ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 128 /2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Γεωργία Παναγιωτοπούλου Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη ………., διατηρεί δε, νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις των Α.Ν. 89/1967, Ν.27/1975 και Α.Ν. 378/68, επί της οδού ………. στη …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ ……..), η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Δημητρίου (ΑΜ ΔΣΠ …….. ΔΕ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΠ …….).
Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας του Παναμά, όπου και εδρεύει καταστατικά (……………), όπως νόμιμα εκπροσωπείται (στερούμενη ΑΦΜ στην Ελλάδα), η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παυλίνα Γαλάτη (ΑΜ ΔΣΑ ………. ΔΕ Α.Σ Παπαδημητρίου και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ …….).
Η ενάγουσα – εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14-12-2021 (αριθ.καταθ………/2021) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1142/2023 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 15-05-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2023) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, κατά της υπ’αριθ. 1142/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518§1 ΚΠολΔ προβλεπόμενης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), η οποία έλαβε χώρα στις 13-04-2023 (βλ. την από 13-04-2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……………, επί του σώματος της εκκαλουμένης, προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από την εκκαλούσα), ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στην Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-05-2023, ημέρα Δευτέρα. Επισημαίνεται ότι για το παραδεκτό (εμπρόθεσμο) της έφεσης κατ’ άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ και την εφαρμογή της γενικής προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκησή της, λαμβάνεται υπόψη η πραγματική έδρα της εκκαλούσας, η οποία είναι τυπικά αλλοδαπή εταιρεία, όμως η διοίκηση αυτής ασκείται στην Ελλάδα, όπου έχει εγκαταστήσει γραφεία δυνάμει του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1969 (Εφ.Πειρ. 1/1995, ΑρχΝ 1995, 162). Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό …………./2023, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.
Kατά το άρθρο 440 ΑΚ “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, κατά δε το άρθρο 441 ΑΚ “Ο συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν και κατά το άρθρο 444 εδ. 1 “Η δήλωση συμψηφισμού είναι ανίσχυρη, αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία”. Στις άνω διατάξεις διατυπώνονται δύο βασικές αρχές, που διέπουν το συμψηφισμό, δηλαδή η αρχή της επίκλησης του συμψηφισμού και η αρχή της αναδρομικότητας αυτού, κατά την οποία οι αμοιβαίες απαιτήσεις αποσβήνονται από το χρόνο της συνύπαρξης. Αυτός δεν επέρχεται αυτοδικαίως, από της συνδρομής των προϋποθέσεων της ΑΚ 440 αλλά η επέλευσή του απαιτεί προσθέτως και την επίκλησή του, δηλαδή, δήλωση του ενός από τους δικαιούχους προς το δικαιούχο της άλλης. Η πρόταση γίνεται με μονομερή δήλωση του ενός γνωστοποιητέα στον άλλο, η οποία συνιστά μονομερή ουσιαστική δικαιοπραξία. Ο συμψηφισμός συνιστά διαπλαστικό δικαίωμα των μερών και από το χρονικό σημείο, που οι αντίθετες απαιτήσεις συναντηθούν και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού, κάθε μέρος έχει δικαίωμα να επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων με δήλωσή του, η οποία συνιστά δεσμευτική διάπλαση των εννόμων σχέσεων αυτών.
Περαιτέρω, οι υποκείμενες σε συμψηφισμό απαιτήσεις πρέπει να είναι ομοειδείς κατά αντικείμενο. Ομοειδείς είναι οι απαιτήσεις των οποίων τα αντικείμενα έχουν τα ίδια γνωρίσματα, όπως οφειλή χρημάτων και από τα δύο μέρη, ανεξάρτητα από τις ενοχές από τις οποίες απορρέουν. Το ομοειδές κρίνεται κατά το χρονικό σημείο πρότασης του συμψηφισμού (ΑΠ 435/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αμοιβαίες απαιτήσεις κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης μπορούν να χαρακτηρισθούν δύο απαιτήσεις όταν ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης είναι και δανειστής της ανταπαίτησης δηλαδή της προβαλλόμενης σε συμψηφισμό και αντίστοιχα ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης ανταπαίτησης. Από την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας προκύπτει ότι οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται, πρέπει να υπάρχουν και να είναι έγκυρες και ως ομοειδείς χαρακτηρίζονται οι απαιτήσεις, που οι παροχές τους έχουν τα ίδια γνωρίσματα, συνηθέστερη περίπτωση των οποίων είναι οι χρηματικές, έχουν δηλαδή ως αντικείμενο το εγχώριο νόμισμα. Αν η μια απαίτηση είναι σε αλλοδαπό νόμισμα και η άλλη σε εγχώριο, τότε εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 291 ΑΚ, ο οφειλέτης του ξένου νομίσματος μπορεί να συμψηφίσει, αν δεν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, την ανταπαίτηση του με την κύρια απαίτηση σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την ισοτιμία του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο πρότασης του συμψηφισμού (ΕφΠατρ 893/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ) (ΑΠ 132/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Έτσι, το Εφετείο για να κρίνει αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε σωστά, και να αποφασίσει αν πρέπει να εξαφανίσει ή όχι την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης που περιέχονται στο εφετήριο ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, που συνιστούν τη νομική βάση αυτής, καθώς και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, όπως, επίσης, και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 568/2023 δημ. ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 732/2022, 924/2021, 385/2021, 916/2020, ΑΠ 821/2020, ΑΠ 248/2019, ΑΠ 727/2017).
Με την από 14-12-2021 αγωγή, όπως διορθώθηκε παραδεκτά κατ’άρθρο 224εδ.β ΚΠολΔ, με τις νομίμως κατατεθείσες, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προτάσεις, η ενάγουσα εξέθετε ότι δραστηριοποιείται στην εμπορική και τεχνική διαχείριση ποντοπόρων εμπορικών πλοίων, κυριότητας τρίτων εταιρειών και ότι κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του, υπό σημαία Νήσων Κουκ, φορτηγού πλοίου <<L>> νηολογίου …., με αριθμούς ΙΜΟ …. και ΔΔΣ ……, την από 19-07-2016 σύμβαση διαχείρισης, η οποία, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε την εκναύλωση του πλοίου και την είσπραξη των ναύλων για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, κατά τους ειδικότερους όρους που εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή. Οτι η εναγομένη κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση στις 05-05-2021, επερχόμενων των αποτελεσμάτων αυτής στις 05-07-2021. Οτι στο πλαίσιο λειτουργίας της ένδικης σύμβασης, διατηρεί σε βάρος της εναγομένης, για δαπάνες και έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε προς εξυπηρέτηση των λειτουργικών και εμπορικών αναγκών του πλοίου, απαίτηση 1) συνολικού ποσού πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων εκατόν ενενήντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα οκτώ σεντς (5.518.194,38 $), επιμεριζόμενη α) στο ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι δολαρίων ΗΠΑ και έντεκα σεντς (4.954.866,11 $), που αντιστοιχεί σε δαπάνες του πλοίου – όπως τα επιμέρους κονδύλια παρατίθενται στους επισυναπτόμενους στην αγωγή δεκαέξι (16) πίνακες – β) στο ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (475.800 $), που αντιστοιχεί σε συμφωνηθείσα διαχειριστική αμοιβή (1.586 ημέρες χ 300$/ημέρα) και γ) στο ποσό των ογδόντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι οκτώ δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι επτά σεντς (87.528,27 $), που αντιστοιχεί σε συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή [7.002.261,68 $ (εισπραχθέντες ναύλοι) χ 1,25%] και 2) συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων δεκαεννέα χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και ενός λεπτού (1.819.583,01 ευρώ), που αντιστοιχεί επίσης σε δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν προς κάλυψη των εξόδων του πλοίου. Οτι η ίδια (ενάγουσα) οφείλει στην εναγομένη το συνολικό ποσό των επτά εκατομμυρίων δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα οκτώ σεντς (7.002.261,68 $), που αντιστοιχεί σε εισπραχθέντες για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας ναύλους. Οτι, έναντι της ως άνω απαίτησης της εναγομένης, συνολικού ποσού 7.002.261,68 δολαρίων ΗΠΑ, προτείνει σε συμψηφισμό την ανταπαίτησή της συνολικού ποσού 5.518.194,38 δολαρίων ΗΠΑ και ότι ως εκ τούτου εξακολουθεί να οφείλει στην εναγομένη το ποσό των 1.484.067,30 δολαρίων ΗΠΑ (7.002.261,68 $ – 5.518.194,38$). Οτι προτείνει επίσης σε συμψηφισμό, έναντι της ανωτέρω απαίτησης της εναγομένης εκ ποσού 1.484.067,30 δολαρίων ΗΠΑ, την ανταπαίτησή της, συνολικού ποσού 1.819.583,01 ευρώ, κατόπιν μετατροπής – με την τρέχουσα, κατά το χρόνο πρότασης του συμψηφισμού, ισοτιμία των δύο νομισμάτων (1ευρώ/1,154$) – της απαίτησης της εναγομένης στο ποσό του 1.285.202,28 ευρώ και ότι ως εκ τούτου, η εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει σε αυτήν (ενάγουσα) το ποσό των 534.380, ευρώ (1.819.583,01 – 1.285.202,28), το οποίο αντιστοιχεί στις πραγματοποιηθείσες δαπάνες που περιέχονται στους επισυναπτόμενους στην αγωγή πίνακες με αριθμούς 12 έως 15 καθώς και στις δαπάνες με αριθμούς 792, 794, 795, 796, 799, 800, 801, 811, 812, 813, 814, 815, 820, 821, 824, 826, 827, 828, 833, 835, 837, 844, 848 και 850, που αναφέρονται στον επισυναπτόμενο στην αγωγή υπ’αριθ. 11 πίνακα, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επίσης εξέθετε ότι παρά τις επανειλλημένες οχλήσεις της, η εναγομένη αρνείται να της καταβάλλει το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, κατόπιν μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, που υποβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλλει το ποσό των 534.380,73 ευρώ νομιμοτόκως από το χρόνο πραγματοποίησης εκάστης δαπάνης, άλλως από το χρόνο της, εκ μέρους της, γνωστοποίησης των δαπανών στην εναγομένη, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1142/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, παραθέτοντας στην αιτιολογική του σκέψη την κρίση ότι οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των διαδίκων, τις οποίες προτείνει σε συμψηφισμό η ενάγουσα, δεν είναι ομοειδείς, διότι η απαίτηση της εναγομένης έναντι της ενάγουσας δεν είναι μετατρέψιμη σε εγχώριο νόμισμα, συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής η ΑΚ 291, καθόσον πρόκειται για χρέος πληρωτέο στον Παναμά, ως κομίσιμη χρηματική οφειλή, κατά τη διάταξη του άρθρου 321 εδ.β’ΑΚ, που είναι εφαρμοστέα με βάση την, προγενέστερη της δίκης, συμφωνία των μερών περί επιλογής του ελληνικού δικαίου ως εφαρμοστέου στις μεταξύ τους σχέσεις. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε η ενάγουσα την ένδικη έφεση, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την παραδοχή της έφεσής της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη – εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Η αγωγή με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 440, 441 και 722 ΑΚ, καθόσον οι απαιτήσεις τις οποίες προτείνει σε συμψηφισμό η ενάγουσα είναι αμοιβαίες, εφόσον ο δανειστής της μίας απαίτησης είναι ο οφειλέτης της απαίτησης κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός και αντιστρόφως, ομοειδείς, διότι τα αντικείμενά τους έχουν τα ίδια γνωρίσματα (χρήματα) και ληξιπρόθεσμες. Επιπρόσθετα δε, συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση εφαρμογή του άρθρου 291 ΑΚ, αφού η οφειλή της εναγομένης είναι πληρωτέα στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική έδρα της ενάγουσας, έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων η εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, ως δίκαιο αρμόζον κατά τις περιστάσεις, στη μεταξύ τους έννομη σχέση και δεν γίνεται επίκληση αντίθετης συμφωνίας των διαδίκων περί διαφορετικού τόπου πληρωμής των ανακυπτουσών οφειλών τους. Ειδικότερα, προβλέπεται ρητά στη σύμβαση διαχείρισης ότι οποιαδήποτε διαφωνία ή αξίωση προκύπτει από τη συμφωνία των μερών ή την παραβίασή της, θα υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά (ρήτρα 13), γεγονός που κατ’αποτέλεσμα αποστερεί τη δυνατότητα της ενάγουσας να προσφύγει σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο, συνεπώς και στα Δικαστήρια του Παναμά για την ικανοποίηση των αξιώσεών της, τις οποίες προτείνει σε συμψηφισμό με την ένδικη αγωγή. Συνεπώς εφόσον η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, η οποία προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης αλλά και κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών λόγων (πρώτου, δεύτερου και τρίτου) της κρινόμενης έφεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανιστεί και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί η αγωγή, για το αναγνωριστικό αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. σχετ. το υπ’αριθ. ……………. e – παράβολο, σε συνδυασμό με τη βεβαίωση περί δέσμευσης αυτού), η καταβολή δε του οποίου κατ’άρθρο 42 ν.4640/2019 κρίνεται συνταγματική παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της ενάγουσας (Εφ.Αθ. 3228/2021, δημ. ΝΟΜΟΣ).
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 Δίκη 1983 σελ. 569, ΝοΒ 31(1983) σελ. 219, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, έκδ. ΣΤ , παρ. 1053, σελ. 417), η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη της συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και, επομένως, έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 368 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (§1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (§. 2). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελεύθερα εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ή μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2017, ΑΠ757/2017, ΑΠ 594/2016, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΑαμ 162/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των υπ’αριθ. …/05-05-2022 και …../05-05-2022, προσκομιζόμενων νομίμως μετ’επικλήσεως από την ενάγουσα, ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων απόδειξης ……. και ………, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ……., που λήφθηκαν με μέριμνα της ενάγουσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. υπ’αριθ. …./21-04-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….), της προσκομιζόμενης νομίμως μετ’επικλήσεως από την εναγομένη, υπ’ αριθμ. ……../16-09-2021 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …….., ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στη Μόσχα, η οποία λήφθηκε με μέριμνα της εναγομένης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. υπ’αριθ. …/13-04-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ….), για να χρησιμοποιηθεί σε άλλη δίκη και για το λόγο αυτό λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, των υπ’αριθ …/19-04-2022 και …./26-04-2022, προσκομιζόμενων νομίμως μετ’επικλήσεως από την εναγομένη, ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ανταπόδειξης ……… και . ………, ενώπιον της Γενικής Προξένου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, που λήφθηκαν με μέριμνα της εναγομένης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. υπ’αριθ…/14-04-2022 και …/19-04-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……………., αντίστοιχα) και από το σύνολο των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη, άλλα δε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία είναι ναυτιλιακή εταιρεία, εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στη Λιβερία, με νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις των Α.Ν. 89/1967, Ν.27/1975 και Α.Ν. 378/68 και δραστηριοποιούμενη στην εμπορική και τεχνική διαχείριση ποντοπόρων πλοίων, που ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτες εταιρείες, κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία, εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στη Δημοκρατία του Παναμά, ως πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Νήσων Κουκ φορτηγού πλοίου <<L>>, νηολογίου … με αριθμούς ΙΜΟ …… και ΔΔΣ …, την από 19-07-2016 σύμβαση διαχείρισης, η οποία, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε τη διαχείριση και διεκπεραίωση των ναυλώσεων του ανωτέρω πλοίου, την είσπραξη των πάσης φύσεως ναύλων και κερδών προερχόμενων από τη διαχείρισή του και την απόδοση αυτών στην πλοιοκτήτρια, κατά τους όρους που ειδικότερα περιγράφονται στη σύμβαση αυτή. Η αμοιβή για την παροχή των διαχειριστικών υπηρεσιών της ενάγουσας συμφωνήθηκε στο ποσό των 300 δολαρίων ΗΠΑ/ημέρα, πλέον προμήθειας (μεσιτικής αμοιβής) 1,25% επί κάθε ποσού που θα εισέπραττε η εναγομένη ως ναύλο, μίσθωμα ή τόκους υπερημερίας (ρήτρα 7). Επίσης στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, η πλοιοκτήτρια ανέλαβε την υποχρέωση να προκαταβάλει στην ενάγουσα τις δαπάνες για τα συνήθη λειτουργικά έξοδα του πλοίου, για περίοδο 45 ημερών, τα οποία συμβατικά ορίστηκαν στο ποσό των 2.000 δολαρίων ΗΠΑ ανά ημέρα (ρήτρα 8). Οι ανωτέρω προκαταβολές δαπανών συμφωνήθηκε να εκκαθαρίζονται ανά τρίμηνο, με βάση τα πραγματικά έξοδα, κατά την υποβολή από τη διαχειρίστρια ενάγουσα, των τριμηνιαίων καταστάσεων εσόδων /εξόδων, προς την εναγομένη. Επιπρόσθετα συμφωνήθηκε ότι η εναγομένη πλοιοκτήτρια υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα όλα τα έξοδα και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται εύλογα από τη διαχειρίστρια, σε σχέση με τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες (ρήτρα 9), όπως έκτακτες δαπάνες επιθεώρησης, συντήρησης και επισκευής του πλοίου, τροφοδοσία, αμοιβές πρακτόρων, εύλογα έξοδα ταξιδίου και διαμονής υπαλλήλων και αντιπροσώπων της διαχειρίστριας κλπ. Δυνάμει της ρήτρας 10 της ανωτέρω σύμβασης, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να τηρεί βιβλία, καταγραφές και λογαριασμούς που αφορούν στη διαχείριση του πλοίου και να διαθέτει αυτά προς έλεγχο στην εναγομένη, σε κοινώς αποδεκτά χρονικά διαστήματα. Επίσης ανέλαβε την υποχρέωση να συντάσσει και να παρέχει στην πλοιοκτήτρια, τριμηνιαίες καταστάσεις λειτουργικών δαπανών του πλοίου, συνοδευόμενες από τα αντίστοιχα δικαιολογητικά έγγραφα (ρήτρα 11). Περαιτέρω, με ρητή αναφορά στην εν λόγω σύμβαση διαχείρισης, τα μέρη συμφώνησαν ότι όλες οι διαφορές που θα προκύψουν μεταξύ τους από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση θα δικάζονται αποκλειστικά από τα δικαστήρια του Πειραιά (ρήτρα 13), επιπλέον δε επέλεξαν το ελληνικό δίκαιο ως εφαρμοστέο (ρήτρα 14), αφού αυτό συνδέεται στενότερα με τη συμβατική τους σχέση, δεδομένου ότι η πραγματική έδρα της ενάγουσας είναι η Ελλάδα, όπου θα πραγματοποιούνται οι καταβολές της εναγομένης, ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε διαφορετικός τόπος πληρωμής των οφειλών που θα προκύψουν από τη σχέση τους. Την 05-05-2021 η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση διαχείρισης, τα δε αποτελέσματα της καταγγελίας αυτής επήλθαν, δυνάμει ρητής συμβατικής πρόβλεψης των διαδίκων, την 05-07-2021. Η ενάγουσα διατείνεται με την αγωγή της ότι στο πλαίσιο λειτουργίας της ένδικης σύμβασης, διατηρεί σε βάρος της εναγομένης για δαπάνες και έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε προς εξυπηρέτηση των λειτουργικών και εμπορικών αναγκών του πλοίου, απαίτηση 1) συνολικού ποσού πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων εκατόν ενενήντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα οκτώ σεντς (5.518.194,38 $), επιμεριζόμενη α) στο ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι δολαρίων ΗΠΑ και έντεκα σεντς (4.954.866,11 $), που αντιστοιχεί σε δαπάνες του πλοίου – όπως τα επιμέρους κονδύλια παρατίθενται στους επισυναπτόμενους στην αγωγή δεκαέξι (16) πίνακες – β) στο ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (475.800 $), που αντιστοιχεί σε συμφωνηθείσα διαχειριστική αμοιβή (1.586 ημέρες χ 300$/ημέρα) και γ) στο ποσό των ογδόντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι οκτώ δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι επτά σεντς (87.528,27 $), που αντιστοιχεί σε συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή [7.002.261,68 $ (εισπραχθέντες ναύλοι) χ 1,25%] και 2) συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων δεκαεννέα χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και ενός λεπτού (1.819.583,01ευρώ), που αντιστοιχεί επίσης σε δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν προς κάλυψη των εξόδων του πλοίου. Επίσης αποδέχεται ότι οφείλει στην εναγομένη το συνολικό ποσό των επτά εκατομμυρίων δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα οκτώ σεντς (7.002.261,68 $), που αντιστοιχεί σε εισπραχθέντες, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ναύλους. Εναντι της ως άνω οφειλής της προς την εναγομένη, συνολικού ποσού 7.002.261,68 δολαρίων ΗΠΑ, η ενάγουσα προτείνει, με την αγωγή, σε συμψηφισμό την ανταπαίτησή της συνολικού ποσού 5.518.194,38 δολαρίων ΗΠΑ, διατεινόμενη ότι εξακολουθεί να οφείλει στην εναγομένη το ποσό των 1.484.067,30 δολαρίων ΗΠΑ (7.002.261,68 $ – 5.518.194,38$). Επίσης έναντι της ως άνω οφειλής της προς την εναγομένη, ποσού 1.484.067,30 δολαρίων ΗΠΑ, ως υπολοίπου εκ του αρχικού συμψηφισμού, η ενάγουσα προτείνει σε συμψηφισμό την ανταπαίτησή της ποσού 1.819.583,01 ευρώ, κατόπιν μετατροπής – με την τρέχουσα, κατά το χρόνο πρότασης του συμψηφισμού, ισοτιμία των δύο νομισμάτων (1ευρώ/1,154$) – της απαίτησης της εναγομένης στο ποσό του 1.285.202,28 ευρώ, διατεινόμενη ότι η εναγομένη εξακολουθεί πλέον να οφείλει σε αυτήν (ενάγουσα) το ποσό των 534.380,73 ευρώ (1.819.583,01 – 1.285.202,28), το οποίο αντιστοιχεί σε δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν και περιέχονται στους επισυναπτόμενους στην αγωγή πίνακες με αριθμούς 12 έως 15 καθώς και στις δαπάνες με αριθμούς 792, 794, 795, 796, 799, 800, 801, 811, 812, 813, 814, 815, 820, 821, 824, 826, 827, 828, 833, 835, 837, 844, 848 και 850, που αναφέρονται στον επισυναπτόμενο στην αγωγή υπ’αριθ. 11 πίνακα, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τις οποίες νόμιμα επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι καθ’όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης διαχείρισης, η πλοιοκτήτρια εταιρεία ουδέν ποσό εισέπραξε ως κέρδος από την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου. Επιπροσθέτως ισχυρίζεται ότι η υποβολή από την ενάγουσα, των οικονομικών καταστάσεων, τις οποίες παραθέτει υπό τη μορφή πινάκων στην αγωγή, δεν συνοδεύεται από τα αντίστοιχα παραστατικά που να δικαιολογούν τα επικαλούμενα από αυτήν εισπραχθέντα ποσά από τους ναύλους του πλοίου ως και τα ποσά που αυτή (ενάγουσα) δαπάνησε για την κάλυψη των λειτουργικών και εμπορικών αναγκών του πλοίου, καθιστώντας δυσχερή τον διαχειριστικό έλεγχο και αμφισβητήσιμες τις αξιώσεις της ενάγουσας που προτείνονται σε συμψηφισμό. Τέλος ισχυρίζεται ότι από τις προσκομισθείσες από την ενάγουσα διαχειριστικές καταστάσεις για το ένδικο χρονικό διάστημα (08-07-2017 έως 25-06-2021) προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτής (εναγομένη), ποσού 228.058,55 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο όμως ουδέποτε της απέδωσε η ενάγουσα.
Από τους παραπάνω αντικρουόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων, που ενισχύονται, εκατέρωθεν, από επίσης αντικρουόμενα αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο, δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση αφενός περί της ύπαρξης, αφετέρου περί του ύψους των απαιτήσεων των διαδίκων και εφόσον πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ειδικές γνώσεις επιστήμης, πρέπει να διαταχθεί η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης (άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ), η οποία θα διεξαχθεί από πραγματογνώμονα οικονομολόγο. Ο τελευταίος, αφού λάβει γνώση όλων των απαιτούμενων για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης εγγράφων της δικογραφίας (σύμβαση διαχείρισης, ναυλοσύμφωνα, αποδείξεις είσπραξης ναύλων, κερδών και λοιπών εσόδων από την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου, παραστατικά εξόδων, εμβάσματα, τιμολόγια δαπανών του πλοίου, οικονομικές καταστάσεις εσόδων και εξόδων κλπ) και κάθε άλλου χρήσιμου στοιχείου που θα του παραδώσουν οι διάδικοι και παραλάβει αντίγραφα αυτών, σε έγχαρτη ή ηλεκτρονική μορφή (σε όσες περιπτώσεις είναι δυσχερής η εκτύπωση των εγγράφων λόγω του μεγάλου όγκου τους) και αφού ελέγξει τα παραστατικά και τα λοιπά υποστηρικτικά έγγραφα και προβεί σε αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, θα αποφανθεί με πλήρως αιτιολογημένη κρίση, για το προκύπτον εξαγόμενο κατάλοιπο, ειδικότερα δε να αποφανθεί εάν υπάρχει οφειλή της εναγομένης προς την ενάγουσα και σε καταφατική περίπτωση σε ποιό ποσό αυτή ανέρχεται, συντάσσοντας προς τούτο έκθεση πραγματογνωμοσύνης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δε θα επιβληθούν, επειδή η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθ. 1142/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί και δικάζει την από 14-12-2021 και με αριθ.καταθ. ………./2021 αγωγή.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής.
Διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, που θα διεξαχθεί με μέριμνα του επιμελέστερου των διάδικων.
Διορίζει πραγματογνώμονα τον ………., οικονομολόγο, πτυχιούχο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (οικονομικής επιχειρήσεων και χρηματοοικονομικής), κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στην Οικονομική Επιστήμη, κάτοχο Διδακτορικού Διπλώματος του τμήματος οικονομικής επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοικο ………………….., ο οποίος θα δώσει το νόμιμο όρκο εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ή του Δικαστή που θα οριστεί από αυτό, σε ημέρα και ώρα που το Δικαστήριο θα ορίσει. Εν συνεχεία, αφού λάβει γνώση όλων των έγγραφων της δικογραφίας (σύμβαση διαχείρισης, ναυλοσύμφωνα, αποδείξεις είσπραξης ναύλων, κερδών και λοιπών εσόδων από την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου, παραστατικά εξόδων, εμβάσματα, τιμολόγια δαπανών του πλοίου, οικονομικές καταστάσεις εσόδων και εξόδων κλπ) και κάθε άλλου χρήσιμου στοιχείου που θα του παραδώσουν οι διάδικοι και παραλάβει αντίγραφα αυτών, σε έγχαρτη ή ηλεκτρονική μορφή (σε όσες περιπτώσεις είναι δυσχερής η εκτύπωση των εγγράφων λόγω του μεγάλου όγκου τους) και αφού ελέγξει τα παραστατικά και τα λοιπά υποστηρικτικά έγγραφα και προβεί σε αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, θα αποφανθεί με πλήρως αιτιολογημένη κρίση, για το προκύπτον εξαγόμενο κατάλοιπο, ειδικότερα δε να αποφανθεί εάν υπάρχει οφειλή της εναγομένης προς την ενάγουσα και σε καταφατική περίπτωση σε ποιό ποσό αυτή ανέρχεται, συντάσσοντας προς τούτο έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία πρέπει να κατατεθεί στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από της ορκίσεως του ανωτέρω πραγματογνώμονος.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 15.2.2024 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 21.3.2024
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ