Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 278/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    278/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τον Γραμματέα Σ.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία, ως έχει σήμερα: «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ»(ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ) που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη-Πειραιά, …….., νομίμως εκπροσωπούμενου με Α.Φ.Μ……… της Δ.Ο.Υ. …. και το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Αλικάκου του Δ.Σ.Α. με Α.Μ……….. με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1 έως και 8………….. και οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο- Ελευθέριο Τάγαρη του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. …….. με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24-9-2020 αγωγή τους και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………../2020 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 30-11-2021 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών- εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 1120/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την παραπάνω απόφαση πρόσβαλαν οι ενάγοντες ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με την από 25-5-2023 έφεση του και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου έφεσης ……/2023  ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ……./2023  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου,  ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να απορριφθεί η ένδικη αγωγή και η οποία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί κατά την δικάσιμο της 7-12-2023. Την ανωτέρω δικάσιμο η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων. Δυνάμει της από 5-3-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου κλήσης ………./2024 η ανωτέρω έφεση επανήλθε προς συζήτηση επί της οποία ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 1120/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου  αγωγής …………/2020 των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 28-4-2023 (βλ. την από 28-4-2023 σχετική κοινοποίηση), η δε έφεση ασκήθηκε στις 26-5-2023 (βλ. την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης …………/2023 της γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………../2020  οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ήταν ιατροί στα περιφερειακά κέντρα υγείας  του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Ε.Ο.Π.Υ.Υ. συνδεόμενοι με ειδική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και υπηρετούν ασκώντας τα  συναρτώμενα με την ειδικότητα εκάστου εξ’ αυτών καθήκοντα σε νομαρχιακές μονάδες υγείας και τοπικές μονάδες υγείας, πλέον Κέντρα Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ και ήδη εναγόμενου. Ότι αυτοί είχαν προσληφθεί αρχικά με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου στο Ν.Π.Δ.Δ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ το οποίο μετονομάστηκε σε ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ. Ότι οι υγειονομικοί σχηματισμοί του Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ υπήχθησαν από τις 1-1-2012 στο Ν.Π.Δ.Δ. ΕΟΠΥΥ. Ότι από την 1-1-2006 μέχρι τις 31-12-2013 υπηρετούν αδιαλείπτως στις παραπάνω μονάδες δικαιούμενοι το προβλεπόμενο στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του νόμου 3205/2003 νοσοκομειακό επίδομα. Ότι ο ΕΟΠΥΥ στην θέση του οποίου υπεισήλθε το εναγόμενο αρνείται την καταβολή του παραπάνω επιδόματος από το έτος 2006 έως το έτος 2011. Ότι εκ του λόγου αυτού άσκησαν την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου …………/2014 αγωγή με την οποία ζήτησαν την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγόμενου να τους καταβάλλει το επίδικο  νοσοκομειακό επίδομα για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2006 έως την 31-10-2011 ποσού 20.516,,27 ευρώ για έκαστο εξ’ αυτών, η οποία έγινε δεκτή δυνάμει της με αριθμό 3681/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρεώθηκε το εναγόμενο όπως καταβάλλει σε έκαστο εξ’ αυτών το ποσό των 20.201,27 ευρώ και επικυρώθηκε τελεσιδίκως με την με αριθμό 482/2017 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Ότι το έτος 2006 το επίδομα ανερχόταν στο ποσό των 240 ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2007 στο ποσό των 257,50ευρώ μηνιαίως για το χρονικό  διάστημα από ον Ιανουάριο-Ιούνιο για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο- Δεκέμβριο στο ποσό των 275 ευρώ μηνιαίως για το έτος 2008 στο ποσό των 310 ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2009 στο ποσό των 345 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1- 2010 – 31-5-2010 στο ποσό των 303,60 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-6-2010-31-12-2010 στο ποσό των 279,31 ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2011 στο ποσό των 279,31 ευρώ μηνιαίως. Με βάση τα παραπάνω οι ενάγοντες επικαλούμενοι τις διατάξεις του νόμου 3205/2003, άλλως την συνταγματική αρχή της ισότητας και επικουρικώς τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο όπως με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να καταβάλει σε έκαστο εξ’ αυτών το ποσό των 20.201,27 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αναγνωριστικής αγωγής που έλαβε χώρα στις 31-10-2014 έως τις 30-4-2019 και με επιτόκιο 6% ετησίως ενώ από την 1-5-2019 και εφεξής με επιτόκιο 3% ετησίως καθώς επίσης να καταδικαστεί το εναγόμενο στην δικαστική τους δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών-διαφορών αντιμωλία των διαδίκων αφού  την έκρινε ορισμένη και νόμιμη δέχτηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη δέχτηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο όπως καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 20.201,27 ευρώ με τον νόμιμο τόκο και με επιτόκιο 6% ετησίως για το χρονικό διάστημα από 31-10-2014 και με επιτόκιο 3% ετησίως για το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 και μέχρι ολοσχερή εξόφληση, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα και καταδικάζοντας το εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ………../2023 έφεση του παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν παραπονείται ότι δεν υφίσταται παθητική νομιμοποίηση του εναγόμενου διότι προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να μην θεωρηθούν υπόχρεες των οφειλών του ΙΚΑ ή και του ΕΟΠΥΥ οι ΔΥΠΕ εφόσον ο νομοθέτης με σαφήνεια ορίζει τα σχετικά με την νομιμοποίηση των διαδίκων και την συνέχιση των δικών, όπως επίσης και της δέσμευσης από την ισχύ της απόφασης και την εκτελεστότητα των αποφάσεων σε καμία δε περίπτωση δεν ορίζεται ρητά ότι οι ΔΥΠΕ αποτελούν καθολικό διάδοχο του ΙΚΑ ή του ΕΟΠΥΥ ούτε άλλωστε οι ενάγοντες σε καμία περίπτωση δεν μεταφέρθηκαν ή μετατάχθηκαν στο εναγόμενο ΝΠΔΔ. διότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε σε χρόνο που ο νόμος 4238/2014 ήταν σε ισχύ και οι ενάγοντες δεν είχαν μεταφερθεί στην ΔΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου και επομένως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης τους το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκαν οι νομικές διατάξεις που ορίζουν τις προϋποθέσεις καταβολής του νοσοκομειακού επιδόματος.

Ως προς αυτούς τους λόγους έφεσης λεκτέα είναι τα ακόλουθα:

Με τη διάταξη του άρθρου 17 § 1 του Ν.3918/2011, συνεστήθη νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία “Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)”, με έναρξη του χρόνου λειτουργίας του έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου (2.3.2011), στον οποίο κατά την § 2 του άρθρου αυτού μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό και μόνον ως προς τις παροχές υπηρεσιών υγείας σε είδος (και όχι σε χρήμα), μεταξύ άλλων, και ο κλάδος υγείας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) με τις μονάδες υγείας του κλπ. Με τη διάταξη του άρθρου 26 § 9 του ίδιου νόμου, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την § 21 του άρθρου 72 του Ν.3984/2011, ορίσθηκε ότι οι ιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί και το υγειονομικό προσωπικό που υπηρετεί στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ … μεταφέρονται αυτοδίκαια κατά την ημερομηνία ένταξης των κλάδων υγείας αυτών στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., με τους όρους του παρόντος άρθρου, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 29 § 1 του ίδιου ως άνω νόμου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 53 § 2 περ. α` του Ν.4368/2016, ορίσθηκε ότι ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσόμενων φορέων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών. Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 33 § 9, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 53 § 2 περ. γ` του Ν.4358/2016, ορίσθηκε ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων φορέων, συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης και ότι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. κατέστη ως προς τον κλάδο της υγείας και για τις παροχές σε είδος, οιονεί καθολικός διάδοχος του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και συνεχίζει τις δίκες αυτού (ΑΠ 2204/2014, ΑΠ 1165/2014Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στο πλαίσιο αυτό, γινόταν δεκτό ότι, εφόσον ο νόμος δεν διέκρινε, τα ανωτέρω ίσχυαν και ως προς τις μισθολογικές αξιώσεις των ιατρών που υπηρέτησαν στο Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. σε χρόνο προγενέστερο της ένταξης του κλάδου υγείας αυτού στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. (οπότε, κατά την προεκτεθείσα διάταξη της § 9 του άρθρου 26 του Ν.3918/2011, οι ιατροί μεταφέρθηκαν αυτοδικαίως στον εν λόγω Οργανισμό), ανεξαρτήτως, μάλιστα, εάν αυτοί συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., μετά τη σύστασή του, ή εάν η εργασιακή τους σχέση με το Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. είχε ήδη λήξει κατά τη σύσταση του Οργανισμού (ΣτΕ 4137/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επακολούθησε όμως ο Ν. 4368/2016(ΦΕΚ Α` 21) με τον οποίο και προς άρση σχετικών αμφισβητήσεων που ανέκυψαν ως προς την έκταση της οιονεί καθολικής διαδοχής του Ε.Ο.Π.Π.Υ. αναφορικά με τις υπηρεσίες των φορέων κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν σε αυτόν, συμπληρώθηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 29 § 1 του Ν. 3918/2011με την προσθήκη υποπαραγράφου Α` και αντικαταστάθηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 33 § 9 του ιδίου νόμου με το άρθρο 53 § 2 στοιχ. α` και γ` του νόμου αυτού (4368/2016 ). Ειδικότερα με το άρθρο 53 § 2 στοιχ. α` του νόμου αυτού προστέθηκε υποπαράγραφος Α` στο άρθρο 29 § 1 του Ν. 3918/2011με την οποία ορίσθηκε ότι “1. Α) Ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αποτελεί καθολικό διάδοχο των φορέων που εντάσσονται σε αυτόν ως προς τις υπηρεσίες και αρμοδιότητες που αφορούν αποκλειστικά παροχή υγείας σε είδος. Η καθολική διαδοχή του προηγούμενου εδαφίου καταλαμβάνει και το πάσης φύσεως προσωπικό, καθώς και δικηγόρους με έμμισθη εντολή, εφόσον μεταφέρονται στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ.”, ενώ με το άρθρο 53 § 2 στοιχ. γ` του Ν. 4368/2016αντικαταστάθηκε η § 9 του άρθρου 33 του ιδίου νόμου (3918/2011) ως ακολούθως: “α. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν το περιεχόμενο της καθολικής διαδοχής του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., όπως αυτό προσδιορίζεται στην υποπαράγραφο Α` της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του παρόντος, συνεχίζονται από τον Οργανισμό χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. β. Ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν μόνο το προσωπικό που μεταφέρθηκε σε αυτόν. Δικαστικές αποφάσεις που αφορούν προσωπικό που δεν μεταφέρθηκε στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ακόμα και εάν οι σχετικές δίκες διεξήχθησαν από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., εκτελούνται σε βάρος του προϋπολογισμού του φορέα κοινωνικής ασφάλισης, στον οποίο, πριν από την ένταξη στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ανήκε το προσωπικό. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει αναδρομικά από 1.1.2012”. Συνακόλουθα, αναφορικά με το με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ιατρικό προσωπικό, που ουδέποτε εντάχθηκε στον Ε.Ο.Π.Π.Υ. για το λόγο ότι είχε αποχωρήσει της υπηρεσίας του στο Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. πριν τη σύσταση του πιο πάνω Οργανισμού (ΕΟΠΥΥ), νομιμοποιούμενος ενεργητικά και παθητικά επί ασκήσεως αναιρέσεως κατ` αποφάσεως εκδοθείσης με διάδικο το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., μετά την έναρξη ισχύος του έχοντος από 1.1.2012 αναδρομική δύναμη προπαρατεθέντος εδαφίου β` του άρθρου 53 § 2 στοιχ. γ` Ν.4368/2016, είναι πλέον ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης στον οποίο απασχολείτο το εν λόγω προσωπικό και συγκεκριμένα το Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. και ήδη ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ως οιονεί καθολικός του διάδοχος, μετά την έναρξη λειτουργίας του τελευταίου ως φορέα κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.2017, ο οποίος συνεστήθη ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με το άρθρο 51 του Ν.4387/2016.

Εξάλλου, για τους απασχολούμενους σε νοσοκομεία του Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. ιατρούς, με το άρθρο 32 §§ 1, 2, 3 & 6 του Ν. 3918/2011 ορίσθηκε ότι οι Υπηρεσίες Νοσοκομειακής Υποστήριξης του Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. εντάσσονται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και ειδικότερα (μεταξύ άλλων) το Νοσοκομείο Βραχείας Νοσηλείας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εντάσσεται στο Γενικό Νοσοκομείο “……” (§ 1), [το τελευταίο δε διασυνδέθηκε με το Νοσοκομείο “…………..” και ενοποιήθηκε με αυτό με την υπ` αρ. Υ4α/οικ.123908/12 Απόφαση (ΦΕΚ 3515/Β/31.12.2012)], ότι μετά την ένταξη οι ανωτέρω υπηρεσίες νοσοκομειακής υποστήριξης λειτουργούν ως αντίστοιχα παραρτήματα των ανωτέρω νοσοκομείων στα οποία εντάσσονται (φορείς υποδοχής) και ότι οι ιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που υπηρετούν στις ως άνω μονάδες κατά το χρόνο ένταξης μεταφέρονται με την ίδια εργασιακή σχέση, οργανική θέση, βαθμό και ειδικότητα που κατέχουν στον αντίστοιχο φορέα υποδοχής (§ 2), ότι το λοιπό μόνιμο και με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ιατρικό και οδοντιατρικό προσωπικό που υπηρετεί στις παραπάνω Υπηρεσίες Νοσοκομειακής Υποστήριξης, καθώς και το αποσπασμένο ή διατιθέμενο από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ σε εξειδικευμένες μονάδες ή τμήματα νοσοκομείων του ΕΣΥ, εφόσον επιθυμεί την ένταξη, μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση, κλάδο και ειδικότητα στους φορείς υποδοχής, καταλαμβάνοντας ισάριθμες προσωποπαγείς θέσεις που συστήνονται αυτοδικαίως με την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής, ενώ όσοι δεν επιθυμούν την ένταξη μεταφέρονται στον Ε.Ο.Π.Π.Υ. σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος (§ 3) και ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν τις εντασσόμενες Υπηρεσίες συνεχίζονται αυτοδικαίως στο όνομα και για λογαριασμό του Νοσοκομείου, στο οποίο εντάσσονται (§ 6). Με το άρθρο 2 § 1 του Ν. 4052/2012 ορίσθηκε ότι από 1.1.2013 τα λειτουργούντα και υπό ενιαία διοίκηση διασυνδεόμενα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., που προβλέπονται (και) από το άρθρο 32 του Ν. 3918/2011 αποτελούν αυτοτελή και ενιαία Ν.Π.Δ.Δ. Επομένως για το με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ιατρικό προσωπικό που απασχολείτο σε νοσοκομεία (μονάδες δευτεροβάθμιας περίθαλψης) του Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ., μετά την απόσχιση του κλάδου υγείας του τελευταίου αναφορικά με την παροχή σε είδος υπηρεσιών υγείας και την ένταξη των νοσοκομείων αυτών ως παραρτημάτων σε δημόσια νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά επί ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως εκδοθείσης με διάδικο τον Ε.Ο.Π.Π.Υ. το έχον νομική προσωπικότητα (Ν.Π.Δ.Δ.) Νοσοκομείο (φορέας υποδοχής), στο ιατρικό προσωπικό του οποίου έχει ενταχθεί το απασχολούμενο σε μονάδες δευτεροβάθμιας περίθαλψης (νοσοκομεία) του Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. ιατρικό προσωπικό. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 § 2 του Ν.4238/2014, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) συνεστήθη Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.) που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.) της χώρας. Σύμφωνα με την § 3 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, οι μονάδες παροχής υπηρεσιών Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.Πε. ως αποκεντρωμένες μονάδες τους, εξαιρουμένων των Φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τα οποία παραμένουν και λειτουργούν σ` αυτόν. Με τη διάταξη του άρθρου 21 § 9 εδ. α`, β` και γ` του νόμου αυτού (4238/2014) ορίσθηκε ότι η νόμιμη εκπροσώπηση των μονάδων που μεταφέρονται ανήκει στους διοικητές των οικείων Υγειονομικών Περιφερειών, ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων μονάδων, του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού που μετατάσσεται ή μεταφέρεται συνεχίζονται από τις Διοικήσεις των Υγειονομικών Υπηρεσιών (Δ.Υ.Πε.), χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης, ότι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι των Δ.Υ.Πε. και ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πάσης φύσεως προσωπικού των ανωτέρω μονάδων που δεν μεταφέρεται ή μετατάσσεται στις Δ.Υ.Πε. συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. χωρίς να επέρχεται διακοπή και οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Επομένως αναφορικά με το με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ιατρικό προσωπικό, που, μετά την αυτοδίκαιη ένταξή του στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. από το Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. όπου απασχολείτο προηγουμένως κατ` εφαρμογή του Ν.3918/2011, μεταφέρθηκε/μετατάχθηκε στη συνέχεια στις κατά τόπους Δ.Υ.Πε. κατ` εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ν. 4238/2014, νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά επί ασκήσεως αναιρέσεως κατ` αποφάσεως εκδοθείσης με διάδικο τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. η έχουσα νομική προσωπικότητα ως Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρ. 1 § 2 του Ν. 3329/2005) κατά τόπο Δ.Υ.Πε., σε οργανική μονάδα της οποίας έχει ενταχθεί με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία το ως άνω ιατρικό προσωπικό. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ως προς τη ζήτημα της νομιμοποίησης είναι κάθε φορά ερευνητέο το ποια ήταν εξέλιξη της σύμβασης εργασίας του προσωπικού, για το οποίο πρόκειται. (ΑΠ533/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, χορηγείται, κατά μήνα, επίδομα που χαρακτηρίσθηκε ως “νοσοκομειακό” τακτικό επίδομα για το προσωπικό των Νοσοκομείων, Κέντρων Υγείας, Κέντρων Ψυχικής Υγείας και Θεραπευτηρίων της χώρας καθώς και του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας – Ε.Κ.Α.Β. [άρθρο 8 παρ.7 ν.2470/1997], το οποίο, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, δόθηκε «ανάλογα με το αντικείμενο απασχόλησης του προσωπικού αυτού, σε αντικατάσταση των διαφόρων επιδομάτων που έπαιρνε το προσωπικό αυτό λόγω συνθηκών εργασίας (ανθυγιεινό, προσέλκυσης και παραμονής κλπ.), ρυθμίζοντας έτσι τα επιδόματα αυτά σε ένα ενιαίο επίδομα». Εξάλλου με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. α` του ν. 2470/1997 διατηρήθηκε το επίδομα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του π.δ/τος 904/1978 για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων στους οποίους εχορηγείτο μέχρι τότε, πλην των εργαζομένων στα νοσοκομεία, τα θεραπευτήρια και στο Ε.Κ.Α.Β. (υποπερ. αα`), για τους οποίους προβλέφθηκε, ως προελέχθη, με την παρ. 7 του ως άνω άρθρου 8 του ίδιου νόμου, [2470/1997], το προαναφερόμενο «νοσοκομειακό επίδομα». Επομένως με τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 7 και 10 παρ. 1 περ. α` υποπερ. αα` του ν.2470/1997, το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας του άρθρου 1 παρ. 1 περ. Α υποπερ. α του π.δ.904/1978, όσον αφορά τις κατηγορίες του προσωπικού των νοσοκομείων, στις οποίες εχορηγείτο μέχρι τότε, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. IV του ίδιου διατάγματος, αντικαθίσταται από το νοσοκομειακό επίδομα, το οποίο χορηγείται, για τους ίδιους λόγους και με τα ίδια κριτήρια, όπως και το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, στο σύνολο μεν του προσωπικού των νοσοκομείων, λαμβανομένου όμως υπ’ όψη, για τον καθορισμό του ύψους αυτού, πέραν των εν γένει ανθυγιεινών συνθηκών που επικρατούν στα νοσοκομεία, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγηση του κατώτατου ποσού επιδόματος, και του βαθμού επικινδυνότητας ορισμένων ειδικοτήτων, καθηκόντων και χώρων εργασίας [ΣτΕ 3495/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Το “νοσοκομειακό”, κατά μήνα, τακτικό επίδομα καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτού προσφέρουν υπηρεσία, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους ή στις ειδικότητες, που δικαιολογούν την καταβολή του. Για τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων εκδίδεται, κάθε μήνα, βεβαίωση του οικείου Προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση. Η χορήγηση του επιδόματος αυτού διακόπτεται, σε περίπτωση απομακρύνσεως των δικαιούχων από τους χώρους για τους οποίους δικαιολογείται η καταβολή του [άρθρο 8 παρ.10 ν.2470/1997]. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού, οι διατάξεις του νόμου αυτού μπορεί να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει και σε προσωπικό του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α., που δεν υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος, πλην όμως, έχει βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με μόνιμους υπαλλήλους Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς και δικηγόρους, με σχέση έμμισθης εντολής. Οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος [21.3.1997] και ισχύουν από 1.1.1997 [άρθρο 24 ν.2470/1997], Κατά την εξουσιοδότηση του άρθρου 24 ν.2470/1997, εκδόθηκε η 2043269/6792/0022/1.7.1997 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης – Οικονομικών – Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β. 587/ 15.7.1997) και αντικαταστάθηκε με την 2052675/5630/0022/10.8.1998 κοινή απόφαση των ιδίων Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης – Οικονομικών -Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β. 944 / 2.9.1998). Δι’ αυτών των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων / Κ.Υ.Α., επεκτάθηκε, από 1.1.1997, στο σύνολό του, ο ν.2470/1997, “στους μόνιμους ιατρούς του Ιδρύματος (Ι.Κ.Α.), που οι αποδοχές τους καθορίζονται από το ν. 1505/1984 και το ν. 1810/1988 και στους με σύμβαση ιατρούς (ν. 1476/1984, ν. 1579/1985, ν. 1057/1980 και ν.δ.1204/1972), που έχουν εξομοιωθεί, μισθολογικά, με τους μόνιμους ιατρούς με το ν. 2150/1993”. Ακολούθως, με το ν. 2703/1999(ΦΕΚ Α. 72/8.4.1999), που ισχύει από 8.4.1999 (άρθρο 28 ν.2703/1999), ορίσθηκε ότι “στους ιατρούς των Νοσοκομείων του Ι.Κ.Α., που μισθοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 2470/1997καταβάλλεται το νοσοκομειακό επίδομα της περίπτωσης (α) της παραγράφου 7 του άρθρου 8 ν. 2470/1997” (άρθρο 13 παρ.3 στοιχείο .δ του ν.2703/1999). Ο μετέπειτα ν. 3205/2003(ΦΕΚ Α. 297 / 23.12.2003) ίσχυσε από 1.1.2004, κατήργησε, από 1.1.2004, το ν. 2470/1997(άρθρα 56, 28 παρ.1 – μέρος Β` του ν.3205/2003) και προβλέπει ότι: Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, χορηγείται, κατά μήνα, τακτικό επίδομα “νοσοκομειακό και τροφής” για το προσωπικό των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των ν.π.δ.δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, το οποίο ορίζεται για το προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων, των κλάδων ΤΕ Φυσικοθεραπευτών, ΔΕ Βοηθών Φαρμακείου και Καθαριότητας, “σε διακόσια σαράντα (240) ευρώ” (άρθρο 8 παρ. Λ . 5 στοιχείο (α) – μέρος Α` του ν.3205/2003). Το συγκεκριμένο επίδομα “νοσοκομειακό και τροφής” καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτού προσφέρουν υπηρεσία, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, στους χώρους και στις ειδικότητες, που δικαιολογούν την καταβολή τους. Επίσης, καταβάλλεται και για όσο διάστημα οι δικαιούχοι αυτού τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες (κανονικές, συνδικαλιστικές, ειδικές, εκπαιδευτικές μικρής διάρκειας έως δύο (2) μηνών, διευκολύνσεως υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις, μητρότητας και ανατροφής παιδιού), σε βραχυχρόνια αναρρωτική άδεια έως έξι (6) ημέρες κατ’ έτος καθώς και αυτής, που χορηγείται από δημόσια νοσοκομεία, κέντρα υγείας του Δημοσίου, πανεπιστημιακές κλινικές, νοσηλευτικούς σχηματισμούς του Ι.Κ.Α. και ιδιωτικές κλινικές, εφόσον έχει προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές, η οποία αποδεικνύεται, με σχετικό παραστατικό στοιχείο (εισαγωγή, εξιτήριο κ.λπ.). Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων, εκδίδεται, κάθε μήνα, βεβαίωση του οικείου Προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση. Σε περίπτωση απομακρύνσεως των δικαιούχων αυτού, για οποιονδήποτε λόγο (όπως, ενδεικτικά, μετακίνηση, απόσπαση, μετάθεση, μετάταξη, διάθεση) από τα καθήκοντα, τις θέσεις και τις συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγησή του, διακόπτεται, ισοχρόνως, η καταβολή του, με ευθύνη του οικείου Προϊσταμένου, “με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 22 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ Α. 157)” [άρθρο 8 παρ. Β . 1 – μέρος Α` του ν.3205/2003], Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, οι διατάξεις του Μέρους Α` του παρόντος νόμου, μπορεί να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει και σε προσωπικό του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α., που δεν υπάγεται στις διατάξεις του Μέρους αυτού, πλην όμως, έχει βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με μόνιμους υπαλλήλους Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς και δικηγόρους, με σχέση έμμισθης εντολής.

Οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (23.12.2003) και ισχύουν από 1.1.2004 [άρθρο 21 ν.3205/2003], Κατά την εξουσιοδότηση του άρθρου 21 ν.3205/2003, εκδόθηκε η 2/4302/0022/28.1.2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης -Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β. 250/9.2.2004). ΔΓ αυτής της Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως/Κ.Υ.Α., επεκτάθηκαν, από 1.1.2004, οι διατάξεις του Α` μέρους του ν.3205/2003, “στους μόνιμους ιατρούς του Ι.Κ.Α., που οι αποδοχές τους καθορίζονται από τ 2470/1997 και στους με σύμβαση ιατρούς [ν. 1476/1984, ν. 1579/1985, ν. 1057/1980 και ν.δ.1204/1972], που έχουν εξομοιωθεί, μισθολογικά, με τους μόνιμους ιατρούς με το ν. 2150/1993”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 3205/2003 «πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος άρθρου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του Μέρους Α` του νόμου αυτού, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, καταργούνται εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού…» και στο άρθρο 28 ότι: «Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται: 1. Τα άρθρα 1 έως και 27 και 29 έως και 33 του Ν. 2470/1997(ΦΕΚ 40 Α), με εξαίρεση την παράγραφο 2 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου». Συνοψίζοντας τα ανωτέρω με βάση τις προηγούμενες νομικές διατάξεις προκύπτουν τα παρακάτω: Το μισθολόγιο του ν. 2470/1997 μέχρι την κατάργησή του, την 1.1.2004, είχε εφαρμογή στους ιατρούς, που δεν ανήκουν στο Ε.Σ.Υ. και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε ν.π.δ.δ. Με το ν. 2470/1997-,και όπως ίσχυσε μετά το ν. 2716/1999 – χορηγήθηκε, από 1.1.1997, τακτικό επίδομα, κατά μήνα, το οποίο χαρακτηρίσθηκε, ως “νοσοκομειακό” [άρθρο 8 παρ.7 ν.2470/1997], Με τον μετέπειτα ν.3205/2003, το τακτικό αυτό επίδομα, κατά μήνα, διατηρήθηκε, από 1.1.2004 και χαρακτηρίσθηκε, ως “νοσοκομειακό και τροφής” [άρθρο 8 παρ. Α . 5 στοιχείο (α) ν.3205/2003], Ειδικότερα με το ν. 3205/ 2003 διατηρήθηκε το αποκαλούμενο ως άνω «νοσοκομειακό επίδομα», που θεσπίστηκε με την προαναφερόμενη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του νόμου 2470/1997, σε αντικατάσταση των διαφόρων επιδομάτων (ανθυγιεινό, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας, κλπ) και αποτελεί στην ουσία ενοποιημένο τακτικό επίδομα, που αφορά αμιγώς τις ειδικές συνθήκες εργασίας του ανωτέρω αναφερόμενου προσωπικού, ενώ καταργήθηκε το επίδομα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του π.δ/τος 904/1978 για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων στους οποίους εχορηγείτο μέχρι τότε, όπως και οποιοδήποτε επίδομα με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή του από τις διατάξεις του νόμου αυτού [3205/2003]. Έτσι υπό το καθεστώς του προγενέστερου νόμου 2470/1997 και του ισχύοντος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα νόμου 3205/2003 [άρθρο 8§5] το προσωπικό της νοσηλευτικής υπηρεσίας κλπ. σε αντικατάσταση του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας, λάμβανε το χαρακτηριζόμενο ως νοσοκομειακό επίδομα, που με τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με το άρθρο 25 §1 Ν. 2716/1999, επεκτάθηκε και στο προσωπικό των κέντρων υγείας. Το θεσπιζόμενο ως άνω νοσοκομειακό επίδομα, λαμβανομένου υπόψη ότι είχε αντικαταστήσει, μεταξύ άλλων, και το προβλεπόμενο για το προσωπικό των νοσοκομείων επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 10§ 1 α` αα` Ν.2470/1997), πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπέχει στην ουσία θέση επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και μετά την ισχύ του ν.3205/2003, καθώς αμφότερα έχουν ως δικαιολογητική βάση την επικινδυνότητα και ανθυγιεινότητα της παρεχόμενης από το παραπάνω προσωπικό εργασίας, με την προϋπόθεση ότι το προσωπικό που το δικαιούται προσφέρει υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες ειδικότητες. Περαιτέρω, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3205/2003 η χορήγηση του νοσοκομειακού επιδόματος προβλέφθηκε πλέον όχι μόνο για όλο ανεξαιρέτως το προσωπικό των νοσοκομείων, με την αναφερόμενη στην άνω διάταξη [του άρθρου 8 του ίδιου νόμου] διαβάθμιση ανάλογα με την κατηγορία του προσωπικού (μεταξύ των οποίων και οι γιατροί των νοσοκομείων του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 13 του νόμου2703/1999), δηλαδή στους υπηρετούντες σε μονάδες που παρέχουν δευτεροβάθμια, ήτοι κλειστή (με δυνατότητα εισαγωγής και νοσηλείας) περίθαλψη, αλλά και στους υπαλλήλους του Ε.Κ.Α.Β., των Κέντρων Υγείας και Ψυχικής Υγείας (μετά το νόμο 2716/1999 [ΦΕΚ Α` 96]) και των θεραπευτηρίων της χώρας, δηλαδή και σε προσωπικό που απασχολείται σε μονάδες πρωτοβάθμιας ήτοι ανοικτής (χωρίς την ως άνω δυνατότητα) περίθαλψης ή εν γένει φροντίδας των πασχόντων πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, για την καταβολή του επιδόματος έπρεπε να επισυνάπτεται στις μισθοδοτικές καταστάσεις βεβαίωση του προϊσταμένου του υπαλλήλου, σύμφωνα με την οποία αυτός, κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η μισθοδοσία, παρέσχε τις υπηρεσίες του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση [άρθρο 8 του Ν.3205/2003], Οι ιατροί του Ι.Κ.Α., οι οποίοι παρείχαν πρωτοβάθμια περίθαλψη, δηλ. απασχολούνταν, ειδικότερα, σε Νομαρχιακές και Τοπικές Μονάδες Υγείας του Ι.Κ.Α. και δεν υπηρετούσαν σε Νοσοκομεία του Ι.Κ.Α., σιωπηρώς εξαιρέθηκαν, από την 8.4.1999, ως προς τη χορήγηση του τακτικού αυτού μηνιαίου επιδόματος, “νοσοκομειακού” ή “νοσοκομειακού και τροφής” (άρθρα 13 παρ.3 στοιχείο .δ του ν.2703/1999, 8 παρ.7 περίπτωση α του ν.2470/1997). Από την 18.2.2004, πλέον, η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρέχεται και από τις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας των Ο.Κ.Α., που μετονομάζονται σε Κέντρα Υγείας του οικείου Ο.Κ.Α. [άρθρα 2 παρ.1 εδ. (β), 16 ν. 3235/2004] δηλ. από την 18.2.2004 (και) οι Νομαρχιακές και Τοπικές Μονάδες Υγείας του Ι.Κ.Α. εξομοιώνονται με τα Κέντρα Υγείας και όσα ισχύουν, ως προς τη μισθολογική μεταχείριση των εργαζομένων στα Κέντρα Υγείας του λοιπού δημόσιου τομέα [ν.2470/1997, ν.3205/2003], πλέον, από την 18.2.2004, έχουν ευθεία εφαρμογή και στους εργαζόμενους των Κέντρων Υγείας του Ι.Κ.Α., στους οποίους ήδη είχε επεκταθεί, με την 2/4302/0022/28.1.2004 Κ.Υ.Α. Έτσι, από την 18.2.2004, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν δικαιούνται το επίμαχο επίδομα “νοσοκομειακό και τροφής”, με βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας, κατά τα άρθρα 4 παρ.1, 22 Συντάγματος δηλ. η προσφυγή στα άρθρα 4 παρ.1 και 22 Συντάγματος δεν είναι αναγκαία και δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής τους, εφόσον οι απασχολούμενοι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ιατροί σε κέντρα υγείας του ΙΚΑ δικαιούνται του πιο πάνω νοσοκομειακού επιδόματος απ’ ευθείας από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (ΑΠ 18/2020, ΑΠ 540/2020, ΑΠ 542/2020, ΑΠ 1018/2020, ΑΠ 1072/2020, ΑΠ 1389/2019, ΑΠ 382/2018, ΑΠ 1671/2018, ΑΠ 956/2018, ΑΠ 1467/2014). Για την καταβολή του επιδόματος “νοσοκομειακού και τροφής”, η βεβαίωση του Προϊσταμένου των δικαιούχων αυτού (επιδόματος) δεν αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση, αλλά ανάγεται στην εσωτερική διαδικασία πληρωμής του εργαζομένου από τον εργοδότη του. Εξάλλου η μετά του Ι.Κ.Α. σχέση των ιατρών, οι οποίοι έχουν προσληφθεί, κατά το άρθρο 10 ν.δ. 1204/1972, είναι ειδική σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Τη φύση της σχέσεως αυτής, ως ιδιωτικού δικαίου, δεν μετέβαλε η μισθολογική μεταβολή, η οποία έγινε, κατά το άρθρο 18 ν.2150/1993, με τους Θεραπευτές Ιατρούς του Ι.Κ.Α. επί σχέσει δημοσίου δικαίου. Η διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 εδ. (γ) ν. 3232/2004 δεν είναι, πράγματι, ερμηνευτική της σαφούς διατάξεως του άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972 και δεν μπορεί να έχει, στην προκειμένη περίπτωση, αναδρομική ισχύ, αλλά ισχύει, κατά το άρθρο 77 Συντάγματος, από την 12.2.2004 (ΑΠ 1312/2017 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει ειδικών συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που συνήφθησαν, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 του νδ 1204/1972, οι καλούντες ενάγοντες είναι ιατροί και δη η πρώτη μικροβιολόγος, ο δεύτερος καρδιολόγος, ο πέμπτος ουρολόγος, ο έβδομος ορθοπεδικός, ο έβδομος ορθοπεδικός, η όγδοη δερματολόγος-αφροδισιολόγος, η ένατη οδοντίατρος, η δέκατη ουρολόγος και ο ενδέκατος αχτινοδιαγνώστης προσλήφθηκαν την δυνάμει του άρθρου 10 του ν,δ, 1204/1972  από το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων» και έκτοτε προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, ως ιατροί με τις ανωτέρω ειδικότητες. Κατά την χρονική περίοδο από 1-1-2006 έως τις 31-12-2013 υπηρέτησαν με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση σε Νομαρχιακές μονάδες Υγείας του Ι.Κ.Α. και στις 1-1-2012 υπήχθησαν στο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) υπηρέτησαν δε έως τις 31-12-2013 σε Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας που μετονομάστηκαν σε Κέντρα Υγείας και εντάχτηκαν στην οργανωτική δομή του εναγόμενου νομικού προσώπου. Ειδικότερα η πρώτη καλούσα ενάγουσα υπηρέτησε σε μονάδα υγείας της Δραπετσώνας, ο δεύτερος στην Μονάδα Υγείας της Μυτιλήνης, ο πέμπτος στην Μονάδα υγείας της Δραπετσώνας, ο έβδομος στην Μονάδα Υγείας στον Πειραιά, η έβδομη στην Μονάδα Υγείας στην Σαλαμίνα, η όγδοη  στην Μονάδα υγείας στον Πειραιά, η δέκατη στην Μονάδα Υγείας στην Σαλαμίνα, ο ενδέκατος στην Μονάδα Υγείας στην Δάφνη και ο έβδομος και η ένατη των εναγόντων στην Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας.  Με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3029/2002 σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του ιδίου ως άνω νόμου, το ΙΚΑ μετονομάστηκε σε «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ)», ενώ δυνάμει του άρθρου 17 παρ. 1 του ν.3918/2011, συνεστήθη νέο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ)», στο οποίο, μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό ο Κλάδος Υγείας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), με τις μονάδες υγείας του. Την 1-1-2012 το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΟΠΥΥ», υπεισήλθε αυτοδίκαια ως εργοδότης των  ανωτέρω εναγόντων με την ίδια ιδιότητα του καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΙΚΑ – ΕΤΑΜ». Ακολούθως, δυνάμει του νόμου 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ αλλαγή σκοπού ΕΟΠΥΥ και λοιπές διατάξεις)» και δη με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι μονάδες παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του ΕΟΠΥ μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στην οργανωτική δομή των αντίστοιχων Δ.Υ.ΠΕ. Ως προς δε τις αξιώσεις του προσωπικού, το οποίο μετά την αυτοδίκαιη ένταξή του στον ΕΟΠΥΥ μετετάγη στις κατά τόπους Δ.Υ.ΠΕ, νομιμοποιούνται, ως προεκτέθηκε, παθητικά στις σχετικές δίκες οι οικείες Δ.Υ.ΠΕ. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες στα πλαίσια της προεκτεθείσας εργασίας τους, προσέφεραν από 1-1-2006 έως 31-12-2013 προληπτική, διαγνωστική και θεραπευτική ιατρική φροντίδα στους ασφαλισμένους αρχικά του ΙΚΑ, που μετονομάσθηκε σε ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, και εν συνεχεία του ΕΟΠΥΥ και του εκκαλούντος νπδδ με την επωνυμία «… Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου» (… Δ.Υ.ΠΕ), με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες, ως άνω εκτεθείσες, ειδικότητες, με συνθήκες, μάλιστα, εργασίας το ίδιο δυσμενείς με τις συνθήκες εργασίας του υγειονομικού προσωπικού των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης βοήθειας (ΕΚΑΒ), των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας των ΝΠΔΔ του Ταμείου Πρόνοιας και Αγροτικών Ιατρείων, που αμειβόταν με το ίδιο μισθολόγιο με τους ιατρούς και στο προσωπικό που χορηγήθηκε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα το χαρακτηριζόμενο πλέον υπό το καθεστώς των νόμων 2470/1997 και 3205/2003 (άρθρο 8 παρ. 5) νοσοκομειακό επίδομα. Επομένως, οι ανωτέρω ενάγοντες, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 31-10-2011, δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου το νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 8 παρ. 5 Ν.3205/2003, και συγκεκριμένα με βάση τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 εδ. β` και 16 του Ν. 3235/2004, σύμφωνα με τις οποίες, από 18-2-2004 (έναρξη ισχύος του νόμου αυτού), η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρέχεται και από τις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας των Οργανισμών Κοινωνικών Ασφάλισης (Ο.Κ.Α), όπως το αρχικώς εναγόμενο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, που μετονομάζονται σε Κέντρα Υγείας του οικείου Ο.Κ.Α, με συνέπεια οι Νομαρχιακές και Τοπικές Μονάδες Υγείας του ΙΚΑ, μετά την 18-2- 2004, να εξομοιώνονται με τα Κέντρα Υγείας, τα δε ισχύοντα ως προς τη μισθολογική μεταχείριση των εργαζομένων στα Κέντρα αυτά, σύμφωνα με το Ν.3205/2003, να έχουν πλέον ευθεία εφαρμογή και στους εργαζόμενους των εξομοιωθεισών με κέντρα υγείας νομαρχιακών και τοπικών μονάδων υγείας του ΙΚΑ, χωρίς να υφίσταται ανάγκη προσφυγής στην συνταγματική αρχή της ισότητας, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Το επίδομα δε αυτό που, όπως εκτέθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη θεσπίστηκε με το ν. 2470/1997 και διατηρήθηκε με το ν. 3205/2003 σε αντικατάσταση του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας υπέχει στην ουσία θέση τέτοιου επιδόματος και μετά την ισχύ του ν.3205/2003, καθώς αμφότερα έχουν ως δικαιολογητική βάση την επικινδυνότητα και ανθυγιεινότητα της παρεχόμενης από το παραπάνω προσωπικό εργασίας με την προϋπόθεση ότι το προσωπικό που το δικαιούται προσφέρει υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες ειδικότητες. Εξάλλου, οι ενάγοντες κατά το ένδικο διάστημα δεν λάμβαναν κάποιο άλλο επίδομα λόγω των προαναφερόμενων συνθηκών εργασίας τους, ενώ πληρούν και την τασσόμενη στην παράγραφο 11 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 προϋπόθεση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στους χώρους, που δικαιολογούν την καταβολή του, δεδομένου ότι οι νομαρχιακές και τοπικές μονάδες υγείας του ΙΚΑ, μετέπειτα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, εν συνεχεία ΕΟΠΥΥ και μετέπειτα Μονάδες παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας όπως της  εναγόμενης Δ.Υ.ΠΕ, όπου υπηρετούν οι  ενάγοντες παρέχουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπως συμβαίνει και στα Κέντρα Υγείας και ότι η απασχόληση τους στους παραπάνω χώρους είναι αποκλειστική και πλήρης κατά το συμβατικό τους ωράριο, χωρίς να επηρεάζει τούτο το γεγονός ότι μέχρι τις 19-3-2014 οι εκκαλούντες δικαιούνταν, υπό το καθεστώς του ΝΔ1204/1972, να λειτουργούν εκτός του ωραρίου τους και ιδιωτικό ιατρείο, καθώς ο ως άνω νόμος αξιώνει πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους, που δικαιολογούν την καταβολή του επιδόματος λόγω της ανθυγιεινότητας και επικινδυνότητάς τους, εντός του προβλεπόμενου για τους δικαιούχους του επιδόματος ωραρίου, και όχι να μην έχουν οι δικαιούχοι του επιδόματος τη δυνατότητα, εκτός του νόμιμου ή συμβατικού ωραρίου τους, να απασχολούνται σε άλλο εργοδότη ή να αυταπασχολούνται, εφόσον τούτο ήταν επιτρεπτό από τις κείμενες διατάξεις. Επίσης, η βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου, που εκδίδεται κάθε μήνα για τη συνδρομή των προϋποθέσεων του επίδικου επιδόματος και συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση (άρθρα 8 παρ. 10 του Ν.2470/1997, 8 παρ. Β.1 – Μέρος Α’ του Ν.3205/2003) δεν αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την καταβολή του επιδόματος αυτού, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησής του, όπως εν προκειμένω, αλλά ανάγεται στην εσωτερική διαδικασία πληρωμής του εργαζομένου από τον οικείο εργοδότη (ΑΠ 1241/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω έχουν γίνει δεκτά με την με αριθμό 3681/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατόπιν ασκήσεως της με αριθμό ……………/2014 αναγνωριστικής αγωγής των εναγόντων κατά του εναγόμενου η οποία επικυρώθηκε με την  με αριθμό 482/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου κατόπιν ασκήσεως από το εναγόμενο της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2015 έφεσης κατά της ως άνω απόφασης Μετά ταύτα ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι.Με τον τρίτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν παραπονείται ότι η ένδικη απαίτηση των εναγόντων έχει υποπέσει σε παραγραφή όπως ειδικότερα αναλύεται σ’ αυτόν. Ως προς αυτόν τον ισχυρισμό λεκτέα είναι τα ακόλουθα:Περαιτέρω με το άρθρο μόνο του Π.Δ/τος 437/1977 (ΦΕΚ A 134), εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του Ν.Δ/τος 496/1974 “περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” (ΦΕΚ A 204), οι υπαγόμενοι στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών ασφαλιστικοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ΙΚΑ (άρθρο 11 του Α.Ν.1846/1051). Κατόπιν αυτού, δεν έχουν εφαρμογή επί των κατά του ΙΚΑ απαιτήσεων οι περί παραγραφής διατάξεις του ως άνω Ν.Δ/τος 496/1974 και ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 48 παρ.3 αυτού, που προβλέπει διετή παραγραφή των μισθολογικών αξιώσεων κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Και τούτο διότι η παραγραφή ρυθμίζεται από την ειδική διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 40 του Α.Ν. 1846/1951″Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων” (ΦΕΚ A 179), όπως η παράγραφος 6 αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 15 του Ν. 4476/1965 και στη συνέχεια με το άρθρο 7 του Ν. 825/1978, η οποία στο τελευταίο εδάφιό της ορίζει ότι “πάσα άλλη (εκτός ορισμένων απαιτήσεων περί των οποίων δεν πρόκειται ενταύθα) οιαδήποτε κατά του ΙΚΑ απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν”. Στις εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνονται επομένως και οι απαιτήσεις εκ καθυστερουμένων αποδοχών των υπαλλήλων του ΙΚΑ κατ’ αυτού. Η πενταετία αυτή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, κατά τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ (ΑΠ 382/2018, ΑΠ 696/2015, ΑΠ 341/1990), εν προκειμένω δε η έναρξη, της πενταετούς παραγραφής, αρχίζει, από το χρόνο που πραγματικά γεννήθηκε η αξίωση των εκκαλούντων για την ένδικη παροχή, δηλαδή από την αρχή κάθε δεκαπενθημέρου, οπότε προκαταβάλλεται σ’ αυτούς ο μισθός τους και όχι από το τέλος του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η εν λόγω αξίωση (ΑΠ 517/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 90 παρ 3 του Ν. 2362/1995 “Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ A 247) που προβλέπει διετή παραγραφή των μισθολογικών αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου από τη γέννησή τους (ανεξαρτήτως της αιτίας γέννησης αυτών) δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, διότι με αυτήν ρυθμίζεται η παραγραφή των πιο πάνω αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου μόνο και δεν αφορά την παραγραφή των αξιώσεων κατά του ΙΚΑ, καθότι όπου ο νομοθέτης θέλησε να εξομοιώσει το ΙΚΑ με το Δημόσιο το έπραξε με ρητές διατάξεις (ΑΠ 540/2020, ΑΠ 542/2020, ΑΠ 1072/2020, ΑΠ 1389/2019, ΑΠ 25/2018, ΑΠ 957/2018, ΑΠ 1676/2018, ΑΠ 121/2016, ΑΠ 296/2013, ΑΠ 1655/2010, ΑΠ 341/1990, ΣτΕ 1297/2011, ΣτΕ 199/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 του ΑΝ 1846/1951 με την οποία προβλέπεται ότι το ΙΚΑ απολαμβάνει όλων των ατελειών και προνομίων, δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών, σαν να είναι το ίδιο το Δημόσιο και από τη διάταξη 33 παρ. 7 Ν. 3918/2011 “Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ. Α` 31/2 Μαρτίου 2011), κατά την οποία “Το Ι.Κ.Α. απαλλάσσεται παντός δημοσίου, δημοτικού, κοινοτικού ή λιμενικού φόρου, αμέσου ή εμμέσου, παντός τέλους ταχυδρομικού ως και δικαστικού εις πάσαν δίκην του και απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών και προνομίων δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιον” και “Μέχρι την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης για τα θέματα οικονομικής οργάνωσης και λογιστικής λειτουργίας του Οργανισμού, εφαρμόζονται αναλογικά οι αντίστοιχες γενικές διατάξεις που διέπουν τα Ν.Π.Δ.Δ., εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου”, αφού έναντι αυτών υπερισχύει η ειδική ρύθμιση του άρθρου 40 παρ.6 του ιδίου νόμου (ΑΝ1846/1951) που ρυθμίζει ειδικά τα της παραγραφής αξιώσεων κατά του ΙΚΑ, ούτε από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 3210/1955, με την οποία προβλέπεται ότι το ΙΚΑ απολαύει όλων των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου και επ’ αυτού ως ενάγοντος ή εναγόμενου εφαρμόζονται όλες οι εκάστοτε ισχύουσες για το Δημόσιο διαδικαστικές διατάξεις του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου και της πολιτικής δικονομίας, η οποία ως εκ του περιεχομένου της δεν αφορά ουσιαστικά προνόμια, όπως η συντομότερη παραγραφή (ΑΠ 542/2020, ΑΠ 1389/2019, ΑΠ 25/2018 ο.π.). Εξάλλου, δια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 40 παρ.6 του Α.Ν.  1846/1951. θεσπίζεται γνήσια παραγραφή αξιώσεως, η οποία δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (πρβλ. ΑΠ 121/2016, ΣτΕ 2297/2011, ΣτΕ 199/2007, ΣτΕ 601/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ.α` ΑΚ, κατά την οποία, κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι έτη και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή. Η νέα, όμως, αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης που δεν έχει ήδη υποκύψει στη μέχρι την τελεσιδικία ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 ΑΚ (ΑΠ 401/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 750/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 235/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 105/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1334/2010, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθούν τα παρακάτω:

Με την με αριθμό 3681/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατόπιν ασκήσεως της με αριθμό …………./2014 αναγνωριστικής αγωγής των εναγόντων κατά του εναγόμενου αυτή έγινε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και η οποία επικυρώθηκε με την  με αριθμό 482/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε επί  της με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 408/2015 έφεσης του εναγόμενου που απορρίφθηκε. Οι ενάγοντες άσκησαν κατά του εναγόμενου την από 24-9-2020 και με αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου καταψηφιστική αγωγή …………../2020 για την απαίτηση που έχει ήδη τελεσιδίκως αναγνωριστεί με την με αρθμό 482/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνεπώς τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής το  δικαίωμα των εναγόντων δεν είχε παραγραφεί καθόσον η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 12-10-2020 χρόνος κατά τον οποίο το σχετικό δικαίωμα των εναγόντων δεν είχε παραγραφεί διότι ως προελέχθη ανωτέρω επί της ένδικης υπόθεσης η παραγραφή επεκτάθηκε σε εικοσαετή διότι συντρέχουν οι όροι του άρθρου 268 εδ. α ΑΚ αρχομένη από της  δημοσιεύσεως της με αριθμό 482/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου στις 25-8-2017 οπότε και αναγνωρίστηκε το σχετικό δικαίωμα τους επί του αιτουμένου νοσοκομειακού επιδόματος και επομένως η ένδικη υπόθεση δεν έχει ακόμη παραγραφεί. Συνεπώς η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό με την έγερση της ανωτέρω καταψηφιστικής αγωγής για απαίτηση επί αναγνωριστικής αγωγής για την ίδια απαίτηση που έχει ήδη τελεσιδικήσει συνεχίζει μέχρι συμπληρώσεως του ανώτατου ορίου αυτής και δη την εικοσαετία από της δημοσίευσης της με αριθμό 482/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και δη την 25-8-2017. Επομένως ο τρίτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν θα έπρεπε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα.

Ο ανωτέρω λόγος έφεσης αν και στο παρόν στάδιο δίκης δεν ερευνάται, διότι με την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου τούτου, που διεξάγεται κατ` αντιμωλία του εκκαλούντος και των εφεσίβλητων, δημιουργείται τελεσιδικία και εκτελεστός τίτλος (άρθ. 321, 904 § 1 στοιχ. α, περ. 1 ΚΠΟΛΔ) πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Αυτό διότι το αίτημα περί κήρυξης της εκκαλουμένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 904, 907, 908 ΚΠΟΛΔ, διότι η διάταξη του άρθρου 8 ν. 2097/1952 που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η ισχύς της οποίας (διάταξης) είχε επεκταθεί και στους ΟΤΑ με το άρθρο 3 ν.δ. 31/1968, καθώς και η διάταξη του άρθρου 909 § 1 ΚΠΟΛΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρούνται καταργημένες, ως ευρισκόμενες σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4, 95 § 5 Συντ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 § 3 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (βλ. ΟλΑΠ 17/2002 ΕλλΔνη 2002. 1009, 21/2001 ΕλλΔνη 2002. 83, Πρακτικά 7ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣυν της 12.3.2003, ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλαγάκη Χ., Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ., Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου ΝΠΔΔ υπό την ισχύ του άρθρου 94 § 4 Συντ, ΝοΒ 2003. 15-16, Σταμάτης Κ., Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, ΝοΒ 2003.

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης του το εκκαλούν παραπονείται ότι δεδομένου ότι αυτό απολαμβάνει τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου ως οργανισμός του Υπουργείου Υγείας εσφαλμένα επιβλήθηκε σε βάρος του η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων καθόσον αυτή θα έπρεπε να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων κατ’ άρθρο 22 παρ.2 του νόμου 3693/1957.

Ο ανωτέρω λόγος θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι δεν ορίζεται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση θα επιβληθεί δικαστική δαπάνη μειωμένη, καθόσον στην υπόθεση αυτή το εκκαλούν εκπροσωπήθηκε από ιδιώτη δικηγόρο και όχι από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους [ΑΠ 62/2022, ΑΠ 18/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και άρθρα 30 παράγραφοι 1 και 2 Ν. 4038/2012(ΦΕΚ Α` 14/2.2.2012), 19 παρ.1 περ. (β) Ν. 2556/1997(ΦΕΚ Α` 270/24.12.1997), σε συνδυασμό προς το άρθρο 61 παρ.3 Ν. 4194/2013(ΦΕΚ Α` 208/ 27.9.2013)].

Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη στον δεύτερο, στον πέμπτο , στον έβδομο, στην όγδοη, στην ένατη στην δέκατη και στον ενδέκατο των καλούντων-εναγόντων το ποσό των 20.201,27 ευρώ με το νόμιμο τόκο, με επιτόκιο 6% ετησίως από 31-10-2014 και με επιτόκιο 3% ετησίως από 1-5-2019 και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, απορίπτοντας την προταθείσα ένσταση παραγραφής ως μη νόμιμη κηρύσσοντας την εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα, όπως επίσης καταδικάζοντας το εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων ποσού 650 ευρώ ορθά εκτίμησε και εφάρμοσε τον νόμο. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι έφεσης που συνίστανται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους στο σύνολο τους (άρθρο 179, ΚΠΟΛΔ) λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό …………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 1120/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακές-εργατικές διαφορές). Συμψηφίζει εν όλω την δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις   17-6-2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ