Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 237/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως  237/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του     εκκαλούντος: Του ΝΠΔΔ  με την επωνυμία  «Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά  ΤΖΑΝΕΙΟ», που εδρεύει στον Πειραιά  Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο  εκπροσωπήθηκε στο   ακροατήριο  από την  πληρεξούσια δικηγόρο, Ελένη Ποτήρη, βάσει δηλώσεως.

Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» ήδη μετονομασθείσα σε «………….  », που εδρευει στην Αθήνα, και  εκπροσωπείται νόμιμα, η  οποία  εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεώργιο-Μάρκο Αχουζαρίδη.

Η  ενάγουσα -εφεσίβλητη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 17-12-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018  αγωγή της  κατά  του εναγομένου –εκκαλούντος και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής  εκδόθηκε η υπ’  αριθμ. 3127/2019 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε  δεκτή  η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο  με την από 4-4-2022 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2022 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………./2022  και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16-2-2023  και μετ’ αναβολή για την δικάσιμο, που αναφερεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η    πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης   αναφέρθηκε στις έγγραφες   προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 ορίζεται ότι “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020-31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”, ενώ κατά την παρ.1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α` 48) ορίζεται ότι “Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους” και τέλος κατά την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν 4792/2021(Α` 54) ορίζεται ότι “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία ΔΙα/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00″ (Β` 1194), ήτοι η 6.4.2021”. (ΑΠ 987/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου ήδη κατά το άρθρο 49 Ν.4963/2022, ΦΕΚ A 149/30.07.2022 ορίσθηκε ότι« Ι.Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του πρώτου εδάφιου της περ. α ’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α` 182), ΚΠολΔ]. 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α` της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.».  Στην προκειμένη περίπτωση  η υπό κρίση  έφεση κατά της υπ’ αριθμ.  3127/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί νομοτύπως  και εμπροθέσμως , αφού  από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της, ενώ, εξάλλου,  ασκήθηκε εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι, από την επομένη της δημοσίευσής της εκκαλουμένης  (10-9-2019), άρχισε να τρέχει η ως άνω διετής καταχρηστική προθεσμία, η οποία, χωρίς την, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε 10-9-2021, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του, εξ αυτής, μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13-3-2020 έως 31-5-2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από 7-11-2020 έως 6-4-2021 (5 μήνες) και, συνολικά, χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ.1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης με την  κατάθεσή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς  στις 5-4-2022 ( ΑΠ 987/2022, ΑΠ 1130/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Συνακόλουθα η  έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (19, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β`, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ του ΚΠολΔ),  ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση του παράβολου, που ορίζεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ , αφού το εκκαλούν  δεν υποχρεούται στην καταβολή του, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 4 του ν. 2579/1998, που ορίζει ότι «οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Ιουνίου-10ης Ιουλίου 1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του δημοσίου» έχουν εφαρμογή και επί των Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία έτσι απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιοσδήποτε παράβολου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσων ή βοηθημάτων ή για τη διενέργεια οποιοσδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών».Επομένως είναι  τυπικα δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί πραιτέρω  ως προς το παραδεκτό και το  βάσιμο των  κατ’  ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω    διαδικασία  (άρθρα 522, 532,  533 § 1 ΚΠολΔ).      Στο άρθρο 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: “1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές, επιτρέπει όμως σ` αυτόν, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ιδίας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή και αντιστρόφως (ΑΕΔ 18/2009). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν την ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας, που δεν είχαν ακόμα υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι`), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση είναι διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς, έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 891/2018). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό, είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 3/2012 ΑΠ 891/2018). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από συμβάσεις με το Δημόσιο ή με ΝΠΔΔ υπάγονταν είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, και το οποίο ρητά προβλεπόταν και στο Ν. 4412/8-8-2016 “Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)”, με τον οποίο θεσπίστηκαν ενιαίοι κανόνες για τις διαδικασίες προγραμµατισµού, ανάθεσης, σύναψης και εκτέλεσης δηµοσίων συµβάσεων, μεταβλήθηκε, αφενός μεν ως προς τις συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών με τα άρθρα 21 και 22 του Ν. 4491/13-10-2017, με τα οποία αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως οι διατάξεις των άρθρων 175 και 198 του Ν. 4412/2016 και ορίστηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, διοικητικό εφετείο, στις οποίες διατάξεις μάλιστα προσδόθηκε αναδρομική ισχύς με την διάταξη του άρθρου 376 παρ. 14 του Ν.4412/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 23 ν. 4491/2017 και ορίζει ότι το άρθρο 175 του Ν. 4412/2016 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 198 του ιδίου νόμου) εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών, που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016,    αφετέρου δε ως προς τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών με το άρθρο 43 παρ. 24 περ. α` του ν. 4605/1-4-2019, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 205 Α` στον προαναφερόμενο Ν. 4412/2016, το οποίο άρχισε να ισχύει τρεις μήνες μετά από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (4605/2019) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ήτοι από 01.07.2019), σύμφωνα με το οποίο: “1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο διοικητικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση …”. Στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως, κατά τα ανωτέρω, δόθηκε για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών με το άρθρο 23 Ν.4491/2017, στην δε αιτιολογική έκθεση του Ν. 4605/2019 αναφέρεται ότι το άρθρο 205 Α` προστέθηκε στο νόμο 4412/2016, προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή στις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών του νόμου αυτού, ο οποίος, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 376 παρ.1 αυτού, εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και σε όλους τους διαγωνισμούς μελετών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων, σύμφωνα με τα άρθρα 61, 120, 290 και 330, λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι μετά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 08.08.2016. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι η προσθήκη του άρθρου 205 Α` στο νόμο 4412/2016 έγινε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος, χάριν της ενιαίας εφαρμογής των κανόνων του Ν. 4412/2016 και μόνον, αφού στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως δόθηκε για τα άρθρα 175 και 198 του ιδίου νόμου με το Ν.4791/2017 για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών και συνεπώς το άρθρο αυτό (205Α`) εφαρμόζεται για τις προσφυγές ή αγωγές, που κατατίθενται μετά την 1/7/2019, που άρχισε να ισχύει ο νόμος 4605/2019, που το προσέθεσε στο Ν. 4412/2016, και αφορούν σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων έλαβε χώρα μετά τις 08.08.2016 και για τις οποίες συνεπώς εφαρμόζεται ο Ν. 4412/2016, αντίθετα δε, δεν εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν το νόμο 4412/2016, για τις οποίες δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός, και τούτο ακόμα και αν η προσφυγή ή αγωγή κατατεθεί μετά την 1/7/2019.  Για τις συμβάσεις αυτές, που συνάφθηκαν πριν το νόμο 4412/2016, εφόσον δεν είναι διοικητικές αλλά είναι ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, παραμένει η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού δεν καταλαμβάνονται από το άρθρο 205 Α` του νόμου 4412/2016, που αφορά μόνο τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες εφαρμόζεται ο Ν. 4412/2016 (ΑΠ 268/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).         Κατά το άρθρο 1 του ν. 2286/1995, εξ άλλου, οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως. Γενικότερα ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.δ/τος 496/1974 “περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.” ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [ήδη 2.500 ευρώ με την υπ` αριθμ. 2/42053/0094 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β` 1033/7-8-2002)] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου,   η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 80 του ν. 2362/1995 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού”, συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι` αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρ. 158 και 159 παρ.1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρ. 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΟλΑΠ 862/1984, ΑΠ 1143/2023,ΑΠ 3/2020,  Α.Π.1223/2019, Α.Π.431/2018, Α.Π.327/2018, AΠ 1382/2017, ΑΠ 1160/2013, ΑΠ 1057/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Η ακυρότητα της συμβάσεως από την έλλειψη του απαιτουμένου τύπου είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.  Η πρόταση, ούσα μονομερής και απευθυντέα σε τρίτο δήλωση βουλήσεως και αποτελούσα ουσιώδες κατ` άρθ. 192 ΑΚ στοιχείο της συμβάσεως, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη.  (ΑΠ 457/2023, AΠ 3/2020, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 766/2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και ειδικότερα στο άρθρο 904 ΑΚ (ΑΠ 876/1995 ΕΕΝ 63.751, ΑΠ 787/1995 ΔΕΕ 1996.298). Ειδικότερα, το ΝΠΔΔ είναι υποχρεωμένο να αποδώσει στο πωλητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια την οποία αποκόμισε από τα αγαθά που αγόρασε, η οποία συνίσταται στο ποσό που θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο για την αγορά των ίδιων αγαθών με τα επίδικα  (ΑΠ 1376/2018, ΑΠ 1492/2017, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 766/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.) Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτως ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Από τον κανόνα του άρθρου αυτού, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας και έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι` αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (Ολ. ΑΠ 218/1977), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της ατιίας, με βάση την οποίαν έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν δηλαδή η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη . Αν όμως η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητος της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (Ολ. ΑΠ 2/2019). Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζομένη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητος της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ` ένσταση του εναγομένου, απετέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται με τον τρόπο αυτόν ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (Ολ. ΑΠ 22/2003, Ολ. ΑΠ 23/2003, ΑΠ 1157/2017). Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον ενάγοντα του λόγου ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσης (ΟλΑΠ 23/2003).  Την ακυρότητα από την έλλειψη τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός, που, ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στην σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτήν αυτεπάγγελτα, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημοσίας τάξης (ΑΠ 91/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα ΝΠΔΔ για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για την διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 831/2020, ΑΠ 493/2020,  ΑΠ 909/2018, ΑΠ 1358/2015, ΑΠ 1442/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.   Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 455, 458, 460, 461, 462 και 463 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση εκχωρήσεως έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαιτήσεως από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, ο οποίος γίνεται, από και διά της αναγγελίας της εκχώρησης κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη και ότι ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που του ανήκουν από την απαίτηση κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωποπαγείς) και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας. Ακόμη, η εκχώρηση είναι σύμβαση αναιτιώδης και άτυπη, συνέπεια δε του αναιτιώδους χαρακτήρα της είναι ότι δεν απαιτείται τήρηση τύπου και όταν η αποτελούσα την αιτία της εκχώρησης βασική σύμβαση είναι τυπική δικαιοπραξία. Μετά την αναγγελία, όμως, της εκχωρηθείσας απαίτησης αποκόπτεται οριστικά κάθε δεσμός του εκχωρηθέντος οφειλέτη προς τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτάται από τον αναγγείλαντα εκδοχέα, ο οποίος, καθίσταται αποκλειστικός δικαιούχος της εκχωρηθείσας απαίτησης δικαιούμενος να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη αυτής από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει τα οφειλόμενα μόνον στον εκδοχέα ως αποκλειστικό δικαιούχο και όχι στον εκχωρητή. Το δικαίωμα αυτό του εκδοχέα προς είσπραξη της απαίτησης δεν επηρεάζεται καθόλου από την τυχόν καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη στον εκχωρητή ή τρίτο δανειστή αυτού, αφού, μετά την αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη, η απαίτηση αποκτάται από τον εκδοχέα, στον οποίο μεταβιβάζονται όλα τα δικαιώματα, κύρια και παρεπόμενα, σχετικά με την εκχωρηθείσα απαίτηση και μόνον αυτός έκτοτε νομιμοποιείται να επιδιώξει την είσπραξή της από την εκχώρησή της (Ολ. ΑΠ 158/1969, ΝοΒ 17.563, Α.Π. 1093/2017, ΑΠ 528/2014,  Α.Π. 1576/2014, Α.Π. 1059/2012 ΑΠ1147/2011, ΑΠ 2185/2007   Τ.Ν.Π. Νόμος).  Ειδικά για την αναγγελία απαιτήσεων κατά των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου στο άρθρο 53 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ. 496/1974 ορίζεται ότι «1. Διά πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριον ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμοδίαν διά την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον διά την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριον κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείον εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ` ου η κατάσχεσις και εις την αρμοδΐαν διά την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης, Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμοδίαν διά την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2. Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρησις, διά την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προκειμένου για σύμβαση  εκχωρήσεως  χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π.δ.δ,  απαιτείται, για το έγκυρο αυτής, να κοινοποιηθεί η σχετική αναγγελία, όπως ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη, σε περίπτωση δε που δεν γίνουν όλες οι κοινοποιήσεις αυτές (σωρευτικώς), οι οποίες οπωσδήποτε δεν αναπληρώνονται από την ευθεία αναγωγή του ν.π.δ.δ. από τον εκδοχέα, δεν επέρχεται το μεταβιβαστικό της απαίτησης αποτέλεσμα της σύμβασης εκχώρησης έναντι του οφειλέτη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι ρητά θεωρείται, με την τελευταία παράγραφο του άρθρου 53 του ΝΔ 496/1974, η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γενόμενη αναγγελία, ως άκυρη.  Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη ως προς το τελευταίο (βλ. Α.Π. 151/2020, ΑΠ 1056/2019, ΑΠ 1616/2018, ΑΠ 422/2018, ΑΠ 1028/2018,  ΑΠ 480/2006  Τ.Ν.Π. Νόμος) και μπορεί να προταθεί τόσο από το ν.π.δ.δ., όσο και από οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον, ακόμη δε και να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Α.Π. 480/2006, Δ.Εφ.Χαν. 42/2018 Τ.Ν.Π. Νόμος), χωρίς να προϋποθέτει και το στοιχείο της βλάβης (ΣτΕ 3765/2013, ΣτΕ 1366/2010, ΔΕΕ 1112/1358, Δ.Εφ.Χαν. 42/2018,  Δ.ΕφΑθ. 671/2016 Τ.Ν.Π. Νόμος). Τέλος, η διάταξη του άρθρ. 7 § 2 του ν.δ/τος 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ( ΑΠ 1917/2007), ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το π.δ/γμα 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρ. 1-3 π.δ/τος 166/2003). Έτσι κατά το άρθρ. 4§2 του ως άνω π.δ/τος, που ήδη καταργήθηκε με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους, στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/ 2003 ορίζεται περαιτέρω ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και (β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (§3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (§4) (ΑΠ 766/2014, ΑΠ 430/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι για οφειλές νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, από εμπορική συναλλαγή με επιχείρηση που του παρέδωσε αγαθά ή υπηρεσίες έναντι αμοιβής, καθίσταται υπερήμερο και οφείλει τόκους υπερημερίας εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή υπηρεσιών, που έγινε μετά την 5-6-2003, ημερομηνία έναρξης ισχύος του π.δ. 166/2003 και όχι από την επίδοση αγωγής, το οφειλόμενο δε ποσοστό τόκου ορίζεται στο ίδιο προεδρικό διάταγμα ( ΟλΑΠ 10/2013, Α.Π. 271/2016,  Α.Π. 766/2014,  ΕφΑΘ 760/2022, ΝΟΜΟΣ).  Όμως η εφαρμογή του ως άνω προεδρικού διατάγματος προϋποθέτει αξίωση αμοιβής στηριζόμενη σε έγκυρη συμβατική σχέση και ως εκ τούτου δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της όταν η αξίωση κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συνίσταται σε απόδοση πλουτισμού λόγω ακυρότητας της μεταξύ του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και του ιδιώτη προμηθευτή συναφθείσας συμβάσεως, διότι αυτή λογίζεται, κατ` άρθρο 180 Α ως μη γενόμενη (Εφ. Αθ. 2422/2012, Εφ. Πειρ. 143/2014 ΝΟΜΟΣ).           Με την  από 18-12-2018 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………./2018 αγωγή, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία και ήδη εφεσίβλητη με την επωνυμία «  …………..  » ήδη μετονομασθείσα σε «……………… »,  εξέθετε  ότι δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων, την οποία συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία «……………..» και τον διακρτικό τίτλο  «…………» εκχωρήθηκαν σε αυτήν απαιτήσεις της  τελευταίας κατά του  εναγομένου ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΖΑΝΕΙΟ».  Ότι, ειδικότερα,  η τελευταία εταιρεία στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτής και του εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. το έτος 2008 προμήθευσε αυτό με διάφορα ορθοπεδικά είδη, για την πώληση  των οποίων εξέδωσε τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια πώλησης, συνολικής αξίας 22.450,54 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου  Φ.Π.Α. πλην όμως το εναγόμενο δεν κατέβαλε το αντίστοιχο τίμημα στην πωλήτρια ως άνω εταιρεία, παρά την εκ μέρους του ανεπιφύλακτη παραλαβή αυτών. Ότι την ανωτέρω σύμβαση εκχώρησης, κοινοποίησε νομίμως στους αναφερόμενους στην αγωγή φορείς, αναγγέλοντας τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις, καθιστάμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκλειστική  δικαιούχος αυτών.  Ότι την 30-12-2013 υπέβαλε στο εναγόμενο την υπ’ αριθμ.  αίτηση πληρωμής, πλην όμως το εναγόμενο δεν απάντησε σε αυτήν. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού  περιορισμού  του αιτήματος της αγωγής  με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκατατεθείσες προτάσεις της  (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 εδ β ΚΠολΔ), από καταψηφιστικό  σε έντοκο  αναγνωριστικό ζήτησε   να αναγνωρισθεί  ότι το εναγόμενο ΝΠΔΔ υποχρεούται να της καταβάλει, κατά την κύρια βάση της αγωγής, επικαλούμενη  έγκυρες συμβάσεις πώλησης, το ποσό των 22.450,54  ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως αυτός καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων  3 παρ. 3 και 4 παρ. 4 του ΠΔ 166/2003, άλλως με  κοινό  επιτόκιο, άλλως με επιτόκιο  6% και με τοκογονία  από την επομένη της λήξης ενός εκάστου τιμολογίου, αλλως από την  υποβολή της ως άνω αιτήσεως πληρωμής, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής  και μέχρις εξοφλήσεως, κατά δε την επικουρική βάση της αγωγής, εφόσον κριθεί ότι οι επίδικες συμβάσεις  πωλήσεως  είναι άκυρες, το ανωτέρω ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι το εναγόμενο κατέστη πλουσιότερο  κατά το ως άνω ποσό  χωρίς  νόμιμη αιτία, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικασθεί  το εναγόμενο  στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής  εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, δια της οποίας τo  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη,  μετ΄ εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε αυτήν  κατ’ ουσίαν.  Κατά της απόφασης  αυτής παραπονείται το εναγόμενο  και ήδη εκκαλούν, με την υπό κρίση  έφεσή του  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και διώκει  την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί  η αγωγή. Η  ένδικη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να δικάσει την παρούσα υπόθεση,  καθώς η επίδικη διαφορά, είτε αναφύεται από έγκυρες είτε από άκυρες συμβάσεις πώλησης, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι ιδιωτική υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, ανεξαρτήτως του δημοσίου σκοπού (δημόσια υγεία) που επιδιώχθηκε με τις επίδικες συμβάσεις (ΑΕΔ 1/2016, ΕφΠειρ 68/2015 Νόμος), καθόσον,  υπό  τα εκτιθέμενα στην αγωγή,  σε αυτές δεν περιελήφθησαν όροι που να επιτρέπουν μονομερείς επεμβάσεις του εναγομένου  νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου στη συμβατική σχέση και δεν διέπονται από ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Ειδικότερα οι επίδικες συμβάσεις, βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα αντίστοιχα τιμολόγια, δεν αποτελούν διοικητικές συμβάσεις, διότι δεν προκύπτει ότι η κατάρτιση και εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων διέπονται, τουλάχιστον εν μέρει, από κανόνες του διοικητικού δικαίου ή ότι περιέχουν όρους που να παρέχουν στο συμβαλλόμενο δημόσιο νομικό πρόσωπο δυνατότητες μονομερούς επέμβασης στις συμβατικές σχέσεις και συνεπώς να δημιουργούν γι` αυτό εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς, δοθέντος ότι δεν προκύπτει η πρόβλεψη ούτε ειδικού κανονιστικού καθεστώτος, ούτε ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και οι οποίες να αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το συμβαλλόμενο δημόσιο νομικό πρόσωπο να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στο, δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου, συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 18/2009, 19/2009, ΑΠ 1213/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα, το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δικάσει και την βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται και οι διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατά τα πρεκτεθέντα, που έχουν ως υπόβαθρο  άκυρη σύμβαση, που δεν είναι διοικητική. Σημειώνεται ότι  δεν μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 205 Α` του Ν. 4412/2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24α` του Ν. 4605/2019 …(έναρξη ισχύος 1-7-2019 σύμφωνα με την παρ.24β ίδιου άρθρου), με την οποία καθιερώθηκε δικαιοδοσία των διοικητικών εφετείων για την επίλυση όλων των διαφορών, που ανακύπτουν από δημόσιες συμβάσεις προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, αφού  οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διατάξεως δεν συντρέχουν εν προκειμένω, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι επίδικες συμβάσεις πώλησης, είτε έγκυρες είτε άκυρες, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συναφθείσες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016, αποτελούν ιδιωτικού δικαίου διαφορά, για την οποία, σύμφωνα με τη προαναφερθείσα μείζονα σκέψη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 205 Α ` του Ν. 4412/2016.   Επομένως  ο  λόγος έφεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τον νόμο, δέχθηκε την ύπαρξη δικαιοδοσίας του, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω,  η  ένδικη αγωγή  είναι επαρκώς ορισμένη, κατά τρόπο που και το Δικαστήριο να δύναται να εκτιμήσει τη νομική και εν συνεχεία ουσιαστική βασιμότητά της και το  εναγόμενο  να αμυνθεί κατ’ αυτής, και νόμιμη, στηριζόμενη  κατά την κύρια εκ της σύμβασης πώλησης βάση της (ενδοσυμβατική ευθύνη)  στις διατάξεις των άρθρων 41 ν.δ. 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των ν.π.δ.δ.» σε συνδυασμό με την 2/42053/0094/02 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1033/Β/7-8-2002), καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 361, 513 επ. Α.Κ., 3, 4 παράγραφοι 2 στοιχ. α`, δ` και 4 π.δ. 166/2003,  περιέχουσα όλα τα ουσιώδη κατά το άρθρο 513 ΑΚ στοιχεία  της σύμβασης αυτής, που είναι το πωλούμενο πράγμα ή δικαίωμα (αντικείμενο της πώλησης), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων σχετικά με τη μεταβίβαση του πράγματος κατά κυριότητα ή του δικαιώματος και την πληρωμή του τιμήματος, ήτοι εν προκειμένω  περιγραφή και εξειδίκευση του ιατρικού υλικού, που κατά τη συμφωνία των συμβαλλομένων  μερών πωλήθηκε και παραδόθηκε στο εκκαλούν Νοσοκομείο, όπως και το οφειλόμενο τίμημα,  που είναι εκείνο που αναγράφεται στα εκδοθέντα τιμολόγια  καθώς και ακριβής περιγραφή της συμβάσεως εκχωρήσεως  ενώ, κατά τα λοιπά, δεν είναι  αναγκαίο να αναφέρεται στην αγωγή για ποιο τμήμα του εκκαλούντος Νοσοκομείου παραγγέλθηκε ή σε ποιο τμήμα παραδόθηκε το πωληθέν ιατρικό υλικό ή ποια η χρήση αυτού ούτε είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται εξ αρχής με το αγωγικό δικόγραφο το πρόσωπο που συμβλήθηκε για λογαριασμό του εκκαλούντος Νοσοκομείου (ΑΠ 683/2015 Νομος).  Εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενό της εξετέθη ήδη ανωτέρω, είναι ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα από το νόμο αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωσή της  και στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού που σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (αρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, διότι, στην περίπτωση αυτή, κατά την εκδίκαση της επικουρικής αυτής βάσης δεν είναι αναγκαία η επίκληση από το εναγόμενο του λόγου της  ακυρότητας των  συμβάσεων και περαιτέρω στοιχείων, εκ των ήδη αναφερομένων στην αγωγή,  αλλά αρκεί απλή γενική επίκληση της ακυρότητας κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον, αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κυρία βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος είτε κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ` ένσταση του εναγομένου αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003, ΑΠ 1506/2009 ΝΟΜΟΣ).  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη ορθώς ερμήνευσε τον νόμο, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με  συναφή λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.  Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 3867/2010 «περί ρύθμισης των χρεών των Νοσοκομείων», που αφορά την εξόφλη­ση προμηθειών νοσοκομείων και ρυθμί­σεις θεμάτων σχετικών διαγωνισμών, «1. Οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταιείου Νοσοκομείου Αθηνών και του ΟΚΑΝΑ, που έχουν προκύψει από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, και για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προ­βλεπόμενα κατά περίπτωση τιμολόγια και δελτία αποστολής από 1.1.2007 έως και 31.12.2009, δύναται να εξοφληθούν άμεσα με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικα­σιών εκκαθάρισης, έκδοσης και θεώρησης των σχετικών τίτλων πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατά­ξεις, ως ακολούθως: α) Οφειλές των ετών 2007, 2008 και 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 200.000 Ε ανά προμη­θευτή, εξοφλούνται με την έκδοση χρημα­τικού εντάλματος, β) Λοιπές οφειλές του έτους 2007 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 1.100.000.000 Ε, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ετή­σιας διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχοντος έτους, γ) Λοιπές οφειλές του έτους 2008 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.200.000.000 Ε, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διετούς διάρκει­ας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδο­θούν εντός του τρέχοντος έτους, δ) Λοιπές οφειλές του έτους 2009 και μέχρι συνολι­κού ποσού τιμολογίων 2.040.000.000 Ε, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου τριετούς διάρκειας και μηδενι­κού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του έτους 2010. Τα ανωτέρω όρια μειώνονται με τα ποσά των βεβαιωμένων υπέρ του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Φορέων οφειλών, καθώς και με τα ποσά των κατά περίπτωση υπέρ τρίτων κρατήσεων. 2. Ο τρόπος εξόφλησης των ανωτέρω οφειλών εφαρμόζεται εφόσον οι προμηθευτές υπο­βάλλουν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος: α) Αίτηση προς την αρμόδια Οι­κονομική Υπηρεσία των φορέων της προ­ ηγούμενης παραγράφου για την εξόφληση των απαιτήσεων τους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της με τον τρόπο που ορίζεται ανωτέρω. Η αίτηση περιλαμβάνει, επί ποινή απαραδέκτου της, όλες τις απαιτήσεις του προμηθευτή έναντι του φορέα στον οποίο υποβάλλει την αίτηση για κα­θένα από τα έτη που προβλέπονται στις περιπτώσεις α`, β`, γ` και δ` της προηγού­μενης παραγράφου, β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1558/1986 (ΦΕΚ 75 Α`), με την οποία ο αιτών προμηθευτής παραιτείται χωρίς επιφύλαξη από οποι­αδήποτε άλλη αξίωση η οποία πηγάζει από την ίδια αιτία, συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για την καταβολή οποιου­δήποτε είδους τόκων, για τα ως άνω έτη και μέχρι την εξόφληση κατά τα οριζόμενα ανωτέρω. 3. Το ακριβές ύψος των οφειλών προς κάθε προμηθευτή, που εξοφλείται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σύμ­ φωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, καθορίζεται με βάση τα χρηματικά εντάλ­ματα πληρωμής ή άλλων κατά περίπτωση τίτλων πληρωμής θεωρημένων από τα αρ­μόδια όργανα και αφορούν το πληρωτέο στο δικαιούχο ποσό. 4. Η εξόφληση των οφειλών προς τους προμηθευτές πραγμα­τοποιείται με τη σύνταξη από τους φορείς της παραγράφου 1 καταστάσεων ανά δι­καιούχο και έτος έκδοσης των τιμολογίων και δελτίων αποστολής, στις οποίες περι­λαμβάνονται όλες οι ρυθμιζόμενες απαιτή­σεις, με βάση τις οποίες διενεργείται και η παράδοση των ομολόγων. Οι καταστάσεις υπογράφονται από τους δικαιούχους κατά την παραλαβή των ομολόγων και επέχουν θέση εξοφλητικής απόδειξης των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων ή των τυχόν άλ­λων τίτλων πληρωμής. 5….».   Κατά το άρθρο 27 παρ.9 ν.3867/2010 «Για λόγους διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων, που απορρέουν από προμήθειες, των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας …. οι οποίες προμήθειες διενεργήθηκαν μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή δυνάμει απευθείας αναθέσεων λόγω επειγουσών αναγκών ή παρατάσεων των συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω φορέων και των προμηθευτών…».  Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές και από τη δημοσίευση των σχετικών νόμων καλύφθηκε η ακυρότητα των προμηθειών των νοσοκομείων, οι οποίες είχαν μέχρι τότε συναφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του Ν.2362/1995 με απ’ ευθείας ανάθεση, ακύρως, οι οποίες πλέον θεωρούνται νόμιμες (ΑΠ 1223/2019 ΑΠ 91/2016, ΑΠ 327/2018). Άλλωστε και η όμοια διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 του Ν.3301/2004, που όριζε ότι «Προμήθειες των νοσοκομείων Ε.Σ.Υ., εκτός των ψυχιατρικών νοσοκομείων, για υγειονομικό υλικό και χημικά αντιδραστήρια, που πραγματοποιήθηκαν από 1-1- 2002 έως τη δημοσίευση του παρόντος (23-12- 2004) με απευθείας ανάθεση ή στα πλαίσια συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί νόμιμα αλλά είχε λήξει η ισχύς τους, εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών κατακύρωσης των αποτελεσμάτων των σχετικών διαγωνισμών, θεωρούνται νόμιμες», την ίδια έννομη συνέπεια επαγόταν, δηλαδή την κάλυψη της ακυρότητας των προμηθειών των νοσοκομείων, οι οποίες είχαν μέχρι τότε (23-12-2004) συναφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του ν.2362/1995 με απ’ ευθείας ανάθεση, ακύρως, οι οποίες πλέον θεωρούνται νόμιμες (ΑΠ 327/2018, ΑΠ 91/2016). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.Γ υποπαρ. Γ2, «ΠΛΗΡΩΜΗ ΔΑΠΑΝΩΝ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΤΩΝ -ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ» αριθμ.3 του Ν.4093/212, «οι δαπάνες προμήθειας φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, ορθοπεδικού υλικού και χημικών αντιδραστηρίων των στρατιωτικών νοσοκομείων και του ……των στρατιωτικών φαρμακείων και του Κέντρου…. που πραγματοποιήθηκαν έως και 31-12- 2011, δύνανται να εξοφληθούν κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 21, 82 και 83 του ν.2362/1995, του ν.2286/1995, του ΠΔ 60/2007, του π.δ. 118/2007 και του ΠΔ 113/2010». Με την διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους προμηθευτές στρατιωτικών νοσοκομείων και λοιπών αναφερομένων σ’ αυτές ιδρυμάτων, ορίσθηκε ότι οι δαπάνες προμήθειας φαρμάκων υγειονομικού και ορθοπεδικού υλικού και χημικών αντιδραστηρίων, που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την 31-12-2011 εξοφλούνται κατά παρέκκλιση των μνημονευομένων σ’ αυτές διατάξεων, δηλαδή και χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ενέργεια διαγωνισμού για τις προμήθειες που υπερβαίνουν ορισμένο όριο δαπάνης και η τήρηση τύπου για την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων που έχουν ήδη εκτελεστεί. Η παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων αυτών καλύπτεται εκ των υστέρων με την εν λόγω διάταξη και έτσι οι σχετικές συμβάσεις, κατά νομοθετική βούληση, καθίστανται έγκυρες και ισχυρές (ΑΠ 543/2015). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.4132/2013 «1, η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς τρίτους των Νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ΕΣΥ, του ΠΓΝ …. των λοιπών Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που λειτουργούν υπό τη μορφή ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ και εποπτεύονται από το Υπουργείο…, του …, του …., του ….. και των στρατιωτικών νοσοκομείων που έχουν προκύψει από την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών και μέχρι του ύψους των υφισταμένων κατά την 31η Δεκεμβρίου 2011 υποχρεώσεων αυτών, σύμφωνα με την υποπαράγραφο Γ2’ του Ν.4093/2012, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση της παραίτησης των δικαιούχων από οποιαδήποτε άλλη αξίωση και ένδικο μέσο συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας 2. Η αποδοχή της ρύθμισης από τους δικαιούχος συντελείται με την υποβολή σχετικής υπεύθυνης δήλωσης, δήλωσης εκ μέρους του δικαιούχου που κατατίθεται στην αρμόδια Υπηρεσία του νοσηλευτικού ιδρύματος». Είναι σαφές, ότι ο σκοπός της προβλεπόμενης με την διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 4 του νόμου 4132/2013 ρύθμισης, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική του έκθεση, είναι η άμεση εξωδικαστική ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων μέχρι 31-12- 2011 υποχρεώσεων όλων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ΕΣΥ, είτε είχαν καταρτιστεί εξ αρχής εγκύρως, κατά τον τύπο και τη διαδικασία σύναψής τους, είτε κατέστησαν εκ των υστέρων έγκυρες, κατά την υποπαράγραφο Γ2’ του Ν. 4093/2012. Η ρύθμιση αυτή εξάλλου την οποία ο δικαιούχος πρέπει να αποδεχθεί προκειμένου να επιτύχει την άμεση εξόφληση των απαιτήσεών του από τους αναφερόμενους στην ανωτέρω διάταξη φορείς, αφενός μεν, δεν είναι υποχρεωτική και δεν εμποδίζει τον δικαιούχο να επιδιώξει δικαστικώς την σχετική του αξίωση (σχ. ΣτΕ 3125/2015), αφετέρου δε, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την προβλεπόμενη εκ των υστέρων νομιμοποίηση των σχετικών συμβάσεων με την υποπαρ. ΓΓ αριθμ.3 του Ν.4093/2012 (ΑΠ 197/2022, ΑΠ 1213/2015, ΕφΑθ 729/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ως άνω  διατάξεις, συνάγεται ότι η υπαγωγή σ` αυτές έχει προαιρετικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα, ήτοι εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του συμβληθέντος με το νοσοκομείο προμηθευτή, ο οποίος, επιλέγοντας την υπαγωγή της απαίτησης του κατά του νοσοκομείου στην προβλεπόμενη ρύθμιση, προκείμενου αυτή να εξοφληθεί άμεσα, αποδέχεται τις ανωτέρω προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό απομειωτικές της αξίας της απαίτησης του συνέπειες. Συνεπώς, το νοσοκομείο, το οποίο έχει συμβληθεί με προμηθευτή για την προμήθεια σ’ αυτό υγειονομικού υλικού και περιήλθε σε υπερημερία ως προς την καταβολή σ’ αυτόν της αμοιβής για τα είδη που προμηθεύθηκε, δεν δύναται να αντιτάξει κατά του προμηθευτή, ο οποίος επέλεξε τη μη υπαγωγή της απαίτησης του κατά του νοσοκομείου στη ρύθμιση του άρθρου 27 ν. 3867/2010, την ένσταση περί υποχρεωτικής υπαγωγής του στη ρύθμιση αυτή, προκειμένου να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από τη συναφθείσα σύμβαση προμήθειας ή της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, αν ο προμηθευτής δεν επιλέξει τη ρύθμιση αλλά επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησης του με άλλο νόμιμο τρόπο (ΣτΕ 3125/2015, 396/2009, 234/2009, 1756/2009, 237/2009, ΕφΑθ 729/2018,  ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του Ν.Δ. 496/1974 «Λογιστικό των ΝΠΔΔ» προκύπτει ότι ο χρόνος παραγραφής των εν γένει χρηματικών αξιώσεων κατά του ΝΠΔΔ είναι πέντε (5) έτη, πλην των ειδικότερων αξιώσεων που αφορούν αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντα χρηματικά ποσά, αξιώσεις υπαλλήλων και συνταξιούχων του ΝΠΔΔ κλπ., για τις οποίες προβλέπεται διαφορετικός χρόνος παραγραφής (άρθρο 48 παρ. 2-6), αρχίζει δε η εν λόγω πενταετής παραγραφή από το τέλος του έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Εξάλλου, στο άρθρο 51 του ίδιου ως άνω Ν.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Ν.Π. διακόπτεται μόνον: α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) Δια της υποβολής προς το Ν.Π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμόδιας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως, Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δευτέρας αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήν, γ) Δια της εκδόσεως τίτλου πληρωμής»».  Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι, επί διακοπής της παραγραφής με την υποβολή προς το ΝΠΔΔ αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής, σε περίπτωση δε που η αρμόδια αρχή δεν απαντήσει η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την πάροδο εξαμήνου από την χρονολογία υποβολής της αίτησης, ενώ η υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει και πάλι, κατά την ρητή διάταξη του αρ. 51 εδ.β` του προαναφερθέντος ν.δ, την παραγραφή. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει εξάλλου, ότι η διακοπή της παραγραφής των προαναφερομένων αξιώσεων κατά ΝΠΔΔ προϋποθέτει έναρξη της παραγραφής, αφού δεν μπορεί να νοηθεί διακοπή μη αρξαμένης παραγραφής. Επομένως, για να διακοπεί η παραγραφή χρηματικών απαιτήσεων κατά ΝΠΔΔ πρέπει η αίτηση για την πληρωμή αυτών να υποβληθεί μετά τη λήξη του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικά επιδιώξιμες οι απαιτήσεις, αφού πριν από το τέλος του έτους αυτού δεν αρχίζει η παραγραφή.  Από τις παραπάνω διατάξεις,  σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 52 παρ. 3 του ίδιου Ν.Δ., συνάγεται  ότι η παραγραφή αξίωσης κατά του ΝΠΔΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άνω άρθρο 51 του ΝΔ 496/1974 τρόπους, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο (ΟλΑΠ 11/2003, ΑΠ 52/2021, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 593/2015, 368/2009, ΑΠ 1139/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).    Τέλος κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν ή συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, πραγματικά περιστατικά που περιέχουν άρνηση του αγωγικού δικαιώματος και εμποδίζουν τη γέννηση του και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορεί να θεμελιώσουν την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΕφΘεσ 10/2006, ΕφΘεσ 1017/1998 ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα της εν λόγω ένστασης και το παραδεκτό της, θα πρέπει κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από αυτόν του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά συνιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα αυτό και για την αιτία αυτή (ΑΠ 2102/2007 ΕλλΔνη 2009.425, AΠ 966/2004 ΑρχΝ 2004. 496, ΑΠ 1129/2002 ΕλλΔνη 2004.424, ΑΠ 1351/2001 ΕΕΝ 2003.15). Από  την προσήκουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ),  από  τις ομολογίες των διαδίκων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), απεδείχθησαν  τα  ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει  διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που καταρτίσθηκαν προφορικά κατά το έτος 2008  μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας  με την επωνυμία  «……………» και τον διακρτικό τίτλο    «………..», η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα προμήθειας δημοσίων και ιδιωτικών νοσοκομείων με ορθοπεδικά είδη και του εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ., η πρώτη πώλησε και παρέδωσε στο δεύτερο   ορθοπεδικά είδη, χωρίς τη διαδικασία σύναψης έγγραφων συμβάσεων προμήθειας, εκδοθέντων προς τούτο των  κάτωθι παραστατικών (τιμολογίων πώλησης-δελτία αποστολής) :  α)  του υπ’ αριθμ. ……/11-3-2008  τιμολογιου πώλησης αξίας  2.072,78 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.), με συμφωνημενη ημερομηνία καταβολής, που δεν αμφισβητήθηκε ειδικως   (κατ’ ορθήν εκτίμηση του εις την αγωγή εκτιθέμενου  όρου «λήξεως»)   την 8-8-2008,  β) του υπ’ αριθμ. …./11-3-2008  τιμολογιου πώλησης, αξίας 3.488,87 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.) με συμφωνημενη ημερομηνία καταβολής, που δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς, την 8-8-2008, γ) του υπ’ αριθμ. ……/11-3-2008  τιμολογιου πώλησης,  αξιας  6.976,88 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.) με συμφωνημενη ημερομηνία καταβολής, που δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς, την 8-8-2008, δ) του υπ’ αριθμ. …../11-3-2008 τιμολογίου πώλησης αξίας  4.351,61 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.) με συμφωνημενη ημερομηνία καταβολής, που δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς  την 8-8-2008, ε) του υπ’ αριθμ. …../5-9-2008  τιμολογίου πώλησης, αξίας 5.560,40 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.) με συμφωνημενη ημερομηνία καταβολής, που δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς, την 2-2-2009. Τα αναφερόμενα στα ως άνω  τιμολόγια εμπορεύματα, συνολικής αξίας 22.450 ευρώ παρελήφθησαν από το εναγόμενο νοσοκομείο και εκδόθηκαν αντίστοιχα τα υπ’ αριθμ. …/24-3-2008, …./24-3-2008, …../24-3-2008, …./24-3-2008 και …/15-9-2008 πρωτόκολλα παραλαβής από το αρμόδιο όργανο του εναγομένου.  Στα έγγραφα αυτά, άλλωστε, δεν διατυπώνεται κάποια επιφύλαξη ως προς την μη παραλαβή ή μη προσήκουσα παράδοση των πωληθέντων εμπορευμάτων, ενώ ούτε και με κάποιο άλλο έγγραφό του το εναγόμενο,  διαμαρτυρήθηκε  για μη παραλαβή όλων ή κάποιων από τα αναφερόμενα στα τιμολόγια εμπορεύματα. Ο ισχυρισμός  του εναγομένου  ότι τα τιμολόγια δεν φέρουν υπογραφή του παραλήπτη εκ μέρους του νοσοκομείου είναι αβάσιμος, διότι κάθε τιμολόγιο που προσκομίζεται συνοδεύεται από πρωτόκολλο παραλαβής υπογεγραμμένο από την Επιτροπή παραλαβής και τον Διοικητικό Διευθυντή του νοσοκομείου.  Για τις ως  άνω πωλήσεις δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, δεδομένου ότι δεν προσκομίσθηκαν έγγραφες συμβασεις  ούτε έγγραφη  πρόταση της πωλήτριας  εταιρείας. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 41 του ΝΔ 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των ΝΠΔΔ» σε συνδ. με τη με αριθμό 2/59649/0026/2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθώς και με τα άρθρα 158, 159 § 1 και 180 του ΑΚ, τα οποία εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη και τα οποία είναι εφαρμοστέα στην προκειμένη υπόθεση και με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, η πρώτη ως άνω σύμβαση  για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν …../11-3-2008 τιμολόγιο στην οποία το τίμημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ είναι έγκυρη, διότι δεν υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Αντιθέτως κάθε μία από τις λοιπές  συμβάσεις πωλήσεως για τις οποίες εξεδόθη έκαστο των επίδικων τιμολογίων, υπερβαίνει το ποσό των 2.500,00 ευρώ, και, συνεπώς κατά τα αναφερόμενα  στην μείζονα της παρούσης απαιτείτο για την κατάρτισή των ως άνω συμβάσεων η τήρηση έγγραφου τύπου, η απουσία, δε, αυτού, τις καθιστά άκυρες και συνεπώς κατ’άρθρ. 180 ΑΚ, θεωρούμενες ως μη γενόμενες. Το γεγονός δε της εκπλήρωσης των εν λόγω συμβάσεων δεν οδηγεί στην ίαση της ακυρότητας που προκαλείται από την έλλειψη του έγγραφου τύπου διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η ακυρότητα αίρεται μόνο όταν για την σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση.  Περαιτέρω απεδείχθη ότι η ως άνω εταιρεία δια της υπ’ αριθμ. ……../10-5-2006 σύμβασης προμήθειας επιχειρηματικών απαιτήσεων αόριστης διάρκειας  είχε εκχωρήσει    στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία «…………» ήδη μετονομασθείσα σε «…………» ( υπ’ αριθμ. πρωτ. …………/15.1.2020 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο της τροποποίησης της επωνυμίας της ενάγουσας, υπ’ αριθμ.  πρωτ. …………./7.10.2019  ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο του από 30.9.2019 πρακτικού του Δικοικητικού Συμβουλίου) και ήδη εφεσίβλητη  όλες τις χρηματικές απαιτήσεις από την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας  κατά όλων των οφειλετών της που εδρεύουν  ή κατοικούν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, οι οποίες προέρχονται ιδίως από συμβάσεις πώλησης αγαθών, παροχής υπηρεσιών ή εκτελέσεως έργων, είτε υπήρχαν ήδη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης είτε θα γεννιούνταν στο μέλλον κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης αυτής (όρος 3 της σύμβασης εκχώρησης). Με την εκχώρηση αυτή μεταβιβάσθηκαν και όλα ανεξαιρέτως τα παρεπόμενα δικαιώματα, που είτε συνόδευαν, είτε εξασφάλιζαν τις απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πάσης φύσεως τόκων καθυστερούμενων και μη (όρος 3 της σύμβασης). Μεταξύ άλλων απαιτήσεων, εκχωρήθηκαν    προς την ενάγουσα, και   οι απορρέουσες  από τα επίδικα τιμολόγια απαιτήσεις, που η ως άνω προμηθεύτρια-εκχωρήτρια εταιρεία διατηρούσε σε βάρος του εναγόμενου νοσοκομείου, όλα δε τα ως άνω τιμολόγια έφεραν, σύμφωνα με ρητό όρο της συμβάσεως (όρος 6),  την ακόλουθη  σημείωση εκχωρήσεως «Η οφειλή  εκ του παρόντος  τιμολογίου έχει εκχωρηθεί  αποκλειστικά στην εταιρεία  ……………. …η οποία είναι η μόνη που έχει δικαίωμα εισπράξεως..»  Η ως άνω σύμβαση εκχώρησης  αναγγέλθηκε νόμιμα 1) στον Διοικητή του εναγομένου, την 13-12-2013, 2) στο Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου, την 13-12-2013, 3) στην οικονοκιμή υπηρεσία  του εναγομένου, την 13-12-2013,  4) στον Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδριου την 13-12-2013, 5) στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, αρμόδια για την φορολογία του εκχωρητή, την 12-12-2013, 6) στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, αρμόδια για την φορολογία του εκδοχέα, την 12-12-2013, 7) στον Διοικητή της 2ης  Υγειονομικής Περιφέρειας  ΔΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου την 13-12-2013 και 8) στην ταμειακή υπηρεσία του εναγομένου την 24-12-2013 ( υπ’ αριθμ. …/13-12-2013, …/13-12-2013, …/13-12-2013, …/13-12-2013, …./13-12-2013, …../13-12-2013, …/13-12-2013, και …/24-12-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή  στο Πρωτοδικείο Αθηνών  ………………). Κατόπιν δε της ανωτέρω νόμιμης αναγγελίας προς το εναγόμενο της σύμβασης εκχώρησης των απαιτήσεων από τα τιμολόγια πώλησης, αποκόπηκε οριστικά κάθε δεσμός του τελευταίου προς την προμηθεύτρια (εκχωρήτρια) εταιρεία, και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτήθηκε από την  εκδοχέα- ενάγουσα, η οποία κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος των εκχωρηθεισών απαιτήσεων που απορρέουν από τα επίδικα τιμολόγια συμπεριλαμβανομένης και της αξιώσεως εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού σε περίπτωση ακυρότητας των συμβάσεων,  δικαιούμενη  να επιδιώξει  δικαστικώς την είσπραξη των οφειλομένων, νομιμοιοιούμενη προς τούτο, τόσο κατά νόμον, όσο  σύμφωνα  με ρητούς όρους  της σύμβασης εκχώρησης (όροι  3 και 6). Το εναγόμενο επαναφέρει τον ισχυρισμό  ότι είχε  καλέσει  πολλάκις   την ενάγουσα να  εξοφληθεί αλλά καμία απάντηση δεν έλαβε. Ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς  αόριστος  και δεν ασκεί έννομη επιρροή στην τοκοφορία  διότι δεν καθορίζεται ότι συνοδεύθηκε και με προσφορά χρημάτων, σε κάθε δε περίπτωση, ο ως άνω ισχυρισμος  δεν απεδείχθη. Επίσης  το εναγόμενο επαναφέρει τον ισχυρισμό ότι η  ενάγουσα εταιρεία δεν υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ρύθμιση του άρθρου 27 του ν.3867/2010, ούτε υπέβαλε σχετική υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 4 του Ν. 4132/2013.  Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος, διότι, ως προεκτέθη στην μείζονα της παρούσας σκέψη,  η υπαγωγή στις εν λόγω διατάξεις  έχει προαιρετικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα, ήτοι εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του συμβληθέντος με το νοσοκομείο προμηθευτή, ο οποίος, επιλέγοντας την υπαγωγή της απαίτησης του κατά του νοσοκομείου στην προβλεπόμενη ρύθμιση, προκείμενου αυτή να εξοφληθεί άμεσα, αποδέχεται τις ανωτέρω προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό απομειωτικές της αξίας της απαίτησης του συνέπειες κι ως εκ τούτου, το νοσοκομείο, το οποίο έχει συμβληθεί με προμηθευτή για την προμήθεια σ’ αυτό υγειονομικού υλικού και περιήλθε σε υπερημερία ως προς την καταβολή σ’ αυτόν της αμοιβής για τα είδη που προμηθεύθηκε, δεν δύναται να αντιτάξει κατά του προμηθευτή, ο οποίος επέλεξε τη μη υπαγωγή της απαίτησης του κατά του νοσοκομείου στη ρύθμιση του άρθρου 27 ν. 3867/2010, την ένσταση περί υποχρεωτικής υπαγωγής του στη ρύθμιση αυτή, προκειμένου να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από τη συναφθείσα σύμβαση προμήθειας ή της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, αν ο προμηθευτής δεν επιλέξει τη ρύθμιση αλλά επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησης του με άλλο νόμιμο τρόπο. Άλλωστε η μη τήρηση της εν λόγω ρυθμίσεως δεν επάγεται απώλεια της αξιώσεως εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού.  Περαιτέρω το εναγόμενο επαναφέρει με συναφή λόγο έφεσης την ένσταση παραγραφής ισχυριζόμενο ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει στην διετη  παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 και σε κάθε περίπτωση στην πενταετή παραγραφή. Η ως άνω ένσταση είναι μη νόμιμη κατά το πρώτο σκέλος,  καθώς η απαίτηση της ενάγουσας δεν αφορά καθυστερούμενες αποδοχές ή κάθε φύσεως απολαβές η αποζημιώσεις εργαζομένων στο Δημόσιο ώστε να υπόκεινται στην διετή παραγραφή, ενώ είναι νόμιμη ως προς το δεύτερο σκέλος της ερειδόμενη στο άρθρο 48 παρ. 1 ν.δ. 496/1974. Η ενάγουσα προέβαλε την αντένσταση  διακοπή της παραγραφής με την υποβολή της προβλεπομένης στο άρθρο 51 ν. 496/1974 αιτήσεως πληρωμής.  Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα απεδείχθη ότι την 30-12-2013 η ενάγουσα υπέβαλε στο εναγόμενο την  υπ’ αριθμ. …./30-12-2013 αίτηση πληρωμής, με την οποία ζητούσε την άμεση πληρωμή  των εκχωρηθεισών απαιτήσεων, πλην όμως ουδέν ποσό το τελευταίο  κατέβαλε. Από την διάταξη του αρθρου 51 Ν.Δ. 496/1974  προκύπτει ότι, επί διακοπής της παραγραφής με την υποβολή προς το ΝΠΔΔ αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής, σε περίπτωση δε που η αρμόδια αρχή δεν απαντήσει η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την πάροδο εξαμήνου από την χρονολογία υποβολής της αίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, η πενταετής παραγραφή  των αξιώσεων από τα ανωτέρω τιμολόγια,  θα συμπληρωνόταν για τα τιμολόγια με συμφωνημενη ημερομηνία καταβολής την 8/8/2008, την 31-12-2013  και για το τιμολόγιο με συμφωνημενη ημερομηνία καταβολής την 2/2/2009, την 31-12-2014. Με την υποβολή της υπ’ αριθμ. ……../30-12-2013 αιτήσεως πληρωμής διεκόπη η παραγραφή για όλες τις αξιώσεις    και άρχισε  εκ νέου, εφόσον δεν απεδείχθη έγγραφη απάντηση της αρμόδιας αρχής,  από την πάροδο εξαμήνου από την χρονολογία υποβολής της αιτήσεως, ήτοι από την 1.7.2014. Συνεπώς  κατά το χρόνο   επίδοσης  της ένδικης αγωγής  την 21-12-2018 δεν είχε συμπληρωθεί  ο χρόνος παραγραφής των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας, αφού με την άνω αιτηση  επήλθε διακοπή αυτής.  Συνεπώς, οι επίδικες αξιώσεις της ενάγουσας δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης, που προέβαλε το εναγόμενο, η οποία (παραγραφή) εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, και κατά ουσιαστική παραδοχή της αντένστασης διακοπής της, που προέβαλε η ενάγουσα. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση παραγραφής του εναγομένου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθώς  εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, άρα, ν’ απορριφθεί ο συναφής  λόγος έφεσης ως ουσία αβάσιμος.  Τέλος,  το εναγόμενο   επαναφέρει με λόγο εφέσεως την ένσταση  καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, ισχυριζόμενο ότι η ενάγουσα  άσκησε την ένδικη αγωγή δέκα έτη μετά την δήλη ημέρα των επίδικων τιμολογίων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα  δεν συνιστουν καταχρηση δικαιώματος.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως, ως αβασίμου.  Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά την κύρια βάση της όσον αφορά την έγκυρη σύμβαση για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν …../11-3-2008 τιμολόγιο πώλησης και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.072,78 ευρώ, νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 ενόψει του ότι έγκυρη αυτή σύμβαση  πώλησης καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του π.δ. 166/2003, μετά την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία  παραλαβής των πωληθέντων σ` αυτό από την ίδια υλικών,  δηλαδή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/2003 και με επιτόκιο το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό επιτόκιο (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην  μείζονα  σκέψη.  Περαιτέρω, δεδομένης της ακυρότητας των λοιπών  ως άνω  επίδικων συμβάσεων πώλησης, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και  να αναγνωρισθεί  ότι το εναγόμενο   υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικο ποσό των 20.337,76 ευρώ, νομιμοτόκως  (6%) ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής  (αρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974) και μέχρις εξοφλήσεως, εφόσον αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο πλούτισε αδικαιολόγητα κατά το συνολικό ποσό των πιο πάνω ανεξόφλητων τιμολογίων, δηλαδή κατά το ποσό των 20.337,76 ευρώ, χωρίς νόμιμη αιτία  διατήρησης του πλουτισμού αυτού, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας ως εκδοχέα της απαίτησης εξ αυτών, καθόσον, μολονότι κατά τα άνω παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραδοθέντα προϊόντα αξίας 20.337,76 ευρώ από   την εκχωρήτρια εταιρεία (……………..),  δυνάμει  άκυρων συμβάσεων  πώλησης , αρνείται να εξοφλήσει την αξία τους που συμπίπτει με το αντίστοιχο συνολικό τίμημα, εξοικονομώντας τη δαπάνη στην οποία θα προέβαινε προκειμένου να τα αποκτήσει, αν αγόραζε τα ίδια εμπορεύματα από άλλο προμηθευτή  δυνάμει έγκυρων συμβάσεων πώλησης και οφείλει να αποδώσει τον πιο πάνω πλουτισμό. Σημειούται ότι  ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι  δεν σώζεται ο επίδικος πλουτισμός αποτελεί ένσταση (ΑΠ 2167/2013, ΑΠ 432/2013, ΕφΑθ 728/2018 ΝΟΜΟΣ),  η οποία δεν προεβλήθη πρωτοδίκως και συνεπώς ορθώς η εκκαλουμένη  δεν διέλαβε σχετική απορριπτική  διάταξη, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από το εκκαλούν ότι η εκκαλουμένη δεν αιτολογεί  την αιτίαση αυτή που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σώζεται ο επίδικος πλουτισμός είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε την αγωγή  και αναγνώρισε ότι  το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα α) το ποσό των 2.072,78 ευρώ, νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία  παραλαβής των πωληθέντων  από την ίδια υλικών, με επιτόκιο το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό επιτόκιο,  και  β)    το συνολικο ποσό των 20.337,76 ευρώ, νομιμοτόκως (6%) ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής  (αρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974) και μέχρις εξοφλήσεως,   ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εξετίμησε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επιμέρους λόγους εφέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα, ως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Σημειούται ότι δεν ασκεί έννομο επιρροή το ότι εκ προφανούς παραδρομής ανεγράφη στο τέλος του σκεπτικού της εκκαλουμένης ότι η ενάγουσα  «πρέπει να υποχρεωθεί» να καταβάλει τα ως άνω ποσά, αφού εν τέλει στο διατακτικό της εκκαλουμένης η σχετική διάταξη είναι αναγνωριστική. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος, άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ), όχι όμως μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ.1 ν.3693/1957, διότι το εκκαλούν απολαύει μεν των δικαστικών προνομίων και ατελειών του Δημοσίου, η νομική υπεράσπισή του, όμως, στην ένδικη υπόθεση δεν διεξήχθη από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΑΠ 144/2021,  ΑΠ 366/2017 ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος  του εκκαλούντος   την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης   του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  28 Μαίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ