ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 244/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……………..» και το διακριτικό τίτλο «…………….», που εδρεύει στην …………., επί της συμβολής των οδών …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθμό φορολογικού μητρώου [ΑΦΜ] …………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Χαρίσης και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………….., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Ανδρουλάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ……………. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../20.7.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3809/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 7.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../7.7.2023 έφεσή της και ο ενάγων με την από 12.12.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../12.12.2023 δική του έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου – εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) η από 7.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./7.7.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……../7.7.2023 έφεση της εκκαλούσας – εναγόμενης [Α΄ έφεση] και β) η από 12.12.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/12.12.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………./18.12.2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 3809/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 9.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../20.7.2021 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 13.12.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.
ΙΙ. Με την αγωγή του ο ενάγων ……………….. ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία δύο [2] επιβατηγών (Ε/Γ) – υδροπτέρυγων ακτοπλοϊκών πλοίων, τύπου καταμαράν, Φ6 και Φ5, ολικής χωρητικότητας τετρακοσίων ενενήντα τριών κόρων και εβδομήντα επτά εκατοστών (493,77 κ.ο.χ.) και τετρακοσίων ενενήντα έξι κόρων και είκοσι ενός εκατοστών (496,21 κ.ο.χ.) αντίστοιχα, ναυτολογήθηκε σε καθένα από αυτά κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα με την ειδικότητα του τρίτου (Γ΄) μηχανικού, αντί των προβλεπόμενων από την συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στα ίδια πλοία, που εκτελούσαν καθημερινώς ακτοπλοϊκά δρομολόγια, εργαζόμενος ημερησίως, ανά διαστήματα, επί δέκα τέσσερις (14) ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 1.10.2018 έως 6.10.2020, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με την εναγόμενη, τύποις μεν με αμοιβαία συναίνεση, στην πραγματικότητα όμως κατόπιν καταγγελίας της από τον πλοίαρχο χωρίς να έχει συντρέξει δικό του παράπτωμα και χωρίς να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο του προβλεπόμενου στη ΣΣΝΕ αντιτίμου τροφής αλλά και των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2019 και 2020, τα οποία δικαιούται, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και, επικουρικώς, των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατά συγκεκριμένο ποσοστό [3/4] εκάστου αγωγικού κονδυλίου, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των εξήντα τριών χιλιάδων εκατόν πενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (63.152,75 €) για το ως άνω αντίτιμο, για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και επιδομάτων εορτών, ως και για αποζημίωση απολύσεως, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, κατά τα επίδικα επιμέρους χρονικά διαστήματα, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του συνολικώς καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (12.696,25 €) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην καταβολή δεκαπέντε χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτών (15.452,70 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων και ως αποζημίωση απολύσεως, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά τις αναφερόμενες στο διατακτικό της εκκαλουμένης διακρίσεις, ενώ απορρίφθηκαν, αφενός μεν, η επικουρική βάση της αγωγής ως νομικά ανεπέρειστη, όπως και το αίτημα καταβολής του συνόλου του φερόμενου ως οφειλόμενου αντιτίμου τροφής, από το οποίο πάντως ο ενάγων είχε ήδη με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις του, απαραδέκτως μεν κατά τα άρθρα 224 εδαφ. β΄, 294 εδαφ. α΄, 295 § 1 εδαφ. α΄ και 297 ΚΠολΔ, πλην όμως ρητώς, παραιτηθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφετέρου δε, οι ισχυρισμοί της εναγόμενης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής και περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση του χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (5.873,38 €), που έλαβε ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ως αβάσιμοι, ο μεν πρώτος κατά το νόμο, ο δε δεύτερος κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Α΄ έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
ΙΙΙ. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τις με αριθμούς ……/24.1.2022 και ………./25.5.2022 δύο [2] ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς η πρώτη και του Συμβολαιογράφου Καλαυρίας [Πόρου] ………….. η δεύτερη, βεβαιώσεις του …………… και της …………….., αντίστοιχα, από τους οποίους ο πρώτος, τυγχάνει ναυτικός και φίλος του ενάγοντος, του οποίου τις συνθήκες εργασίας γνωρίζει επειδή και ο ίδιος απασχολήθηκε «κατά τον ίδιο περίπου χρόνο» σε άλλο πλοίο ελλιμενιζόμενο στην ίδια προβλήτα του λιμένα του Πειραιώς, ενώ η δεύτερη με την ειδικότητα της πλοιοσυνοδού συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο (Ε/Γ) Φ6 για μικρό μέρος του ενδίκου χρονικού διαστήματος και, συγκεκριμένα, κατά τη περίοδο από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2018 έως και το μήνα Ιανουάριο του επομένου έτους 2019, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του (βλ. τις υπ’ αριθμ. …………./19.1.2022 και …………../20.5.2022 αντίστοιχες επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………………) και οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω. Από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθμ. ……/1.4.2022 ένορκη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση του ……………., πλοιάρχου των συγκεκριμένων πλοίων, που λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό ………./28.3.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., διότι η εναγόμενη, που την επικαλείται, δεν προσκομίζει το σώμα της, αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος ………….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, γεννηθέντος το έτος 1958, κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου της Α΄ ναυτικής περιφέρειας και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας των πιο κάτω δύο [2] υπό ελληνική σημαία επιβατηγών (Ε/Γ) υδροπτέρυγων ακτοπλοϊκών πλοίων, τύπου καταμαράν, ο ενάγων απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού στα πλοία αυτά κατά τη χρονική περίοδο από 8.10.2018 έως και 6.10.2020. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στον Πειραιά και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο πλοίο Φ6, που είναι νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής 11.345, έχει ολική χωρητικότητα τετρακόσιους ενενήντα δύο κόρους και εβδομήντα επτά εκατοστά (492,77 κ.ο.χ.) και φέρει το διεθνές διακριτικό σήμα …………. και αριθμό ΙΜΟ …….., μέχρι την 3η.3.2019, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Επαναπροσλήφθηκε δε στο ίδιο πλοίο και στον ίδιο λιμένα στις 22.3.2019 και απασχολήθηκε σ’ αυτό με την ίδια ειδικότητα έως τις 27.5.2019, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο λιμένα του Πειραιώς, επειδή μετατέθηκε στο επιβατηγό (Ε/Γ) υδροπτέρυγο πλοίο Φ5, που είναι νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής 11.350, έχει ολική χωρητικότητα τετρακόσιους ενενήντα έξι κόρους και είκοσι ένα εκατοστά (496,21 κ.ο.χ.) και φέρει το διεθνές διακριτικό σήμα SΥ5393. Στο πλοίο αυτό ναυτολογήθηκε στον Πειραιά την επομένη (28.5.2019) και απασχολήθηκε μέχρι τις 30.1.2020, οπότε μετατέθηκε ξανά στο Ε/Γ πλοίο Φ6, στο οποίο απασχολήθηκε μέχρι τις 2.2.2020, οπότε επαναμετατέθηκε στο Ε/Γ πλοίο Φ5. Στο πλοίο αυτό απασχολήθηκε μέχρι τις 6.10.2020, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς «αμοιβαία συναινέσει», όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Για τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας (δεν αμφισβητείται ότι) τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τα αντίγραφα τριών [3] από αυτές (των πρώτης, δεύτερης και έκτης), τα οποία προσκομίζει η εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων πέντε ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (3.505,51 €). Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν και όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (1.1.2019 έως 6.10.2020) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε η από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους, οι οποίοι και την επικαλούνται. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β΄ και γ΄ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν και σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 §§ 2, 13, 14, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 της ΣΣΝΕ, οι ελάχιστες (νόμιμες) αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα επτά ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (3.167,31 €) συνολικά, καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του Γ΄ μηχανικού ορίστηκε σε χίλια πεντακόσια τριάντα ένα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (1.531,69 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια τριάντα έξι ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά (336,97 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,18 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,18 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €), οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια είκοσι τέσσερα ευρώ και εξήντα λεπτά {[(1.531,69 € + 336,97 € : 22) = 84,93 € + 19,98 € =] 104,91 € Χ 5 ημέρες = 524,60 €}, το ειδικό μηνιαίο επίδομα Γ΄ μηχανικού σε τριάντα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά (30,79 €) και το ειδικό μηνιαίο επίδομα εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενέργειας για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση σωληνουργικών εργασιών σε εκατόν επτά ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (1.531,69 € Χ 7% = 107,22 €), το δε ωρομίσθιο της εν λόγω ειδικότητας καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (8,85 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε ένδεκα ευρώ και έξι λεπτά (11,06 €) και σε δεκατρία ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (13,28 €) αντίστοιχα. Επομένως, οι συνολικές ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος υπολείπονταν του συμβατικού μισθού του, ο οποίος, υπό την έννοια αυτή, ήταν «κλειστός» και συνομολογήθηκε εγκύρως (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΜονΕφΠειρ. 202/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69), ανεξαρτήτως του ότι ο ενάγων δεν επιδιώκει την καταβολή του υπολοίπου των συμβατικών αποδοχών του αλλά ενάγει με βάση τη ΣΣΝΕ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 138 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α΄ 158/1960), όταν το πλοίο ταξιδεύει («εν πλω») το προσωπικό μηχανής, στο οποίο εντάσσεται και ο Γ΄ μηχανικός κατανέμεται σε φυλακές (βάρδιες) με τη μέριμνα του Α΄ μηχανικού. Κατά δε το άρθρο 85 του ιδίου ΒΔ, στα γενικά καθήκοντα του Γ΄ μηχανικού περιλαμβάνεται η εκτέλεση των φυλακών και κάθε άλλης εργασίας που είναι σχετική με το αντικείμενο της ειδικότητάς του και του ανατίθεται από τους ανωτέρους του αξιωματικούς, ενώ κατά το σχετικό με τις υποχρεώσεις του όταν εκτελεί υπηρεσία αξιωματικού φυλακής μηχανής άρθρο 139 προβλέπεται ότι αυτός τελεί υπό τον έλεγχο και τις διαταγές του Α΄ μηχανικού και είναι επιφορτισμένος με τη φροντίδα εν γένει των μηχανών και της κανονικής λειτουργίας τους και, ως προς τα ειδικότερα καθήκοντά του ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι « … β) … αφ’ ης … παραλάβει [την φυλακήν] απαγορεύεται απολύτως εις τούτον να απομακρυνθή του μηχανοστασίου διαρκούσης της φυλακής του, είτε εν ημέρα είτε εν νυκτί, εκτός εάν αναπληρωθή αδεία του Α΄ Μηχανικού ή αντικατασταθή κανονικώς, γ) παρακολουθεί με εντεταμένην προσοχήν την λειτουργίαν των μηχανών και λοιπών μηχανημάτων και των λεβήτων, επιμελείται της λιπάνσεως αυτών, μεριμνά περί της διατηρήσεως της οριζομένης ατμοθλίψεως και του αριθμού των διατασσομένων στροφών, εκτελεί αμέσως τα εκ της γεφύρας μεταβιβαζόμενα παραγγέλματα χειρισμού των μηχανών και εποπτεύει την μεταφοράν της καυσίμου ύλης, δ) εκτελεί πάσαν σχετικήν προς τα καθήκοντά του εντολήν διδομένην εκ της γεφύρας και ειδοποιεί πάραυτα περί τούτου ως και εν περιπτώσει ανωμαλίας τινός τον Α΄ Μηχανικόν και διά τούτου τον Αξιωματικόν φυλακής γεφύρας, απαγορευομένης εις αυτόν αυστηρώς της μετατροπής του χειρισμού της μηχανής άνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως του Πλοιάρχου ή του Αξιωματικού φυλακής γεφύρας, εκτός εις περιπτώσεις κατεπειγούσης ανάγκης….». Επιπλέον, στο άρθρο 149 του ιδίου ΒΔ ορίζεται ότι μετά την αγκυροβολία και την ασφαλή όρμιση ή παραβολή του πλοίου η υπηρεσία φυλακής μηχανής εν όρμω δεν αναστέλλεται εάν το πλοίο πρόκειται να αποπλεύσει αυθημερόν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μετά τον κατάπλου και τη διακοπή λειτουργίας των μηχανών το προσωπικό του μηχανοστασίου απασχολείται με τον καθαρισμό τους. Εξάλλου, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα τα πλοία στα οποία ναυτολογήθηκε ο ενάγων ήταν ενταγμένα σε ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσαν καθημερινά δρομολόγια από Πειραιά προς Πόρτο Χέλι μέσω ενδιάμεσων λιμένων με επιστροφή στην αφετηρία, εκτός από τα διαστήματα από 1.1.2019 – 3.3.2019, 22.3.2019 – 14.4.2019 και 1.1.2020 – 12.4.2020, κατά τα οποία τα πλοία ακινητούσαν και επ’ αυτών εκτελούνταν εργασίες συντηρήσεως. Όταν τα πλοία εκτελούσαν δρομολόγια, ξεκινούσαν συνήθως στις 10:00 από τον Πειραιά για Πόρο, Ύδρα, Ερμιόνη, Σπέτσες με κατάληξη στο Πόρτο Χέλι, από όπου απέπλεαν για την εκτέλεση του αντίστροφου δρομολογίου και την επιστροφή στον αφετήριο λιμένα στις 17:30 – 18:00 το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Τα δρομολόγια τροποποιούνταν κατά τις Παρασκευές, τα Σάββατα και τις Κυριακές, οπότε περιελάμβαναν προσεγγίσεις των πλοίων και στο Αγκίστρι. Ειδικότερα, τις Παρασκευές μετά την εκτέλεση δρομολογίου προς Ερμιόνη, Σπέτσες, Πόρο και Ύδρα και την επιστροφή στον Πειραιά στις 17:30 – 18:00, ακολουθούσε αναχώρηση από εκεί προς το Αγκίστρι στις 19:00 και επιστροφή στις 21:00 περίπου. Τα Σάββατα τα δρομολόγια περιελάμβαναν απόπλου στις 09:00 προς Αίγινα και Αγκίστρι με επιστροφή στον Πειραιά στις 11:00 και νέα αναχώρηση από εκεί στις 20:00 για Πόρο, Ύδρα, Ερμιόνη, Πόρτο Χέλι, στο λιμένα του οποίου γινόταν κατάπλους στις 23:30 περίπου και ακολουθούσε διανυκτέρευση. Το επόμενο δρομολόγιο εκκινούσε από το Πόρτο Χέλι στις 05:50 το πρωί της Κυριακής με προορισμό τον Πειραιά, όπου τα πλοία κατέπλεαν περίπου στις 09:30, αφού ενδιαμέσως είχαν αποεπιβιβάσει επιβάτες στις Σπέτσες, την Ερμιόνη, την Ύδρα και τον Πόρο. Για την εκτέλεση του δεύτερου δρομολογίου της Κυριακής κάθε πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά περίπου στις 17:00 το απόγευμα όπου και επέστρεφε, στις 19:00, αφού προηγουμένως προσέγγιζε διαδοχικά σε Αίγινα, Αγκίστρι, Αίγινα. Μετά από μία [1] ώρα, στις 20:00, κάθε πλοίο αναχωρούσε για το Πόρτο Χέλι, όπου, μέσω των λιμένων του Πόρου, της Ύδρας, της Ερμιόνης και των Σπετσών, κατέπλεε στις 23:30 για να διανυκτερεύσει και να αναχωρήσει ξανά το πρωί της Δευτέρας στις 06:00 για το αντίστροφο δρομολόγιο με κατάληξη στον Πειραιά. Κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του μηνός Μαΐου έως και τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2019 το Ε/Γ Φ5 εκτελούσε δρομολόγια σε ακτοπλοϊκή γραμμή των Σποράδων και, συγκεκριμένα, αναχωρούσε στις 06:10 κάθε ημέρα για Σκόπελο, Γλώσσα, Σκιάθο και Βόλο, όπου κατέπλεε στις 09:25, για να αποπλεύσει ξανά στις 13:30 με προορισμούς τη Σκιάθο, τη Γλώσσα, τη Σκόπελο και την Αλόννησο, όπου κατέφθανε στις 16:40 περίπου. Τα ανωτέρω, που κατά βάση έγιναν δεκτά από τη εκκαλουμένη, αποδεικνύονται εγγράφως και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία τα πλοία πραγματοποιούσαν δρομολόγια, ο ενάγων εκτελούσε όλα τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και προς τούτο προσερχόταν στον εκάστοτε λιμένα δύο [2] ώρες περίπου πριν την αναχώρηση του πλοίου, προκειμένου, όταν αυτή γινόταν από τον Πειραιά, να εποπτεύσει από κοινού με τον Α΄ μηχανικό την πετρέλευση και σε κάθε περίπτωση για να θέσει σε λειτουργία τους δύο [2] προωστήριους πετρελαιοκινητήρες εκάστου πλοίου αλλά και τις δύο [2] ηλεκτρομηχανές, που παρήγαγαν ηλεκτρικό ρεύμα απαραίτητο για το φωτισμό των χώρων αλλά και τη λειτουργία όλου του λοιπού μηχανικού εξοπλισμού του. Κατά τη διάρκεια των πλόων ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη της λειτουργίας των μηχανών και για το λόγο αυτό μετέβαινε στο μηχανοστάσιο κάθε τέταρτο της ώρας, προκειμένου να τις παρακολουθεί και να προβαίνει στις αναγκαίες ρυθμίσεις τους σύμφωνα με τις εντολές του προϊσταμένου του Α΄ μηχανικού, που βρισκόταν στη γέφυρα του πλοίου όπου ήσαν εγκατεστημένα τα απομακρυσμένα χειριστήρια των μηχανών. Στα μεσοδιαστήματα μεταξύ των δρομολογίων είχε νόμιμη υποχρέωση να βρίσκεται στο πλοίο για να επιβλέπει τις ηλεκτρομηχανές, που εξακολουθούσαν να λειτουργούν, επειδή επέκειτο ο επόμενος απόπλους του εντός της ιδίας ημέρας. Επομένως, η βάρδια του διαρκούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του δρομολογίου, που κατά μέσο όρο ήταν οκτάωρη ανά ημέρα. Μετά το πέρας των ημερήσιων δρομολογίων ο ενάγων συνέχιζε την εργασία του επί δίωρο περίπου ημερησίως κατά μέσο όρο, επειδή έπρεπε να επιμεληθεί της επισκευής τυχόν βλαβών που είχαν ανακύψει κατά τη διάρκειά τους και ακολούθως να θέσει εκτός λειτουργίας τις ηλεκτρομηχανές του πλοίου που εξακολουθούσαν να το ηλεκτροδοτούν μέχρι να ολοκληρωθεί αφενός η καθαριότητα των χώρων του από τα μέλη του πληρώματος της αντίστοιχης επιστασίας, που περατωνόταν εντός μίας [1] ώρας περίπου από την αγκυροβολία του και αφετέρου η διαδικασία των επισκευών, η διάρκεια της οποίας δεν ήταν πάντοτε σταθερή αλλά εξαρτημένη από τη φύση εκάστης βλάβης που απαιτούσε κατά περίπτωση ακόμα και τρίωρη απασχόληση. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του ενάγοντος ήταν αναγκαίο, προς εξυπηρέτηση της λειτουργίας των ως άνω πλοίων, να εργάζεται υπερωριακά κατά μέσο όρο επί τέσσερις (4) ώρες τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί δώδεκα (12) κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Β΄ έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον ταυτάριθμο (πρώτο) λόγο της Α΄ έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα πλοία ταξίδευαν με πλήρη σύνθεση πληρώματος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το ότι ο ενάγων δεν διατύπωνε επιφύλαξη ούτε αμφισβητούσε κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του που εξέδιδε η εργοδότριά του, όπως και τα εκεί αναγραφόμενα χρηματικά ποσά, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών του (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς η ανεπιφύλακτη αποδοχή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη αποδοχή τους ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του ιδίου (πρώτου) λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες και του επιδίκασε για την αιτία αυτή το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (19.447,92 €), δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει οι ερευνώμενοι λόγοι των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
ΙV. Η απόρριψη του πρώτου λόγου εκάστης εφέσεως συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα συνολικά τον τρίτο της Α΄ και τον δεύτερο λόγο της Β΄ έφεσης, με τους οποίους κάθε εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη για, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λανθασμένο υπολογισμό των εορταστικών επιδομάτων του ενάγοντος, επειδή προς τούτο, αντιστοίχως, είτε δεν λήφθηκαν υπόψη οι αυξημένες ώρες υπερωριακής απασχόλησής του, όπως εκτέθηκαν στην αγωγή είτε συνυπολογίστηκαν περισσότερες από τις πραγματικές ώρες υπερωρίας του. Και τούτο διότι η ουσιαστική έρευνά τους θα προϋπέθετε την παραδοχή των συναφών ισχυρισμών των διαδίκων, που όμως ήδη απορρίφθηκαν. Να σημειωθεί ότι οι αριθμητικοί υπολογισμοί της εκκαλουμένης, που οδήγησαν στην εξαγωγή του αποδεικτικού της πορίσματος και στην επιδίκαση στον ενάγοντα του συνολικού χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων εκατόν πενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (5.158,48 €) για την αιτία αυτή, δεν πλήττονται ως εσφαλμένοι.
V. Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, από εκείνους της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι. Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το εν λόγω πρόσθετο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελεύθερα ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί όμως να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις καταβαλλόμενες συμβατικές αποδοχές. Άλλως, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον συμψηφισμό του, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ο.π., ΑΠ 225/2002, ΕΕΔ 2003/1166 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 202/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326).
Εν προκειμένω, με το δεύτερο λόγο της Α΄ έφεσης η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος πέντε χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα τρία ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (5.873,38 €), που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως, όμως, προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και τις λοιπές των επιδίκων άτυπες συμβάσεις του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος είναι έγκυρος, αφού ο συμφωνημένος μισθός του ενάγοντος υπερτερούσε του συνόλου των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του. Ερμηνευόμενος, όμως, κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Άλλωστε, τα καταβληθέντα χρηματικά ποσά, πρώτον, στα εκκαθαριστικά σημειώματα πληρωμής των αμοιβών του τελευταίου έχουν καταχωρηθεί όχι υπό την ένδειξη «αμοιβή υπερωριών» αλλά ως «έκτακτες αμοιβές» και, δεύτερον, αντιστοιχούσαν, όπως ο ίδιος βασίμως υποστήριξε, στο αντάλλαγμα της εκτέλεσης εργασιών που του ανατέθηκαν λόγω της ειδικότητάς του για τις οποίες στο άρθρο 29 της ως άνω ΣΣΝΕ προβλέπεται ιδιαίτερη αμοιβή και οι οποίες («έξτρα εργασίες μηχανοστασίου») είναι υποχρεωτικές για τους αξιωματικούς της μηχανής. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος της Α΄ έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VI. Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1993, § 58, σελ. 209). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ. §60, σελ. 212 επομ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, εφόσον προηγήθηκαν οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η τελευταία σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε στις 6.10.2020 στο λιμένα του Πειραιώς με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου του Ε/Γ Φ5, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Με την αγωγή του ο ενάγων υποστήριξε ότι ο αναγραφόμενος εκεί λόγος ήταν προσχηματικός, καθώς στην πραγματικότητα η σύμβασή του λύθηκε κατόπιν καταγγελίας του από τον πλοίαρχο χωρίς δική του υπαιτιότητα, ενώ με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό διευκρίνισε ότι η εναγόμενη τον απέλυσε επειδή επιθυμούσε στη θέση του να προσλάβει νεότερο σε ηλικία ναυτικό, καθώς αρνήθηκε να τον επαναπροσλάβει παρότι προσήλθε και πάλι σε αναζήτηση εργασίας. Οι ισχυρισμοί του δεν είναι πειστικοί. Καταρχάς, ο ενάγων δεν εξηγεί γιατί συγκατατέθηκε στη λύση της σύμβασής του, αν γνώριζε ότι δεν επρόκειτο να επαναπροσληφθεί εξαιτίας της ηλικίας του και γιατί δεν αξίωσε να αναγραφεί στο ναυτικό του φυλλάδιο η αληθής αιτία της απολύσεώς του (καταγγελία της εναγομένης). Αν πάλι υποτεθεί ότι αγνοούσε τις προθέσεις της εργοδότριάς του θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τις αντιλήφθηκε μετά την άρνησή της να τον επαναπροσλάβει. Τέτοια άρνηση όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται. Πράγματι, οι ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιούντες δεν έχουν σχετικώς προσωπική αντίληψη και αναφέρουν μόνον ότι πληροφορήθηκαν από τον ίδιο, ενώ και ο τελευταίος δεν επικαλείται ότι ζήτησε εγγράφως την επαναναυτολόγησή του, όπως θα όφειλε να πράξει προκειμένου να ανατρέψει αποτελεσματικά την προαναφερθείσα εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν πείθεται το Δικαστήριο ότι ο ενάγων είχε πραγματική πρόθεση να εξακολουθήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα, δεδομένου ότι δεν επικαλείται ότι αναζήτησε απασχόληση σε άλλον εργοδότη, ώστε να μη μείνει άνεργος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, δεκτού καθισταμένου του συναφούς τέταρτου λόγου της Α΄ έφεσης, η εκκαλούμενη απόφασή του να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο επιδικάστηκε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (3.542,55 €). Μετά δε τη δικονομική αυτή εξέλιξη παρέλκει πλέον η έρευνα του τρίτου λόγου της Β΄ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για το ύψος της αποζημίωσης απολύσεως που του επιδικάστηκε πρωτοδίκως.
VII. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω υπό στοιχ. ΙV της παρούσας σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70).
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της ένδικης Α΄ έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε την όχλησε για την εξόφληση αξιώσεών του από την παροχή υπερωριακής εργασίας, ενώ παραλάμβανε τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης ως νομικά αβάσιμο, ορθώς έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της Α έφεσης είναι απορριπτέος.
VIII. Από το άρθρο 346 ΑΚ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, συνάγεται ότι επί επιδικάσεως ληξιπρόθεσμου χρηματικού χρέους ο οφειλέτης, ακόμα και αν δεν είναι υπερήμερος, καταδικάζεται σε πληρωμή τόκου, από την επίδοση της αγωγής (τόκου επιδικίας), υπολογιζόμενου με επιτόκιο κατά δύο [2] εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως αυτός ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία, το οποίο (αυξημένο επιτόκιο) είτε δεν εφαρμόζεται αν ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή του ή συμβιβαστεί εξωδίκως είτε παραμένει ως έχει αν δεν ασκήσει ένδικο μέσο άλλως προσαυξάνεται κατά μία [1] επιπλέον εκατοστιαία μονάδα. Οι ρυθμίσεις αυτές αποσκοπούν αμέσως στην επιβράβευση του οφειλέτη που αποφεύγει την αντιδικία και εμμέσως στον περιορισμό της άσκοπης και ανούσιας απασχόλησης των δικαστηρίων (ΑΠ 609/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιτείνουν δε την ευθύνη του οφειλέτη που είτε αμφισβητεί αβάσιμα την οφειλή του είτε, επιμένοντας στην αμφισβήτηση της ενοχής του παρά την ήττα του στον πρώτο βαθμό, παρατείνει τη δικαστική διένεξη. Προβλέπουν, όμως, και εξαιρέσεις, κατά τις οποίες το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου (ΑΠ 1465/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠερ. 162/2024, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο) και εκτιμώντας τις περιστάσεις, δύναται να επιδικάσει τόκο που δεν υπερβαίνει το ποσοστό του τόκου υπερημερίας. Κριτήριο (μοναδικό) για την εξαίρεση από την επιδίκαση του τόκου επιδικίας συνιστά το εύλογο της αντιδικίας (ΑΠ 375/2021, ΑΠ 1039/2021, ΑΠ 1207/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1114/2018, ΧρΙΔ 2019/597, ΑΠ 1059/2017, Ε7 2018/573), το οποίο συντρέχει ιδίως στις χρηματικές απαιτήσεις που επιδικάζονται κατ’ εύλογη κρίση, όπως λ.χ. στην περίπτωση των άρθρων 59 και 932 ΑΚ (ΜονΕφΑθ. 366/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όταν προβάλλεται ένσταση συμψηφισμού (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4055/2012), όταν το συνολικό αίτημα της αγωγής είναι υπερβολικό σε σχέση με το επιδικαζόμενο ποσό (ΜονΕφΑθ. 2615/2022 και 1682/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή όταν ο λόγος της αρνήσεως του εναγομένου δεν είναι προσχηματικός αλλά νόμιμος και η έρευνα της ουσιαστικής του βασιμότητας είναι για το δικαστήριο επιβεβλημένη, ανεξαρτήτως της τελικής ευδοκιμήσεώς του, επειδή και τότε ο εναγόμενος ευλόγως δεν αποδέχεται τις αγωγικές αξιώσεις αλλά αντιδικεί (ΑΠ 163/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 308/2019, ΧρΙΔ 2020/266).
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της Β΄ έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη επιδίκαση πρωτοδίκως των απαιτήσεών του με νόμιμους τόκους υπολογιζόμενους με το επιτόκιο υπερημερίας αντί του επιδικίας. Οι αιτιάσεις του είναι βάσιμες, δεδομένου ότι για την επιδίκαση νόμιμων τόκων υπερημερίας δεν είχε υποβληθεί αίτημα εκ μέρους της εναγομένης, όπως και η ίδια δεν αρνείται.
ΙΧ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει αμφότερες οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τον ως άνω ευδοκιμήσαντα λόγο εκάστης και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141, ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 133/2023, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, ΠειρΝ 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συστοίχως προς τις αγωγικές διακρίσεις, Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν πενήντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (6.151,60 €) και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των δεκαοκτώ χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα λεπτών (18.454,80 €), ως διαφορές αμοιβών υπερωριακής εργασίας και επιδομάτων δώρων εορτών, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (6.10.2020), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για όλα τα ως άνω κονδύλια, εκτός από το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (1.383,26 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2020 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2021 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές).
Χ. Κατόπιν αυτού παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α΄ έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, πλέον τόκων, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.
ΧΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις
Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων εκατόν πενήντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (6.151,60 €) με το νόμιμο τόκο επιδικίας από τις 7.10.2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου τριακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (345,82 €), που οφείλεται νομιμοτόκως από 1ης.1.2021.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα λεπτών (18.454,80 €) με το νόμιμο τόκο επιδικίας από τις 7.10.2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου χιλίων τριάντα επτά ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (1.037,44 €), που οφείλεται νομιμοτόκως από 1ης.1.2021.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Μαΐου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ