Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 234/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :     234/ 2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την ……………, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  :  ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Θεοδώρα Πεδιαβιτάκη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «…………» και τον δ.τ.«…….», που εδρεύει στο ……… Αττικής με Α.Φ.Μ. ……, νομίμως εκπροσωπούμενη, ως μη υπόχρεος και μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», με έδρα το …. της Ιρλανδίας  (οδός ………..), με αριθμό μητρώου …., νομίμως εκπροσωπουμένης,  η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία – Αναστασία Παπαθωμά.

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  25.1.2023 και με αριθ.καταθ. ………./2023  ανακοπή της,  επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2167/2023  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης η εκκαλούσα  άσκησε την από 16.7.2023  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2023  έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 16.7.2023  και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2023  έφεση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας  κατά της υπ` αριθ. 2167/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την  διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της η εκκαλούμενης απόφασης  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ.  …… ……….. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης  προκύπτουν τα εξής : Σε εκτέλεση  της  5-12-2022 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από   πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. ………/2021 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  που εξέδωσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, επιβλήθηκε με επίσπευση της καθ’ ής αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει  της  με αρ. ……/20-12-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του  δικαστικού επιμελητή  του Εφετείου Αθηνών ……….. σε οριζόντια ιδιοκτησία κυριότητας της ανακόπτουσας ήτοι  στην  Ι -1  διαμέρισμα του ισογείου ορόφου πολυκατοικίας κειμένης στην περιφερειακή ενότητα Πειραιά στην οδό ….,  εμβαδού 79,43 τ.μ. με ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 135,30/000, όπως αυτό κατά τα λοιπά περιγράφεται στην άνω κατασχετήρια Έκθεση. Με την ίδια κατασχετήρια Έκθεση ορίστηκε ημέρα  ως πλειστηριασμού η 26.7.2023.  Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής. Με την υπό κρίση έφεσή της η ανακόπτουσα – ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε καθέναν από τους λόγους της ανακοπής της και ζητά, μετ’ αποδοχή αυτών, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 25.1.2023 και με αριθ.καταθ. ………../2023  ανακοπή της. Επίσης με το δικόγραφο της έφεσης ζητεί την αναστολή εκτέλεσης της έκθεσης αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου, επειδή διαφορετικά θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη (ΚΠολΔ 938 παρ. 2). Σημειωτέoν ότι από τις 21.7.2023 έχει γίνει δεκτή η σωρευθείσα από την εκκαλούσα στο ίδιο δικόγραφο αίτηση προσωρινής διαταγής προς τον Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και έχει ανασταλεί  προσωρινά η αρξαμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο επί της υπό κρίση εφέσεως, ώστε καθίσταται πλέον η εξέταση της αίτησης αναστολής άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί ελλείψει έννομου συμφέροντος (ΕφΠειρ 98/2024 www.areiospagos.gr).

Για τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, απαιτείται η συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της νομιμοποίησης, ήτοι της εξουσίας, που παρέχεται από το νόμο ή από τον εκτελεστό τίτλο σε ορισμένο πρόσωπο, να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση (ενεργητική νομιμοποίηση) και να την κατευθύνει εναντίον ορισμένου προσώπου (παθητική νομιμοποίηση). Και μπορεί τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά σε αναγκαστική εκτέλεση, να προκύπτουν, κατ` αρχήν και κατά βάση, από τον εκτελεστό τίτλο, ωστόσο ο κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος θα πρέπει να αποδείξει την ιδιότητά του αυτή -όταν, πάντως, δεν προκύπτει από τον τίτλο- με την επίκληση των σχετικών δικαιογόνων πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά αποτυπώνονται, κατά κανόνα, εγγράφως. Τέτοια ανάγκη -απόδειξης της ιδιότητας του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου- υπέχει και η εκάστοτε εταιρεία/εκδοχέας της απαίτησης αρχικής πιστώτριας τράπεζας από δάνεια και πιστώσεις, όπως και η εταιρεία στην οποία ανατίθεται η διαχείρισή της (απαίτησης). Έτσι κατά το άρθρο 925 ΚΠολΔ, καθιερώνεται η υποχρέωση κοινοποίησης από τους καθολικούς, οιονεί καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους στον οφειλέτη της επιταγής και των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή τους· ανεξάρτητα από την άλλοθεν γνώση της διαδοχής από τον καθ’ ού. Σύμφωνα  περαιτέρω με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ” της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενο της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2   3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000 (ΑΛ 220). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση  των  πωλούμενων  απαιτήσεων  του   μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος.  4.Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1».Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. ΜΕ βάση τα παραπάνω στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή, που είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το όρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 434/2022 www.areiospagos.gr,  ΕφΠειρ 98/2024,  ΕφΠειρ 585/2022, ΕφΠειρ 574/2020 http://www.efeteio- peir.gr/,  ΕφΑνΚρητ 90/2023, ΕφΑθ 832/2022, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,   Διαμαντόπουλος, Αναγκαίο περιεχόμενο των κατ’ άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ νομιμοποιητικών εγγράφων επί ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σε ΕΔΑΔΠ στο πλαίσιο του ν. 4354/2015 ή κατόπιν τιτλοποίησης απαιτήσεων του ν. 3156/2003, σε: Γ. Διαμαντόπουλος, Ερανισμοί και Ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. 5, 2023, σ. 925-962.).

Η εκκαλούσα ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο και δεύτερο λόγους  της έφεσής της επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής της με τον οποίο ισχυρίζεται ότι  η καθ’ ής η ανακοπή δεν νομιμοποιείται,  να προβεί στην επίδικη εκτέλεση, καθώς :  α)  με την από 5.12.2022  επιταγή προς πληρωμή δεν κοινοποίησε επικυρωμένα αντίγραφα  των νομιμοποιητικών αυτής εγγράφων κατά τη διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολΔ, αφού δεν προκύπτουν τα στοιχεία του επικυρούντος Δικηγόρου,  β) από τις  συμβάσεις διαχείρισης απαιτήσεων που προσκομίστηκαν  δεν προκύπτει  με σαφήνεια  ποια εταιρία νομιμοποιείται ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της  εταιρίας «…………….», και ειδικότερα αν αυτή είναι η καθ΄ής η ανακοπή,   γ) η καθ’ ής η ανακοπή με την άνω επιταγή προς πληρωμή  κοινοποίησε μόνο αποσπάσματα των συμβάσεων της μεταβίβασης της απαίτησης   και όχι τα πρωτότυπα έγγραφα.  Ο λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 925 παρ. 1 και 933 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, 1 εδάφ. γ’ και δ’, 3 του ν. 4354/2015 και 10 του ν. 3156/2003 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τα έγγραφα που προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, αποδείχθηκαν ως προς τη βασιμότητα του άνω  λόγου ανακοπής, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με αίτηση της Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» εκδόθηκε η με αρ. …………/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία η ανακόπτουσα  υποχρεώθηκε να καταβάλει σ΄αυτήν το ποσό των 50.512,55 €, με το νόμιμο τόκο με το ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την 19.8.2020 και έως την εξόφληση, για απαίτησή της που απέρρεε από την με αρ. ………/1.2.2005 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της άνω διαταγής πληρωμής  Η καθ’ ής η ανακοπή επέδωσε στην ανακόπτουσα στις 5.12.2022 αντίγραφο από το πρώτο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της άνω διαταγής πληρωμής  με την με ίδια ημερομηνία  επιταγή προς εκτέλεση με την οποία την επέτασσε να καταβάλει σ΄αυτήν το ποσό των 50.512,55 €, για κεφάλαιο, 1.000€ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 250€ για σύνταξη επιταγής, 50,00  για δαπάνη επίδοσης της επιταγής, από τα οποία το ποσό των   50.512,55  εντόκως με το νόμιμο τόκο με το ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την 19.8.2020 και το ποσό των 1,075€ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας έως την εξόφληση.  Στην  από 5.12.2022 επιταγή προς πληρωμή επισύναψε τα εξής έγγραφα : 1)  την  με αριθμ. πρωτ. …../10.06,2020 ανακοίνωση στοιχείων καταχώρισης της ……….. στο ΓΕΜΗ. 2) Την με αριθ. πρωτ. …./17-12-2021, (τομ. … αυξ. αριθ. .. καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) της περίληψη της από 17-12-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. 3) Την με αριθ. πρωτ. …./20-01-2022 (τόμ. …., αυξ. αριθ. ….. καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) της περίληψης της από 20-01-2022 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. 4) Το με αριθμ. …. απόσπασμα του παραρτήματος που έχει εξαχθεί από τα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμ. …/20-01-2022 (τομ. …./ αυξ. αριθ. …). 5) την με αριθ. πρωτοκόλλου …/04-02-2022, (τομ. …, αυξ. αριθ. … καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), της περίληψης της από 04-02-2022 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. 6) την με αρ. πρωτ. …/17-12-2021 (τομ, …, αυξ. αριθ …. καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), της περίληψης της από 17-12-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. 7) Την με αριθ. πρωτοκόλλου …/08-11-2022, (τομ. … αυξ. αριθ. … καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), της περίληψης της από 08-11-2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Από τα άνω έγγραφα προκύπτουν τα εξής : Δυνάμει της με αρ. πρωτ. …../17-12-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ.1), σε συνδυασμό με την με αρ. πρωτ. …./20.1.2022 επαναληπτική αυτής (αρ.2) μεταβιβάσθηκαν, κατά τις διατάξεις του ν 3156/2003   από την δικαιούχο της απαίτησης  «…………  στην εδρεύουσα στο …….. Ιρλανδία εταιρεία ειδικού σκοπού με  την επωνυμία «νομιμοποιείται ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της  εταιρίας «………………»,    νομίμως εκπροσωπούμενη, ως ειδική διαδόχου –  οι επιχειρηματικές απαιτήσεις της πρώτης και  η μεταξύ αυτών και η απαίτηση από την επίδικη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, όπως προκύπτει ειδικώς  από το  με αρ… απόσπασμα του παραρτήματος, που συνοδεύει την με αρ. πρωτ. …/20.1.2022 σύμβαση (αρ. καταχώρησης …. και …) η οποία έγινε μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων προκειμένου να επαναληφθεί το σύνολο του παραρτήματος των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν στις 17.12.2021 με την με στοιχ. (1) σύμβαση. Η σύμβαση αυτή, όπως και η επαναληπτική της (2) με το  επισυναπτόμενο παράρτημα καταχωρήθηκαν όπως εκτέθηκε νόμιμα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, ώστε από την καταχώρηση αυτών (17.12.2021 και σε κάθε περίπτωση 20.1.2022)  επήλθε η μεταβίβαση των απαιτήσεων προς την προαναφερθείσα εταιρεία ειδικού σκοπού (άρθρο 10  παρ.9 του ν. 3156/2003). Περαιτέρω δυνάμει της με αρ.  …/17-12-2021  σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ.6)  η άνω εταιρία ειδικού σκοπού ανέθεσε  διαχείριση των απαιτήσεων στην ίδια ……. ……….., ως διαχειρίστρια της ενδιάμεσης περιόδου. Mε την μεταγενέστερη χρονικά (αρ.5) με αριθ. πρωτοκόλλου ………./04-02-2022 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων η ίδια ως άνω εταιρία ειδικού σκοπού «……………» ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεών της στην καθ ής η ανακοπή. Με την με αρ. πρωτ. ……./8.11.2022 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ανάμεσα στις ίδιες εταιρίες («………..» –  καθ’ ής η ανακοπή) συμπληρώθηκε η με αρ. …./4.2.2022 σύμβαση ως προς τις εξουσίες του διαχειριστή απαιτήσεων του κεφαλαίου (2 συμβατικοί όροι) και ειδικότερα ορίστηκε ότι άνω διαχειρίστρια απαιτήσεων έχει όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης και μεταξύ αυτών  ενδεικτικά -ενημέρωση κι εξυπηρέτηση οφειλετών, είσπραξη και  ρύθμιση και αναδιάρθωση οφειλών, άσκηση δικαιώματος καταγγελίας, εξώδικη και δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και πτώχευσης, προπτωχευτικές διαδικασίες και λοιπές συλλογικές διαδικασίες, διατήρηση, διαχείριση και εκτέλεση εμπραγμάτων και ενοχικών εξασφαλίσεων και σύσταση νέων, αναφορικά με το συνολικό χαρτοφυλάκιο τιτλοποιημένων απαιτήσεων που απέκτησε η άνω εταιρία ειδικού σκοπού, όπως το χαρτοφυλάκιον αυτό μεταβιβάστηκε με την καταχώρηση του με αρ. πρωτ. ……/17.12.2021 εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του ν. και περιγράφεται στο  συνημμένο σε αυτό παράρτημα.  Είναι σαφές επομένως ότι κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή (4.12.2022) ήταν ισχύουσα η με αρ. …./04-02-2022 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως συμπληρώθηκε  με την με αρ. …./8.11.2022, δυνάμει της οποίας είχε ανατεθεί η διαχείριση των επιχειρηματικών απαιτήσεων  στην καθ’ ής η ανακοπή και μεταξύ αυτών και της επίδικης (παραπομπή στο παράρτημα της με αρ. ……./17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που περιλαμβάνει και την επίδικη απαίτηση), χωρίς να δημιουργεί καμία σύγχυση ως προς την ιδιότητα αυτής η προγενέστερη σύμβαση διαχείρισης με την οποία είχε οριστεί  η ίδια η Τράπεζα ως διαχειρίστρια ενδιάμεσης περιόδου. Όλες οι ανωτέρω συμβάσεις έχουν καταχωρηθεί στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, όπως εκτέθηκε  και προσκομίζονται σε περίληψη αυτών χωρίς να είναι αναγκαίο να κοινοποιηθούν  τα πλήρη κείμενα των άνω συμβάσεων, αφού τα αποσπάσματα περιέχουν τα ουσιώδη τους στοιχεία τόσο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όσο και τις σύμβασης διαχείρισης με πλήρη εξειδίκευση των εξουσιών της διαχειρίστριας απαιτήσεων, που αποδεικνύουν την ιδιότητα της εφεσίβλητης ως κατ’ εξαίρεση νομιμομοποιούμενης να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη της διαχειριζόμενης από αυτήν απαίτησης. Σημειώνεται ότι η ανάθεση της διαχείρισης απαιτήσεων στην καθ’ ής η αίτηση έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 εφαρμόζεται με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. Ν.4354/2015,  ώστε έχει την εξουσία εκ του νόμου ως μη δικαιούχος διάδικος να ασκήσει κάθε ένδικο βοήθημα και να  προβεί σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, και μεταξύ αυτών να επισπεύσει και αναγκαστική εκτέλεση. Εξάλλου  το τελευταίο από τα άνω έγγραφα (αρ. .7, με αρ. …/8.11.2022), το οποίο αναφέρεται ότι αποτελεί ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αρ. …/20.1.2022 από το καταχωρηθέν στα βιβλία του Ν. 2844/2000 στον τόμο … και αυξ, αρ. …. (με ημερομηνία και σφραγίδα της Προϊσταμένης του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών ………….)   προσκομίζεται σε φωτοαντίγραφο επικυρωμένο, στο οποίο έχει τεθεί στην τελευταία του σελίδα η εξής σφραγίδα «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του εις χείρας μου πρωτοτύπου/κεκυρωμένου αντιγράφου, το οποίο επικυρώνω. Αθήνα 5/12/2022. Η επικυρούσα Δικηγορική Εταιρία δια του μέλους της κ. ……………. Δικηγορική Εταιρία». Τα λοιπά επισυναπτόμενα  στην  επιταγή προς πληρωμή έγγραφα (αρ.1-6) που προσκομίζονται επίσης σε φωτοαντίγραφο (προερχόμενα ομοίως από φωτοαντίγραφα από το παράρτημα που καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) φέρουν στην τελευταία τους σελίδα την εξής σφραγίδα : «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του εις χείρας μου πρωτοτύπου, το οποίο επικυρώνω. Αθήνα 5/12/2022. Ο επικυρών Δικηγόρος …………… Δικηγορική Εταιρία». Στο με αρ. (7) έγγραφο αναφέρεται ρητώς ότι την επικύρωση αυτού (από το εις χείρας επικυρωμένο αντίγραφο)   έχει προβεί η Δικηγορική εταιρία «… …………. Δικηγορική Εταιρία»,  δια του Εταίρου αυτής  …….. Στα λοιπά έγγραφα, που προσκομίζονται ομοίως  σε φωτοαντίγραφο την επικύρωση αυτών έχει διενεργήσει   η ίδια Δικηγορική Εταιρία, (που παρέχει Δικηγορικές υπηρεσίες ως νομικό πρόσωπο) και με δεδομένο ότι η σφραγίδα σε αυτά   έχει τεθεί την ίδια ημέρα, όπως και στο προηγούμενο έγγραφο (5.12.2022) συνάγεται  σαφώς ότι  έχει επικυρώσει αυτά ο ίδιος ως άνω εταίρος  Δικηγόρος ………, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία από την μη χωριστή αναγραφή του ονοματεπώνυμου αυτού, αφού αυτό περιλαμβάνεται στην επωνυμία της Δικηγορικής Εταιρίας. Σε κάθε περίπτωση η ανακόπτουσα δεν αμφισβητεί ότι την επικύρωση των εγγράφων αυτών διενήργησε Δικηγόρος εταίρος της άνω Δικηγορικής εταιρίας εκπροσωπώντας αυτή, η δε επικύρωση των εγγράφων αυτών, όπως προκύπτει από τις άνω σφραγίδες που έχουν τεθεί σ΄αυτά, έλαβε χώρα κατά τις διατάξεις των άρθρων 36 παρ. 2 στοιχ. γ’ ν.4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων) και  449 παρ.2 ΚΠολΔ κατέχοντας ο άνω Δικηγόρος προσωρινά φωτοαντίγραφα των άνω εγγράφων προερχόμενα από το πρωτότυπο αυτών.  Κατόπιν αυτών ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε αυτόν για τον ίδιο λόγο δεν έσφαλε, ώστε οι σχετικοί πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Σύμφωνα με το άρθρο 140 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίσει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, είναι δε πλάνη, η εσφαλμένη γνώση της για τον προσδιορισμό της βουλήσεως απαιτουμένης πραγματικής καταστάσεως, ενώ, κατά το άρθρο 141 ΑΚ, η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε ο πλανηθείς, εάν γνώριζε την αληθινή κατάσταση δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, με  την πλάνη   εξομοιούται και η άγνοια, δηλαδή η έλλειψη γνώσης της πραγματικής κατάστασης που απαιτείται για τον προσδιορισμό της βουλήσεως. Η άγνοια  όμως αυτή εξομοιούται  με την πλάνη, όταν δεν είναι συνειδητή από πλευράς του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας αυτής, τότε δεν πλανάται. Αυτός που υπογράφει έγγραφο χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο του και έτσι προβαίνει στη σχετική (περιεχόμενη στο έγγραφο) δικαιοπρακτική δήλωση γνωρίζοντας ότι αγνοεί το περιεχόμενο του και με την ιδέα ότι θέλει αυτό, οποιοδήποτε και αν είναι ή ότι δεν το έχει κατανοήσει ή ακόμη και όταν δεν γνωρίζει τις έννομες συνέπειες ή και όταν αμφιβάλλει ότι είναι αυτό που ήθελε και παρόλα αυτή ενεργεί, δεν διατελεί σε πλάνη και δεν χωρεί προσβολή της καταρτισθείσας με τη δήλωση αυτή δικαιοπραξίας. Αν όμως, το υπογράφει με την εσφαλμένη ιδέα, ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ περιλαμβάνει διάφορο, τότε διατελεί σε πλάνη και είναι δυνατή η ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΕφΠειρ 111/2021, ΕφΠειρ 244/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2946/1991 Αρμ. 1992.510), Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων, 179, 178 και 180 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και στην προβλεπόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αμφοτεροβαρή σύμβαση του αναγνώρισης χρέους, συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία, ως αισχροκερδής (καταπλεονεκτική) και ως τέτοια άκυρη, απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά : α) της συνομολόγησης ή λήψης περιουσιακών ωφελημάτων που κατά το χρόνο συνομολόγησης τους βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή και β) της/επίτευξης των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της, απειρίας του άλλου. Στην έννοια της εκμετάλλευσης περιέχεται αναγκαίως και το στοιχείο της γνώσης των ανωτέρω καταστάσεων, αφού αυτό αποτελεί προϋπόθεση της εκμετάλλευσης (ΑΠ 1441/2014, ΑΠ 1976/2007, ΑΠ 1244/2005 TNΠ ΝΟΜΟΣ).  Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα στον τρίτο της ανακοπής της λόγο της  έφεσής της, επαναφέρει τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο    ισχυρίζεται ότι  η απαίτησή της καθ΄ής η ανακοπή  δεν αποδεικνύεται εγγράφως,  διότι στο απόσπασμα του λογαριασμού,  με βάση το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν αναγράφεται η πλήρης κίνηση του λογαριασμού του δανείου από την εκταμίευση του ποσού τον Απρίλιο του 2005, αλλά  ποσό εγγραφής αυτό των 44.187,11 € με ημερομηνία 18.9.2013,  λόγω αναγνώρισης οφειλής από πλευράς της κι έκτοτε η κίνηση του λογαριασμού έως την 18.8.2020. Ότι η αναγνώριση, με την υπογραφή των από  30.8,2011 και 18.9.2013 πρόσθετων πράξεων ρύθμισης οφειλής και αναγνώρισης χρέους, που κρίθηκε απαραίτητη για τη ρύθμιση της οφειλής της, έγινε από πλευράς της κατόπιν  πιέσεων από την Τράπεζα, χωρίς να της επιδειχθούν οι πλήρεις χρεοπιστώσεις και να της δοθούν οι αναγκαίες εξηγήσεις, ενόψει του ότι η ίδια δεν ήταν πολύ καλή γνώστης της Ελληνικής γλώσσας, ώστε δεν  ήταν σε θέση να αντιληφθεί την έννοια και τις  έννομες συνέπειες της αναγνώρισης αυτής, ούτε διέθετε εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις.  Με βάση όμως τα όσα εκτίθενται στο σχετικό λόγο ανακοπής – έφεσης,  η ανακόπτουσα, υπέγραψε τις σχετικές συμβάσεις  αγνοώντας  τι   ακριβώς υπέγραφε, ενόψει και της μη καλής γνώσης ελληνικής γλώσσας, όμως εν γνώσει της,  καθώς  αποδεχόταν ουσιαστικά το περιεχόμενο των άνω συμβάσεων, όποιο και αν ήταν αυτό προκειμένου να γίνει η ρύθμιση της οφειλής της (κατόπιν πιέσεων από την Τράπεζα όπως αναφέρει)  και όχι υπολαμβάνοντας λόγω πλάνης ότι αυτές είχαν  διαφορετικό περιεχόμενο. Συνεπώς η ανακόπτουσα επικαλείται  συνειδητή άγνοια που όμως  δε συνιστά πλάνη, ώστε ο σχετικός ισχυρισμός της είναι μη νόμιμος (ΑΠ 1414/2014, ΕφΠειρ 111/2021, ΕφΠειρ 244/2015 ο.π,). Επίσης οι πιέσεις που υπέστη από την Τράπεζα όπως αναφέρει για την υπογραφή των άνω συμβάσεων  δεν επαρκούν για την πλήρωση του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 179 ΑΚ, διότι από μόνη της η μη καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, δεν σημαίνει ότι έλαβε χώρα εκμετάλλευση της απειρίας της, το οποίο προϋποθέτει την γνώση της κατάστασης αυτής και εκμετάλλευσή της από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος [που δεν αναφέρεται στο σχετικό λόγο έφεσης-ανακοπής], ούτε ακόμα προσδιορίζεται η δυσαναλογία παροχής – αντιπαροχής κι εν προκειμένω αν  το ποσό  για το οποίο αναγνώρισε την οφειλή της ανταποκρινόταν ή όχι  στην αλήθεια των έως τότε οφειλόμενων ή αυτό ήταν υπερβολικό,  ώστε να κριθεί ότι η τράπεζα πέτυχε  δυσανάλογα ωφελήματα. Συνεπώς εφόσον δεν είναι ελαττωματικές οι άνω συμβάσεις ρύθμισης και αναγνώρισης της οφειλής δεν θίγεται η  σχετική δικονομική συμφωνία των διαδίκων, την οποία δεν αμφισβητεί η ανακόπτουσα, κατά την οποία   αποδεικνύεται πλήρως η απαίτηση της Τράπεζας από το  απόσπασμα των τραπεζικών βιβλίων αυτής  (κατά άρθρο 449 παρ.1 ΚΠολΔ) κι εν προκειμένω  το απόσπασμα αυτών με αφετηρία την τελευταία αναγνώριση της οφειλής της ανακόπτουσας  (18.9.2013), όπου ο λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 44.187,11 € έως το οριστικό κλείσιμο του. Κατά συνέπεια  ο σχετικός λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως σύνολό του ως μη νόμιμος, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε οι δε αιτιολογίες συμπληρώνονται από την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Το επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο προσδιορίζεται συνήθως το ύψος του οφειλόμενου τόκου, προσδιορίζεται είτε με δικαιοπραξία («δικαιοπρακτικό επιτόκιο»), είτε από το νόμο («νόμιμο επιτόκιο»). Ως νόμιμο επιτόκιο νοείται τόσο το εν στενή εννοία νόμιμο επιτόκιο (ΑΚ 301, 529, 547, 665 κ.τ.λ.), όσο και το επιτόκιο υπερημερίας (ΑΚ 345), καθώς και το επιτόκιο των τόκων επιδικίας (ΑΚ 346). Εκτός, όμως, από την παραπάνω διάκριση στις συναλλαγές έχει επικρατήσει και η διάκριση σε «τραπεζικά» και «εξωτραπεζικά» επιτόκια. Ως «τραπεζικά» επιτόκια χαρακτηρίζονται τα πάσης μορφής επιτόκια που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα και με τα άρθρα 293-295 ΑΚ για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός ανώτατου ορίου επιτοκίων «όπως ο νόμος ορίζει». Αντίθετα, ως προς τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων ισχύει από το έτος 1993 και εφεξής η πλήρης απελευθέρωση του καθορισμού τους, με εξαίρεση τα επιτόκια υπερημερίας, τα οποία σύμφωνα με την παράγραφο 1 της ΠΔ/ΤΕ 2393/15.7.1996 (ΦΕΚ Α΄ 171/30.7.1996) δεν δύνανται να είναι μεγαλύτερα του 2,5% του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου, και ελάχιστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων. Μετά την απελευθέρωση αυτή οι τράπεζες καθορίζουν πλέον οι ίδιες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Παρέπεται ότι, επί των τραπεζικών επιτοκίων δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 293 και 294 ΑΚ, οι δε μετά την απελευθέρωσή τους συναπτόμενες συμφωνίες, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, είναι θεμιτές και δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ν. 2251/1994 (βλ. ΑΠ 2037/2014, ΕφΘεσ 2256/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2613/2017, ο.π.,ΕφΘεσ 1086/2017 ΕπισκΕΔ 2017.547). Ομοίως, θεμιτή είναι και η συνομολόγηση: α) επιτοκίου υπερημερίας στα όρια που θέτει η προαναφερόμενη παράγραφος 1 της ΠΔ/ΤΕ 2393/15.7.1996, και β) εκτοκισμού των σε καθυστέρηση τόκων από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης και ανατοκισμού τους ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 § 1 εδ. α΄ ν. 2601/1998, και μάλιστα τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας της συμβάσεως, όσο και μετά την λύση της με καταγγελία, αλλά περαιτέρω και για το χρόνο μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής, γιατί η άνω διάταξη προβλέπει τον εκτοκισμό των οφειλομένων στις τράπεζες τόκων, εφόσον έχουν συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ ενεργού σύμβασης δανείου και σύμβασης, που για οποιονδήποτε λόγο έληξε, ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (βλ. ΕφΑθ 492/2020, ΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ· πρβλ. ΑΠ 1619/2000 ΕλλΔνη 2001.744). Οι οικείοι όροι ως «δηλωτικοί», αφού απηχούν διατάξεις δεσμευτικού δικαίου (βλ. σκέψη 5), δύνανται να ελεγχθούν μόνο από άποψη διαφάνειας, στο πλαίσιο δε αυτό τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να ενημερώνουν τους δανειολήπτες ως προς το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και τον τρόπο υπολογισμού των τόκων (περιλαμβανομένης της έναρξης εφαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας, της βάσης υπολογισμού του, καθώς και της περιόδου εκτοκισμού και ανατοκισμού) σύμφωνα με την παράγραφο 2 εδ. α΄ (vii) του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (ΦΕΚ Α΄ 277/18.11.2002). Στην περίπτωση χορηγήσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 εδ. α΄ (iv) του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002, να παράσχουν στους δανειολήπτες ελάχιστη ενημέρωση, που περιλαμβάνει «το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)». Η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος με την παράγραφο 2 εδ. β΄ της με αριθμό 178/3/19.7.2004 απόφασής της (ΦΕΚ Α΄ 152/9.8.2004) διευκρίνισε, αφενός μεν ότι η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων, κτλ., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση, αφετέρου δε ότι στη σύμβαση πρέπει επιπροσθέτως να προσδιορίζεται ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, ως εξής: i) ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανωτάτου ορίου. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου. Υπό τις προπαρατιθέμενες προϋποθέσεις εξασφαλίζεται η πλήρης διαφάνεια και η αποτελεσματική ενημέρωση των συναλλασσομένων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης (βλ. παράγραφο 2 εδ. α΄ της ΕΤΠΘ 178/3/19.7.2004), ο δε οικείος όρος δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 2 § 7 περ. ια΄ ν. 2251/1994, αφού επιτρέπει τον προσδιορισμό του επιτοκίου με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση χορήγησης και εύλογα για τον δανειολήπτη (βλ. ΑΠ 354/2020, ΑΠ 994/2018, ΑΠ 652/2010, ΕφΠατρ 417/2020, ΕφΠειρ 638/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Η εκκαλούσα στον  τέταρτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει τον  δεύτερο λόγο της ανακοπής της κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η καθ’ ής η ανακοπή ουδέποτε της γνωστοποίησε τον τρόπο επιβάρυνσης ως προς τον προσδιορισμό του επιτοκίου, τον οποίο επέβαλε ως δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο,  ο δε σχετικός όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός,  αδιαφανής και δημιουργεί πρόσθετη επιβάρυνση σε βάρος της ανακόπτουσας προσκρούοντας στην αρχή της διαφάνειας. Για την ευδοκίμησή του η ανακόπτουσα παραθέτει αναλυτικά τα ποσά των τόκων που επιβαρύνθηκε  παράνομα (όπως ισχυρίζεται) από την 18.10.2023 έως την 18.08.2020 κι επιπλέον αναφέρει ότι και στο   ποσό των 44.187,11 €, κατά το οποίο αναγνώρισε την οφειλή της έχουν ενσωματωθεί παράνομοι τόκοι. Ο σχετικός όρος όπως παρατίθεται στο  δικόγραφο της ανακοπής είναι ο εξής : «..το επιτόκιο του δανείου, συμπεριλαμβανομένης της νόμιμης κατά περίπτωση εισφοράς του Ν. 128/75 συνομολογείται σταθερό μεν προς 3,72% ετησίως για τις πρώτες δώδεκα (12) μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις εξυπηρέτησης του δανείου, κυμαινόμενο δε για τις υπόλοιπες δόσεις μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου εξυπηρέτησης του δανείου. Το κυμαινόμενο επιτόκιο του παρόντος δανείου συμφωνείται και ορίζεται από τώρα ότι έχει ως επιτόκιο αναφοράς το Βασικό Επιτόκιο (Ελάχιστο Επιτόκιο Προσφοράς Δημοπρασιών Ανταγωνιστικού Επιτοκίου) για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.). Επί του ως άνω επιτοκίου αναφοράς συμφωνείται ότι προστίθεται περιθώριο 1,70% σταθερό για όλη τη διάρκεια του δανείου, καθώς και η νόμιμη κατά περίπτωση εισφορά του Ν. 128/75. Το παραπάνω επιτόκιο θα μεταβάλλεται με βάση το ως άνω Βασικό Επιτόκιο για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ε.Κ.Τ. Εάν το ως άνω επιτόκιο μεταφοράς μεταβληθεί, μεταβάλλεται ισόποσα από την ημερομηνία αλλαγής και το επιτόκιο του παρόντος δανείου. Εάν κατά τη διάρκεια του παρόντος δανείου, το Βασικό Επιτόκιο (Ελάχιστο Επιτόκιο Προσφοράς Δημοπρασιών Ανταγωνιστικού Επιτοκίου) για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης παύσει να εκδίδεται από την Ε.Κ.Τ., συμφωνείται ρητά ότι την ημέρα παύσεως και εφεξής το επιτόκιο αναφοράς του παρόντος δανείου θα καθορίζεται από την Τράπεζα…». Περαιτέρω με την από 30.08.2011 πρόσθετη πράξη της αρχικής δανειακής σύμβασης το επιτόκιο καθορίσθηκε μονομερώς από την τράπεζα ως εξής: «Επιτόκιο Δανείου — Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των όρων της παρούσας πρόσθετης πράξης και μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου εξυπηρέτησης του δανείου, το συμβατικό επιτόκιο του παρόντος δανείου είναι κυμαινόμενο και ορίζεται από τώρα ότι θα ισούται με το επιτόκιο προσφοράς Euribor διατραπεζικών καταθέσεων σε ευρώ διάρκειας τριών (3) μηνών (επιτοκιακός δείκτης αναφοράς) στρογγυλοποιημένο στα τρία (3) δεκαδικά Ψηφία, όπως αυτό καθορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού κάθε μηνιαίας δόσης και προσαυξημένο κατά περιθώριο το οποίο (περιθώριο) θα παραμείνει σταθερό για όλη τη διάρκεια του δανείου, καθώς και με την εκάστοτε εισφορά του Ν. 128/75  (σήμερα 0,12%), όπου αυτή προβλέπεται. Το συμβατικό επιτόκιο του δανείου   μεταβάλλεται κάθε μήνα ανάλογα με τη μεταβολή του παραπάνω επιτοκιακού δείκτη αναφοράς, όπως αυτός καθορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού κάθε μηνιαίας  δόσης. Ειδικά για την πρώτη δόση θα ισχύει ο επιτοκιακός δείκτης αναφοράς, όπως αυτός καθορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των όρων της παρούσας πρόσθετης πράξης…..Εάν ο επιτοκιακός δείκτης αναφοράς που προκύπτει από τον περιγραφόμενο στο παρόν άρθρο τρόπο προσδιορισμού είναι μικρότερος του ισχύοντος κατά την ημέρα προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) για πράξεις κύριας χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, τότε ο επιτοκιακός δείκτης αναφοράς για τον υπολογισμό του συμβατικού επιτοκίου ορίζεται το ισχύον τη συγκεκριμένη ημέρα παρεμβατικό επιτόκιο της Ε.Κ.Τ.». Ότι, στη συνέχεια, με την από 18.09.2013 δεύτερη πρόσθετη πράξη της αρχικής δανειακής σύμβασης το επιτόκιο καθορίσθηκε μονομερώς από την τράπεζα ως εξής: «Επιτόκιο – Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των όρων της παρούσας πρόσθετης πράξης το συμβατικό επιτόκιο της οφειλής συμφωνείται κυμαινόμενο και ορίζεται από τώρα ότι θα ισούται με το επιτόκιο προσφοράς Euribor διατραπεζικών  καταθέσεων σε ευρώ διάρκειας τριών (3) μηνών (επιτοκιακός δείκτης αναφοράς) στρογγυλοποιημένο στα τρία (3) δεκαδικά ψηφία και προσαυξημένο κατά περιθώριο το οποίο (περιθώριο) θα παραμείνει σταθερό για όλη τη διάρκεια αποπληρωμής της οφειλής, καθώς και με την νόμιμη κατά περίπτωση εισφορά του Ν. 128/1975. Το συμβατικό κυμαινόμενο επιτόκιο της οφειλής θα μεταβάλλεται κάθε μήνα με βάση τη μεταβολή του παραπάνω επιτοκιακού δείκτη αναφοράς, όπως αυτός θα διαμορφώνεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού με το ως άνω κυμαινόμενο επιτόκιο. Ο ως άνω συμφωνούμενος επιτοκιακός δείκτης αναφοράς (Euribor) εμφαίνεται στην αντίστοιχη ευρείας πρόσβασης ιστοσελίδα…Εάν ο επιτοκιακός δείκτης αναφοράς που προκύπτει από τον περιγραφόμενο στο παρόν άρθρο τρόπο προσδιορισμού είναι μικρότερος του ισχύοντος, κατά την ημέρα προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) για πράξεις κύριας χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, τότε ως επιτοκιακός δείκτης αναφοράς για τον υπολογισμό του συμβατικού κυμαινόμενου επιτοκίου ορίζεται το ισχύον τη συγκεκριμένη ημέρα παρεμβατικό επιτόκιο της Ε.Κ.Τ. Το παρεμβατικό επιτόκιο της Ε.Κ.Τ. δημοσιεύεται από την εν λόγω Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) και αναδημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και από τον ημερήσιο οικονομικό Τύπο». Από την επισκόπηση των όρων αυτών στην πληρότητά τους,  προκύπτει ότι δεν θίγεται  η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, η οποία διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. Η διατύπωση του όρου είναι  σαφής και κατανοητή. Το ύψος του επιτοκίου απαρτίζεται από στοιχεία που είτε είναι σταθερά (το περιθώριο), είτε καθορίζονται από τον νόμο (εισφορά Ν. 128/1975) και περαιτέρω προσδιορίζεται με βάση αντικειμενικά και μη ελεγχόμενα από την τράπεζα κριτήρια, είτε το επιτόκιο Euribor (το οποίο αποτελεί τον μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με  βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών), είτε το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου είναι σαφώς διατυπωμένος,  η εξέλιξη του όρου προβλέψιμη και οι συνέπειες και επιβαρύνσεις από τον όρο  περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι ευκρινείς για την ανακόπτουσα  με  την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέσο καταναλωτή, χωρίς   εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις. Το δικαίωμα τράπεζας να καθορίζει το ύψος του επιτοκίου με βάση το παρεμβατικό επιτόκιο της Ε.Κ.Τ., στην περίπτωση που το επιτόκιο euribor ήταν μικρότερο αυτού, δεν επιφέρει, ενόψει του ανωτέρω τρόπου προσδιορισμού και του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, αφού όπως εκτέθηκε η  εξέλιξη του όρου ήταν προβλέψιμη και οι από αυτόν οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις της ανακόπτουσας ευκρινείς, χωρίς απόκρυψη άλλων κριτηρίων, που θα διέψευδαν τις τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής της σχέσης με την Τράπεζα (βλ. και ΑΠ 168/2024, ΑΠ 852/2023, ΑΠ 994/2018 www.areiospagos.gr).  Συνεπώς ο σχετικός λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της έφεσης.

Από τη διάταξη του άρθρου 630 δ`, ε` ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πέραν των άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία δεν είναι δικαστική απόφαση, παρά μόνον εκτελεστός τίτλος (άρ. 631 και 904 παρ. στοιχ. ε’ ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της ενσαρκούμενης απαιτήσεως, κατά τρόπο που η τελευταία απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά της, δηλαδή δεν χρειάζεται πλήρης περιγραφή όλων των πραγματικών περιστατικών που τη συγκροτούν. Η αναφορά στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται, για να είναι η σχετική αξίωση εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, ενώ η ενσωματωμένη στον εκτελεστό τίτλο απαίτηση τυγχάνει εκκαθαρισμένη, αν δύναται να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό προσδιορίζονται από τον τίτλο ή το νόμο. Tο επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της έγγραφα (AΠ 852/2023, ΑΠ 1006/2022, ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1202/2018).Επίσης, ούτε και το ακριβές ποσό των οποιωνδήποτε τόκων είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται (ΑΠ 674/2020, ΑΠ 1071/2017 ΑΠ 330/2012), αλλά αρκεί στο ποσό να προστίθενται, αν υπάρχει σχετικό αίτημα, και οι τόκοι, όχι όμως με συνυπολογισμό του ορισμένου ποσού αυτών, αλλά με την προσθήκη της λέξεως “νομιμότοκα” και προσδιορισμό του είδους του επιτοκίου, δηλαδή αν πρόκειται για συμβατικό ή νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, καθώς και του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας (ΑΠ 852/2023 ΑΠ 1048/2022, ΑΠ 99/2020 www.areiopagos.gr). Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα στον πέμπτο λόγο της έφεσής της  επαναφέρει το της ανακοπής, κατά τον οποίο, με τη διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ής το ποσό των 50.512,55 €, νομιμοτόκως με το ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας  και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, χωρίς όμως να προσδιορίζεται αριθμητικά  το συμβατικό αυτό επιτόκιο υπερημερίας, ώστε για το λόγο αυτό η διαταγή πληρωμής να πάσχει από αοριστία και να  πρέπει να ακυρωθεί. Ο λόγος όμως αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως μη νόμιμος, αφού, όπως εκτέθηκε,  δεν είναι  αναγκαίο να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι, αφού το ποσοστό του τόκου αυτού ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή τη δανειακή  σύμβαση  και δεν αποτελεί στοιχείο της διαταγής πληρωμής, αφού η εξεύρεση των τόκων μπορεί να γίνει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, με βάση τα επισυναπτόμενα έγγραφα, ήτοι την δανειακή σύμβαση.  Σε κάθε περίπτωση, με βάση τον  σχετικό όρο της από 18.9.2013 πρόσθετης πράξης είχε συμφωνηθεί ότι η ανακόπτουσα σε περίπτωση καθυστέρησης θα επιβαρυνόταν με τόκους υπερημερίας, που θα υπολογίζονταν με επιτόκιο ίσο με το συμβατικό επιτόκιο επιβαρυνόμενο με το ανώτατο όριο των εκατοστιαίων μονάδων υπερημερίας  2,5  % με βάση την ΠΔΤΕ 2393/1996 και σε περίπτωση κατάργησης ή τροποποίησης αυτής   είχε το δικαίωμα  η Τράπεζα είχε το δικαίωμα να μεταβάλει αυτό μονομερώς ή να ορίσει νέό τρόπο  υπολογισμού, με υποχρέωσή της να δημοσιεύεται αυτή στον τύπο, ή να ανακοινώνει αυτή  εγγράφως στη οφειλέτρια. Συνεπώς είχε συμφωνηθεί επιτρεπτώς, στα πλαίσια της  απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 994/2018, ΕφΘεσ 2256/2018, ο.π., ΕφΠειρ 103/2019), ως επιτόκιο υπερημερίας το συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,5%, με βάση την ΠΔΤΕ 2393/1996, που εξακολουθεί να ισχύει. Κατόπιν αυτών ο σχετικός  λόγος της  ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως κατά  πρώτο λόγο ως  μη νόμιμος και  σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής,  ορθώς  ως μη νόμιμο., ώστε και ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά,  αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.  Τα δικαστικά έξοδα της  εφεσίβλητης – καθ’ ής η ανακοπή, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλούσα κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευόμενη αίτηση αναστολής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  σε βάρος του εκκαλούσας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την    23.5.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ