Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 231/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ 

Αριθμός Απόφασης 231/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, που ορίστηκε απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση :

 

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ : 1) ………… 2) ……………. και 3) ………………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Θεόδωρου Παναγόπουλου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών  (ΑΜ ΔΣΑ ……..) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΘ’ ΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ : ……………, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αριστείδη Τσαβδαρίδη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά  (ΑΜ ΔΣΠ ………..) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Οι εκκαλούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 28-11-2022 με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/………../2022 έφεσή τους κατά της 3174/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2022, όπως συμπληρώθηκε με τους από 12-9-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023 πρόσθετους λόγους έφεσης. Η εν λόγω έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής προσδιορίστηκαν αρχικά για τη δικάσιμο της 19ης /10/2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όπου η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής εκφωνήθηκαν νόμιμα με την σειρά τους από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δηλώσεις κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.

AΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 25-9-2016 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………./2017 αγωγή (τακτική διαδικασία) κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την υπ’ αρ. 3174/2022 οριστική απόφαση, αφού δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, την έκανε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι, ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν ενώπιον του δικαστηρίου που την εξέδωσε, την από 28-11-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2022 έφεσή τους, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/………./2022, όπως συμπληρώθηκε με τους από 12-9-2023 με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/………./2023 πρόσθετους λόγους έφεσης.  Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα  και παραδεκτά κατ’ άρ. 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ,  με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή του σχετικού παραβόλου (e-παράβολο με αρ. ……………) (495 παρ. 3β ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού, όπως οι εκκαλούντες εκθέτουν και ο εφεσίβλητος δεν αμφισβητεί, έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης από μέρους τους στις 31-10-2022 και η έφεση κατατέθηκε στις 29-11-2022, όπως προκύπτει απ’ την οικεία πράξη κατάθεσης. Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως (535 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, οι εκκαλούντες με το από 12-9-2023 δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2023 και επιδόθηκε εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο, όπως προκύπτει απ’ την υπ’ αριθ. ……./15-9-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών   …….., άσκησαν πρόσθετους λόγους έφεσης. Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκήθηκαν σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου (άρθρα 520 παρ. 2 ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί, εφόσον, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, συνδέονται με τα εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, και να συνεκδικαστούν με την έφεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ. 1 εδάφ. α’ ΚΠολΔ, ώστε να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 25-9-2016 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2017 αγωγή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι στον Πειραιά στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2015 σε συνάντησή του με τον πρώτο εναγόμενο, με τον οποίο διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και ο οποίος γνώριζε την επιθυμία του να πραγματοποιήσει επιχειρηματική επένδυση στην Ελλάδα, τον δεύτερο εναγόμενο, υιό του, και την τρίτη εναγομένη, σύζυγό του, οι τελευταίοι του παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι διαθέτουν μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία και ότι τυγχάνουν εταίροι σε εταιρίες  με μεγάλα κέρδη στην Βουλγαρία, και του πρότειναν να συνεργαστεί μαζί τους επενδύοντας χρήματα σε μία απ’ τις κερδοφόρες εταιρίες τους στη Βουλγαρία και συγκεκριμένα σ’ αυτή με την επωνυμία “…………….”, τα οποία δεν θα κινδύνευαν, αφού σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσαν να του τα επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή σε μετρητά στην Ελλάδα. Ότι κατόπιν των διαβεβαιώσεων των εναγομένων, ο ενάγων πείστηκε και στις 24-9-2015 μετέφερε με έμβασμα σε λογαριασμό της άνω εταιρίας τους το ποσό των 258.000 ευρώ, το οποίο, όμως, τελικά απώλεσε, καθώς οι εναγόμενοι μετά την μεταφορά του ποσού εξαφανίστηκαν, όπως δε ο ίδιος διαπίστωσε όλα όσα του είχαν παραστήσει ήταν ψευδή, αφού ούτε φερέγγυοι ήταν ούτε διέθεταν κερδοφόρες επιχειρήσεις ούτε είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ότι από την άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη βλάβη στην περιουσία του αντίστοιχη με το χρηματικό ποσό που απώλεσε, όπως και ηθική βλάβη, εξαιτίας της στεναχώριας που δοκίμασε. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις νομότυπα κατατεθείσες στο πρωτόδικο δικαστήριο προτάσεις του, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν το ποσό των 258.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας του και το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, απ’ το οποίο έχει προηγουμένως αφαιρέσει το ποσό των 44 ευρώ, επιφυλασσόμενος για την ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων παράστασή του προς υποστήριξη της κατηγορίας, ήτοι συνολικά το ποσό των 308.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζήτησε, επίσης, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διαρκείας ενός έτους σε βάρος των εναγομένων και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη 3174/2022 απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι ήταν αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο, απορρίπτοντας τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγομένων, έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη κατ’ άρ. 297, 298, 330, 340, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 386 ΠΚ, πλην του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, το οποίο το απέρριψε ως μη νόμιμο μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Ακολούθως, έκανε την αγωγή δεκτή εν μέρει  και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα συμμέτρως το ποσό των 261.000 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 258.000 ως υλική ζημία και το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την έφεσή τους οι εναγόμενοι για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο, ζητώντας να εξαφανισθεί  η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος σε βάρος τους. Τέλος, οι εκκαλούντες ζητούν να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Στην καθιδρυθείσα δωσιδικία της αδικοπραξίας (άρ. 35 ΚΠολΔ) με το ν. 3994/2011 ισχύουν mutatis mutandis όσα ίσχυαν και στην καταργηθείσα δωσιδικία του ποινικού αδικήματος. Έτσι και υπό τη νέα διατύπωση του άρθρου 35 ΚΠολΔ ως νομικού θεμελίου της δωσιδικίας της αδικοπραξίας (άρθρο 914 ΑΚ) το κατά το άρθρο τούτο αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο προσδιορίζεται από τον τόπο τέλεσης της αδικοπραξίας, δηλαδή από τον τόπο στον οποίο τελέσθηκε η αντίστοιχη πράξη, καθώς και ο τόπος στον οποίο επήλθε το εκ της αδικοπραξίας αποτέλεσμα. Και εν προκειμένω αν ο τόπος τέλεσης της πράξης και ο τόπος επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος διαφέρουν, τότε αρμόδια καθίστανται συντρεχόντως τα δικαστήρια και των δύο… (Ν. Κλαμαρής/Σ.Κουσούλης/Σ.-Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 5η έκδ., 2023, § 12, σ. 394, sakkoulas-online). Εξάλλου,  κατά το άρθρο 16 του  ΠΚ «τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια η παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα». Στην αξιόποινη δε πράξη της απάτης (άρθρο 386 ΠΚ) τόπος τέλεσης αυτής είναι τόσο ο τόπος όπου έγινε η παράσταση των ψευδών γεγονότων ως αληθινών, όσο και ο τόπος που επήλθε στον παθόντα το τελικό αποτέλεσμα της βλάβης, ήτοι η μείωση της περιουσίας, καθώς και ο τόπος όπου επήλθαν τα ενδιάμεσα αποτελέσματα, ήτοι η πλάνη και η περιουσιακή διάθεση (ΑΠ 461/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τα άρθρα 22, 35, 46 και 263 στ. α’ ΚΠολΔ απορρίπτοντας την προβληθείσα από μέρους τους ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, αφού τοπικά αρμόδια για την εκδίκαση της αγωγής τυγχάνουν τα Δικαστήρια των Αθηνών, όπου βρίσκεται η κατοικία τους κατ’ άρ. 22 ΚΠολΔ και όχι του Πειραιά, όπου κατά τους αβάσιμους ισχυρισμούς του ενάγοντος στην αγωγή έλαβε χώρα η παράσταση των ψευδών γεγονότων από μέρους τους. Ο λόγος αυτός τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος αφού, κατά τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, που καθορίζουν την τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, η παράσταση των ψευδών γεγονότων απ’ τους εναγόμενους στον ενάγοντα έλαβε χώρα στον Πειραιά, ο οποίος αποτελεί κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, τόπο τέλεσης της αδικοπραξίας, με αποτέλεσμα να εγκαθιδρύεται τοπική αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατ’ άρ. 35 ΚΠολΔ.

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611 /2008 Δ 2008, 1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006, 907). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση ή (και)/χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος (ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 359/2012, ΕφΘεσ 1887/2012 καιΕφΔωδ 176/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα (ΑΠ 318/2011 και ΕφΘεσ 438/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης, που συμπληρώνεται απ’ τον πρώτο πρόσθετο λόγο, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, καθώς στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων δεν αμφισβητεί την ύπαρξη και την εμπορική δραστηριότητα της εταιρίας, με την οποία εκθέτει ότι του παρέστησαν ψευδώς ότι συνεργάζονται οι εναγόμενοι, ούτε εκθέτει ότι ο τραπεζικός λογαριασμός  που του έδωσαν, για να βάλει τα χρήματα, ανήκει σ’ αυτή, ότι δεν επικαλείται ότι η εν λόγω εταιρία δεν προχώρησε στην αξιοποίηση των χρημάτων που της μετέφερε, ούτε ότι αναζήτησε την εταιρία ή το νόμιμο εκπρόσωπό της και δεν τον βρήκε, ούτε ότι οι εναγόμενοι απέκτησαν την κυριότητα των χρημάτων που μετέφερε στο λογαριασμό της εταιρίας και συνακόλουθα διατείνονται ότι ο ενάγων δεν επικαλείται παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών ούτε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων. Επίσης, εκθέτουν ότι ο ενάγων παραλείπει να αναφέρει στην αγωγή του σε τι συνίστατο η επένδυση, στην οποία τον έπεισαν να προβεί, ποια θα ήταν η απόδοση και η διασφάλισή του. Οι  λόγοι της έφεσης, όμως, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθώς η αγωγή με βάση το ιστορούμενο περιεχόμενό της, όπως αυτό προεκτέθηκε, αξιολογείται ως επαρκώς ορισμένη, καθόσον ο ενάγων, που ζητεί αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκθέτει, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, α) ότι τελέσθηκε σε βάρος του από τους εναγόμενους αδικοπραξία, δηλαδή παράνομη και υπαίτια πράξη αυτής κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, η οποία, επιπροσθέτως, αποτελεί και αξιόποινη (ποινικά κολάσιμη) πράξη, ήτοι απάτη και β) ότι αυτός υπέστη άμεσα περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τα περαιτέρω δε στοιχεία που επικαλούνται οι εκκαλούντες αφορούν στην ουσία της υπόθεσης και την αποδεικτική διαδικασία.

Απ’ την επανεκτίμηση της με αρ. ………../30-11-2016 ένορκης βεβαίωσης των μαρτύρων …….. και …………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του, όπως προκύπτει απ’ τις …, … και …./23-11-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………., της με αρ. …………/22-12-2016 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς …………….., που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του, όπως προκύπτει απ’ την …../19-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………., της με αρ. …………./16-12-2016 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………….. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων μετά από  νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου τους σύμφωνα με την …………/6-12-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών …………., οι οποίες όλες λήφθηκαν  στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων, νόμιμα επαναπροσκομίζονται και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρ. 529 παρ. 1α ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (444 παρ. 1 γ ΚΠολΔ),  σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη απ’ το Δικαστήριο κατ’ άρ. 336 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων δραστηριοποιείται επαγγελματικά στην Ελβετία και επιθυμούσε να επενδύσει χρήματα με σκοπό το κέρδος. Τον Σεπτέμβριο του 2015, ευρισκόμενος στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως ήρθε σε επαφή με τον πρώτο εναγόμενο, τον οποίο γνώριζε από ετών και στον οποίο είχε εκφράσει την άνω επιθυμία του, συναντήθηκε μαζί του στον Πειραιά παρουσία και των λοιπών εναγομένων, υιού και συζύγου του πρώτου εξ αυτών. Οι εναγόμενοι έφτασαν στη συνάντηση με πολυτελή αυτοκίνητα και συγκεκριμένα ο πρώτος και η τρίτη εξ αυτών επέβαιναν σε ΙΧ τζιπ μάρκας MERCEDES  και ο δεύτερος σε ΙΧ μάρκας PORCHE CABRIO. Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τον ενάγοντα οι εναγόμενοι του παρέστησαν ότι διαθέτουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ενισχύοντας την εικόνα τους αυτή με τα πολυτελή αυτοκίνητα με τα οποία είχαν εμφανιστεί, ότι διαθέτουν κερδοφόρες εταιρίες στη Βουλγαρία και ότι είναι φερέγγυοι. Δεδομένης δε της επιθυμίας του ενάγοντος να επενδύσει χρήματα, την οποία γνώριζαν όπως προειπώθηκε, επικαλούμενοι τη δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα την περίοδο εκείνη, οι εναγόμενοι τον διαβεβαίωσαν ότι μπορούσε να συνεταιριστεί μαζί τους επενδύοντας χρήματα σε κάποια απ’ τις εταιρίες τους στη Βουλγαρία, τα οποία ήταν απολύτως διασφαλισμένα, αφού η επιχείρηση στην οποία θα επενδύονταν ήταν κερδοφόρα, σε κάθε δε περίπτωση, ανά πάσα στιγμή θα του τα επέστρεφαν οι ίδιοι σε μετρητά στην Ελλάδα. Για να ενισχύσουν μάλιστα ακόμη περισσότερο το οικονομικό τους προφίλ στον ενάγοντα, του επέδειξαν φωτογραφίες από ένα σκάφος-γιοτ με το όνομα Κ, το οποίο παρουσίασαν ως δικό τους. Σε συνέχεια της συνάντησης αυτής, ο πρώτος εναγόμενος απέστειλε στον ενάγοντα στις 19-9-2015 σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τον τραπεζικό λογαριασμό με αριθμό ………….., που διατηρούσε στην Τράπεζα …. στο Υποκατάστημα Χασκόβου στη Βουλγαρία η εταιρία με την επωνυμία “………………”, συμφερόντων τους, στην οποία του υπέδειξαν να επενδύσει τα χρήματά του. Ο ενάγων πεισθείς στις άνω διαβεβαιώσεις των εναγομένων περί ασφαλούς επένδυσης των χρημάτων του στην εν λόγω εταιρία συμφερόντων τους, και χωρίς να επιδιώξει επικοινωνία με άλλον εκπρόσωπο αυτής, στις 24-9-2015 απέστειλε με έμβασμα απ’ την Ελβετία μέσω της ελβετικής τράπεζας …………. από τον ……………… τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε σ’ αυτή ο αδελφός του ………….. και τον οποίο διαχειριζόταν πλήρως ο ίδιος για κάθε δοσοληψία και συναλλαγή (κατάθεση χρημάτων, αποδέσμευση, ανάληψη κλπ) σύμφωνα με το ……/26-5-2016 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., στον άνω υποδειχθέντα απ’ τους εναγόμενους τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας “……………” το ποσό των 258.000 ευρώ, προκειμένου οι εναγόμενοι να το επενδύσουν όπως είχαν συμφωνήσει. Την ίδια ημέρα, 24-9-2015, ο πρώτος εναγόμενος βρισκόταν στη Βουλγαρία και δη στη Σόφια, όπου διέμενε στο ξενοδοχείο ………………, λίγες δε ημέρες αργότερα μετέβη στη Σόφια και ο ενάγων, όπου παρέμεινε απ’ τις 28-9-2015 έως και τις 30-9-2015 μαζί με τον πρώτο εναγόμενο. Έκτοτε, όμως, ο ενάγων δεν είχε καμία πληροφόρηση απ’ τους εναγόμενους για την τύχη των χρημάτων του, με την πάροδο δε του χρόνου και αφού παρά τις συνεχείς προσπάθειές του, δεν κατάφερε να έρθει σε οποιαδήποτε επαφή μαζί τους, διαπίστωσε ότι οι εναγόμενοι τον είχαν εξαπατήσει, αφού ούτε φερέγγυοι ήταν, ούτε επιχειρηματίες με κερδοφόρες εταιρίες στη Βουλγαρία, ούτε διέθεταν μεγάλη ακίνητη και κινητή περιουσία. Οι εναγόμενοι αρνούνται οποιαδήποτε εμπλοκή τους με την εταιρία “…………”, πλην, όμως, αβάσιμα, καθώς αποδείχθηκε ότι είχαν στην κατοχή τους, χωρίς να μπορούν να το δικαιολογήσουν, κρίσιμα στοιχεία αυτής, και δη, εκτός απ’ τον λογαριασμό της στην άνω τράπεζα, έγγραφα συναλλαγής με τον αδελφό του ενάγοντος, ………., ποσού 252.000 ευρώ με ημερομηνία 15-9-2017 στο λογαριασμό με αριθμό ……….. στην τράπεζα ……….., το τιμολόγιο με αρ. …………/8-9-2015, που φαίνεται σαν κοινή αιτία εμβάσματος τόσο του ποσού του αδελφού του ενάγοντος (252.000 ευρώ) όσο και αυτού του ενάγοντος (258.000 ευρώ), αντίγραφο διαβατηρίου του αδελφού του ενάγοντος, όπως και αντίγραφο του πληρεξουσίου της άνω εταιρίας στον ………., με τον οποίο είχαν επαφές. Οι εναγόμενοι αρνούνται επίσης ότι έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη με τα χρήματα που κατέθεσε ο ενάγων στον άνω λογαριασμό της “………….”, επικαλούμενοι επιπλέον ότι τα χρήματα δεν ήταν δικά του αλλά του αδελφού του, ……….. ., με τον οποίο είχαν προηγούμενες συναλλαγές. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί ουδόλως αποδείχθηκαν, το γεγονός δε ότι ο ενάγων κατέθεσε τα εν λόγω χρήματα με έμβασμα από τραπεζικό λογαριασμό του οποίου δικαιούχος ήταν ο αδελφός του και του οποίου είχε την πλήρη διαχείριση, δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως παθόντα. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του τρίτου εναγομένου  ότι τον Σεπτέμβριο του 2015 δεν είχε καμία σχέση με όλα τα ανωτέρω καθώς υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στη Σάμο, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Τέλος, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν στην κυριότητά τους πολυτελή αυτοκίνητα, αλλά συνήθιζαν να μισθώνουν τέτοια, για να κινούνται και να δημιουργούν την εντύπωση ότι διαθέτουν οικονομική επιφάνεια. Απ’ τα παραπάνω σε συνδυασμό, προκύπτει ότι οι εναγόμενοι δεν ήταν φερέγγυοι ούτε μεγαλοεπιχειρηματίες με κερδοφόρες εταιρίες στη Βουλγαρία ούτε διέθεταν οικονομική επιφάνεια με μεγάλη ακίνητη και κινητή περιουσία, όλα δε όσα παρέστησαν στον ενάγοντα ήταν ψευδή και κατέτειναν στο να τον πείσουν να μεταφέρει τα χρήματά του στον λογαριασμό που του υπέδειξαν, όπως και έγινε, αφού με τις ψευδείς παραστάσεις τους τον έπεισαν να μεταφέρει στον λογαριασμό της βουλγάρικης εταιρίας που προεκτέθηκε, το ποσό των 258.000 ευρώ, πράγμα που δεν θα έπραττε εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, ζημιωθείς στην περιουσία του. Εξ αυτού δε του λόγου ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή και υπέβαλε εναντίον των εναγομένων και έγκληση, συνεπεία της οποίας ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη για απάτη και με το 573/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, δίχως να έχει καταστεί γνωστή η έκβαση της δίκης. Επομένως, με την άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους οι εναγόμενοι προκάλεσαν στον ενάγοντα ζημία ύψους 258.000 ευρώ, την οποία και πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να του αποκαταστήσουν, όπως και ηθική βλάβη, εξαιτίας της στεναχώριας, της λύπης και της ταλαιπωρίας που υπέστη λόγω της απώλειας των χρημάτων του, για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000 ευρώ συνεκτιμώμενων της υπαιτιότητας των εναγομένων και του βαθμού αυτής, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της ζημίας που προκλήθηκε στον ενάγοντα, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών και τις περιστάσεις, όπως αυτές εκτέθηκαν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατέληξε  στα ίδια συμπεράσματα κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή του ενάγοντος και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν συμμέτρως τα άνω ποσά, με το νόμιμο τόκο απ’ την επίδοση της αγωγής, για τις ίδιες αιτίες, ορθά το νόμο εφάρμοσε και σωστά τις αποδείξεις εκτίμησε και ο τρίτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 98 περ. β ΚΠολΔ  η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατά το άρθρο 96 δεν περιλαμβάνει, εκτός αν αναφέρει ειδικά, την προσβολή εγγράφου ως πλαστού. Εξάλλου στο άρθρο 460 ΚΠολΔ ορίζεται ότι  κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Τέλος, στο άρθρο 461 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, στο δε άρθρο 463 ΚΠολΔ ότι, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Ο περιορισμός που τάσσει η διάταξη του άρθρου 463 και το απαράδεκτο δεν ανάγονται στο ουσιαστικό δικαίωμα της προσβολής εγγράφου ως πλαστού με εισαγωγικό δικόγραφο δίκης, αγωγή ή ανακοπή, αλλά έχουν εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός πλαστότητας προβάλλεται στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή (ΟλΑΠ 23/1999). Σε αμφότερες όμως τις περιπτώσεις απαιτείται για το παραδεκτό η κατά το άρθρο 98 ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο. Τέτοια ειδική πληρεξουσιότητα ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων πάντοτε υπάρχει αν για την πλαστογραφία έχει ήδη υποβληθεί μήνυση, κατά την δια του άρθρου 461 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ ρητή παραπομπή στις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠΔ, με την οποία παραπομπή εξισώνεται η προβολή του ισχυρισμού πλαστότητας στην πολιτική δίκη με καταμήνυση (ΑΠ 1266/80). Με το εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή και στην πολιτική δίκη άρθρο 42 παρ.2 ΚΠΔ ορίζεται ότι η μήνυση γίνεται είτε από τον ίδιο τον μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο, έχοντα τέτοια πληρεξουσιότητα δια ιδιωτικού εγγράφου με βεβαίωση της υπογραφής από αρμόδια αρχή και προσαρτώμενου στην έκθεση κατάθεσης της μήνυσης (ΕφΑιγ 7/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επιπλέον, ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγράφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθά εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Έγγραφης Συναλλαγής 1992, σελ. 138, 142). Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός από τη σύνδεση με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού, το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας είτε ως χρήστης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «…….» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο το χρήστη που του έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απόλυτα συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη (ΕφΠειρ 46/2014, ΤΝΠ Νόμος). Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, γιατί αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ένα έγγραφο του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τυπική αποστολή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση του μηνύματος και αποστολέα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό, παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη, με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Επομένως, ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και, κατ’ αναλογία για τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 ΚΠολΔ η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο εμπίπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 ΚΠολΔ, στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη του (άρθ. 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοσθεί από τον ίδιο τον αποστολέα, φέρει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Έτσι, το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη αποστολέα του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 ΚΠολΔ. Βέβαια, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο, ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο), χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.), εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους απόδειξης στον επικαλούμενο αυτή, για το λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της, ενώ η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται, δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο δεν ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με τα δεδομένα αυτά, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της § 4 του άρθρου 457 ΚΠολΔ (αμφισβήτηση της γνησιότητας) στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και της μηχανικής απεικόνισης τους (ΕφΠειρ 65/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, όπως συμπληρώνεται απ’ τον δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε πρωτίστως ως απαράδεκτη και σε κάθε περίπτωση επειδή έκρινε ότι τα έγγραφα στα οποία αφορούσε η σχετική ένσταση ήταν μη ουσιώδη για τη διάγνωση της διαφοράς, την προβληθείσα από μέρους τους ένσταση πλαστότητας των από 12-9-2015, 20-9-2015 και 22-9-2015 μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με φερόμενο αποστολέα την ηλεκτρονική διεύθυνση ……………… και φερόμενο συντάκτη τον πρώτο εξ αυτών, τα οποία ουδέποτε συντάχθηκαν ούτε απεστάλησαν απ’ τον τελευταίο αλλά αποτελούν προϊόν πλαστογραφίας του ενάγοντος, τον οποίο ρητά κατονόμασαν ως πλαστογράφο. Η ένσταση πλαστογραφίας, όμως, των επίμαχων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προβλήθηκε πρωτοδίκως με την προσθήκη των εναγομένων και επαναφέρεται με λόγο έφεσης, απαραδέκτως προβλήθηκε και επαναφέρεται με το εφετήριο, αφού οι προβάλλοντες τούτη εναγόμενοι-εκκαλούντες δεν έχουν καταθέσει έγκληση για πλαστογραφία, οι δε υπογράφοντες το δικόγραφο της προσθήκης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με το οποίο προτάθηκε ο ισχυρισμός για πρώτη φορά, όσο και το δικόγραφο της έφεσης δικηγόροι, δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν το απαιτούμενο έγγραφο ειδικής πληρεξουσιότητας, δεδομένου ότι το …………………./22-12-2016 ειδικό πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που επικαλούνται και προσκομίζουν, δεν αφορά στην υπό κρίση αγωγή. Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός αυτός των εκκαλούντων-εναγομένων εκτιμώμενος και ερευνητέος ως αμφισβήτηση της γνησιότητος των σχετικών εγγράφων, που, όπως ειπώθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, περιορίζεται πλέον στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και της μηχανικής απεικόνισης των μηνυμάτων, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού απ’ τα ίδια ως άνω αναφερόμενα κατά την έρευνα του τρίτου κατά σειρά λόγου έφεσης αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε η μη γνησιότητα των προσβαλλόμενων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει οι εκκαλούντες να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους  (άρθρα 183, 176, 191 § 2ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση και τους πρόσθετους λόγους κατά το τυπικό μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση και τους πρόσθετους λόγους κατ’ ουσία.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης με αρ. . . ……. στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 20.5.2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με παρούσα τη γραμματέα.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ