Αριθμός 238/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από το Γραμματέα Σ.Τ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στο …. Κρήτης (οδός ………….) (ΑΦΜ ………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ευαγγελία Μηλολιδάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………….., κατοίκου ……… Κρήτης (οδός …………..) (ΑΦΜ ………..), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2186/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 17.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2023) έφεσή της και β) η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 9.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……/2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2024) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 17.7.2023 και 9.1.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ………./2023 και ………/2024 και προσδιορισμού ………../2023 και ………/2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2186/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), επί της από 14.12.2022 με αριθμό κατάθεσης ………./2022 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης την (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα αλλά και εφεσίβλητη ναυτικός, με την από 14.12.2022 με αριθμό κατάθεσης …………./2022 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή της εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε με την εναγομένη στο Ηράκλειο στις 23.12.2020 προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, ως επίκουρος, επί του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «ΦΠ”, νηολογίου Ηρακλείου με αρ. …, Κ.Ο.Χ. …,., σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του Ελληνικού Δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας και τελευταίας δημοσιευθείσας σε περίπτωση μη δημοσίευσης νεότερης Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων, όπου εργάσθηκε έως και τις 07.01.2021, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω διακοπής δρομολογίων. Ότι, ακολούθως με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εναγομένη στον Πειραιά την 1η.03.2021 επαναπροσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, με την ίδια ως άνω ειδικότητα, στο ίδιο ως άνω πλοίο, στο οποίο εργάσθηκε έως και την 1η.11.2021, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, τυπικά αμοιβαία συναινέσει, στην ουσία, όμως, λόγω μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της από τον πλοίαρχο, άνευ παραπτώματός της. Ότι από την απασχόλησή της στα ως άνω πλοία διατηρεί κατά της εναγομένης απαιτήσεις συνολικού ύψους 24.988,39 ευρώ, για διαφορά υπερωριακής εργασίας του τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, για διαφορά δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, αποδοχές μηνός κατ’ άρθρο 60 ΚΙΝΔ, και αποζημίωση απόλυσης, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται, κατ’ είδος και ποσό στο δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 17.865,38 ευρώ, αναγνωριζομένης της υποχρέωσής της να της καταβάλει, για διαφορά υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτων και αργιών και Δώρου Χριστουγέννων, το ποσό των 7.123,01 ευρώ, νομιμότοκα από την τελευταία απόλυσή της, την 1η.11.2021, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2 και 25 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3 και 621 ΚΠολΔ, 82 του παλαίου ΚΙΝΔ), έκρινε ορισμένη την αγωγή απορρίπτοντας ισχυρισμό της πλοιοκτήτριας περί αοριστίας και ότι έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ. 653, 655, 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346 ΑΚ, 53, 54, 57, 60 Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με τη με αριθμό Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β 3170/12-8- 2019). Στη συνέχεια αφού έκρινε ότι για το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής δεν απαιτείτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σύμφωνα με το άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ και ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 3 του Ν. 4640/2019, έκανε δεκτή κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την αγωγή και αφενός αναγνώρισε ότι η εναγομένη πλοιοκτήτρια οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ναυτικό το ποσό των 1.977 ευρώ, αφετέρου την υποχρέωσε να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 3.453,32 ευρώ εντόκως από τη λήξη της εργασιακής σχέσης και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αιτούμενα την εξαφάνιση της, η εναγομένη για τη συνολική απόρριψη της αγωγής ενώ υποβάλει παραδεκτώς με τις προτάσεις (άρθρα 914, 111 και 106 του ΚΠολΔ) αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση καθώς ισχυρίζεται ότι έχει καταβάλει στη ναυτικό το ποσό των 3.108,23 ευρώ πλέον φόρου 480,30 ευρώ και η ενάγουσα ναυτικός προκεμένου να γίνει δεκτή το σύνολό της η αγωγή της. Να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα εταιρία δεν επαναφέρει με λόγο εφέσεως τον επικουρικό ισχυρισμό της περί καταβολής οιοδήποτε ποσού με τον τόκο υπερημερίας και όχι επιδικίας που είχε προτείνει με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.
Η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει τις από 21.02.2023 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του δικηγόρου Ηρακλείου Κρήτης ………… οι οποίες απεστάλησαν ηλεκτρονικά στον δικηγορικό σύλλογο Ηρακλείου, των θαλαμηπόλων και κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης …….. και ………. και η εναγομένη τις με αριθμό ……/2023 και …../2023 ένορκες βεβαιώσεις του διευθυντή λογιστηρίου ………. κατοίκου … και ………. κατοίκου … που συνυπηρέτησε με την ενάγουσα με την ειδικότητα του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, μαρτύρων ενώπιον του συμβολαιογράφου Ηρακλείου …………. Οι παραπάνω λήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους. Από τις προαναφερόμενες σε συνδυασμό με και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ της εναγομένης και της ενάγουσας, απoγεγραμμένης Έλληνα ναυτικού, η τελευταία ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, με την ειδικότητα της επίκουρου, επί του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «ΦΠ» νηολογίου Ηρακλείου με αρ. …, κ.ο.χ. .,…., και υπηρέτησε σε αυτό τα κάτωθι χρονικά διαστήματα, ήτοι: α) από 23.12.2020 έως και 07.01.2021 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω διακοπής δρομολογίων, β) από 01.03.2021 έως και 01.11.2021 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω μείωσης προσωπικού. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της υπηρεσίας της ενάγουσας επί του ως άνω πλοίου, αυτό ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και σύμφωνα με τα έγγραφα των δρομολογίων του σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων μερών ως προς το θέμα αυτό εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.01.2021 έως 7.01.2021, από 1.03.2021 έως 2.03.2021, από 16.03.2021 έως 25.03.2021 και την 1.11.2021 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Ηράκλειο-Σούδα και επιστροφή με ώρα αναχώρησης από τον Πειραιά 21:30 και ώρα άφιξης στον Πειραιά τη μεθεπόμενη ημέρα μετά την αναχώρησή του στις 06:30. Κατά το χρονικό διάστημα από 26.03.2021 έως 31.10.2021 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Ηράκλειο και επιστροφή με αναχώρηση από το λιμάνι του Πειραιά στις 21:00, άφιξη στο Ηράκλειο στις 06:30 της επομένης, αναχώρηση από το Ηράκλειο στις 21:00 και άφιξη στον Πειραιά στις 06:30 της επομένης. Επιπλέον, κατά τις κάτωθι ημερομηνίες, το πλοίο εκτελούσε, εκτός του ανωτέρω δρομολογίου, και ημερήσια δρομολόγια, στη γραμμή Πειραιά – Ηράκλειο. Ειδικότερα, στις 10.07.2021 (Σάββατο), 17.07.2021 (Σάββατο), 24.07.2021 (Σάββατο), 31.07.2021 (Σάββατο), 6.08.2021 (Παρασκευή), 7.08.2021 (Σάββατο), 13.08.2021 (Παρασκευή), 21.08.2021 (Σάββατο), 28.08.2021 (Σάββατο) αναχωρούσε επιπλέον καθημερινά από κάθε λιμάνι (Πειραιάς ή Ηράκλειο) στις 10:00 και έφθανε σε κάθε λιμάνι (Πειραιάς ή Ηράκλειο) στις 18:30 και στη συνέχεια αναχωρούσε στις 21:00 κάνοντας το κανονικό του δρομολόγιο. Περαιτέρω το πλοίο, τις κάτωθι Πέμπτες και Κυριακές, ήτοι στις 4.07.2021, 8.07.2021, 11.07.2021, 15.07.2021, 18.07.2021, 22.07.2021, 25.07.2021, 29.07.2021, 1.08.2021, 5.08.2021, 8.08.2021, 12.08.2021, 15.08.2021, 19.08.2021, 22.08.2021, 26.08.2021, 29.08.2021, 5.09.2021 εκτελούσε, εκτός του ανωτέρω δρομολογίου, και ημερήσια δρομολόγια στη γραμμή Ηράκλειο – Μήλος – Πειραιάς – Μήλος – Ηράκλειο. Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 3.03.2021 έως 15.03.2021 το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο λόγω μηχανικής βλάβης. Σύμφωνα με τις από 23.12.2020 και από 01.03.2021 συμβάσεις ναυτικής εργασίας της ενάγουσας, ως αμοιβή της, σύμφωνα με τον όρο 4 εκάστης σύμβασης, συμφωνήθηκε να λαμβάνει ως μηνιαίες αποδοχές: α) τις μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 (η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019), δηλαδή έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: α) για μισθό ενεργείας 965,87 €, για επίδομα Κυριακών 212,49€, για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 €, για μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €, για επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,70 € (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών /22+ τροφοδοσία 19,98€ Χ 5 ημέρες), για καταβαλλόμενο επίδομα ιματισμού 58,78 €. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι έπρεπε να λαμβάνει β) ποσό συνολικά 485,72 ευρώ για συνολικά 62 υπερωρίες (24 αμειβόμενες ως καθημερινές και 38 για Σάββατα και αργίες), καθώς και γ) ποσοστά, τα οποία αναφέρονται συνολικά για τη συγκεκριμένη επιστασία στο παράρτημα Ι εκάστης σύμβασης που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, και αφορούν, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα, στα παραρτήματα των ανωτέρω συμβάσεων, ποσοστά επί των καθαρών εισπράξεων από «μπαρ, τραπεζαρία και self serνice», ως αυτά αναλυτικά ορίζονται στο παράρτημα ανά παρεχόμενο είδος. Ρητά δε συμφωνήθηκε με αμφότερες τις ανωτέρω συμβάσεις ότι «οι ως άνω αμοιβές υπό στοιχ. β’ και γ’, καθώς και οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε καταβληθεί στον ναυτικό, πέραν των προαναφερόμενων, υπόκειται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του για παροχή υπερωριακής εργασίας».
Περαιτέρω και σύμφωνα με αμφότερες τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις.
Να τονιστεί πρωτίστως ότι η ειδικότητα της ενάγουσας δεν απασχολείται κατά τον κατάπλου για απόπλου για την πρόσδεση του πλοίου ή για τις φορτώσεις και εκφορτώσεις οχημάτων αλλά απασχολείται στο εσωτερικό του πλοίου και συγκεκριμένα στην ενδιαίτηση και συνεπώς το αν πραγματοποιεί ή όχι υπερωριακή απασχόληση δεν συνδέεται με τον αριθμό των λιμανιών στα οποία καταπλέει το πλοίο απασχόλησης της. Αυτή υπό την ειδικότητα της επίκουρου θαλαμηπόλου που εντάσσεται κατ’ αρ 3 β.δ. 683/1960 στο προσωπικό γενικών καθηκόντων, τελούσε υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία άνηκε και βοηθούσε αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ στα καθήκοντά της περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτόν ενδιαιτημάτων των θέσεων, και δη του διαμερίσματος του πλοίου όπου βρίσκονταν οι καμπίνες των επιβατών και τα WC, οι εν γένει εργασίες καθαριότητα; και ευπρεπισμού των κοινόχρηστων χώρων το πλοίου, το πλύσιμο των πιατών και σκευών του πληρώματος, ενώ συμμετείχε και στη διαδικασία απογραφής των προϊόντων. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του αρχιθαλαμηπόλου …………… η ενάγουσα απασχολείτο από τις 06.00 έως τις 09.30, από τις 11.30 έως τις 13.00 και από τις 17.30 έως τις 10.30 με αποτέλεσμα να απασχολείται 10 ώρες ημερησίως. Όμως η κατάθεση του αρχιθαλαμηπόλου δεν κρίνεται πειστική διότι τόσο ο θαλαμηπόλος ……… όσο και ο θαλαμηπόλος ………… αναφέρουν συγκεκριμένες δραστηριότητες της ενάγουσας στο διανομείο και στις τραπεζαρίες πληρώματος και επιβατών και συνεπώς το παρόν δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το διάστημα που εκτελούνταν τα δρομολόγια η απασχόληση της ενάγουσας ανερχόταν στις 12 ώρες ημερησίως, δηλαδή η υπερωριακή απασχόληση ανερχόταν σε 4ωρο τις Κυριακές και καθημερινές και σε 12 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες. Τους καλοκαιρινούς μήνες που η κίνηση αυξανόταν και το πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια η ενάγουσα απασχολείται επί 13 ώρες ημερησίως πραγματοποιώντας δηλαδή 13 ώρες υπερωριακή απασχόληση τα Σάββατα και τις αργίες και 5ωρη απασχόληση τις Κυριακές και τις καθημερινές. Μόνο για το διάστημα που το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία κρίνεται πειστική η προαναφερόμενη κατάθεση του αρχιθαλαμηπόλου, αν ληφθούν υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας και οι κανόνες της λογικής δηλαδή το χρονικό διάστημα από 3.3.2021 έως 15.3.2021 η ημερήσια απασχόληση της περιοριζόταν στις 10ώρες και συνεπώς η υπερωριακή της απασχόληση σε 2 ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και σε 10 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες. Να σημειωθεί τέλος ότι η ένορκη βεβαίωση του διευθυντή λογιστηρίου Γεωργίου Καρούζου ως προς το χρόνο απασχόλησης της ενάγουσας επίσης δεν κρίνεται πειστική διότι αυτός δεν έχει άμεση γνώση των συνθηκών εργασίας αφού δεν εργάζεται επί του πλοίου. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας ανέρχεται στις προς αναφερόμενες ώρες ημερησίως ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο έφεσης της εργοδότριας και στο δεύτερο λόγο έφεσης της ναυτικού είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Απορριπτέος κρίνεται επίσης ο τρίτος λόγος εφέσεως της ναυτικού με τον οποίο υποβαλλόταν το παράπονο ότι δεν υπολογίστηκε σωστά η μέση οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή στον προσδιορισμό των δώρων διότι κατά τη ναυτικό δεν κρίθηκε ορθά το ύψος της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης.
Όμως το διάστημα της ναυτολόγησης της η ενάγουσα έλαβε 18 διανυκτερεύσεις δηλαδή 3 Σάββατα και αργίες (17.4.2021, 28.8.2021 και 14.9.2021) και 15 καθημερινές ή Κυριακές (23.3, 24.3, 16.4, 3.5, 19.5, 20.5, 21.5, 14.6., 15.6, 18.7, 19.7, 27.8, 15.9., 25.10, 26.10.2021), όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο του πλοίου και συνεπώς αυτές τις ημέρες δεν πραγματοποίησε υπερωριακή απασχόληση, αλλά με την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αφαιρέθηκε μόνο η 3η.5. και μάλιστα από τις καθημερινές παρόλο που αναγράφηκε και ως αργία. Επομένως κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου εφέσεως της εργοδότριας θα επαναπροσδιοριστεί το ύψος της υπερωριακής αμοιβής που οφείλεται ενώ αναγκαία θα εξαφανιστεί κατά εν μέρει παραδοχή του τρίτου λόγου εφέσεως της εργοδότριας το κεφάλαιο περί επιδομάτων εορτών που συνέχεται με το μέσο όρο της παρασχεθείσας υπερωριακής απασχόλησης και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να επαναδικάσει ως προς τα κεφάλαια αυτά την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα το διάστημα από 01.01.2021 έως 07.01.2021, από 01.03.2021 έως 02.03.2021, και από 16.03.2021 έως 01.11.2021, πλην των ημερών που το πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια (δηλαδή τις 4.07.2021, 8.07.2021, 11.07.2021, 15.07.2021, 18.07.2021, 22.07.2021, 25.07.2021, 29.07.2021, 1.08.2021, 5.08.2021, 8.08.2021, 12.08.2021, 15.08.2021, 19.08.2021, 22.08.2021, 26.08.2021, 29.08.2021, 5.09.2021), η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή της απασχόληση: α) για την εργασία της κατά τα Σάββατα και τις αργίες ήτοι για 24 Σάββατα και 7 αργίες (01.01, 06.01, 25.03, 30.04, 01.05, 03.05, 10.06, 28.10), και συνολικά για 31 ημέρες, το ποσό των (31 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 8,37 €=) 3.113,64 ευρώ και β) για την εργασία της κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ήτοι για 166 καθημερινές και Κυριακές (καθώς από τις 177 ημέρες του διαστήματος αφαιρούνται οι 11 διανυκτερεύσεις της που δεν απασχολήθηκε υπερωριακά), ήτοι συνολικά για 166 ημέρες το ποσό των (166 ημέρες Χ 4 ώρες Χ 6.98 € =) 4.634,72 ευρώ β) κατά το διάστημα από 26.03.2021 έως 31.10.2021. όπου εκτελούνταν και ημερήσια δρομολόγια: α) για την εργασία της για 7 Σάββατα και 1 αργία (15.08) ήτοι για 8 ημέρες, το ποσό των (8 ημέρες χ 13 ώρες Χ 8,37 €=) 870,48 ευρώ, και β) για την εργασία της κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ήτοι για 18 καθημερινές και Κυριακές (αφού αφαιρείται η 18.7 που έλαβε διανυκτέρευση και δεν απασχολήθηκε υπερωριακά), ήτοι συνολικά για 18 ημέρες το ποσό των (18 ημέρες Χ 5 ώρες χ 6,98 € =) 628,20 ευρώ, και Γ) κατά το χρονικό διάστημα από 03.03.2021 έως 15.03.2021: α) για την εργασία της για 2 Σάββατα και 1 αργία (15.03) ήτοι για 3 ημέρες το ποσό των (3 ημέρες Χ 10 ώρες χ 8,37 €=) 251,10 ευρώ, και β) για την εργασία της κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ήτοι για 8 καθημερινές και 2 Κυριακές, ήτοι συνολικά για 10 ημέρες το ποσό των (10 ημέρες Χ 2 ώρες Χ 6,98 € =) 139,60 ευρώ. Ήτοι, συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 9.637,74 ευρώ εκ του οποίου το ποσό των 4.235,22 ευρώ αφορά στην υπερωριακή της απασχόληση Σαββάτου και αργιών, και το ποσό των 5.402,52 ευρώ αφορά στην υπερωριακή της απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές.
Με την εκκαλουμένη απόφαση, κατόπιν ερμηνείας του ανωτέρω όρου των επίδικων συμβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, έγινε δεκτό ότι, τα συμβληθέντα μέρη πράγματι με τον ανωτέρω όρο συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία της ενάγουσας και ακολούθως έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης και περαιτέρω κρίθηκε ότι, εκ του λόγου τούτου, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό αυτό από την ένδικη αξίωση της ενάγουσας προς καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή της απασχόληση. Ήδη η ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεώς της, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως ερμηνεύτηκε ο ανωτέρω όρος υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και έλαβε χώρα συμψηφισμός των ανωτέρω ποσών με την ένδικη απαίτησή του. Επί του λόγου αυτού εφέσεως θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων, συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Από τις προσκομιζόμενες από 20.12.2020 και 17.3.2021 (σχετ. 1α και 1β) συμβάσεις εργασίας που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων μερών αποδεικνύεται ότι, συμπεριελήφθη όρος κατά τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «οι ως άνω αμοιβές στοιχεία β (συγκεκριμένο σταθερό ποσό για υπερωριακή αμοιβή 62 ωρών) και γ (ποσοστό επιστασίας παραρτήματος Ι που αφορά τις εισπράξεις από το μπάρ)καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στο ναυτικό πέραν των προαναφερόμενων υπόκειται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις ου για παροχή υπερωριακής εργασίας. Σύμφωνα προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επιτρέπει συμψηφισμό, μόνο ως προς το σταθερό ποσό που καταβαλλόταν για υπερωρίες. Αναφορικά με τις εισπράξεις από το μπαρ (πέραν του ότι αυτές αφορούσαν επιστασία ξενοδοχειακού εξοπλισμού άσχετη προς την παροχή ναυτικής εργασίας) αυτές δεν επιτρέπεται να συμψηφιστούν με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω ως προς το δεύτερο ποσό οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού. Ως προς το πρώτο ποσό οι υπέρτερες αποδοχές (τακτικά και παγίως καταβαλλόμενες) αφορούσαν αμοιβή 62 ωρών και συνεπώς επιτρεπόταν να οριστεί ότι θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή της ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα, δεχόμενο συνολικά ως βάσιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της. Συνεπώς θα εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο να αναδικάσει ως προς αυτό την υπόθεση και θα δεν θα αφαιρέσει το συνολικό ποσό των 8,7 + 59,09 + 46,41 + 66,55 + 88,27 + 132,87 + 209,76 +103,42 + 102,42 = 817,49 ευρώ που η εργοδότρια επικαλείται και από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις μισθοδοσίας αποδεικνύεται ότι καταβλήθηκε από 1.1.2021 ως ποσοστό από τις εισπράξεις από την επιστασία ξενοδοχειακού εξοπλισμού. Θα αφαιρεθεί μόνο το σταθερά καταβαλλόμενο για υπερωριακή απασχόληση ποσό το οποίο κατά την εκκαλουμένη ανέρχεται σε 5.650,47 – 817,49 = 4.832,98 ευρώ για το οποίο δεν έχει υποβληθεί ειδικό παράπονο ως προς τον υπολογισμό του. Ως αμοιβή για την εργασία το Σάββατο και τις αργίες από 1.1.2021 καταβλήθηκε το ποσό των 74,28 + 318,23 + 318,23 + 318,23 + 318,23 + 293,11 + 293,11 + 293,11 + 309,86 + 10,64 = 2.547,03 ευρώ και συνεπώς το υπόλοιπο για την υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες ανέρχεται σε 4.235,22 -2.547,03= 1.688,19 ευρώ, ενώ για την υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές και Κυριακές εξακολουθεί να οφείλεται το ποσό των 5.402,52 – (4.832,98 – 2.547,03 = 2.285,95 ευρώ)= 3.116,57 ευρώ.
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 της οικείας σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας ανέρχονται σε ποσό 3.329,45 ευρώ [(μισθός ενεργείας 965,87+ επίδομα Κυριακών 212,49+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64+ μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 + επίδομα αδείας 367,70+ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.147,35 ευρώ (9.637,74 /252 ημέρες ναυτολόγησης= 38,24 Χ 30=)], η ενάγουσα δικαιούται: α) την αναλογία δώρου Πάσχα 2021, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2021 έως 07.01.2,021 και από 01.03.2021 έως 30.04.2021, ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, και συνολικά 943,34 ευρώ (3.329,45 /2Χ1/15= 110,98Χ 8,50 οκταήμερα), έναντι του οποίου έλαβε ποσό 588,82 ευρώ, κατά εν μέρει παραδοχής της ένστασης εξόφλησης που επαναφέρει με την άσκηση της εφέσεως της η εναγομένη και επομένως της οφείλεται η διαφορά ποσού 354,52 ευρώ, β) την αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2021, για το χρονικό διάστημα από 01.05.2021 έως 1.11.2021, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης και δη το ποσό των 2.591,64 ευρώ (3.329,45 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω Χ2/25 Χ 9,73 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 1.574,38 ευρώ, κατά εν μέρει παραδοχής της ένστασης εξόφλησης που επαναφέρει με την άσκηση της εφέσεως της η εναγομένη και επομένως της οφείλεται η διαφορά ποσού 1.017,26 ευρώ. Το επίδομα εορτών οφείλεται εντόκως από 31.12.2021 κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως της εργοδότριας.
Σύμφωνα με το άρθρο 33 της οικείας σσνε πληρωμάτων ακτοπλοικών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. ‘Ομως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 ημ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ).
Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως της εργοδότριας υποβάλλεται παράπονο αναφορικά με το κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το οποίο επιδικάστηκε αμοιβή για εξπρές δρομολόγια. Συγκεκριμένα η εργοδότρια ισχυρίζεται ότι τα εξπρές δρομολόγια του πλοίου ναυτολόγησης της ενάγουσας ήταν μόλις 9 το έτος 2021 και όχι 27 για τα οποία επιδίκασε αμοιβή η εκκαλουμένη απόφαση και τούτο διότι στα υπόλοιπα δρομολόγια το πλοίο έμενε έξι ώρες είτε στο λιμάνι αναχώρησης είτε στο λιμάνι προορισμού. Πρωτίστως πρέπει να αναφερθεί ότι από τις παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης που δεν πλήττονται ως προς τον αριθμό και τη διάρκεια των δρομολογίων το πλοίο της εναγομένης εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: α) κατά το χρονικό διάστημα από 4.07.2021 έως 5.09.2021, τις Παρασκευές και Σάββατα, συνολικά 9 ημέρες, αναχωρούσε 3,50 ώρες (αφ. 18:30 – αν. 21:00) προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από του κατάπλου του στο λιμάνι του Ηρακλείου ή του Πειραιά. Συνεπώς πραγματοποιούσε 31,50 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι αφετηρίας (3,50 ώρες Χ 9 ημέρες), και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, για 18 Πέμπτες και Κυριακές, κατά τα ανωτέρω, το πλοίο αναχωρούσε 2,75 ώρες (αφ. 18:45 – αν 22:00) προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από του κατάπλου του στο λιμάνι του Ηρακλείου ή του Πειραιά και με τον τρόπο αυτόν πραγματοποίησε 49,50 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι αφετηρίας (2,75 ώρες χ 18 ημέρες). Όμως η εργοδότρια παραπονείται αβασίμως διότι από τη γραμματική ερμηνεία της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 33 παρ. 3 της σσνε προκύπτει ότι εξπρές θεωρείται το δρομολόγιο στο οποίο το πλοίο αποπλέει πριν περάσουν 6 ώρες από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση. Η εργοδότρια ισχυρίζεται ότι διαφορετικά δεν θα γινόταν αναφορά για κυκλικό ταξίδι στην παράγραφο 7 και πάλι όμως αβασίμως διότι με την ερμηνεία αυτή ένα ταξίδι με έναν ή δύο προορισμούς δεν θα είχε ποτέ διάρκεια πάνω από 12 ώρες. Όμως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως θα επαναπροσδιοριστεί η αμοιβή των εξπρές δρομολογίων καθώς ο λόγος εφέσεως κατά αυτός το τμήμα είναι συναφής με το ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών και την παροχή υπηρεσιακής απασχόλησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση για 10.125 εξπρές δρομολόγια (81 ώρες πρόωρης αναχώρησης/8), άνω των 12 ωρών η ενάγουσα δικαιούται, ως αμοιβή, το ποσό των (3.329,45 Χ 1/30 Χ 10,125=) 1.123,69 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 318,37 ευρώ με τη μισθοδοσία Αυγούστου 2021 κατά παραδοχή της επαναφερόμενης με την έφεση ένσταση εξοφλήσεως της οφείλεται το ποσό των 805,32 ευρώ.
Το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου (άρθρο 438 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως αυτή καθορίζεται, μόνο, όμως, αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιόν της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, η ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ο αριθμός μητρώου απογραφής, η θαλάσσια υπηρεσία του κ.ά.. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου και ως προς τις καταχωρήσεις σε αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν ενεργεί ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης του ναυτικού που υπηρετεί στο πλοίο ή της δικής του «αμοιβαία συναινέσει», εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώρηση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (Ι. Κοροτζή, Ναυτ.Εργ.Δικ., 1990, παρ. 121, Καμβύση, Ναυτεργ. Δικ., 1994, σελ. 434, Αγαλλόπουλο, Ναυτεργ. Δικ., σελ. 39). Επομένως, η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ναυτικού ότι ο απολυόμενος αποναυτολογείται «κοινή συναινέσει» είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ 435/2022 δημ. σε ιστοσελίδα ΕφΠειρ). Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ.δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 4948/2022 που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης περί κύρωσης Κώδικα νομοθεσίας θαλάσσιων ενδομεταφορών και δικαιωμάτων επιβατών που τιτλοφορείται “Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων” :”1. Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες, από κοινού, δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, υποβάλουν και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς τον Υπουργό, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του. Η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Το αίτημα αυτό και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού, για αντιμετώπιση έκτακτων συγκοινωνιακών αναγκών. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταβιβάζεται σε υφιστάμενα όργανα το δικαίωμα υπογραφής προσωρινής τροποποίησης ή περικοπής δρομολογίων, μεταβολής του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, μεταβολής δρομολογιακής γραμμής, καθώς και εκτέλεσης έκτακτων δρομολογίων ή προσεγγίσεων σε δρομολογημένα πλοία, μετά από σχετικά αιτήματα. Στην απόφαση αυτή, καθορίζονται, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., τα όργανα, τα κριτήρια αποδοχής των αιτημάτων, καθώς και τα μέγιστα προσωρινά χρονικά διαστήματα. 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα (60) ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: αα) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτουν επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. αβ) Να κατανεμηθεί, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο, ως ακολούθως: Σε περίπτωση διακοπής δρομολογίων μικρότερης των εξήντα (60) ημερών ανά πλοίο, ο πλοιοκτήτης δύναται να μεταφέρει τις υπολειπόμενες ημέρες, σε πλοίο ή πλοία του που είναι δρομολογημένα στην ίδια γραμμή. Με δήλωσή του, που ανακοινώνεται από το αρμόδιο όργανο, ο πλοιοκτήτης μπορεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του Σ.Α.Σ., η οποία εκδίδεται εντός μηνός, να κατανείμει τις συνολικές ημέρες διακοπής δρομολογίων που προκύπτουν από τα δρομολογημένα πλοία του, ανεξάρτητα σε ποια γραμμή είναι δρομολογημένα, με την προϋπόθεση κάλυψης των συγκοινωνιακών αναγκών των γραμμών. Το δικαίωμα κατανομής των συνολικών ημερών διακοπής δρομολογίων σύμφωνα με τα ανωτέρω, παρέχεται και σε δρομολογημένα πλοία, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών ή στην ίδια μητρική επιχείρηση ή σε άλλη ναυτική εταιρεία υπό κοινή διαχείριση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρ. 6 του άρθρου 3. Για πλοία που διέκοψαν τα δρομολόγιά τους, σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, ο πλοιοκτήτης διατηρεί το δικαίωμα δρομολόγησης επιπλέον πλοίου, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 4. β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο για αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχισή τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτουν επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος, το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγιά του κατά τον ενδεδειγμένο, σύμφωνα με τις περιστάσεις, τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της παρ. 3, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περ. β’ και γ’ απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε (45) συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περ. α’ της παρ. 3 και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος, κατά τον χρόνο δραστηριοποίησής του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παρ. 5, των περ. α’ και γ’ της παρ. 3 και της περ. β’ της παρ. 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται σε αυτόν κάθε μήνα, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυσή τους, όρους. ” Με την αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 72 του ισχύοντος τότε ΚΙΝΔ ώστε να της καταβληθούν 15 ημερομίσθια αίτημα που απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι εφαρμόζεται η νεώτερη και ειδικότερη διάταξη του άρθρου 22 της σσνε στην περίπτωση όμως που δεν ακολουθήσει επαναπράσληψη του ναυτικού εντός 60 ημερών και με δεδομένο ότι η ενάγουσα επαναπροσλήφθηκε την 1.3.2021 απέρριψε το αίτημα της ως ουσιαστικά αβάσιμο. Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως της η ναυτικός υποβάλει παράπονο ως προς το κεφάλαιο αυτό ισχυριζόμενη ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να εφαρμοστεί η γενική διάταξη του ισχύοντος τότε ΚΙΝΔ. Πέραν του ότι κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης ίσχυε ο νέος ΚΙΝΔ (ν. 5020/2023) σύμφωνα με τον οποίο (άρθρο 180) η αποζημίωση των 15 ημερομισθίων προβλέπεται μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 174, 176 και 177 και μάλιστα στην περίπτωση παροπλισμού άνω των 15 ημερών, υφίσταται πλέον η ειδικότερη προαναφερόμενη διάταξη του ν. 4948/2022 με την οποία προβλέπεται ρητά ότι οι ναυτικοί που επαναπροσλαμβάνονται μετά την ολοκλήρωση του διαστήματος διακοπής δρομολογίων, δεν δικαιούνται αποζημίωση. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διαφορετική αιτιολογία που εδώ αντικαθίσταται, κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ότι η ναυτικός δεν δικαιούται ποσό αποζημίωσης για την προαναφερόμενη αποναυτολόγησή της, ορθά ερμήνευσε το νόμο. Ακολούθως ο περί του αντιθέτου προαναφερόμενος σχετικός λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η εργοδότρια περαιτέρω παραπονείται για το γεγονός ότι επιδικάστηκε για την απόλυση που έλαβε χώρα την 1.11.2021 αποζημίωση 15 ημερομισθίων παρόλο που στο ναυτικό φυλλάδιο που μετά από αίτημα της προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγράφηκε ότι η απόλυση έγινε “αμοιβαία συναινέσει”. Όμως αποδείχθηκε ότι η ναυτικός επιθυμούσε την επαναυτολόγηση της και συνεπώς δικαιούται το ποσό αποζημίωσης των 15 ημερομισθίων αφού όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη η σχετική αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο είναι δεκτική ανταπόδειξης. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος. Όμως το ποσό της αποζημίωσης θα πρέπει να προσδιοριστεί με συνυπολογισμό της υπερωριακής εργασίας που αποδείχθηκε παραπάνω κατά την εν μέρει παραδοχή του σχετικού πέμπτου λόγου εφέσεως της εργοδότριας και άρα επειδή κατά την απόλυση της οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν σε 3.329,45 ευρώ της οφείλεται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.664,72 ευρώ. Να σημειωθεί ότι το κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το οποίο επιδικάστηκε υπόλοιπο αποζημίωσης ποσού 793,61 ευρώ με βάση το άρθρο 60 του παλαιού ΚΙΝΔ δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης από τα διάδικα μέρη.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση θα πρέπει να γίνουν κατά ένα μέρος δεκτές αμφότερες οι εφέσεις ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό 11606/5739/2022 αγωγή εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έχει νόμιμο έρεισμα σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 361, 648 επ. 653, 655, 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346 ΑΚ. Στη συνέχεια κα με δεδομένο ότι το αίτημα περί υπερωριακής απασχόλησης τα Σάββατα και τις αργίες και το επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2021 περιορίστηκε σε αναγνωριστικό η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη αφενός να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 3.116,57+ 354,52 +805,32 +1.664,72+793,61 ευρώ που αφορά διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης Κυριακές και καθημερινές, αποζημίωση απόλυσης και διαφορά δρομολογίων εξπρές και συνολικά 6.734,74 ευρώ εντόκως από την μέρα της τελευταίας αποναυτολόγησης δηλαδή την 2.11.2021 και αφετέρου να αναγνωριστεί ότι της οφείλει ως διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης τα Σάββατα και τις αργίες και λόγω επιδόματος εορτών Χριστουγέννων το ποσό των 1.017,26 +1.688,19 = 2.705,45 ευρώ εντόκως από την 2.11.2021 και ως προς το επίδομα εορτών από την 31.12.2021. Ακολούθως το αίτημα επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση που υπέβαλε η εργοδότρια και έχει νομικό έρεισμα στο άρθρο 914 του ΚΠολΔ κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο διότι επιδικάζονται τελεσιδίκως μεγαλύτερα ποσά από αυτά που κλήθηκε αυτή να καταβάλει με την προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος εκκαλουμένη απόφαση. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, την εναγομένη λόγω της ήττας της κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων από 17.7.2023 και 9.1.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ……./2023 και ………/2024 και προσδιορισμού ………./2023 και ………/2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 2186/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 14.12.2022 με αριθμό κατάθεσης ………../2022 αγωγής
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν τις εφέσεις
Εξαφανίζει τη με αριθμό 2186/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σύμφωνα με το σκεπτικό της παρούσας
Κρατεί και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2022 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό …………./2022 αγωγή
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (6.734,74) ευρώ εντόκως από την 2.11.2021 και επιπλέον
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να αναγνωριστεί καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων πέντε ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (2.705,45) ευρώ εντόκως ως προς το ποσό των χιλίων δέκα επτά ευρώ και είκοσι έξι λεπτών του ευρώ (1.017,26) από την 31.12.2021 και ως προς το ποσό των χιλίων εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και δέκα εννέα λεπτών (1.688,19) εντόκως από την 2.11.2021
Επιβάλει στην εκκαλούσα εφεσίβλητη εναγομένη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας εφεσίβλητης ενάγουσας δηλαδή το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Μαΐου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ