Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 279/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    279/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τον Γραμματέα ………………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ: 1) Της εν εκκαθαρίσει τελούσης και επί της οδού …………. Αττικής εδρευούσης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ………….. με Α.Φ.Μ. ………. η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από την …………., κατοίκου …………….., 2) Του ……….., 3) Της ……………, 4) Της ……….., 5) Του ……………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον  πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ ΚΟΡΑΚΗ του Δ.Σ.Π  με Α.Μ. ………..

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ: 1) Του …………., 2) Της ………….. και οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Παντελίδου του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ………. με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………../2023 αγωγή τους η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 21-9-2023 αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3326/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου(ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών).

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών οι  εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 13-12-2023 έφεση τους και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου έφεσης …………/2023 ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και …………../2023  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου,  ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να  απορριφθεί η ένδικη αγωγή και η οποία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί κατά την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ οι εκκαλούντες εκπροσωπήθηκαν από τον ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους ο οποίος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 3326/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-μισθωτικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2023 αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων κατά των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους εναγόμενους και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 10-10-2023 ενώ η έφεση τους ασκήθηκε στις 28-12-2023 (βλ την με αριθμό ………../2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Περαιτέρω καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ (βλ. το με αριθμό ………… e-παράβολο προσκομίζεται δε και η από 13-12-2023 απόδειξη πληρωμής του από την my ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.) Πρέπει συνεπώς να γίνει αυτή τυπικά δεκτή (άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι δυνάμει του με αριθμό ……………/30/12/2009 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/ 2 εξ’ αδιαιρέτου σε ένα ακίνητο που βρίσκεται στο ……… στην θέση ……. και στην οδό ………..,  το οποίο περιγράφουν αναλυτικά κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή τους. Ότι οι εναγόμενοι είναι οι μοναδικοί μέτοχοι της μισθώτριας εταιρίας η οποία είναι απόλυτα οικογενειακή. Ότι δυνάμει του από 29/11/2013 μισθωτηρίου συμβολαίου οι ενάγοντες εκμίσθωσαν στους εναγόμενους κατά το ποσοστό τους  το ανωτέρω οικόπεδο ως επαγγελματική στέγη και δη ως αποθήκη. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για δύο ήτοι από τις 1/12/2013-31/12/2015 ανερχόμενο στο ποσό των 1.500 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6%. Ότι με την λήξη του συμφωνημένου χρόνου της ανωτέρω μίσθωσης το μίσθωμα θα αυξανόταν κατά ποσό 6% κατ’ έτος επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου μισθώματος. Ότι λόγω υπερημερίας στην καταβολή των μισθωμάτων από το έτος 2016 μέχρι τον Οκτώβριο του 2021 κατήγγειλαν την μίσθωση στις 21-10-2021 ενώ οι εναγόμενοι εξακολουθούσαν να κάνουν χρήση του μίσθιου παρά την γενόμενη καταγγελία μέχρι την 18-5-2022 οπότε και αποχώρησαν χωρίς να καταβάλλουν κανένα ποσό για την χρήση του μίσθιου. Ότι οι εναγόμενοι για το χρονικό διάστημα από τις 1/1/2016 μέχρι τις 18/5/2022 τους οφείλουν το συνολικό ποσό των 76.659,54 ευρώ όπως ειδικότερα αναλύουν στην αγωγή τους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον καθόσον η πρώτη εναγόμενη  είναι τύποις μόνο ανώνυμη εταιρία ενώ στην πραγματικότητα είναι οικογενειακή προσωπική εταιρία έχουσα τους λοιπούς εναγόμενους ως μετόχους και μέλη του δ.σ. αυτής προκειμένου να αποφύγουν οι λοιποί εναγόμενοι την προσωπική ευθύνη τους εκ των εταιρικών υποθέσεων. Ότι συνεπεία της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς των εναγόμενων την οποία αναλύουν στην αγωγή τους προσβλήθηκε η προσωπικότητα τους και υπέστησαν ηθική βλάβη ποσού 20.000 ευρώ και συνολικά ζημιώθηκαν στο ποσό των 98.659,54 ευρώ. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητούν όπως με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι να καταβάλουν στους ενάγοντες κατά την αναλογία ενός εκάστου το ποσό των 98.659,54 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως καθώς επίσης να καταδικαστούν αυτοί στην πληρωμή της δικαστικής τους δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων αφού έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη την έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και  υποχρέωσε τους εναγόμενους με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ’ αυτών  στους ενάγοντες το χρηματικό ποσό των 62.742,67 ευρώ  κατά το ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική τους μερίδα επί του κοινού μίσθιου πράγματος, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι εξόφλησης. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ…………./2023 έφεση τους παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση της λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και  σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως, και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ? αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ,  σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο.

Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83§2 του κ.ν.2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5§ 1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρίας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρα 1§3 κ.ν.2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν.3604/2007, 41 §2 ν.959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητα τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρίας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρία επιχείρησης αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρίας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μέτοχου η εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία όταν η εταιρία  δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας η κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μέτοχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή τον βασικό μέτοχο η εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφαινόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετός οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρίας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ` αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται, όμως γι` αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρία στον βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφους από τον μέτοχο αυτόν η εταίρο στην εταιρία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερόμενου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (Ολ ΑΠ 2/2013,ΑΠ 781/2018,ΑΠ 1369/2018, δημ/νες σε ΤΠΝ Νόμος, ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013,964,ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ ΞΑ? , 915). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλύτερου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ` άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ. Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές, πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, και δη της νομικής προσωπικότητας αυτών στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρο 281 ΑΚ. Αναγκαία είναι η ειδική μνεία στην αγωγή των συγκεκριμένων περιστατικών που ενδεικνύουν την εκ μέρους του εναγόμενου κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, όπως ανωτέρω εξειδικεύθηκαν (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013 0.π., ΑΠ 905/2010 ΕΕμπΔ 86, ΑΠ 330/2010 ο.π., ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 15, 804, ΕφΠειρ 111/2017, ΔΕΕ 2017/ 657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811[2013, ΕΝΔ 2014/40, ΕφΠειρ 110/2013, Αρμ 2013/2400, ΕφΠειρ 586/2012, ΕΝΔ 2012/409, ΕφΠειρ 601/2011 , ΔΕΕ 2012/30).

Με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου, της τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των εναγόμενων διότι η ένδικη μίσθωση συνήφθηκε μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και των εναγόντων η οποία και ευθύνεται για τα χρέη και τις οφειλές της έναντι των τρίτων και όχι τα μέλη του δ.σ. αυτής. Ως προς αυτόν τον λόγο λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Στην ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι η πρώτη εναγόμενη  είναι τύποις μόνο ανώνυμη εταιρία ενώ στην πραγματικότητα είναι οικογενειακή προσωπική εταιρία έχουσα τους λοιπούς εναγόμενους ως μετόχους και μέλη του δ.σ. αυτής προκειμένου να αποφύγουν οι λοιποί εναγόμενοι την προσωπική ευθύνη τους εκ των εταιρικών υποθέσεων και εκ του λόγου αυτού πρέπει να υποχρεωθούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και απεριορίστως και δια της προσωπικής τους περιουσίας έκαστος εξ’ αυτών. Όμως η ένδικη αγωγή καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου, τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των εναγόμενων τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας δεν περιέχει τα απαιτούμενα από το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠΟΛ στοιχεία καθόσον δεν εκτίθενται κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ειδικό τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά σχετικά με την επικαλούμενη εκ μέρους των εναγόντων κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγόμενης και τη σχέση απόλυτης κυριαρχικής εξάρτησής της, από οικονομικής και διοικητικής απόψεως, από τους λοιπούς εναγόμενους, αλλά απλώς γίνεται επιγραμματικά μνεία και σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς καν να αναφέρονται συγκεκριμένα πράξεις που να δικαιολογούν την αιτούμενη άρση του μανδύα της νομικής προσωπικότητας της πρώτης για τη στοιχειοθέτηση προσωπικής ευθύνης του δεύτερου, της τρίτης, της τέταρτης και του πέμπτου των εναγόμενων, όπως απαιτείται και όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Μετά ταύτα ο τρίτος λόγος έφεσης των εκκαλούντων περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου, τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των εναγόμενων πρέπει να γίνει δεκτός και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά των ανωτέρω εναγόμενων ως παθητικά ανομιμοποίητη ως προελέχθη ανωτέρω. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης τους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε στους ενάγοντες το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που αυτοί υπέστησαν συνεπεία της μη καταβολής του μισθώματος από τους εναγόμενους. Οι ενάγοντες εκθέτουν ότι αυτοί αντιμετώπισαν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δόσεων του τραπεζικού δανείου που αυτοί έλαβαν από την Τράπεζα Πειραιώς για την αγορά του μίσθιου ακινήτου, ότι αυτοί οχλούσαν τους εναγόμενους για την καταβολή του μισθώματος συνεχώς, διαδικασία εξαιρετικά ψυχοφθόρα, ότι καίτοι κλήθηκαν να παραλάβουν το μίσθιο ακίνητο από τους εναγόμενους στις 27/2/2022 αυτοί τους το παρέδωσαν τελικά στις 18/5/2022. Ως προς αυτόν τον λόγο λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Μόνη η από τον ένα συμβαλλόμενο αθέτηση κάποιας συμβατικής υποχρεώσεως που ανέλαβε έναντι του άλλου δεν αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 919 ΑΚ  εκτός αν προέβη στην αθέτηση της υποχρεώσεώς του δόλια για να βλάψει τον άλλον (ΑΠ 725/2003, δημ. στην τράπεζα νομικών πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1615/1999 ΕλλΔνη 41. 344, ΕφΛαρ 175/2004, δημ. στην τράπεζα νομικών πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3906/2002 ΕλλΔνη 43. 224, ΕφΑθ 2647/1997 ΕλλΔνη 39. 652, ΕφΔωδ 120/1991 ΕλλΔνη 36. 398). Μετά ταύτα ο τέταρτος λόγος έφεσης των εκκαλούντων πρέπει να γίνει δεκτός διότι η ένδικη αγωγή κατά το κεφάλαιο της περί χρηματικής ικανοποίησης των εναγόντων λόγω της ηθικής βλάβης που αυτοί υπέστησαν από τις παραπάνω περιγραφόμενες πράξεις των εναγόμενων συνιστά αθέτηση μόνον των υποχρεώσεων τους από την σύμβαση μισθώσεως και όχι αδικοπραξία και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται η παραπάνω ένδικη απαίτηση των εναγόντων. Ως εκ τούτου η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη κατά το κεφάλαιο περί της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης των εναγόντων.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι εξ’ αδιαιρέτου συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2  ενός ακινήτου που βρίσκεται στο ……….. Αττικής στην θέση …………… το οποίο αποτελείται από οικόπεδο στο οποίο έχει ανεγερθεί η οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο αποθήκη επιφανείας 359,51 τμ και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο επιφανείας 210,81 τ.μ., με ΚΑΕΚ ……………. Στις 29-11-2013 οι ενάγοντες συμφώνησαν  όπως εκμισθωθεί το ανωτέρω ακίνητο στην πρώτη εναγόμενη η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από την τρίτη εναγόμενη με σκοπό να χρησιμοποιήσει η πρώτη εναγόμενη το μίσθιο ως επαγγελματική στέγη για χρονικό διάστημα δύο ετών και ενός μηνός αρχής γενομένης από την 1-12-2013 μέχρι την 31-12-2015 με μηνιαίο μίσθωμα ποσού 1.500 ευρώ πλέον τέλος χαρτοσήμου 3,6% με περαιτέρω συμφωνία για αύξηση του μισθώματος κατά 6% κατά έτος επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου μισθώματος σε περίπτωση παράτασης της μίσθωσης πέρα από τον συμφωνημένο χρόνο. Από το έτος 2.016 η πρώτη εναγόμενη υπήρξε υπερήμερη στην καταβολή των μισθωμάτων και έκτοτε παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες των εναγόντων. Ειδικότερα αυτή έπρεπε να καταβάλει από τα έτη 2016 έως τις 18-5-2022 οπότε και αποχώρησε από το μίσθιο τα παρακάτω μισθώματα: Για το έτος 2016: 1.500 Ε + 6%=1.590 Ε+ 3,6%=1.647,24 ευρώ μηνιαίως. Για το έτος 2017: 1.590+6%=1.685,40 Ε +3,6 %=1.746,07 Ε μηνιαίως. Για το έτος 2018: 1.685,40+6%=1.786,50 Ε+3,6%=1.850,83 μηνιαίως. Για το έτος 2019: 1.786,52+6%=1.893,71 Ε+3,6%=1.961,88 μηνιαίως. Για το έτος 2020: 1893,71 Ε+6%=2.007,33=3,6%=2.079,59 μηνιαίως. Για το έτος 2021: 2.007,33 Ε+6%=2.127,76+3,6%=2.204,35 ευρώ μηνιαίως. Για το έτος 2022: 2.127,76 Ε+6%=2.255,42 Ε=3,6%=2.336,61 Ε. Παρά ταύτα η πρώτη εναγόμενη από δυστροπία κατέβαλε όλα αυτά τα έτη τα παρακάτω ποσά τα οποία ήταν λιγότερα του μηνιαίου μισθώματος: Για το έτος 2016 κατέβαλε το ποσό των 12.803,03 Ε αντί του ποσού των 19.764,288 Ε και επομένως οφείλει την διαφορά ποσού 6.963,85 Ε. Για το έτος 2017 κατέβαλε το ποσό των 12.000 Ε αντί του οφειλόμενου 20.952,84 Ε. Για το έτος 2018 κατέβαλε συνολικά ποσό 12.200 Ε και δη 1.000 Ε για τους μήνες από τον Ιανουάριο του 2018 έως τον Ιούνιο του 2018, τον Ιούλιο του 2018 1.200 Ε,  1.000 Ε για τους μήνες από τον Αύγουστο του 2018 έως τον Δεκέμβριο του 2.018. Συνεπώς οφείλει στους ενάγοντες την διαφορά που προκύπτει από το οφειλόμενο μηνιαίο μίσθωμα και ειδικότερα για τους μήνες από τον Ιανουάριο του 2018- Ιούνιο του 2018 για κάθε μήνα 1.850,83-1000=850,83 Ε, για τον Ιούλιο του 2018 1.850,83-1.200=650,83 Ε, για τους μήνες από τον Αύγουστο του 2018 έως τον Δεκέμβριο του 2018 για κάθε μήνα 1850,83-1000=850,83 Ε. Συνολικά οφείλει το ποσό των 10.009,96 Ε. Το έτος 2019 κατέβαλε το ποσό των 12.000 Ε και δη 1.000 Ε μηνιαίως για τους μήνες από τον Ιανουάριο του 2019 έως τον Απρίλιο του 2019, για τον μήνα Ιούνιο του 2019 ποσό 1000 Ε, για τον Ιούλιο του 2019 2.000 Ε, για τους μήνες από τον Αύγουστο του 2.019 έως τον Δεκέμβριο του 2019 1.000 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς οφείλει στους ενάγοντες την διαφορά ποσού (1.961,88-1000=961,88 Ε) και δη για τους μήνες από τον Ιανουάριο του 2019 έως τον Απρίλιο του 2019 ποσό 3.847,52(961,88*4 μήνες), για τον Μάιο 2019 1.961,88 Ε, για τον Ιούνιο 2019 961,88 Ε, για τον Ιούλιο 2019 1.961,88-2000  αυτή κατέβαλε ποσό 38,12 Ε επιπλέον, τον Αύγουστο του 2019- Δεκέμβριο του 2019 (1.961,88-1000 Ε=961,88 Ε*5 μήνες=4.808,40 Ε). Συνολικά οφείλει το ποσό των 11.542,56 Ε. Για το έτος 2020 κατέβαλε 8.550 και δη 1.600 Ε τον Φεβρουάριο2020,300 Ε τον Απρίλιο του 2020,1.400 Ε για τον Μάιο του 2020, για τον Ιούνιο Ε για τον Ιούνιο του 2020, 1.000 Ε για τον Ιούλιο του 2020, 800 Ε για τον Αύγουστο 2020,850 Ε για τον Σεπτέμβριο 2020, 800 Ε για τον Οκτώβριο 2020 και 800 Ε για τον Δεκέμβριο 2020. Συνεπώς οφείλει στους ενάγοντες την διαφορά που προκύπτει από το οφειλόμενο μίσθωμα και δη για τον Ιανουάριο 2079,59 Ε, για τον Φεβρουάριο (2079,59-1600=479,59, για τον Μάρτιο 2079,59, για τον Απρίλιο 20179,59-300=1779,59, για τον Μάιο 2020 2079-1400=679,59 Ε, για τον Ιούνιο 2020 2079-1000=1079,59 Ε, για τον Ιούλιο 2020 2079,59-1000=1079,59, για τον Αύγουστο 2020 2079,59-800=1279,59 Ε, για τον Σεπτέμβριο 2020 2079,59-850=1229,59 Ε, για τον Οκτώβριο 2079,59-800=1279,59, για τον Νοέμβριο 2020 2079,59 για τον Δεκέμβριο 2079,59-800=1279,59 και συνολικά το ποσό των 16.405,08 Ε. Για το έτος 2021 κατέβαλε 11.350 Ε και δη 600 Ε για τον Φεβρουάριο 2021,700 Ε για τον Απρίλιο 2021, 400 Ε για τον Μάιο 2021 800 Ε, για τον Ιούλιο του 2021 400 Ε για τον Αύγουστο 2021 400 Ε, για τον Σεπτέμβριο 2021 400 Ε, για τον Νοέμβριο 2021 8.050 Ε. Συνεπώς οφείλει στους ενάγοντες την διαφορά που προκύπτει από το οφειλόμενο μίσθωμα και δη για τον Ιανουάριο 2021 2.204,35 Ε, για τον Φεβρουάριο 2021 2.204,35-600=1604,35 Ε, για τον Μάρτιο 2021 2.204,35 Ε, για τον Απρίλιο 2021 2.204,35 -700 Ε= 1.504,35 Ε, για τον Μάιο 2021 2204,35-400=1.804,35 Ε, για τον Ιούνιο 2021 2.204,35 Ε, για τον Ιούλιο 2021 2.204,35 -800 Ε 1.404,35 Ε, για τον Αύγουστο 2021 2204,35 Ε-400 Ε 1.804,35 Ε, για τον Σεπτέμβριο 2021 2.204,35-400 Ε=1.804,35 Ε, για τον Οκτώβριο 2204,35 Ε, για τον Νοέμβριο 2021 2.204,35-8.050 κατέβαλε 5..845,65 ε επιπλέον, Δεκέμβριο 2021 2.204,35 Ε και συνολικά οφείλει την διαφορά ποσού 15.102,20 Ε. Τ ανωτέρω ποσά για τους μήνες Ιανουάριο 2021 έως τον Οκτώβριο του 2021 οφείλονται ως μίσθωμα ενώ για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2021 ως αποζημίωση χρήσης η οποία ισούται με το συμφωνημένο μίσθωμα διότι οι ενάγοντες κατήγγειλαν την μίσθωση στις 21-10-2021 και παρόλα αυτά η εναγόμενη παρακρατούσε το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης μέχρι την 18-5-2022 οπότε και αποχώρησε χωρίς να έχει καταβάλει κανένα ποσό για την χρήση του μίσθιου. Για το έτος 2022 μέχρι και την 18/5/2022 κατέβαλε συνολικά 4.000 Ε και δη 1000 Ε για τον Ιανουάριο 2022, 1.000 Ε για τον Απρίλιο 2022 και 2000 Ε για τον Μάιο 2022. Επομένως οφείλει στους ενάγοντες την διαφορά μηνιαίως για το έτος 2022 και δη τον Ιανουάριο 2022 2.336,61-1.000=1.336,61 Ε, τον Φεβρουάριο 2022 2.336.61 Ε, τον Μάρτιο 2022 2.336,61 Ε, τον Απρίλιο 2022 2.336,61 -1.000 =1.336,61 Ε και τον Μάιο 2.336,61-2000=336,61 Ε. Συνολικά οφείλει το ποσό των 7.683,05 Ε. Από τις διατάξεις των άρθρων 250 και 253 ΑΚ, προκύπτει σαφώς ότι σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις του εκμισθωτή για μισθώματα, η βραχυπρόθεσμη δε αυτή παραγραφή αρχίζει από την αρχή κάθε επομένου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρήχθησαν και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει τη σχετική αγωγή (βλ. ΑΠ 265/1979 ΝοΒ 27. 1280, ΕΦ ΠΕΙΡ. 585/2025Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ισχύει για κινητά, ακίνητα ή αγροτικά μίσθια, ανεξάρτητα από το είδος της μίσθωσης (Χ. Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου, 1982, παρ. 8, σελ. 185, αριθμός 464). Όμως το δικαίωμα των εναγόντων να απαιτήσουν τα μισθώματα των ετών 2016 κα 2017 καθόσον άσκησαν το δικαίωμα τους αυτό με την ένδικη αγωγή η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 18-1-2023 για καταβολή των καθυστερούμενων μισθωμάτων οι επίδικες αυτές περιοδικές αξιώσεις έχουν υποπέσει σε παραγραφή λόγω συμπλήρωσης πενταετίας γενόμενης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της ένστασης των εναγόμενων. Οι ενάγοντες προέβαλαν με την προσθήκη στις προτάσεις τους την αντένσταση  αναστολής συμπλήρωσης της παραγραφής καθόσον αυτοί παρεμποδίστηκαν να ασκήσουν το δικαίωμα τους λόγω ανωτέρας βίας και δη της πανδημίας του κορονοϊού. Ο παραπάνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος διότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι η ανωτέρα βία επήλθε κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής της αξίωσης τους. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται με σχετικούς λόγους έφεσης ότι καταχρηστικά ασκείται η ένδικη αγωγή διότι υπήρχε σιωπηρή συμφωνία των συμβαλλομένων μερών να καταβάλλεται από το έτος 2016 και μετέπειτα μειωμένο μίσθωμα 1.000 Ε, λόγω της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπιζε η πρώτη εναγόμενη καθώς οι ενάγοντες εισέπρατταν αυτό το ποσό αδιαμαρτύρητα από την 1-1-2016 και έκτοτε. Γεγονός είναι ότι η πρώτη εναγόμενη στις 20-1-2021 υπέβαλε στην ΑΑΔΕ αντίγραφο υποβληθείσης δήλωσης περιουσιακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας στην οποία αναφέρει ότι δεν συμφωνεί με το μίσθωμα των 1.500 Ε μηνιαίως που εμφανίζουν οι ενάγοντες ισχυριζόμενη ότι αυτό ανέρχεται στο ποσό των 1.000 Ε μηνιαίως(βλ. το από 27/3/2021 αντίγραφο της ανωτέρω μίσθωσης), όπως επίσης αυτή επέδωσε την από 26-3-2021 εξώδικη διαμαρτυρία με δήλωση πρόσκληση και επιφύλαξη δικαιωμάτων προς τους ενάγοντες με την οποία τους καλούσε να προβούν σε τροποποιητική δήλωση του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 1.000 Ε μηνιαίως όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους προφορικά από το έτος 2016 την 1-4-2021 στον πρώτο ενάγοντα και στις 8-4-2021 στην δεύτερη ενάγουσα. Οι ενάγοντες με την από 5-3-2021 εξώδικη διαμαρτυρία- πρόσκληση- δήλωση μετ’ επιφυλάξεως των νόμιμων δικαιωμάτων τους που κοινοποίησαν στην πρώτη εναγόμενη στις 1-4-2021 αρνήθηκαν την μονομερή αυτή τροποποίηση της ένδικης μίσθωσης και την κάλεσαν να καταβάλει το σύνολο του μηνιαίου μισθώματος ποσού 1.500 Ε μηνιαίως όπως είχε συμφωνηθεί αρνούμενοι το γεγονός ότι είχε συμφωνηθεί προφορικά καταβλητέο μίσθωμα ποσού 1.000 Ε μηνιαίως. Συνεπώς μετά ταύτα η παραπάνω ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος διότι οι ενάγοντες στις 20-1-2021 υπέβαλλαν στην υπηρεσία taxis της ΑΑΔΕ δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας με δηλωμένο μίσθωμα ποσού 1.500 Ε, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτοί δεν αποδέχονταν το μηνιαίο μίσθωμα των 1.000 Ε που τους κατέβαλλε η πρώτη εναγόμενη. Ενισχυτικό των παραπάνω είναι ότι η πρώτη εναγόμενη δεν προσκομίζει ιδιόχειρο μισθωτήριο συμφωνητικό υπογραφόμενο από τα προαναφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη στο οποίο να αναγράφεται το μηνιαίο μίσθωμα των 1.000 Ε. Η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε μισθώματα τα οποία δεν ήταν σταθερά στο ποσό των 1.000 ευρώ έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι σιωπηρά είχε συμφωνηθεί αυτό το μίσθωμα αλλά αντιθέτως κατέβαλε μετά από πιέσεις διάφορα ποσά όπως 800 Ε, 900 Ε, 300 Ε, 400 Ε, 1.400 Ε, 850 Ε, 600 Ε και 700 Ε. Στις αποδείξεις πληρωμής οι ενάγοντες έγραφαν στο τέλος έναντι ενοικίου γεγονός που αποδεικνύει ότι το ποσό αυτό εκλαμβάνονταν από τους ενάγοντες ως μέρος του οφειλόμενου ενοικίου των 1.500 Ε και ότι ουδέποτε αποδέχτηκαν οι ενάγοντες ως εξόφληση ενοικίου τα ποσά αυτά. Οι ενάγοντες όλα αυτά τα χρόνια διαμαρτύρονταν προφορικά για την αυθαίρετη μείωση του μισθώματος εκ μέρους της αναγόμενης χωρίς αποτέλεσμα. Συνεπεία της αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης οι ενάγοντες κατήγγειλαν την ένδικη μίσθωση στις 21-10-2021 αιτούμενοι τα μέχρι τότε οφειλόμενα μισθώματα ενώ η τελευταία παρέμενε στο μίσθιο στις 18-5-2022 χωρίς να καταβάλει αποζημίωση χρήσης μίσθιου. Επομένως η συνολική οφειλή της εναγόμενης ανέρχεται στο ποσό των 60.742,67 Ε(10.009,96+11.542,56 Ε+16.405,08 Ε+15.102,02 Ε+7.683,05 Ε). Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους εις ολόκληρον ο καθένας εξ’ αυτών να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 62.742,67 Ε κατά το ποσοστό που αναλογεί στην ιδανική μερίδα επί του κοινού μίσθιου πράγματος με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι εξόφλησης έσφαλε περί την ερμηνεία του νόμου. Θα πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός ο λόγος της ένδικης έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά παραδοχή της εφέσεως των εκκαλούντων, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως προς τον δεύτερο, τρίτη, τέταρτη και πέμπτο των εναγόμενων ως παθητικά ανομιμοποίητη, να γίνει δεκτή εν μέρει η ένδικη αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη, να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 60.742,67 Ε κατά το ποσοστό που αναλογεί στην ιδανική τους μερίδα επί του κοινού μίσθιου πράγματος με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι εξόφλησης. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του με αριθμό ……………. e-παράβολου στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠΟΛΔ) καθώς επίσης να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην πληρωμή  της δικαστικής δαπάνης του δεύτερου, τρίτης, τέταρτης και πέμπτου των εκκαλούντων του αμφοτέρων των βαθμών  δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠΟΛΔ), όπως επίσης να καταδικαστεί η πρώτη εκκαλούσα στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178,183ΚΠΟΛΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης,

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου …………../2023 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………./2023 έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 3326/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………../2023  αγωγή.

ΑΠΟΡΙΠΤΕΙ αυτή ως προς τον δεύτερο, την τρίτη, την τέταρτη και τον πέμπτο των εναγόμενων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσίβλητων την δικαστική δαπάνη του δεύτερου, της τρίτης, της τέταρτης και του πέμπτου των εκκαλούντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των  εξήντα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (60.742,67)  κατά το ποσοστό που αναλογεί στην ιδανική τους μερίδα επί του κοινού μίσθιου πράγματος με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι εξόφλησης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αριθμό ……………  e- παράβολου στους εκκαλούντες.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης εκκαλούσης μέρους της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις   17-6-2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ