Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 536/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

536/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Κ.Δ.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η κρινόμενη  από 24-9-2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…….) έφεση της ανακόπτουσας, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 2142/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 632 παρ.1, 933 παρ.1, όπως ίσχυαν προ της αντικαταστάσεώς τους με το άρθρο 14 παρ.1 και 19 παρ.1 του ν.4055/2012), απορρίπτοντας εν όλω την από 10-1-2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……) ανακοπή  της κατά της καθής, περί ακυρώσεως της υπ’αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της συνταχθείσας παρά πόδα αντιγράφου α΄εκτελεστού απογράφου αυτής, από 15-12-2010 επιταγής προς πληρωμή. Έχει ασκηθεί δε νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται από το νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης (άρθρο 24 § 1 εδ.α΄ του ΕισΝΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. …., σειρά Α΄παράβολα του Δημοσίου και υπ’αριθμ. …… σειρά Α παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη.

Η ανακόπτουσα εξέθετε στην ανακοπή της ότι, δυνάμει της υπ’αριθμ. ……διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της κάτωθι αυτής από 15-12-2010 επιταγής, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθής το ποσό των 20.324,19 ευρώ, πλέον τόκων, από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, και ζήτησε την ακύρωσή τους, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία την απέρριψε στο σύνολό της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα με τους αναφερόμενους στην έφεσή της λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της ανακοπής της στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 585 παρ.2 και 632 του ΚΠολΔ  προκύπτει, ότι : α) το δικόγραφο της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής και β) νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της εφέσεως, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής αποφάσεως της ανακοπής ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της εφέσεως και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικος, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (ΑΠ 440/2012 Νοβ 2012.1730, ΑΠ 2096/2009, ΕφΠειρ 234/2014, ΕφΠειρ(Μον) 507/2014  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, οι λόγοι της ανακοπής συνίστανται είτε σε άρνηση της συνδρομής μιας ή περισσοτέρων τυπικών προϋποθέσεων της έγκυρης έκδοσης διαταγής πληρωμής (άρθρα 623-630 ΚΠολΔ) είτε σε αμφισβήτηση της απαίτησης, και το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 999/2013, ΕΠΟΛΔ 214.131, ΕφΘεσ 110/2008, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2008.740).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα επικαλέστηκε ακυρότητα και καταχρηστικότητα της από 14-6-2010 εξώδικης καταγγελίας εκ μέρους της καθής, της συναφθείσας μεταξύ αυτών σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, για το λόγο ότι : α) η ίδια υπήρξε συνεπής στην καταβολή των προβλεπόμενων δόσεων αποπληρωμής του δανείου και ουδέποτε καθυστέρησε αυτήν για χρονικό διάστημα πέραν των ενενήντα ημερών, ώστε, κατά τον όρο 7. 1 αυτής, να δικαιούται η καθής να την καταγγείλει, β) Δεν συντάχθηκε και δεν της κοινοποιήθηκε, κατά τα οριζόμενα στον  όρο 7.4 αυτής, που όριζε υποχρέωση της καθής να την ενημερώσει κατά την καταγγελία αναλυτικά για το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, κατά ανεξόφλητο κεφάλαιο, δεδουλευμένους τόκους, έξοδα, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις κατά την ημερομηνία της καταγγελίας και του κλεισίματος του λογαριασμού, αλλά αντιθέτως περιέχει απλή μνεία του συνολικού ποσού της οφειλής. Ο λόγος αυτός, ορθώς κρίθηκε νόμιμος, ως αναγόμενος στην εγκυρότητα της καταγγελίας και συνακόλουθα της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ενώ κατά το μέρος που επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, για τον χαρακτηρισμό της καταγγελίας ως καταχρηστικής,  ο λόγος ήταν μη νόμιμος, αφού τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά, δηλαδή ουσιαστικά η μη υπέρβαση του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος των 90 ημερών για την καταβολή κάθε δόσης, συνιστούσε άρνηση του δικαιώματος της καθής να καταγγείλει τη σύμβαση. Από τα έγγραφα δε που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’αριθμ. …… σύμβασης προσωπικού δανείου, που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, η καθής χορήγησε στην ανακόπτουσα τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ύψους 20.800 ευρώ, για τη ρύθμιση ισόποσων οφειλών της προς αυτήν, από προγενέστερο καταναλωτικό δάνειο και πιστωτικές κάρτες. Σύμφωνα με τους όρους που περιλαμβάνονται στο κείμενό της και το συνοδεύον αυτήν παράρτημα : α/ το δάνειο ήταν έντοκο με κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο, ανερχόμενο κατά την υπογραφή σύμβασης στο ποσοστό του 12,5 % ετησίως, πλέον της εισφοράς του ν.128/1975, με βάση υπολογισμού έτος 365 ημερών (όρος 3.1, 3.3 και παράρτημα) β/ η αναπροσαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος κυμαινόμενου επιτοκίου θα γινόταν μέχρι την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, μέχρι του ύψους της διαφοράς μεταξύ της τιμής του επιτοκιακού δείκτη Euribor τριμήνου την τελευταία ημέρα του μήνα αυτού και της τιμής του ίδιου δείκτη την τελευταία ημέρα του αμέσως προηγούμενου μήνα (όρος 3.3), γ/ η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν με το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας σε 95 μηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες θα περιελάμβανε  τμήμα του κεφαλαίου και τόκο (τοκοχρεωλύσιο), και θα ήταν εξοφλητέα την πρώτη ημέρα εκάστου μήνα (όρος 5.1, 5.2 και παράρτημα), δ/ η ανακόπτουσα θα λάμβανε γνώση του εκάστοτε ποσού της προς καταβολή δόσης με τους λογαριασμούς, που η καθής θα εξέδιδε και απέστελνε προς αυτήν, εξαγόμενους από τα εμπορικά της βιβλία  (όρος 5.6  και 6.1), ε/Σε περίπτωση που οποιοδήποτε ποσό δόσης (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα κλπ), δεν εξοφλείτο εμπρόθεσμα, τότε η ανακόπτουσα θα καθίστατο υπερήμερη αυτοδίκαια και χωρίς όχληση, με μόνη την πάροδο της ημερομηνίας πληρωμής, ως δήλης ημέρας και, σε περίπτωση τέτοιας υπερημερίας, θα οφείλονταν τόκοι υπερημερίας για το καθυστερούμενο ποσό, οι οποίοι θα υπολογίζονταν με το επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο θα ήταν 2,5 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο του συμβατικού, και οι καθυστερούμενοι τόκοι θα εκτοκίζονταν από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης, με το επιτόκιο υπερημερίας, και οι τόκοι που παράγονταν, θα ανατοκίζονταν ανά εξάμηνο, εφόσον δεν θα εξοφλούνταν (όρος 5.8, παράρτημα), στ/ κάθε ποσό που θα αντλείτο από τον λογαριασμό εξυπηρέτησης, δηλαδή τον καταθετικό λογαριασμό που η ανακόπτουσα τηρούσε στην καθής και ο αριθμός του αναγράφεται στο παράρτημα, θα λογιζόταν κατά σειρά, στα δικαστικά και λοιπά έξοδα της σύμβασης, στους τόκους υπερημερίας παλαιότερης σε καθυστέρησης δόσης και της επ’αυτών εισφοράς του ν.128/1975, στο ποσό της παλαιότερης σε καθυστέρηση δόσης του δανειου, εξοφλούμενων κατά προτεραιότητα των συμβατικών τόκων και στη συνέχεια του κεφαλαίου, στους τόκους υπερημερίας και της επ’αυτών παραπάνω εισφοράς, της αμέσως επόμενης σε καθυστέρηση δόσης και μετά στο ποσό αυτής, κατ’ανάλογη εφαρμογή των προεκτεθέντων όρων, και τέλος στην τρέχουσα προς εξόφληση δόση και από αυτή πρώτα τους τόκους, που εμπεριέχονται σε αυτή και μετά στο κεφάλαιο (όρος 5.3, 5.10, παράρτημα) ζ/ οι λογαριασμοί που θα εξάγονταν από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, θα εμφάνιζαν και αποδείκνυαν, επιτρεπόμενης της ανταπόδειξης, την κίνηση του δανειακού λογαριασμού κατά την αντίστοιχη περίοδο, δηλαδή τις καταβολές και τις ημερομηνίες τους, τους τόκους, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις της ανακόπτουσας και τις αιτιολογίες τους, και το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, την επόμενη προς εξόφληση δόση και την ημερομηνία πληρωμής της, όπως και το σε ισχύ επιτόκιο, και η ανακόπτουσα αναγνώρισε ότι τα αποσπάσματα ή αντίγραφα που εξάγονται από τα εμπορικά βιβλία της καθής, θα αποδείκνυαν πλήρως την οφειλή της, επιτρεπομένης ανταπόδειξης (όρος 6.2, 8.2), η/ Η καθής θα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση, μεταξύ άλλων, αν η ανακόπτουσα καθυστερούσε επί 90 ημέρες να εξοφλήσει οποιαδήποτε δόση του δανείου ή μέρους αυτής, στην έννοια της οποίας ενέπιπτε και οποιοδήποτε άλλο ποσό οφείλεται ληξιπρόθεσμα με βάση αυτήν, μετά δε τη νόμιμη καταγγελία, το σύνολο της ανεξόφλητης οφειλής, κατά το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου, τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας), έξοδα, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, θα καθίστατο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και, εφόσον δεν εξοφλείτο, θα έφερε τόκο, με επιτόκιο υπερημερίας και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των ανεξόφλητων τόκων, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Παράλληλα, σε κάθε περίπτωση καταγγελίας, η καθής θα απέστελνε επιστολή προς την ανακόπτουσα με το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, κατά ανεξόφλητο κεφάλαιο, δεδουλευμένους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας), έξοδα, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις κατά την ημερομηνία της καταγγελίας και του κλεισίματος του λογαριασμού (όρος 7.1, 7.3, 7.4). Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης τηρήθηκε ο υπ’αριθμ. ……., λογαριασμός απόσπασμα του οποίου επισυνάφθηκε στην αίτηση προς έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, με αναλυτική παράθεση της κίνησής του, από την εκταμίευσή του δανείου (16-2-2009) έως το οριστικό κλείσιμό του (26-5-2010). Το αντίγραφο αυτό αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, πλήρη απόδειξη της απαίτησης της ανακόπτουσας έναντι αυτής, επιτρεπομένης ανταπόδειξης.  Με βάση τον λογαριασμό αυτό, η οφειλή της, κατόπιν και των καταβολών που πραγματοποίησε μέσω του υπ’αριθμ. ………… λογαριασμού εξυπηρέτησης, διαμορφώθηκε ως ακολούθως, με την επισήμανση ότι το ποσό του οφειλόμενου, σε κάθε δόση, κεφαλαίου προκύπτει από τη διαίρεση του ποσού του δανείου με τον αριθμό των δόσεων, ανερχόμενου αυτού, επομένως, σε 216,66 (20.800 : 96) ευρώ μηνιαίως. Ειδικότερα  :

1) Την 1-4-2009 το τοκοχρωλύσιο ανερχόταν σε  536,31 (319,65 + 216,66) ευρώ, και η ενάγουσα το κάλυψε, εν μέρει με μικρή καθυστέρηση αλλά εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, με τις καταβολές των 372,78 ευρώ στις 26/2 και των 200 ευρώ στις 3/4, επιβαρυνόμενη στις 3/4 με τόκο υπερημερίας 0,61 ευρώ, απομένοντας έτσι πλεόνασμα 35,86 [572,78 (372,78 + 200) – 536,92 (536,31 + 0,61)] ευρώ για την επόμενη δόση,

2) Την 1-5-2009, το τοκοχρελύσιο ανερχόταν σε 428,14 (211,48 + 216,66) ευρώ, στο οποίο προστέθηκαν τόκοι υπερημερίας, συνολικού ποσού 0,08 (0,06 + 0,02) ευρώ, εντός του μηνός Μαϊου, ήτοι συνολικά 428,22 ευρώ. Η ανακόπτουσα κατέβαλε, στις 5/5, το ποσό των 340 (5,83 + 334,17) ευρώ και στις 14/5 το ποσό των 5,59 ευρώ, επομένως, με τις καταβολές αυτές κάλυψε το ποσό των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, και μέρος του κεφαλαίου, απομένοντας ανεξόφλητο υπόλοιπο 46,77 [428,22 – 381,45 (345,59 + 35,86) ευρώ.

3) Την 1-6-2009,  το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 426,80 (210,14 + 216,66) ευρώ, στο οποίο προστέθηκαν στις 15/6, τόκοι υπερημερίας 1,98 ευρώ, ήτοι συνολικά 428,78 ευρώ. Με τις καταβολές της την 1/6 ποσού 0,41 ευρώ και στις 15/6 340 ευρώ, η ανακόπτουσα εξόφλησε, με μικρή καθυστέρηση, μικρότερη των 90 ημερών, το ανεξόφλητο κεφάλαιο της προηγούμενης δόσης, τους τόκους της τρέχουσας δόσης και μέρος του κεφαλαίου, απομένοντας ανεξόφλητο υπόλοιπο 135,14 [475,55(428,78 + 46,77) – 340,41] ευρώ.

4) Την 1-7-2009, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 425,45 (208,79 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας 3,13 (0,01 + 0,01 + 3,11) ευρώ, ήτοι συνολικά 428,58 ευρώ. Με τις καταβολές της την 1/7 ποσού 0,59 ευρώ και στις 23/7 0,74 και 342,85 ευρώ, ήτοι συνολικά 344,18 ευρώ, η ανακόπτουσα εξόφλησε, με μικρή καθυστέρηση, μικρότερη των 90 ημερών, το ανεξόφλητο κεφάλαιο της προηγούμενης δόσης, το μεγαλύτερο μέρος ων τόκων της τρέχουσας δόσης, ενώ παρέμεινε ανεξόφλητο ολόκληρο το κεφάλαιο της τρέχουσας δόσης, μέρος του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, παρέμεινε ανεξόφλητο το ποσό των 219,54 [563,72 (428,58 + 135,14) – 344,18] ευρώ.

5) Την 1-8-2009, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 424,09 (207,43 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 2,96 ευρώ, ήτοι συνολικά 427,05 ευρώ. Με τις καταβολές της, στις 3/8 και τις 24/8 ποσού 342,41 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε, με μικρή καθυστέρηση, μικρότερη των 90 ημερών, το ανεξόφλητο ποσό τόκων και κεφαλαίου της προηγούμενης δόσης, μέρος των τόκων της τρέχουσας δόσης, ενώ παρέμεινε ανεξόφλητο ολόκληρο το κεφάλαιο της τρέχουσας δόσης. Συγκεκριμένα, παρέμεινε ανεξόφλητο το ποσό των 303,69 [646,1 (427,05 + 219,54) – 342,41] ευρώ.

6) Την 1-9-2009, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 422,71 (206,05 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 2,41 ευρώ, ήτοι συνολικά 425,12 ευρώ. Με τις καταβολές της, στις 18/9 ποσού 342,44 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε, με μικρή καθυστέρηση, μικρότερη των 90 ημερών, το ανεξόφλητο ποσό τόκων και κεφαλαίου της προηγούμενης δόσης, και μέρος των τόκων της τρέχουσας δόσης, ενώ παρέμεινε ανεξόφλητο ολόκληρο το κεφάλαιο της τρέχουσας δόσης. Συγκεκριμένα, παρέμεινε ανεξόφλητο το ποσό των 386,37 [728,81 (425,12  + 303,69) – 342,44] ευρώ.

7) Την 1-10-2009, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 421,32 (204,66 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 3,11 ευρώ, ήτοι συνολικά 428,23 ευρώ. Με τις καταβολές της, την 1/10 και στις 23/10 ποσού 340,56 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε με μικρή καθυστέρηση, μικρότερη των 90 ημερών, το ανεξόφλητο ποσό τόκων και μέρος του κεφαλαίου της προηγούμενης δόσης, οφείλοντας ολόκληρο το τρέχον τοκοχρεωλύσιο. Συγκεκριμένα, παρέμεινε ανεξόφλητο το ποσό των 45,81 [386,37 – 340,56) ευρώ από το κεφάλαιο της προηγούμενης (6ης) δόσης.

8) Την 1-11-2009, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 419,91 (203,25 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 0,01 ευρώ, ήτοι συνολικά 419,92 ευρώ. Με τις καταβολές της, στις 30/10 και 2/11 ποσού 2,50 ευρώ συνολικά, παρέμεινε ανεξόφλητη ολόκληρη η τρέχουσα (8η) και η προηγούμενη (7η) δόση, καθώς και μέρος του κεφαλαίου της 6ης δόσης (καταβλητέας 1-9-2009), απομένοντας υπόλοιπο  ύψους 43,31 ευρώ.

9) Την 1-12-2009, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 418,49 (201,83 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 10,05 (7,07+ 2,98) ευρώ, ήτοι συνολικά 428,54 ευρώ. Με τις καταβολές της, στις 22/12, ποσού 350 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε με καθυστέρηση, μεγαλύτερη των 90 ημερών, το ανεξόφλητο ποσό κεφαλαίου της 6ης δόσης (43,31), και με καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, μέρος του ανεξόφλητου ποσού τόκων της 7ης δόσης (1/10). Συγκεκριμένα, παρέμεινε ανεξόφλητο το ποσό των  121,54 [471,54 (428,23 + 43,31) –350] ευρώ, που αντιστοιχεί σε μέρος του κεφαλαίου της 7ης δόσης καθώς και η 8η και 9η δόση (1/11 και 1/12), με καθυστέρηση μικρότερη επίσης των 90 ημερών.

10) Την 1-1-2010, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 417,05 (200,39 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 4,96 ευρώ, ήτοι συνολικά 422,01 ευρώ. Με την καταβολή στις 26/1, ποσού 243 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε με καθυστέρηση, μεγαλύτερη των 90 ημερών, το ανεξόφλητο ποσό κεφαλαίου της 7ης δόσης (121,54), και με καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, μέρος του ανεξόφλητου ποσού τόκων της 8ης δόσης (1/11). Συγκεκριμένα, εξόφλησε μέρος των τόκων της 8ης δόσης, ύψους 121,46 (243- 121,54) ευρώ, παραμένοντας ανεξόφλητο το απομένον ποσό τόκων, το κεφάλαιο και ολόκληρο το τοκοχρεωλύσιο της 9ης και 10ης δόσης, με καθυστέρηση μικρότερη επίσης των 90 ημερών.

11) Την 1-2-2010, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 415,6 (198,94 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 0,25 ευρώ, ήτοι συνολικά 415,85 ευρώ. Με την καταβολή την 1/2, ποσού 100 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε τους τόκους και μέρος του κεφαλαίου της 8ης δόσης (1/11/2009) με καθυστέρηση, μεγαλύτερη των 90 ημερών,  απομένοντος υπόλοιπου κεφαλαίου 198,45 [298,45 (419,92 – 121,46) -100] ευρώ, καθώς και ολόκληρα τα επόμενα τοκοχρεωλύσια, με καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών.

12) Την 1-3-2010, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 414,13 (197,47 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 11,5 (0,04 + 11,46) ευρώ συνολικά, ήτοι συνολικά 425,83 ευρώ. Με τις καταβολές στις 23/3, ποσού 343 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε το κεφάλαιο της 8ης δόσης (1/11/2009) και μέρος των τόκων της 9ης δόσης (1/12/2009) με καθυστέρηση, μεγαλύτερη των 90 ημερών,  παραμένοντας ανεξόφλητο μέρος των τόκων και το κεφάλαιο της 9ης δόσης, ύψους 283,99 [428,54 -144,55 (343-198,45)] με όμοια καθυστέρηση, καθώς και ολόκληρα τα επόμενα τοκοχρεωλύσια, με καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών.

13) Την 1-4-2010, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 412,65 (195,99 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 12,03 (0,14 + 11,89) ευρώ συνολικά, ήτοι συνολικά 424,68 ευρώ. Με τις καταβολές στις 26/4, ποσού 180 ευρώ συνολικά, η ανακόπτουσα εξόφλησε τους τόκους και μέρος του κεφαλαίου της 9ης δόσης (1/12/2009)  με καθυστέρηση, μεγαλύτερη των 90 ημερών, παραμένοντας ανεξόφλητο μέρος αυτού, ύψους 103,99 (283,99 -180) ευρώ με την ίδια καθυστέρηση, καθώς και ολόκληρα τα επόμενα τοκοχρεωλύσια, με καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών.

14) Την 1-5-2010, το τοκοχρεωλύσιο ανερχόταν σε 411,15 (194,49 + 216,66) ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 2,19 ευρώ, ήτοι συνολικά 413,34 ευρώ. Με την καταβολή στις 25/5, ποσού 100 ευρώ, η ανακόπτουσα εξόφλησε κατά το μεγαλύτερο μέρος το κεφάλαιο της 9ης δόσης (1/12/2009) απομένοντας υπόλοιπο 3,99 ευρώ, με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, παραμένοντας ανεξόφλητα τα τοκοχρεωλύσια της 10ης και 11ης δόσης με την ίδια καθυστέρηση και της 13ης και 14ης δόσης με καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών.

Ακολούθως, η καθής, με την από 8-6-2010 απευθυνόμενη προς την ανακόπτουσα επιστολή της, που επιδόθηκε σε αυτήν στις 14-6-2010 (σχετ. η υπ’αριθμ. …….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….) κατήγγειλε τη σύμβαση, λόγω των υφιστάμενων ληξιπρόθεσμων οφειλών της, συνολικού ποσού, κατά την 26-5-2010, 19.814,36 ευρώ, το οποίο την κάλεσε να της καταβάλει άμεσα, ασκώντας το προαναφερθέν συμβατικό δικαίωμά της. Εγκύρως, συνεπώς, εχώρησε καταγγελία της σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, υπήρξαν περισσότερες καταβολές που έλαβαν χώρα με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών. Αντιθέτως, η ανακόπτουσα δεν απέδειξε απόσβεση των επιμέρους οφειλών της με καταβολές στον προσήκοντα τόπο και χρόνο (ΑΠ 314/2013, ΑΡΜ 2014/80, ΑΠ 1523/2011 ΧΡΗΔΙΚ 2012.175, ΕφΑθ 5484/2006 ΝΟΒ 2007/2067), που συνέπιπταν κατά ποσότητα και ποιότητα με τις οφειλόμενες (ΑΠ 314/2013, ΕφΑθ 5484/2016 ό.π). Παράλληλα, η κατά τον όρο 7.4  αποστολή από την καθής προς την ανακόπτουσα επιστολής με αναλυτική περιγραφή της οφειλής της, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, κατά τον χρόνο της καταγγελίας, δεν ανάγεται σε προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής, αλλά πρόκειται περί παρεπόμενης υποχρέωσής της, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, για την παράβαση της οποίας η ανακόπτουσα δεν επικαλείται βλάβη,  με δεδομένο μάλιστα ότι καθ’όλη τη διάρκεια της πίστωσης ελάμβανε λογαριασμούς από την καθής με τους οποίους ενημερωνόταν αναλυτικά για το ύψος της οφειλής της από τη σύμβαση. Επομένως, κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού σημειωθεί ότι η ανακόπτουσα, για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσής της, προβάλλει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας για τον επιπλέον λόγο ότι η καθής όφειλε, δεδομένου του χαμηλού εισοδήματός της και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, να ανεχθεί εύλογη καθυστέρηση, κατ’απόκλιση των συμφωνηθέντων, υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς καθυστέρηση εκ μέρους της άνω των 90 ημερών. Επιχειρεί δηλαδή να θεμελιώσει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας σε –εν μέρει-διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, συνεπώς, ο λόγος αυτός, κατά το συγκεκριμένο σκέλος του, αποτελεί, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε,  λόγο ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και όχι λόγο έφεσης της εκκαλουμένης απόφασης και ως εκ τούτου απαραδέκτως προτείνεται.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη επί αυτής (ΑΠ 1861/2011, ΕφΠειρ 163/2013, ΕφΘεσ (Μον) 1401/2017, ΕφΠειρ (Μον) 369/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)  πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι (ΕφΔωδ (Μον) 1/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ώστε να είναι δυνατόν, ο μεν καθου η ανακοπή να αμυνθεί κατ΄ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (ΕφΘεσ 166/2017 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), μπορούν δε να αφορούν, κατά τα προεκτεθέντα, είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, είτε την απαίτηση για την οποία αυτή εκδόθηκε. Συνεπώς, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής, οι οποίοι αφορούν στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα κατ’ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του, και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της (ΕφΘεσ 166/2017, ΕφΘεσ (Μον)1401/2017, ό.π, ΕφΠειρ (Μον) 37/2016 ΔΕΕ 2016.373).

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί οι περιλαμβανόμενοι στους Γ.Ο.Σ της επίδικης δανειακής σύμβασης όροι, που διατυπώθηκαν μονομερώς από την καθής η ανακοπή και προβλέπουν : α/ υπερημερία της ανακόπτουσας χωρίς προηγούμενη όχληση ή προειδοποίηση, κατά παράβαση του άρθρου 340 του ΑΚ, β/ μονομερή καθορισμό του επιτοκίου από την καθής, γ/ εκτοκισμό των τόκων και ανατοκισμό αυτών ανά εξάμηνο. Ο λόγος αυτός, όπως κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι αόριστος καθώς δεν αναφέρονται οι συνέπειες της ύπαρξης των επικαλούμενων καταχρηστικών και τυχόν παράνομων όρων στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού, και, επιπλέον, δεν προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά της διαταγής πληρωμής που προσβάλλονται, ώστε μόνον κατ’ αυτά τα ποσά να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής (ΕφΔυτΜακ 73/2015, Αρμ 2016.98, ΕφΘεσ (Μον)  1271/2015, Αρμ 2016.1352). Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο η ανακόπτουσα επαναφέρει τον παραπάνω λόγο της ανακοπής της, παραπονούμενη για την απόρριψή του, ελέγχεται ως αβάσιμος, ενώ κατά το μέρος που ισχυρίζεται ότι η ακυρότητα των όρων αυτών, συνεπάγεται ακυρότητα ολόκληρης της δανειακής σύμβασης, καθώς αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της, είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, αφού προτείνεται το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης.

Η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου-και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και απλού-λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο)-ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου απλό δοσοληπτικό- λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώτριας, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) (ΑΠ 84/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1421/2013, ΔΕΕ 2014.247, ΕφΔωδ 25/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της-με την εσφαλμένη αρίθμηση 2- η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι δεν είναι ορισμένο το χρηματικό ποσό που επιτάσσεται να καταβάλει με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, καθόσον στο προσκομιζόμενο για την έκδοσή της απόσπασμα του τηρηθέντος λογαριασμού, δεν υπάρχει χρονική λογιστική συνοχή, καθώς δεν απεικονίζεται σε αυτό η κίνησή του καθ’όλο το χρονικό διάστημα που λειτούργησε η δανειακή σύμβαση, δηλαδή από την έναρξη της κίνησής του, ενώ και τα αποσπάσματα αυτά καθεαυτά δεν αποτελούν έγραφα, που αποδεικνύουν την απαίτηση. Ο  λόγος αυτός με τον οποίο η ανακόπτουσα ουσιαστικά διατείνεται ότι η απαίτηση της καθής δεν αποδεικνυόταν από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, αφορά στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι για την έκδοσή της, κατ’άρθρο 623 του ΚΠολΔ, και με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη, κατά το σκέλος της που απέρριψε τον συγκεκριμένο λόγο της ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του. Σύμφωνα, ωστόσο, με όσα προεκτέθηκαν και την προηγηθείσα νομική σκέψη, το προσκομισθέν προς έκδοση της διαταγής πληρωμής απόσπασμα του δανειακού λογαριασμού, στον οποίο αποτυπωνόταν η κίνησή του από το άνοιγμά του μέχρι το οριστικό του κλείσιμο, λόγω της περιλαμβανόμενης στη σύμβαση ειδικής συμφωνίας, ότι τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθής, θα αποδεικνύουν πλήρως την οφειλή και γενικά τις χρεώσεις και πιστώσεις του δανειακού λογαριασμού, ως έγκυρης δικονομικής σύμβασης, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Συνεπώς,  ορθώς κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον συγκεκριμένο λόγο και, συνακόλουθα, ο παραπάνω λόγος της έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού σημειωθεί ότι κατά το σκέλος του με τον οποίο η ανακόπτουσα διατείνεται το πρώτον,  ότι το προσκομιζόμενο από την καθής απόσπασμα των βιβλίων της για την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, δεν είχε επικυρωθεί με τον προσήκοντα τρόπο, και ότι δεν υπάρχει έγγραφη αναγνώριση του καταλοίπου εκ μέρους της, της συμβατικής πρόβλεψης περί σιωπηρής αναγνώρισης του καταλοίπου του τηρηθέντος λογαριασμού, ούσας ανίσχυρης, που δεν προτάθηκαν με λόγο της ανακοπής, ο ίδιος λόγος τυγχάνει απαράδεκτος.

Με τον τέταρτο-εσφαλμένως αριθμηθέντα ως τρίτο-λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν αποδεικνύετο από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, λόγω της ακυρότητας της δανειακής σύμβασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό, ορθώς ως αόριστο, εφόσον δεν εκτίθετο σε τί συνίστατο η επικαλούμενη ακυρότητα, συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο η ανακόπτουσα παραπονείται για την απόρριψή του, είναι αβάσιμος.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626 § 2, 627 εδ. γ’, 630 και 631 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, εκτός από άλλα στοιχεία, να αναφέρει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, η σχέση από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μην δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενο της, ως προς την αιτία της πληρωμής, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1579/2013, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 366/2017, ΔΕΕ 2017.538, ΕφΘεσ(Μον) 1401/2017, ό.π, ΕφΔωδ(Μον) 7/2017 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, επί διαταγής πληρωμής, με την οποία ειδικότερα διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο από την κίνηση λογαριασμού, που τηρήθηκε στα πλαίσια σύμβασης χορήγησης δανείου από την αιτούσα δανείστρια τράπεζα στον οφειλέτη (καθού η διαταγή πληρωμής) και έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητά της, ως προς την αιτία της πληρωμής, να αναφέρεται σε αυτή, έστω και συνοπτικά, ότι το ποσό του οποίου διατάσσεται η πληρωμή, αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του καθού αυτή εκδίδεται οφειλέτη, που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν και η κίνηση των πιστωχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού αυτού, από την αντιπαραβολή των οποίων, κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο (ΕφΔωδ 12/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 366/2017, ΕφΘεσ(Μον) 1401/2017 ό.π).

Με τον πέμπτο-εσφαλμένως αριθμηθέντα ως τέταρτο-λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι από το κείμενο της διαταγής πληρωμής δεν προκύπτει με σαφήνεια ο τρόπος καθορισμού του φερόμενου ως οφειλομένου ποσού και δεν αιτιολογείται πώς αυτό διαμορφώθηκε, συνεπώς, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της, βάλλει κατά της τυπικής εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής, λόγω μη αναγραφής της αιτίας της πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον παραπάνω λόγο ως αβάσιμο, διότι από την επισκόπηση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι σε αυτήν μνημονεύονται, όλα τα απαιτούμενα κατά νόμον στοιχεία, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και κυρίως η αιτία της πληρωμής, συνοπτικά, δηλαδή η υπ’αριθμ. …….. δανειακή σύμβαση, η από 8-6-2010 καταγγελία αυτής και το από 7-7-2010 απόσπασμα του υπ’αριθμ. …… τηρηθέντος συναφώς λογαριασμού, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση της πίστωσης από την έναρξη μέχρι την καταγγελία της.

Με τον έκτο-αριθμηθέντα ως πέμπτο- λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα επικαλείται ακυρότητα της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, διότι με αυτήν διατάσσεται εξάμηνος ανατοκισμός τόκων, που αφορούν στο χρονικό διάστημα μετά την καταγγελία της σύμβασης και το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, αλλά και της προσβαλλομένης επιταγής προς πληρωμή, αφού με αυτήν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση για κονδύλια που προκύπτουν από παράνομο ανατοκισμό τόκων, με αποτέλεσμα να υφίσταται βλάβη. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα και στο δεύτερο λόγο της ανακοπής και της έφεσης, καθώς δεν παρατίθενται τα επιμέρους κονδύλια της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση που προέρχονται από παράνομο ανατοκισμό τόκων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση με την αυτή αιτιολογία, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η ανακόπτουσα παραπονείται για την απόρριψή του, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού, που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία άλλωστε θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΕφΔωδ 7/2017, ό.π, ΕφΛαμ 159/2011 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 379/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.83). Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή της ανακρίβειας των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Εξάλλου, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, καθόσον το μεν κεφάλαιο είναι δεδομένο, τα δε νόμιμα επιτόκια είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και, επομένως, το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΠατρ 379/2008  ό.π, ΕφΠατρ 1083/2006, ΑΧΑΝΟΜ 2007.401). Επίσης, οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ενστάσεως του οφειλέτη (ΕφΠατρ 379/2008, ΕφΠατρ 1083/2006 ό.π). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό (ΕφΠατρ 379/2008, ΕφΠατρ 1083/2006 ό.π). Επιπλέον, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία για την πληρότητα του σχετικού περί εξόφλησης ισχυρισμού, αλλά και του αιτιολογικού της απόφασης, που δέχεται τον ισχυρισμό αυτόν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής (ΑΠ 1781/2014, ΑΠ 1881/2014  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής της-άλλως πρώτο λόγο που αφορά την επιταγή προς εκτέλεση-που επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο εφέσεως, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη από 15-12-2010 επιταγή προς πληρωμή, εγγραφείσα παρά πόδα αντιγράφου του εκτελεστού απογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, είναι αόριστη, αφού περιγράφει ασαφώς την απαίτηση, δεν μνημονεύονται σε αυτήν οι εκ μέρους της καταβολές, που έλαβαν χώρα μετά την καταγγελία της σύμβασης, δεν προσδιορίζεται το ποσό των τόκων υπερημερίας ούτε και η περιοδικότητα του ανατοκισμού. Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, σ’ αυτήν περιέχονται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγείται, ήτοι σύντομη αναφορά του οφειλόμενου ποσού, των τόκων και των εξόδων. Ειδικότερα, αναφέρεται το κεφάλαιο, ποσού 19.390,54 ευρώ, ότι αυτό οφείλεται εντόκως από την επομένη της επιδόσεως της καταγγελίας και μέχρι την εξόφληση με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, καθοριζόμενο στο ποσοστό του 15 %, η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ύψους 830 ευρώ, τα έξοδα για λήψη απογράφου και αντιγράφου, ύψους 3,65 ευρώ, η αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής ύψους 50 ευρώ, και για την επίδοση αυτής, ύψους επίσης 50 ευρώ,  και γίνεται μνεία ότι όλα τα ποσά πλην του κεφαλαίου και των τόκων, οφείλονται εντόκως από την επομένη της επιδόσεώς  της (επιταγής) μέχρι την εξόφληση. Η μη παράθεση του ποσού των τόκων δεν καθιστά την επιταγή αόριστη, καθώς ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος συμβατικού επιτοκίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απομένει δε η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού για την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της συμβάσεως μέχρι την εξόφληση της επιταγής. Παράλληλα, δεν απαιτείτο παράθεση στο κείμενο της επιταγής των τυχόν καταβολών της ανακόπτουσας. Επιπλέον, το σκέλος του συγκεκριμένου λόγου με το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση εξόφλησης (άρθρο 416 του ΑΚ), είναι αόριστο, σύμφωνα με την παραπάνω σχετική σκέψη, αφού δεν αναφέρονται, οι τυχόν καταβολές που κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας έλαβαν χώρα ως και το ποσό αυτών. Τέλος, η αιτίαση περί μη αναγραφής στην επιταγή της περιοδικότητας του ανατοκισμού στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού δεν γίνεται μνεία στο κείμενό της περί τόκων τόκων, παρά μόνον για τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας όμοια, σωστά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, συνεπώς, πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που απέρριψε την ανακοπή κατά τα προεκτεθέντα, με εν μέρει ελλιπή ή διαφορετική αιτιολογία, που  συμπληρώνεται και αντικαθίσταται αντίστοιχα, κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ, από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (ΕφΠειρ 189/2015, ΕφΑθ 1427/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την ανακόπτουσα και έτσι, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί ακολούθως η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, λόγω της ήττας της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, 63 § 2 του ν.4194/2013 σε συνδυασμό με το παράρτημα στο άρθρο 166 του ίδιου νόμου).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 24-9-2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……..) έφεση της ανακόπτουσας, κατά της υπ’αριθμ. 2142/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά αυτήν και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις    30 -8-2018.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ