Αριθμός 534/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 443/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26-1-2016, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 27-1 -2014, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση αυτής (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 200 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. τα με αριθμό …. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, …… παράβολα Ελληνικού Δημοσίου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Με την από 9-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι δυνάμει του από 15-2-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού η πρώτη εναγόμενη, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, εκμίσθωσε σε αυτήν το περιγραφόμενο ειδικότερα μίσθιο ακίνητο, στον Πειραιά, αντί μηναίου μισθώματος 2031 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου, για χρονικό διάστημα ενός έτους από 1-1-2004 έως 31-10-2004, που παρατάθηκε για ένα ακόμα έτος έως 31-10-2006, με αναπροσαρμοσθέν μίσθωμα σε 2091 ευρώ, ενώ κατέβαλε και εγγύηση για την εκ μέρους της τήρηση των όρων του συμφωνητικού, ποσού 2921 ευρώ, ότι μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου μίσθωσης αυτή συνέχισε να κάνει χρήση του μίσθιου χωρίς εναντίωση της πρώτης εναγόμενης, καταβάλλοντας και το αντίστοιχο μίσθωμα, με συνέπεια η μίσθωση να καταστεί δωδεκαετούς διάρκειας, ότι λόγω αύξησης των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων προχώρησε σε μίσθωση και νέων χώρων χωρίς να προβεί σε λύση της προηγούμενης, ότι στο νέο μίσθιο μετέφερε το μεγαλύτερο μέρος του κινητού της εξοπλισμού και εγκατέστησε νέο κεντρικό διακομιστή αρχείων, στον οποίο θα μετέφερε τις ηλεκτρονικές πληροφορίες που αφορούσαν τη λειτουργία της επιχείρησης από τον αντίστοιχο server που βρισκόταν στο μίσθιο, ότι ενώ δεν είχε ολοκληρώσει τη μεταφορά του εξοπλισμού της η πρώτη εναγόμενη στις 13-1-2007, δια του νομίμου εκπροσώπου της, δεύτερου εναγόμενου, αντικατέστησε την κλειδαριά της εξωτερικής θύρας του μισθίου-γραφείου, προβαίνοντας παράλληλα σε κατάληψη του χώρου αυτού, αποβάλλοντας την έτσι από το μίσθιο, συνεπικουρούμενος και από την τρίτη, τέταρτη, και πέμπτη των εναγόμενων εταιριών, που εκπροσωπούνταν από τον έκτο εναγόμενο, ενώ ιδιοποιήθηκε παράνομα και το server αυτής, που παρέμεινε μετά την αποβολή της εντός του μίσθιου, καθώς και τα εντός αυτού αποθηκευμένα αρχεία της, ότι ακολούθως αυτή ζήτησε και πέτυχε την έκδοση αρχικά της με αριθμό 78/2007 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, με την οποία αναγνωρίστηκε προσωρινός νομέας του ηλεκτρονικού-λογισμικού εξοπλισμού της και διατάχθηκε η απόδοση του σε αυτήν, και εν συνεχεία της με αριθμό 3569/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για παράδοση του μισθίου πλην, όμως, δεν μπόρεσε να εκτελέσει τις δικαστικές αποφάσεις, επειδή εν τω μεταξύ η εκμισθώτρια είχε προβεί σε νέα μίσθωση του χώρου στη τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων, ότι για τον λόγο αυτό και επειδή επιπλέον υπήρχε επιτακτική ανάγκη λόγω αύξησης του προσωπικού της να στεγασθεί σε νέο χώρο, αυτή συνήψε νέα συμπληρωματική μίσθωση με το από 12-3-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό με την εταιρία με την επωνυμία ……, διάρκειας μέχρι 30-11-2011, με μηναίο μίσθωμα 11.000 ευρώ, πλέον του ημίσεως του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό 100% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, ότι λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, που συνίσταται αναφορικά με την πρώτη και τον δεύτερο εναγόμενο στο γεγονός της παράνομης αποβολής της από το μίσθιο και την παράνομη ιδιοποίηση του server αυτής, και τους λοιπούς εναγόμενους στην εκ μέρους τους παράνομη και επάλληλη μίσθωση και κατοχή του μίσθιου, αυτή εξαναγκάστηκε στην ως άνω νέα συμπληρωματική μίσθωση, για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο έτους 2008 έως Ιούνιο 2011, με συνέπεια να ζημιωθεί κατά τη διαφορά του υψηλότερου μισθώματος και κοινόχρηστων δαπανών που κατέβαλε για το επίδικο χρονικό διάστημα, ποσού 315.766,53 ευρώ και 10.022,15 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και κατά το ποσό που δαπάνησε για τη διαμόρφωση του νέου χώρου, 99.341,20 ευρώ, ενώ τέλος υπέστη και ηθική βλάβη, αφενός λόγω της βίαιης αποβολής της, που επηρέασε την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης της, και αφετέρου λόγω της παράνομης ιδιοποίησης από την πρώτη εναγόμενη των ηλεκτρονικών της αρχείων ,που την καθιστούσαν υπόλογη στην πλοιοκτήτρια εταιρία, την διαχείριση των πλοίων της οποίας αυτή είχε αναλάβει, ως προς την αξιοπιστία της σε θέματα οργάνωσης και ασφάλειας. Ζητούσε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 425.129,88 ευρώ, για τους ανωτέρω λόγους, καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ για εύλογη χρηματική ικανοποίηση, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και με προσωπική κράτηση του δευτέρου και έκτου των εναγομένων, και επικουρικά να υποχρεωθεί η πρώτη εξ αυτών λόγω της ενδοσυμβατικής της ευθύνης να της καταβάλει το ποσό των 425.129.88 ευρώ, καθώς και το ποσό της εγγύησης, 2921 ευρώ, ομοίως νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία διετάχθη ο χωρισμός της αγωγής ως προς τους τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτο των εναγομένων λόγω καθ’ύλην αναρμοδιότητας, ως προς τους οποίους η υπόθεση παραπέμφθηκε να δικασθεί από το καθ’ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ενώ ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων, απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες τόσο η κύρια βάση της από αδικοπραξία όσο και η επικουρική, από την σύμβαση της μίσθωσης, αναφορικά με την αποκατάσταση των ζημιών που αυτή φέρεται να υπέστη, ενώ έγινε δεκτό το αίτημα για απόδοση της εγγύησης και η πρώτη εναγόμενη υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό αυτής στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την ένδικη έφεσή της που στρέφεται σε βάρος της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να γίνει αντιστοίχως δεκτή η αγωγή .ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθ. 914 ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνάγεται ότι μπορεί να συρρέει παράλληλα με την ενδοσυμβατική και η ευθύνη από αδικοπραξία, όταν η ζημιογόνα ενέργεια είναι παράνομη σύμφωνα με το γενικό καθήκον που επιβάλλει το δίκαιο να μη ζημιώνεται άλλος αυθαίρετα, όχι όμως και όταν αυτή δεν θα ήταν παράνομη αν δεν υπήρχε η συμβατική σχέση, καθόσον τότε αποτελεί αθέτηση μόνο της ενοχής από την οποία πηγάζει η υποχρέωση για ορισμένη συμπεριφορά, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές συμβατικές διατάξεις και όχι οι γενικές περί αδικοπραξίας (ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 21.505, ΑΠ 555/99 Δνη 41.87, ΕφΠειρ 233/2014, ΕφΑθ 1325/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- IV. Εν προκειμένω, η αγωγή κατά τη κύρια βάση της, που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις (914 επ. ΑΚ), και αφορά στην αποβολή της ενάγουσας μισθώτριας από το μίσθιο δεν είναι νόμιμη, διότι η εκτιθέμενη στην αγωγή συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης εκμισθώτριας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εναγόμενο, εκδηλώθηκε στα πλαίσια της σύμβασης μισθώσεως και συνιστά παράβαση της συμβατικής της υποχρέωσης για παραχώρηση της χρήσης του μίσθιου στην ενάγουσα μισθώτρια καθ’όλη τη διάρκεια της μίσθωσης του. Επομένως, μη συντρέχουσας περίπτωσης συρροής ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης δεν δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη από αδικοπραξία σε βάρος των ανωτέρω εναγομένων. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθώς απέρριψε με την εκκαλουμένη απόφαση του την αγωγή ως μη νόμιμη κατά το μέρος αυτό και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αντιθέτως αυτός τυγχάνει βάσιμος κατά τα λοιπά και συγκεκριμένα όσον αφορά στην παράνομη ιδιοποίηση από την πρώτη εναγόμενη του κεντρικού server και των εντός αυτού αποθηκευμένων αρχείων της ενάγουσας και την εξ αυτού του λόγου πρόκληση στην τελευταία ηθικής βλάβης, διότι η πράξη αυτή θα ήταν παράνομη και εάν τα ως άνω διάδικα μέρη δεν συνδέονταν με συμβατική σχέση, το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως προς τη κύρια βάση της και κατά το μέρος αυτό ως μη νόμιμη έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Εξάλλου, με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα η αγωγή είναι νόμιμη κατά την επικουρική της βάση από ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, εκμισθώτριας, διότι οι επικαλούμενες από την ενάγουσα ζημίες συνδέονται αιτιακά με την συμπεριφορά της τελευταίας, η δε επικαλουμένη από τους εναγόμενους διάταξη του άρθρου 660 παρ.3 ΚΠολΔ, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα θα μπορούσε να προβεί σε εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που διέτασσαν την παράδοση σε αυτή του μίσθιου, αφορούν μετεγκατάσταση του μισθωτή μετά από εξαφάνιση της δικαστικής απόφασης που εκτελέστηκε σε βάρος του και διέταζε την απόδοση της χρήσης του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή κατά την επικουρική της βάση ως μη νόμιμη έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει αντιστοίχως δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και η εκκαλουμένη να εξαφανισθεί κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να κριθεί η αγωγή ως νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 574, 575, 584 ΑΚ, 375 ΠΚ, 1047 παρ.1, 176 ΚΠολΔ και περαιτέρω ερευνητέα κατ`ουσίαν.
V. Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως με επιμέλεια των διαδίκων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, λαμβανομένων υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία ασχολούμενη με τη διαχείριση εμπορικών πλοίων, με το από 15-4-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία συγκρότημα γραφείων με βοηθητικούς χώρους στον πρώτο όροφο του κτιρίου επί της ακτής ….. αρ. … στον ….., προκειμένου να στεγάσει εκεί τα γραφεία της στην Ελλάδα για την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, και ειδικότερα μίσθωσε το υπό στοιχείο ΙΓ γραφείο, επιφάνειας 254 τμ, δύο WC και δύο θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε αρχικά από 1-11-2004 έως 31-10-2005 και το μηναίο μίσθωμα σε 2031 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, ακολούθως δε με το από 30-6-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό παρατάθηκε για ένα ακόμη έτος έως 31-10-2006 με συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα 2092 ευρώ, πλέον του αναλογούντος χαρτοσήμου. Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου η ενάγουσα και η συνεργαζόμενη με αυτή εταιρία με την επωνυμία «……», προς την οποία η μισθώτρια με τη συναίνεση της εκμισθώτριας είχε παραχωρήσει τη χρήση μέρους του μίσθιου, επιφάνειας 20 τμ, συνέχισαν να χρησιμοποιούν το μίσθιο καταβάλλοντας για τους επόμενους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2006 το συμφωνηθέν μίσθωμα ενόψει της αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης, η οποία κατέστη 12 ετής ως υπαγόμενη στο πδ 34/1995 σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 αυτού. Εν τω μεταξύ η ενάγουσα κρίνοντας ανεπαρκείς τους κτιριακούς χώρους του μισθίου για την κάλυψη των επιχειρηματικών της αναγκών, λόγω της διεύρυνσης των εργασιών της και της σταδιακής αύξησης του υπαλληλικού προσωπικού της, με το από 30-10-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό προέβη στη μίσθωση και άλλων γραφείων από την εταιρία με την επωνυμία «….» σε γειτονικό ακίνητο επί της ………, εμβαδού 381,70 τμ (το ήμισυ των οποίων, όπως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, παραχώρησε έναντι καταβολής μέρους του μισθώματος στην εταιρία «…….»), προκειμένου να μεταφέρει στη νέα αυτή διεύθυνση την έδρα της και να εγκαταστήσει τον κύριο όγκο του εξοπλισμού της και το αναγκαίο προσωπικό της, εξετάζοντας ως ενδεχόμενο την αποχώρηση από το μίσθιο της πρώτης εναγόμενης χωρίς εν τούτοις να έχει ληφθεί επ΄ αυτού κάποια σχετική απόφαση. Μετά την ολοκλήρωση των επισκευών και τη διαμόρφωση του χώρου των νέων γραφείων της η ενάγουσα μέχρι 13-01-2007 είχε μεταφέρει στο ακίνητο της ……. το μεγαλύτερο μέρος των κινητών της πραγμάτων (έπιπλα-γραφεία) και είχε εγκαταστήσει νέα μονάδα Η/Υ, στην οποία κατόπιν συνεννόησης του νομίμου εκπροσώπου της με την εταιρία «……» είχε προγραμματιστεί για τις 15-1-2007 να μεταφερθούν όλες οι αποθηκευμένες σε ηλεκτρονική μορφή πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την λειτουργία της επιχείρησης της από τον κεντρικό υπολογιστή που βρισκόταν στο μίσθιο της πρώτης εναγόμενης. Και ενώ η επίδικη μίσθωση δεν είχε καταγγελθεί από κάποιο εκ των συμβαλλομένων μερών ούτε υπήρξε έγγραφη συμφωνία για λύση της μίσθωσης, πριν καν ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταφοράς του ηλεκτρονικού αρχείου της ενάγουσας, απαραιτήτου για τη λειτουργία της, από τον παλαιό στο νέο υπολογιστή των γραφείων της ………, η πρώτη εναγόμενη στις 13-1-2007 αυθαίρετα άλλαξε την κλειδαριά της εξωτερικής πόρτας του μίσθιου παρεμποδίζοντας τη χρήση του στην ενάγουσα, η οποία για την ενέργεια αυτή διαμαρτυρήθηκε άμεσα με την από 13-1-2007 επιστολή του νομίμου εκπροσώπου της προς την πρώτη εναγομένη. Παράλληλα, αυτή με την από 15-2-2007 αίτηση ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 78/2007 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, με την οποία αναγνωρίστηκε προσωρινός νομέας του ηλεκτρονικού-λογισμικού εξοπλισμού της ο οποίος παρέμεινε μετά την αποβολή της στο μίσθιο. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης ότι μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου και τη μίσθωση από την ενάγουσα νέων γραφείων συμφωνήθηκε ατύπως να λυθεί η μίσθωση αμέσως μόλις ολοκληρωθούν οι εργασίες επισκευής και γίνει η μετεγκατάσταση της ενάγουσας σε νέο κτίριο, συμφωνία η οποία υλοποιήθηκε στις 13-1-2007 με την οικειοθελή αποχώρηση της τελευταίας και την απόδοση στην ίδια του μίσθιου ακινήτου της, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα σταθμίζοντας τις ανάγκες της σε κτιριακό εξοπλισμό ενόψει της διαφαινόμενης αναπτυξιακής προοπτικής της, αποφάσισε την παραμονή της στο μίσθιο για τη λειτουργία σε αυτό τμήματος της επιχείρησης της, με την υποδομή που υπήρχε σε αυτό κατά τον χρόνο αποβολής της από το μίσθιο. Εξάλλου, οι περιεχόμενες στο από 19-12-2006 memorandum of agreement ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ των μετόχων της ενάγουσας ………, που παρέμεινε μοναδικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, και ειδικότερα ο όρος περί λύσης της επίδικης μίσθωσης μέχρι το τέλος Ιανουάριου 2007 δεν έχει έννομη επιρροή, καθόσον η συμφωνία αυτή δεν συνήφθη μεταξύ των διαδίκων μερών ως μισθωτή και εκμισθωτή αντίστοιχα, ώστε να τους δεσμεύει για τη λύση της μίσθωσης κατά τον προαναφερόμενο χρόνο. Τα ανωτέρω εξάλλου, έγιναν δεκτά και με την με αριθμό 390/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που έκρινε τελεσιδίκως επί της με αριθμό κατάθεσης ….. αγωγής της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης, με την οποία ζητούσε την παράδοση του μίσθιου. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η πρώτη εναγόμενη είχε εκμισθώσει το μίσθιο, καθ’ό χρόνο ήταν σε ισχύ η μίσθωση της ενάγουσας, αρχικά στη τρίτη εναγόμενη δυνάμει του από 7-1-2007 ιδιωτικού εγγράφου μισθωτηρίου, αρμοδίως θεωρημένου από την ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς, με χρόνο έναρξης της μίσθωσης αναδρομικά από 1-1-2007 και διάρκεια μίσθωσης ενός έτους, με μηνιαίο μίσθωμα, ποσού 2112 ευρώ, και ακολούθως στις τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων με το από 20-4-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, ομοίως θεωρημένο αρμοδίως από τη ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, με έναρξη της μίσθωσης αναδρομικά από 1-3-2007 και διετή διάρκεια, με μηνιαίο μίσθωμα, ποσού 3028 ευρώ για την τρίτη εναγομένη και 50 ευρώ για έκαστη των λοιπών. Τις ως άνω μισθώσεις η ενάγουσα αγνοούσε μέχρις ότου επιδίωξε δικαστική προστασία αρχικά με την άσκηση σε βάρος της πρώτης εναγόμενης αίτησης για λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη με αριθμό 78/2007 απόφαση του, και ακολούθως αγωγής κατά της ίδια εναγομένης για παράδοση του μίσθιου επί της οποίας εκδόθηκε πρωτοδίκως η με αριθμό 3569/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την έκανε δεκτή, η οποία επικυρώθηκε από την ως άνω 390/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριψε την έφεση της πρώτης εναγόμενης. Για το λόγο δε αυτό εξάλλου, όπως βεβαιώνεται και στην με αριθμό …. έκθεση του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς, ……, η εκτέλεση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων για απόδοση των κινητών της πραγμάτων με αφαίρεση τους από την πρώτη εναγόμενη ματαιώθηκε τελικώς όταν επιδείχθηκε στον δικαστικό επιμελητή το από 20-4-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι λόγω της σημαντικής διεύρυνσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ενάγουσας και της συνακόλουθης αύξησης του υπαλληλικού της προσωπικού από 8 σε 16 άτομα αυτή αναζήτησε και μίσθωσε και έτερο μίσθιο χώρο, ευρισκόμενο στον τρίτο όροφο της ίδιας οικοδομής με το νέο της μίσθιο. Συγκεκριμένα, αυτή με το από 12-3-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης μίσθωσε από την ίδια ως άνω εκμισθώτρια εταιρία «………» ολόκληρο τον τρίτο όροφο της οικοδομής επί της ……, επιφάνειας 468,65 τμ, για το χρονικό διάστημα από 15-3-2008 έως 30-11-2011, έναντι μηνιαίου μισθώματος 11.000 ευρώ πλέον του ημίσεως αναλογούντος χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο κάθε έτος κατά ποσοστό 100% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής. Η ενάγουσα με την αγωγή της ισχυρίζεται ότι η μίσθωση του συγκεκριμένου μίσθιου, έναντι μηναίου μισθώματος πολύ υψηλότερου εκείνου που κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη οφείλεται αποκλειστικά στην παράνομη αποβολή της από το μίσθιο της τελευταίας και την αδυναμία της να εξεύρει άλλο με αντίστοιχα χαμηλό μίσθωμα πλησίον του νέου της μίσθιου. Τούτο, όμως, ουδόλως προέκυψε. Αντιθέτως, η επιλογή του συγκεκριμένου μίσθιου, που τελικώς μίσθωσε, έγινε επειδή εξυπηρετούσε την ανάγκη της για εγκατάσταση των δραστηριοτήτων της σε μεγαλύτερο χώρο, δεδομένου ότι ήδη απασχολούσε 18 άτομα υπαλληλικό προσωπικό, καθώς είχε διπλασιασθεί ο αριθμός των πλοίων που διαχειριζόταν σε έξι, ενώ περαιτέρω ο σχεδιασμός της προέβλεπε τον εκ νέου διπλασιασμό αυτών των μεγεθών (βλ. και σελ. 11 της αγωγή της), σε συνδυασμό και με την ανάγκη για μόνιμη διάθεση χώρου σε ορκωτούς λογιστές λόγω ελέγχου της από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καθώς και τη μόνιμη παρουσία και άλλων λογιστών που την πιστοποιούσαν ως προς τις διαδικασίες της (βλ. σελ. 44 προτάσεων της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), γεγονός που εξηγεί και την εκμίσθωση ενός ολόκληρου ορόφου, επιφάνειας 468,65 τμ, (ενώ το μίσθιο της πρώτης εναγόμενης είχε σχεδόν τη μισή επιφάνεια, 254 τμ.). Τα ανωτέρω δε δεν αναιρούνται από όσα κατέθεσε πρωτοδίκως ο μάρτυρας της ενάγουσας, σύμφωνα με τον οποίο η ενάγουσα «έψαξε να βρεί άλλο μίσθιο την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να βρεί», καθόσον δεν αναφέρει συγκεκριμένα τι είδους μίσθιο, από άποψη επιφάνειας και μισθώματος αναζητούσε η ενάγουσα. Ως εκ τούτου, η διαφορά του υψηλότερου μισθώματος που κατέβαλε για το νέο αυτό μίσθιο για το επίδικο χρονικό διάστημα, ποσού 315.766,53 ευρώ, και των κοινόχρηστων δαπανών, ποσού 10.022,15 ευρώ, αλλά και το ποσό που δαπάνησε για τη διαμόρφωση του νέου χώρου, 99.341,20 ευρώ, δεν αποτελούν ζημία της ενάγουσας οφειλόμενης στην αποβολή της από τη χρήση του μίσθιου της πρώτης εναγόμενης, και συνεπώς τα σχετικά αγωγικά κονδύλια πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω, αναφορικά με την ιδιοποίηση του ηλεκτρονικού και λογισμικού εξοπλισμού της ενάγουσας, που παρέμεινε στο μίσθιο μετά την αποβολή της, αποδείχθηκε, ότι η πρώτη εναγόμενη παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα το server της ενάγουσας εντός του οποίου υπήρχαν αποθηκευμένα όλα τα αρχεία της επιχείρησης της, πλην αυτών του λογιστηρίου της, που είχαν διαγραφεί και εγκατασταθεί στο server της στο νέο μίσθιο, και δη τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από και προς τις εταιρικές ηλεκτρονικές διευθύνσεις της ως άνω εταιρίας «. .. ….» (τα πλοία της οποίας, όπως αναφέρθηκε τελούσαν υπό τη διαχείριση της ενάγουσας), και συγκεκριμένα τις “………” και “……….”, που χρησιμοποιούσαν οι ….., αποκλειστικά με την ιδιότητα τους ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας και δη του Προέδρου και Ταμία αυτής αντίστοιχα, τα οποία ο δεύτερος εναγόμενος επέτρεψε στον .. .. να αποστείλει στην εταιρία με την επωνυμία «…..», μαζί με τα υπόλοιπα αρχεία που είχαν απομείνει στον υπολογιστή, προκείμενου αυτή να προβεί στον καθ’υπόδειξη του τελευταίου διαχωρισμό τους και τη συνακόλουθη απόδοση τους σε αυτόν (βλ. σχετικά τη με αριθμό 4934/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, η οποία δεν προέκυψε ότι έχει προσβληθεί με ένδικο μέσο). Πράττοντας, ωστόσο, τα ανωτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, ενήργησε παράνομα, όσον αφορά στα ηλεκτρονικά αρχεία της υπό διαχείριση εταιρίας της ενάγουσας, χωρίς καν να έχει προβεί προηγουμένως σε κάποια προσπάθεια συνεννόησης με την ενάγουσα, αν και η μεταφορά του κεντρικού της αρχείου ήταν από καιρό γνωστή. Για την πράξη του αυτή ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 24 μηνών, ενώ κηρύχθηκε τελεσίδικα αθώος με την με αριθμό 1526/20134 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που δέχθηκε ότι αυτός ενήργησε χωρίς πρόθεση ιδιοποίησης, επειδή πίστευε ότι ο επίδικος εξοπλισμός ανήκε στην πρώτη εναγόμενη, εταιρία του, και μετά από παροχή εξηγήσεων τον απέδωσε στην ενάγουσα. Η ως άνω απαλλακτική κρίση όμως του ποινικού Δικαστηρίου, δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, ενώ επισημαίνεται ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, δεν παρέστη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για να υποστηρίξει την πολιτική αγωγή που είχε ασκήσει σε βάρος των κατηγορουμένων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παράνομη και υπαίτια αυτή πράξη σε βάρος της ενάγουσας της προκάλεσε ηθική βλάβη, καθόσον ετρώθη το κύρος και η αξιοπιστία της ως προς την οργάνωση της επιχείρησης της και την ασφάλεια των με αυτήν συναλλασσομένων, για την οποία η τελευταία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν, την υπαιτιότητα του δεύτερου εναγόμενου, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, ανέρχεται στο ποσό των 5000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο και ανάλογο με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Κατά συνέπεια η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να υποχρεωθούν η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό στην ενάγουσα (άρθρα 914, 932, 71ΑΚ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν μερικώς σε βάρος της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων, κατά τον λόγο της νίκης της, ενώ για το παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ, που αυτή προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως της, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση κατά της με αριθμό 443/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα των με αριθμούς …… παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ, ……… παραβόλων Ελληνικού Δημοσίου. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 443/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη και τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μερικώς τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσιβλήτων, και τα ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Αυγούστου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ