Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 537/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

537/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Κ.Δ.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η κρινόμενη  από 13-7-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……..) έφεση της καθής η ανακοπή, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 2811/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ.1, 933 παρ.1 του ΚΠολΔ), δεχόμενη εν όλω την από 2-3-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) ανακοπή  των ανακοπτόντων κατ’αυτής, περί ακυρώσεως της υπ’αριθμ. …. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της συνταχθείσας παρά πόδα αντιγράφου α΄εκτελεστού απογράφου αυτής, από 7-1-2016 επιταγής προς πληρωμή. Έχει ασκηθεί δε νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (υπ’αριθμ. …..  e παράβολο και από 27-7-2017 αποδεικτικό πληρωμής του της Τράπεζας Πειραιώς). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Οι ανακόπτοντες εξέθεταν στην ανακοπή τους ότι, δυνάμει της υπ’αριθμ. …….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της κάτωθι αυτής από 7-1-2016 επιταγής προς πληρωμή, υποχρεώθηκαν υπό τις εκεί μνημονευόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν στην καθής το ποσό των 29.522,21 ευρώ, ως απαίτηση προερχόμενη από συναλλαγματική, αποδοχής του πρώτου, για την πληρωμή της οποίας είχε τριτεγγυηθεί υπέρ αυτού, ο δεύτερος αυτών, πλέον τόκων και δικαστικών και λοιπών εξόδων, ζητώντας την ακύρωσή τους, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή στο σύνολό της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η καθής η ανακοπή με τους αναφερόμενους στην έφεσή της λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της ανακοπής στο σύνολό της.

Με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής τους και κατ’εκτίμηση του περιεχομένου του, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η καθής κατά κατάχρηση δικαιώματος εμφάνισε την προαναφερθείσα συναλλαγματική και βάσει αυτής επέτυχε την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, επισπεύδοντας ήδη  αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους με την ομοίως προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση, για τους λόγους που ειδικότερα αναπτύσσουν στο δικόγραφο αυτής, αφενός διότι με τον τρόπο αυτό υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός των σχετικών δικαιωμάτων της, αφετέρου δε διότι λόγω της μακροχρόνιας αδράνειάς της τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα τα ασκήσει.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 119/2016, ΑΠ 38/2015  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ο κοινωνικός δε ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, είναι ο σκοπός για την εξυπηρέτηση του οποίου αναγνωρίζεται από το δίκαιο η εξουσία πραγματώσεως ορισμένου βιοτικού συμφέροντος με απώτερο πάντως γνώμονα τη θεραπεία της κοινωνικής συμβιώσεως ΑΠ 2271/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακόμη, προκειμένου να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1258/2003 ΧΡΙΔ 2004.124). Περαιτέρω, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 206/2017, ΑΠ 16/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, οι οποίες θα πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα (ΑΠ 553/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 206/2017 ό.π), αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 16/2017 ό.π).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της καθής η ανακοπή και την ανωμοτί εξέταση του δεύτερου των ανακοπτόντων, που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης :

Δυνάμει του-μη προσκομιζόμενου- από 19-7-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης, το οποίο υπεγράφη μεταξύ της εταιρείας «……..», μετονομασθείσα αρχικά σε «…….», και ήδη σε «……..» (εκκαλούσα), μετά τη συγχώνευσή της, δι’ απορρόφησης από αυτήν, με την εταιρεία με την επωνυμία «……..», του …… και των εφεσίβλητων, ….., η εκκαλούσα υπεκμίσθωσε στον …, πρώτο ανακόπτοντα, ως πρατηριούχο, το ευρισκόμενο στη συμβολή των οδών ….., πρατήριο, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτό, αναφορικά και με τον τρόπο της συνεργασίας τους, του ……, δεύτερου ανακόπτοντος, εγγυώμενου έναντι της υπεκμισθώτριας και υπέρ του πρατηριούχου, για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, εξόφληση της οφειλής του προς αυτήν, ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενος της ενστάσεως διζήσεως. Στη συνέχεια, και ενώ είχε μεσολαβήσει η υπογραφή του νεώτερου από 30-8-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, δυνάμει του από 10-12-2009 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, μεταξύ των διαδίκων, προβλέφθηκε ότι, χάριν καταβολής των πάσης φύσεων οφειλών του προς την υπεκμισθώτρια, ο πρατηριούχος θα αποδεχόταν μια συναλλαγματική εκδόσεως και σε διαταγή της, ύψους 30.000 ευρώ, με προθεσμία εμφάνισης τριών ετών, ενώ ο δεύτερος ανακόπτων θα τριτεγγυάτο υπέρ αυτού. Από τη μεταξύ τους συνεργασία, δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του πρατηριούχου, ύψους 76.822,14 ευρώ και έτσι οι διάδικοι, υπό τις ως άνω ιδιότητές τους, χάριν καταβολής των εν γένει οφειλών του πρατηριούχου προς την υπεκμισθώτρια, συνυπέγραψαν και το νεώτερο από 29-5-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου, ο πρατηριούχος αποδέχθηκε ακόμη μια συναλλαγματική όψεως, εκδόσεως και σε διαταγή της τελευταίας, με προθεσμία προς εμφάνιση δέκα ετών, του εγγυητή τριτεγγυούμενου επίσης, υπέρ του αποδέκτη. Αμφότερες τις συναλλαγματικές αυτές η υπεκμισθώτρια δικαιούτο να τις εμφανίσει οποτεδήποτε, κατά την κρίση της, προς πληρωμή. Επιπλέον, ενώ μέχρι τότε προβλεπόταν, ότι η εξόφληση των παραγγελιών των καυσίμων προς την υπεκμισθώτρια θα γινόταν εντός προθεσμίας επτά ημερών από την παράδοσή τους (όρος 4 του από 10-12-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού), ο πρατηριούχος θα έπρεπε να εξοφλεί κάθε ποσότητα καυσίμου κατά την ημερομηνία παραλαβής της επόμενης παραγγελίας του. Για πρόσθετη μάλιστα εξασφάλισή της, ο πρατηριούχος και ο εγγυητής ανέλαβαν την υποχρέωση να συναινέσουν στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου τους, για το ποσό των 30.000 ευρώ, δέσμευση η οποία φέρεται ότι εκπληρώθηκε με την εγγραφή προσημείωσης επί ακινήτου του δεύτερου εφεσίβλητου στη ……. Σημειωτέον, ότι κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2007 έως το 2010 λειτουργούσε ακόμη ένα πρατήριο, επί της λεωφόρου …., που διατηρούσε συνεργασία με την εκκαλούσα, το οποίο διαχειριζόταν, όπως και το προαναφερθέν, η ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», με διαχειριστή τον δεύτερο ανακόπτοντα, εγγυητή και πατέρα του πρώτου. Τελικά, προϊόντος του χρόνου, λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας  και της μείωσης της πώλησης των καυσίμων, σε συνδυασμό με τον όρο της σύμβασης περί εξόφλησης κάθε παραγγελίας το αργότερο μέχρι την παράδοση της επομένης, ο πρώτος ανακόπτων το έτος 2012-2013 βρέθηκε σε οικονομική δυσχέρεια και δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις έναντι της υπεκμισθώτριας, με αποτέλεσμα η τελευταία να παύσει σταδιακά την παράδοση καυσίμων προς αυτόν, κάνοντας χρήση του προαναφερθέντος όρου. Αυτό οδήγησε αλυσιδωτά σε αδράνεια του πρατηρίου και έτσι ουσιαστικά η τελευταία παραγγελία καυσίμων, που εξακολουθεί μάλιστα να οφείλεται, έγινε τον Ιούλιο του 2013. Ακολούθως, υπήρξε καθυστέρηση στην καταβολή του μισθώματος, ύψους 2.148,08 ευρώ μηνιαίως, μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, των μηνών Αυγούστου έως και Οκτωβρίου 2013, ύψους 6.560,25 ευρώ συνολικά, που καταβλήθηκαν τελικά, μετά από εξώδικη δήλωση της υπεκμισθώτριας, στις 11-11-2013, απομένοντος μικρού υπολοίπου. Τελικά, όμως, στις 31-12-2013 ο πρώτος ανακόπτων, ενώ ήδη οφείλετο και το μίσθωμα, μετά αναλογούντος χαρτοσήμου, των μηνών, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2013, προέβη σε δήλωση διακοπής εργασιών προς την εφορία, χωρίς να έχει λυθεί και τυπικά η υπεκμίσθωση του πρατηρίου και η συνεργασία του με την υπεκμισθώτρια. Μια λογική εξήγηση γι’αυτό ήταν η προσδοκία των ανακοπτόντων ότι θα υπάρξει συνεννόηση για την αποπληρωμή των τρεχόντων απαιτήσεων, με επιμήκυνση του χρόνου αυτής, ώστε να εξακολουθήσει η συνεργασία τους. Άλλωστε η διακοπή της δραστηριότητας του πρώτου ανακόπτοντος δεν αποτελούσε κώλυμα, αφού οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε αυτός να προβεί σε νέα δήλωση συνέχισης ή έναρξης αυτής. Δεν υπήρξε, ωστόσο, καμία ενέργεια από την πλευρά τους, και με την πάροδο του χρόνου, στην οφειλή των μισθωμάτων, προστέθηκε και εκείνη των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2014, μετά του αναλογούντος χαρτοσήμου, ώστε αυτή ανήλθε στο συνολικό ποσό των 8.807,25 ευρώ. Επί αιτήσεως της εκκαλούσας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. …… διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε ο πρατηριούχος, πρώτος ανακόπτων, να της αποδώσει ο μίσθιο και, σε εκτέλεση αυτής, ο δικαστικός επιμελητής, ……, στις 11-4-2014 τον απέβαλε από το μίσθιο. Μετά την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, ο δεύτερος ανακόπτων προσπάθησε να έλθει σε συνεννόηση με την εκκαλούσα, ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής των οφειλών, ώστε με την επαναλειτουργία του πρατηρίου να γίνει και τμηματική αποπληρωμή της υπάρχουσας οφειλής, χωρίς αποτέλεσμα. Την εποχή εκείνη, παρέμενε σε εκκρεμότητα, πλέον των παραπάνω υπομισθωμάτων, μέρος του υπομισθώματος μηνός Οκτωβρίου, ύψους 60,25 ευρώ, ποσό 2.410,18 ευρώ από τη χορηγηθείσα στον πρατηριούχο, δυνάμει του νεώτερου από 4-7-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, εμπορευματική πίστωση, ποσό 19.531,34 από παραδοθείσα ποσότητα καυσίμων στις 12-7-2013, ποσό 1.008,94 ευρώ ως υπόλοιπο οφειλής από τέτοια παράδοση στις 27-7-2013, ποσό 2.018,41 ευρώ, για ανεξόφλητους λογαριασμούς ΔΕΗ και 3.197,51 ευρώ από λογαριασμούς ΕΥΔΑΠ του πρατηρίου, πλέον κάποιων ποσών που αφορούσαν συντήρηση τεχνολογικού εξοπλισμού από την 1-7-2013 έως τις 31-3-2014, εκδοθέντων συναφώς σχετικών τιμολογίων ανά δίμηνο (30/9 και 30/11/2013, 31/1 και 31/3/2014) και συνολικά 41.245,13 ευρώ, για την άμεση καταβολή του οποίου οι ανακόπτοντες οχλήθηκαν με την από 15-10-2015 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία και πρόσκληση της εκκαλούσας, που τους επιδόθηκε στις 26-10-2015, ενώ στο κείμενό της γίνεται αναφορά σε προγενέστερες επανειλημμένες οχλήσεις. Ταυτόχρονα, η εκκαλούσα τους δήλωσε με αυτήν ότι προτίθεται να προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την είσπραξη της επίδικης συναλλαγματικής, της δήλωσής της αυτής επέχουσας και θέση εμφανίσεώς της. Αφού παρήλθε άπρακτο χρονικό διάστημα ενός περίπου μηνός, η εκκαλούσα υπέβαλε την από 25-11-2015 αίτησή της, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’αριθμ. ……. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν, υπό την ιδιότητά τους, ως αποδέκτης και υπέρ αυτού τριτεγγυητής της συναλλαγματικής, αντίστοιχα, να της καταβάλουν εις ολόκληρον, το ποσό των 29.522,21 ευρώ, πλέον τόκων από την εμφάνισή της ήτοι τις 27-10-2015, και δικαστικών εξόδων ύψους 1.200 ευρώ. Πιστό αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της διαταγής αυτής πληρωμής, επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 15-2-2016 μαζί με την παρά πόδα αυτού από 7-1-2016 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία αυτοί επιτάσσονταν να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 31.250,22 ευρώ, στο οποίο πέραν του κεφαλαίου, των επ’αυτού τόκων και δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανόταν η αμοιβή για τη σύνταξη και την επίδοσή της. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, η μοναδική προσπάθεια διευθέτησης έγινε από τον δεύτερο ανακόπτοντα, αφότου εκδόθηκε η διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, περί τον μήνα Μάρτιο του έτους 2014, πλην όμως, η πλευρά της εκκαλούσας ήταν αδιάλλακτη. Από όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, δεν συνάγεται κατ’αρχήν μακροχρόνια αδράνεια της εκκαλούσας να ασκήσει το απορρέον από την επίδικη συναλλαγματική δικαίωμά της, υποβάλλοντας αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και θέτοντας σε κίνηση τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προσβαλλομένη επιταγή προς πληρωμή. Ειδικότερα, μετά την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου στις 14-2-2014, επακολούθησε εκτέλεση με την αποβολή του πρώτου ανακόπτοντος από αυτό στις 11-4-2014 και αποστολή εξωδίκου προς αμφότερους τους ανακόπτοντες στις 26-10-2015, δηλαδή ενάμισυ έτος μετά, για την τακτοποίηση της οφειλής τους και την επικείμενη επιδίωξη είσπραξης της-δεύτερης-συναλλαγματικής. Η δε αίτηση για την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής υποβλήθηκε στις 25-11-2015.  Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την υποβολή της αιτήσεως προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μακρό και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την έστω και καλόπιστη πεποίθηση των ανακοπτόντων ότι η εκκαλούσα δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της από τη συναλλαγματική, αφού, ακόμα και αν, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν μεσολάβησαν προφορικές οχλήσεις εκ μέρους της, δεν υπήρξαν άλλα περιστατικά ούτε η ίδια με τη συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της υπονόησε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως μάλιστα, απ’όλη την προηγηθείσα συμπεριφορά της, δηλαδή την παύση παράδοσης καυσίμων ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2013, την υποβολή αιτήσεως προς έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου και την άρνησή της να αποδεχθεί μεταβολή του τρόπου πληρωμής, ώστε να διευκολυνθεί ο πρώτος ανακόπτων και να συνεχίσει τη δραστηριότητά του, εξαγόταν ευχερώς το συμπέρασμα ότι δεν είχε καμία διάθεση συμβιβασμού και ότι επρόκειτο να ασκήσει τα δικαιώματά της.

Ανατρέχοντας δε, στον χρόνο της διακοπής παράδοσης καυσίμων από την εκκαλούσα στον πρώτο ανακόπτοντα, λόγω της μη τήρησης του συμβατικού όρου περί της προθεσμίας αποπληρωμής της εκάστοτε οφειλής του προς αυτήν, δηλαδή τον Ιούλιο του έτους 2013, και το μέσον που αυτή επέλεξε για την εξασφάλιση του δικαιώματός της προς είσπραξη των ήδη οφειλομένων, υπήρξε κατά την κρίση του Δικαστηρίου προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, αφού η συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της αντίκειτο, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, στις κατά γενική αντίληψη ιδέες ενός εχέφρονα ατόμου. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, η οφειλή του πρώτου ανακόπτοντος περιοριζόταν στο ανεξόφλητο τιμολόγιο της 12-7-2013 και σε μέρος οφειλής από τιμολόγιο της 27-7-2013, συνολικού ύψους  20.540,28 ευρώ, που δεν ήταν μεν αμελητέο αλλά αντικειμενικά δεν έθετε ευθέως σε κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα της εκκαλούσας, που αποτελεί οικονομικό κολοσσό και πολυεθνική εταιρεία, με πολυετή παρουσία και εδραιωμένη τη θέση της στην αγορά, και δεν υπήρχαν άλλες οικονομικές εκκρεμότητες, όπως ανεξόφλητα μισθώματα και λογαριασμοί κοινής ωφέλειας. Άλλωστε, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, που δεν αμφισβητήθηκαν, η ίδια είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο του δεύτερου, για το ποσό των 30.000 ευρώ, για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της. Επιπλέον, εν μέσω εξαιρετικά δυσμενούς συγκυρίας, με μεγάλη διάρκεια, που έπληξε σημαντικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως η συγκεκριμένη, ο πρώτος ανακόπτων κατόρθωσε να μειώσει την οφειλή του από 76.822,14 ευρώ που ανερχόταν στις 29-5-2012 που υπεγράφη κατά τα προεκτεθέντα νέο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των διαδίκων, στο παραπάνω ποσό, γεγονός που υποδήλωνε ότι, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, ανταποκρινόταν γενικά στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Επομένως, η άκαμπτη εφαρμογή του παραπάνω όρου, που του είχε επιβληθεί από την εκκαλούσα, ως πάγια τακτική που αυτή ακολουθούσε στις συναλλακτικές της σχέσεις, δεν συνήδε με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και έχρηζε αναθεώρησης και προσαρμογής στα υφιστάμενα οικονομικά δεδομένα.  Όφειλε, επομένως, η εκκαλούσα με βάση την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να αποδεχθεί διακανονισμό της οφειλής της και να χορηγήσει πίστωση χρόνου στον πρώτο ανακόπτοντα, που επιβαλλόταν κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, εφόσον δεν υπήρχαν αντικειμενικά ενδείξεις ότι η συνέχιση της συνεργασίας τους θα ήταν αποτυχημένη και ότι η οφειλή του θα έβαινε συνεχώς διογκούμενη, ενώ παράλληλα η ίδια, λόγω της οικονομικής της θέσης, μπορούσε να επιδείξει κάποια ανοχή. Γνώριζε, επίσης, όπως είναι ευνόητο, ότι η διακοπή της τροφοδοσίας του πρώτου ανακόπτοντος θα οδηγούσε αιτιωδώς και αλυσιδωτά σε οικονομική του ασφυξία, όπως και πράγματι συνέβη, αφού τον οδήγησε αναπόφευκτα σε διακοπή της δραστηριότητας του πρατηρίου και στέρηση σε αυτόν της δυνατότητας να έχει κάποιο εισόδημα προς βιοπορισμό, με την προσδοκία παράλληλα της τμηματικής εξόφλησης και της υφιστάμενης οφειλής του. Γνώριζε, επίσης, ότι και ο δεύτερος ανακόπτων αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, αφού λίγο χρόνο αργότερα, που δεν διευκρινίστηκε επακριβώς, διέκοψε τη συνεργασία της με αυτόν σε έτερο πρατήριο, που αυτός διαχειριζόταν, με αποτέλεσμα η συνεργασία τους να περιοριστεί τελικά στο τρίτο πρατήριο που αυτός διαχειριζόταν, και δεν ήταν σε θέση να συνδράμει στην άμεση εξόφληση της οφειλής του πρώτου. Έτσι, η συγκεκριμένη επιλογή της κρίνεται απαγορευμένη, διότι υπερβαίνει προφανώς και εκδήλως τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη, αφού προκαλεί έντονη την εντύπωση αδικίας σε βάρος των ανακοπτόντων και μάλιστα με τον τρόπο που εκδηλώθηκε και τον χρόνο που επιλέχθηκε να γίνει, δημιουργώντας επαχθείς επιπτώσεις σε βάρος τους, με προδιαγεγραμμένη τη μετέπειτα πορεία του πρώτου. Η απόδοση του μισθίου ήταν πλέον θέμα χρόνου, ενώ ήταν δεδομένη η αδυναμία του τελευταίου να ανταποκριθεί στην οφειλή του, τουλάχιστον το αμέσως προσεχές διάστημα. Υπό το πρίσμα αυτό, η εμφάνιση της συναλλαγματικής και η υποβολή αιτήσεως προς έκδοση διαταγής πληρωμής αυτές καθεαυτές δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, αφού δεν συνεπάγονταν άνευ άλλου τινός δυσμενείς συνέπειες για τους ανακόπτοντες. Η εκκίνηση, όμως, της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την επίδοση της προσβαλλομένης επιταγής, τη δεδομένη χρονική στιγμή, με βάση όσα προεκτέθηκαν, κρίνεται ως καταχρηστική, αφού προκαλεί και αυτή έντονο αίσθημα αδικίας και οικονομικής ασφυξίας σε βάρος φυσικών προσώπων που είναι δεδομένο ότι αδυνατούσαν να ανταποκριθούν, λόγω της συνδρομής και δικής της υπαιτιότητας για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Έτσι, παρ’ότι μεσολάβησε ικανό χρονικό διάστημα από τη διακοπή ουσιαστικά της λειτουργίας του πρατηρίου μέχρι την επίδοσή της, αυτό δεν ήταν επαρκές σε κάθε περίπτωση, ώστε ο πρώτος ανακόπτων να μπορέσει να ανεύρει εργασία και να εξοικονομήσει το ποσό της οφειλής, ο δε δεύτερος, δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων του, να μπορέσει να συγκεντρώσει το ποσό αυτής, εν όλω ή εν μέρει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας εν μέρει όμοια, αναφορικά με το σκέλος που πλήττεται η διάταξη της εκκαλουμένης που αφορά την επιταγή προς πληρωμή, με εν μέρει ελλιπή ή διαφορετική αιτιολογία, που  συμπληρώνεται και αντικαθίσταται αντίστοιχα, κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ, από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (ΕφΠειρ 189/2015, ΕφΑθ 1427/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), σωστά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου του –μοναδικού- λόγου εφέσεως, ως προς το ίδιο μέρος, και γενομένου αυτού δεκτού, αναφορικά με το σκέλος της εκκαλουμένης που αφορά την προσβαλλομένη με την ανακοπή διαταγή πληρωμής.

Κατόπιν αυτών, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση έφεση, και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το σκέλος της που αφορά την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208), ακολούθως δε να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), κατά το ίδιο μέρος, και τελικώς να απορριφθεί η ανακοπή, ως προς το ίδιο μέρος και να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το προκαταβληθέν παράβολο λόγω της μερικής νίκης της (άρθρο 495 § 4 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 2 του ν.4194/2013, σε συνδυασμό με το παράρτημα στο άρθρο 166 του ίδιου νόμου).       

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 13-7-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…….) έφεση της καθής η ανακοπή, κατά της υπ’αριθμ. 2811/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά αυτήν.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατ’ουσίαν κατά το σκέλος της που αφορά την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. …….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της που αφορά την ως άνω διαταγή πληρωμής.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν, κατά το ίδιο μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή κατά το ίδιο μέρος.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την ως άνω διαταγή πληρωμής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ανακοπτόντων, μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις    30 -8-2018.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ