Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 252/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :      252/ 2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  : Της   Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία: «………», και με τον διακριτικό τίτλο: «………..» που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………. και με το διακριτικό τίτλο «………….», η οποία εδρεύει στη ………………, νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθμόν 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της υπ’ αριθμόν ……….Λα/19.5.2017 Πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν ………./8.1.2019 Πράξη, ως διαδίκου μη δικαιούχου, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..», η οποία εδρεύει στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, ………… (……………), κατά τα οριζόμενα στο από 18.06.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων και σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, η οποία εταιρεία ειδικού σκοπού έχει νομίμως συσταθεί με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας …………, και οι οποίες απαιτήσεις έχουν μεταβιβαστεί στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ………./30.4.2020, η οποία εκπροσωπήθηκε  στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ελένη Σκούρα.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ  : …………. η οποία εκπροσωπήθηκε  από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ελένη Σόβολου.

Η εφεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 23-4-2018 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018 ανακοπή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 4650/2018 απόφαση του άνω  Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα άσκησε την από  10.05.2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2019 έφεσή της. Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 04.01.2022  και με αρ. με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022 υπέρ της  εκκαλούσας ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………».  Η συζήτηση της έφεσης ορίστηκε για τη δικάσιμο της 2.4.2020 επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη, ώστε η συζήτηση της έφεσης για την άνω δικάσιμο έγινε με την επιμέλεια εκκαλούσας. Την άνω δικάσιμο η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε και επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως βάσει της με αρ. 84/2020 πράξης κατ΄εφαρμογή της διάταξης του του άρθρου 74 παρ.2 του Ν. 4690/2020  για τις 4.3.2021,  οπότε και δεν εκφωνήθηκε  εκ νέου  και προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως δυνάμει της με αρ. ………/2021 πράξης για τη δικάσιμο της 9.12.2021, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 3.11.2022 και κατόπιν για την παρούσα συνεδρίαση.  H συζήτηση της πρόσθετης παρέμβασης ορίστηκε για τη δικάσιμο της 3.11.2022, οπότε και αναβλήθηκε για την παρούσα συνεδρίαση.

Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού  συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, η εκκαλούσα δεν παραστάθηκε, ενώ   οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι  των λοιπών διαδίκων αναφέρθηκαν στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από  10.05.2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………../2019 έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 15.4.2019, η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10.5.2018 κι έχει κατατεθεί το ανάλογο παράβολο (βλ. το με αρ.   . …………  e – paravolo). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά του πινακίου η εκκαλούσα δεν παραστάθηκε, όπως δε προκύπτει από την με αρ ………./06.06.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., αντίγραφο της έφεσης με πράξη καταθέσεως και ορισμό δικασίμου για τη δικάσιμο της 2.4.2020 επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη, ώστε η συζήτηση της έφεσης για την άνω δικάσιμο έγινε με την επιμέλεια εκκαλούσας. Την άνω δικάσιμο η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε και επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως βάσει της με αρ. …./2020 πράξης κατ΄εφαρμογή της διάταξης του του άρθρου 74 παρ.2 του Ν. 4690/2020  για τις 4.3.2021,  οπότε και δεν εκφωνήθηκε  εκ νέου  και προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως δυνάμει της με αρ. …./2021 πράξης για τη δικάσιμο της 9.12.2021, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 3.11.2022 και κατόπιν για την παρούσα συνεδρίαση. Ο ορισμός δικασίμου δυνάμει των άνω πράξεων για τις 4.3.2021 και 9.12.2021 ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 74 παρ.2 του Ν. 4690/2020, 21 του ν. 4786/2021 και 83 παρ.2 του ν.  4790/2021), ενώ κατά την τελευταίες δικασίμους της  9.12.2021 και 3.11.2022 κατά τις οποίες η υπόθεση αναβλήθηκε, η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια η εκκαλούσα θα πρέπει να δικασθεί  σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ, ωστόσο,  δεδομένου ότι εκκρεμεί  στο ίδιο Δικαστήριο η (β)  αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, θα πρέπει να ερευνηθεί αν ως αναγκαίος ομόδικος, θα εκπροσωπηθεί από τους προσθέτως παρεμβαίνουσα.

Σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 80 του  ΚΠολΔ τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του  ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2  του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2  του ΚΠολΔ. (β) Επίσης,  σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ.

Στην προκείμενη περίπτωση, στο παρόν Δικαστήριο ασκείται το πρώτον η από 4.3.2022 και  με αριθ. κατ. ΓΑΕΚ/ΕΑΚ  …………/2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και συγκεκριμένα μετά την αναβίωσή της με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, με την οποία η προσθέτως παρεμβαίνουσα,  ισχυρίζεται ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με τη  επωνυμία ……………….», η οποία έχει καταστεί  ειδική διάδοχος της εκκαλούσας, όπως ειδικότερα εκτίθεται. Επικαλούμενη δε, ως  έννομο συμφέρον, της εκπροσωπούμενης από αυτήν ειδικής διαδόχου, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη, κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, ζητεί να  την παραδοχή  της έφεσης, όπως το αιτητικό αυτής και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά της έξοδα. Η άνω αυτοτελής αυτή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατά των εκκαλούντων και υπέρ της εκκαλούσας σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76, 83 και 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., 4354/2015, δεδομένου ότι  επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τόσον στην καθ’ ης, όσον και στην υπερ ης η παρέμβαση για  (βλ. σχετ. τις με αριθμ. …./1-11-2022 και …………/1-11-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών  με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών  ………., αντίστοιχα). Aπό τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν όσον αφορά την άνω πρόσθετη παρέμβαση τα εξής :   Δυνάμει της  από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../30.4.2020,  στον Τόμο … με αριθμό …. την 11.5.2020, η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, μεταβιβάσθηκαν από την εκκαλούσα   στην εδρεύουσα στο …….. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με  την επωνυμία «………….»,  νομίμως εκπροσωπούμενη, ως ειδική διαδόχου –  οι επιχειρηματικές απαιτήσεις της πρώτης και  η απαίτηση από την επίδικη με αρ.  ………….  σύμβασης στεγαστικού δανείου, με συνοφειλέτρια την ανακόπτουσα, όπως φαίνεται στο παράρτημα της σύμβασης (όπου αναγράφεται ο αριθμός της σύμβασης με τα στοιχεία του συνοφειλέτη τέως συζύγου της).  H άνω εταιρία με την 18.6.2021 σύμβαση (μακροπρόθεσμης) διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που δημοσιεύθηκε σε περίληψη με αρ. πρωτ. …./22.6.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο … με αριθμό … ανέθεσε την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων (χαρτοφυλακ και μεταξύ αυτών και της επίδικης στην προσθέτως παρεμβαίνουσα. Από την καταχώρηση της σχετικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000, επήλθε η μεταβίβαση των απαιτήσεων προς την προαναφερθείσα εταιρεία ειδικού σκοπού και μεταξύ αυτών και της επίδικης, στην οποία  μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως κάθε παρεπόμενο, διαπλαστικό ή άλλο δικαίωμα που συνδέεται με την επίδικη απαίτηση , ώστε η  προσθέτως παρεμβαίνουσα, ως διαχειρίστρια της άνω ειδικής διαδόχου  υπεισήλθε στα δικαιώματα της τελευταίας που αποτελούν  αντικείμενο της δίκης και έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει (αυτοτελώς) προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας (δικαιοπαρόχου αυτής ως προς την επίδικη έννομη σχέση),  δεδομένου ότι  η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί αποφάσεως καταλαμβάνει και την ως άνω ειδική διάδοχο εταιρεία ειδικού σκοπού (άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Ενόψει αυτών μεταξύ της κύριας διαδίκου εκκαλούσας  και της προσθέτως παρεμβαίνουσας δημιουργείται  σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, ώστε η εκκαλούσα  που είναι απούσα αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα που παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.

Η ανακόπτουσα με την από  23-4-2018 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018 ανακοπή της, ζήτησε την  ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύθηκε σε βάρος της με την από 5.2.2018 επιταγή προς πληρωμή,  κάτω από το με αρ.  ………../2017  πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. 2543/2014 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την με αρ. …/09.03.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………., δυνάμει της οποίας κατασχέθηκε αναγκαστικά   ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος  που ανήκει στην ανακόπτουσα κατά κυριότητα.  Η εκκαλούμενη απόφαση έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς το δεύτερο λόγο αυτή και ακύρωσε την αναγκαστική εκτέλεση και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του  νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης  αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του και ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που έχει ιδιαίτερα  ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι αυτό αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ  1825/2022, ΑΠ  805/2022, ΑΠ 121/2021, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019 www.areiospagos.gr). Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε στον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, ότι  η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της είναι καταχρηστική γιατί ματαιώνει το δικαίωμά της να  υπαχθεί στις διατάξεις του βν 3869/2010 και να ζητήσει την προστασία της πρώτης κατοικίας της, δεδομένου ότι είναι άνεργη και εργάζεται περιστασιακά έχοντας  περιέλθει από το 2011 σε μόνιμη οικονομική  αδυναμία πληρωμής των χρεών της.   ¨Ότι από το Φεβρουάριο του έτους  2016, όταν είχε πληροφορηθεί την μη καταβολή των δόσεων του στεγαστικού δανείου από το τέως σύζυγό της  είχε ζητήσει βεβαίωση οφειλών και έλαβε νεώτερη βεβαίωση το Φεβρουάριο του 2018. ¨Ότι η καθ΄ής η ανακοπή προέβη στην έναρξη αναγκαστικής εκτέλεσης με έκδοση πρώτου εκτελεστού απογράφου, σύνταξη κι επίδοση επιταγής προς πληρωμή  και   αναγκαστική κατάσχεση της οριζόντιας ιδιοκτησίας, στην οποία η ανακόπτουσα  είναι συγκύρια  κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, ενώ γνώριζε ότι συντρέχουν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις του ν. 3869/1010, επιδίδοντας τα έγγραφα της αναγκαστικής εκτέλεσης σ΄αυτή  αγνώστου διαμονής,  ενώ παραλάμβανε έγγραφα από αυτή έγγραφα και ήταν γνωστή σ΄αυτή ο τόπος κατοικίας της, ……………. Πέραμα. Μόνο όμως το γεγονός ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της  ανακόπτουσας οι προϋποθέσεις του ν. 3869/2010 και μπορεί αυτή  να τύχει προστασίας από τις διατάξεις αυτού, χωρίς αυτή να έχει προβεί στην κατάθεση της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του άνω νόμου για δικαστική ρύθμιση των οφειλών της,   να έχει ξεκινήσει τις διαδικασίες αυτού (υποβολή αίτησης εξωδικαστικού μηχανισμού, υποβολή αίτησης του άρθρου  6 του ν. 3869/2010)  δεν καθιστούν την  επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της καταχρηστική, εφόσον δεν μνημονεύεται συγκεκριμένη συμπεριφορά της καθ’ ής,  η  οποία με δεδομένη τη συνδρομή στο πρόσωπο της ανακόπτουσας των  προϋποθέσεων του άνω νόμου,  είτε δημιούργησε στην ανακόπτουσα την εντύπωση ότι δεν προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά της,  είτε  ακόμα  δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη  εξωδικαστικού συμβιβασμού με υπαιτιότητά  της.  Η υπαγωγή ή όχι  της ανακόπτουσας στις προϋποθέσεις του ν. 3869/2010 δεν είναι ευθέως  αντικείμενο της παρούσας δίκης  και δεν καθιστά χωρίς άλλο την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της καταχρηστική, χωρίς αυτή  να συνδυάζεται  με πρόσθετα περιστατικά που ανάγονται στη σφαίρα της καθ΄ής η ανακοπή, ήτοι παρέλκυσης από πλευράς της των διαδικασιών του ν. 3869/1010,  επίδειξη αντιφατικής συμπεριφοράς αυτής  ή έλλειψη εννόμου συμφέροντος αυτής  (βλ. ΑΠ 805/2022, ΑΠ 311/2020  www.areiospagos.gr_.). Επίσης το ζήτημα ότι η  καθ’ ής η ανακοπή θεώρησε την ανακόπτουσα ως αγνώστου διαμονής, ενώ απευθυνόταν σ΄αυτή εγγράφως με τη γνωστή κατοικίας της δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, αφού η ανακόπτουσα δεν επικαλείται συνδρομή συγκεκριμένης  βλάβης από την ενέργεια της καθ’ ής η ανακοπή, ήτοι απώλεια δικαιώματος αυτής  (άρθρο 159 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι  σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3869/2010 «για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» με την κατάθεση της αίτησης  ρύθμισης οφειλών στην  Γραμματεία του οικείου Ειρηνοδικείου προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη, είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής, κατά το άρθρο 781 ΚΠολΔ. Με την κατάθεση της αίτησης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του.  Εξάλλου κατά την παρ.  «5. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης του οφειλέτη προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατάθεσής της. Ο οφειλέτης πρέπει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αιτήσεώς του να επιδώσει αντίγραφο αυτής στους πιστωτές και τους εγγυητές του. Με την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης προσδιορίζεται επίσης η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε επικυρώνεται ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε συζητείται και ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής και τη λήψη προληπτικών μέτρων κατ` εφαρμογή του άρθρου 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός δύο (2) μηνών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης. Η ημέρα συζήτησης της αιτήσεώς του άρθρου 5α προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός δύο (2) μηνών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης. Μέχρι την ημέρα της επικύρωσης ή της συζήτησης της αναστολής ή της συζήτησης της αιτήσεώς του άρθρου 5α απαγορεύεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη,  όσον αφορά τις απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν περιληφθεί στην αίτηση του και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του». Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.2 “2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5α του παρόντος νόμου αν δεν επέλθει συμβιβασμός και επικύρωση ο ειρηνοδίκης αποφασίζει κατά την ημέρα επικύρωσης, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη ή ενός εκ των πιστωτών που αναφέρονται στην αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως για κάθε ζήτημα που χρήζει προσωρινής ρυθμίσεως σύμφωνα με τα άρθρα 745, 751 και 781 ΚΠολΔ, και ιδίως για την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του και το ύψος των μηνιαίων δόσεων που ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει προς τους πιστωτές που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση». Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει  ότι η καθ’ ής η ανακοπή  χορήγησε στην ανακόπτουσα κατόπιν αιτήματός της, τις από 15.2.2016 και 12.3.2018 βεβαιώσεις αναλυτικές καταστάσεις οφειλών  με  βάση το  ν. 3869/2010, αναφέροντας ότι οι άνω βεβαιώσεις δεν συνιστούν αναγνώριση από πλευράς της υπαγωγής στο ν. 3869/2010 ή συνομολόγηση  για τη ρύθμιση των οφειλών. Η ανακόπτουσα κατάθεσε στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς  στις 20.9.2018, μία ημέρα  πριν την συζήτηση της παρούσας ανακοπής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (21.9.2018)  αίτηση ρύθμισης των οφειλών της  του άρθρου 4   του ν.   3869/2010 και εξαίρεσης από την εκποίηση πρώτης κατοικίας της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε στις 9.5.2028, ενώ την 23.11.2018 ορίστηκε  η ημερομηνία επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού ή προσωρινής διαταγής. Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι  η άνω αίτηση επιδόθηκε στην καθ’ ής η ανακοπή, ούτε  ότι  έλαβε χώρα η  συζήτηση  της προσωρινής διαταγής στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς την   23.11.2018. Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί προεχόντως ως μη νόμιμος, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της καθ΄ής η ανακοπή.  Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος  ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού   η κατάθεση της αίτησης περί υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010  από πλευράς της αιτούσας  δε συνοδεύτηκε από συνέχιση της διαδικασίας και ειδικότερα   επίδοση αυτής και έκδοση προσωρινής διαταγής, με την οποία να απαγορεύεται  η λήψη καταδιωκτικών μέτρων μέχρι τη συζήτηση της αίτησης (άρθρο 6 του ν. 3869/2010), ώστε  να μην εμποδίζεται η συνέχιση της αναγκαστικής  εκτέλεσης σε βάρος της.   Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  το οποίο  έκρινε ότι ο λόγος ανακοπής είναι  νόμιμος και δέχθηκε αυτό ως  ουσιαστικά βάσιμο, δεχόμενο κατ΄επέκταση  την ανακοπή,  έσφαλε ως προς  την ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Να διακρατηθεί η ανακοπή από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ανακοπής. Με δεδομένο δε ότι γίνεται δεκτή η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου   (άρθρο 495 § 3 εδ. στ’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, αφού εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να χωρήσει η έρευνα του πρώτου λόγου της ανακοπής που δεν είχε εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 924 ΚΠολΔ για την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτείται επίδοση προς τον καθ’ ού η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου µε επιταγή για εκτέλεση. Η επισπευδοµένη εκτέλεση χωρίς τέτοια επίδοση είναι άκυρη και χωρίς βλάβη του καθού η εκτέλεση, επειδή τόσον η επίδοση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης όσον και για το λόγο ότι χωρίς την επίδοση αυτή δεν αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση. Διαφορετικό όµως είναι το ζήτηµα της ακυρότητας της επίδοσης, αν  δηλαδή αυτή δεν έγινε  σύµφωνα µε τα οριζόµενα στα άρθρα 122-143 ΚΠολΔ, επέρχεται ακυρότητα αυτής µόνο σε συνδυασµό µε το στοιχείο της βλάβης (άρθρο 159 αρ.3 ΚΠολΔ).  Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 955 παρ. 1 ΚΠολ2Δ, καθώς και το άρθρο 995 παρ. 1 ΚΠολΔ προκειμένου για ακίνητα, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ’ ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που περατώθηκε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα της κατάσχεσης. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι η επίδοση του αντιγράφου ή της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να γίνει στον παρόντα καθ’ ου η κατάσχεση, και αν αυτός είναι απών κατά την κατάσχεση, η επίδοση πρέπει να γίνει όπως ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 145 ΚΠολΔ και η τήρηση της προθεσμίας αυτής απαιτείται και αν ο καθ΄ού είναι αγνώστου διαμονής  Η  παράλειψη ή εκπρόθεσμη  διενέργεια των άνω διατυπώσεων επιβάλλονται με ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης (αρθρ. 955 παρ. 1 εδ. δ’ και 995 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ), εξαιτίας της σπουδαιότητας που αποδίδει σ΄αυτές  ο νομοθέτης και   θεμελιώνεται λόγος ανακοπής της διάταξης του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης (ΑΠ 1255/2020 wwww.areiospagos.gr AΠ 2155/1986, ΕφΑθ 55/2024,  ΕφΙωαν 525/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας 2 (Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ 2021, άρθρο 995 ΚΠολΔ, αρ. 3 και άρθρο 955 αρ. 3,  Κεραμεύς (-Ορφανίδης), ΕρμΚΠολΔ 2000, άρθρο 159 ΚΠολΔ, παρ. 8, 9 σελ. 380, Γέσιου-Φαλτσή σε Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙΑ/Ειδικό Μέρος, Γ΄ Έκδοση, σελ. 252 επ).  Αν η επίδοση όμως  έλαβε χώρα εμπρόθεσμα, οποιοδήποτε παραπέρα ελάττωμα των διαδικαστικών αυτών πράξεων θα προκαλέσει τη δικονομική της ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης (ΑΠ 1255/2020, ΑΠ 196/2006 TNΠ ΝΟΜΟΣ, Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση ΙΙ Ειδικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα 1983, σελ. 125). Με ανυπαρξία επίδοσης της  περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου  εξομοιώνεται και η επίδοσή της σε κατοικία διαφορετική από την πραγματική κατοικία αυτού που αφορά η επίδοση, εφόσον στη σχετική ανακοπή ο ανακόπτων επικαλείται (και αποδεικνύει) ότι ο επισπεύδων την εκτέλεση γνώριζε την πραγματική κατοικία του ή ότι ο ίδιος είχε έγκαιρα γνωστοποιήσει σ’ αυτόν την τυχόν μεταβολή της (πρβλ. ΟλΑΠ 3/2007,  ΑΠ 282/2012, ΑΠ 8/2011  www.areiospagos.gr).

Η ανακόπτουσα ισχυρίζεται στον πρώτο λόγο της ανακοπής της, ότι  την επιβολή της κατάσχεσης  πληροφορήθηκε από τον τέως σύζυγό της ………….,  συγκύριο της οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά το άλλο ποσοστό εξ αδιαιρέτου, στον οποίο επιδόθηκε η  με αρ. …../09.03.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή ……….. Ότι  η ίδια δεν έχει λάβει γνώση,  ούτε της δικαστικής απόφασης,  ούτε  του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής,  τα οποία της επιδόθηκαν ως αγνώστου διαμονής κι  επισπεύδεται πλειστηριασμός  του ακινήτου της,  εν αγνοία της, καθώς η καθ’ ής προέβη στις απαραίτητες επιδόσεις προς αυτή ως αγνώστου διανομής, ενώ η ίδια είχε ως κατοικία την εκπλειστηριαζόμενη κατοικία, το οποίο ήταν γνωστό στην καθ΄ής, η  οποία δολίως χαρακτήρισε αυτή ως αγνώστου διαμονής, προκειμένου να επιτύχει την εκπλειστηρίαση της οικίας της.  Ο λόγος αυτός της ανακοπής  είναι εμπρόθεσμος κατά τη διάταξη του άρθρου 934 παρ.1 α ΚΠολΔ, εφόσον η ανακόπτουσα δεν παρίστατο κατά τη σύνταξη της της από 9.3.2018 κατασχετήριας Έκθεσης, της οποίας η ακριβής επίδοση σ΄αυτή δεν προκύπτει και έλαβε γνώση αυτής όπως ισχυρίζεται έμαθε πριν 10 ημέρες από την άσκηση της ανακοπής από τον τέως σύζυγό της, η δε ανακοπή της ασκήθηκε στις 24.4.2018 με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι επίδοση την ίδια ημέρα στην καθ΄ής η ανακοπή (βλ. επισημείωση της δικ., επιμέλητριας …………… στο αντίγραφο της ανακοπής και αναφορικά με την αφετηρία της προθεσμίας των 45 ημερών  Κιουπτσίδου ο.π. άρθρο 934 αρ. 1 επ., Νίκας Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης 2017 σ.616,617).  Ο λόγος αυτός με βάση τα όσα προεκτέθηκαν είναι  νόμιμος, αφού  η ανακόπτουσα επικαλείται ότι η πραγματική της κατοικία ήταν γνωστή στην καθ΄ής και παρόλα αυτά η τελευταία  προέβη στην επίδοση της επιταγής προς πληρωμή και της κατασχετήριας έκθεσης σ΄αυτή ως αγνώστου διαμονής, που εξομοιώνονται με έλλειψη επίδοσης, χωρίς την επίκληση δικονομικής βλάβης (άρθρο 159 ΚΠολΔ).

Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύονται τα εξής : Δυνάμει της με αρ. ………./09.03.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών  …………   επιβλήθηκε αναγκαστική   κατάσχεση  σε οριζόντια ιδιοκτησία, διαμέρισμα κείμενο στο Πέραμα Αττικής σε οικοδομή 6ου ορόφου επιφάνειας 79,09 τμ. επί της οδού ……….  με συγκύριους – καθ’ ών η εκτέλεση  τον καθένα κατά ποσοστό  ½ εξ αδιαιρέτου,   την ανακόπτουσα  και τον τέως σύζυγό της …………  Η κατάσχεση επιβλήθηκε για την ικανοποίηση απαίτησης της καθ’ ής η ανακοπή, που απέρρεε από την με αρ. ………./30.08.2006 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου για ποσό 60.0000 Στεγαστικού Δανείου, που είχε λάβει η ανακόπτουσα από κοινού με τον τότε  σύζυγό της ……………. . Η σύμβαση αυτή καταγγέλθηκε με την 18.7.2012 εξώδικη δήλωση της καθ’ ής η ανακοπή,  καθώς ο τηρούμενος λογαριασμός εμφάνιζε υπόλοιπο 163.582,14 €.  Κατά τις από 10.8.2012 και 2.10.2012 βεβαιώσεις ματαιωθείσας επίδοσης  των δικαστικών επιμελητών ………… και από 14.11.2012 ……….  και …………., η ανακόπτουσα, ήταν άγνωστης διαμονής τόσο στην κατοικία της …………… Πέραμα, όσο και  σε λοιπές διευθύνσεις  που αναζητήθηκε.  Η  καθ’ ής η ανακοπή άσκησε αγωγή σε βάρος της, η οποία επιδόθηκε σ΄αυτή ως αγνώστου διαμονής  κι εκδόθηκε ερήμην της,  η με αρ. 2543/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με βάση την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ής το ποσό των 163.582,14 €, με το νόμιμο  συμβατικό επιτόκιο, πλέον δικαστικών εξόδων. Η παρούσα αναγκαστική εκτέλεση ξεκίνησε με επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της άνω απόφασης που κατέστη τελεσίδικη και ακολούθησε η επιβολή κατάσχεσης στην άνω οριζόντια ιδιοκτησία, με απούσα την ανακόπτουσα καθ΄ής η κατάσχεση. ¨Όπως επικαλείται η ανακόπτουσα,  τόσο η επιταγή προς πληρωμή, όσο και η κατασχετήρια έκθεση επιδόθηκαν σ΄αυτή ως αγνώστου διαμονής. ¨Όμως η καθ΄ής η ανακοπή δεν προσκομίζει τις οικείες εκθέσεις επιδόσεως. Σημειώνεται ότι για το έγκυρο της  επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης  αυτή έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί   στην προθεσμία των  5 ημερών από την ημέρα σύνταξης της κατασχετήριας Έκθεσης (άρθρο 995 παρ. ΚΠολΔ), ήτοι, εφόσον η ανακόπτουσα είχε κληθεί ως αγνώστου διαμονής, εκτός από την επίδοση στον Εισαγγελέα εντός των πέντε ημέρων έπρεπε να είχε γίνει και  δημοσίευση περίληψης του δικογράφου σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ.1 ΚΠολΔ, από την οποία θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί η επίδοση ως αγνώστου διαμονής (βλ. ΑΠ 1167/2010,   Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ 2019 αρ.3). Ωστόσο δεν προσκομίζεται ούτε η έκθεση επιδόσεως της κατασχετήριας έκθεσης, ούτε  τα αποκόμματα των φύλλων των ημερήσιων εφημερίδων, που έλαβε χώρα η δημοσίευση της περίληψης του δικογράφου, με συνέπεια να μην αποδεικνύεται η εμπρόθεσμη επίδοση της κατασχετήριας Έκθεσης στην ανακόπτουσα, έστω και ως αγνώστου διαμονής.   Εξάλλου τον κρίσιμο χρόνο που έλαβαν χώρα οι άνω επιδόσεις (7.2.2018, 9.3.2018) η ανακόπτουσα κατοικούσε στην αρχική της διεύθυνση, ………… Πέραμα  (βλ. σχετικό λογαριασμό της ΔΕΗ διαστήματος 21.12.2017 – 23.4.2018, ενώ στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2015 και εκκαθαριστικό του ιδίου έτους,  τα οποία εκδόθηκαν το έτος 2016 αναφέρεται ως ………., το ορθό όμως είναι ………….. Πέραμα).  Η διεύθυνση αυτή ήταν   γνωστή στην καθ΄ής,  όπως προκύπτει από την αλληλογραφία των διαδίκων και ειδικότερα από τα έγγραφα της καθ’ ής προς την ανακόπτουσα, καταστάσεις οφειλών από 15.2.2016 και 12.3.2018, από 7.9.2016 ενημέρωση οφειλών και από 15.3.2018 ενημέρωση για διαβίβαση προσωπικών δεδομένων, όπου σε όλα αυτά η καθ΄ής έχει απευθυνθεί στην ανακόπτουσα αναγράφοντας κάτω από το όνομα την διεύθυνσή της «……………. Πέραμα». Επομένως αποδεικνύεται ότι η διεύθυνση κατοικίας της ανακόπτουσας ήταν γνωστή στην καθ΄ής, ώστε εσφαλμένα επιδόθηκαν η επιταγή προς πληρωμή και η κατασχετήρια Έκθεση  στην ανακόπτουσα  ως αγνώστου διαμονής, που εξομοιώνονται με ανυπαρξία επίδοσης, ενώ κατ΄αποτέλεσμα δεν  αποδεικνύεται  και η εμπρόθεσμη επίδοση σ΄αυτή της κατασχετήριας ΄Εκθεσης, κατ΄άρθρο 995 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ.  Κατά συνέπεια ο λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει  δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος  και να ακυρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται  σε βάρος της ανακόπτουσας, ήτοι να  ακυρωθεί η από 5.2.2018 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το με αρ.  ………/2017  πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. 2543/2014 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η  με αρ. …………/09.03.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….  Σε βάρος της καθ΄ής η ανακοπή και προσθέτως παρεμβαίνουσας, που είναι αναγκαίοι ομόδικοι, πρέπει να επιβληθούν  λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της  ανακόπτουσας,  μειωμένα όμως, αφαιρουμένων των εξόδων της έφεσης και καθώς η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εκκαλούσας, η οποία αντιπροσωπεύεται από την προσθέτως παρεμβαίνουσα και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την 10.05.2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………./2019 έφεση και  την από 04.01.2022  και με αρ. με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2022 πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την  έφεση και την πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα που κατέθεσε αυτό.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αρ. 4650/2018  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από  23-4-2018 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018  ανακοπής.

ΔΕΧΕΤΑΙ τον πρώτο λόγο αυτής.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την  από 5.2.2018 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το με αρ.  ……/2017  πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. 2543/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και με την αρ. ……./09.03.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………………

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ΄ής η ανακοπή και προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ αυτής,  κατ’ ίσο μέρος στην κάθε μία, τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  4.6.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ