Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 253/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     253/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από το Γραμματέα Σ.Τ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στη ……., οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αργύριου Δήμοβιτς.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Υπό εκκαθάριση ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στη …….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τους εκκαθαριστές της – μέλη του τελευταίου διοικητικού της συμβουλίου …………. 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η πρώτη των καθ’ ων παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Τάτση Αγαμέμνωνα, ενώ η δεύτερη και οι τρίτη των καθ’ ων δεν παραστάθηκαν με πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσες

Η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 10-4-2024 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./11-4-2024 αίτησή της κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, με την οποία ζητεί τα σ’ αυτήν αναφερόμενα. Η άνω αίτηση προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για την παρούσα δικάσιμο, οπότε και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από τις με αριθμό …./12-4-2024 και …../12-4-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείου Πειραιά, ………….), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 10-4-2024 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/11-4-2024 αίτησης, με πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο,  επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων. Κατά την άνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της στο έκθεμα, οι ανωτέρω καθ’ ων δεν εμφανίστηκαν και πρέπει να δικασθούν ερήμην, η διαδικασία όμως θα προχωρήσει σα να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 686 παρ. 7 Κ.Πολ.Δ.).

2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 697 του Κ.Πολ.Δ, το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία μπορεί με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει, ολικά ή εν μέρει, την απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα. Ως κυρία υπόθεση θεωρείται εκείνη, αντικείμενο της οποίας είναι το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο. Με το ένδικο αυτό βοήθημα δεν άγεται προς κρίση ενώπιον του δικαστηρίου της κυρίας υπόθεσης η νομιμότητα του ασφαλιστικού μέτρου που έχει διαταχθεί και κατ’ επέκταση η ορθότητα της σχετικής απόφασης που εκδόθηκε, αλλά η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος αυτού και το δικαστήριο της κυρίας δίκης θα ελέγξει αν, κατά το χρόνο, κατά τον οποίο καλείται να αποφανθεί, θα διέτασσε το υπό ανάκληση ασφαλιστικό μέτρο, αν ήταν αρμόδιο προς τούτο. Ενώ όμως η διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα επιτρέπει στο δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του μόνο εάν έχει επέλθει μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της, δηλαδή αν έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα (το δικαίωμα ή η ιστορική ή νομική αιτία) στα οποία η απόφαση στηρίχθηκε, παρόμοια πρόβλεψη δεν υφίσταται στη διάταξη του άρθρου 697 Κ.Πολ.Δ. και κατά συνέπεια η ανακλητική αίτηση, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη νέων στοιχείων που δικαιολογούν την ανάκληση. Δηλαδή, η ανακλητική αίτηση ενώπιον του αρμοδίου για την κύρια υπόθεση δικαστηρίου μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο στη μεταβολή πραγμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, αλλά σε οποιαδήποτε νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, καθώς επίσης σε νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της αρχικής απόφασης, με την οποία διατάχθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα. Το δικαστήριο θα κρίνει με βάση τα προτεινόμενα, τυχόν, νέα γεγονότα και τα συνημμένα στο φάκελο της δικογραφίας, επί της κυρίας υποθέσεως, στοιχεία, που θα τεθούν υπόψη του (Εφ.Αθ. 1340/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το ν. 4335/2015 παρασχέθηκε εξαιρετικά στο αρμόδιο δικαστήριο και για όσο εκκρεμεί εκεί η κύρια υπόθεση, προς αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων, η δυνατότητα ολικής ή μερικής ανάκλησης ή μεταρρύθμισης και απόφασης απορριπτικής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Η υποβολή τέτοιας αίτησης στοχεύει στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τον εφεξής μόνο χρόνο, δηλαδή δεν ενεργεί αναδρομικά και κατ’ αυτή την έννοια η υποβολή ανακλητικής αίτησης ισοδυναμεί με υποβολή νέας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς όμως και να ταυτίζεται πλήρως μ’ αυτήν, διότι δεν είναι αναγκαίο να βασίζεται στη μεταβολή των συνθηκών έκδοσης της απορριπτικής απόφασης, αφού το δικαστήριο της κύριας δίκης μπορεί και χωρίς σχετική μεταβολή να ελέγξει για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα την απορριπτική απόφαση και αναλόγως να την ανακαλέσει ή να τη μεταρρυθμίσει. Περαιτέρω, το δικαστήριο της κύριας δίκης ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει χωρίς περιορισμούς απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον αυτή δεν είναι δική του απόφαση, διαφορετικά απαιτείται μεταβολή των πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό, δηλαδή ότι απαιτείται μεταβολή των πραγμάτων, και προκειμένου το δικαστήριο της κύριας δίκης να ανακαλέσει τυχόν προηγούμενη απόφασή του απορριπτική αίτησης ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ή να δεχθεί νέα αίτηση ανάκλησης μετά την απόρριψη της προηγούμενης. Γενικότερα η δυνατότητα ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μετά από απόρριψη προηγούμενης αίτησης προϋποθέτει διαφοροποίηση του λόγου ανάκλησης ή συμπλήρωση των τυχόν τυπικών ελλείψεων της προηγούμενης αίτησης. Ο λόγος για τον οποίο αναγνωρίζεται στο δικαστήριο της κύριας δίκης διευρυμένη εξουσία ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων οφείλεται στη νομοθετική σκέψη ότι το δικαστήριο αυτό έχει την πλήρη εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης και επομένως πρέπει να έχει και τη δυνατότητα, κάμπτοντας το προσωρινό δεδικασμένο, να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν διαπιστώνει σ’ αυτές νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες. Ωστόσο, το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει στη βάση αυτή την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων όχι ευθύς με την έναρξη της εκκρεμοδικίας της κύριας υπόθεσης, αλλά το πρώτον κατά τη συζήτησή της και ήδη μετά το ν. 4335/2015 από την κατάθεση προτάσεων και αντικρούσεων στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας (άρθρα 237 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, με συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 697 Κ.Πολ.Δ. πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο της κύριας δίκης ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ανεξαρτήτως μεταβολής των πραγμάτων στο πλαίσιο μεν της τακτικής διαδικασίας μετά την κατάθεση των προτάσεων και αντικρούσεων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά δε τα λοιπά μόνον αν η σχετική αίτηση συζητείται στο δικαστήριο αυτό από κοινού με την κύρια υπόθεση ή και μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της, αφού μόνο τότε υπάρχει πλήρης εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για οποιονδήποτε λόγο. Κυρίαρχη πάντως είναι η θέση ότι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 697 Κ.Πολ.Δ. ενδείκνυται μόνον αν το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι ισόβαθμο με αυτό που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ αν είναι ανώτερο, την ανακαλεί ή τη μεταρρυθμίζει χωρίς περιορισμούς (βλ. Δ. Κράνη, Ανάκληση απόφασης απορριπτικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο της κύριας δίκης κατά το άρθρο 697 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015, σε Ε.Πολ.Δ. 2019, 383 επ., με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

3. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. παρ. 1 και 2 του άρθρου 724 Κ.Πολ.Δ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος την 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015) ορίζεται ότι ο δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων, καθώς και με οριστική απόφαση να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής. Ο νεωτερισμός που επέφερε ο ν. 4335/2015 είναι ότι πρόσθεσε ως τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης την οριστική δικαστική απόφαση επιπλέον, τόσο του τίτλου της διαταγής πληρωμής που προβλέπει και προέβλεπε η διάταξη και πριν την τροποποίησή της, όσο και της δικαστικής απόφασης που διατάσσει την εγγραφή της προσημείωσης που προβλέπει το άρθρο 1274 Α.Κ. και που το άρθρο 706 Κ.Πολ.Δ. τη ρυθμίζει ως ασφαλιστικό μέτρο, αν συντρέξουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις για την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 682 Κ.Πολ.Δ.). Επειδή η διαταγή πληρωμής δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή, αλλά απεναντίας υπάρχει υπεροχή της τελευταίας, κρίθηκε αναγκαία από τον νομοθέτη η εισαγωγή της υφιστάμενης ρύθμισης με την οποία καθιερώνεται και η οριστική απόφαση ως τίτλος για την αυτοδύναμη εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης (βλ. αιτ. έκθ. Ν.4335/2015). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωμής και πλέον και η οριστική απόφαση, είναι, και μάλιστα αμέσως μόλις εκδοθεί, δίχως να χρειάζεται η προηγούμενη επίδοσή της στον οφειλέτη, τίτλος για την αυτοδύναμη εκ μέρους του δανειστή επιβολή και του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης και την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (Μπέη, Η χρησιμότητα της αυτοδύναμης συντηρητικής κατάσχεσης με διαταγή πληρωμής, Δ. 979, σ. 350 – 351). Ο οφειλέτης όμως και στην περίπτωση αυτή δύναται να αμυνθεί ασκώντας την προβλεπόμενη κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της συντηρητικής κατάσχεσης, για συγκεκριμένους όμως πλέον και ρητά προβλεπόμενους στο άρθρο αυτό λόγους, ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής ή την οριστική απόφαση και σε περίπτωση άσκησης ένδικων μέσων, ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση (Εφ.Αθ. 2669/2023, Εφ.Αθ. 349/2022, Εφ.Αθ. 950/2022, Εφ.Θεσ. 1957/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το οποίο και θα εκδικάσει την εν λόγω αίτηση κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 Κ.Πολ.Δ.. Ειδικότερα, το δικαστήριο, προκειμένου να χορηγήσει την αιτηθείσα αναστολή πρέπει να πιθανολογήσει την εξόφληση ή την ανυπαρξία της χρηματικής απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Σε περίπτωση μερικής εξόφλησης ή μερικής ανυπαρξίας της απαίτησης, δύναται να διατάξει μερική αναστολή, τον περιορισμό δηλαδή αντίστοιχα του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ολική αναστολή εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων, που έχουν ως τίτλο διαταγή πληρωμής ή οριστική απόφαση, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 724 Κ.Πολ.Δ, παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο, ανεξάρτητα από την όποια δυνατότητα μερικής αναστολής της εκτέλεσής τους ή και παράλληλα με αυτή, να περιορίσει την εκτέλεσή τους σε ορισμένα μόνον περιουσιακά στοιχεία, εφόσον πείθεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλισης της απαίτησης. Ο όρος «αναστολή» του ασφαλιστικού μέτρου που χρησιμοποιείται στην προκειμένη διάταξη (724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), έχει την έννοια της ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου (Εφ.Αθ. 2669/2023, ό.α, Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 1996, υπ’ άρθρο 724, αριθ. 9). Εξάλλου, η δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου, αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο (Εφ.Αθ. 1313/2022, Εφ.Πατρ. 983/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κατράς σε Σύστημα Ασφαλιστικών μέτρων κλπ, έκδοση Γ’, παρ. 54, Στ.5, σ. 330) και ανεξάρτητα από τον τρόπο που γράφτηκε (δηλαδή όχι δυνάμει δικαστικής απόφασης) η ανάκλησή του διατάσσεται με τις διατάξεις των ασφαλιστικών μέτρων. Από την ως άνω διάταξη, προκύπτει ότι, μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, τίτλο για την αυτοδύναμη εκ μέρους του δανειστή επιβολή και του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης (και της προσημείωσης), ως εξασφαλιστικό μέτρο για την ικανοποίηση της απαίτησης που του επιδικάστηκε, και δη για το ποσό που αυτή αφορά, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Κ.Πολ.Δ II, 2000, 724, αριθ. 1, όπου παραπομπές σε νομολογία) αποτελεί και η οριστική απόφαση, ακόμη και αν δεν είναι προσωρινώς εκτελεστή, αφού κάτι τέτοιο δεν απαιτείται κατά το άρθρο, και μάλιστα μόλις εκδοθεί, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη επίδοσή της στον οφειλέτη (Εφ.Θεσ. 2480/2017, ΕλλΔνη 2017, 1737 με παρατηρήσεις Κατρά, ΕλλΔνη 2017, 1741, Εφ.Λαρ. 6/2019, Εφ.Α.Δ. 2019, 87, Κράνη, Οι τροποποιήσεις του Κ.Πολ.Δ. – Ν. 4335/2015, Εισήγηση σε ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, Φραγκουδάκη, Η οριστική απόφαση ως τίτλος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης μετά την τροποποίηση του άρθρου 724 Κ.Πολ.Δ. με το Ν. 4335/2015, Νο.Β. 67, 13, αντίθετα Ρόκας, Ζητήματα από την εφαρμογή του νέου άρθρου 724 Κ.Πολ.Δ, ΕλλΔνη 2017,127). Τέθηκε, λοιπόν, το ζήτημα, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, εάν η διάταξη του άρθρου 724 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, κάνοντας λόγο για «οριστική απόφαση», εννοεί μόνο την καταψηφιστική απόφαση ή και την αναγνωριστική ή διαπλαστική απόφαση βάση της οποίας είναι δυνατή η εγγραφή προσημείωσης ή επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Κατά την μάλλον κρατούσα στην θεωρία άποψη, η οριστική απόφαση που μπορεί να ενεργοποιήσει τη δυνατότητα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης και εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, κατ’ άρθρο 724 Κ.Πολ.Δ, θα πρέπει, κατά τη νομική της φύση, να είναι καταψηφιστική, και όχι απλώς αναγνωριστική ή διαπλαστική (Δημ. Τσικρικά, γνωμοδότηση σε Ε.ΠολΔ 2018, Ι. Ρόκα, άρθρο-μελέτη σε ΕλλΔνη 2017, 1297-1303, Ι. Κατρά, παρατηρήσεις στην Εφ.Θεσ. 2480/2017, ΕλλΔνη 2017, 1742), άποψη που φαίνεται να ενστερνίζεται και μέρος της νομολογίας (Εφ.Αθ. 1313/2022, ό.α, Εφ.Αθ. 2549/2019, Εφ.Αθ. 6451/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Υπέρ της ανωτέρω άποψης συνηγορεί η διατύπωση της εν λόγω διάταξης που σύμφωνα με το γράμμα της επιτρέπει την εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης και τη συντηρητική κατάσχεση «για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση». Επίσης, στην αιτιολογική έκθεση, όπου γίνεται αναφορά σε οριστική και μη καταστάσα τελεσίδικη απόφαση ως τίτλο αυτοδύναμης επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης (ή εγγραφής προσημείωσης υποθήκης), κατ’ άρθρο 724 Κ.Πολ.Δ, κατά την άποψη αυτή δεν εννοεί οποιαδήποτε απόφαση αλλά καταφάσκει αίτημα παροχής έννομης προστασίας, εννοώντας προφανώς την πρωτόδικη καταψηφιστική απόφαση. Κατ’ άλλη διατυπωθείσα άποψη, η οριστική απόφαση που εκδίδεται με πλήρη απόδειξη για την ασφαλιστέα απαίτηση και συνεπώς παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης σε σχέση με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (που αρκείται σε πιθανολόγηση), αποτελεί τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, ακόμη και αν δεν είναι καταψηφιστική, αλλά αναγνωριστική απλώς της ασφαλιστέας απαίτησης (Δ. Κράνης, Αρμ. 2020, 2 και ο ίδιος σε Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα, 2020, υπ’ άρθρο 724, σ. 223). Αιτιολογείται δε η άποψη αυτή εκ του γεγονότος ότι στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 4335/2015 αναφέρεται ότι η διαταγή πληρωμής «δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή» και συνεπώς υπό την έννοια μόνο της διάγνωσης γίνεται με την νέα ρύθμιση αναφορά σε οριστική απόφαση επιδικάζουσα την ασφαλιστέα απαίτηση (Α.Π. 251/2020, όπου αναδεικνύεται ο οικείος προβληματισμός χωρίς όμως να υιοθετείται συγκεκριμένη άποψη). Άλλωστε για την εγγραφή υποθήκης (ΑΚ 1263), όπως και για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη (ΑΚ 1323 παρ. 2), αρκεί τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση για την ασφαλιστέα απαίτηση. Την τελευταία αυτή άποψη υιοθετεί και το Δικαστήριο τούτο, διότι, επιπλέον, σκοπός της διάταξης του άρθρου 724 Κ.Πολ.Δ, είναι να αποτραπεί, μέσω της απαγόρευσης διάθεσης (άρθρο 715 παρ. παρ. 1,4 Κ.Πολ.Δ.), ο επικείμενος κίνδυνος αποξένωσης του οφειλέτη από περιουσιακά του στοιχεία προς το σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή. Συγκεκριμένα, ο ως άνω επικείμενος κίνδυνος (άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) αποτελεί προϋπόθεση επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης, ανεξάρτητα από το αν η τελευταία επιβάλλεται κατόπιν δικαστικής απόφασης που τη διατάσσει (άρθρο 707 Κ.Πολ.Δ.), αρκούσης της πιθανολόγησης επικείμενου κινδύνου, ως προϋπόθεσης λήψης του ασφαλιστικού μέτρου (άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ή αυτοδύναμα δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης, κατ’ άρθρο 724 Κ.Πολ.Δ, η δε έλλειψη επικείμενου κινδύνου στην τελευταία περίπτωση θ’ αποδεικνύεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο αίτησης ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου. Εξάλλου, στην περίπτωση που η εν λόγω απόφαση δεν έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και, ως εκ τούτου ο δανειστής δεν έχει δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, προκρίνεται ότι είναι επιβεβλημένη η διασφάλιση της μελλοντικής ικανοποίησης των απαιτήσεών του (όταν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο) με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Μάλιστα, η χορήγηση στο δανειστή του δικαιώματος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης προς το σκοπό της διασφάλισης της προνομιακής ικανοποίησης των απαιτήσεών του σε μελλοντικό χρόνο είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου κατά του οφειλέτη. Όπως γίνεται πλέον δεκτό, ακόμα και αν απορρίφθηκε αίτημα να κηρυχθεί η οριστική απόφαση προσωρινά εκτελεστή (ή αν δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα), δεν θίγεται η δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ή επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης με βάση την απόφαση αυτή, καθόσον η απόρριψη του αιτήματος αυτού εμποδίζει μεν την ικανοποίηση, μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, της επίδικης απαίτησης, δεν εμποδίζει, όμως, τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όπως είναι η προσημείωση υποθήκης και η συντηρητική κατάσχεση (Εφ.Αθ. 1313/2022, Εφ.Λαρ. 190/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 1033/2019, Εφ.Α.Δ. 2020, 399, Εφ.Λαρ. 6/2019, Εφ.Α.Δ. 2019, 87, Εφ.Αθ. 2647/2018, Νο.Β. 2018, 1658, Εφ.Θεσ. 2480/2017, ΕλλΔνη 2017, 1737). Δηλαδή, ο νομοθέτης, αλλά και η πρόσφατη προεκτιθέμενη νομολογία, αποσυνδέει τη νέα ρύθμιση από την εκτελεστότητα της οριστικής απόφασης, και συνεπώς, κατά την άποψη τούτου του Δικαστηρίου, και από τον καταψηφιστικό της χαρακτήρα, ως τίτλου, κατά το άρθρο 724 Κ.Πολ.Δ. (Εφ.Αθ. 2669/2023, Εφ.Αθ. 1814/2023, Εφ.Αθ. 349/2022, Εφ.Αθ. 1814/2023, Εφ.Αθ. 950/2022, Εφ.Αθ. 1313/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Κράνης. ό.α, σ. 225). Εξάλλου, με δεδομένο ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποσκοπούν, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, στην εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης για να αντιμετωπισθεί επείγουσα περίπτωση ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. αναστολή εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων που στηρίζονται σε οριστική απόφαση [για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου και η ανάκληση αυτών (ασφαλιστικών μέτρων)] δικαιολογείται όχι μόνον όταν η ασφαλιζόμενη απαίτηση έχει εξοφληθεί ή είναι ανύπαρκτη, αλλά και όταν δεν πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση για την επιβολή τους, εφαρμοζόμενη η ως άνω διάταξη του άρθρου 724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. αναλογικά (Δ. Κράνη, Συντηρητική κατάσχεση χρηματικής απαίτησης στα χέρια τρίτου με τίτλο διαταγή πληρωμής, ΕλλΔνη 56, 975-986, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ. Κ.Πολ.Δ, τόμος Δ’, υπ’ άρθρο 724, παρ. 7, σ. 263). Απαιτώντας ο νόμος επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, εννοεί προφανώς την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης για έκτακτη δικαστική προστασία του διαδίκου, δικαιολογημένη από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένα κινδύνου ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης λόγω πιθανολόγησης αποξένωσης του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη στο μέλλον η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε ο δανειστής θα αποκτήσει τίτλο εκτελεστό, μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης ή επείγουσα περίπτωση της παρούσας στιγμής, ως τέτοιας νοουμένης εκείνης, η οποία χρήζει άμεσης ρύθμισης με δικαστική παρέμβαση, λόγω ανάγκης για ταχεία προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος, το οποίο πρέπει να ασφαλιστεί από το δικαιούχο, για να μην προξενηθεί, από τη βραδύτητα της επίλυσης της διαφοράς, ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος (Εφ.Πατρ. 466/2021, Εφ.Αθ. 300/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

4. Στο άρθρο 2 εδάφ. τελευταίο του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ισχύει, ορίζεται ότι σε περίπτωση μη καταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου αυτός λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (και όχι για τυπικό) λόγο, πράγμα που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (Α.Π. 538/2019, Α.Π. 1485/2018, Α.Π. 1337/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α’ 190/30-11-2019): «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Από την παραπάνω διάταξη καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 01.01.2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 (Εφ.Αθ. 804/2023, Εφ.Αθ. 884/2023, Εφ.Αθ. 4869/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου, κατά το άρθρο 227 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία, ενώ κατά την παρ. 2 αυτού, η πρόσκληση γίνεται και τηλεφωνικώς, ο δε γραμματέας βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας τον χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία». Η παρούσα διάταξη στοχεύει στο να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, προς τούτο δε ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση έχει στη διάθεσή του και άλλες διατάξεις, όπως είναι και εκείνη του άρθρου 236 ιδίου Κώδικα, που ρυθμίζει την υποχρέωσή του για την πλήρη έρευνα της υπόθεσης στο ακροατήριο (Α.Π. 717/2023, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τυπική παράλειψη που μπορεί να συμπληρωθεί μετά τη συζήτηση κατόπιν υπόδειξης του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 227 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως γίνεται σε συναφείς περιπτώσεις (παράλειψη προσκόμισης πληρεξουσίου εγγράφου ή ενημερωτικού εγγράφου περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή παλαιότερα πρακτικού περί αποτυχίας απόπειρας εξώδικου συμβιβασμού, που προβλεπόταν από το άρθρο 214 Α του Κ.Πολ.Δ, πριν την τροποποίησή του με τον ν. 3994/2011) είναι και η παράλειψη καταβολής δικαστικού ενσήμου. Έτσι, σε περίπτωση πρόσκλησης του Δικαστηρίου για κατάθεση του δικαστικού ενσήμου μετά τη συζήτηση αγωγής κατά την οποία χώρησε μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό και κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου εντός της ταχθείσας προθεσμίας από τον υπόχρεο διάδικο για να αποτρέψει την πλασματική ερημοδικία του, δεν πρέπει να τίθεται τέτοιο ζήτημα, καθώς στην περίπτωση αυτή υπηρετείται πλήρως η ratio της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, που είναι η είσπραξη αυτού ως φορολογίας του αντικειμένου της δίκης (π.ρ.β.λ. Α.Π. 1752/2023, Α.Π. 1627/2017, Εφ.Πειρ. 194/2023,  Εφ. Πειρ. 161/2022, Εφ.Πειρ. 74/2021, Εφ.Πειρ. 88/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μακρίδου σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2000, Ι. υπ’ άρθρο 227, αριθ. 3, σ. 502, Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, 1994, υπ’ άρθρο 227, αριθ. 3, σ. 97, βλ. όμως και A.Π. 181/2023, T.Ν.Π. NOMOΣ, κατά την οποία η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 Κ.Πολ.Δ, λόγω ρητής πρόβλεψης στο άρθρο 237 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ότι απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου είναι η συζήτηση της υπόθεσης).

5. Με την υπό κρίση αίτηση, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, η αιτούσα ανώνυμη εταιρία «…………» εκθέτει ότι η πρώτη των καθ’ ων υπό εκκαθάριση εταιρία «……………….» άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σε βάρος της (αιτούσας) και σε βάρος των ………… (νόμιμου εκπροσώπου της αιτούσας), ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας «…………….» και ……………. (νόμιμης εκπροσώπου της αμέσως παραπάνω εταιρίας) την από 28-12-2021 και με Α.Κ.Δ. …./28-12-2021 αγωγή, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας των ζημιών που υπέστη το Τ/Ρ πλοίο της «Μ», Ν.Π. ……., από πυρκαγιά στις 10-8-2020 στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της ίδιας (αιτούσας) στη θέση Ταρσανά Σύρου όπου επισκευαζόταν. Ότι επί της άνω αγωγής της το άνω δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 3176/26-9-2023 οριστική απόφαση (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών – Τακτική Διαδικασία), με την οποία, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς τους νόμιμους εκπρόσωπους των εναγόμενων εταιριών και αναγνώρισε συνυπαιτιότητα της ενάγουσας στην καταστροφή του πλοίου της από την πυρκαγιά, ανερχόμενη σε ποσοστό 40%, ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τις δυο πρώτες εναγόμενες εταιρίες, αναγνώρισε ότι αυτές υποχρεούνται εις ολόκληρο να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 529.200,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και καταδίκασε αυτές στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 22.000,00 ευρώ. Ότι κατά της ως άνω απόφασης η ίδια άσκησε την από 7-11-2023 και με ΓΑΚ …../7-11-2023 έφεσή της ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, που ορίσθηκε να συζητηθεί την 18-4-2024, η δε υπόθεση έχει πλέον μεταβιβασθεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ότι πριν την υποβολή της υπό κρίση αίτησης, η πρώτη των καθ’ ων, με τίτλο την ως άνω με αριθ. 3176/2023 οριστική αναγνωριστική απόφαση, επέβαλε συντηρητική κατάσχεση σε περιουσία της (αιτούσας) εις χείρας τρίτων και δη στους αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρεί στις ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες ………….. και ………. (δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων), οι οποίες επιτάσσονται (ως τρίτες) με το από 4-10-2023 σχετικό κατασχετήριο που τους επέδωσε, να μην επιτρέψουν αναλήψεις από τους άνω λογαριασμούς της έως του ποσού των 578.535,00 ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει το άνω ποσό το οποίο αναγνώρισε ως οφειλόμενο η εκκαλουμένη απόφαση, πλέον τόκων και εξόδων. Ότι, η άνω συντηρητική κατάσχεση είναι άκυρη διότι: 1) ο τίτλος βάσει του οποίου γράφτηκε, ως οριστική αναγνωριστική δικαστική απόφαση και όχι ως καταψηφιστική, δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο εγγραφής έγκυρης συντηρητικής κατάσχεσης Και 2) η αγωγή της πρώτης των καθ’ ων, επί της οποίας εκδόθηκε η άνω απόφαση που χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος εγγραφής της άνω συντηρητικής κατάσχεσης, εσφαλμένα δεν απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αβάσιμη κατ’ ουσία λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, καθόσον αυτή κατέθεσε εκπρόθεσμα το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου στις 21-4-2023, δηλαδή μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο στις 17ης Ιανουαρίου 2023, που ορίζεται εκ του νόμου (άρθρο 237 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ως απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου. Ότι, σε κάθε περίπτωση η άνω συντηρητική κατάσχεση  επιβλήθηκε χωρίς να  υφίσταται επικείμενος κίνδυνος ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων, καθώς από τον Αύγουστο 2020 που συμβλήθηκε με την τελευταία, έως το χρόνο επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης αλλά και επέκεινα δεν έχει επέλθει επί των χείρω αλλαγή στην ίδια, η οποία παραμένει φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, αλλά και κυρία ενός φορείου ανέλκυσης – καθέλκυσης σκαφών, αξίας 300.000,00 – 350.000,00 ευρώ, καθώς και πρόσθετου εξοπλισμού, των οποίων η αξία επαρκεί προς εξασφάλιση τουλάχιστον του 60% της απαίτησης που αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως, επιπλέον δε, αναμένεται να εισπράξει αμοιβή 350.000,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ για ένα χαλύβδινο σκάφος 23,80 μέτρων που της ζητήθηκε πρόσφατα να ναυπηγήσει. Ότι ακόμη από τη διατήρηση της συντηρητικής κατάσχεσης επίκειται κίνδυνος να υποστεί η ίδια (αιτούσα) ανεπανόρθωτη βλάβη, καθόσον έχει πλέον επέλθει πλήρης αδυναμία λειτουργίας της επιχείρησής της μέσω του τραπεζικού συστήματος σε όλες τις συναλλαγές της με τους αντισυμβαλλόμενους προμηθευτές της, το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά Ταμεία, τη μισθοδοσία των εργαζομένων της, την καταβολή του μισθώματος του ναυπηγείου της στο Λιμενικό Ταμείο Σύρου και στο Δήμο Σύρου, κ.λ.π. Με βάση το ιστορικό ζητεί να ανασταλεί η ενέργεια (εκτελεστότητα) της με αριθμό 3176/2023 οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που ήδη έχει εκκληθεί, ως τίτλου αυτοδύναμης επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης επί των τραπεζικών λογαριασμών που τηρεί στη δεύτερη και στην τρίτη των καθ’ ων, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας άνω έφεσής της, άλλως να ανακληθεί, κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, η επιβληθείσα σε βάρος της και εις χείρας τρίτων συντηρητική κατάσχεση δυνάμει του από 4-10-2023 κατασχετηρίου εγγράφου επί των τραπεζικών λογαριασμών της στη δεύτερη και στην τρίτη των καθ’ ων, άλλως να εξαιρεθούν από την επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση οι τραπεζικοί λογαριασμοί που διατηρεί στη δεύτερη των καθ’ ων με ΙΒΑΝ ……….. και στην τρίτη των καθ’ ων με ΙΒΑΝ ………….. μέχρι του ποσού των 20.000,00 ευρώ μηνιαίως για έκαστο λογαριασμό, προς κάλυψη των παγίων αναγκών και λειτουργικών εξόδων της μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της άνω έφεσής της, καθόσον από την απομένουσα συντηρητικά κατασχεθείσα περιουσία της, μετά την αφαίρεση των αιτούμενων να απελευθερωθούν αυτής ποσών, εξασφαλίζεται πλήρως η απαίτηση της πρώτης των καθ’ ων για την οποία γράφτηκε η συντηρητική κατάσχεση. Ζητεί ακόμα να καταδικαστεί η πρώτη των καθ’ ων στα δικαστικά της έξοδα.

6. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου τούτου της κύριας δίκης [ως εκ της άσκησης ενώπιόν του της από 7-11-2023 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ………/7-11-2023 έφεσης της αιτούσας κατά της άνω με αριθ. 3176/2023 απόφασης, η οποία (έφεση) συζητήθηκε την 18-4-2024 κατά την τακτική διαδικασία] (άρθρο 724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με άρθρο 697 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. Κ.Πολ.Δ.), χωρίς να απαιτείται ταυτόχρονη συζήτηση της αίτησης με την κύρια υπόθεση (Εφ.Αθ. 950/2022, Εφ.Κρητ. 12/2020, Εφ.Θεσ. 2790/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πλην, όμως, καθ’ ο μέρος η αίτηση εισάγει αίτημα αναστολής εκτελεστότητας της με αριθ. 3176/2023 οριστικής αναγνωριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς την αυτοδύναμη δυνατότητα εγγραφής βάσει αυτής συντηρητικής κατάσχεσης, τυγχάνει απαράδεκτη ως άνευ (δικαιοδοτικού) αντικειμένου και ως εκ τούτου απορριπτέα ως προς τη συντηρητική κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας που έχει ήδη επιβληθεί από την πρώτη των καθ’ ων δια της επιδόσεως του από 4-10-2023 κατασχετηρίου εγγράφου στις τρίτες ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων και στην οφειλέτρια αιτούσα, δοθέντος ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει ήδη επέλθει η έννομη συνέπεια την οποία επιχειρεί να αποτρέψει η αιτούσα, που είναι η μη εγγραφή συντηρητικής κατάσχεσης στους άνω τραπεζικούς λογαριασμούς με τίτλο την ως άνω οριστική και ήδη εκκαλουμένη απόφαση, αφού η συντηρητική κατάσχεση έχει ήδη επιβληθεί δια της επιδόσεως του ως άνω κατασχετηρίου εγγράφου στην αιτούσα και στις δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων ως τρίτες, εις τρόπον ώστε να μην νοείται πλέον (προληπτική) αναστολή εκτελεστότητας αυτής (Εφ.Αθ. 950/2022, ό.α.). Μη νόμιμο και απορριπτέο είναι και το αίτημά της να ανακληθεί κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. η επιβληθείσα δυνάμει του άνω κατασχετηρίου εγγράφου συντηρητική κατάσχεση εις χείρας των άνω τρίτων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών λόγω ανεπανόρθωτης βλάβης της αιτούσας, εφόσον η τελευταία δεν επικαλείται μερική, ή ολική, εξόφληση, ανυπαρξία, ή απόσβεση, της χρηματικής απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων, δανείστριας που αναγνωρίστηκε με την άνω με αριθ. 3176/2023 οριστική αναγνωριστική απόφαση, προς εξασφάλιση της οποίας λήφθηκε, ως ασφαλιστικό μέτρο, η εγγραφή της άνω συντηρητικής κατάσχεσης (Εφ.Αθ. 2669/2023, ό.α, Εφ.Αθ. 5523/2022, ό.α, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 724 Κ.Πολ.Δ, αριθ. 5, σ. 204). Μη νόμιμος και απορριπτέος είναι και ο πρώτος λόγος της, μη νόμιμου τίτλου της από 4-10-2023 εις χείρας τρίτων συντηρητικής κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της εκτελεσθείσας με αριθ. 3176/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθόσον, κατά την άποψη που κρίνεται ορθότερη από το Δικαστήριο τούτο και αναπτύσσεται στη με αριθ. 3 άνω νομική σκέψη, η οριστική απόφαση, έστω και αναγνωριστική, παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης, σε σχέση με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, που αρκείται απλώς σε πιθανολόγηση, και συνεπώς αποτελεί η οριστική αναγνωριστική απόφαση νόμιμο τίτλο εγγραφής από τον δανειστή χρηματικής απαίτησης συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου, για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση (άρθρο 724 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Αρκεί στην περίπτωση αυτή η οριστική αναγνωριστική απόφαση για την ασφαλιστέα απαίτηση, λαμβανομένου υπόψη και του σκοπού της διάταξης του άρθρου 724 Κ.Πολ.Δ, που είναι να αποτραπεί, ο επικείμενος κίνδυνος αποξένωσης του οφειλέτη από περιουσιακά του στοιχεία προς το σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή. Κατά συνέπεια, είναι νόμιμη η εγγραφή ασφαλιστικού μέτρου συντηρητικής κατάσχεσης εναντίον της αιτούσας ή εις χείρας τρίτων σε βάρος της αιτούσας, με τίτλο την οριστική αναγνωριστική με αριθ. 3176/26-9-2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία). Επίσης, μη νόμιμος και απορριπτέος είναι και ο δεύτερος λόγος της αίτησης για εσφαλμένη μη απόρριψη ως αβάσιμης κατ’ ουσία της κύριας αγωγής (η απόφαση που εκδόθηκε επί της οποίας αποτέλεσε τον τίτλο εγγραφής συντηρητικής κατάσχεσης εναντίον της αιτούσας – πρώτης εναγόμενης) λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας εξαιτίας εκπρόθεσμης κατάθεσης του απαιτούμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα δεν ερημοδικάστηκε πλασματικά στον πρώτο βαθμό λόγω παράλειψης υποβολής του δικαστικού ενσήμου, ούτε ήταν επιλογή της η μη πληρωμή του δικαστικού ενσήμου, αλλά κατέβαλε το δικαστικό ένσημο στον πρώτο βαθμό, αφού κλήθηκε σχετικά από την εισηγήτρια, μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (βλ. μνεία στην εκκαλούμενη απόφαση του καταβληθέντος σχετικού ηλεκτρονικού παράβολου με αριθμό …………………) και απέτρεψε την ερημοδικία της, κατά τον τρόπο που της ζητήθηκε και που υπηρετεί πλήρως το σχετικό σκοπό του νομοθέτη, σύμφωνα με την άποψη που κρίνεται ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο και αναπτύσσεται στη με αριθ. 4 άνω νομική σκέψη. Κατά το μέρος της όμως που έχει ως αντικείμενο την πιθανολόγηση της επαρκούς εξασφάλισης της χρηματικής απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων σε μέρος των συντηρητικά κατασχεθέντων τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας στη δεύτερη και στην τρίτη των καθ’ ων, εάν δηλαδή τα ποσά που θα απομείνουν στους λογαριασμούς αυτούς μετά την αφαίρεση των άνω αιτούμενων να απελευθερωθούν ποσών, πιθανολογείται ότι εξασφαλίζουν πλήρως την ικανοποίηση της απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων για την οποία έχει εγγραφεί η συντηρητική κατάσχεση και αντίστροφα την πιθανολόγηση ότι η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση εξασφαλίζει την πρώτη των καθ’ ων περισσότερο από το αναγκαίο, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682 παρ. 1, 697, 702 παρ. 1, 724 και 176 Κ.Πολ.Δ. (Εφ.Αθ. 5523/2022, ό.α.) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ’ ουσία.            7. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της αιτούσας …….., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, της υπ’ αριθ. …………../22-4-2024 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της αιτούσας ………… ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των καθ’ ων άσκησε σε βάρος της αιτούσας την από 28-12-2021 και υπό ΓΑΚ ……./28-12-2021 και ΕΑΚ …./28-12-2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3176/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών – Τακτική διαδικασία), με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας «………..» και της δεύτερης εναγόμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας «…………..» να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα (πρώτη των καθ’ ων) το ποσό των 529.200,00 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, πλέον δικαστικών εξόδων ποσού 22.000,00 ευρώ, ως αποζημίωση από αδικοπραξία (συγκεκριμένα από παράβαση διατάξεων πυροσβεστικής νομοθεσίας σχετικών με τη λειτουργία και συντήρηση των μέσων και μέτρων πυροπροστασίας που προέβλεπε η υπάρχουσα σχετική μελέτη, συμπεριλαμβανομένου του Μόνιμου Πυροσβεστικού Υδροδοτικού Δικτύου) για  την ολική καταστροφή που υπέστη από πυρκαγιά στο ναυπηγείο της αιτούσας στη Σύρο στις 10-8-2020 το Τ/Ρ πλοίο της πρώτης των καθ’ ων με την ονομασία «Μ», αριθ. νηολ. Πειραιά ………….., ολικ. μήκ. 38,18 μ, έτους ναυπήγησης 1977, έτους μετασκευής 2001, την αξία του οποίου προσδιόρισε σε ποσό 882.000,00 ευρώ, αναγνωρίζοντας συνυπαιτιότητα της ενάγουσας (ήδη πρώτης των καθ’ ων) στην καταστροφή του σκάφους της σε ποσοστό 40%. Με βάση την άνω απόφαση η πρώτη των καθ’ ων προέβη σε συντηρητική κατάσχεση εις χείρας των δεύτερης και τρίτης των καθ’ ων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών ως τρίτων, των τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούσε σ’ αυτές η αιτούσα, για το ποσό των 578.535,00 ευρώ, πλέον τόκων, όπως αναλύεται στο από 4-10-2023 κατασχετήριό της, σύμφωνα με τη διάταξη και υπό τους όρους του άρθρου 724 Κ.Πολ.Δ. Η δεύτερη και η τρίτη των καθ’ ων, με τις με αριθ. ……./11-10-2023 και …………/13-10-2023, δηλώσεις τους ως τρίτες ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δήλωσαν ότι υπάρχουν στους συντηρητικά κατασχεθέντες λογαριασμούς της αιτούσας με αριθμούς IBAN ……….. (ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.) και ………….. (ALPHA BANK) τα χρηματικά ποσά των 79.876,17 και 77.401,67 ευρώ αντίστοιχα. Ακολούθως, κατά της άνω με αριθ. 3176/2023 απόφασης που αποτέλεσε το νόμιμο τίτλο για την επιβολή της άνω συντηρητικής κατάσχεσης, η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Εφετείου Πειραιά την από 7-11-2023 και με ΓΑΚ ……………./7-11-2023 έφεσή της, που συζητήθηκε την 18-4-2024, με την οποία αμφισβητεί την υπαιτιότητά της στην πρόκληση του ζημιογόνου περιστατικού και το άνω χρηματικό ποσό στο οποίο προσδιορίστηκε η αγοραία αξία του πλοίου. Για την αναστολή της ενέργειας της άνω απόφασης ως τίτλου για την αυτοδύναμη επιβολή της άνω συντηρητικής κατάσχεσης, καθώς και για την ανάκληση της τελευταίας, ενόψει της επικείμενης άσκησης της άνω έφεσής της κατά της άνω απόφασης, η αιτούσα είχε ασκήσει προηγουμένως την από 18-10-2023 και με ΓΑΚ ……/………../2023 αίτησή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επικαλούμενη τους ίδιους λόγους ανάκλησης – περιορισμού της συντηρητικής κατάσχεσης με την κρινόμενη αίτηση. Η προηγούμενη άνω αίτησή της απορρίφθηκε με τη με αριθ. 753/1-3-2024 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του ως άνω Δικαστηρίου ως μη νόμιμη ως προς τους λόγους της που αναφέρονται σε παράνομη επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης με οριστική αναγνωριστική απόφαση, σε παράνομη παραδοχή πρωτόδικα  εκπρόθεσμης καταβολής δικαστικού ενσήμου και σε ύπαρξη επικείμενου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης της αιτούσας εάν διατηρηθεί η συντηρητική κατάσχεση, για την ταυτότητα των άνω λόγων που κρίθηκαν απορριπτέοι και στην κρινόμενη αίτηση, ενώ ως προς το λόγο της που αφορά έλλειψη επικείμενου κινδύνου ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Το σκεπτικό της σχετικής απορριπτικής διάταξης ήταν συνοπτικά ότι πιθανολογήθηκε ότι μοναδικά εμφανή περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας για την ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης είναι οι (ήδη δεσμευμένες) εις χείρας των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών δεύτερης και της τρίτης των καθ’ ων άνω καταθέσεις της, οι οποίες υπολείπονται σημαντικά της διαγνωσθείσας με την άνω οριστική αναγνωριστική απόφαση (τίτλο) ένδικης απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων, ότι ως εκ τούτων η συντηρητική κατάσχεση των καταθέσεων αυτών δεν υπερβαίνει το προσήκον και αναγκαίο μέτρο, αφού δεν υπάρχει και οποιασδήποτε άλλη ακίνητη περιουσία της αιτούσας για να εξασφαλιστεί η είσπραξη της ένδικης απαίτησης, ενώ η αιτούσα δεν είναι υγιής επιχείρηση που εξυπηρετεί με συνέπεια τις έναντι τρίτων (ασφαλιστικών οργανισμών, πιστωτών, κ.λ.π.) υποχρεώσεις της, αλλά έχει έτερες ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι τρίτων και μάλιστα τα τελευταία έτη ο κύκλος εργασιών της έβαινε μειούμενος και το ποσό του τζίρου της ήταν περιορισμένο για την αυτόνομη και διαρκή λειτουργία της για το μέγεθος της οικείας αγοράς και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκές για την κάλυψη της μεγάλου ύψους απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων που έχει διαγνωστεί οριστικά σε βάρος της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς ο ετήσιος τζίρος της τελευταίας χρήσης της αιτούσας (βάσει ισολογισμού) δεν υπερβαίνει το ποσό των 92.000,00 ευρώ με βάση τα λογιστικά στοιχεία που η ίδια προσκομίζει (χωρίς να προκύπτει μάλιστα εάν πρόκειται για καθαρά κέρδη της επιχείρησής της). Για την ταυτότητα των λόγων απορρίφθηκε, με τη με αριθ. 754/2024 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η συναφής από 23-10-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ 62…..0/ 2023 αίτηση της αιτούσας ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της κύριας δίκης, με την οποία η τελευταία, επικαλούμενη τους ίδιους λόγους ανάκλησης – περιορισμού της συντηρητικής κατάσχεσης με τίτλο την ίδια άνω με αριθ. 3176/2023 απόφαση, υπέβαλε παρόμοια αιτήματα που αφορούσαν κατασχεμένα συντηρητικά από την πρώτη των καθ’ ων κινητά πράγματα (εργαλεία, κ.λ.π.), στα οποία περιλαμβάνονταν και το επικαλούμενο στην υπό κρίση αίτησή της μηχάνημα ανέλκυσης και καθέλκυσης σκαφών που η ίδια χρησιμοποιούσε στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Και ναι μεν από τη μη πιθανολόγηση με την άνω με αριθ. 753/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της επαρκούς εξασφάλισης της ένδικης χρηματικής απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων σε μέρος των άνω συντηρητικά κατασχεθέντων τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας στη δεύτερη και στην τρίτη των καθ’ ων δεν δημιουργείται, κατά την ορθότερη άποψη, προσωρινό δεδικασμένο ως προς το ζήτημα αυτό στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο της κύριας δίκης, που είναι ο «φυσικός δικαστής» της όλης υπόθεσης υπό τη νέα διατύπωση του άρθρου 697 Κ.Πολ.Δ.  (Μιχ. Μαργαρίτη, Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ. 2018, υπ’ άρθρο 697, αριθ. 9, σ. 162), παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η πρώτη των καθ’ ων, ωστόσο δεν πιθανολογείται ότι εξέλιπαν και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβολή της επίδικης συντηρητικής κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας εις χείρας της δεύτερης και της τρίτης των καθ’ ων, η οποία απέβλεπε στην εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων, η οποία εξακολουθεί να είναι επισφαλής. Ειδικότερα, από τα εισφερθέντα άνω αποδεικτικά στοιχεία πιθανολογείται ότι τα άνω ποσά των 79.876,17 και 77.401,67 ευρώ που κατασχέθηκαν συντηρητικά, σύμφωνα με τις άνω θετικές δηλώσεις των καθ’ ων τραπεζών, υπολείπονται δυσανάλογα της οριστικά επιδικασθείσας απαίτησης στην πρώτη των καθ’ ων (εκ 578.535,00 ευρώ, πλέον τόκων) και ότι η αιτούσα εξακολουθεί να μη διαθέτει άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία ικανά να ικανοποιήσουν την απαίτηση αυτή που έχει διαγνωσθεί οριστικά σε βάρος της. Πέραν τούτων πιθανολογείται ότι ο κύκλος εργασιών της αιτούσας παραμένει περιορισμένος για την αυτόνομη και διαρκή λειτουργία της και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής για την κάλυψη της άνω απαίτησης, η οποία δεν αποκλείεται και να αυξηθεί μετά την άσκηση της από 15-12-2023 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …./15-12-2023 έφεσης της ενάγουσας (και ήδη πρώτης των καθ’ ων) κατά της άνω με αριθ. 3176/2023 απόφασης, έφεση με την οποία η πρώτη των καθ’ ων παραπονείται ότι εσφαλμένα αναγνωρίστηκε συνυπαιτιότητά της στην ολική καταστροφή και απώλεια του σκάφους της. Οι ισχυρισμοί της ότι πρόσφατα της προτάθηκε να ναυπηγήσει αντί 350.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. ένα χαλύβδινο σκάφος μήκους 23,80 μέτρων και ότι είναι κυρία και ενός φορείου ανέλκυσης – καθέλκυσης σκαφών, αξίας 300.000,00 – 350.000,00 ευρώ και λοιπού πρόσθετου εξοπλισμού (εργαλείων, κ.λ.π.), των οποίων η αξία επαρκεί προς εξασφάλιση τουλάχιστον του 60% της απαίτησης που αναγνωρίστηκε πρωτόδικα, δεν κρίνονται ικανοί να μεταβάλουν την άνω άποψη του δικαστηρίου, διότι δεν στηρίζονται σε έγγραφα στοιχεία με έγγραφη χρονολογία (π.χ. σύμβαση ναυπήγησης νέου σκάφους, αποδεικτικό κυριότητας / τύπου / χαρακτηριστικών φορείου ανέλκυσης – καθέλκυσης σκαφών, εργαλείων, κ.λ.π.) και για το λόγο αυτό δεν κρίνονται πειστικά όσα αντίθετα κατέθεσαν οι μάρτυρες της αιτούσας ………….. (Αρχιμηχανικός Ε.Ν, διατηρήσας συνεργασία με το ναυπηγείο της αιτούσας για δικό του σκάφος αλλά και για άλλα, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου) και ……….. (διαχειριστής της εταιρίας «………», η οποία διατηρεί ναυπηγείο στο Πέραμα, με συνεργασία με το ναυπηγείο της αιτούσας). Είναι δε αξιοσημείωτο ότι από τους άνω μάρτυρες της αιτούσας, ο εξετασθείς στο ακροατήριο ………….. καταθέτει, μεταξύ άλλων «……στο ναυπηγείο της αιτούσας βάρκες πάνε και σκάφη μικρά…., οι επισκευές γίνονται από τους ίδιους τους εφοπλιστές, ……., ο φουκαράς που έχει το ναυπηγείο αποκλείεται να έχει λεφτά για να δώσει μια εγγυοδοσία, …. δεν είναι δικό του το ακίνητο…., ακίνητη περιουσία δεν έχει…., η μεταλλική ράμπα (ανέλκυσης – καθέλκυσης σκαφών) φτιάχτηκε και προσαρμόστηκε για το συγκεκριμένο ναυπηγείο», ενώ ο ενόρκως βεβαιώσας μάρτυράς της …………… παραλείπει να αναφερθεί στον τύπο, την παλαιότητα και τα λοιπά χαρακτηριστικά του φορείου ανέλκυσης – καθέλκυσης σκαφών, καθώς και στο είδος, την αξία,  τη χρησιμότητα και τα χαρακτηριστικά των εργαλείων, καίτοι χωρίς τα στοιχεία αυτά, για τα οποία δεν υπάρχουν πληροφορίες από άλλα στοιχεία της δικογραφίας, δεν δύναται να πιθανολογηθεί ασφαλώς η επαρκής εξασφάλιση της χρηματικής απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων σε μέρος των συντηρητικά κατασχεθέντων τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας στη δεύτερη και στην τρίτη των καθ’ ων. Κατόπιν τούτων, αφού ληφθεί υπόψη: α) το μεγάλο ύψος της απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων για την οποία επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση των άνω τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας, β) ο επικείμενος κίνδυνος να μείνει εν τέλει ανικανοποίητη η απαίτηση αυτή, η οποία εξασφαλίζεται μερικώς από τις άνω δεσμευμένες καταθέσεις, γ) ότι οι καταθέσεις αυτές αναμένεται να εξαντληθούν σε λιγότερο από τέσσερις μήνες αν απελευθερωθεί μηνιαίως το αιτούμενο ποσό των 20.000,00 ευρώ από έκαστο εκ των άνω λογαριασμών της αιτούσας, χωρίς ταυτόχρονα να αναμένεται εισροή επαρκών κεφαλαίων στο ταμείο της από ναυπήγηση κάποιου σκάφους ή από εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της, δ) η οικονομική εικόνα της αιτούσας, της οποίας πιθανολογείται σφόδρα η επισφαλής οικονομική κατάσταση, ε) ότι ήδη συζητήθηκαν ενώπιον του Εφετείου Πειραιά στις 18-4-2024 οι άνω εφέσεις της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ ων κατά της άνω με αριθ. 3176/2023 απόφασης, που αποτέλεσε τον τίτλο για την επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση, κατά το εξεταζόμενο άνω μέρος της που κρίθηκε νόμιμη, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία, παρελκομένης μετά ταύτα της εξέτασης του αιτήματος της πρώτης των καθ’ ων περί παροχής εγγυοδοσίας ποσού 600.000,00 ευρώ σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ ων, οι οποίες μόνο παραστάθηκαν, λόγω ύπαρξης ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 εδάφ. α’ Κ.Πολ.Δ.), ενώ ως προς τις απολειπόμενες δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί δικαστικών εξόδων, διότι αυτές, λόγω της ερημοδικίας τους, δεν υπέβαλαν σχετικό αίτημα και δεν υποβλήθηκαν σε δικαστικά έξοδα, ενώ δεν υποβλήθηκε και αίτημα επιβολής δικαστικών εξόδων εναντίον τους (άρθρα 106, 176 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης και της τρίτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ ων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  30 Μαΐου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 5 Iουνίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

         Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ