Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 187/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  187/2024

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του Καλούντος- Εφεσίβλητου: ……………., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Αντώνιου Κακαντώνη (A.M.Δ.Σ.Π  …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………../08-01-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Της  Καθ’ ης η Κλήση- Εκκαλούσας: ………….., η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Ο εφεσίβλητος ……….. άσκησε σε βάρος της εκκαλούσας ……… ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31-12-2014 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../31-12-2014 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……… /31-12-2014.

Επί της αγωγής αυτής, η οποία εκδικάστηκε ερήμην της εναγόμενης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 779/2017 (οριστική) απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ., με την οποία αυτή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος αυτής, ως ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα σε αυτήν.

Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγόμενη άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 04-01-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./05-01-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../05-01-2018. Ακολούθως, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2018 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου- ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ)  …../2018.

Επί της εφέσεως αυτής, η οποία εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 390/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, αναβλήθηκε η συζήτηση της ένδικης αγωγής μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί των από 10-2-1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/12-2-1999 και από 10-11-1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../15-11-1999 αγωγών, οι οποίες ασκήθηκαν από την εκκαλούσα και τον εφεσίβλητο αντίστοιχα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 Κ.Πολ.Δ..

Ακολούθως, ο εφεσίβλητος ……… άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 21 Φεβρουαρίου 2021 αίτηση- κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …../23-02-2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ)  …/23-02-2023, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε ερήμην της καθ’ ης η κλήση- εκκαλούσας.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του καλούντος- εφεσίβλητου ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 (Ι) Kατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική Αρχή, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική Αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής». Με την παραπάνω διάταξη χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 680/1994 ΕλΔ 36.1104, ΑΠ 678/1998 ΕΕργΔ 47.297), να αναβάλλει με απόφαση του τη συζήτηση της υποθέσεως. Παρά τη γραμματική διατύπωση της άνω διάταξης, που κάνει λόγο για αναβολή της συζήτησης, πρόκειται ουσιαστικά γι’ αναστολή της δίκης (ΕφΠειρ 679/99, ΠειρΝ 1999, 333), επιδιώκονται δε με αυτήν δυο παράλληλοι σκοποί: Η εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων, ώστε να προληφθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και η εξυπηρέτηση της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 10144/95, Αρμ. 1996/189). Η αναστολή εναπόκειται και αυτεπαγγέλτως στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του Δικαστηρίου (ΑΠ 322/1995, ΕλλΔνη 1996/320, ΕφΠειρ 679/1999 ό.π.). Η αναστολή της δίκης διαρκεί ωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη εκκρεμής δίκη (ΑΠ 215/1999, ΕλλΔνη 1999/635). Η απόφαση, που διατάσσει την αναστολή, είναι μη οριστική, συνεπώς δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο, αλλά είναι δυνατό να ανακληθεί (ΕφΑθ 623/1994, ΕλλΔνη 1996/393, ΕφΑθ 4284/1993, ΑρχΝ 1994/ 303). Με την έκδοση της κατά τα άνω απόφασης, η εκκρεμοδικία διατηρείται, η δε συζήτηση, που επαναλαμβάνεται μετά την αναστολή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (ΕφΑθ 6778/85, ΕλλΔνη 1985/998).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……../01-03-2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, την οποία προσκομίζει με επίκληση ο αιτών- καλών- ενάγων, ως επισπεύδων την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης διάδικος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., ακριβές αντίγραφο της από 21-02-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./ (Ε.Α.Κ.Δ) …./23-02-2023 αίτησης-κλήσης με κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η κλήση-αίτηση- εναγόμενη, προκειμένου η τελευταία να λάβει γνώση της προκείμενης δίκης και να συμμετάσχει στην εκδίκαση αυτής, κατά τον προσήκοντα τρόπο. Όμως, αυτή δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι διάδικοι, καθώς η συζήτηση της υπόθεσης που επαναλαμβάνεται μετά την αναστολή-αναβολή, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης στο ακροατήριο, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας (ΕφΑθ 6778/1985 Ελλ. Δνη 1985/998).

(ΙΙ) Νόμιμα, φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η από 31-12-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …../ (Ε.Α.Κ.Δ.) …../31-12-2014 αγωγή του ενάγοντος ………… σε βάρος της εναγόμενης ………, με την από 21/02/2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./(Ε.Α.Κ.Δ.) .……/2023 αίτηση-κλήση του ενάγοντος σε εκτέλεση της υπ’ αριθμόν 390/2019 (μη οριστικής) απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, μετά την έκδοση αμετάκλητων αποφάσεων επί των από 10-02-1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/12-02-1999 και από 10-11-1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/15-11-1999 αγωγών, οι οποίες ασκήθηκαν από την εκκαλούσα και τον εφεσίβλητο αντίστοιχα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πλέον συγκεκριμένα, επί των αγωγών αυτών εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμόν 239/2019 και 240/2019 (οριστικές) αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου, οι οποίες στη συνέχεια προσβλήθηκαν με έφεση και ακολούθως επί των εφέσεων, που ασκήθηκαν, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμόν 708/2020 και 743/2020 (οριστικές) αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, αντίστοιχα, οι οποίες δεν προσβλήθηκαν με οποιοδήποτε έκτακτο ένδικο μέσο, με συνέπεια αυτές να καταστούν αμετάκλητες.

(ΙΙΙ) Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, ενώ, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 932 ΑΚ, ανεξάρτητα από την αποζημίωση ως προς την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί σε περίπτωση αδικοπραξίας να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης για καταβολή αποζημίωσης ή/και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και άρα στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη κατ’ άρθρο 216§ 1 Κ ΠολΔ, συνιστούν η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, αναγόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή/και ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας και της ηθικής βλάβης, που επήλθαν. Παράνομη τυγχάνει η συμπεριφορά εκείνη, με την οποία προσβάλλονται τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου προσώπου και μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική πράξη είτε σε παράλειψη, εφόσον υπήρχε στην τελευταία περίπτωση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση διαφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, που συμβαίνει, όταν υπάρχει από το νόμο, δικαιοπραξία ή την καλή πίστη (ΑΚ 288), σύμφωνα με την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας. Δηλαδή, η συμπεριφορά εκείνη, που  αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωμένου, τυγχάνει παράνομη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Αντίστοιχα, υπαίτια τυγχάνει η συμπεριφορά, που επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, ήτοι, στηρίζεται στο ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι, αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος, αυτός δε δικαιούται αποζημίωση, ενώ, σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του, το Δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της κατά ποσοστό. Τέλος, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη και τη ζημία ή/και την ηθική βλάβη, που προκλήθηκαν, υπάρχει εξάλλου, όταν η προειρημένη συμπεριφορά ήταν κατά το χρόνο και τις συνθήκες, που έλαβε χώρα και επί τη βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και δίχως τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, τη συγκεκριμένη ζημία ή/και ηθική βλάβη.  Αδικοπρακτική συμπεριφορά, με την προεκτεθείσα  έννοια του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 147, 149 ΑΚ και 386 του Ποινικού Κώδικα, συνιστά και η απάτη σε βάρος του ζημιωμένου, η οποία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με οποιοδήποτε μέσο ή τέχνασμα, εσφαλμένη αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, υφιστάμενος έτσι ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως. Αποβαίνει συνακόλουθα χωρίς έννομη επιρροή το εάν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει το μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σε αυτή συνέβαλε η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, με την έννοια ότι η πλάνη δε θα προκαλείτο σ’ ένα προσεκτικότερο πρόσωπο. Η ψευδής παράσταση, που αποτελεί την απάτη, μπορεί να αφορά και μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός, που τον εξαπάτησε. Δεν είναι πάντως αναγκαίο η προκληθείσα από την απάτη ζημία να συνδέεται με αντίστοιχη ωφέλεια γι’ αυτόν, που την προκάλεσε, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο πρόσωπο, εφόσον υπήρχε σχετικός δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει από το άρθρο 27 του Ποινικού Κώδικα και δε συντρέχει μόνο στην περίπτωση, που ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται αυτήν ως αναγκαία ή ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 709/2017, ΑΠ 1215/2014, ΑΠ 932/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 683/2013, ΧρΙΔ 2013, 683, ΑΠ 359/2012, Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ >>). Συνεπώς, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση/ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος. Ειδικότερα, η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σε αυτόν, που τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου, προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελούμενου από την πράξη. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης, που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή, αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο, που δηλώνεται η βούληση ή επιχειρείται η πράξη. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), απαιτούνται: (α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, (β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και (γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα (ΑΠ 318/2011 και ΕφΘεσ 438/2018 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>). Εξάλλου, λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου, που εξαπατήθηκε και εκείνου, που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του Δικαστή, που δικάζει σε πολιτική δίκη, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα, η οποία (απάτη) στοιχειοθετείται, όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του σε γνώση του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η ανωμοτί (= χωρίς όρκο) κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η εν γνώσει προσκόμιση και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με τα οποία παραπλανά το Δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση, οπότε η απάτη στο Δικαστήριο είναι τετελεσμένη. Αν όμως το Δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε αυτούς, τότε υφίσταται αξιόποινη απόπειρα της ανωτέρω πράξης. Τέλος, η επίκληση και προσκόμιση των παραπάνω αποδεικτικών μέσων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσής του, καθόσον μόνον η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού στο Δικαστήριο δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 787/2015, ΑΠ 1184/2014, ΑΠ 1499/2013 και ΑΠ 512/2011 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>). Συνακόλουθα, απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και με παραπλάνηση του Δικαστή σε πολιτική δίκη, με την προβολή ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία ο Δικαστής παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση, εξαιτίας της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 § 1, Π.Κ. “όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)”. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με την μορφή απόπειρας, τόσον όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη, που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση συνάφεια με την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται, ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε αποκοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Και στην απάτη στο Δικαστήριο είναι νοητή η απόπειρα, αν δε παραπλανήθηκε το Δικαστήριο, παρά την επιχειρηθείσα απάτη από το διάδικο και εκδίδει απορριπτική απόφαση για τον προβληθέντα ισχυρισμό ή δεν εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ του δράστη (Α.Π.308/2018). Όμως, παρά την προβολή αναληθών ισχυρισμών σε πολιτική δίκη και την προσκόμιση και επίκληση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων προς απόδειξη, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης στο Δικαστήριο, ούτε σε απόπειρα, σε δικονομική διαδικασία, κατά την οποία ο Δικαστής δεν ελέγχει την ουσιαστική αλήθεια των ισχυρισμών του δράστη, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου. Έτσι, δεν τελείται όμως το αδίκημα της απάτης (ούτε σε απόπειρα) σε δίκη, όπου ο Δικαστής δεν προέβη σε έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας των ισχυρισμών του διαδίκου, ο οποίος φέρεται ως δράστης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση, κατά την οποία η αγωγή του τελευταίου απορρίφθηκε, ως αόριστη ή ως μη νόμιμη, και συνεπώς τα προσκομισθέντα από αυτόν προς υποστήριξη της αγωγής του ψευδή αποδεικτικά στοιχεία δεν ελήφθησαν ούτε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και κατά συνέπεια δεν μπορεί να τεθεί θέμα απόπειρας απάτης (Α.Π. 1224/2020, ΑΠ 765/2001, Συμβ. Α.Π.713/2004 ΑΠ 702/2019, ΑΠ 2078/2005, ΑΠ 765/2001 ΠΧρ 2002.238, ΕφΘεσ 618/2012 δημο- σιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>,). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ για τη θεμελίωση αξίωσης για άρση προσβολής της προσωπικότητας απαιτείται πράξη επαγόμενη μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια από τις εκφάνσεις της, που πρέπει όμως να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη, που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Όπως προεκτέθηκε, αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις, που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνον ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση ή ψευδή καταμήνυση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362, 363 και 229 παρ. 1 του Π.Κ. Εξάλλου, επί προσβολής της τιμής του προσώπου, προβλέπεται στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ, ότι δεν αποτελούν άδικη πράξη και επομένως δεν δημιουργούν υποχρέωση προς αποζημίωση και οι εκδηλώσεις, που γίνονται πέραν των άλλων περιπτώσεων και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον (περ. γ). Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος), αποτελεί η άσκηση αγωγής ή ανακοπής για την προστασία δικαιώματος, όπως και η κατάθεση μήνυσης, ενώ η ένορκη και η κατάθεση κάποιου, ως μάρτυρα, συνιστά εκτέλεση νομίμου καθήκοντος, με συνέπεια την άρση του αδίκου, εφόσον τα περιλαμβανόμενα στην αγωγή, την ανακοπή ή την μήνυση, ή όσα κατέθεσε κάποιος ως μάρτυρας, δεν υπερβαίνουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικό αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του καθήκοντος ή το δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη διαφύλαξη και προστασία του δικαιώματος (A.Π 1339/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η παραπάνω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση, ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις, που έγινε αυτή, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός, που κατευθύνεται ειδικά σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 367 του ΠΚ, για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παράνομου της προσβολής. Όμως, όπως προεκτέθηκε, ο άδικος χαρακτήρας της προσβλητικής συμπεριφοράς, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή όταν η προσβλητική συμπεριφορά, περιέχει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης του άρθρου 363 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης. Τέτοιος δε σκοπός εξύβρισης, εμφαίνεται στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής (εξυβριστικής ή απλής δυσφημιστικής) συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος, προκειμένου να αποδοθεί, όπως έπρεπε το περιεχόμενο της σκέψης του ενεργήσαντος για την  προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και όταν ο τελευταίος, αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε, για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 179/2011 ΕΦΑΔ 2012.125, ΑΠ 1609/2009, ΑΠ 1496/2009, ΑΠ 1095/2009 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1462/2005 Δνη 47.187, ΑΠ 1573/ 2005 Δνη 47.840).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. ΑΠ 23/ 2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα παραπάνω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005, δημοσιευμένες αμφότερες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, (ΑΠ 154/1992, ΕλλΔνη 33-814, ΑΠ 796/ 1983, ΕλλΔνη 1983.1398, ΕφΑθ 9440/1986, ΕλλΔνη 1986,869), από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ……. απεβίωσε την 20-02-1997, καταλείποντας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους τη σύζυγό του και εναγόμενη στην προκείμενη δίκη ……….., καθώς επίσης και την ανήλικη θυγατέρα τους. Αυτός ήδη από το έτος 1987, δραστηριοποιείτο στο .χώρο της εμπορικής ναυτιλίας, από κοινού με τον κατά έντεκα (11) έτη μεγαλύτερο αδελφό του και ήδη ενάγοντα στην προκείμενη δίκη …………, ο οποίος τον εισήγαγε στις επιχειρήσεις και εξακολούθησε να έχει τον ηγετικό ρόλο σε αυτές.  Πλέον συγκεκριμένα, ο αποβιώσας, ………, με τον αδελφό του, ………., συνεργάζονταν σε κοινές επιχειρήσεις του ευρύτερου ναυτιλιακού τομέα, που είχαν αντικείμενο τη διαμεσολάβηση έναντι προμήθειας  για τη διενέργεια εργασιών επισκευής σε πλοία. Τη δραστηριότητα αυτή ασκούσε από πολύ νωρίτερα ο ………, ο οποίος ήταν κατά 11 έτη μεγαλύτερος από τον ……….. Ειδικότερα, ο ……….., ήταν μηχανολόγος ναυπηγός και εργαζόταν ως αρχιμηχανικός στη ναυτιλιακή εταιρεία ελληνικών συμφερόντων με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «………….» και ως τεχνικός διευθυντής  στόλου φορτηγών και  δεξαμενόπλοιων της ομοίων συμφερόντων εταιρείας με την επωνυμία «………». Στο πλαίσιο των καθηκόντων του αυτών είχε αποκτήσει ήδη από το 1983 γνωριμίες και επαφές με τους υπεύθυνους της τότε κρατικής πολωνικής εταιρείας «………….»,   η οποία διαχειρίζονταν τα ναυπηγεία του … , του … και της …. και οι οποίοι του πρότειναν να διαμεσολαβεί έναντι προμήθειας αρχικώς 3% και από το 1986 με προμήθεια 6% μεταξύ των ανωτέρω εργοδοτριών του ναυτιλιακών εταιρειών, ώστε τα υπό την πλοιοκτησία αυτών πλοία να επισκευάζονται στις εγκαταστάσεις των ανωτέρω ναυπηγείων. Μεταξύ άλλων προτάθηκε στον ………….. από τους υπευθύνους των πολωνικών ναυπηγείων, η προμήθεια να καταβάλλεται μόνο αν τα πλοία πράγματι πραγματοποιούσαν επισκευές και γενικά εργασίες στις εγκαταστάσεις των ναυπηγείων αυτών και ο υπολογισμός των προμηθειών αυτών να γίνεται με βάση τα επίσημα τιμολόγια επισκευής κάθε πλοίου. Την  πρόταση  αυτή  αποδέχτηκε ο ………., ο οποίος στο πλαίσιο της συνεργασίας του αυτής παρίστατο τακτικά στα ναυπηγεία διαπραγματευόμενος με εκπροσώπους των πολωνικών ναυπηγείων. Περαιτέρω, επειδή συγχρόνως ο ………. …. παρέμενε ενεργό στέλεχος των προαναφερόμενων ναυτιλιακών εταιρειών και δεν επιθυμούσε να εμφανίζεται στις συναλλαγές, ως συμβαλλόμενο μέρος, με το υπ’ αριθμ………../15-11-1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, συνέστησε με τον μηχανικό του εμπορικού ναυτικού, ………., την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης «………….», με έδρα τον Πειραιά στην οδό …………, στην οποία συμμετείχαν κατά 50% ο ……….. …..  και κατά 50% ο …………….. και η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την διαμεσολάβηση έναντι προμήθειας κατά την επισκευή πλοίων στα πολωνικά ναυπηγεία. Η εταιρεία αυτή, στην οποία εργάστηκε και ο ………., ο οποίος μάλιστα ορίστηκε και συνδιαχειριστής το έτος 1986, λύθηκε με το με αριθμό …../5-11-1986 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. …., αλλά ο ……….. συνέχισε να συνεργάζεται με τα πολωνικά ναυπηγεία,  εκμεταλλευόμενος  την υποδομή, που είχε μέχρι τότε δημιουργηθεί. Επίσης, ο ……….. συνέστησε την εταιρεία, με την επωνυμία «………»  με τον ……., η οποία έχει και αυτή έδρα τον Πειραιά επί της οδού ……. και στην οποία επίσης συμμετείχε, όπως συνομολογεί και ο αδερφός του . ……….. με ποσοστό 20%. Ειδικότερα, ο ……….., αφού ολοκλήρωσε μία ολιγοετή προϋπηρεσία, ως ναυτικός, ξεκίνησε την εν λόγω συνεργασία με τον αδελφό του, ο οποίος τον μύησε στις ως άνω επιχειρήσεις, θέλοντας να έχει στο πλευρό του ένα έμπιστο πρόσωπο. Ειρήσθω δε εν παρόδω, οι αδερφοί ………… συνέστησαν πλήθος εταιρειών και δη πλέον αυτών, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ήτοι της  ελληνικής εταιρείας  «………….» και της λιβεριανής εταιρείας «…………..», συνέστησαν: (1) Το Νοέμβριο του έτους 1991, στην Πολωνία, την εταιρεία «………..», στην οποία μετείχαν κατά ποσοστό 38% ο καθένας τους και τυπικά η Πολωνή υπήκοος …………. κατά ποσοστό 4%, που ήταν και γραμματέας της εταιρείας, (2) την 5.10.1996, στη Λιβερία, την εταιρεία «………….», στην οποία συμμετείχαν κατά 50% καθένας τους, (3) το έτος 1996, τη λιβεριανή εταιρεία «……….»,  στην οποία επίσης συμμετείχαν κατά 50% καθένας τους. Επίσης, το μήνα  Δεκέμβριο του έτους 1996 συστήθηκε η εταιρεία «……………», στην οποία μέτοχοι ήταν ο …………., υιός του πρώτου εναγομένου κατά 50% και ο .. ……… κατά το υπόλοιπο 50%. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής συνεργασίας των δύο αδερφών …………, συστήθηκε το έτος 1986, με το υπ’ αριθμόν ……/7-11-1986 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………» και διακριτικό τίτλο «……………» (……….), με έδρα και αυτή τον Πειραιά και δη επί της οδού ………….. Σύμφωνα με το καταστατικό της εν λόγω εταιρείας, που δημοσιεύθηκε, σε αυτή μετείχαν, με μία μερίδα ο καθένας, η ……., σύζυγος του ………., η οποία φαινομενικά μόνο ήταν μέτοχος της εταιρείας κατά 50% και κατείχε σαράντα πέντε (45) εταιρικά μερίδια, ο …….., ο οποίος κατείχε δεκαοκτώ (18) εταιρικά μερίδια και ο ………. κατά 30%, ο οποίος κατείχε είκοσι επτά (27) εταιρικά μερίδια, ενώ στην πραγματικότητα μέτοχοι αυτής ήταν ο ίδιος ο …….. κατά 80% και ο αδερφός του, ……….., κατά ποσοστό 20%. Διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρείας αυτής ορίστηκαν ο ………… και ο ………….., οι οποίοι αναφέρονται, ως ναυτικοί, στο καταστατικό και δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε άλλη εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο σύμφωνα με το άρθρο 22 του καταστατικού, όπου αναφερόταν ρητά ότι οι εταίροι και οι διαχειριστές της εταιρείας δεν δικαιούνται να ενεργούν για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό άλλων πράξεις, που ανάγονται στο σκοπό της εταιρείας ή να συμμετέχουν, ως εταίροι σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη, που έχει τους ίδιους σκοπούς, εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά η τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εταίρων. Η εμπορική δραστηριότητα, που αναπτύχθηκε από την εταιρεία «………….», ασκήθηκε και από τους δύο αδελφούς ……….., με εμπνευστή και κυρίαρχη προσωπικότητα τον …………, του οποίου, όπως ήδη προαναφέρθηκε είχε προηγηθεί η ενασχόληση με παρόμοια επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς ο τελευταίος διέθετε και την επιστημονική κατάρτιση, αλλά είχε δημιουργήσει, λόγω της προγενέστερης απασχόλησης του και τις κατάλληλες γνωριμίες για την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού πελατολογίου, αφού δραστηριοποιούνταν στον ίδιο επιχειρηματικό χώρο από το έτος 1977 και πριν από την ίδρυση της ως άνω εταιρείας διατηρούσε, όπως ήδη προαναφέρθηκε και άλλη εταιρεία με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, ήτοι την εταιρεία «………..» και το μεγαλύτερο ποσοστό των προς επισκευή πλοίων, που εισέρχονταν στα ναυπηγεία με τη μεσολάβηση της εταιρείας «……………….», ανήκαν στην εταιρεία «………..», όπου αυτός εργαζόταν. Η ενασχόληση του …………. με τα εταιρικά θέματα προκύπτει πέρα από τις συναφείς γνώσεις και την εμπειρία του και από αντικειμενικά δεδομένα, που δεν αμφισβητούνται, όπως είναι η συμμετοχή του στην εταιρεία της συζύγου του,  ενώ το γεγονός ότι τα εμβάσματα των ναυπηγείων, που αφορούσαν τις προμήθειες της εταιρείας, είχαν ως αποδέκτη τον κοινό λογαριασμό του ……… και της συζύγου του, υποδηλώνει ότι πράγματι υπήρχε απεριόριστη εμπιστοσύνη μεταξύ των ουσιαστικών εταίρων αδερφών …….. Περαιτέρω, η ως άνω εταιρεία είχε ως κύριο αντικείμενο της τη διαμεσολάβηση έναντι προμήθειας, για την ανάθεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών πλοίων σε ναυπηγεία της αλλοδαπής, κυρίως της Πολωνίας και ο σκοπός της, μεταξύ άλλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του καταστατικού της, έγκειτο σε διαχείριση, ναύλωση, εφοπλισμό, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών, ναυπηγήσεων, ναυλώσεων και ασφαλίσεων των ως άνω πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων κάτω από οποιαδήποτε σημαία και αν βρίσκονται, ανάληψη και εκτέλεση πάσης φύσεως κατασκευών επισκευών μετασκευών λοιπών τεχνικών εργασιών κ.λ.π., τόσο σε πλοία και λοιπά πρώτα ναυπηγήματα, όσο και σε κάθε είδους εγκατάσταση της ξηράς, εκπόνηση κάθε είδους μηχανικών και μηχανολογικών μελετών, διενέργεια επιβλέψεων και επιθεωρήσεων κάθε τεχνικού ναυπηγικού ή μηχανολογικού έργου και γενικά  ανάληψη και εκτέλεση κάθε είδους και κάθε φύσης τεχνικών και μηχανολογικών εργασιών και κάθε συναφή προς τις ανωτέρω εργασία,  εμπορία στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή κάθε είδους εμπορευμάτων και πρώτων υλών, τη διενέργεια εισαγωγών και εξαγωγών κάθε είδους εμπορευμάτων και πρώτων υλών από και προς οποιαδήποτε επικράτεια, όπως και τη διαμεσολάβηση στην παροχή οποιονδήποτε ναυτιλιακών και εμπορικών υπηρεσιών. Κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1987 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με μία σειρά συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν με τη διαμεσολάβηση της παραπάνω εταιρείας, επισκευάστηκε μεγάλος αριθμός πλοίων σε ναυπηγεία της Πολωνίας, ιδιαίτερα δε στην κρατική πολωνική εταιρεία –κρατικό πολωνικό φορέα «…..», που στη συνέχεια ονομάστηκε «………» και στα ναυπηγεία «…………..» (…………) και με βάση τις συμβάσεις αυτές και τη μεσολάβηση της ελληνικής αυτής εταιρείας, επισκευάστηκαν στα πολωνικά ναυπηγεία μέχρι και το 1991, 330 περίπου πλοία, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις και τις ημερομηνίες επισκευής τους στην από 01.08.2001 έκθεση λογιστών ……………. και εισπράχθηκαν προμήθειες συνολικού ποσού 1.435.150 δολαρίων ΗΠΑ. Οι προμήθειες, που αναλογούσαν στην εταιρεία «…………..», κατατίθεντο κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους στον υπ’ αριθ. …………  κοινό λογαριασμό του ……….. και της ………. στην τράπεζα  …………, λόγω του ότι ο πρώτος, εξαιτίας της ιδιότητας του ως ναυτικού, είχε τη δυνατότητα να διακινεί (εισάγει και εξάγει) συνάλλαγμα, χωρίς να υπόκειται στους εκ του νόμου περιορισμούς, που ίσχυαν για τα υπόλοιπα φυσικά και νομικά πρόσωπα, δεδομένης και της σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που συνέδεε τους δύο αδελφούς ….., η οποία παρείχε την εγγύηση στο …………, ότι οι πρόσοδοι του από τη δραστηριότητα αυτή δεν κινδύνευαν,  ενώ οι λοιποί λογαριασμοί, που χρησιμοποιούσαν για τα εμβάσματα των πολωνικών ναυπηγείων προς την ελληνική εταιρεία, ήταν οι τηρούμενοι στην τράπεζα ………. με αριθμούς ……………….  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 27.1.1992 συνεστήθη στη Μονρόβια της Λιβερίας και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, η τέταρτη εναγομένη, ήδη τρίτη εφεσίβλητη εταιρεία, με την επωνυμία «…………..», με καταστατική έδρα στη Μονρόβια Λιβερίας. Η εταιρεία την 2.6.1992 υπήχθη στις διατάξεις του Α. Ν. 89/1967 (ΦΕΚ 102/2.6.1992), εγκαθιστώντας στην Ελλάδα γραφείο, με σκοπό τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών κ.λ.π., πλοίων με ελληνική σημαία, κατόπιν της από 15.4.1992 αιτήσεως, που υπέβαλε ο ………, η οποία αίτηση εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμό 1241/2368/22648/15.5.1992 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Προκειμένου όμως να θεμελιώσει το δικαίωμα διατήρησης γραφείων στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, στην οδό ………….., δηλώθηκε τυπικά ότι η «…………..» θα διαχειριζόταν στην Ελλάδα το πλοίο «SN» και ακολούθως, λόγω πωλήσεως αυτού, των πλοίων «SJ και T» του εφοπλιστή ………, ο οποίος ήταν συνεργάτης και φίλος του ενάγοντος ………. Πράγματι, ο ……… εγκατέστησε τα γραφεία του και απασχολούσε τους δικούς του εξειδικευμένους υπαλλήλους και συνεργάτες στην οδό ………. και από εκεί διαχειριζόταν μόνος του τα πλοία των εταιριών που αντιπροσώπευε (συμπεριλαμβανομένων και των ανωτέρω πλοίων), μέσω της εταιρίας συμφερόντων του, με καταστατική έδρα την Μονρόβια Λιβερίας και με την επωνυμία «…………………», χωρίς μεσολάβηση ή εμπλοκή της «………….». Η τελευταία εταιρία, καθώς και η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..» και διακριτικό τίτλο «…………..», που είχε ήδη συσταθεί από το έτος 1986, με έδρα και αυτή την οδό …………., υλοποιούσαν παράλληλα την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα των αδελφών ………., ήτοι τη διαμεσολάβηση έναντι προμήθειας για την ανάθεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών πλοίων σε ναυπηγεία της αλλοδαπής και ειδικότερα, η προαναφερομένη «………………» ήταν μόνον μία εισπρακτική εταιρία, προς την οποία έρρεαν οι πληρωμές από τιμολόγια, που εκδίδονταν από ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις της Πολωνίας, με τις οποίες κυρίως συνεργάζονταν οι αδελφοί ………… Για τους παραπάνω λόγους, η εταιρία «………….» δεν κατέβαλε οποιαδήποτε διαχειριστική αμοιβή στην εταιρία «…………….», λόγω της τυπικής μόνον σε αυτήν ανάθεσης των πλοίων, των οποίων τη διαχείριση φερόταν να ασκούσε ο …………. Την 20-02-1997, απεβίωσε ο ………. και η εναγόμενη ………….. ανέλαβε καθήκοντα προέδρου στην εταιρία «………», αναμείχθηκε ενεργά στις δραστηριότητες και τα οικονομικά της προαναφερομένης εταιρίας, αλλά και ενημερωνόταν σχετικά από τους αρμόδιους υπαλλήλους. Έτσι, αυτή τελούσε σε πλήρη γνώση του ότι η εταιρία «…………» δεν προέβη σε οποιαδήποτε πράξη διαχείρισης των πλοίων «SJ και T>>, αφού η εταιρία αυτή δεν διέθετε το κατάλληλο εξειδικευμένο προσωπικό, που να είχε εμπειρία και γνώση στο συγκεκριμένο επιχειρηματικό, αντικείμενο, ούτε υπήρχαν παραστατικά, όπως τιμολόγια κλπ, που να αφορούσαν εργασίες διαχείρισης των παραπάνω πλοίων. Στη συνέχεια όμως οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν και ο ενάγων διέκοψε την κατά τα προαναφερόμενα τυπική διαχείριση των παραπάνω πλοίων από την εταιρεία «……….». Ενώ όμως η εναγόμενη …….. τελούσε σε γνώση της πραγματικής κατάστασης ως προς το επιχειρηματικό αντικείμενο των παραπάνω εταιριών, αφού παρείχε τις υπηρεσίες της, ως εργαζόμενη στα γραφεία της « ……….» σχεδόν αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, άσκησε αρχικά την από 03-02-2003 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../2003 αγωγή της ίδιας και της από αυτήν εκπροσωπούμενης τελευταίας εταιρίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος του ……….. και άλλων προσώπων, με την οποία (= αγωγή) ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στην ενάγουσα Εταιρεία το χρηματικό ποσό των διακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα (243.260) δολαρίων Η.Π.Α., διαφορετικά το χρηματικό ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα και σαράντα εννέα λεπτών (225.612,49) Ευρώ (Ε), κατά την 30η Απριλίου του έτους 1998, αφενός μεν ως αμοιβή της ενάγουσας Εταιρείας, με βάση σχετικές συμβάσεις διαχείρισης των πλοίων «SJ και T» για το χρονικό διάστημα από 01-01-1997 έως 30-04-1998. Ακολούθως, η ……., με την ιδιότητα της νόμιμης εκπροσώπου της εταιρίας «……….», άσκησε σε βάρος τόσο του ………. όσο και των κατά το προαναφερόμενο χρόνο πλοιοκτητριών εταιριών (« ………..» και «……….») αλλά και σε βάρος της διαχειρίστριας εταιρίας, συμφερόντων του πρώτου από αυτούς (της «……….») την από 11-06-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2006 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στην ενάγουσα Εταιρεία το χρηματικό ποσό των διακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα (243.260) δολαρίων Η.Π.Α., διαφορετικά το χρηματικό ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα και σαράντα εννέα λεπτών (225.612,49) Ευρώ (Ε), κατά την 30η Απριλίου του έτους 1998, αφενός μεν ως αμοιβή της ενάγουσας Εταιρείας, με βάση σχετικές συμβάσεις διαχείρισης των πλοίων «SJ και T» για το χρονικό διάστημα από 01-01-1997 έως 30-04-1998 αφετέρου, ως αποζημίωση της λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, καθώς ψευδώς και αναληθώς παρέστησαν ότι είχαν προβεί στην εξόφληση των υποχρεώσεων τους από τη διαχείριση, κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1997 μέχρι την 30η Απριλίου 1998, επικουρικά, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της παραπάνω αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού. Περαιτέρω, στην από 30-1-2008 «προσθήκη και αντίκρουση», που η εναγόμενη κατέθεσε, ως εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, διέλαβε τους ακόλουθους ισχυρισμούς: «… Οι εναγόμενοι στα πλαίσια της στρεψοδικίας τους δεν παραλείπουν να μετέλθουν οφθαλμοφανέστατες απάτες ως δήθεν απευθυνόμενοι σε ανίδεους, Στους προσαγόμενους και επικαλούμενους ναυτικούς οδηγούς α) ψευδώς αναφέρουν ότι αυτοί αφορούν το κρίσιμο διάστημα* καθότι από ουδεμία ημεροχρονολογία του εγγράφου αποδεικνύεται αυτή, β) προσπαθούν να εξαπατήσουν το Δικαστήριό Σας και εμάς αναφέροντας ως διαχειρίστρια του πλοίου SJ δήθεν τη γ’ εναγόμενη ………..». Κατά τη δικάσιμο της 19ης Φεβρουαρίου του έτους 2008, οπότε είχε προσδιοριστεί η εκδίκαση της από 11-06-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/2006 αγωγής της, η εναγόμενη προς υποστήριξη της αγωγής της, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: «… Από το θάνατο του συζύγου μου και μετά, μέσα σε 1,5 χρόνο η εταιρεία …….. κατόπιν ενεργειών του …………, ο οποίος, συνεπικουρούμενος με τον κύριο …….., κατόρθωσαν να βγάλουν απ’ το νόμο 89 την εταιρεία του συζύγου μου και να αναστείλουν τη λειτουργία των γραφείων της στην Ελλάδα. Αυτό επιτεύχθηκε με τις δύο επιστολές που έκανε ο κύριος ……….., ότι αποσύρει τη διαχείριση των πλοίων, ήρθαν στα ελληνικά’ δικαστήρια και ζήτησαν ν’ αποσυρθεί… το κατέθεσαν αυτό και στο YEN και έτσι η ………. σταμάτησε πλέον να έχει γραφεία στην Ελλάδα.. Η διαχείριση πραγματικά γινόταν από τη ……….. μέσα από τα γραφεία της … Βεβαίως είναι ψευδές. Έχω καταθέσει και επιταγές τις οποίες, από προηγούμενα έτη, πλήρωνε για τη διαχείριση στο σύζυγό μου ο κύριος ….. και τέλος πάντων όλα αυτά είναι για να αποφύγει να πληρώσει αυτά τα χρήματα ή μέρος των χρημάτων… Μέχρι το 2005 που εκδικάστηκε η αγωγή μου, εγώ πίστευα ότι τα έχει πάρει και ότι τα έχει βάλει στην τσέπη του ο …………., αλλά από εκεί και πέρα με τις προτάσεις τους ήρθαν και είπαν ότι «εμείς δεν τα πήραμε ποτέ, δεν τα έχουμε βάλει στην τσέπη, διότι αυτή η διαχείριση ήταν εικονική και άρα δεν τα εισπράξαμε ποτέ». Εγώ λοιπόν, προκειμένου να μην παραγραφεί, γιατί απ’ το Σεπτέμβριο του 2005 υπήρχε μια παραγραφή εφόσον πλέον έλαβα γνώση ότι η εταιρεία ουδέποτε τα εισέπραξε, κατά τα λεγόμενα του κυρίου ……… και του τότε νομίμου, που ήταν ο ………. που τον είχαμε βάλει διαχειριστή, από εκεί και πέρα κατέθεσα αυτή την αγωγή, κατά του κυρίου ………… πλέον και των πλοίων, ούτως ώστε κάποια στιγμή η ………. να μπορέσει να εισπράξει τα χρήματα τα οποία της οφείλονται… Βεβαίως όλες οι πράξεις γινόντουσαν μέσα απ’ το γραφείο, τα πάντα, οι εντολές όλες γινόντουσαν μέσα απ’ το γραφείο της …………. και τα χαρτιά τα οποία έχουμε προσκομίσει σήμερα είναι επιλεκτικά, η αλληλογραφία της ………. ήταν τόσο ογκώδης, και δεκάδες φαξ και τέλεξ ήταν σε καθημερινή διάταξη… Βεβαίως η διαχείριση γινόταν μέσα από τα γραφεία της ……… με το ίδιο προσωπικό το οποίο είχαμε, λαμβάνονται αποφάσεις, οι εντολές προς τα πλοία, τα πάντα γίνονται μέσα απ’ τα γραφεία της ………. Τί άλλο δηλαδή; … Γιατί τα έχουν υπεξαιρέσει όλα τα έγγραφα, τα έχουν πάρει. Όταν δηλαδή φύγανε πήρανε όλα τα έγγραφα … Βεβαίως και τα πήρανε … Τα έχουν πάρει, βεβαίως, δεν υπάρχουν. Τα χαρτιά όλα της ………. δήθεν με την αιτιολογία ότι η δραστηριότητα ήταν της ΕΠΕ, τα έχουν πάρει. Έχουν πάρει όλη την αλληλογραφία, είχα καταθέσει και μήνυση…». Οι ισχυρισμοί της όμως αυτοί δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, η δε εναγόμενη …………. . εν γνώσει της παρέστησε στους Δικαστές, που συγκροτούσαν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, που είχε επιφορτιστεί με την εκδίκαση της αγωγής αυτής της, ότι το περιεχόμενο αυτής (=της αγωγής), καθώς και η χωρίς όρκο ταυτόχρονη κατάθεσή της προς υποστήριξη της αγωγής της ήταν αληθής, με σκοπό να πείσει τους Δικαστές να προβούν την αποδοχή αυτής, ως βάσιμης, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν το ως άνω αιτηθέν χρηματικό ποσό των 243.260 δολαρίων ΗΠΑ (225.612,49 Ευρώ), με αντίστοιχη ωφέλεια της ενάγουσας εταιρίας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 4577/2008 (οριστική) απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση σε διαιτησία στο Λονδίνο και κατά τα λοιπά απέρριψε αυτήν. Πλέον συγκεκριμένα, παραπέμφθηκε η υπόθεση σε διαιτησία αναφορικά με την πρώτη (1η) εναγόμενη εταιρεία, με την επωνυμία <<……………>>, ενώ ως προς τη δεύτερη (2η) εναγόμενη εταιρεία, σχετικά με την επικαλούμενη από την πλευρά της ενδοσυμβατική ευθύνη, απέρριψε την αγωγή αυτή, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής, ενώ σε σχέση με τη διαφορά, που προέκυψε μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας και των δεύτερης (2ης), τρίτης (3ης) και τέταρτο (4ο) των εναγομένων από την αδικοπραξία και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό απέρριψε αυτή, ως μη νόμιμη. Κατά της υπ’ αριθμόν 4.577/10.10.2008 (οριστικής) απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η εναγόμενη ……….., με την ιδιότητα της εκπροσώπου της εταιρείας, με την επωνυμία <<…………>>, άσκησε την από 28 Σεπτεμβρίου 2011 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ………./05-01-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……../2011. Στα πλαίσια της εκδίκασης της παραπάνω ασκηθείσας έφεσης η εκκαλούσα στην εν λόγω δίκη και ήδη εναγόμενη ……….. δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της διέλαβε τους ακόλουθους ισχυρισμούς στα κάτωθι δικόγραφα. Ειδικότερα: 1α) Στο δείκτη 2.28 της 12ης και 13ης σελίδας των από 6-3-2013 προτάσεων της άνω λιβεριανής εταιρίας ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, στα πλαίσια της από 28-09-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2011 έφεσης κατά της 4577/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στα πλαίσια δίκης μεταξύ του ………. και των εταιριών «……….», «………….» και «……….» (δηλαδή, στα πλαίσια δίκης, στην οποία ο ενάγων ……….. δεν ήταν διάδικος), αναφέρεται επί λέξει: «…Στη συνέχεια ο …………., αφού με τα ανωτέρω είχε πετύχει την ανάκληση του γραφείου μας στην Ελλάδα, στην ίδια ανίερη και δόλια προσπάθειά του να εξαφανίσει την εταιρεία μας, κάλεσε την ………., την 23 Νοεμβρίου 2000 στο γραφείο του δικηγόρου του ……….., προκειμένου να συμφωνήσει στη λύση και εκκαθάρισή μας μέσω της δικαστικής οδού. Για το λόγο αυτό η ως άνω μοναδική διευθύντριά μας απέστειλε άμεσα την προσαγόμενη και επικαλούμενη Εξώδικη Δήλωσή της, με την οποία ζητούσε από το ………. και τον …….. να σταματήσουν να οδηγούν την εταιρεία μας στο κλείσιμο, καθότι δεν νομιμοποιούνται, καθώς η εταιρεία μας ανήκει αποκλειστικά στην …………. και στη θυγατέρα της, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του μοναδικού ιδιοκτήτη και δημιουργού αυτής ………….». 1β) Στο δείκτη 2.29 της 13ης σελίδας των ως άνω προτάσεων αναφέρεται επί λέξει: «…Αντ’ αυτού ο ……………. εμφάνισε στη συνέχεια τον εαυτόν του δήθεν ως μέτοχο κατά 50% και ως Αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου…, προσπαθώντας να επιτύχει τη λύση της εταιρείας μας στην Λιβερία και κινήθηκε δικαστικά προς την κατεύθυνση αυτή, αναθέτοντας την υπόθεση σε Λιβεριανό δικηγορικό γραφείο. Επινόησε, λοιπόν, να μας κοινοποιήσει την αίτηση την 31 Ιουλίου 2001, ενώ η δικάσιμος είχε ορισθεί για την 16 Ιουνίου 2001 (ενάμισι μήνα δηλαδή μετά τη δικάσιμο), με προφανή και δόλιο σκοπό την ερημοδικία μας…». 1γ) Στο δείκτη 2.30 της 13ης σελίδας των ως άνω προτάσεων αναφέρεται επί λέξει: «…Το Λιβεριανό Δικαστήριο μετά από σχετική έρευνα, διαπίστωσε την έλλειψη νόμιμης παράστασης του διορισθέντος από το …….. δικηγόρου και για το λόγο αυτό απέρριψε την αίτηση εξ’ ολοκλήρου. Η νέα αίτηση που κατέθεσε στη συνέχεια (2005) ενώπιον των Λιβεριανών Δικαστηρίων, ουδέποτε μας κοινοποιήθηκε, παρά το γεγονός ότι ο …….. ……. εγνώριζε την ακριβή διεύθυνση της ως άνω νομίμου εκπροσώπου και μοναδικής διευθύντριάς μας επί της οδού ……….. στη …….. Αττικής, με προφανή σκοπό την ερημοδικία μας, την οποία επέτυχε. Αποτέλεσμα ήταν με απόφαση του Λιβεριανού Δικαστηρίου να τεθεί η εταιρεία μας σε λύση και εκκαθάριση με το διορισμό του ……………. ως εκκαθαριστή…». 2α) Στους δείκτες  1.6 και 1.6.1. της 8ης σελίδας της από 11-3-2013 προσθήκης – αντίκρουσης» της εταιρίας «……..» ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς στα πλαίσια της ίδιας άνω δίκης, αναφέρεται επί λέξει: «Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ………. ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ……….. ΣΕ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΣ...1.6.1. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι ο ……., αδελφός του εκλιπόντος συζύγου της νομίμου εκπροσώπου μας ………….., προέβη εντελώς αυθαίρετα, παράνομα, κακόπιστα και παραπλανητικά σε υποβολή αίτησης στο κ. Δικαστή του Αστικού Δικαστηρίου της Έκτης Δικαστικής Περιφέρειας της Επαρχίας Μοντσερράδο της Δημοκρατίας της Λιβερίας, προκειμένου να πετύχει με αθέμιτα μέσα την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν απόφασης περί λύσης και θέσης μας σε εκκαθάριση, χωρίς να προβεί σε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ως άνω νομίμου εκπροσώπου μας …………, ως όφειλε, σύμφωνα με τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, γεγονός που είχε ως φυσικό επακόλουθο, η ανωτέρω απόφαση του Λιβεριανού Δικαστηρίου να εκδοθεί ερήμην μας, χωρίς να μας δοθεί καν η δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης ενώπιον του αλλοδαπού Δικαστηρίου, προκειμένου να υπερασπιστούμε τον εαυτόν μας, εξασφαλίζοντας επαρκή άμυνα και κατ’ ακολουθία στερηθήκαμε στη συγκεκριμένη περίπτωση την ευκαιρία να αναπτύξουμε πλήρη και προσήκουσα Υπεράσπιση…». 2β) Στο δείκτη 1.6.3. της 9ης σελίδας της ως άνω «προσθήκης – αντίκρουσης» αναφέρεται επί λέξει: «…Τούτο συμβαίνει, διότι, ο ……….. παράνομα προέβη στη λύση και εκκαθάρισή μας και εντελώς παράνομα και παράτυπα προέβη σε διορισμό εκκαθαριστή, διατεινόμενος ότι είναι δήθεν μέτοχος κατά ποσοστό 50% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας μας, καθότι, απέκρυψε από το ανωτέρω Δικαστήριο Λιβερίας, ότι εκκρεμούν δίκες στην Ελλάδα σε σχέση με την ιδιότητά του αυτή…». 2γ) Στο δείκτη 1.6.4. της 9ης σελίδας της ως άνω «προσθήκης – αντίκρουσης» αναφέρεται επί λέξει: «…Στη συνέχεια, το ανωτέρω κατηγορητήριο διαλαμβάνει ότι με τις ως άνω ενέργειές του, ο ………., επιχείρησε να παραπλανήσει το Δικαστή του ως άνω αλλοδαπού Δικαστηρίου και τούτο διότι απώτερος σκοπός του ήταν η έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν απόφασης, με αποκλειστικό σκοπό τον προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους σε βάρος της περιουσίας της αντιδίκου του, ………….». Επί της ασκηθείσας εφέσεως, η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο της 07/03/2013 εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 477/2013 (μη οριστική) απόφαση, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και τάχθηκαν, ως θέματα απόδειξης τα σχετικά με τη νομιμοποίηση της εναγόμενης …………., ως νόμιμης εκπροσώπου της λιβεριανής εταιρίας, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα της προκείμενης δικογραφίας επίσπευση αυτής και έκδοση απόφασης σχετικά με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους και συνακόλουθα εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των αγωγικών ισχυρισμών, που διαλαμβάνονται στην από 11-07-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2006 αγωγής της. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων ……… κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31-12-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……../31-12-2014 και (Ε.Α.Κ.) ……../ 31-12-2014 αγωγή σε βάρος της εκκαλούσας …………., με την οποία εξέθετε ότι ο ίδιος τυγχάνει ναυπηγός πλοίων, με πρωτοποριακές ναυπηγήσεις και επισκευές εκατοντάδων τάνκερ και σούπερ τάνκερ στο ενεργητικό του. Ότι από το έτος 1976, λόγω των ιδιοτήτων του αρχικά ως αρχιμηχανικού της εταιρίας «……..» (συμφερόντων της εφοπλιστικής οικογένειας …….) και στη συνέχεια ως τεχνικού διευθυντή της ιδίων συμφερόντων εταιρίας «………….», ανέπτυξε επαφές με ναυπηγεία ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και με ναυπηγεία της Πολωνίας, στα οποία πραγματοποιούνταν εργασίες επισκευών στα δεκάδες πλοία των άνω ναυτιλιακών εταιριών, τον τεχνικό τομέα των οποίων διεύθυνε. Ότι, εκμεταλλευόμενος τις άνω επαφές του συνέστησε με τον συνεργάτη του στην εταιρία «….» ………….. την εταιρία περιορισμένης ευθύνης «…………», η οποία από το έτος 1983 εκπροσωπούσε στην Ελλάδα και στην Κύπρο τα πολωνικά ναυπηγεία, λαμβάνοντας προμήθεια για τις επισκευές των πλοίων των άνω εργοδοτριών του εταιριών στα πολωνικά ναυπηγεία «….» και «….». Ότι το έτος 1984 προσέλαβε ως υπάλληλο της εταιρίας αυτής τον κατά 11 χρόνια νεότερό του αδελφό του …….. …. (πριν ο τελευταίος νυμφευθεί την εναγόμενη ……….), τον οποίο το καλοκαίρι του 1986 διόρισε συνδιαχειριστή της εταιρίας αυτής, λόγω της εμπιστοσύνης, που έτρεφε προς το πρόσωπό του. Ότι το ίδιο έτος η άνω εταιρία λύθηκε συναινετικά και ο ίδιος εξαγόρασε το σύνολο του γραφειακού εξοπλισμού της και διατήρησε το δικαίωμα συνέχισης της αντιπροσώπευσης των κρατικών πολωνικών ναυπηγείων «………» για λογαριασμό εταιρίας, που επρόκειτο να συστήσει. Ότι ακολούθως, κατόπιν συνεννόησης με τους εκπροσώπους των παραπάνω πολωνικών ναυπηγείων, συνέστησε κατά παράφραση του λογοτύπου τους, αποκλειστικά με δικό του κεφάλαιο και στην πραγματικότητα για δικό του λογαριασμό, την εταιρία «…………» και δ.τ. «…………..», με έδρα τον Πειραιά. Ότι σε αυτήν εμφανίζονταν τυπικά με ποσοστά συμμετοχής 50% η σύζυγός του ………., 30% ο Ελληνοπολωνός ναυτικός (λιπαντής) ………… και 20% ο αδελφός του ……… (ανθυποπλοίαρχος), καθώς ο ίδιος δεν ήταν δυνατό να εμφανίζεται ως μέτοχος αυτής, λόγω της ανώτατης θέσης που κατείχε στις ναυτιλιακές εταιρίες «………» και «…………». Ότι τον Οκτώβριο 1990 εξεδίωξε τον ……… λόγω οικονομικών ατασθαλιών σε βάρος της άνω εταιρίας του, στην οποία άφησε, ως διαχειριστή, τον αδελφό του ……….., ο οποίος φαίνονταν τυπικά με ποσοστό συμμετοχής 50% και ενεργούσε για λογαριασμό του (ενάγοντος) μέχρι την 20-02-1997, που απεβίωσε μετά από τροχαίο ατύχημα. Ότι κατά το χρονικό διάστημα 1986 έως και 1993 ο ίδιος, μέσω της άνω ελληνικής εταιρίας αποκλειστικών συμφερόντων του, κατήρτισε με Πολωνικά και Ουκρανικά ναυπηγεία τις αναφερόμενες πέντε συμβάσεις αποκλειστικής αντιπροσώπευσης των ναυπηγείων αυτών σε Ελλάδα, Κύπρο και άλλες χώρες, εξασφαλίζοντας για την άνω εταιρία του προμήθεια 6-9% επί του κόστους των τιμολογίων των στα συγκεκριμένα ναυπηγεία γενόμενων επισκευών των πλοίων των άνω εταιριών «……..» και «…………», καθώς και άλλων πλοίων που με ενέργειές του κατηύθυνε στα ναυπηγεία αυτά. Ότι η προμήθεια, που δικαιούταν η παραπάνω εταιρία του για τις επισκευές των συγκεκριμένων πλοίων στα παραπάνω ναυπηγεία συμφώνησε με τα τελευταία να πιστώνεται από 04-12-1990 στον υπ’ αριθμόν …………… λογαριασμό συναλλάγματος, που διατηρούσε, ως ναυτικός ο αδελφός του, με συνέπεια το μεγαλύτερο ποσοστό (90-93%), που πιστώνονταν ο λογαριασμός αυτός από τα παραπάνω ναυπηγεία να μην αφορά στην πραγματικότητα τον εμφανιζόμενο δικαιούχο του (……….), αλλά προμήθειες της άνω εταιρίας του (…………). Ότι το έτος 1992, λόγω της αύξησης των εσόδων της παραπάνω εταιρίας του από τη ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα, ίδρυσε, κατόπιν συμβουλών του τεχνικοοικονομικού συμβούλου του ………. και του δικηγόρου του …………., τη με παρόμοια επωνυμία ναυτιλιακή εταιρία «…………..», υπαγόμενη στις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, με καταστατική έδρα στη Λιβερία και εγκατάσταση γραφείων στην Ελλάδα (………..), προκειμένου να λειτουργήσει η εταιρία αυτή, ως εισπρακτική εταιρία της παραπάνω ελληνικής εταιρίας αποκλειστικών συμφερόντων του, να τύχει η εταιρία αυτή συναλλαγματικών διευκολύνσεων και να αποφύγει τη γραφειοκρατική διαδικασία, που ακολουθούνταν για την ελληνική εταιρία του. Ότι προηγουμένως ο ίδιος φρόντισε να ανατεθεί τυπικά στη νεοσυσταθείσα αυτή λιβεριανή εταιρία του η διαχείριση πλοίων ξένης σημαίας (προϋπόθεση απαραίτητη για την εγκατάσταση γραφείου της στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/ 1967) και δη των Φ/Γ πλοίων «SN», «SJ» και «T», που διαχειρίζονταν τότε ο δραστηριοποιούμενος επιχειρηματικά στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. φίλος του και εφοπλιστής ……….., ο οποίος διατήρησε πραγματικά τη διαχείριση των παραπάνω πλοίων, μέσω της εταιρίας συμφερόντων του «……….». Ότι το γραφείο της άνω εταιρίας του βρισκόταν στον Πειραιά (……….), όπου από το 1986 ήταν και η έδρα της άνω ελληνικής εταιρίας του και όπου από το έτος 1989 συστεγάζονταν και η εταιρία «……….», καταβάλλοντας μίσθωμα στην ελληνική εταιρία του «…………..». Ότι οι εταιρίες του αυτές λειτούργησαν συστεγαζόμενες από το έτος 1989 έως το έτος 1997 χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα και χωρίς να έχει καταβληθεί το μετοχικό κεφάλαιο της λιβεριανής εισπρακτικής εταιρίας του, έστω ως προς μια από τις εκατό συνολικά μετοχές της. Ότι ο ίδιος είχε ορίσει τυπικά τον άνω αδελφό του ως εκδοχέα εγγραφής προς απόκτηση μιας από τις παραπάνω μετοχές της εταιρίας αυτής, καθώς τον εμπιστευόταν περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο. Ότι μετά το θάνατο του τελευταίου την 20-02-1997, προκειμένου να υποστηρίξει οικονομικά και επαγγελματικά τη χήρα του (εναγόμενη), της ανέθεσε καθήκοντα Προέδρου και νομίμου εκπροσώπου στην παραπάνω λιβεριανή εταιρία του και της χορήγησε δικαίωμα υπογραφής και δέσμευσης της εταιρίας αυτής από κοινού με  συνεργάτη του (….. …). Ότι σε συνέχεια τούτου την 20-03-1997 το Διοικητικό Συμβούλιο της παραπάνω λιβεριανής εταιρίας, με πρόεδρο την εναγόμενη, αποφάσισε ομόφωνα για πρώτη φορά την έκδοση των εκατό (100) μετοχών της εταιρίας αυτής και τη διανομή τους ως εξής: ο ενάγων το 50%, η εναγόμενη ατομικά το 12% επί του υπολοίπου 50% και η ίδια, για λογαριασμό της ανήλικης κόρης της ………., της οποίας ασκούσε τότε τη γονική μέριμνα, το 38% επί του υπολοίπου 50%. Ότι έκτοτε η εναγόμενη αναμίχθηκε ενεργά στις δραστηριότητες της παραπάνω εταιρίας και υπέγραφε το σύνολο σχεδόν των εγγράφων της, με συνέπεια να έχει πλήρη γνώση του αποκλειστικά εισπρακτικού χαρακτήρα της. Ότι η εκτέλεση από την εναγόμενη των παραπάνω καθηκόντων της λειτούργησε χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα από το Μάρτιο 1997 μέχρι την άνοιξη του έτους 1998, οπότε συνάντησε το δραστηριοποιούμενο σε ναυτιλιακές υποθέσεις δικηγόρο και ήδη σύζυγό της …………… και επιδόθηκε σε λυσσαλέο δικαστικό αγώνα σε βάρος του ιδίου (ενάγοντος) και κοινών συνεργατών αυτού και του θανόντος συζύγου της, επιχειρώντας να ιδιοποιηθεί την εταιρία αυτή (…………..) και να εμφανίσει τον ίδιο (ενάγοντα), ως μη έχοντα σχέση με αυτή. Ότι, προκειμένου να στηρίξει τον ψευδή ισχυρισμό της πως η εταιρία «………..» της ανήκει στο σύνολό της και ότι ο ενάγων δεν μετέχει σε αυτήν, υπέβαλε σειρά μηνύσεων (από 03-09-1999, 26-07-2000, 23-04-1998 και 01-08-2007) σε βάρος του ίδιου του ενάγοντος, του υιού του ……… και συνεργατών αυτού (ενάγοντος) και του άνω αποβιώσαντος αδελφού του, ισχυριζόμενη: (α) ότι δήθεν ο ίδιος (ενάγων) με απατηλά μέσα την ανάγκασε να αποδεχθεί τη συμμετοχή του κατά ποσοστό 50% στην παραπάνω λιβεριανή εταιρία, (β) ότι δήθεν ο ίδιος (ενάγων) είχε συμμετάσχει σε υπεξαγωγή εγγράφων της άνω εταιρίας, (γ) ότι δήθεν ο ίδιος (ενάγων) είχε υπεξαιρέσει χρηματικά ποσά άνω των δύο εκατομμυρίων (2.000.000,00) δολαρίων Η.Π.Α. από την παραπάνω εταιρία, προερχόμενα από εισπράξεις τιμολογίων των πολωνικών ναυπηγείων, ενόψει του ότι από την 01-01-1997 έως 30-4-1998 δήθεν αυτή ασκούσε τη διαχείριση των πλοίων «SJ» και «T» και (δ) ότι, την 23-04-1998 ο ίδιος (ενάγων) αφαίρεσε εν αγνοία της από κοινούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς με αριθ. … (δολάρια Η.Π.Α.) και ….. (γερμανικών μάρκων) ποσά 104.000,00 δολάρια Η.Π.Α. και 52.000,00 γερμανικών μάρκων αντίστοιχα, τα οποία δήθεν αφορούσαν προμήθειες της παραπάνω εταιρίας για επισκευές πλοίων, που πραγματοποιήθηκαν στα πολωνικά ναυπηγεία. Ότι λόγω της περιγραφόμενης συμπεριφοράς της εναγομένης σε βάρος της άνω εταιρίας του και της αδυναμίας εύρεσης κοινώς αποδεκτών προσώπων να συγκροτήσουν το Δ.Σ. αυτής ο ίδιος, ως εμφαινόμενος μέτοχός της κατά 50%, ζήτησε το έτος 2001 από  τα Δικαστήρια της Λιβερίας τη λύση και εκκαθάρισή της. Ότι μετά από σφοδρή δικαστική αντιδικία με την εναγόμενη, εκδόθηκε την 16-08-2005 αμετάκλητη απόφαση Δικαστηρίου της Λιβερίας (κηρυχθείσα εκτελεστή στην Ελλάδα με τη με αριθμό 1496/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), η οποία δέχθηκε ότι ο ίδιος συμμετέχει με ποσοστό 50% στην εταιρία, διέταξε τη λύση και εκκαθάρισή της και όρισε εκκαθαριστή το ………., απόφαση, η οποία επιδόθηκε με επιμέλειά του στην εναγόμενη την 10-02-2006, οπότε και ενημερώθηκε ότι δεν τύγχανε αποκλειστική κυρία της λιβεριανής αυτής εταιρίας ούτε και νόμιμος εκπρόσωπός της και ότι η εταιρία αυτή εκπροσωπείτο νόμιμα από το δικαστικά διορισθέντα εκκαθαριστή της ……….. Ότι παρά την ανάληψη από τον τελευταίο της εκπροσώπησης και εκκαθάρισης της άνω εταιρίας (της οποίας η άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα ανακλήθηκε την 04-07-2000 με την υπ’ αριθμόν 3122.1/2368/20/22648 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας) και παρά την απόρριψη από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας) της από 04-07-2000 αίτησης της εναγομένης για παράταση της θητείας της προσωρινής διοίκησης της παραπάνω εταιρίας για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών επιπλέον, η εναγόμενη συνέταξε τα από 07-11-2000 πρακτικά γενικής συνέλευσης της παραπάνω εταιρίας, σύμφωνα με τα οποία «αποδεικνύεται αναμφίβολα ότι διορίστηκε μοναδική διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπός της». Ότι ακολούθως, επί της από 07-05-2014 αίτησης του εκκαθαριστή της άνω λιβεριανής εταιρίας …….   ενώπιον του αρμοδίου Αστικού Δικαστηρίου της Κομητείας του Μοντσερράδο Λιβερίας να αναγνωριστεί η ακυρότητα και να διαταχθεί η ανάκληση των από 27-03-2012 και 30-01-2014 πιστοποιητικών καλής κατάστασης (goodstanding) αυτής, καθώς και όλων, που διατάχθηκαν μετά τη δικαστική λύση της την 16-08-2005, εκδόθηκε η από 22-09-2014 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού αναγνωρίστηκε η λύση και θέση της εταιρίας αυτής υπό εκκαθάριση, διαπιστώθηκε απλά ότι δεν επήλθαν τα τυπικά αποτελέσματα της λύσης και εκκαθάρισης αυτής λόγω μη τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας προς τη διοίκηση με ενέργειες αποκλειστικά της γραμματείας του Λιβεριανού Δικαστηρίου, προκειμένου να καταχωρηθεί η απόφαση λύσης στις αρμόδιες υπηρεσίες της Λιβερίας (διαδικασία, που τηρήθηκε εκ των υστέρων, με συνέπεια η από 16-08-2005 απόφαση του άνω Δικαστηρίου της Λιβερίας για λύση και θέση σε εκκαθάριση της παραπάνω εταιρίας να αναφέρεται πλέον ως τελική, δεσμευτική και εκτελεστή στα σχετικά πιστοποιητικά των λιβεριανών αρχών). Ότι περαιτέρω η εναγόμενη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς: (α) ατομικά, ως έχουσα την αποκλειστική γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της … …, και ως νόμιμη εκπρόσωπος της άνω λιβεριανής εταιρίας την από 03-02-2003 και με αριθμόν έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../2003 αγωγή της σε βάρος του ιδίου (ενάγοντος), και των . …. και ………., με την οποία ζήτησε για τον εαυτό της και για λογαριασμό της άνω ανήλικης θυγατέρας της και της παραπάνω εταιρίας συνολικό χρηματικό ποσό επτά εκατομμυρίων (7.000. 000,00) ευρώ περίπου, μεταξύ των οποίων και 225. 612,49 ευρώ, ως αμοιβή διαχείρισης των πλοίων «SJ» και «T» για το διάστημα από 01-01-1997 έως και 30-04-1998 και (β) ως νόμιμη εκπρόσωπος της παραπάνω λιβεριανής εταιρίας την από 11-07-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2006 αγωγή σε βάρος των εταιριών «………..» (ιδιοκτητριών των πλοίων «SJ» και «Τ» κατά το χρονικό διάστημα της τυπικής ανάθεσης της διαχείρισης των πλοίων αυτών στην παραπάνω λιβεριανή εταιρία) και «………..», καθώς και σε βάρος του ………., με την οποία ζήτησε για  λογαριασμό της λιβεριανής εταιρίας το ίδιο ποσό των 225.612,49 ευρώ για την ίδια αιτία, δηλαδή ως έξοδα και αμοιβές διαχείρισης των παραπάνω πλοίων για το χρονικό διάστημα από 01-01-1997 έως και 30-04-1998, μολονότι τελούσε σε γνώση του ότι το επιχειρηματικό αντικείμενο της λιβεριανής αυτής εταιρίας δεν είχε σχέση με την άσκηση ουσιαστικής διαχείρισης των πλοίων αυτών. Ότι επί της αμέσως παραπάνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 4577/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση σε διαιτησία στο Λονδίνο ως προς την πρώτη (1η) εναγόμενη και απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη και μη νόμιμη ως προς τους υπόλοιπους εναγόμενους και στη συνέχεια, μετά από έφεση, που άσκησε προσχηματικά την 29-09-2011 η εναγόμενη, εκδόθηκε η με αριθμόν 477/2013 (μη οριστική) απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που έταξε θέματα απόδειξης για τη νομιμοποίησή της, ως νόμιμης εκπροσώπου της λιβεριανής εταιρίας, στα οποία αυτή εκδήλωσε στη συνέχεια αδυναμία να ανταποκριθεί. Ότι στα πλαίσια της προεκτεθείσας δικονομικής πρακτικής της που στην πραγματικότητα είχε απώτερο στόχο να παρεμποδίσει την εκκαθάριση της λιβεριανής εταιρίας του από τον διορισθέντα από 16-08-2005 εκκαθαριστή της (ορκωτό λογιστή ………), από την οποία (εκκαθάριση) θα προέκυπτε ο χαρακτήρας της παραπάνω εταιρίας ως αμιγώς εισπρακτικής, δηλαδή ότι τα χρηματικά ποσά, που εμβάζονταν στους λογαριασμούς της, δεν ήταν δικά της χρήματα αλλά των εταιριών του ομίλου «………», τις οποίες, ως εισπρακτική εταιρία, εξυπηρετούσε και παρότι από το Νοέμβριο 2005 (οπότε εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό η σχετική απόφαση του άνω Δικαστηρίου της Λιβερίας) και σε κάθε περίπτωση από το Φεβρουάριο 2006 (οπότε της επιδόθηκε η απόφαση αυτή) γνώριζε πως η λιβεριανή εταιρία είχε λυθεί και τεθεί υπό εκκαθάριση, η εναγόμενη εκδήλωσε σε βάρος του (ενάγοντος) αδικοπρακτική συμπεριφορά, συνιστάμενη ειδικότερα: Α. ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ ΕΝΏΠΙΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΤΕΛΕΤΕΣΜΈΝΗ ΕΝΏΠΙΟΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΑΠΌΠΕΙΡΑ ΕΝΏΠΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, καθόσον προέβη: (1) Στην άσκηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της από 11-07-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/2006 αγωγής, με την οποία ζήτησε για λογαριασμό της άνω λιβεριανής εταιρίας και ως νόμιμη εκπρόσωπός της το παραπάνω χρηματικό ποσό των 225.612,49 ευρώ, ως οφειλόμενη αμοιβή πραγματικής διαχείρισης των πλοίων «SJ» και «T» από 01-01-1997 έως 30-04-1997 και (2) Στην άσκηση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, για λογαριασμό της παραπάνω λιβεριανής εταιρίας και ως νόμιμη εκπρόσωπός της, της από 28-09-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/2011 έφεσής της κατά της υπ’ αριθμόν 4577/2008 (οριστικής) απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας επί της παραπάνω αγωγής, με την οποία ισχυρίστηκε αναληθώς ότι η παραπάνω λιβεριανή εταιρία «. . ……» άσκησε πραγματική διαχείριση των παραπάνω πλοίων και διεκδίκησε το παραπάνω χρηματικό ποσό των 225.612,49 ευρώ, ως οφειλόμενη αμοιβή διαχείρισής τους για το παραπάνω χρονικό διάστημα, μολονότι τελούσε σε γνώση του ότι η εταιρία αυτή δεν είχε ασκήσει πραγματική διαχείριση στα πλοία αυτά και δεν είχε αποδεχθεί ή αναλάβει ευθύνη, που συνεπάγεται διαχείριση πλοίων και (3) Στην εντολή, ως νόμιμη εκπρόσωπος της λιβεριανής εταιρίας «…………», στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ………… να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της παραπάνω έφεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς κατά τη δικάσιμο της 07-03-2013 (όπως πράγματι παρέστη και κατέθεσε τις από 06-03-2013 προτάσεις της άνω εταιρίας, αλλά και την από 11-03-2013 προσθήκη – αντίκρουση αυτής), χωρίς να νομιμοποιείται να του χορηγήσει την άνω εντολή, αφού η εταιρία αυτή είχε λυθεί και τεθεί υπό εκκαθάριση από τον Αύγουστο του έτους 2005 με αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου της καταστατικής έδρας της (Λιβερία), η οποία, με τη με αριθμόν 1496/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 739 και επ. Κ.Πολ.Δ και κηρυχθείσα εκτελεστή στην Ελλη νική Επικράτεια] και η ίδια δεν ήταν νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας αυτής ούτε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (κατάθεση 13-07-2006, επίδοση 21-11-2006) ούτε κατά το χρόνο συζήτησης αυτής (18-02-2008), ούτε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης (28-09-2011) ούτε κατά τη συζήτηση αυτής (07-03-2013), όπως καλώς γνώριζε, αφού από 10-02-2006 της είχε επιδοθεί σε νόμιμη μετάφραση η άνω αμετάκλητη απόφαση λύσης της εταιρίας αυτής. Ότι με τις συγκεκριμένες ενέργειές της η εναγόμενη – κατ’ εντολή της οποίας ασκήθηκαν οι παραπάνω αγωγή και έφεση και παραστάθηκε ο άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της λιβεριανής εταιρίας τόσο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς όσο και ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς –  παρέστησε ενώπιον των μελών της Σύνθεσης του παραπάνω πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αντίστοιχα (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά τις δικασίμους της 18-02-2008 και της 07-03-2013 αντίστοιχα, ψευδή γεγονότα, ως αληθή, σε γνώση του ψεύδους τους, δηλαδή: (α) ότι δήθεν η ίδια ήταν «Μοναδική διευθύντρια και νόμιμη εκπρόσωπος» της εταιρίας «…………», μολονότι τελούσε σε γνώση του ότι δεν έφερε την ιδιότητα αυτή και κατά συνέπεια δεν είχε την εξουσία να παράσχει εντολή σε πληρεξούσιο δικηγόρο να εκπροσωπήσει την εταιρία αυτή ενώπιον των παραπάνω Δικαστηρίων, αφού η εταιρία αυτή είχε ήδη λυθεί με τις κατά τα άνω αποφάσεις του αλλοδαπού Δικαστηρίου, που της είχαν επιδοθεί και (β) ότι δήθεν η ανωτέρω εταιρία άσκησε διαχείριση στα πλοία «SJ» και «Τ» κατά τη χρονική περίοδο από 01-01-1997 έως την 30-04-1998 και εξ αυτής διατηρεί αξίωση χρηματικού ποσού 243.260,00 δολαρίων Η.Π.Α. ή 225.612,49 ευρώ σε βάρος των εταιριών «……….», «………….» και «………» και σε βάρος του ………., προκειμένου να προσπορίσει στον εαυτό της μέσω της εταιρίας αυτής ή στην εταιρία αυτή παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000,00) ευρώ και ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα Ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (225.612,49) Ευρώ (Ε). Ότι η απάτη αυτή (σε βαθμό κακουργήματος) υπήρξε τετελεσμένη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο παραπλανήθηκε ως προς το ότι η ίδια είναι δήθεν νόμιμη εκπρόσωπος της άνω λιβεριανής εταιρίας και παρέπεμψε τη διαφορά μεταξύ της τελευταίας και της εταιρίας «………..» από τη σύμβαση διαχείρισης, την αδικοπραξία και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σε διαιτησία στο Λονδίνο (απορρίπτοντας την αγωγή κατά τα λοιπά), ενώ ήταν σε απόπειρα ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο δεν εξέδωσε ακόμη απόφαση επ’ αυτής. Και Β. ΣΕ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ, καθότι στα παραπάνω δικόγραφα της άνω λιβεριανής εταιρίας, τα οποία συντάχθηκαν καθ’ υποβολή της (εναγομένης), ενώ φερόταν ως νόμιμη εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, ανέφερε τα παραπάνω γεγονότα, που είναι όμως ψευδή, συκοφαντικά και μειωτικά της τιμής και υπόληψής του. Ότι, μολονότι η εναγόμενη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας όσων ψευδών και συκοφαντικών για αυτόν αναφέρονται καθ’ υποβολή της στις προτάσεις και στην προσθήκη της άνω λιβεριανής εταιρίας, που εμφανιζόταν να εκπροσωπεί νόμιμα, όπως άλλωστε έχει κριθεί με τις αναφερόμενες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα, σύμφωνα με τα οποία δεν τέλεσε αυτός οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, αυτή τον εμφανίζει ενώπιον τρίτων, που έλαβαν γνώση των ανωτέρω (δικαστές συνθέσεως, γραμματείς, ακροατήριο και λοιπά πρόσωπα), ως άτομο το οποίο δήθεν μετέρχεται δόλιες μεθόδους, προκειμένου η ίδια να ιδιοποιηθεί ξένη περιουσία. Τέλος, ο ενάγων εκθέτει ότι, παρά το γεγονός ότι η εναγόμενη τον έχει σύρει επανειλημμένα σε δίκες ενώπιον ποινικών Δικαστηρίων και έχουν εκδοθεί υπέρ του αμετάκλητες απαλλακτικές αποφάσεις και απαλλακτικά βουλεύματα και παρότι η εναγόμενη γνωρίζει την πραγματικότητα, έχοντας σκοπό, αφενός να προσπορίσει στον εαυτό της και μέσω της φερόμενης ως εκπροσωπούμενης από αυτήν ψευδώς λιβεριανής και λυθείσας προ πολλού εταιρίας παράνομο περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει τα 120.000,00 Ευρώ (Ε) και αφετέρου να μειώσει αυτόν (ενάγοντα) ως άνθρωπο και επαγγελματία, να τον παραστήσει ως αναξιόπιστο ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων, που επιλαμβάνονται των αγωγών και των μηνύσεων ακόμη και σε δίκες, που δεν είναι ο ίδιος διάδικος, να τον ταπεινώσει σε τρίτους (δικαστές συνθέσεως, γραμματείς, ακροατήριο και λοιπά πρόσωπα), εξακολουθεί να υποβάλει ψευδείς μηνύσεις και να προβάλει τους ίδιους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς εναντίον του, εμφανίζοντας τον ως ψεύτη, απατεώνα, υπεξαιρέτη αδερφικής περιουσίας και υπεξαγωγέα εγγράφων. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απάτης έστω και σε απόπειρα, καθώς τόσο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς όσο και το Εφετείο Πειραιώς, επιλαμβανόμενα το μεν πρώτο (1ο) από αυτά τα δικαιοδοτικά Όργανα (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) με την εκδίκαση της από 11.07.2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2006 αγωγής το δε δεύτερο (2ο) από αυτά (=Εφετείο Πειραιώς), της από 28-09-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2011 έφέσεως της, δεν προέβησαν σε έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των διαλαμβανόμενων σε αυτά (=δικόγραφα) αγωγικών ισχυρισμών, καθώς, όπως προεκτέθηκε, με την υπ’ αριθμόν 4.577/2008 (οριστική) απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπέμφθηκε η υπόθεση σε διαιτησία αναφορικά με την πρώτη (1η) εναγόμενη Εταιρεία, ενώ κατά τα λοιπά απορρίφθηκε αυτή, ως μη νόμιμη και αόριστη, όπως προεκτέθηκε, ενώ με την υπ’ αριθμόν 477/2013 (μη οριστική) απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και εκδόθηκε προδικαστική απόφαση σχετικά με ζητήματα εκπροσώπησης της ενάγουσας και εκκαλούσας στην εν λόγω δίκη Εταιρείας. Συνεπώς, τα Δικαστήρια αυτά δεν εξέφεραν οριστική δικαιοδοτική κρίση σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα των διαλαμβανόμενων σε αυτά αγωγικών ισχυρισμών, έτσι ώστε να μπορεί να συντρέχει περίπτωση παραπλάνησής τους με την ψευδή χωρίς όρκο εξέταση της εναγόμενης …………, κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη, αναφορικά με την αδικοπρακτική βάση της, ερειδόμενη στην πράξη της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 386 παρ. 1 και 3 του Ποινικού Κώδικα, ανακαλούμενης προς τούτο της υπ’ αριθμόν 390/2019 (μη οριστικής) απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη κατ’ άρθρο 386 παρ. 1 και 3του Ποινικού Κώδικα, ενώ κατά τα λοιπά αναφορικά με την αδικοπρακτική βάση αυτής ως προς το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, κατ’ άρθρο 363 του Ποινικού Κώδικα, (αναφορικά με τα δικόγραφα των προτάσεων καθώς επίσης και της προσθήκης- αντίκρουσης) αυτή έχει ήδη απορριφθεί, ως μη νόμιμη, καθώς δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του τρίτου τα πρόσωπα, που είναι επιφορτισμένα  θεσμικά με την εξουσία εκδίκασης αίτησης παροχής έννομης προστασίας (Δικαστές, Δικαστικοί Γραμματείς), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 363 εδ. β του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 54 του Ν. 5090/2024,που τυγχάνει εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι το Δικαστήριο τούτο λειτουργεί, ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 528 Κ. Ποιν.Δ., ερευνώντας και εξετάζοντας την ένδικη αγωγή εξ υπαρχής, αφού έχει ήδη γίνει δεκτή η από 04-01-2018 και με αριθμό έκθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./05-01-2018/ (Ε.Α..Κ.Δ.) …../05-01-2018 έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα ερήμην της εναγόμενης υπ’ αριθμόν 390/2019 (οριστική) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΑΠ 411.1997,ΕφΘες 1046/2008, δημ.ΝΟΜΟΣ). Πλέον συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 363 εδ. β του Ποινικού Κώδικα <<Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι, που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα δυαδικά μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της εξύβρισης, καθώς οι κατά τα παραπάνω αγωγικοί ισχυρισμοί δεν έγιναν κακόβουλα, με την έννοια του ότι αυτοί προβλήθηκαν με σκοπό την προσβολή της τιμής και υπόληψης του ενάγοντος …….., αλλά κρίνονται, ως το αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη νόμιμων συμφερόντων της εναγόμενης μέσα στα όρια του αναγκαίου κάθε φορά μέτρου, χωρίς το οποίο η προστασία του δεν θα ήταν δυνατή. Δηλαδή, αυτοί προβλήθηκαν στα πλαίσια εκκρεμών δικών αναφορικά με το ζήτημα της κυριότητας επί των μετοχών της λιβεριανής εταιρείας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι στα πλαίσια της από 10.2.1999 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./12.2.1999 αγωγής σε βάρος του  ενάγοντος …….., επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ’ αριθμόν 1714/2001 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ακολούθως, οι υπ’ αριθμ. 5052/2014 και 4685/ 2017 (μη οριστικές) αποφάσεις και ακολούθως η υπ’ αριθμόν 239/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η κατά τα παραπάνω αγωγή, στη συνέχεια δε εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 708/2020 (οριστική) απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκαν τόσο η από 22.03.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Γ.Α.Κ.) …/(Ε.ΑΚ.Δ.) …/22.3.2019 και στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (Γ.Α.Κ.) …/(Ε.Α.Κ.Δ.) …./2019 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί όσο και οι από 5.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου …./7.10.2019 πρόσθετοι λόγοι, η εμμάρτυρη απόδειξη διεξήχθη, κατά το σύστημα των διεξαγωγών, διαλαμβανόμενες αυτές στην υπ’ αριθμόν ΑΜ …. Εισηγητική Έκθεση των Εισηγητών Δικαστών, επί των θεμάτων αποδείξεως, που έταξε η υπ’ αριθμόν 1714/2001 προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 341 ΚΠολΔ, ήτοι των μαρτύρων απόδειξης, ……… και ………. …. και ανταπόδειξης, …….. και ………., οι οποίες εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο τούτο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως κάθε μάρτυρα, μη λαμβανομένων υπόψη, ως αποδεικτικών μέσων, ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου ή Ελληνικής προξενικής αρχής (ΑΠ 613/2004 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι παραπάνω μάρτυρες δεν εξετάστηκαν στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έτσι ώστε ένας αόριστος αριθμός προσώπων, που αποτελούσαν το ακροατήριο, να λάβει γνώση των διαλαμβανόμενων στα δικόγραφα αγωγικών ισχυρισμών, μη νοούμενων των Δικαστικών Λειτουργών και των Δικαστικών Γραμματέων, ως τρίτων, σύμφωνα με όσα προ εκτέθηκαν. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί το σκεπτικό του υπ’ αριθμόν ……../2012 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου (Εφετών) Αθηνών, με το οποίο απαλλάχθηκε η εναγόμενη από τα δικαστικά έξοδα, διότι δεν συνέτρεχε περίπτωση επιβολής τους σε βάρος της, κατ’ άρθρο 585 Κ.Ποιν.Δ., ήτοι, δεν συνέτρεχε περίπτωση παραποίησης των καταγγελθέντων με δόλο ή από βαριά αμέλεια, κατά την υποβολή εγκλήσεως από την εναγόμενη ……… σε βάρος του ………… Επίσης, πρέπει να συνεκτιμηθεί το περιεχόμενο του από 04-07-2008 απολογητικού υπομνήματος του …….., κατά το οποίο: << ουδέποτε αυτός αποδέχθηκε το διορισμό του, ως εκκαθαριστή της λιβεριανής εταιρείας>> σε συνδυασμό με το από 04 Απριλίου 2007 σημείωμα του τελευταίου επί της από 01ης Φεβρουαρίου 2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/2007 αιτήσεως της ………, κατά το οποίο δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του, ως εκκαθαριστή και συνακόλουθα δεν προέβη σε οποιαδήποτε πράξη εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρείας. Ομοίως, πρέπει να συνεκτιμηθεί η από 07.05.2014 αίτηση του …….. κατά του Βοηθού Υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων και του εφόρου Εταιριών, κατά της Βοηθού Εφόρου Εταιριών, Γραφείου Ναυτικών Υποθέσεων και των διαδίκων, που αφορούσε την αναγνώριση της από 16ης Αυγούστου 2005 απόφασης του Αστικού Δικαστηρίου της Λιβερίας της έκτης Δικαστικής Περιφέρειας του Μοντσερράδο και την ακύρωση του πιστοποιητικού καλής κατάστασης. Επί της παραπάνω αιτήσεως εκδόθηκε η από 22 Σεπτεμβρίου 2014 απόφαση του ως άνω Αστικού Δικαστηρίου της Λιβερίας, κατά την οποία << ο Υπουργός Εξωτερικών ορθώς εξέδωσε Πιστοποιητικό Καλής Κατάστασης έπειτα από αίτηση της Εταιρείας… δια τούτο και ενόψει των ανωτέρω η αγωγή του ενάγοντος ανεπιφύλακτα απορρίπτεται ενταύθα έως ότου η νομοθεσία τηρηθεί πλήρως>>, με συνέπεια να χορηγείται το πιστοποιητικό αυτό για την εκπροσώπηση της εταιρείας ενώπιον κάθε Δικαστικής και άλλης Αρχής. Τα παραπάνω έγγραφα εκτιμώνται σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμόν 11.189/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα παραπάνω πρέπει να σημειωθεί ότι η άσκηση της από 11.07.2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2006 αγωγής και της από 28-09-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2011 εφέσεως της ……… έλαβαν χώρα, ενόσω διαρκούσε ο έντονος δικαστικός αγώνας  σχετικά με την ύπαρξη, λειτουργία και συνακόλουθα την εκπροσώπηση της λιβεριανής εταιρείας. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω οι επίδικοι αγωγικοί ισχυρισμοί έλαβαν χώρα στα πλαίσια της ενάσκησης δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας, κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος και όχι με σκοπό την απομείωση της τιμής και εν γένει προσωπικότητας του ενάγοντος ………. Συνεπώς, τα όσα διέλαβε στην συγκεκριμένη αγωγή αλλά και στην έφεση της εναγόμενης ………… συνιστούν ενέργεια, που δεν προσλαμβάνει τον αξιόποινο χαρακτήρα της εξύβρισης, κατ’ άρθρο 361 του Ποινικού Κώδικα, αφού η εναγόμενη προέβη σε αυτήν κατ’ ενάσκηση και προς διαφύλαξη (προστασία) νομίμου δικαιώματός της, προς προάσπιση του αγαθού της περιουσίας της και όπως προεκτέθηκε, απλώς ασκώντας νόμιμο δικαίωμα της για αναφορά αστικά άδικης πράξης και παροχή δικαστικής προστασίας κατά του ή των υπαιτίων αυτής και όχι για λόγους εκδίκησης ή κακεντρέχειας, ήτοι (όχι) για να βλαφθεί η τιμή ή η υπόληψη του ενάγοντος ….. …, αφού, όπως προαναφέρθηκε, είχε λόγους να πιστεύει ότι εκπροσωπούσε την λιβεριανή εταιρεία. Ο τρόπος δε, με τον οποίο ενήργησε η εναγόμενη, κρίνεται κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις αναγκαίος και επιβαλλόμενος χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, το σύνολο δε των αγωγικών ισχυρισμών δεν αποδεικνύουν και σκοπό εξύβρισης σε βάρος του ενάγοντος και συνεπώς πρέπει στην περίπτωση αυτή να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η σχετική κατ’άρθρο 367 παρ. 1 εδ. γ ΠΚ ένσταση της εναγόμενης. Κατόπιν τούτων, τυγχάνει απορριπτέα η ένδικη αγωγή και ως προς τη βάση τα εξυβρίσεως, κατ’ άρθρο 361 του Ποινικού Κώδικα. Μετά ταύτα, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο των βάσεων αυτής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, όπως έχει αντικ. από το άρθρο 2 παρ.2 του ν.2915/2001 και αντικ. εκ νέου με το άρθρο 8 του ν.4842/2021, ενώ επιπλέον με το άρθρο 116 παρ.1β του ν.4842/2021, το άρθρο 179 εδ.β, όπως τροποποιήθηκε με το ν.4842/2021, εφαρμόζεται στις εκκρεμείς υποθέσεις, ορίζεται ότι «Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και τον δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης.» Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Συνεπώς, πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη ανάμεσα στους διαδίκους λόγω εύλογης αμφιβολίας αυτών για την έκβαση της δίκης και ένεκα της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν στην προκείμενη δίκη. Τέλος, πρέπει να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την πλευρά της εναγόμενης ……… (άρθρο 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην της εναγόμενης ………….

-ΟΡΙΖΕΙ παράβολο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

-ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, την 21η Μαρτίου 2024, δημοσιεύθηκε δε, την 23η Απριλίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου του καλούντος-ενάγοντος …………..

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ              Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ