Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 265/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   265/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εναγόμενου: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λοϊζο-Αναστάσιο Τσίκαρη-Μπιτούνη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ….. ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πουλιάκα (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.05.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2902/2022 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 02.02.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/02.02.2023 και ειδικό …/02.02.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./02.02.2023 και ειδικό …/02.02.2023, για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.05.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2902/2022 απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του  εναγόμενου, έκανε δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη, με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρήθηκαν ομολογημένοι, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 70.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 17.05.2019, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδικάσθηκε ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος με την από 02.02.2023 έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – εναγόμενο την 05.01.2023 (βλ. τη σχετική από 05.01.2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 2902/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 02.02.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 02.02.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../02.02.2023 και ειδικό …../02.02.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι ο εναγόμενος ήδη εκκαλών με την έφεσή του αρνείται την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, προβάλλοντας εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ  προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί απόδοσής του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής απόδοσης του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποίησης του δανείσματος και δη με εξουσία ανάλωσής του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 707/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 889/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 663/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω α­γωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νο­μική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των τεσσάρων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή α) πλουτι­σμός του υπόχρεου, β) επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας, και συγκεκριμένα ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισ­μό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255).

Ο ενάγων στην από 25.05.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με τον εναγόμενο διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις, καθόσον υπήρξε δάσκαλος αυτού κατά τη φοίτησή του στο Δημοτικό Σχολείο ………., αλλά και γείτονας, ότι τον Απρίλιο του έτους 2019 ο εναγόμενος απευθύνθηκε στον ενάγοντα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, ώστε να προβεί στην εξόφληση χρεών του προς τρίτα πρόσωπα, ότι ακολούθως καταρτίσθηκε μεταξύ τους η από 16.04.2019 έγγραφη σύμβαση άτοκου δανείου, δυνάμει της οποίας μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα το χρηματικό ποσό των 70.000,00 ευρώ, ενώ ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να του αποδώσει το εν λόγω ποσό εντός μηνός από τη σύναψη της σύμβασης, ήτοι την 16.05.2019, ότι μετά την άπρακτη πάροδο της συμφωνηθείσας ημερομηνίας απόδοσης του δανεισθέντος ως άνω ποσού, ζήτησε επανειλημμένως από τον εναγόμενο την απόδοση αυτού, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και για τον λόγο αυτό του κοινοποίησε την από 27.01.2020 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση, με την οποία τον κάλεσε να του καταβάλει το δανεισθέν ως άνω ποσό. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης δανείου, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της δικής του περιουσίας, χωρίς νόμιμη αιτία, κατά το δανεισθέν ως άνω ποσό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 70.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο της συμφωνηθείσας ημερομηνίας απόδοσης του δανεισθέντος ποσού, ήτοι από την 16.05.2019, άλλως από την πάροδο της ταχθείσας με την από 27.01.2020 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση προθεσμίας, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 22 και 33 του ΚΠολΔ) να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε πλήρως ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, κατά την κύρια βάση της, που θεμελιώνεται στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων δανειακή σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα το ποσό των 70.000,00 ευρώ, δεδομένου ότι περιέχονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις των άρθρων 806 και 807 του ΑΚ, και ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτήν η σύναψη της από 16.04.2019 έγγραφης σύμβασης δανείου μεταξύ των διαδίκων, με την παράδοση και την μεταβίβαση στον εναγόμενο κατά κυριότητα του ανωτέρω χρηματικού ποσού και με τη συμφωνία να αποδοθεί αυτό άτοκα εντός μηνός από τη σύναψη της σύμβασης, ήτοι την 16.05.2019, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αγωγής να εκτίθεται, καθόσον δεν έχει νομική σημασία, ο ειδικότερος σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος – εναγόμενος επρόκειτο να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα, ο οποίος δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δανείου, αλλά αντιθέτως αρκεί να εκτίθεται ο σκοπός χρησιμοποίησης του δανείσματος, και δη με εξουσία ανάλωσής του από τον δανειζόμενο, ο οποίος νοείται γενικά και αφηρημένα. Είναι δε νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806-809, 345, 346 του ΑΚ και των άρθρων 176, 907-908 του ΚΠολΔ, ενώ είναι μη νόμιμη κατά την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της, δοθέντος ότι τα ανωτέρω μνημονευόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν διαφοροποιούνται από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αξίωση από τη σύμβαση δανείου. Επομένως, πρέπει η αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής προσκομίσθηκε η από 26.05.2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, ενώ έχει καταβληθεί και το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. κωδικού ……………… ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 07.07.2022 απόδειξη της Τράπεζας EUROBANK).

Στο άρθρο 444 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι «Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) …, β) … και γ) φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση» και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι «Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία». Επίσης, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Ακόμη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών, με το άρθρο 370Α του ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Επιπλέον, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και διάδοσης της γνώμης), αλλά το απόρρητο του περιεχομένου του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, μηνύματα sms , ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Ως προς το ίδιο ζήτημα ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το αποδεικτικό μέσο που αφορά σε παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη, ενόψει του ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 996/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2009 ΧρΙΔ 2010. 283, ΑΠ 1718/2001 ΕλλΔνη 2002. 1464, ΜονΕφΑθ 2393/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 562/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του π.δ. 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλιση του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003, ορίζεται ότι «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων, αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις, ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις, γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας, δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση, εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.)». Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος – ενάγων προσκομίζει σε φωτοαντίγραφα τις αποτυπώσεις μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (SMS) μεταξύ του ιδίου και του εκκαλούντος, καθώς και μεταξύ του ιδίου και τρίτου προσώπου (του Σταύρου Πανταζή), χωρίς όμως να προκύπτει ότι έχει λάβει προς τούτο τη συναίνεση των προσώπων αυτών, ούτε ότι υφίσταται σχετική δικαστική άδεια περί της χρήσης των ανωτέρω αποτυπώσεων. Ως εκ τούτου αυτές, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να συναξιολογηθούν αποδεικτικώς με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.

Από τις υπ’ αριθ. …/05.11.2020 και …./05.11.2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων …………… και ……….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. …………../30.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός από τα προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα φωτοαντίγραφα των αποτυπώσεων μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (SMS), τα οποία συνιστούν συνταγματικά απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, κατά τα προαναφερθέντα, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι γνωρίζονταν και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις επί σειρά ετών, αφού αφενός είναι γείτονες, αφετέρου ο ενάγων υπήρξε δάσκαλος του εναγόμενου κατά τη φοίτησή του στο Δημοτικό Σχολείο …………. Τον Απρίλιο του έτους 2019, ο εναγόμενος που διατηρεί επιχείρηση εμπορίας ξηρών καρπών και συγκεκριμένα φιστικιών, απευθύνθηκε στον ενάγοντα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, ώστε να προβεί στην εξόφληση χρεών του προς τρίτα πρόσωπα. Ακολούθως, με το προσκομιζόμενο από 16.04.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων έγγραφη σύμβαση άτοκου δανείου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα το χρηματικό ποσό των 70.000,00 ευρώ. Σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 2 όρο της σύμβασης, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει το εν λόγω ποσό στον ενάγοντα εντός μηνός από τη σύναψη της σύμβασης, ήτοι την 16.05.2019, ενώ σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 4 όρο της σύμβασης, ο εναγόμενος είχε τη δυνατότητα σταδιακής αποπληρωμής του δανεισθέντος ποσού, με τμηματικές καταβολές προς τον ενάγοντα, πριν τη συμφωνηθείσα ημερομηνία απόδοσης αυτού. Σύμφωνα δε τον υπ’ αριθ. 5 όρο της σύμβασης, το δάνειο συμφωνήθηκε άτοκο, πλην όμως σε περίπτωση υπερημερίας του εναγόμενου – οφειλέτη, συμφωνήθηκε να επιβαρύνεται με τόκους, σύμφωνα με το νόμιμο ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του δανεισθέντος ως άνω ποσού. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι παρήλθε άπρακτος ο συμφωνηθείς χρόνος απόδοσης του δανείου, ενώ ο ενάγων ζήτησε επανειλημμένως από τον εναγόμενο την απόδοση αυτού, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε. Ακολούθως ο ενάγων κοινοποίησε στον εναγόμενο την 31.01.2020 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………/31.01.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………) την προσκομιζόμενη από 27.01.2020 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση, με την οποία τον κάλεσε να του καταβάλει άμεσα το δανεισθέν ως άνω ποσό. Ο εναγόμενος, συνομολογεί την είσπραξη του ως άνω ποσού των 70.000,00 ευρώ, πλην όμως αρνείται την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, ισχυριζόμενος ότι το ποσό αυτό ουδόλως αφορούσε δάνειο, αλλά αποτελούσε επένδυση του ενάγοντος στην επιχείρηση εμπορίας ξηρών καρπών που ο ίδιος διατηρούσε και ότι το ποσό αυτό θα το επέστρεφε στον ενάγοντα σε βάθος χρόνου πλέον των κερδών που αναλογούσαν σ’ αυτόν από την πώληση των ξηρών καρπών. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου καταδεικνύεται αναληθής, καθόσον δεν ενισχύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Αντιθέτως, από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος που περιέχονται στις υπ’ αριθ. …/05.11.2020 και …../05.11.2020 ένορκες βεβαιώσεις, επιβεβαιώνονται οι αγωγικοί ισχυρισμοί τόσο περί της οικονομικής κατάστασης του εναγόμενου και της ανάγκης που τον ώθησε να αιτηθεί τη σύναψη της ένδικης σύμβασης δανείου, όσο και περί της σύναψης αυτής της σύμβασης με το προσκομιζόμενο από 16.04.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό. Επιπλέον ο εναγόμενος προβάλει τον ισχυρισμό ότι έχει προβεί στην καταβολή προς τον ενάγοντα του συνολικού ποσού των 90.000,00 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2019 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2020, σε μετρητά που κυμαίνονταν από 5.000,00 ευρώ μέχρι 10.000,00 ευρώ, και ακολούθως ότι έχει επέλθει απόσβεση της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου, πέραν της αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίσθηκαν καθόλου τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα και ο χρόνος καταβολής αυτών (βλ. ΑΠ 417/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1688/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1160/2019 ΝΟΜΟΣ), κρίνεται και αβάσιμος, αφού δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Αντιθέτως, αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος που περιέχονται στις υπ’ αριθ. …./05.11.2020 και ……/05.11.2020 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίοι, έχοντας ιδία αντίληψη των γεγονότων, καταθέτουν με σαφήνεια ότι ο εναγόμενος δεν έχει αποδώσει κανένα ποσό στον ενάγοντα και ότι εξακολουθεί να του οφείλει το δανεισθέν ως άνω ποσό των 70.000,00 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πάροδο της συμφωνηθείσας ημερομηνίας απόδοσης του δανείσματος, ήτοι από την 17.05.2019, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα – εναγόμενο. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών – εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 183 και 176 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 02.02.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2902/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2902/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 25.05.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …../2020 αγωγή.

Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πάροδο της συμφωνηθείσας ημερομηνίας απόδοσης του δανείσματος, ήτοι από την 17.05.2019, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – εναγόμενο του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. …………../2023 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 07.06.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ