ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 239 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του εκκαλούντος: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ), που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……….., με ΑΦΜ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Γιαννιώτη (ΑΜ ΔΣΠ ………), που κατέθεσε την από 19-03-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, που εδρεύει στην ………., με ΑΦΜ …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γαλενιανό (ΑΜ ΔΣΑ …..), που κατέθεσε την από 19-03-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Β) Του εκκαλούντος: Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ … και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) με ΑΦΜ ….. που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα (ΑΜ ΝΣΚ …..), που κατέθεσε την από 20-03-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων: 1) Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ) με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στον …….., ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και ήδη, ως οιονεί καθολικού διαδόχου αυτού, του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ>> (e-Ε.Φ.Κ.Α), όπως μετονομάστηκε από 1.3.2020 το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ>> (Ε.Φ.Κ.Α.) (άρθρο 51Α ν.4387/2016 που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν.4670/2020), με ΑΦΜ ……., που εδρεύει στην Αθήνα, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Γιαννιώτη (ΑΜ ΔΣΠ ……..), που κατέθεσε την από 19-03-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 2) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> με ΑΦΜ ……., που εδρεύει στην …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γαλενιανό (ΑΜ ΔΣΑ …….), που κατέθεσε την από 19-03-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο με την από 23.06.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2021 ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Η ανακόπτουσα ναυτική εταιρεία <<………..>> με την από 31.05.2021 και με αριθμό κατάθεσης ……../2021 ανακοπή της ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επίσης οι ανακόπτοντες ………….., με την από 31.05.2021 και με αριθμό κατάθεσης ………../2021 ανακοπή τους ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, ζήτησαν όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί των ανακοπών αυτών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ, η υπ’ αριθ. 3945/2022 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου και καθ’ολοκληρίαν δεκτή την ανακοπή της ναυτικής εταιρείας <<………….>>, ενώ απέρριψε την ανακοπή των ………….. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν α) το καθ’ου οι ως άνω ανακοπές – εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ) με την από 20.3.2023 έφεσή του (υπό στοιχ.Α) που κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/21.3.2023 και με την υπ’ αριθ. εκθ. κατ. ………/21.3.2023 πράξη ορισμού συζήτησης του γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γράφτηκε στο πινάκιο, και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και β) το ανακόπτον – εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 18.7.2023 έφεση του (υπό στοιχ. Β) που κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./20.7.2023 και με την υπ’ αριθ. εκθ. κατ. ………/24.7.2023 πράξη ορισμού συζήτησης του γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γράφτηκε στο πινάκιο, και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, κανονικά από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, με δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, αλλά ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προκατατεθείσες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η από 20.03.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/21-03-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/21-03-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/21-03-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/21-03-2023) έφεση και β) η από 18.07.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/20-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/20-07-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/24-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/24-07-2023) έφεση στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 3945/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων αλλιώς απορρίπτεται αυτή ως απαράδεκτη (ΑΠ 21/2020 δημ.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, η τελευταία από τις οποίες, κατά το άρθρο 1, άρθρο ένατο παρ. 3 του ν. 4335/2015, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, όπως αυτή ίσχυε πριν τροποποιηθεί από το άρθρο 1, άρθρο όγδοο, παρ. 2 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι, όταν το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος, υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές, που αναγγέλθηκαν, η κατάταξη των δανειστών, για τη διανομή του, γίνεται μεν με ενιαία πράξη, ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι` αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, που συντάχθηκε και τη στρέφει εναντίον εκείνων μόνο από τους δανειστές, κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών, που αναγγέλθηκαν. Έτσι, μεταξύ των δανειστών, δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή, που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή, που απευθύνθηκε κατ` άλλου δανειστή. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, να ασκείται από όλους τους δανειστές, ούτε να στρέφεται εναντίον όλων των δανειστών. Για τον ίδιο λόγο και όσα ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 68, 74, 76, 516 και 517 ΚΠολΔ, το ένδικο μέσο και εν προκειμένω της έφεσης, που ασκείται κατά της απόφασης που εκδόθηκε για την ανακοπή, δεν απευθύνεται, κατ` αρχήν, εναντίον όλων των δανειστών που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι, ούτε το ένδικο μέσο, που ασκεί ο ένας από τους ομόδικους δανειστές μπορεί να το απευθύνει κατά των άλλων ομόδικων του δανειστών. Όταν, όμως, ασκείται κοινή ανακοπή από ή κατά περισσότερων δανειστών ή συνεκδικάζονται ξεχωριστές ανακοπές, με τις οποίες προσβάλλεται η κατάταξη της ίδιας απαίτησης, (οπότε, για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της απαίτησης, η κατάταξη της οποίας προσβάλλεται, δεν είναι λογικό να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, υπάρχει δε και ανάγκη αντιπαραβολής και σύγκρισης των απαιτήσεων των περισσότερων ανακοπτόντων μεταξύ τους και με τις απαιτήσεις των περισσότερων, από τους καθ` ων οι ανακοπές), υφίσταται μεταξύ των περισσότερων ανακοπτόντων και των περισσότερων καθ` ων οι ανακοπές αναγκαστική ομοδικία (ΑΠ 189/2016, ΑΠ175/2011, ΑΠ 1026/2010, ΑΠ 1229/2008, ΑΠ 1226/2006 ΝΟΜΟΣ). Το Δικαστήριο, σε περίπτωση που δεχθεί ως βάσιμες τις συνεκδικαζόμενες ξεχωριστές ανακοπές, με τις οποίες προσβάλλεται η κατάταξη της ίδιας απαίτησης, θα προσδιορίσει ποιές απαιτήσεις, ποιων ανακοπτόντων και σε ποια έκταση θα καταταγούν, περιοριζόμενο, όμως, πάντοτε μέσα στα όρια του αιτήματος εκάστης ανακοπής. Επομένως, αν με τη μία ανακοπή προσβάλλεται η κατάταξη της απαίτησης του καθ` ου δανειστή στο σύνολό της, ενώ με άλλη συνεκδικαζόμενη ανακοπή προσβάλλεται η ίδια μεν απαίτηση αλλά μόνον κατά ένα μέρος, ο ανακόπτων στην τελευταία αυτή ανακοπή δεν θα καταταγεί στο αποδεσμευόμενο αλλά μη προσβαλλόμενο με την ανακοπή του μέρος της απαίτησης του καθού, αλλά, αποκλειστικά, στο μέρος αυτό θα καταταγεί μόνον ο ανακόπτων που προσέβαλε με την ανακοπή του το σύνολο της καταταγείσας απαίτησης, αφού ως προς το κονδύλι αυτό δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία. Περαιτέρω, εάν η απόφαση που θα εκδοθεί, κατά το μέρος που ωφελεί τον ένα από τους διαδίκους, βλάπτει τον άλλο, ο βλαπτόμενος έχει δικαίωμα ν` ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης που τον βλάπτει και συνεπώς και αίτηση αναίρεσης, την οποία μπορεί να την απευθύνει κατά εκείνου του διαδίκου που ωφελήθηκε σε βάρος του, έστω και αν αυτός ήταν ομόδικός του, ακόμη και όταν αυτός έλαβε τη θέση του ομοδίκου ή του αντιδίκου του, λόγω της συνεκδίκασης με τη δική του ανακοπή και ανακοπών άλλων δανειστών, οι οποίες δεν απευθύνονταν και κατ` αυτού και της έκδοσης, κατ` ανάγκην, κοινής, χωρίς αντιφατικές διατάξεις, απόφασης, για την απαίτηση που προσβλήθηκε και για τις απαιτήσεις που πρέπει να καταταγούν στη θέση της, στην περίπτωση που αυτή αποβλήθηκε από τον πίνακα κατάταξης (ΑΠ 21/2020, ΑΠ 1048/2019, ΑΠ 1026/2010, ΑΠ 1226/2006, δημ. ΝΟΜΟΣ).
Οι κρινόμενες αντίθετες, από 20.03.2023 (υπό στοιχ. Α) έφεση και από 18.07.2023 (υπό στοιχ.Β) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 3945/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 979 παρ.2 εδ.α’ ΚΠολΔ), επί α) της από 31.05.2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2-6-2021) ανακοπής της εταιρείας με την επωνυμία <<…………>> κατά του ΝΠΔΔ με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>>, β) της από 31.05.2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2-6-2021) ανακοπής των ………….. κλπ κατά του ΝΠΔΔ με την επωνυμία <<ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ >> (ΕΦΚΑ) και ήδη e-ΕΦΚΑ και γ) της από 23.06.2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../23-06-2021) ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου κατά των ……….., …….. και του ΝΠΔΔ με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>>, για τη μεταρρύθμιση του υπ’αριθ. ………../2021 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης σε αυτούς (το εκκαλούν της υπό στοιχ. Α) έφεσης με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφέρει ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε σε αυτό την 24-02-2023 ωστόσο δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει προς τούτο σχετικό έγγραφο) ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 29.12.2022, μέχρι την κατάθεση των εφέσεων στις 21.03.2023 και 20.07.2023 αντίστοιχα, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β. 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ. Επισημαίνεται ότι η υπό στοιχ. Β) έφεση παραδεκτώς στρέφεται και κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>> σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού της τελευταίας που προβάλλλεται με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της.
Επομένως, οι ένδικες εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτές (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των ως άνω ενδίκων μέσων δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το μεν εκκαλούν της υπό στοιχ. Β) έφεσης, Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 δημ. στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr), το δε εκκαλούν της υπό στοιχ. Α) έφεσης ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) απολαμβάνει των προνομίων απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου (άρθρο 28 παρ 4 του ν 2579/1998).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ και 205 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, επί κατασχεμένου πλοίου που πλειστηριάστηκε η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά κύριο λογο όπως ορίζουν οι διατάξεις του ΚΙΝΔ (Α.Π. 466/1996, ΕλλΔνη 39, 347). Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ μόνον όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο του οφειλέτη και όχι ακίνητό του (Α.Π. 1556/1998, ΕλλΔνη 40, 1326). Στη συνέχεια κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες (Εφ.Πειρ. 552/1994, Ε.Εμπ.Δ. 1994, 464). Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (Εφ.Πειρ. 81/1988, Ε.Ν.Δ. 18, 24, Εφ.Πειρ. 1112/1986, ΕλλΔνη 28, 493). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πληρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του ΚΠολΔ (Εφ.Πειρ. 1112/1986, ό.α, Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, παρ. 632 δ`, σ.σ. 2047, 2048, Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠολΔ υπ’ άρθρο 1012,σ.σ. 456, 471, 473, Νικολόπουλο, στην ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, υπ’ άρθρο 1012, σ. 1981, ΜονΕφΠειρ 248/2020 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, που έλαβε χώρα στις 25-6-2018, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012, Φ.Ε.Κ. Α’ 87/11-4-2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολόγησης των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν). 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) Οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημιές σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Εξάλλου, κατά την έννοια του νόμου, συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι δεν θεωρούνται όλες οι κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου, ως εκ του ότι ασκούν ναυτική επιχείρηση, αλλά μόνον όσοι φόροι επιβάλλονται απ` ευθείας επί του πλοίου ως μεταφορικού μέσου δια της νομοθεσίας περί φορολογίας πλοίων, ως του Ν. 1880/1951 περί φορολογίας πλοίων, οι φόροι και εισφορές επί των υπό Ελληνική σημαία πλοίων βάσει της ηλικίας και της χωρητικότητας κατ` αρθρ. 1, 2, 6 Ν 27/1975, τα κατά τον Ν. 820/1978 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο κλπ, ως και τα προξενικά τέλη. Δεν εμπίπτουν στο ανωτέρω προνόμιο τα πρόστιμα που επιβάλλονται από τη λιμενική αρχή για παράβαση των διατάξεων περί εφοδιασμού του πλοίου με τα απαραίτητα ναυτιλιακά, σωστικά, πυροσβεστικά, υγειονομικά, τηλεπικοινωνιακά και ασφαλείας εν γένει μέσα (άρθρο 40 παρ. 1 εδ. ε` νδ 187/1973), δοθέντος ότι οι περί προνομίων διατάξεις ερμηνεύονται στενά (ΑΠ 511/2014, δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περιπτ. β` του Κ.Πολ.Δ., ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, και περιγραφή της απαιτήσεως (κύριας και παρεπόμενης) του δανειστή που αναγγέλλεται. Η διάταξη δε του άρθρου 159 αριθμ. 3 του ίδιου κώδικα, ορίζει ότι η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Περαιτέρω, η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατατάξεως και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 του Κ.Πολ.Δ.) και την ανακοπή (αρθρ. 979 του Κ.Πολ.Δ.), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το Δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση (ΟλΑΠ 1783/2001 ΕΝΔ 30.310 και Δ/νη 43.1390, ΑΠ 618/2001 Δ/νη 43.1389, ΑΠ 52/95 ΕΝΔ 23.200 ΕΕμπΔ 95.467, ΑΠ 14/95 Δ/νη 37.108, ΑΠ 172/94 Δ/νη 37.61, ΕΑ 1600/99 Δ/νη 42.197, ΕΑ 3028/98 Δ/νη 39.1363, ΕΠ 3/2004, ΕΠ 198/2003 ΕΝΔ 31.144, ΕΠ 497/2003, ΕφΠειρ. 933/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις, α) του άρθρου 61 παρ. 1 του ΝΔ 356/1974 “Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)” που ορίζει ότι “1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας …. Διά τας μη ληξιπρόθεσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών….” και β) του άρθρου 55 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, “Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ` ου ο πλειστηριασμός, δι αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι` έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας”., σαφώς προκύπτει, ότι ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου, σε περίπτωση πλειστηριασμού που επισπεύδεται από τρίτο, υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο και ήδη Δ.Ο.Υ. χρέη του καθ` ου ο πλειστηριασμός, με αναγγελία που κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συνοδεύεται από πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη. Ο πίνακας αυτός περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσής τους, καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (ΑΠ 1087/2013). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 585 παρ. 2, 933 και 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει πλην των αναφερομένων στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου κώδικα στοιχείων, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού η ανακοπή να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, ως και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, ήτοι, παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την απαίτηση και το προνόμιο της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, μη δυναμένη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004, ΑΠ 194/2003, ΕλλΔ/νη 2003/313, ΑΠ 1700/2002, ΝοΒ 2003/1222, ΕΠ 501/2008, ΕΝΔ 2008/424), μάλιστα δε ούτε από το περιεχόμενο της αναγγελίας (άρθρο 972 ΚΠολΔ) και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία των δέκα πέντε ημερών από τον πλειστηριασμό, τα οποία αποδεικνύουν αυτήν (ΑΠ 1101 /2006, ΑΠ 440/2004, ΕΠ 229/2013, ΕΠ 361/2010, ΕΝΔ 2010/236, ΕΠ 501/2008, ΕΝαυπλ 412/2007, ΕΠΟΛΔ 2008/583, ΕΠ 270/2006, ΕΝΔ 2006/15, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ εκδ.1997, υπ’ αρθ. 979 παρ. 61 σελ. 990). Η αναφορά και εξειδίκευση της απαιτήσεως στο δικόγραφο της ανακοπής είναι αναγκαία ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματος της, αφού μόνον έτσι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (τόσο, δηλαδή, της απαιτήσεως του ανακόπτοντος όσο και του τυχόν προνομίου της) και στον καθ’ου να αμυνθεί (ΑΠ 1099/1996, ΕλλΔ/νη 1997/1088, ΑΠ 1260/1991, ΕΕΝ 1993/66, ΑΠ 187/1987, ΕλλΔ/νη 1988/494). Είναι επομένως αναγκαία τα ανωτέρω, ακόμη και αν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαιτήσεως ή της σειράς και της τάξεως κατατάξεως (ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 2003.145). Με την ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως μπορούν να προβληθούν λόγοι που ανάγονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο και αφορούν την ύπαρξη ή το μέγεθος της απαίτησης του καταταγέντος δανειστή, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 169/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατατάξεως. Εννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακος κατατάξεως, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 § 2 εδ. β` ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατατάξεως είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη (ΑΠ 1779/2007 ΔΕΕ 2008.593). Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 175/2011 ΕΦΑΔ 2011.893) και συνεπώς το δεδικασμένο της σχετικής απόφασης περιορίζεται μόνο στους διαδίκους της δίκης της ανακοπής, χωρίς να επηρεάζει τη θέση των άλλων δανειστών, με αποτέλεσμα το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, να περιορίζεται στα όρια του αιτήματός της, ενώ δεν έχει αντίθετα εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως στην αναμόρφωση του πίνακα (ΑΠ 479/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται: α) στην ύπαρξη τις απαίτησης του δανειστή ή του προνομίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή ως προνομιακή στον πίνακα κατατάξεως, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση ή το προνόμιο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου, η ουσιαστική βασιμότητα του κατά την απόδειξη και η άμυνα του καθ` ου, β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της καταταχθείσης απαιτήσεως του καθ` ου, γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ` ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου των πραγματικών γεγονότων. Στην τελευταία περίπτωση αρκεί η άρνηση αυτή και μόνο για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, αφού ο καθ` ου πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της καταταχθείσας απαιτήσεώς του (ΑΠ 1052/2005 ΕλΔ 2005.1086, ΑΠ 404/2003 ΕλΔ 2003.1602, ΑΠ 183/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1717/1999 ΕλΔ 2000. 1000, ΕφΠειρ 361/2010 ο.π), επικαλούμενος και προσκομίζοντας τα στοιχεία αυτά με τις προτάσεις του κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση (ΑΠ 60/2011 ΕλΔ 2011.772). Επίσης, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο για το ορισμένο της ανακοπής του κατά πίνακα κατάταξης δανειστών δεν μπορεί να παραπέμψει μόνον στο περιεχόμενο των φύλλων εκκαθαρίσεως των ασφαλιστικών εισφορών, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του ΠΔ 913/1978, “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου περί Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κλπ», που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 23 του Ν. 792/1978, έστω και αν αυτά περιέχουν ή αποδεικνύουν τα στοιχεία, που θεμελιώνουν το σχετικό δικαίωμα (ΑΠ 1297/2005 ΕΝΔ 2006.13).
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για μερικά απο τα οποία γίνεται ειδικότερη αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’αριθ. ……./31-07-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά ……., εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό ηλεκτρονικό πλειστηριασμό που έλαβε χώρα την 16-10-2019, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, το υπό Ελληνική σημαία, πλοίο Ε/Γ-Ο/Γ Θ., με αριθμό νηολογίου Μυτιλήνης … και ΙΜΟ …., που ήταν ελλιμενισμένο στην περιοχή του λιμένα Ελευσίνας στη θέση <<………>>, πλοιοκτησίας της καθ’ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία <<……..>> και κατακυρώθηκε στην εταιρεία <<………..>> αντί του ποσού των 380.005,00 ευρώ. Η ως άνω αναγκαστική εκτέλεση έλαβε χώρα με επίσπευση των ………. και ……… σε εκτέλεση των υπ’αριθ. 371/2017 και 373/2017 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (διαδικασία εργατικών διαφορών). Η υπάλληλος του πλειστηριασμού, λόγω του ότι το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των επισπευδόντων και των αναγγελθέντων δανειστών, συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’αριθ. ……./13-04-2021 πίνακα κατάταξης δανειστών και πρόσκληση δανειστών, με τον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 14.056,31 ευρώ (ήτοι 12.239,27 ευρώ ως έξοδα και 1.817,04 ευρώ αναλογούν στο ήμισυ των αναλογικών δικαιωμάτων της σύνταξης και έκδοσης της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης), απομένοντος υπολοίπου προς διανομή στους δανειστές ποσού 365.948,69 ευρώ, κατέταξε οριστικά και προνομιακά, στην α’ τάξη των ναυτικών προνομίων κατ’άρθρο 205 ΚΙΝΔ, μόνο το ΝΑΤ [εκκαλούν της υπό στοιχ. Α) έφεσης και πρώτο εφεσίβλητο της υπό στοιχ. Β) έφεσης], για μέρος της αναγγεθείσας απαίτησής του ποσού 1.403.657,61 ευρώ, λόγω ανεπάρκειας του υπολοιπόμενου διανεμητέου, ενώ δεν κατέταξε α) την απαίτηση της δεύτερης εφεσίβλητης της υπό στοιχ. Β) έφεσης διότι έκρινε ότι αυτή υπάγεται στην δ’ τάξη των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, μη αρκούντος του πλειστηριάσματος για την πληρωμή των αξιώσεων ούτε της α’ τάξης καθ’ολοκληρίαν και β) τις απαιτήσεις του εκκαλούντος της υπό στοιχ. Β) έφεσης διότι έκρινε ως αόριστες τις αναγγελίες των προϊσταμένων της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, της ΔΟΥ Μυτιλήνης και του Δ’ Τελωνείου Πειραιά. Κατά του ως άνω υπ` αριθ………../13-04-2021 πίνακα κατάταξης δανειστών, που συνέταξε η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος – συμβολαιογράφος ………., ασκήθηκαν, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, οι εξής ανακοπές: 1) Η από 31-05-2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2-6-2021) ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>>. Με την ως άνω ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητούσε τη μεταρρύθμιση του επίδικου πίνακα κατάταξης δανειστών, ώστε να καταταγεί η ίδια ως δικαιούχος του ποσού των 184.286,06 ευρώ, επικαλούμενη εσφαλμένη κατάταξη του αντιδίκου της – καθ` ου η ανακοπή της σε ολόκληρο το καθαρό εκπλειστηρίασμα κατ’αποκλεισμό κάθε άλλου αναγγελθέντος πιστωτή και της ίδιας. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα ισχυριζόταν ότι εσφαλμένως αναγνωρίσθηκε η απαίτηση του καθ’ου η ανακοπή, το οποίο με την από 17-10-2019 αναγγελία του ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη στην α’ τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, των αξιώσεών του ποσού 1.403.657,61 ευρώ, χωρίς να καταθέσει στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο αυτών. 2) Η από 31-05-2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2-6-2021) ανακοπή των εργαζομένων ………………….. κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ>> (ΕΦΚΑ) και ήδη e-ΕΦΚΑ, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, με την οποία οι ανακόπτοντες ζητούσαν την μεταρρύθμιση του επίδικου πίνακα κατάταξης δανειστών, ώστε να καταταγούν οι ίδιοι ως δικαιούχοι προνομιακά στη β’ τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, για τα ποσά των 10.849,72 ευρώ, 5.108,15 ευρώ και 6.312,82 ευρώ αντίστοιχα, επικαλούμενοι εσφαλμένη κατάταξη του αντιδίκου τους – καθ` ου η ανακοπή τους και 3) Η από 23-06-2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./23-06-2021) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά των επισπευδόντων ………. και ……… και του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία <<ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ>> (ΝΑΤ), με την οποία το ανακόπτον ζητούσε την μεταρρύθμιση του επίδικου πίνακα κατάταξης δανειστών, ώστε α) να καταταγεί το ίδιο, εκπροσωπούμενο στην προκείμενη δίκη από τους Προϊσταμένους των ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και Μυτιλήνης, προνομιακά, στην α’ τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, οριστικά και σύμμετρα για τα ποσά των 166.396,68 ευρώ η ΔΟΥ Πλοίων και 12.645,83 ευρώ η ΔΟΥ Μυτιλήνης, με ισόποση αποβολή του τρίτου των καθ’ων και β) να αποδεσμευθεί το ποσό των 3.597,97 ευρώ που εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ως έξοδα εκτέλεσης, ώστε να καταταγεί το ίδιο προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, επικαλούμενο εσφαλμένη κατάταξη του αντιδίκου του – τρίτου των καθ’ών η ανακοπή του, στο σύνολο του εκπλειστηριάσματος σε μερική ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του, ποσού 1.403.657,61 ευρώ λόγω εσφαλμένης απόρριψης των αναγγελιών του (εκκαλούντος) ως αόριστων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού προηγουμένως διέταξε την συνεκδίκαση των ανωτέρω ανακοπών, εξέδωσε την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3945/2022 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την υπό τον αριθμό 2, από 31-05-2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2-6-2021) ανακοπή, έκανε δεκτή την υπό τον αριθμό 1, από 31-05-2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2-6-2021) ανακοπή και εν μέρει δεκτή την υπό τον αριθμό 3, από 23-06-2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./23-06-2021) ανακοπή και μεταρρύθμισε τον υπ’αριθ. …………./2021 πίνακα κατάταξης δανειστών α) ώστε αποβαλλόμενης μερικά της καταταγείσης απαίτησης του καθ’ου της υπό τον αριθμό 1 ανακοπής [ήδη εκκαλούντος της υπό στοιχ. Α) έφεσης] κατά το ποσό των 184.286,06 ευρώ, να καταταγεί η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία <<………………>> (ήδη εφεσίβλητη των κρινόμενων εφέσεων), οριστικά και προνομιακά, κατ’άρθρο 205 εδ.δ’ ΚΙΝΔ, για το ποσό των 179.686,06 ευρώ και οριστικά για το ποσό των 4.600,00 ευρώ και β) όσον αφορά τα προαφαιρεθέντα από το πλειστηρίασμα έξοδα εκτέλεσης για τα εξής ποσά, ήτοι 3.250,16 ευρώ που αφορά μέρος εξόδων εκτέλεσης για την έκδοση αντιγράφων της πρόσκλησης δανειστών, 225,25 ευρώ που αφορά μέρος εξόδων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και 122,56 ευρώ που αφορά έξοδα κατάθεσης εγγράφων αναγγελίας των επισπευδόντων δανειστών, ούτως ώστε στα αποδεσμευόμενα ως άνω ποσά να καταταγεί το ανακόπτον της υπό τον αριθμό 3 ανακοπής [ήδη εκκαλούν της υπό στοιχ. Β) έφεσης], δια των Προϊσταμένων των ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, Μυτιλήνης και Δ’ Τελωνείου Πειραιά, προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα στα ποσά των 3.150,07 ευρώ, 428,19 ευρώ και 19,71 ευρώ αντίστοιχα. Κατά της απόφασης αυτής το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία <<Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο>> και το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, ως ανωτέρω εκπροσωπείται, άσκησαν τις κρινόμενες εφέσεις, επικαλούμενα εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησαν το μεν εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία <<Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο>> να ακυρωθεί η εκκαλουμένη και να διατηρηθεί σε ισχύ ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών ώστε να λάβει από το διανεμητέο εκπλειστηρίασμα το ποσό των 365.948,69 ευρώ ως μέρος της απαίτησής του, ως προνομιούχος δανειστής της α’ τάξης των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, το δε εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και γενομένης δεκτής της ανακοπής του, ειδικότερα του πρώτου λόγου αυτής, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, ώστε το Ελληνικό Δημόσιο, δια των Προϊσταμένων των ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και ΔΟΥ Μυτιλήνης να καταταγεί προνομιακά στην πρώτη θέση των προβλεπόμενων στο άρθρο 205 ΚΙΝΔ ναυτικών προνομίων, οριστικά και σύμμετρα για το ποσό των 166.396,68 ευρώ η ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και για το ποσό των 12.645,83 ευρώ η ΔΟΥ Μυτιλήνης, με ισόποση αποβολή του πρώτου εφεσιβλήτου από τα ως άνω ποσά, προς μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών προνομιακών (προερχόμενων από τέλη λιμενισμού και φόρο πλοίων) απαιτήσεών του.
Με το μοναδικό λόγο της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει τον πρώτο λόγο της από 23-6-2021 ανακοπής του, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη κρίση απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, τον λόγο αυτό, με τον οποίο το ανακόπτον – εκκαλούν προέβαλε ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εσφαλμένα απέρριψε ως αόριστες τις αναγγελίες του και συνακόλουθα εσφαλμένα παρέλειψε να κατατάξει αυτό στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, δια των Προϊσταμένων των ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και Μυτιλήνης, οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα με το ΝΑΤ για το μέρος των αναγγελθεισών προνομιακών απαιτήσεών του, που προέρχονται από φόρο πλοίων και τέλη λιμενισμού κατά τα ποσά που ειδικότερα αναφέρονται στην ανακοπή. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι μετά τον διενεργηθέντα την 16-10-2019 με ηλεκτρονικά μέσα, πλειστηριασμό, του υπό Ελληνική σημαία πλοίου Ε/Γ-Ο/Γ <<Θ.>>, ανήκον κατά πλήρη κυριότητα στην καθ’ης η αναγκαστική εκτέλεση – οφειλέτιδα εταιρεία με την επωνυμία <<………>>, το εκκαλούν ανήγγειλε τις απαιτήσεις του στην επί του πλειστηρισμού υπάλληλο. Ειδικότερα το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, ανήγγειλε τις απαιτήσεις του κατά της καθ’ης η εκτέλεση, δυνάμει της υπ’αριθ. ………../31-10-2019 αναγγελίας, που φέρει την υπογραφή του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. και ζήτησε την προνομιακή κατάταξή του, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, για το συνολικό ποσόν των 17.711.711,11 ευρώ, όπως περιγράφεται στο συνημμένο πίνακα χρεών, που επίσης φέρει την υπογραφή του ως άνω Προϊσταμένου. Επίσης το εκκαλούν εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Μυτιλήνης, ανήγγειλε τις απαιτήσεις του κατά της καθ’ης η εκτέλεση, δυνάμει της υπ’αριθ. …………/22-10-2019 αναγγελίας, που φέρει την υπογραφή του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. και ζήτησε την προνομιακή κατάταξή του, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, για το συνολικό ποσόν των 2.407.533,34 ευρώ, όπως περιγράφεται στο συνημμένο πίνακα χρεών, που επίσης φέρει την υπογραφή του ως άνω Προϊσταμένου. Κατά τη σύνταξη του υπ’αριθ. …………./13-04-2021 πίνακα κατάταξης δανειστών, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απέρριψε τις ανωτέρω αναγγελίες του εκκαλούντος με την αιτιολογία ότι τυγχάνουν παντελώς αόριστες αφού δεν αναφέρεται σε αυτές ότι η αναγγελθείσα απαίτηση αφορά στο πλοίο <<Θ>> και εκ της αοριστίας αυτής δεν είναι δυνατό να κριθεί ότι απολαμβάνουν προνομίου κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, ούτε διατυπώνεται σχετικός ισχυρισμός με το έγγραφο της αναγγελίας, με το οποίο η αναγγελόμενη ΔΟΥ ζητεί την προνομιακή της κατάταξη κατ΄άρθρο 61 ΚΕΔΕ. Το ανακόπτον – εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με τον πρώτο λόγο της από 23-6-2021 ανακοπής του, εξέθετε ότι αμφότερες οι ανωτέρω αναγγελίες του είναι προνομιακές ως ληξιπρόθεσμες κατά το άρθρο 61 ΚΕΔΕ, ότι είναι επαρκώς προσδιορισμένες, καθόσον στους ενσωματωμένους σε αυτές αντίστοιχους πίνακες χρεών αναγράφονται το όνομα και ο ΑΦΜ της οφειλέτριας εταιρείας, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων, ο αριθμός και το έτος βεβαίωσης του κάθε χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται το κεφάλαιο κάθε απαίτησης, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και το είδος κάθε απαίτησης μεταξύ των οποίων και απαιτήσεις από φόρο πλοίων (όσον αφορά την αναγγελία της ΔΟΥ Μυτιλήνης) και τέλη λιμενισμού (όσον αφορά αμφότερες τις αναγγελίες της ΔΟΥ Μυτιλήνης και ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά) κατά τρόπο ορισμένο και σαφή μη δημιουργούντα οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το είδος του χρέους και εντεύθεν του προνομίου αυτών σύμφωνα με το άρθρο 55 ΚΕΔΕ. Τα ανωτέρω εκτιθέμενα όμως, δεν αποτυπώνουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις εν λόγω απαιτήσεις του ανακόπτοντος – εκκαλούντος. Ειδικότερα, από την επίδικες αναγγελίες και τους συνοδεύοντες αυτές πίνακες χρεών δεν προκύπτει σαφώς και με τρόπο ορισμένο ότι οι απαιτήσεις του αναγγελθέντος είναι ληξιπρόθεσμες και με ποιό τρόπο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, ενώ ουδόλως αναφέρεται ο ειδικός χαρακτήρας αυτών ή η γενεσιουργός αιτία τους, προκειμένου να κριθεί εάν απολαμβάνουν του προνομίου του άρθρου 205 παρ.1 ΚΙΝΔ, ώστε σε περίπτωση μεταρρύθμισης του ανακοπτόμενου πίνακα, να ικανοποιηθεί σύμμετρα με άλλες καταταγείσες απαιτήσεις που έχουν το ίδιο προνόμιο. Ειδικότερα ως προς τον προνομιακό χαρακτήρα τους αναφέρεται μόνο το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, που όμως συνιστά λόγο κατάταξης του εκκαλούντος στην 5η θέση των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ, χωρίς να αναφέρεται εάν οι οφειλές αυτές είναι προνομιακές σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, η αναφορά δε αυτή είναι αναγκαία καθόσον σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου όπως εν προκειμένω, η διανομή του πλειστηριάσματος γίνεται αποκλειστικά με βάση τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Ακόμα δεν αναφέρεται σε αυτές η αιτία για τη διεκδίκηση από το ανακόπτον – εκκαλούν, των ανωτέρω οφειλομένων ποσών, ούτε αυτή προκύπτει από τους συνημμένους στις ως άνω αναγγελίες και την ανακοπή πίνακες χρεών, όπου τα εν λόγω χρέη περιγράφονται μόνο ως τέλη ελλημενισμού και φόρος πλοίων χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση. Επιπλέον στον επισυναπτόμενο στην αναγγελία της ΔΟΥ Μυτιλήνης πίνακα χρεών, οι εγγραφές που αφορούν τέλη ελλιμενισμού αντιστοιχούν σε διαφορετικό ΑΦΜ από αυτόν της οφειλέτιδος – καθ’ης η εκτέλεση, ενώ στο πεδίο ιδιότητα αναγράφεται <<ΜΕΛΟΣ>>, ώστε να μη δύναται να συναχθεί ποιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο αφορούν οι εν λόγω εγγραφές και για ποιο λόγο ευθύνεται η καθ’ης η εκτέλεση για τις οφειλές αυτές, ενώ δεν αρκεί μόνο η αναφορά στο δικόγραφο της ανακοπής ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις αφορούν την τελευταία. Τα στοιχεία αυτά που δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακοπής είναι αναγκαία ώστε να δύναται να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους απαιτήσεων του αναγγελθέντος – ανακόπτοντος, η δε έλλειψή τους δεν δύναται να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον λόγο αυτό της από 23-6-2021 ανακοπής, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της υπό στοιχ.Β) έφεσης πρέπει να απορριφθεί, όπως και η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος των εφεσιβλήτων, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με την από 17-10-2019 αναγγελία του προς την υπάλληλο του πλειστηριασμού, ανήγγειλε τις κάτωθι απαιτήσεις του: α) αξίωση συνολικού ποσού 1.403.657,61 ευρώ για εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτη, για το χρονικό διάστημα από 31-12-2011 έως 22-7-2015, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και τρίμηνες αποδοχές ποσού 196.499,56 ευρώ, σύμφωνα με το συνημμένο σε αυτή υπ’αύξοντα αριθμό ……./17-10-2019 Συνολικό Φύλλο Οφειλών με βάση την οριστική εκκαθάριση του παραπάνω εκπλειστηριασθέντος πλοίου της Διεύθυνσης Ενημερότητας Πλοίων του ΝΑΤ και β) αξίωση συνολικού ποσού 11.759.678,91 ευρώ για εισφορές υπέρ του <<Κεφαλαίου Ασφάλισης Επιβατών και Οχημάτων >> (ΚΑΕΟ) του άρθρου 4 παρ.6 ν.2575/1998, για τη χρονική περίοδο από 1-1-2002 έως 30-4-2005, σύμφωνα με το συνημμένο σε αυτήν με αύξοντα αριθμό ………../28-9-2005 Φύλλο Εκκαθάρισης (Φ.Ε.) της Διεύθυνσης Πόρων του ΝΑΤ, ζητώντας την προνομιακή του κατάταξη στην α’ τάξη των ναυτικών προνομίων. Δυνάμει του υπ’αριθ. ……./2021 πίνακα κατάταξης που συνέταξε η υπάλληλος του πλειστηριασμού, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των επισπευδόντων και των αναγγελθέντων δανειστών, κατέταξε οριστικά και προνομιακά, στην α’ τάξη των ναυτικών προνομίων κατ’άρθρο 205 ΚΙΝΔ, μόνο το εκκαλούν της υπό στοιχ. Α) έφεσης και πρώτο εφεσίβλητο της υπό στοιχ. Β) έφεσης, για μέρος της αναγγεθείσας απαίτησής του ποσού 1.403.657,61 ευρώ. Με την από 31-5-2021 ανακοπή περί μεταρρύθμισης του ανωτέρω πίνακα κατάταξης, που άσκησε η εφεσίβλητη της υπό στοιχ.Α ) έφεσης, αμφισβήτησε με το μοναδικό λόγο αυτής, την ως άνω προνομιακή απαίτηση του αναγγελθέντος – εκκαλούντος της υπό στοιχ.Α) έφεσης και ως εκ τούτου το τελευταίο είχε την υποχρέωση με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να προσδιορίσει τα πραγματικά περιστατικά που συνετέλεσαν στην παραγωγή των απαιτήσεων που έχουν καταταχθεί, δηλαδή υποχρεούνταν να προσδιορίσει τον αριθμό των μελών του πληρώματος, την ειδικότητα και τη διάρκεια ναυτολόγησης καθενός από αυτά στο συγκεκριμένο πλοίο, καθώς δεν επαρκεί προς τούτο η απλή παραπομπή στα σχετικά φύλλα εκκαθάρισης (ΑΠ 1297/2005, ΕφΠειρ 229/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τομ.3, άρθρο 205 παρ.4.2, σελ. 117-118). Εν τούτοις το εκκαλούν της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της ανακοπής στον πρώτο βαθμό δεν επικαλέσθηκε ούτε προσδιόρισε, όπως είχε υποχρέωση, τα παραγωγικά των καταταχθεισών απαιτήσεών του πραγματικά περιστατικά, ώστε να μπορεί η ανακόπτουσα – ώδε εφεσίβλητη να αμυνθεί, το δε δικαστήριο να προβεί στην αναγκαία διάγνωση των εν λόγω απαιτήσεων. Ειδικότερα το εκκαλούν δεν επικαλέσθηκε ούτε προσδιόρισε επακριβώς τον αριθμό των μελών του πληρώματος, την ειδικότητα καθενός απ΄ αυτά και τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς τους στο συγκεκριμένο πλοίο, εφόσον από τα στοιχεία αυτά θα προσδιοριζόταν ο νόμιμος μισθός των ναυτικών και συνακόλουθα οι ανάλογες υπέρ του ΝΑΤ κλπ. εισφορές αυτών και της πλοιοκτήτριας εταιρίας καθώς και ο προνομιακός αυτών χαρακτήρας. Αντίθετα περιορίσθηκε να επικαλεσθεί το υπ’αριθ. ……./17-10-2019 Συνολικό Φύλλο Οφειλών με βάση την οριστική εκκαθάριση του παραπάνω εκπλειστηριασθέντος πλοίου της Διεύθυνσης Ενημερότητας Πλοίων του ΝΑΤ και το υπ’αριθ. ……../28-9-2005 Φύλλο Εκκαθάρισης (Φ.Ε.) της Διεύθυνσης Πόρων του ΝΑΤ, τα οποία όμως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν αρκούν, αφού η εφεσίβλητη με την ανακοπή της αμφισβήτησε την ύπαρξη των επίδικων απαιτήσεών του. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτό τον ανωτέρω μοναδικό λόγο της από 31-5-2021 ανακοπής της ώδε εφεσίβλητης της υπό στοιχ.Α) έφεσης και μεταρρύθμισε τον υπ’αριθ. ………./2021 πίνακα κατάταξης, αποβάλλοντας μερικά το καθ’ου η ανακοπή – εκκαλούν της υπό στοιχ.Α) έφεσης κατά το ποσό των 184.286,06 ευρώ και κατατάσσοντας για το ίδιο ποσό την ανακόπτουσα – εφεσίβλητη της υπό στοιχ.Α) έφεσης και δη οριστικά και προνομιακά για το ποσό των 179.686,06 ευρώ και οριστικά για το ποσό των 4.600,00 ευρώ, δεν έσφαλε στην κρίση του αλλά ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατά συνέπεια ο μοναδικός περί του αντιθέτου λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται συνολικά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος όπως και η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 20.03.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../21-03-2023) και β) από 18.07.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/24-07-2023) εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 20.03.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../21-03-2023) έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 18.07.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/24-07-2023) έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 29.5.2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ