Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 251/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   251 /2024

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «……………..», με διακριτικό τίτλο «……..» που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού ………. με ΑΦΜ …………, όπως νομίμως  εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πετρο Βαρελά-Κοκολογιάννη και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………» πρώην «………….» και διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στο ……… Αττικής επί των οδών …………., με ΑΦΜ …………, που ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την πρώην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία «…………….», η οποία  εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Μπούκα μέλος της δικηγορικής εταιρείας «Μαγριπλής-Χαλακατεβάκης και  Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία».

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……………/2023 ανακοπή της, κατά της καθής η ανακοπή-εφεσίβλητης. Η ανακοπή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 3684/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή.. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η  εκκαλούσα με την από 30.11.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023 έφεση.  Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 49 και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Δικαστή  αναφέρθηκαν στους ισχυρισμούς που ανάπτυξαν με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση από 30.11.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 3684/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την από 8.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………./2023 ανακοπή της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ διετούς καταχρηστικής προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγραφα της δικογραφίας, προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Περαιτέρω δε με την κατάθεση της έφεσης κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ………..  e- παράβολο σε συνδυασμό με την από 1.12.2023 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Eurobank). Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτη και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με την παραπάνω έφεση παραδεκτά σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο και συνεκδικάζεται κατ’ άρθρο 938 παρ.2 KΠολΔ με επίκληση επικείμενου κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης, αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με τις προσβαλλόμενες πράξεις, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας εφέσεως. Σημειωτέον ότι από τις 5.12.2023 έχει γίνει δεκτή η σωρευθείσα από την εκκαλούσα στο ίδιο δικόγραφο αίτηση προσωρινής διαταγής προς τον Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και έχει ανασταλεί προσωρινά η αρξαμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο επί της υπό κρίση εφέσεως.

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 8.6.2023 με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………../2023 ανακοπή της, ζητούσε να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, οι οποίοι και κατωτέρω θα αναπτυχθούν, η με αριθμό ……../25.4.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείο Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., δυνάμει της οποίας κατασχέθηκε ακίνητη περιουσία της ανακόπτουσας. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής και επέβαλε σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή, ποσού 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα-εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή της για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αποδοχή της ανακοπής της, και την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων  αναγκαστικής εκτέλεσης. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Επί του τέταρτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής.

Από την διαταγή πληρωμής παράγεται δεδικασμένο για την ύπαρξη και την έκταση της απαίτησης μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 KΠολΔ, ή, σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 KΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 870/2004, ΑΠ 133/2003). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 325, 330 και 331 του KΠολΔ προκύπτουν τα εξής: Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, με την έννοα ότι δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αίτησης έννομης προστασίας για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννομες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μετά την τελεσίδικη κατ’ ουσίαν απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 KΠολΔ ή, σε περίπτωση μη άσκησης της ανακοπής αυτής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 KΠολΔ. Η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της βεβαιούμενης με αυτήν απαίτησης, ούτε να προτείνει αρνητικούς ισχυρισμούς ή ενστάσεις κατ’ αυτής, ακόμη και με ανακοπή του άρθρου 933 KΠολΔ, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 633 KΠολΔ, δεδικασμένο που, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 του ιδίου κώδικα, καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της επισπευδόμενης εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, είτε ήσαν γεννημένοι και προτάθηκαν είτε, αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 53/2004) και, συνεπώς, ισχύουν επ’ αυτής οι διατάξεις των άρθρων 322 επ. του KΠολΔ, που προαναφέθηκαν, η δε έννοια και η λειτουργία του δεδικασμένου τούτου, καθώς και τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά όριά του ταυτίζονται με την έννοια, τη λειτουργία και τα όρια του δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων (ΑΠ 58/2019, ΑΠ 1443/2017). Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, εξέθετε ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύθηκε (κατόπιν έκδοσης της με αριθ. ……./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), με την από 15.11.2022 επιταγή προς πληρωμή, βασισμένη σε άκυρο τίτλο, ήτοι την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής. Ότι η ως άνω διαταγή πληρωμής είναι άκυρη επειδή αφενός η έκδοσή της βασίστηκε σε εν μέρει άκυρη δανειακή σύμβαση, λόγου των συμπεριληφθέντων σε αυτήν καταχρηστικών και άρα άκυρων όρων αφενός της ρήτρας συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο και αφετέρου της μετακύλησης της εισφοράς του Ν.128/1975 από την δανειοδοτήσασα τράπεζα στην ανακόπτουσα ως δανειολήπτρια. Επιπλέον δε επικαλέστηκε ότι ή ίδια ως άνω διαταγή πληρωμής,   είναι άκυρη λόγω αοριστίας, η οποία συνίσταται στο ότι η ανακόπτουσα επιτάσσεται να καταβάλλει σύμφωνα με το διατακτικό της διαταγής πληρωμής το ποσό των 578.609,59 Ελβετικών φράγκων, χωρίς να διευκρινίζεται πως προέκυψε το εν λόγω ποσό, και χωρίς να αναλύεται αυτό σε κεφάλαιο, τόκους υπερημερίας και έξοδα, ομοίως δε επιτάσσεται να καταβάλλει το ποσό των 1.143,49 ευρώ χωρίς να διευκρινίζεται τι είδους έξοδα είναι αυτά. Ήδη με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης η ανακόπτουσα επαναφέρει τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της ως προς όλα τα σκέλη του, ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ο ως άνω λόγος ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμος  και κατά τα λοιπά σκέλη ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Ωστόσο, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα και ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη …………., είχαν ασκήσει ανακοπή και κατά της με αριθ. ……../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία  με την επωνυμία «…….. ……….» εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 578.609,59 CHF, με βάση την τρέχουσα ισοτιμία του να σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής πλέον τόκων και εξόδων για απαίτησή της απορρέουσα από την με αριθμό ……………. σύμβαση έντοκου τοκοχρεωλυτικού δανείου που συνήφθη μεταξύ της ως άνω Τράπεζας ως δανείστριας, της στην παρούσα δίκη ανακόπτουσας ως οφειλέτριας και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ως εγγυητή. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας η, στην παρούσα δίκη  ανακόπτουσα και ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη ……………. άσκησαν την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης Δικογράφου ……………./2014 ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 632 § 1 ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της παραπάνω ανακοπής) εναντίον της υπ’ αριθ. ……../2014, διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που τους επιδόθηκε για πρώτη φορά, με επιμέλεια της δανείστριας Τράπεζας, στις 10.11.2014 επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1475/2018 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία κρίθηκε ότι η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και εν γένει παραδεκτά, απορρίφθηκε όμως κατ’ ουσίαν, χωρίς το Δικαστήριο να προβεί στην έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των επιμέρους λόγων της, λόγω ερημοδικίας των ανακοπτόντων. Εν συνεχεία επικυρώθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και καταδικάστηκαν οι ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή. Επομένως, με την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ασκηθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 632 § 1 ΚΠολΔ, ανακοπή απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικούς λόγους, διότι μολονότι δεν ερευνάται κατ’ ουσίαν, θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου του νόμου ότι είναι αβάσιμη και, για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέα, αφού δεν δίδεται στα Δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής της. Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, επιμέλεια της καθ’ ης η υπό κρίση ανακοπή (υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης, η οποία μεταβιβάστηκε από τη δανείστρια τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..»), στις 16.11.2022, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από αυτήν (καθ’ ης η υπό κρίση ανακοπή), υπ’ αριθ. ……./16.11.2022 και ………/16.11.2022, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών,………………… Εναντίον της εν λόγω δικαστικής απόφασης δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει ότι ασκήθηκε οποιοδήποτε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, παρά την κατά τα παραπάνω επίδοση αυτής, ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ούτε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όταν συζητήθηκε έτερη ανακοπή τους κατά της ίδιας διαταγής πληρωμής, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../30.11.2022 επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2624/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνεπώς, η ως άνω απόφαση (με αριθμό 1475/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) κατέστη τελεσίδικη και η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, δεδομένου ότι η ως άνω ασκηθείσα ανακοπή απερρίφθη τελεσιδίκως. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται από το δεδικασμένο της ως άνω διαταγής πληρωμής, με βάση την οποία επισπεύδεται η σε βάρος της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας  διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται να εξετάσει τον τέταρτο λόγο ανακοπής, ο οποίος επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο βάλλεται, όπως προαναφέρθηκε η εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι αυτή έχει κριθεί τελεσιδίκως. Κατόπιν τούτου, η εκκαλουμένη απόφαση που προέβη στην εξέταση του σχετικού λόγου ανακοπής, τον οποίο απέρριψε εν μέρει ως νόμω αβάσιμο και εν μέρει ως αόριστο, έσφαλε, της πλημμέλειας αυτής εξεταζόμενης αυτεπαγγέλτως, καθόσον η καθής η ανακοπή αναπτύσσει στις προτάσεις της το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης προσκομίζοντας συνάμα τα έγγραφα που προαναφέρθηκαν και επομένως η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί εν μέρει, να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη έφεση και αφού κρατηθεί και εξεταστεί ο ως άνω λόγος ανακοπής, να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβληθείς ως προς όλα τα σκέλη του, λόγω δεδικασμένου.

Ως προς τους πρώτο, δεύτερο και  τρίτο λόγους έφεσης

Ο δικονομικός νομοθέτης μετέφερε το αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την θέσπιση του άρθρ. 935 KΠολΔ. Ο αποκλεισμός των μη προβληθέντων, πλην υφιστάμενων στην πρώτη δίκη λόγων ανακοπής αποκλείεται μεν μέσω της διάταξης του άρθρ. 330 KΠολΔ επιτυγχάνεται όμως μέσω της διάταξης του άρθρ. 935 KΠολΔ. Το άρθρο 935  KΠολΔ συνδέθηκε λειτουργικά με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης του άρθρ. 933 KΠολΔ. Η εν λόγω διάταξη ορίζει, ότι λόγοι ανακοπής που είναι γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρ. 933 KΠολΔ είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, όπου ανακύπτει δηλαδή ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα το κύρος συγκεκριμένης πράξης της εκτέλεσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 935 KΠολΔ «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης». Μετά την αντικατάσταση του ως άνω άρθρου με το άρθρ. 19 παρ. 2 του ν. 4055/20121029, η διατύπωσή του έχει ως εξής: «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρ. 933 KΠολΔ είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Το απαράδεκτο της διάταξης του άρθρ. 935 KΠολΔ πριν από την αντικατάστασή της είχε θεωρηθεί ότι λειτουργούσε μόνο αν στη μεταγενέστερη δίκη κρινόταν το ζήτημα του κύρους της ίδιας της διαδικαστικής πράξης της εκτέλεσης. Η στενή αυτή ερμηνεία είχε κατακριθεί, ως τελολογικώς δε επιδοκιμαστέα εθωρείτο η λειτουργία του άρθρ. 935 KΠολΔ κατά την αποδιδόμενη πλέον νομοθετική της διατύπωση. Γίνεται πλέον και νομοθετικά δεκτό ότι οι λόγοι ανακοπής που είναι γεννημένοι και προταθούν στην επί της ανακοπής δίκη κατά τους ορισμούς του άρθρ. 933 KΠολΔ απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, αν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, όπου τίθεται ζήτημα κύρους της ίδιας πράξης, που προσβλήθηκε με την αρχική ανακοπή ή άλλης πράξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, έστω και αν υπάρχει η προθεσμία από το άρθρ. 934 KΠολΔ για την εμπρόθεσμη προβολή τους. Δεδομένου ότι το κατ`άρθρ. 935 KΠολΔ απαράδεκτο καλύπτει με τη νέα ρύθμιση και την προσβολή των επόμενων της προσβληθείσας πράξεων εκτέλεσης για τους προϋπάρχοντες λόγους, το κύρος της εκτελεστικής διαδικασίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εφεξής από τον ίδιο ανακόπτοντα για τους λόγους αυτούς. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης που σκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτέλεσης από αμφισβητήσεις για το κύρος της και στην ασφάλεια των συναλλαγών, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας της εκτέλεσης, πρέπει με το κύριο αυτής δικόγραφο ή των πρόσθετων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το κύρος οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που έχει προσβληθεί με ανακοπή, η οποία ασκήθηκε κατά το άρθρο 933 KΠολΔ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ νέου από εκείνον που έχει ασκήσει την ανακοπή και να τεθεί σε νέα κύρια ή παρεμπίπτουσα κρίση, για λόγους που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν στην προγενέστερη δίκη της ανακοπής, οι οποίοι είναι απαράδεκτοι, χωρίς έτσι να αποκλείονται οι οψιγενείς λόγοι, εφόσον είναι εμπρόθεσμοι κατά το άρθρο 934 KΠολΔ. Και αν ακόμη υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 KΠολΔ 1034 για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορεί να προταθούν οι λόγοι ανακοπής που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή. Επίσης σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει θέμα κύρους ορισμένης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας κατά της οποίας (πράξης), έχει ήδη ασκηθεί ανακοπή του άρθρου 933 KΠολΔ, δεν είναι δυνατόν να προταθούν νέοι λόγοι ακυρότητας, πολύ δε περισσότερο δεν μπορούν με νέα ανακοπή να εισαχθούν λόγοι ακυρότητας της ίδιας πράξης εκτέλεσης που έχουν εισαχθεί με προηγούμενη ανακοπή του ίδιου ανακόπτοντος και ανεξάρτητα από την περάτωση (τελεσίδικη ή όχι) της δίκης που ανοίχθηκε με την προηγούμενη αυτή ανακοπή. (ΑΠ 242/2001 ΤΝΠ Νομος). Το θεσπιζόμενο με την εν λόγω διάταξη απαράδεκτο, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως ισχύει ανεξαρτήτως, αν οι λόγοι ανακοπής αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση και προβλέπεται ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 330 KΠολΔ, δεν στηρίζεται δηλαδή στην ύπαρξη τυχόν τελεσίδικης κρίσης ως προς τους λόγους ακυρότητας της πράξης σε προγενέστερη δίκη ανακοπής.(Εφ. Πειρ.54/2024,  Εφ. Αν Κρήτης 127/2023 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νομος).

Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσης, η ανακόπτουσα επαναφέρει τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της ανακοπής της, με τους οποίους ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη με την ανακοπή πράξη εκτέλεσης, ήτοι η  με αριθμό ……/25.4.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. είναι άκυρη, επειδή στηρίζεται σε προηγούμενη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι την από 15.11.2022 επιταγή προς εκτέλεση, η οποία ομοίως είναι άκυρη. Με τον πρώτο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η προαναφερθείσα επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει άκυρη, επειδή η καθής η ανακοπή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να επισπεύσει την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της απαίτησης που φέρεται να μεταβιβαστηκε από την αρχική δανείστρια της ανακόπτουσας στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», επειδή αν και αποδεικνύεται η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης, από την αρχική δανείστρια στην εταιρεία ειδικού σκοπού, από τα συγκοινοποιηθέντα με την επιταγή προς πληρωμή, στην ανακόπτουσα έγγραφα,  κατά παράβαση του άρθρου 925ΚΠολΔ, δεν της κοινοποιήθηκε ολόκληρο το έγγραφο μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης, ούτε από κάποιο από τα έγγραφα που της κοινοποιηθηκαν, αποδεικνύεται ότι η ίδια επίδικη απαίτηση περιλαμβάνεται στην σύμβαση διαχείρισης που συνήφθη μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού  «…………….», και της επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση, απόσπασμα της οποίας κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η από 15.11.2022 επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθής η ανακοπή,  επειδή αυτή είναι εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν κατά τους όρους του Ν.3156/2003, δηλαδή στα πλαίσια τιτλοποίησης, συνεπώς δεν νομιμοποιείται προς άσκηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τον τρίτο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η από 15.11.2022 επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη, ως αόριστη και τούτο διότι με αυτήν επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθής η ανακοπή το ποσό των 737.005,12 Ελβετικών Φράγκων με βάση την τρέχουσα ισοτιμία του σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής, πλέον ποσού 2.654,42 ευρώ ως έξοδα, χωρίς να εκτίθεται σε αυτήν πως προέκυψαν τα προαναφερόμενα ποσά, με δεδομένο ότι με την με αριθμό ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (εκτελεστό τίτλο) διατάχθηκε να καταβάλλει στην αρχική δανείστρια το ποσό των 578.609,59 Ελβετικών Φράγκων ως κεφάλαιο και το ποσό των 1.143,49 ευρώ ως έξοδα. Οι ως άνω λόγοι ανακοπής απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, οι μεν δυο πρώτοι ως νόμω αβάσιμοι ο δε τρίτος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 29.11.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2022 ανακοπή της, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της με αριθμό ……………/2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και την ακύρωση της από 15.11.2022 επιταγής προς εκτέλεση με την οποία επισπεύθηκε η εκτέλεση της ως άνω διαταγής πληρωμής. Στο ως άνω δικόγραφο επομένως σωρεύθηκε ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ  και του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ως λόγοι της ανακοπής κατά της εκτέλεσης με αίτημα την ακυρότητα της από 15.11.2022 επιταγής προς πληρωμή, προτάθηκαν ως πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγος, οι λόγοι που αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν επικαλούμενοι ως πρώτος, δεύτερος και τρίτος αντίστοιχα. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, οι ως άνω λόγοι απαραδέκτως κατ άρθρο 935 ΚΠολΔ, εισάγονται με την κρινόμενη ανακοπή καθώς ήδη προτάθηκαν με προηγούμενη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ανακοπή εκείνη αφορούσε το κύρος έτερης πράξης εκτέλεσης, και το δικονομικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται. Η ανακόπτουσα με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ισχυρίζεται ότι υφίσταται εκκρεμοδικία, από την άσκηση της προηγούμενης ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση, η οποία έχει εισαχθεί με κλήση της ανακόπτουσας, να δικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 22.4.2031, καθώς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την με αριθμό 2624/2023 απόφασή του έκρινε ότι είναι καθ ύλη αναρμόδιο για την εκδίκασή της και την παρέπεμψε στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνων.  Ο ως άνω ισχυρισμός δεν δύναται να θεωρηθεί ως λόγος ανακοπής, καθώς προτείνεται το πρώτον με τις προτάσεις ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε μπορεί να θεμελιώσει εκκρεμοδικία αφού οι δυο ανακοπές έχουν διαφορετικό αντικείμενο, ήτοι την ακύρωση διαφορετικών πράξεων εκτέλεσης, ως προαναφέρθηκε, ούτε τέλος μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 249 ΚΠολΔ, καθώς αυτό προϋποθέτει την παραδεκτή εισαγωγή των λόγων ανακοπής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.  Επομένως  η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε ότι παραδεκτά προβλήθηκαν οι πρώτος δεύτερος και τρίτος λόγοι ανακοπής, έσφαλε και επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τους λόγους αυτούς, και αφού οι ίδιοι λόγοι ανακοπής κρατηθούν και εξεταστούν από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθούν ως απαραδέκτως προβληθέντες κατ άρθρο 935 ΚΠολΔ

Επί του πέμπτου λόγου έφεσης

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του KΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203). Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π. ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτέλεσης. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του KΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕφΑθ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β.Βαθρακοκοίλης ό.π). (Μον.Εφ. Πειρ. 86/2022 ΝΟΜΟΣ)

Με τον πέμπτο  λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ζητεί κατ ορθή εκτίμηση αυτού την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ισχυριζόμενη ότι δυνάμει της από 15.11.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως εκτελεστού τίτλου επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθής η ανακοπή το συνολικό ποσό των 737.005, 12 ελβετικών φράγκων με βάση την τρέχουσα κατά την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση ισοτιμία του σε ευρώ, που αφορά σε ληξιπρόθεσμη οφειλή απορρέουσα από την υπ’ αριθ. ……/8.5.2008 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, πλέον τόκων και εξόδων από την επομένη της επίδοσης της επιταγής. Σύμφωνα,  δε με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης δόθηκε εντολή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθής η ανακοπή και επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας, «…για την διενέργεια πλειστηριασμού…, για να πληρωθεί η επισπεύδουσα την ως άνω απαίτησή της, ήτοι το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), το οποίο βάσει της επίσημης ισοτιμίας ευρώ/CHF κατά τον χρόνο της επιβολής της κατάσχεσης CHF/ευρώ (1€/0,97970 CHF) αντιστοιχεί στο ποσό των Ελβετικών Φράγκων εκατόν δύο χιλιάδων εβδομήντα δύο (102.072 CHF), που αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου της ανωτέρω συνολικής απαιτήσεως της επισπεύδουσας, με την ρητή επιφύλαξη της για την είσπραξη του υπολοίπου του επιταχθέντος ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία…». Στην έκθεση κατάσχεσης, ρητά αναφέρεται επομένως  ότι το ποσό των 100.000,00 ευρώ αποτελεί μέρος του κεφαλαίου της συνολικώς επιταχθείσας απαίτησης δυνάμει του εκτελεστού τίτλου, ως αυτό προκύπτει αναλυτικά βάσει της από 15.11.2022 κοινοποιηθείσας επιταγής, συνακόλουθα δε ο εν λόγω περιορισμός κατά τον προπαρατιθέμενο τρόπο της συνολικής απαίτησης έλαβε χώρα καθόλα ορισμένα, καθώς περιορίζει την απαίτηση μόνο ως προς επιδικασθέν κεφάλαιο, η πληρωμή του οποίο επιτάσσεται με την επιταγή προς εκτέλεση  και όχι γενικά και αόριστα, γίνεται εξειδίκευση ως προς το τι αφορά ο περιορισμός, ώστε τελικά να καθίσταται σαφές από ποιο ακριβώς μέρος της συνολικής απαίτησης κατά κονδύλιο απαρτίζεται η συνολική απαίτηση, για την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, με αποτέλεσμα να καταστήσει αυτήν τελικά εκκαθαρισμένη. Ο ως άνω λόγος ανακοπής επομένως ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως ουσία αβάσιμος, με τις αιτιολογίες που ανωτέρω παρατίθενται και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου σχετικός πέμπτος λόγος έφεσης.

Επί του έκτου λόγου έφεσης

Με τον έκτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι καταχρηστικά,  η καθής επέβαλε κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της, η αξία της οποίας εκτιμήθηκε από την Δικαστική Επιμελήτρια στο ποσό των 339.000 ευρώ, μόνο για το ποσό των 100.000 ευρώ, ενώ θα μπορούσε να καλύψει σημαντικά μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής της, προκειμένου να συνεχίσει να αυξάνεται η οφειλή της λόγω των τόκων και των εξόδων και να δύναται στο μέλλον να κατάσχει και έτερα περιουσιακά στοιχεία της ανακόπτουσας αλλά και του εγγυητή ……………..  Η επιβολή της κατάσχεσης για ποσό μικρότερο της απαίτησης συνιστά δικαίωμα του δανειστή, ενώ κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η  άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη 1991.501, ΑΠ 893/200 Τ.ΝΠ Νομος). Στην κρινόμενη περίπτωση η ανακόπτουσα δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν υπέρμετρη επιβάρυνση της οφειλής της, από την επιβολή της κατάσχεσης για μέρος μόνο του ποσού της απαίτησης της καθής, σε βαθμό μάλιστα που να καθιστά ορατή την κατάσχεση και έτερων περιουσιακών στοιχείων του καθού, με δεδομένο επίσης ότι η καθής η ανακοπή δύναται να αναγγελθεί, για το ποσό της απαίτησής της που καλύπτεται από την αξία του ακινήτου. Ορθώς επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως αόριστο με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας απόφασης και ο περί του αντιθέτου έκτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος

Επί του έβδομου λόγου έφεσης

Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα εκθέτει, κατ ορθή εκτίμηση αυτού ότι τυγχάνει ακυρωτέα η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επειδή η αναγκαστική εκτέλεση, στο πλαίσιο της οποίας κατασχέθηκε το λεπτομερώς περιγραφόμενο σε αυτήν ακίνητο ιδιοκτησίας της, επισπεύδεται καταχρηστικά κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της καθ’ ης, αλλά και η αρχή της αναλογικότητας. Οτι η καθ’ ης προέβη στην ανακοπτόμενη κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας της και της μοναδικής κατοικίας του ομόρρυθμου εταίρου της ανακόπτουσας, ήτοι του ……….. και της οικογένειάς του, είναι δε βεβαρημένη με πολλαπλές κατασχέσεις από το ελληνικό δημόσιο, με συνέπεια την αδυναμία ικανοποίησης της απαίτησης της καθής η ανακοπή. Ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος όπως ορθά έκρινε με επάλληλη σκέψη της η εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δεν συνεπάγονται από μόνα τους την υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ειδικότερα, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης συνιστούν άσκηση νομίμου δικαιώματος της καθής η ανακοπή σε ως ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της, χωρίς να προβάλονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να καταδεικνύεται ότι η απαίτησή της καθής θα  μπορούσε να ικανοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει με κάποιον άλλο πρόσφορο τρόπο, ο οποίος θα ήταν λιγότερο επαχθής για την ανακοπτουσα. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο ως άνω λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του ίδιου λόγου ανακοπής της.

Επί του όγδοου λόγου έφεσης

Από τη διάταξη του άρθρου 954 παρ.4 εδ.α’ και β’ KΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι, η στο ως άνω άρθρο προβλεπόμενη ανακοπή έχει τον χαρακτήρα ειδικού ένδικου βοηθήματος, η καθιέρωση του οποίου, με την ανωτέρω διάταξη, αποσκοπεί στη διόρθωση της εκθέσεως κατασχέσεως για οποιαδήποτε έλλειψή της, η οποία πριν από την τροποποίηση της διατάξεως αυτής θεμελίωνε ανακοπή κατά το άρθρο 933 KΠολΔ, με αίτημα την ακύρωση της εκθέσεως. Η άσκηση της τελευταίας αυτής ανακοπής δικαιολογείται μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις ήτοι όταν οι ελλείψεις της εκθέσεως κατασχέσεως είναι ιδιαίτερα σοβαρές, όπως ως προς την περιγραφή του πράγματος, που δεν θα απέκλειαν την αντικατάστασή του ή δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση, όπως επί ελλείψεως συμπράξεως ή υπογραφής του κατά το νόμο απαιτούμενου μάρτυρα και με τη συνδρομή πάντοτε του στοιχείου της βλάβης, δικονομικής ή περιουσιακής, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρο 159 KΠολΔ, ΑΠ 1687/2005,  Εφ.Πειρ.  271/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από το δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς ή η ατελής ή ανακριβής περιγραφή στην έκθεση κατάσχεσης του ακινήτου με τα συστατικά του ή με τα κατασχεθέντα παραρτήματα δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατάσχεσης, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει την άνω ειδική  ανακοπή της διάταξης του άρθρου 954 παρ. KΠολΔ. (Εφ Πειρ. 54/2024 ΤΝΠ Νομος). Η ανακόπτουσα στον όγδοο λόγο της ανακοπής της ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πρέπει να ακυρωθεί διότι η αναγραφείσα σε αυτήν αξία του κατασχεθέντος ακινήτου, υπολογίστηκε σε ποσό πού μεγαλύτερο της εμπορικής αξίας του, που δεν υπερβαίνει το ποσό των 260.000 ευρώ. Ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς η διόρθωση της εκτίμησης της αξίας του κατασχεθέντος ακινήτου και της τιμής πρώτης προσφοράς, συνιστά αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 ΚΠολΔ, οπότε ορθώς απέρριψε αυτόν σχετικώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, τυγχάνει απορριπτέος και ο ως άνω λόγος έφεσης

Τέλος, η εκκαλούσα σωρεύει στο δικόγραφο της ένδικης εφέσεως αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 938 KΠολΔ της επισπευδόμενης σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης. Στηρίζει δε τη σχετική αίτηση στο γεγονός ότι κινδυνεύει να εκπλειστηριασθεί η μοναδική και κύρια κατοικία του εταίρου της ανακόπτουσας ………… και των τέκνων του, ο οποίος επιπλέον αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα υγείας, γεγονός που θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, επιπλέον δε επικαλείται την ευδοκίμηση των λόγων της εφέσεώς της.  Η ως άνω αίτηση που στηρίζεται στους ήδη κριθέντες και απορριφθέντες λόγους εφέσεως τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της, αφού για να διαταχθεί αναστολή της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ.2 KΠολΔ πρέπει να μπορεί να ευδοκιμήσει το ασκηθέν ένδικο μέσο. Συνακόλουθα, η μεν υπό κρίση έφεση με εξαίρεση τον πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της ως προς τον οποίο μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Διικαστηρίου, έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν και μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς τους ίδιους λόγους της ένδικης ανακοπής, αυτοί κρατήθηκαν και δικάστηκαν από το παρόν Δικαστήριο και απορρίφθηκαν ως απαραδέκτως προβληθέντες, ως προς τους λοιπούς λόγους πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της, η δε σωρευθείσα αίτηση αναστολής απορριπτέα τυγχάνει κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Δεδομένου ότι η ανακοπή κρίθηκε απορριπτέα στο σύνολό της, όπως είχε συμβεί και πρωτοδίκως, δεν συντρέχει λόγος να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τη διάταξη επιδίκασης δικαστικών εξόδων υπέρ της καθ’ης για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Σε ό,τι αφορά τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης- καθ’ης η αίτηση που προέκυψαν από την κριθείσα έφεση και την σωρευθείσα αίτηση αναστολής εκτέλεσης, αυτά, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας, πρέπει να επιβληθούν στην ηττηθείσα εκκαλούσα- αιτούσα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ.2 KΠολΔ, 84 παρ. 2 του Ν. 4194/2013,  κατά το διατακτικό. Τέλος επειδή κατόπιν της εφέσεως εξαφανίστηκε εν μέρει η εκκαλουμένη και επανακρίθηκαν οι λόγοι ανακοπής που προαναφέρθηκαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου σε αυτή κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. KΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό (βλ. Χ. Ευθυμίου σε Απαλαγάκη- Σταματόπουλο Ο Νέος KΠολΔ 2, σελ. 1631 με παραπομπή στην ΑΠ 532/2016, ΕλλΔνη 2017, σελ. 1426).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 30.11.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2023 έφεση. κατά της με αριθμό 3684/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) και την σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο από αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο κατ’ ουσίαν σε αυτή.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο αυτής που αφορά στους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της από 8.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………./2023 ανακοπής

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς τους παραπάνω λόγους ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει τους ως άνω λόγους της  ανακοπής.

Απορρίπτει αυτούς ως απαραδέκτως προταθέντες.

Απορρίπτει την από 30.11.2023 αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης- καθ’ ης η αίτηση για τον παρούσα δίκη από την εκδίκαση της κριθείσας εφέσεως και της σωρευόμενης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της εκκαλούσας-αιτούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του με κωδικό …………….   e- Παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31.5.2024.

                    Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ