Αριθμός 528/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 23-12-2015 (αρ. καταθ. ……..) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 5179/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε το παρόν εφεσίβλητο ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 10-10-2013 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) στις 23-12-2015 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως ποσού διακοσίων (200) ευρώ (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012).
Με την από 18-1-2011 (αρ. καταθ. …….) αγωγή τους, οι τρίτος, έκτη, ένατος, δεκάτη, ενδεκάτη, δεκάτη πέμπτη, δεκάτη έκτη και δεκάτη εβδόμη των εναγόντων, ήδη εκκαλούντες, ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν ο τρίτος από αυτούς την 27-6-2005, η έκτη από αυτούς την 8-2-2002, ο ένατος από αυτούς την 3-12-2007, η δεκάτη από αυτούς την 2-2-2005, η ενδεκάτη από αυτούς την 19-9-2005, η δεκάτη πέμπτη από αυτούς την 17-1-2008, η δεκάτη έκτη από αυτούς την 22-2-2006 και η δεκάτη εβδόμη από αυτούς την 22-2-2006, με την ειδικότητα του χειριστή Η/Υ ο τρίτος, με την ειδικότητα της Κοινωνικής Λειτουργού η έκτη, με την ειδικότητα του Διοικητικού Υπαλλήλου ο ένατος και η δεκάτη, με την ειδικότητα της Τηλεφωνήτριας η ενδεκάτη, με την ειδικότητα της Διαχειρίστριας Προγραμμάτων Ανακύκλωσης η δεκάτη πέμπτη, με την ειδικότητα της Κοινωνικής Λειτουργού η δεκάτη έκτη και
με την ειδικότητα της Κοινωνιολόγου η δεκάτη εβδόμη, κατόπιν συνάψεως με το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, συμβάσεων που εικονικά και κατ΄ επίφαση χαρακτηρίστηκαν ως συμβάσεις έργου, πλην όμως η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν να συνδέονται με μια μόνιμη και διαρκή εργασιακή σχέση. Ότι κατ΄ ενάσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος το εναγόμενο καθόριζε τον τρόπο, τον τόπο, το χρόνο και το είδος της παρεχόμενης εργασίας τους. Ότι στη συνέχεια ανανεώθηκε η αρχική αυτή σύμβασή τους, κατά τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή) με απόφαση του εναγομένου ή των εποπτευόμενων από αυτό νομικών προσώπων για έκαστο των ως άνω εναγόντων, ήτοι για τον τρίτο από αυτούς 1) από 27-6-2005 έως 31-10-2005, 2) από 1-11-2005 έως 13-9-2006, 3) από 14-9-2006 έως 13-7-2008, 4) από 14-7-2008 έως 15-10-2008, 5) από 16-10-2008 έως 22-11-2009 και 6) από 23-11-2009 έως 22-11-2010, για την έκτη από αυτούς 1) από 29-10-2007 έως 31-7-2008, 2) από 31-10-2008 έως 12-10-2009 και 3) από 23-11-2009 έως 22-11-2010, για τον ένατο από αυτούς 1) από 23-3-2007 έως 26-11-2007, 2) από 27-11-2007 έως 12-10-2008, 3) από 13-10-2008 έως 19-11-2009 και 4) από 20-11-2009 έως 19-11-2010, για την δεκάτη από αυτούς 1) από 3-12-2007 έως 2-11-2008, 2) από 3-11-2008 έως 19-11-2009 και 3) από 20-11-2009 έως 19-11-2010, για την ενδεκάτη από αυτούς 1) από 2-2-2005 έως 18-9-2005, 2) από 19-9-2005 έως 1-1-2006, 3) από 2-1-2006 έως 13-9-2006, 4) από 14-9-2006 έως 13-12-2007, 5) από 14-12-2007 έως 16-11-2008, 6) από 17-11-2008 έως 22-11-2009 και 7) από 23-11-2009 έως 22-11-2010, για την δεκάτη πέμπτη από αυτούς 1) από 17-1-2008 έως 25-9-2008, 2) από 3-11-2008 έως 30-10-2009 και 3) από 20-11-2009 έως 19-11-2010, για την δεκάτη έκτη από αυτούς 1) από 22-2-2006 έως 21-8-2007, 2) από 29-10-2007 έως 31-7-2008, 3) από 31-10-2008 έως 12-10-2009 και 4) από 23-11-2009 έως 22-11-2010 και για την δεκάτη εβδόμη από αυτούς 1) από 22-2-2006 έως 18-11-2007, 2) από 19-11-2007 έως 15-10-2008, 3) από 16-10-2008 έως 22-11-2009 και 4) από 23-11-2009 έως 22-11-2010. Ότι καθ΄ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους, οι ως άνω ενάγοντες απασχολήθηκαν για την κάλυψη των παγίων και διαρκών υπηρεσιακών αναγκών του εναγομένου, και επομένως οι ως άνω επιμέρους συμβάσεις ορισμένης διάρκειας, είναι άκυρες ως προς τον χρονικό περιορισμό τους και συνιστούν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η δε συμπεριφορά του εναγομένου συνιστά απαγορευμένη, από την υπ΄ αρ. 1999/70/Ε.Κ. Κοινοτική Οδηγία, κατάχρηση του θεσμού συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Ότι το εναγόμενο σταμάτησε να αποδέχεται την εργασία τους (εναγόντων) στις 22-11-2010 για τους 3ο, 6η, 11η, 16η και 17η και στις 19-11-2010 για τους 9ο, 10η και 15η, καταγγέλλοντας έτσι οριστικά τις εργασιακές τους σχέσεις. Ότι οι διαδοχικές συµβάσεις τους συνιστούσαν µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού εργάζονταν συνεχώς από την πρόσληψή τους για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εναγομένου. Ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που τους συνέδεε με το εναγόμενο δεν λύθηκε με νόμιμο τρόπο, καθόσον ουδέποτε τους επιδόθηκε έγγραφο και δεν τους καταβλήθηκε αποζημίωση απόλυσης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέµενα σ΄ αυτή (αγωγή). Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ως άνω ενάγοντες, ζήτησαν α) να αναγνωρισθεί ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και να χαρακτηρισθούν οι ως άνω αρχικές συμβάσεις εργασίας καθώς και οι παρατάσεις και ανανεώσεις αυτών ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την αρχική πρόσληψη καθενός από αυτούς (ενάγοντες), β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας καθενός από αυτούς (ενάγοντες) λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου αυτής και μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης, αλλά και ένεκα καταχρηστικότητας, υποχρεούμενου του εναγόμενου να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους (εναγόντων) και να τους καταβάλλει τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές τους, γ) να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο τους οφείλει μισθούς υπερημερίας, με το νόμιμο τόκο και σύμφωνα με τις αναλογούσες στην υπηρεσιακή τους κατάσταση νόμιμες αποδοχές τους, για το μετά την καταγγελία των συμβάσεών τους χρονικό διάστημα και έως την άρση της υπερημερίας αυτής, δ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το καταψηφιστικό αίτημα και ε) να καταδικαστεί το εναγόμενο σε χρηματική ποινή (300) ευρώ υπέρ καθενός από αυτούς (ενάγοντες) για κάθε ημέρα που θα αρνείται να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και δεν τους καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές τους, μη συμμορφούμενο με το διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης. Τέλος ζήτησαν να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 5179/2013 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως νόμω αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη από 23-12-2015 (αρ. καταθ. …..) έφεση, οι ηττηθέντες τρίτος, έκτη, ένατος, δεκάτη, ενδεκάτη, δεκάτη πέμπτη, δεκάτη έκτη και δεκάτη εβδόμη των εναγόντων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητούν να γίνει δεκτή αυτή (έφεση), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή τους κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (έφεση).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή θα παύσει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως (ΑΠ 123/2012). Με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του Α.Ν. 547/1937, το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ιδίου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν απαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία της σύμβασης και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 7/2011). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1, 2 και 21 παρ. 1 του Ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με το Ν. 2527/1997, καθορίζεται η διαδικασία διορισμού ή πρόσληψης τακτικού προσωπικού με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στους φορείς του Δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 και 51 του Ν. 1842/1990, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και επετράπη η απασχόληση προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες. Εξάλλου κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997 «Για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. του Αστικού Κώδικα ή με άλλες ειδικές διατάξεις, απαιτείται … Σύμβαση μίσθωσης έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως καθ` ολοκληρίαν άκυρη» κατά δε την παρ. 3 εδ. α του ιδίου άρθρου «Ανανέωση ή παράταση της σύμβασης μίσθωσης έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη». Περαιτέρω κατά τις παρ. 2 και 3 και τις προστεθείσες με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (ΦΕΚ Α 85/18-4-2001) παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 Συντ. «2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου. 3. Οργανικές θέσεις Ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. 7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής. 8. Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι και σε συνταγματικό πλέον επίπεδο από την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (18-4-2001) απαγορεύεται η, με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 12 του Ν. 2190/1994 και 6 παρ. 1, 3 του Ν. 2527/1997, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, και για τον ίδιο λόγο, των συμβάσεων έργου, σε αορίστου χρόνου συμβάσεις, ακόμη και αν με την εργασία τους οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των εργοδοτών τους (Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κλπ). Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες μετά την ισχύ του αναθεωρηθέντος Συντάγματος (18-4-2001) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, και συνακόλουθα δεν είναι δυνατή η εφαρμογή τόσο του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 όσο και του άρθρου 671 του ΑΚ (ΑΠ 88/2014). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα). Ορίζει δε το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού Π.Δ. (164/2004) τα εξής: «1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου». Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό «το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του», ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν, κατά τα προαναφερόμενα, από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10-7-2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Προστέθηκαν, λοιπόν, στο εν λόγω Π.Δ., ως μεταβατικές, οι διατάξεις του άρθρου 11, που ορίζουν τα εξής: «1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση…. 5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές. Διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης……» (άρθρο 11 παρ. 1α και παρ. 5). Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες πιο πάνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Ενόψει, λοιπόν, αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της, κατά τα προεκτιθέμενα, προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920, ούτε κατ΄ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. αυτού (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΑΠ 422/2010, ΑΠ 64/2010, ΑΠ 2131/2009, ΑΠ 1009/2008, ΑΠ 197/2008, ΕφΛαρ 260/2010). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της συμβάσεως έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος) το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα και ορίζει, ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσεως, κατά την προαναφερθείσα έννοια, αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των Δικαστηρίων, ανεξάρτητα από την εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσεως ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 7 και 8/2011), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη «μετατροπή» του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχολήσεως από ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Η δυνατότητα δε του ορθού νομικού χαρακτηρισμού από το Δικαστήριο της έννομης σχέσεως, ως συμβάσεως εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι επί διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα λοιπά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, πριν από την έναρξη ισχύος, α) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, β) των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18/4/2001 (ΦΕΚ Α΄85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και γ) των άρθρων 5 και 11 του Π.Δ. 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, συνεχίζουν και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι οι συμβάσεις αυτές (έργου ή εργασίας) είχαν ήδη προσλάβει, κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλαδή και πριν από την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της συμβάσεως αορίστου χρόνου, κατ΄ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της συνάψεώς τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλαδή και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, ΑΠ 2014/2013, ΑΠ 2083/2013, ΑΠ 1255/2013, ΑΠ 928/2013, ΑΠ 369/2013, ΑΠ 455/2012, ΑΠ 123/2012, ΑΠ 1682/2011). Επιπροσθέτως όταν η αγωγή έχει απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νόμω αβάσιμη, οι λόγοι που πλήττουν την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απορρίπτονται, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (ΑΠ 323/1989, ΕφΔωδ 338/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη έφεση οι εκκαλούντες παραπονούνται, μεταξύ άλλων, διότι «η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα, με αιτιολογία μη νόμιμη, αυθαίρετη και αντιφατική και κατά εσφαλμένη εκτίμηση των προσαγόμενων και επικαλούμενων εγγράφων μας και της εμμάρτυρης διαδικασίας, απέρριψε την αγωγή μας». Η έφεση κατά το μέρος που οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό είναι απορριπτέα διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέτασε την αγωγή στην ουσία της και δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, εμμάρτυρη διαδικασία κλπ) που προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη χωρίς καμία εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέα ως µη νόµιµη, ως προς το υπό στοιχείο α΄ ως άνω αίτημα. Ειδικότερα, (και δεδομένου ότι το νόμω βάσιμο κάθε αγωγής κρίνεται από το Δικαστήριο υπό τα εκτιθέμενα σ΄ αυτή, συνεπώς και εν προκειμένω), και αν ήθελε υποτεθούν βάσιμοι οι ισχυρισμοί των ως άνω εναγόντων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ότι, δηλαδή, οι ένδικες συμβάσεις κατ΄ επίφαση και εικονικά χαρακτηρίστηκαν από το εναγόμενο ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, ενώ, στην πραγματικότητα, αποτελούσαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ήτοι το είδος της έννοµης σχέσης που συνδέει τους ως άνω ενάγοντες µε το εναγόµενο είναι αυτό της σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, δεν είναι δυνατή, εν προκειμένω, η εφαρμογή του άρθρου 671 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης, ούτε η εκτίμηση, κατ΄ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, των επικαλούμενων από τους ως άνω ενάγοντες διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ως μίας ενιαίας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ΄ άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, έστω και αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες τους καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, δεδομένου του γεγονότος ότι αυτές (επίδικες συµβάσεις) έχουν συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγµατος και του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994, σύµφωνα µε τις οποίες, το Δηµόσιο και τα Νοµικά Πρόσωπα του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, στα οποία εµπίπτει το εναγόµενο (άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2190/1994), επιτρέπεται μεν, υπό προϋποθέσεις, να απασχολούν προσωπικό µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου, πλην όμως, αυτή δεν µπορεί να µετατραπεί σε σύµβαση αορίστου, ο δε εργοδότης, βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και, συνεπώς, ο χαρακτηρισμός, κατά τα άρθρα 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και 671 του ΑΚ, καθίσταται αλυσιτελής. Εξάλλου, τα άρθρα αυτά, ούτε κατ΄ επιταγή της επικαλούμενης από τους ως άνω ενάγοντες Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συµβουλίου της Ε.Ε. εφαρµόζονται, καθόσον µε τις ρυθµίσεις της αφενός δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άµεσης εφαρµογής, αφετέρου δεν επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης διαδοχικών συµβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ο χαρακτηρισµός τους ως συµβάσεων εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ενώ δεν υφίσταται εν προκειµένω, πεδίο εφαρµογής των µεταβατικών ρυθµίσεων του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, που ορίζει τις προϋποθέσεις για τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας σε σύμβαση αόριστης διάρκειας, αφού αυτό αφορά στις συμβάσεις που είχαν συναφθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην προεκτεθείσα Οδηγία (10-7-2002), μέχρι την προσαρμογή αυτή και ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του Π.Δ., στις 19-7-2004, ήτοι δεν αφορά στις επίδικες συμβάσεις απάντων των ως άνω εναγόντων. Τα έτερα αγωγικά αιτήματα είναι απορριπτέα, πρωτίστως, αφού οι ως άνω ενάγοντες δεν επικαλούνται το χρόνο της συμφωνηθείσας λήξης της τελευταίας συµβάσεως ορισµένου χρόνου με το εναγομένο, ήτοι εάν ήταν μεταγενέστερος της επικαλουμένης καταγγελίας, σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, οι ως άνω ένδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συνομολογήθηκαν κατά την τελευταία ανανέωσή τους για χρόνο προγενέστερο αυτού της καταγγελίας, τότε αυτές, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, έπαυσαν αυτοδικαίως με την παρέλευση του χρόνου αυτού, χωρίς να απαιτείται καταγγελία τους και καταβολή αποζημίωσης, ούτε το εναγόμενο περιήλθε σε υπερηµερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών των ως άνω εναγόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη η έφεση κατά το μέρος της με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν τούτων η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 23-12-2015 (αρ. καταθ. ………) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 5179/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ)].
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Αυγούστου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ