ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 249 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΙΤΟΥΣΑΣ : ……………… η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου, Παναγιώτας Ηλιοπούλου και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», με διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στην Αθήνα (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», κατόπιν μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Μιχαήλ Καλομοίρη και 2) της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» με έδρα το ……… Ιρλανδίας (οδός …………), ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η εκκαλούσα – αιτούσα, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.10.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………./21.10.2022 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2445/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ηττηθείσα ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα–αιτούσα με την από 24.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../25.7.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./25.7.2023 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσε και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο. Επιπλέον, άσκησε την από 18.9.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………/18.9.2023 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην ίδια δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν αντίστοιχα.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 24.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/25.7.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/25.7.2023 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, της ανακόπτουσας, καθ’ης η εκτέλεση και ήδη εκκαλούσας, …………, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 2445/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 20.10.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.10.2022 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, με την οποία ζήτησε την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος της και συγκεκριμένα, της από 30.9.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ………./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του από 10.10.2022 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου, της επισπεύδουσας, πρώτης των καθ’ων η ανακοπή, ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή, ήδη δεύτερης των εφεσιβλήτων, ως ειδικής διαδόχου της «……….», βάσει της μεταβιβασθείσας απαίτησης αυτής εκ συμβάσεως στεγαστικού δανείου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης, καθόσον, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……….΄/18.9.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτήν, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο τούτη, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν.3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].
Περαιτέρω, με βάση τα οριζόμενα στην νέα διάταξη του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ’ του νόμου τούτου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή την 1.1.2022, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται στο Δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το Δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς, θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αιτήσεως αναστολής και επί του ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αιτήσεως αναστολής, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Β’, άρθρο 938, σελ. 3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών / πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ. 79). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 938 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προβλέπει ότι «Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.», εφαρμόζεται όταν ζητείται ειδικά η αναστολή του πλειστηριασμού και όχι εν γένει της εκτελεστικής διαδικασίας και πλέον η σημασία της περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις, που επιτρέπεται η υποβολή αίτησης αναστολής με την κατάθεση της ανακοπής, ήτοι μόνο σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης κινητά εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου, καθώς στην κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου δεν μεσολαβεί στάδιο πλειστηριασμού και τούτο διότι σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης ακίνητα, η υποβολή αίτησης αναστολής παρέχεται μόνο με την άσκηση ενδίκου μέσου και δεν μπορεί να υποβληθεί αυτοτελώς, αλλά μόνο είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού, με αποτέλεσμα αφενός μεν να είναι δυσεφάρμοστη στην περίπτωση αυτή η τήρηση της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών πριν τον πλειστηριασμό, αφετέρου δε να μην μπορεί να εφαρμοστεί η προθεσμία για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής στις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν τον πλειστηριασμό, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή εκδίδεται ενιαία απόφαση τόσο επί της αίτησης αναστολής, όσο και επί του ενδίκου μέσου. Σημειωτέον, ότι η προθεσμία αυτή κατ’ ουδένα τρόπο συνδέεται από τις ως άνω διατάξεις με το χρόνο δημοσίευσης της απορριπτικής της ανακοπής κατά της εκτέλεσης οριστικής απόφασης ή με το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, εντεύθεν δε τα ως άνω χρονικά σημεία είναι αδιάφορα για την έναρξη και τη συμπλήρωση της προκείμενης προθεσμίας.
Εν προκειμένω, η σωρευομένη στο δικόγραφο της από 24.7.2023 ένδικης έφεσης, αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας και δη της διενέργειας του δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, του κατασχεθέντος με την υπ’αριθμ…../7.11.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., ακινήτου της ανακόπτουσας, ήδη εκκαλούσας, που έχει οριστεί στις 26.7.2023, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά……………, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021) που, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον πρόκειται για την από 30.9.2022 επιταγή προς εκτέλεση, επιδοθείσα στις 4.10.2022, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος (1.1.2022) του εν λόγω νόμου, ομού με το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά της εκκαλουμένης απορριπτικής οριστικής απόφασης επί της από 20.10.2022 ανακοπής της εκκαλούσας κατά της επισπευδομένης σε βάρος της εκτέλεσης με την, ως άνω, επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου της υπ’αριθμ……./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ο ορισθείς πλειστηριασμός του κατασχεθέντος με την, ως άνω, έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιγραφομένου ακινήτου της ανακόπτουσας-εκκαλούσας, κατόπιν απόρριψης του περιλαμβανομένου στο ίδιο δικόγραφο αιτήματος της περί χορήγησης προσωρινής διαταγής (σημειώματος) του Δικαστή του Εφετείου Πειραιώς αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας, διενεργήθηκε ηλεκτρονικά στις 26.7.2023 ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου και συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναστολής τούτου, κατέστη άνευ αντικειμένου και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να απορριφθεί.
Περαιτέρω, η ένδικη κατατιθέμενη από την εκκαλούσα με ξεχωριστό δικόγραφο από 18.9.2023 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατ’άρθρο 152 ΚΠολΔ, έτσι ώστε με απόφαση του Δικαστηρίου να προσδοθεί στην εκπροθέσμως ασκηθείσα ως άνω αίτηση αναστολής της, η έννομη ενέργεια που αυτή θα είχε αν ήταν εμπρόθεσμη, δηλαδή είχε ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των πέντε (5) εργασίμων ημερών πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, κατ’άρθρο 938 παρ.4 ΚΠολΔ και να συζητηθεί ωσάν να μην είχε διενεργηθεί ο πλειστηριασμός, καθόσον η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανωτέρα βία, που συνίσταται στο ότι η προσβαλλομένη απόφαση επί της ανακοπής της κατά της εκτέλεσης εκδόθηκε στις 21.7.2023, αφότου είχε εκπνεύσει η εν λόγω προθεσμία, με αποτέλεσμα να εμποδισθεί να καταθέσει εγκαίρως την ένδικη από 25.7.2023 έφεση με την σωρευμένη αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως (άρθρα 152 επ. ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την βασιμότητα της, ερήμην της δεύτερης των καθ’ων η αίτηση επαναφοράς, καθόσον όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…..΄/18.9.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω αίτησης επαναφοράς, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτήν, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο τούτη, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα αλυσιτελώς και αβασίμως ζητείται με την υπό κρίση αίτηση επαναφοράς να επανέλθει η κατάσταση στο στάδιο πριν την διενέργεια του πλειστηριασμού, εφόσον ακόμα και θεωρουμένης εμπρόθεσμης της αίτησης αναστολής, δεν είναι δυνατό ένεκα τούτου να ανατραπεί, ούτε να ακυρωθεί ο πλειστηριασμός και συνεπώς, τυγχάνει αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Η ανακόπτουσα, καθ’ης η εκτέλεση, με την από 20.10.2022 ανακοπή της, κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ, ζήτησε για τους αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της από 30.9.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ……./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, βάσει της οποίας επιτάχθηκε να καταβάλει στην δεύτερη των καθ’ ων για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, το συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων είκοσι μίας χιλιάδων εξακοσίων τεσσάρων ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (1.521.604,86 €), νομιμότοκα από την επίδοση της, καθώς επίσης της από 10.10.2022 κατάσχεσης εις χείρας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», ως τρίτης, της επισπεύδουσας, πρώτης των καθ’ων η ανακοπή, ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, ήδη δεύτερης των εφεσιβλήτων, ως ειδικής διαδόχου της «…………….», βάσει της μεταβιβασθείσας απαίτησης αυτής εκ της αναφερομένης συμβάσεως στεγαστικού δανείου, που είχε συνάψει η δικαιοπάροχος της μεταβιβάζουσας τράπεζας με την ανακόπτουσα, επιπλέον δε ζήτησε να απαγορευθεί κάθε πράξη εκτέλεσης βάσει της υπό ακύρωση επιταγής προς πληρωμή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε απαράδεκτη την ανακοπή, ως προς την δεύτερη των καθ’ων, ελλείψει νομιμοποίησης της στην ανοιγείσα δίκη περί εκτέλεσης, εφόσον αυτή επισπεύσθηκε από την πρώτη των καθ’ων με την ιδιότητα της, ως διαχειρίστριας και μη δικαιούχου διαδίκου των απαιτήσεων της δεύτερης των καθ’ων, έκρινε κατά τα λοιπά παραδεκτή την ανακοπή και ως εμπροθέσμως ασκηθείσα και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος περί απαγόρευσης κάθε πράξης εκτέλεσης και ακολούθως, αφού ερεύνησε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της ανακοπής, την απέρριψε καθ’ολοκληρίαν.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ηττηθείσα ανακόπτουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της ανακοπής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.
ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Ν.3156/2003 και 4354/2015 και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του πρώτου και του συναφή τέταρτου λόγου της ανακοπής της, με τους οποίους υποστηρίζει την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος της με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, της μεν πρώτης, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων της δεύτερης και αυτής, ως ειδικής διαδόχου της δανείστριας τράπεζας στην ένδικη απαίτηση εκ δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα-εκκαλούσα διατείνεται, ότι η πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται, κατ’εξαίρεση, ενεργητικά στην προκείμενη εκτελεστική διαδικασία, κατ’ άρθρο 2 παρ.4 ν.4354/2015, ως μη δικαιούχος διάδικος, διότι αυτή κατέστη διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει σχετικής σύμβασης του άρθρου 10 ν. 3156/2003 (και όχι του ν. 4354/2015) στο πλαίσιο τιτλοποίησης των απαιτήσεων, που συνήψε με την δεύτερη εφεσίβλητη εταιρία ειδικού σκοπού, φερόμενη ειδική διάδοχο της δανείστριας …………., λόγω μεταβίβασης της εκτελούμενης απαίτησης, πλην όμως η τελευταία, δεν είχε το δικαίωμα επαναγοράς των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων από την αποκτήσασα αυτές εταιρεία ειδικού σκοπού και επανεκχώρησης τους στην δεύτερη εφεσίβλητη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου τούτου.
Με την υπ’αριθμ.1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, έχει κριθεί δεσμευτικά, ως προς την ερμηνεία των εφαρμοζομένων διατάξεων, ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10 § 14 του Ν.3156/2003 και 2 § 4 του Ν.4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Επομένως, η πρώτη των εφεσιβλήτων, που, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της δεύτερης τούτων, νομιμοποιείται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων της, μεταξύ των οποίων και της δανειακής απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση, έχει τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξη αυτής διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και συνεπώς, νομιμοποιείται να διενεργήσει την επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση στο δικό της όνομα για την ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης της δικαιούχου αυτής, δεύτερης εφεσίβλητης και σε διεξαγωγή της παρούσας δίκης περί την εκτέλεση, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της ανακόπτουσας, ως αβασίμου.
Περαιτέρω, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύεται ότι η γενόμενη επανεκχώρηση των απαιτήσεων με την από 10.3.2021 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», ως αυτή καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμ.πρωτ………./10.3.2021, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού μεταβίβασε στην νεοσυσταθείσα, κατόπιν διάσπασης της Τράπεζας Πειραιώς, δι’αποσχίσεως του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς, τραπεζική εταιρεία «………….» (επωφελούμενη), τις απαιτήσεις που είχε αποκτήσει από τη δικαιοπάροχο της «…………….» (διασπώμενη), πριν από τη διάσπαση της, είναι επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 10 παρ. 11 Ν. 3156/2003 και δεν αντίκειται σε απαγορευτικό κανόνα δικαίου η αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης, όπως αντίθετα διαλαμβάνεται αβασίμως στον κρινόμενο λόγο. Σε κάθε περίπτωση, με τον ν.4354/2015 δεν απαγορεύθηκε στα ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα να αποκτούν απαιτήσεις, από δάνεια, απόκτηση η οποία στηριζόταν μέχρι τότε σε άλλες διατάξεις είτε του ΑΚ (άρθρα 455επ.) είτε ειδικών νόμων (π.χ. ν.3156/2002 και ν.1905/1990, ΕφΑθ 1279/2023 ΤΝΠ QUALEX). Εξάλλου, συνεπεία της διάσπασης της Τράπεζας Πειραιώς, δι’αποσχίσεως του εν λόγω κλάδου, η επωφελούμενη νεοσυσταθείσα, ως άνω, τράπεζα υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχος, στο σύνολο του ενεργητικού της δικαιοπαρόχου της και, συνεπώς, εγκύρως μπορούσε να επανακτήσει απαιτήσεις, που είχαν μεταβιβασθεί από τη δικαιοπάροχο της σε εταιρείες ειδικού σκοπού. Ενόψει τούτων, η επωφελούμενη ………, δικαιοπάροχος της δεύτερης εφεσίβλητης, νόμιμα απέκτησε τις ανωτέρω επανεκχωρηθείσες απαιτήσεις, οι οποίες εντάσσονταν στο ενεργητικό της δικαιοπαρόχου της διασπώμενης τράπεζας και είχαν μεταβιβασθεί στην ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού και συνεπώς, δεν έπασχε ακυρότητας η αναμεταβίβαση τους και η περαιτέρω μεταβίβαση τους στην δεύτερη εφεσίβλητη, ως αβασίμως υποστηρίζει η ανακόπτουσα, απορριπτομένου του κρινόμενου τέταρτου λόγου της ανακοπής της, ως αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τους πρώτο και τέταρτο λόγους της ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
IV. Εξάλλου, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται ακόμα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η επισπεύδουσα πρώτη των καθ’ων με την από 30.9.2022 επιταγή προς πληρωμή συγκοινοποίησε στην καθ’ης η εκτέλεση – ανακόπτουσα προς απόδειξη της ενεργητικής της νομιμοποίησης, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι έγγραφα και συγκεκριμένα: Α) Όσον αφορά την μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης από την δανείστρια Τράπεζα Πειραιώς, αρχικά στην εδρεύουσα στο ………. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………»: 1) την περίληψη της δημοσιευμένης με αριθμ. πρωτ. ……./16.9.2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και τιτλοποίησης απαιτήσεων μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», 2) παράρτημα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης δανειακής σύμβασης, από την οποία προήλθε η απαίτηση σε βάρος της ανακόπτουσας (………), καθώς και τα πλήρη στοιχεία της ανακόπτουσας, ενώ δεν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα της μεταβιβαζόμενης απαίτησης από μόνο το γεγονός ότι δεν υπάρχει ταύτιση του ποσού της οφειλής και του ποσού της προσημείωσης και 3) την περίληψη της δημοσιευμένης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ. πρωτ. ……../16.9.2019 από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και της ανωτέρω εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..», δυνάμει της οποίας η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέλαβε την διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων. Β) Ως προς την μεταβολή της διαχειρίστριας απαιτήσεων και την ανάθεση της διαχείρισης τους στην εταιρεία με την επωνυμία «………………..» : 1)την περίληψη της δημοσιευμένης με αριθμ. πρωτ. …../23.9.2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από 18.9.2019 τροποποίησης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», δυνάμει της οποίας νέα διαχειρίστρια των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων της ανωτέρω πιστώτριας τράπεζας κατέστη η μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις «…………..» 2) το με αριθμό φύλλου 3533/20.9.2019 ΦΕΚ (τευχ. Β΄), στο οποίο δημοσιεύθηκε η χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος της υπ’αριθμ……./17.9.2019 άδειας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις προς την εταιρεία «……………….» και 3) την από 5.11.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ……… ανακοίνωση της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ από την οποίαν προκύπτει η αλλαγή επωνυμίας της ανωτέρω εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων σε «……………», μαζί με το καταστατικό της εταιρείας αυτής. Γ)Αναφορικά με την διάσπαση της Τράπεζας Πειραιώς και την σύσταση της επωφελούμενης τράπεζας με την επωνυμία «………….», τις δημοσιευμένες στο ΓΕΜΗ ανακοινώσεις των υπ. αριθ. …, … και …../30.12.2020 Αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Από τις ανωτέρω ανακοινώσεις προκύπτει η διάσπαση της Τράπεζας ………, με την σύσταση της επωφελούμενης τράπεζας, η οποία έχει αποκτήσει, λόγω της ανωτέρω διάσπασης, το σύνολο του ενεργητικού της διασπώμενης τράπεζας, χωρίς καμία άλλη περαιτέρω διατύπωση και ιδίως χωρίς να απαιτείται να αναγράφονται οι επί μέρους έννομες σχέσεις, που μεταβιβάσθηκαν στην επωφελούμενη τράπεζα (ΑΠ 339/2018), Δ) Σχετικά με την επανεκχώρηση των απαιτήσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 11 Ν.3156/2003, προς την επωφελούμενη τράπεζα διάδοχο του ενεργητικού της Τράπεζας …….., την περίληψη της δημοσιευμένης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από 10.3.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της αποκτώσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και της μεταβιβάσασας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», ως αυτή καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ.πρωτ…../10.3.2021, η δε μεταβολή αυτής καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμ.πρωτ………/10.3.2021, καθώς και παράρτημα των επαναμεταβιβασθεισών απαιτήσεων, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης δανειακής σύμβασης, από την οποίαν προήλθε η απαίτηση σε βάρος της ανακόπτουσας (…………), καθώς και τα πλήρη στοιχεία της ανακόπτουσας. Ε) Προς απόδειξη της νομιμοποίησης της δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή – εφεσιβλήτων εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», η πρώτη τούτων συγκοινοποίησε: 1) την περίληψη της δημοσιευμένης με αριθμ.πρωτ…./17.3.2021 στο Eνεχυροφυλακείο Αθηνών από 16.3.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της επωφελούμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», 2) το τμήμα του παραρτήματος των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, που αφορά στην απαίτηση σε βάρος της ανακόπτουσας. Στο τελευταίο αυτό απόσπασμα και στην καταχώρηση με αύξοντα αριθμό ……… αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία της ανακόπτουσας οφειλέτιδος (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, ΑΦΜ), ο αριθμός της ένδικης δανειακής σύμβασης, από την οποίαν προήλθε η οφειλή της ανακόπτουσας (…../……..), ο λογαριασμός καθυστέρησης, ο οποίος ανοίχθηκε μετά την καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης δανείου (………..), το ποσό για το οποίο προσημειώθηκε ακίνητο, που ανήκει κατά κυριότητα στην ανακόπτουσα (1.480.000,00 €), καθώς και το ποσό στο οποίο ανερχόταν κατά το χρόνο εκχώρησης των απαιτήσεων της πιστώτριας τράπεζας στην ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού η οφειλή της ανακόπτουσας (1.059.804,61 €). Επομένως, από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορούν να δημιουργηθούν αμφιβολίες για την ταυτότητα της οφειλής της ανακόπτουσας, την οποίαν απέκτησε η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού και την οποίαν διαχειρίζεται η πρώτη καθ’ ης εταιρεία. Εξάλλου, η ανακόπτουσα δεν επικαλείται την ύπαρξη άλλων απαιτήσεων της προς την πιστώτρια τράπεζα με την επωνυμία «…………», οι οποίες να μην εκχωρήθηκαν στην ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, ώστε να δημιουργηθεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των σε βάρος της απαιτήσεων που διαχειρίζεται η πρώτη των καθ’ ων – εφεσιβλήτων. ΣΤ) Περαιτέρω, η τελευταία συγκοινοποίησε με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, προς απόδειξη της νομιμοποίησης της ιδίας: 1)την περίληψη της δημοσιευμένης με αριθμ. πρωτ…./17.3.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από 16.3.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ αυτής και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», δυνάμει της οποίας η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων της στην επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, 2) την περίληψη της δημοσιευμένης με αριθμ. πρωτ. ……../29.7.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από 11.6.2021 λύσης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» και της πρώτης καθ’ ης, 3) την περίληψη της δημοσιευμένης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από 11.6.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της δεύτερης καθ’ης εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», ως αυτή καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ. πρωτ……../29.7.2021, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε εκ νέου τη διαχείριση των απαιτήσεων της στην πρώτη καθ’ ης ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων και 4) το από 11.6.2021 πληρεξούσιο της ανωτέρω εταιρείας ειδικού σκοπού στην πρώτη καθ’ ης, δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτείται τούτη να προβαίνει σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων της εντολέως της, δεύτερης των καθ’ων εταιρείας ειδικού σκοπού, καθώς και να δίδει για το σκοπό αυτό τη σχετική εντολή σε δικηγόρους στην Ελλάδα. Σημειωτέον, ότι για τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης αρκεί η γενική ως άνω πληρεξουσιότητα και δεν απαιτείται η παροχή ειδικού πληρεξουσίου για κάθε επιμέρους απαίτηση. Από τα ανωτέρω έγγραφα, που συγκοινοποιήθηκαν με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, προκύπτει πλήρως, αφενός η πώληση και μεταβίβαση λόγω τιτλοποίησης των απαιτήσεων από στεγαστικά δάνεια της πιστώτριας τράπεζας με την επωνυμία «……………» προς την πρώτη των καθ’ων εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………..» και αφετέρου η ανάθεση διαχείρισης των συγκεκριμένων απαιτήσεων στην πρώτη καθ’ ης, εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ήτοι η νομιμοποίηση της πρώτης τούτων στην διενεργούμενη εκτέλεση, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δεύτερης αυτών, διαδόχου της δικαιούχου της ένδικης απαίτησης. Εξάλλου, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου, λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς των Ν.4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, τα έγγραφα που νομιμοποιούν την εταιρεία, που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.2844/2000, στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ΄ ου η εκτέλεση (ΕφΠειρ 585/2022, ΕφΑθ 832/2022, ΕφΘεσ 177/2022 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 574/2020). Συνεπώς, η επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης η ανακοπή δεν απαιτείτο, κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, να κοινοποιήσει στην καθ’ ης η εκτέλεση – ανακόπτουσα επικυρωμένο αντίγραφο ολόκληρων των συμβάσεων τιτλοποίησης και διαχείρισης. Επιπρόσθετα δε, αποδείχτηκε ότι η πρώτη των καθ’ ων εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων είχε χορηγήσει στον πληρεξούσιο δικηγόρο, που συνέταξε τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, Θάνο Βασιλάκη, το υπ’αριθμ……../3.9.2021 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., δυνάμει του οποίου του χορήγησε ρητή εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνει στο όνομα και για λογαριασμό της σε κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία είναι αναγκαία για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων που η ίδια διαχειρίζεται. Εξάλλου, για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση αρκεί και γενική πληρεξουσιότητα, η οποία μπορεί να χορηγηθεί και προφορικά, ενώ πράξεις που έγιναν χωρίς τη χορήγηση πληρεξουσιότητας μπορούν να εγκριθούν μεταγενέστερα (ρητά ή σιωπηρά) (Πελαγία Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2017, Τόμος 1, σελ. 492 – 493 αρ. 2 και υποσημ. 21). Εν προκειμένω, η πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή, καίτοι δεν συγκοινοποίησε με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση το ανωτέρω πληρεξούσιο έγγραφο προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο που συνέταξε αυτήν, ενέκρινε σε κάθε περίπτωση σιωπηρά τις ενέργειες του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου της, ο οποίος συνέταξε τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, καθώς εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο στην πρωτοβάθμια δίκη και ζήτησε την απόρριψη της κρινόμενης ανακοπής. Τέλος, η πρώτη των καθ’ ων με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση δεν υποχρεούτο ούτε σε συγκοινοποίηση του πρακτικού του διοικητικού της συμβουλίου, περί ανάθεσης πληρεξουσιότητας, διότι το διοικητικό συμβούλιο, ως το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της (εκτός από τις υπαγόμενες κατά το καταστατικό στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης), δεν είναι απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό απ` αυτή, αλλά όργανο της (ΑΠ 630/2019). Ενόψει των ανωτέρω, οι κρινόμενοι δεύτερος και τρίτος λόγοι της ανακοπής με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσία αβάσιμοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τους κρινόμενους λόγους, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμου.
V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, κατ’ουσίαν, η έφεση της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς επίσης εκείνα της πρώτης των καθ’ων η αίτηση επαναφοράς, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, στην ηττηθείσα εκκαλούσα – αιτούσα την επαναφορά, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσιβλήτου – καθ’ης η αίτηση επαναφοράς και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την ένδικη έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης και την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Δέχεται την έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής και την αίτηση επαναφοράς, τυπικά.
Απορρίπτει αυτές.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου.
Επιβάλλει στην εκκαλούσα – αιτούσα την επαναφορά, τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς επίσης και πρώτης των καθ’ων η αίτηση επαναφοράς, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ και πεντακοσίων (500) ευρώ αντιστοίχως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 31 Μαΐου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ