016 (13 ηµεροµίσθια), 772,85 ευρώ και επειδή έλαβε 630 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 142,85 ευρώ. Ακόμη, για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται: Για επίδοµα Πάσχα 2016, [1.260 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 76,73 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ προσαύξηση Κυριακής + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1486,21 ευρώ διά 2 = 743,1 συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 774,06 ευρώ και επειδή έλαβε 656 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 118,06 ευρώ. Οµοίως, για επίδοµα εορτών Χριστουγέννων 2016 του οφείλεται [1.390 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.624,16 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 1.691,82 ευρώ και επειδή έλαβε 1.448 ευρώ του οφείλεται υπόλοιπο 243,82 ευρώ. Για αποδοχές αδείας του έτους 2017, [1.390 ευρώ (καταβαλλόµενος µισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία)+ 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.624,16 ευρώ, δηλαδή 25 ηµεροµίσθια και για επίδοµα αδείας του έτους 2017 (13 ηµεροµίσθια), 844,57 ευρώ και επειδή έλαβε 695 ευρώ του οφείλεται υπόλοιπο 149,57 ευρώ. Ακόμη, για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται: Για επίδοµα Πάσχα 2017, [1.390 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=]1.624,16 διά 2 = 812,08 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 845,91 ευρώ και επειδή έλαβε 724 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 121,91 ευρώ. Οµοίως, για επίδοµα εορτών Χριστουγέννων 2017 του οφείλεται [1.390 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακή)ς + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.624,16 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 1.691,82 ευρώ και επειδή έλαβε 1.448 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 243,82 ευρώ. Για αποδοχές αδείας του έτους 2018, [1.390 ευρώ (καταβαλλόµενος µισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.624,16 ευρώ, δηλαδή 25 ηµεροµίσθια και για επίδοµα αδείας 2017 (13 ηµεροµίσθια), 844,57 ευρώ και επειδή έλαβε 695 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 149,57 ευρώ. Ακόμη, για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται: Για επίδοµα Πάσχα 2017, [1.390 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.624,16 ευρώ διά 2 = 812,08 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 845,91 ευρώ και επειδή έλαβε 724 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 121,91 ευρώ. Οµοίως, για επίδοµα εορτών Χριστουγέννων 2017 του οφείλεται, [1.390 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 57,86 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 91,62 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.624,16 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας, = 1.691,82 ευρώ και επειδή έλαβε 1.448 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 243,82 ευρώ. Για αποδοχές αδείας του έτους 2019, [1.390 ευρώ (καταβαλλόµενος µισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 64,29 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 101,26 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.640,23 ευρώ, δηλαδή 25 ηµεροµίσθια και για επίδοµα αδείας του έτους 2019 (13 ηµεροµίσθια), 852,92 ευρώ και επειδή έλαβε 695 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 157,92 ευρώ. Ακόμη, για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται: Για επίδοµα Πάσχα 2019, [1.390 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 64,29 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 101,26 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.640,23 ευρώ διά 2 = 820,11 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 854,27 ευρώ και επειδή έλαβε 724 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 130,27 ευρώ. Οµοίως, για επίδοµα εορτών Χριστουγέννων 2019, του οφείλεται [1.390 ευρώ (καταβαλλόμενος μισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 64,29 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 101,26 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.640,23 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 1.708,56 ευρώ και επειδή έλαβε 1.448 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 260,56 ευρώ. Για αποδοχές αδείας του έτους 2020, [1.390 ευρώ (καταβαλλόµενος µισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 64,29 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 101,26 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής απασχόλησης)=] 1.640,23 ευρώ, δηλαδή 25 ηµεροµίσθια και επειδή έλαβε 667 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 973,23 ευρώ και για επίδοµα αδείας του έτους 2020 (13 ηµεροµίσθια), 852,92 ευρώ και επειδή έλαβε 695 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 157,92 ευρώ. Ακόμη, για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται: Για επίδοµα Πάσχα 2020, [1.390 ευρώ (καταβαλλόµενος µισθός) + 84,68 ευρώ (υπερεργασία) + 64,29 ευρώ (προσαύξηση Κυριακής) + 101,26 ευρώ (προσαύξηση νυκτερινής εργασίας)=] 1.640,23 ευρώ διά 2 = 820,11 ευρώ συν 0,04166 από αναλογία επιδόµατος αδείας = 854,27 ευρώ και επειδή έλαβε 724 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 130,27 ευρώ. Οµοίως, για αναλογία επιδόµατος εορτής Χριστουγέννων 2020 δικαιούται (σύνολο ηµερών από 1-5-2020 έως 14-7-2020, 75 ηµέρες διά 19 ηµέρες = 3,95 Χ 2 ηµεροµίσθια = 7,9 ηµεροµίσθια Χ 65,61 ευρώ το ηµεροµίσθιο=) 518,32 ευρώ συν 0,04166 = 539,91 ευρώ και επειδή έλαβε 457 ευρώ, του οφείλεται υπόλοιπο 82,91 ευρώ. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά υπολόγισε τις αποδοχές και επίδομα αδείας του ενάγοντος για το έτος 2016 με βάση το καταβαλλόμενο μισθό του έως 31-7-2016, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο τελευταίος στο δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής του. Επίσης, ορθά υπολογίστηκαν ως ανωτέρω, οι αποδοχές αδείας του ενάγοντος, παρά τα όσα υποστηρίζει στο τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής του, καθώς η προϋπηρεσία του υπολογίστηκε έως το 2012 που ανεστάλησαν οι τριετίες, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, με βάση όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, η συνολική οφειλή της εναγόμενης στον ενάγοντα είναι: 1) Για τη νυκτερινή εργασία του [(91,62 ευρώ Χ 49 μήνες) + (101,26 ευρώ Χ 17 μήνες)=] 6.210,8 ευρώ, 2) για την υπερεργασία του [(64,97 ευρώ Χ 5 μήνες) + (73,09 ευρώ Χ 7 μήνες) + (76,73 ευρώ Χ 7 μήνες) + (84,68 ευρώ Χ 30 μήνες) + (84,68 ευρώ Χ 17 μήνες)=] 5.353,55 ευρώ, 3) για τις υπερωρίες του τις καθηµερινές [(97,45 ευρώ Χ 5 μήνες) + (109,64 ευρώ Χ 7 μήνες) + (115,14 ευρώ Χ 7 μήνες) + (126,98 ευρώ Χ 30 μήνες) + (126,98 ευρώ Χ 17 μήνες)=] 8.028,77 ευρώ, 4) για την προσαύξηση της Κυριακής [(57,86 ευρώ Χ 49 μήνες) + ( 64,29 ευρώ Χ 17 μήνες)=] 3.928,07 ευρώ, 5) για αποδοχές και επιδόµατα αδείας (1.422,57 + 139,07 + 1486,21 + 142,85 + 1.624,16 + 149,57 + 1.624,16 + 149,57 + 1.640,23 + 157,92 + 973,23 + 157,92=) 9.667,46 ευρώ και 6) για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων (111,89 + 231,83 + 118,06 + 243,82 + 121,91 + 243,82 + 121,91 + 243,82 + 130,27 + 260,56 + 130,27 + 82,91=) 2.041,07 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε δε ότι είχε συμφωνηθεί, μεταξύ των διαδίκων, ο συμψηφισμός των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος – εργαζόμενου με τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών από την εναγόμενη – εργοδότρια, καθώς δεν υπάρχει κάποια σχετική έγγραφη συμφωνία, μόνη δε η ‘’τυποποιημένη’’ αναφορά στις αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζει η εναγόμενη ότι ο εργαζόμενος δηλώνει ‘’…δέχομαι ότι εξοφλούνται οι αποδοχές για την ως άνω μισθολογική περίοδο και ουδεμία άλλη αξίωση έχω ή διατηρώ απαίτηση εκ του λόγου αυτού κατά του εργοδότη μου…’’, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, τη γνησιότητα της οποίας αμφισβητεί ο τελευταίος, δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι υφίστατο τέτοια συμφωνία και να απεμπολήσει τα νόμιμα δικαιώματά του ως εργαζόμενου. Οπότε η σχετική ένσταση της εναγόμενης – αντεκκαλούσας, η οποία είναι μη νόμιμη όσον αφορά στην υπερωριακή εργασία, είναι απορριπτέα όσον αφορά στις λοιπές αξιώσεις ως ουσιαστικά αβάσιμη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού τέταρτου και τελευταίου λόγου της αντέφεσής της, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την επικουρικώς προβληθείσα ένσταση αυτή.
Κατ’ ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, η αγωγή πρέπει να γίνει εν µέρει δεκτή ως βάσιµη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα [6.210,8 Χ (1.000/7.994)=] 776,93 ευρώ για προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, [5.353,55 Χ (3.000/15.308)=] 1.043,94 ευρώ για υπερεργασία, [8.028,77 Χ (5.000/44.849)=] 895,12 ευρώ για υπερωρίες κατά τις καθηµερινές, [3.928,07 Χ (7000/15.862)=] 1.733,48 ευρώ για προσαύξηση Κυριακής, [9.667,46 Χ (3500/18.548) =] 1.817,48 ευρώ για διαφορές αποδοχών και επιδοµάτων αδείας, [2.041,07 Χ (500/7980)=] 127,77 ευρώ για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και συνολικά (776,93 + 1.043,94 + 895,12 + 1.733,48 + 1.817,48 + 127,77=) 6.394,72 ευρώ. Επίσης, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα (6.210,8 – 776,93=) 5.433,87 ευρώ για προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, (5.353,55 -1.043,94=) 4.309,61 ευρώ για υπερεργασία, (8.028,77 – 895,12=) 7.133,65 ευρώ για υπερωρίες κατά τις καθηµερινές, (3.928,07 – 1.733,48=) 2.194,59 ευρώ για προσαύξηση Κυριακής, (9.667,46 – 1.817,48=) 7.849,98 ευρώ για διαφορές αποδοχών και επιδοµάτων αδείας, (2.041,07 – 127,77=) 1.913,3 ευρώ για επιδόµατα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και συνολικά (5.433,87 + 4.309,61 + 7.133,65 + 2.194,59 + 7.849,98 + 1.913,3=) 28.835 ευρώ. Όλα δε τα παραπάνω ποσά οφείλονται µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 ΑΚ), ενώ τα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων, αποδοχές και επιδόµατα αδείας, από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους και τα επιδόματα δώρων Πάσχα από την 1η Μαϊου του αντίστοιχου έτους στο οποίο αφορούν (άρθρα 341, 345 ΑΚ, Ολ.ΑΠ 39-40/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου ως άνω λόγους της έφεσης να εξαφανισθεί, ως προς τις ως άνω διατάξεις της, στο σύνολο της όμως και ως προς το μη ανατρεπόμενο μέρος της, για την ενότητα της εκτέλεσης (βλ. Σαμουήλ ‘’Η έφεση’’, εκδ. 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσία και να απορριφθεί η αντέφεση ως κατ΄ουσία αβάσιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί, κατ΄ ουσία η αγωγή, κατά τις ως άνω διατάξεις της, πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.394,72 ευρώ καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 28.835 ευρώ, όλα τα παραπάνω ποσά, με τον νόμιμο τόκο ως ανωτέρω.
Πρέπει, ακόμη, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος-αντεφεσίβλητου να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων αντίστοιχα, και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις, αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, έφεση και αντέφεση.
Δέχεται την έφεση και την αντέφεση κατά το τυπικό τους μέρος .
Απορρίπτει την αντέφεση κατ΄ ουσία.
Δέχεται εν μέρει την έφεση και κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2003/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Κρατεί την αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την από 5-4-2021 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../23-4-2021 αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (6.394,72 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο, κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης διακρίσεις.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι οχτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα πέντε (28.835) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, επίσης κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης διακρίσεις.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26 Απριλίου 2024 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ