Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 127/2024

Αριθμός     127/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 Α) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Εταιρείας με την επωνυμία «………………» και το διακριτικό τίτλο «……………» με έδρα την Αθήνα και ΑΦΜ ……….., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία ενεργεί κατ’ άρθρο 2 § 4 Ν. 4354/2015 ως νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», με έδρα το …………. Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου της «……………» [Διασπώμενης], η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αικατερίνη Ταταράκη [Ταταράκη & συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Του (ανακόπτοντος) υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…………», με έδρα την Αθήνα με ΑΦΜ ……., ως νομίμως εκπροσωπείται από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», με έδρα το ………. Αττικής και ΑΦΜ …….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ευαγγελία Ξυπνητού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Του (ανακόπτοντος) Ελληνικού Δημοσίου, ως νομίμως εκπροσωπείται από την ΑΑΔΕ δια του Διοικητή αυτής, με έδρα την Αθήνα, με ΑΦΜ ….., και εν προκειμένω από τους Προϊσταμένους των ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και Γλυφάδας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Δικαστικό Πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη και

Του (ανακόπτοντος) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-ΕΦΚΑ), όπως μετονομάσθηκε ο «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» ΕΦΚΑ, με έδρα την Αθήνα, με ΑΦΜ …………, ως νομίμως εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτού και το Διευθυντή του Α’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθήνας, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ

Τη συμβολαιογράφο Πειραιά ………., κάτοικο ………, ως αρμόδια επί του πλειστηριασμού υπάλληλο.

Β) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών (Α.Φ.Μ. ….), και ήδη από 01.01.2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Φ.Μ. …..), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα εν προκειμένω και από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας αντίστοιχα (άρθρα 1 παρ. 1, 36 παρ. 1,41 παρ. 4 και 43 ν. 4389/2016, σε συνδ. Με άρθρο 85 εδ. Α’ΚΕΔΕ), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Δικαστικό Πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)   Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. ……., νόμιμα εκπροσωπούμενη, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής, εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ειδικής διαδόχου της «…………..», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αικατερίνη Ταταράκη [Ταταράκη & συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].

Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), όπως μετονομάστηκε από 01-03-2020, ο «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……., νόμιμα εκπροσωπούμενο από το Διοικητή αυτού και ειδικότερα εν προκειμένω από το Διευθυντή του Α’ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. …….., νόμιμα εκπροσωπούμενη, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στο ………… Ιρλανδίας, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ίριδα-Σωτηρία Γόντικα.

ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………..» (Επωφελούμενη), που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ …….., νόμιμα εκπροσωπούμενης,- ως καθολικής διαδόχου της 4ης καθ’ης η ανακοπή πρωτοδίκως ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……………, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία (η Επωφελούμενη) συνεχίζει αυτοδικαίως τη δίκη, κατ’ άρθρο 70 παρ. 3 Ν. 4601/2019, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Λεωνίδα Μακρυπίδη.

ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..»- και το διακριτικό τίτλο «……….» (Επουφελούμενη), που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διάδοχος της 5ης καθ’ης η ανακοπή πρωτοδίκως ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», με ΑΦΜ ….., η οποία (η Επωφελούμενη) συνεχίζει αυτοδικαίως τη δίκη, κατ’ άρθρο 70 παρ. 3 Ν. 4601/2019, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο-Μάρκο Αχουζαρίδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (Επωφελούμενης, που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……….., νόμιμα εκπροσωπούμενη, ως καθολική διάδοχος της 8ης καθ’ης η ανακοπή πρωτοδίκως ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ …………., νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία (η Επωφελούμενη) συνεχίζει αυτοδικαίως τη δίκη, κατ’ άρθρο 70 παρ. 3 Ν. 4601/2019, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αικατερίνη Ταταράκη [Ταταράκη & συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].

ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. ……….., νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Κωνσταντίνα Αναστασοπούλου.

Του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………..)», που εδρεύει στον …….. Αττικής, με Α.Φ.Μ. ……………., νόμιμα εκπροσωπούμενο από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στο …………….. Αττικής, με Α.Φ.Μ. …………., νόμιμα εκπροσωπούμενη, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………..», με έδρα την Αθήνα με ΑΦΜ …………., νόμιμα εκπροσωπούμενο από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….», που εδρεύει στο …………. Αττικής, με Α.Φ.Μ. ……………., νόμιμα εκπροσωπούμενη, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», όπως μετονομάσθηκε η 10η καθ’ης η ανακοπή πρωτοδίκως ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στο …………….. Αττικής, με ΑΦΜ …………., νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει Αθήνα, με Α.Φ.Μ. ……………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού την επωνυμία «…………….», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χριστόφορο Μητρομάρα.

12) Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο …….. Ιρλανδίας, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, με-Α.Φ.Μ. ………., νομίμως εκπροσωπούμενη από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο-Μάρκο Αχουζαρίδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ) την με αριθμ. εκθ. καταθ ……../2020 ανακοπή, β)  το πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «……..»  την με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2020 ανακοπή, γ)  η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» την με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2020 ανακοπή, δ) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» την με αριθμ. εκθ. καταθ.  ………../2020 ανακοπή και ε) το Ελληνικό Δημόσιο την με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2020 ανακοπή. Επίσης ενώπιον του προαναφερόμενου Δικαστηρίου άσκησαν στ) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» την με αριθμ. εκθ. καταθ ………./2021 πρόσθετη παρέμβαση και ζ)  η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» την με αριθμ. εκθ. καταθ.  …………./2020 πρόσθετη παρέμβαση. Επί  των ως άνω ανακοπών και προσθέτων παρεμβάσεων εκδόθηκε η με αριθμ. 3318/2022 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» (ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα) με την από 4.1.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………../2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……/2023) έφεσή της, και β) το Ελληνικό Δημόσιο (ήδη υπό στοιχ Β εκκαλούν) με την από  23.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2023) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι  Αικατερίνη Ταταράκη, Ίριδα-Σωτηρία Γόντικα, Λεωνίδας Μακρυπίδης, Κωνσταντίνα Αναστασοπούλου και Χριστόφορος Μητρομάρας, καθώς και  ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ Ηλίας Βασιλειάδης, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Ευαγγελία Ξυπνητού και  Γεώργιος-Μάρκος Αχουζαρίδης, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι :α) από 4-1-2023 με αρ. εκθ. καταθ. ………/2023 και β) απο 23- 1-2023 με αρ. εκθ. καταθ. …………/2023 εφέσεις  κατά της με αριθμό 3318/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών μεταξύ άλλων τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 ανακοπή της νυν πρώτης εφεσίβλητης στην υπο στοιχείο α’ έφεση,  και ………/ 2020 ανακοπή του νυν εκκαλούντος στην υπο στοιχείο β έφεση, ερήμην των σε αυτήν γ, ι και ιγ καθών η ανακοπή,  κατά του με αριθμό ………/23-1-2020 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………. Οι ως άνω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246 και 31 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 516, 520 παρ. 1 και 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προκειμένου να είναι η έφεση παραδεκτή, πρέπει το δικόγραφο της εφέσεως να περιέχει τους λόγους αυτής κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και να συντρέχει σχετικώς έννομο συμφέρον του εκκαλούντος, άλλως η έφεση απορρίπτεται. Περαιτέρω, εάν κατά του πίνακος κατατάξεως ασκηθούν πλείονες ανακοπές, οι οποίες δεν προσβάλλουν την ιδία απαίτηση ή την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, οι ανακόπτοντες, των οποίων οι ανακοπές απερρίφθησαν, αφ` ενός δεν υποχρεούνται να απευθύνουν τις εφέσεις αυτών κατά των άλλων ανακοπτόντων, καθόσον, εάν δεν προσβάλλεται η ιδία απαίτηση ή η αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως, δεν υφίσταται επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία, αφ` ετέρου δεν έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο και, συνεπώς, οι εν λόγω εφέσεις, εάν απευθύνονται κατά των άλλων ανακοπτόντων, δεν είναι παραδεκτές και απορρίπτονται. Επίσης, εν περιπτώσει ασκήσεως δύο ή περισσοτέρων ανακοπών κατά της αυτής απαιτήσεως ή της αφαιρέσεως των εξόδων εκτελέσεως και ευδοκιμήσεως της μιας μόνον εξ αυτών, ανεξαρτήτως εάν το αποδεσμευόμενο ποσόν υπολείπεται του συνολικού ποσού των προς κατάταξη απαιτήσεων, δεν δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία μεταξύ του καθ` ου οι ανακοπές, ο οποίος απεβλήθη του πίνακος, και του ανακόπτοντος, του οποίου έγινε δεκτή η ανακοπή, έναντι του ανακόπτοντος, του οποίου απερρίφθη η ανακοπή, ούτε επίσης μεταξύ των ανακοπτόντων έναντι του καθ` ου οι ανακοπές, οπότε ο τελευταίος ούτε υποχρεούται να απευθύνει την κατά του νικήσαντος ανακόπτοντος έφεση αυτού και κατά του ηττηθέντος ανακόπτοντος, ούτε έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, και, συνεπώς, η εν λόγω έφεση, εάν απευθύνεται και κατά του ηττηθέντος ανακόπτοντος, δεν είναι παραδεκτή ως προς αυτόν και απορρίπτεται. Επίσης, ο ηττηθείς ανακόπτων δεν υποχρεούται να απευθύνει την κατά του νικήσαντος ανακόπτοντος έφεση αυτού και κατά του καθ` ου οι ανακοπές, έχει, όμως, προς τούτο έννομο συμφέρον, εάν αιτείται την αποβολή του καθ` ου εκ του πίνακος κατά ποσόν μείζον εκείνου, κατά το οποίο έχει αποβληθεί ο τελευταίος δια της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΠειρ664/ 2013 ΝΟΜΟΣ) .

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, η από 4-1-2023 με αρ. εκθ. καταθ. ……………./ 2023 έφεση της εταιρίας με την επωνυμία «………………», ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 9-1-2023, προ πάσης επιδόσεως της  εκκαλουμένης, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στους αντιδίκους της στις 13-1-2023 όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες εκθέσεις επίδοσης  με αριθμούς …………/13-1-2023 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ………….. Επιπλέον, έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …………./ 2022 παράβολο). Η υπο κρίση έφεση καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της πρώτης εφεσίβλητης- ανακόπτουσας στη με αριθμό κατάθεσης …………/2020 ανακοπή  και προσβάλλει την αποβολή της εκκαλούσας από τον πίνακα κατάταξης  κατά το ποσό των 42.078,75 ευρώ, και την κατάταξη στη θέση της της εν λόγω εφεσίβλητης, ασκείται παραδεκτά, ενώ  τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα καθ` ο μέρος ασκείται κατά των λοιπών, δεύτερου και τρίτου  των εφεσιβλήτων (Ελληνικού Δημοσίου και e-ΕΦΚΑ),  που άσκησαν σε βάρος της εκκαλούσας τις με αριθμό εκθέσεις κατάθεσης ………./ 2020 και ………../ 2020 ανακοπές, που συνεκδικάστηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, και απορρίφθηκαν, διότι, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στην υπο στοιχείο ΙΙ. νομική σκέψη, δεν δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία, όπως εσφαλμένως διαλαμβάνει η εκκαλούσα, ούτε μεταξύ αυτής και της πρώτης εφεσίβλητης, της οποίας έγινε μερικώς δεκτή η ανακοπή, έναντι των λοιπών εφεσιβλήτων, των οποίων οι ανακοπές απορρίφθηκαν, αλλά ούτε και μεταξύ των εφεσιβλήτων-ανακοπτόντων έναντι της εκκαλούσας-καθής η ανακοπή, ώστε αυτή να υποχρεούται να απευθύνει την ένδικη έφεση της και κατά αυτών, αλλά ούτε και έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, διότι  δεν επιδιώκει την αποβολή τους από τον πίνακα κατάταξης και την κατάταξή της ιδίας εν όλω ή εν μέρει στη θέση τους. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει :α) να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς το δεύτερο και το τρίτο των εφεσιβλήτων, το οποίο (τρίτο εφεσίβλητο) δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα να παρασταθεί στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ανωτέρω δικάσιμο (βλ………. και ………/ 13-1-2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, …………….), δικάζεται, όμως, σα να ήταν παρόν (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ), β) τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εφεσιβλήτου, Ελληνικού  Δημοσίου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), μειωμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, και γ) να γίνει τυπικά δεκτή ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία.

IV. Περαιτέρω, η από 23- 1-2023 με αρ. εκθ. καταθ. ………../ 2023 4-1-2023 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 23-1-2023. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης κατά την ανωτέρω δικάσιμο δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο δεύτερος, όγδοη, ένατη και δέκατη των εφεσίβλητων, αν και κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο στην ανωτέρω δικάσιμο (βλ. τις με αριθμούς ………, ……../27-1-2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……., και …., …, …./31-1-2023 εκθέσεις επίδοσης τη δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………… .), ως προς τους οποίους η διαδικασία προχωρά σα να είναι παρόντες (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ). Συνεπώς,  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία, ερήμην των ως άνω εφεσιβλήτων.

V. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………”,  η ανακόπτουσα εξέθετε ότι, με επίσπευση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», για την ικανοποίηση απαίτησης αυτής εκ της με αριθμό ………/2010 διαταγής πληρωμής τού Δικαστή τού Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δυνάμει της με αριθμό ………./09.05.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……….., στις 11-12-2019 εκπλειστηριάσθηκε στον Πειραιά, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………..,  το ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτριας, ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «………………..». Ότι στον ως άνω πλειστηριασμό, από τον οποίο επιτεύχθηκε πλειστηρίασμα, συνολικού ποσού 1.902.001 ευρώ, αυτή  αναγγέλθηκε νόμιμα για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της, κατά τα αναφερόμενα επιμέρους, για κάθε απαίτηση, ποσά, και ότι η ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού, επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και  των αναγγελθέντων δανειστών συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθμό …../23-1-2020 πίνακα κατάταξης δανειστών. Ζητούσε δε την μεταρρύθμιση αυτού  προκειμένου να αποβληθεί η καθ’ ης η ανακοπή, και ήδη εκκαλούσα στην υπο στοιχείο Α’ έφεση, κατά το  ποσό των 48.869,13 ευρώ, για το οποίο εσφαλμένως κατετάγη κατ’άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ, ως εγχειρόγραφη δανείστρια σε ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος, για τις ειδικότερα αναφερόμενες απαιτήσεις της, οι οποίες, ωστόσο, είχαν αναγγελθεί ως εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης, και να καταταγεί αντιστοίχως η ίδια, στη θέση της, προς περαιτέρω ικανοποίηση των αναγγελθεισών εγχειρόγραφων απαιτήσεων της. Περαιτέρω, με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/ 2020 ανακοπή του το Ελληνικό Δημόσιο, νυν εκκαλούν στην υπό στοιχείο Β έφεση, που έστρεφε κατά της πρώτης, του δεύτερου,  της τρίτης, των δικαιοπαρόχων της τέταρτης, πέμπτης και  έκτης των εφεσιβλήτων,  της έβδομης, της όγδοης της ένατης, της δέκατης  και της ενδέκατης των εφεσιβλήτων, καθώς και των μη διάδικων στην παρούσα δίκη, ……….., δικαστικής επιμελήτριας και …………. ., συμβολαιογράφου, υπαλλήλου του πλειστηριασμού (για τα προαφαιρούμενα έξοδα  εκτέλεσης, τα αφορώντα στην αμοιβή τους, που δεν αποτελούν εκκληθέν κεφάλαιο),  ζητούσε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, παραπονούμενο, αφενός για εσφαλμένη προαφαίρεση εξόδων εκτέλεσης (αναφορικά με τις δύο τελευταίες καθών η ανακοπή) και αφετέρου για :α) την εσφαλμένη κατάταξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων του από παρακρατούμενους φόρους, στη πέμπτη τάξη γενικών προνομίων του 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος συμμέτρως με την αναγγελθείσα απαίτηση του  δεύτερου καθού και ήδη δεύτερού εφεσίβλητου (e-ΕΦΚΑ), αντί στη τρίτη τάξη, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 975 παρ.3 ΚΠολΔ, και β) τη μη σύμμετρη κατάταξη των μερικώς καταταγέντων προνομιακώς απαιτήσεων του, και δη κατά το υπόλοιπο μέρος τους, στο 10% του εναπομείναντος πλειστηριάσματος μαζί με τους εγχειρόγραφους δανειστές. Ζητούσε δε την αντίστοιχη αποβολή των καθών, ώστε να καταταγεί στη θέση τους το ίδιο δια των προϊσταμένων των ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και Γλυφάδας, προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 1.095,20 ευρώ, που εσφαλμένως προαφαιρέθηκε ως έξοδο εκτέλεσης, δια του προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 978,05 ευρώ (στη θέση του δεύτερου καθού) και τέλος, δια του προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά οριστικά στο ποσό των 27.390,90 ευρώ (στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, στη θέση των λοιπών  καθών  η ανακοπή δανειστών, κατά σύμμετρο υπολογισμό).  Υπέρ της πέμπτης καθ’ής η ανακοπή τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………………..» άσκησε τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η ήδη δωδέκατη εφεσίβλητη, εταιρία ειδικού σκοπού, ως ειδική διάδοχος της τελευταίας. Επι των ως άνω ανακοπών, που συνεκδικάστηκαν με τις με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης  ……../2020, ………/2020 και ……./ 2020 ανακοπές έτερων αναγγελθέντων δανειστών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία,  απέρριψε τις με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης  ………./2020, ………/ 2020, και …………./2020 ανακοπές, απέρριψε τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου ως προς το δεύτερο αίτημα της για αποβολή του δεύτερου καθού (ΕΦΚΑ), λόγω αοριστίας,  καθώς και το τρίτο αίτημα της για κατάταξη  των προνομιούχων απαιτήσεων του ανακόπτοντος  στο 10% του πλειστηριάσματος κατά το μέρος που  δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως από το 25%  του πλειστηριάσματος,  το οποίο έκρινε μη νόμιμο, ενώ έκανε αυτήν δεκτή ως προς το πρώτο της αίτημα και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, ώστε να αποδεσμευθεί το ποσό των 608,40 ευρώ, που προαφαιρέθηκε για τα έξοδα εκτέλεσης και κατέταξε  σε αυτό οριστικά και προνομιακά το ανακόπτον. Περαιτέρω, έκανε δεκτή μερικώς ως ουσιαστικά βάσιμη  και τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2020 ανακοπή της εταιρίας με την επωνυμία «………..» και κατέταξε την ανακόπτουσα ως προς το ποσό των 42.078,75 ευρώ οριστικά και σύμμετρα στη θέση της καθής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται  με τις ένδικες εφέσεις τους οι ως άνω εκκαλούντες, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020  ανακοπή και να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../ 2020, κατά τα αντιστοίχως αιτούμενα.

VI. Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας  και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης, καθόσον οι άλλες δύο έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου  4842/2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  4855/2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν  σε μη προνομιακή κατάταξη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972  παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008 αμφ. δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. Αντ. Βαθρακοκοίλη-Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138) (MEφΠειρ 1/2023, ΜΕφΘεσ 297/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1257, 1258, 1260, 1269 εδ. 1, 1270, 1281 και 1317 του ΑΚ σε ξένο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης για την εξασφάλιση απαιτήσεως με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα. Αποκτάται η υποθήκη εφ’ όσον υπάρχει τίτλος ο οποίος χορηγεί δικαίωμα υποθήκης και γίνη εγγραφή της στο βιβλίο υποθηκών πάντοτε για ορισμένο χρηματικό ποσό. Το ποσό της υποθήκης, η χρηματική δηλαδή ποσότητα για την οποία εγγράφεται, προσδιορίζει αριθμητικώς το όριο της προνομιακής ικανοποιήσεως του ενυπόθηκου δανειστή, σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού, δεν αποτελεί όμως περιγραφή του μεγέθους της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, η οποία είναι αυτοτελές αναγκαίο στοιχείο της υποθήκης, που μπορεί να έχει διάφορο, από το ποσό της εγγραφής της υποθήκης, ύψος. Αν το ποσόν της εγγραφής είναι μικρότερο της ασφαλιζομένης απαιτήσεως, η καταβολή της απαίτησης μέχρι του ποσού αυτού δεν επιφέρει απόσβεση της υποθήκης, αφού ασφαλιζόμενη είναι ολόκληρη η απαίτηση, σύμφωνα με την αρχή του αδιαιρέτου της υποθηκικής ευθύνης και υπεγγυότητος (άρθ. 1281 ΑΚ) εξαιρουμένης της περιπτώσεως του άρθρου 1294 ΑΚ, απόσβεση δε της υποθήκης επέρχεται με την ολοσχερή απόσβεση της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως (άρθ. 1317 ΑΚ). Από το εκπλειστηρίασμα δε του ενυπόθηκου, ο ενυπόθηκος δανειστής θα έχει προνομιακή ικανοποίηση μέχρι του ποσού της εγγραφής της υποθήκης, ενώ το υπόλοιπο ποσό της μεγαλύτερης της ασφαλισμένης απαιτήσεως θα καταταγεί συμμέτρως με τις απαιτήσεις των αναγγελθέντων απλών εγχειρογράφων δανειστών κατά την διανομή του τυχόν απομείναντος ποσού του εκπλειστηριάσματος (ΑΠ 16/2016, 2111/2014, 560/2006 ΤΝΠ Νομος).

VII. Με τον μοναδικό λόγο της με αριθμό κατάθεσης ……./2023 έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για την αποβολή της από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, διότι εσφαλμένως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι με αυτόν έγινε διπλή κατάταξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων της ως προνομιούχων και ως εγχειρόγραφων. VIII. Από τα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», δυνάμει της από 3-5-2019 επιταγής προς πληρωμή κάτωθεν πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό …………/2010 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε με την με αριθμό ……/09-5-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, …………… και ακολούθως εκπλειστηριάσθηκε,  με ηλεκτρονικά μέσα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, ένα οικόπεδο ευρισκόμενο στη περιοχή ….. του δήμου Πειραιά Αττικής, στη θέση «…..» ή «……», στη συμβολή των οδών ……………. και ……., με ΚΑΕΚ ………….., κυριότητας της καθ’ ης η εκτέλεση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», το οποίο τελικώς κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα αντί του ποσού των 1.902.001 ευρώ (βλ. τη με αριθμό …………../11-12-2019 έκθεση κατακύρωσης της ανωτέρω υπαλλήλου του πλειστηριασμού). Στην διαδικασία του πλειστηριασμού η εκκαλούσα στην υπο στοιχείο Α’ έφεση ενεργούσα ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», ειδική διάδοχο της ως άνω επισπεύδουσας, ανήγγειλε αρχικά  με την από 16.12.2019 αναγγελία της :α) προνομιακές απαιτήσεις, συνολικού ποσού  33.923.052,20 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απορρέουσες από το με αριθμό …………/05-5-2006 πρόγραμμα ομολογιακού δανείου, εκδόσεως της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία, επιδικασθείσες με τη με αριθμό …………./24-6-2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) προνομιακές απαιτήσεις συνολικού ποσού 8.855.766,68 ευρώ, πλέον τόκων, απορρέουσες από το με αριθμό …………./22.12.2006 πρόγραμμα ομολογιακού δανείου, εκδόσεως της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας, επιδικασθείσες με τη με αριθμό …………../24-6-2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες (α και β) εξασφαλίζονταν μερικώς με ενιαία προσημείωση υποθήκης ποσού 1.000.000 ευρώ σε βάρος του ως άνω κατασχεθέντος ακινήτου, με ημερομηνία εγγραφής την 19-1-2010, γ) προνομιακές απαιτήσεις συνολικού ποσού 5.026.307,13 ευρώ, πλέον τόκων, απορρέουσες από τη με αριθμό …………../20-11-2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, συναφθείσα μεταξύ της ……. Τράπεζας ως πιστοδότριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως πιστούχου, που εξασφαλίζονταν μερικώς με προσημείωση υποθήκης σε βάρος του ιδίου ακινήτου, ποσού 2.000.000 ευρώ ,με ημερομηνία εγγραφής την 24-11-2006, και δ) προνομιακές απαιτήσεις συνολικού ποσού 11.731.417,89 ευρώ, πλέον τόκων, απορρέουσες από τη με αριθμό …………../19.07.2006 ιδιωτική σύμβαση δανείου, συναφθείσα μεταξύ της ………….. Τράπεζας ως πιστώτριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως πιστούχου, που εξασφαλίζονταν μερικώς με προσημείωση υποθήκης σε βάρος του αυτού ακινήτου, ποσού 2.895.000 ευρώ, με ημερομηνία εγγραφής την 19-7-2006.  Περαιτέρω, ζήτησε οι κατά τα ως άνω αναγγελθείσες απαιτήσεις της να καταταγούν στο πλειστηριασμό: α. κατά το ειδικό τους προνόμιο και την τάξη τους και έως το ποσό των προσημειώσεων υποθήκης, στο ποσοστό του πλειστηριάσματος στο οποίο κατατάσσονται απαιτήσεις με ειδικά προνόμια, και β. κατά το μη καλυπτόμενο από το ποσό των προσημειώσεων υποθήκης μέρος των απαιτήσεων, ως εγχειρόγραφες. Ακολούθως, αυτή με την από 18.12.2019 αναγγελία της, ανήγγειλε και μη προνομιακές απαιτήσεις της ως άνω εταιρείας ειδικού σκοπού, συνολικού ποσού 2.053.255,86 ευρώ, πλέον τόκων, απορρέουσες από το οριστικό κατάλοιπο της με αριθμό ……………/30.11.2006 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, συναφθείσας μεταξύ της «…………..» ως πιστώτριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως πιστούχου, για τις οποίες ζήτησε να καταταγούν στο πλειστηριασμό ως εγχειρόγραφες. Στην ίδια διαδικασία ανήγγειλε απαιτήσεις της κατά της καθής η εκτέλεση, μεταξύ άλλων δανειστών, και η  πρώτη εφεσίβλητη στην υπο στοιχεία Α έφεση,  με την από 17-12-2019 αναγγελία της, συνολικού ποσού 8.000.878,93 ευρώ. Ακολούθως,  η ως άνω συμβολαιογράφος – υπάλληλος του πλειστηριασμού, προαφαίρεσε από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, ποσού 1.902.001 ευρώ, τα έξοδα της εκτέλεσης, που τα υπολόγισε σε ποσό 11.448,74 ευρώ, και ακολούθως  προέβη στη διανομή   του υπολοίπου ποσού 1.890.552,26 ευρώ,  κατ’ άρθρο 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ως εξής:  Ι. σε ποσοστό 65%, ήτοι σε ποσό 1.228.858,97 ευρώ κατέταξε την προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….» σε προνομιακή ικανοποίηση των προαναφερθεισών υπό στοιχείο δ’ προνομιακών απαιτήσεων της, συνολικού ποσού 11.731.417,89 ευρώ, πλέον τόκων, που εξασφαλίζονταν μερικώς με προσημείωση υποθήκης, ποσού 2.895.000 ευρώ σε βάρος του ως άνω κατασχεθέντος ακινήτου, με ημερομηνία εγγραφής την 19.07.2006, τυχαίως και υπό την αίρεση της τελεσιδικίας αυτών. II. στο 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, ποσού 472.638,07 ευρώ, τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά για ποσό 471.650,02 ευρώ, τη Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας για ποσό 9,99 ευρώ, καθώς και το Α’ Περιφερειακό ΚΕΑΟ Αθηνών για ποσό 978,05 ευρώ, και ΙΙΙ. στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, ποσού 189.055,23 ευρώ, κατέταξε συμμέτρως, μεταξύ λοιπών αναγγελθεισών μη προνομιούχων απαιτήσεων έτερων δανειστών, συνολικού ποσού, 154.637.306,83 ευρώ (στις οποίες περιλαμβάνεται και η απαίτηση ποσού 5.867.679,78 ευρώ, που ανήγγειλε η …………, την οποία εσφαλμένα αναφέρει στην ανακοπή της η ………….. ως αναγγελθείσα απαίτηση από την καθής η ανακοπή-εκκαλούσα ……………), τις ως άνω αναγγελθείσες με την από 17-12-2019 αναγγελία της εγχειρόγραφες απαιτήσεις της …………….., πρώτης εφεσίβλητης στην υπο στοιχείο Α’ έφεση, ποσού 8.009.878,93 ευρώ, και δη στο ποσό των 6.790,38 ευρώ καθώς και όλες τις λοιπές (εγχειρόγραφες αλλά και προνομιούχες μη καταταγείσες στο 65%) αναγγελθείσες απαιτήσεις της εκκαλούσας στην ίδια έφεση, ποσού 60.360.940,80 ευρώ, στο συνολικό ποσό των 51.171,01 ευρώ. Ωστόσο, η ως άνω κατάταξη των απαιτήσεων της εκκαλούσας στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, τυγχάνει μερικώς εσφαλμένη, διότι σε αυτό συμμέτρως με τις απαιτήσεις των αναγγελθέντων απλών εγχειρογράφων δανειστών δύνανται να καταταγούν οι ως άνω απαιτήσεις, μόνον ως προς το ποσό που δεν καλύπτονται από τη προσημείωση, που τις εξασφαλίζει, και συνεπώς έχουν χαρακτήρα εγχειρόγραφης απαίτησης, οπότε και δεν δύναται να γίνει λόγος για διπλή κατάταξη τους, όπως αβασίμως διατείνεται η πρώτη εφεσίβλητη-ανακόπτουσα, και πλέον συγκεκριμένα,  οι απαιτήσεις ποσού 33.923.052,20 ευρώ και 8.855.766,68 ευρώ (=42.778,88 ευρώ), που εξασφαλίζονταν με ενιαία προσημείωση, ποσού 1.000.000 ευρώ για το ποσό των 41.778.818,88 ευρώ, η απαίτηση ποσού 5.026.307,13 ευρώ, που εξασφαλίζονταν με προσημείωση, ποσού 2.000.000 ευρώ, για το ποσό των 3.026.307,13 ευρώ, η απαίτηση ποσού 11.731.417,89 ευρώ, μέρος της οποίας κατετάγη προνομιακώς στο 65%, που εξασφαλίζονταν με  προσημείωση, ποσού  2.895.000 ευρώ,  για το ποσό των 8.836.417,89 ευρώ. Εξάλλου, και η ως άνω εκκαλούσα με τις προαναφερόμενες αναγγελίες της, ζήτησε ρητώς την κατάταξη των απαιτήσεων της  ως προνομιακών, μόνον έως το ποσό που αυτές καλύπτονταν από τις αντίστοιχες  προσημειώσεις, ενώ κατά το υπερβάλλον ζήτησε αυτές να καταταγούν ως απλές εγχειρόγραφες.  Ως εκ τούτου, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων  της ως άνω εκκαλούσας, που δύναται να καταταγεί συμμέτρως στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος ανέρχεται σε 55.694.799,76 ευρώ και όχι σε 60.360.940,80 ευρώ και συνακόλουθα η εκκαλούσα πρέπει να καταταγεί αντιστοίχως για το ποσό των 48.224,30 ευρώ [189.055,23 ευρώ (το 10% διανεμητέου πλειστηριάσματος) χ 55.694798,88 ευρω : 218.341.984,64 ευρώ (ήτοι 154.637.306,83 + 8.009.878,93+ 55.694.799,76 ευρώ, το σύνολο γενικώς των αναγγελθέντων εγχειρόγραφων απαιτήσεων)] και όχι για το ποσό των 51.171,01 ευρώ για το οποίο κατετάγη, με συνέπεια να πρέπει να αποβληθεί κατά το υπερβάλλον ποσό των 2.946,71 ευρώ (51.171,01ευρώ -48.224,30 ευρώ) και στη θέση της να καταταγεί η ανακόπτουσα ………. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά, δεχόμενο ότι δεν δύναται να καταταγούν συμμέτρως οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της εκκαλούσας-καθής η ανακοπή, που εξασφαλίζονταν μερικώς με προσημείωση, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού λόγου της (αρ.κατ. ………../2020) ανακοπής,  και απέβαλε αυτήν για το συνολικό ποσό των 42.078,75 ευρω, ακολούθως δε κατέταξε σε αυτό οριστικά την ανακόπτουσα-πρώτη εφεσίβλητη, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του ερευνώμενου λόγου της  έφεσης.  Μετα ταύτα η υπό κρίση (αρ. κατ. ………./2023) έφεση πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιο της, και το Δικαστήριο τούτο, αφού κρατήσει και δικάσει την με αριθμό κατάθεσης ………./ 2020 ανακοπή να την κάνει δεκτή μερικώς ως προς τον σχετικό λόγο της ως ουσιαστικά βάσιμη και να μεταρρυθμίσει αντιστοίχως τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, ώστε να αποβληθεί η καθής η ανακοπή  ως προς το ποσό των 2.946,71 ευρώ και να καταταγεί σε αυτό η ανακόπτουσα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα  της τελευταίας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν μερικώς , κατά τον λόγο της νίκης της, σε βάρος της καθής η ανακοπή και να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης στην εκκαλούσα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΙΧ.. Με το δεύτερο λόγο της με αριθμό κατάθεσης ……../2023 έφεσης το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του τρίτου λόγου της με αριθμό κατάθεσης ……../ 2020 ανακοπής του, περί μη (διπλής) κατάταξης του και στο 10% του ποσού του πλειστηριάσματος, που προορίζεται για την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών, για τις αναγγελθείσες, και ήδη μερικώς καταταγείσες ως προνομιακές κατ’άρθρο 975 παρ.5 ΚΠολΔ στο ποσοστό 25% του ως  άνω ποσού διανεμητέου πλειστηριάσματος, απαιτήσεις του, και δη συμμέτρως με αυτές της πρώτης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης, όγδοης, ένατης, δέκατης και  ενδέκατης  των εφεσιβλήτων. Ο ως άνω λόγος της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη,  η βούληση του  νομοθέτη, που όρισε στο άρθρο 977 παρ.3  του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015  και τυγχάνει εφαρμογής για τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονται, όπως εν προκειμένω, μετά την 1-1-2016, ότι, επί μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου»,  δεν ήταν να κατατάσσονται διπλά στο 10% του πλειστηριάσματος σε βάρος των μη προνομιούχων εγχειρόγραφων δανειστών και όσοι  προνομιούχοι  αναγγελθέντες δανειστές δεν μπόρεσαν  τυχόν να ικανοποιηθούν  από το 25% και 65% του ποσού του πλειστηριάσματος, καθόσον, εάν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση   θα το όριζε ρητά.  Αντιθέτως,  σκοπός του ήταν να υπάρχει κίνητρο και για τους μη προνομιούχους, εγχειρόγραφους δανειστές να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος οφειλέτη τους, εφόσον γνωρίζουν ότι μέρος του πλειστηριάσματος θα διατεθεί εκ του νόμου για τις δικές τους μόνο εγχειρόγραφες απαιτήσεις, ο οποίος διατυπώνεται πλέον σαφώς στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως προσφάτως τροποποιήθηκε με το ν. 4842/2021. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα όσα περί του αντιθέτου διατείνεται το ανακόπτον με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Μετα ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης που να αφορά  τους ως άνω εφεσιβλήτους, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη ως προς την πρώτη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη, δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη των εφεσιβλήτων (προσθέτως παρεμβαίνουσας υπερ της πέμπτης ανακόπτουσας), και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των πρώτης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης, ενδέκατης και δωδέκατης των  εφεσιβλήτων, που παραστάθηκαν στη συζήτηση  της έφεσης και υπέβαλαν σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, όμως, μειωμένα (άρθρα 176 ΚΠολΔ συνδ. με  άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957).

IX. Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιό της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 1281/2011). Περαιτέρω, από το άρθρο 61 § 1 του ΝΔ 356/1974 “Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)”, που ορίζει ότι:1. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου κατά οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται για τις μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού απαιτήσεις του από κάθε αιτία, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 2. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, για τις οποίες κατατάχθηκε το Δημόσιο, θεωρούνται ληξιπρόθεσμες ως προς τη διανομή του πλειστηριάσματος. καθώς και από το άρθρο 55 § 1 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι “Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ` ου ο πλειστηριασμός, δι` αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι` έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας” σαφώς προκύπτει, ότι για το ορισμένο των απαιτήσεων του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, αρκεί να προσδιορίζονται αυτές με βάση τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγγελία των ίδιων απαιτήσεων κατά το προαναφερόμενο άρθρο 55 § 1 του ΚΕΔΕ (ΑΠ 891/2022, ΑΠ 613/2021 ΝΟΜΟΣ).

X. Με τον πρώτο λόγο της ως άνω έφεσής το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, παραπονείται για την απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, περί εσφαλμένης κατάταξης των απαιτήσεων του από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους ως έχουσες γενικό προνόμιο πέμπτης αντί του ορθού τρίτης τάξης, στο 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος.

XI. Όπως προκύπτει από τη παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου του δικογράφου της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/ 2020 ανακοπής του ως άνω εκκαλούντος, αυτό εξέθετε, ότι με τις υπ’αριθμ. …………/2019 και ………. /2019 αναγγελίες του, ανήγγειλε στην διαδικασία του πλειστηριασμού δια των Προϊσταμένων της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και ΔΟΥ Γλυφάδας αντίστοιχα,  απαιτήσεις του, για οφειλές της καθ` ής η εκτέλεση  ανώνυμης εταιρίας, συνολικού ποσού 38.256.086,72 ευρώ και 811,78 ευρώ, αντίστοιχα, που τυγχάνουν προνομιούχες κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. και είναι ληξιπρόθεσμες, αφού από την ταμειακή τους βεβαίωση, όπως αναφέρεται στον πιο άνω πίνακα χρεών και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, έχουν παρέλθει οι προθεσμίες του άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε, αναφερόμενο κατά τα λοιπά, όσον αφορά στα επί μέρους κονδύλια των απαιτήσεών του, στην σχετική αναγγελία και στον συνημμένο σ` αυτήν πίνακα χρεών που έχει ενσωματωθεί στο δικόγραφο της ανακοπής του. Ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος – συμβολαιογράφος, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο κατέταξε αυτό στο ποσοστό του 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, δια του Προϊσταμένου της   ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά,  για απαίτηση ποσού 944,87 ευρώ από ΦΠΑ στη τρίτη τάξη των γενικών προνομίων (άρθρο 975 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ άπασες τις λοιπές απαιτήσεις του εκ της ανωτέρω αναγγελίας του κατέταξε συμμέτρως στην πέμπτη τάξη αυτών, μαζί με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του δεύτερου καθού η ανακοπή  (και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου) ΕΦΚΑ  (ήδη  e-EΦΚΑ), συνολικού ποσού 79.487,81 ευρώ,  και δη κατέταξε αυτό δια του Προϊσταμένου της   ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά για το ποσό των 470.705,15 ευρώ και δια του Προϊσταμένου της   ΔΟΥ  Γλυφάδας για το ποσό των 9,99 ευρώ, και το δεύτερο καθού-εφεσίβλητο δια του Α’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθήνας για το ποσό των 978,05 ευρώ, παρά το γεγονός  ότι οι με αριθμούς 4,6,7 8, 10, 11,12, και 13 απαιτήσεις του, που αναφέρονται στην ………/2019 αναγγελία του, αφορούν σε επιρριπτόμενους και παρακρατούμενους φόρους,  και δη η με αριθμό εγγραφής 4  από αμοιβή  από ελευθέριο επάγγελμα, οι με αριθμούς εγγραφής 6 , 7 και 8  από φόρο τόκων, οι με αριθμούς εγγραφής 10 και 13 από  αμοιβές ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ/ΕΡΓΟΛΑΒΩΝ, η με αριθμό εγγραφής 12 από Φ.Μ.Υ, είναι δηλαδή γενικώς προνομιούχες τρίτης τάξης, και συνεπώς έπρεπε να  καταταγούν συμμέτρως με την απαίτηση του ιδίου από ΦΠΑ.   Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η ένδικη ανακοπή τυγχάνει πλήρως ορισμένη  ως προς τον δεύτερο λόγο της, διότι στο δικόγραφό της διαλαμβάνονται τα θεμελιωτικά και εξειδικεύοντα τις απαιτήσεις του ανακόπτοντος- εκκαλούντος πραγματικά περιστατικά κατά τον απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου 55 §1 ΚΕΔΕ προσδιορισμό. Ειδικότερα, στην συμπεριλαμβανομένη σε αυτήν  υπ’αριθμ. …………./2019 αναγγελία και τον συνοδεύοντα αυτήν πίνακα χρεών αναγράφεται το όνομα της οφειλέτριας, καθής η εκτέλεση, ο ΑΦΜ αυτής, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων, η ημεροχρονολογία βεβαίωσης του κάθε χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο αναγόταν, το είδος του χρέους, το ποσό του βασικού χρέους, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και το συνολικό ποσό της απαίτησης (βασικό χρέος + προσαυξήσεις). Το είδος δε του καθενός χρέους περιγραφόταν μεν συντομογραφικώς με τη διατύπωση ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ, ΦΟΡΟΣ ΤΟΚΩΝ, ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ /ΕΡΓΟΛΑΒΩΝ, Φ.Μ.Υ, κατά τρόπο όμως μη δημιουργούντα οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το είδος αυτού (χρέους).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε  τον ως άνω λόγο της ανακοπής του εκκαλούντος ως αόριστο, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά ουσιαστική παραδοχή του ερευνώμενου λόγου της έφεσης.  Μετα ταύτα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της, ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο της και το Δικαστήριο τούτο  να κρατήσει και να δικάσει την με αριθμό …………/ 2020  ανακοπή και να εξετάσει τον ως άνω δεύτερο λόγο της περαιτέρω ως προς την βασιμότητα του.

XII. Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό  …………/2019  αναγγελία του ανακόπτοντος-εκκαλούντος  Ελληνικού Δημοσίου, που υπέβαλε δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά,  αναγγέλθησαν στον  πλειστηριασμό απαιτήσεις του, για οφειλές της καθ` ής η εκτέλεση ανώνυμης εταιρίας, συνολικού ποσού 38.256.086,72 ευρώ, που τυγχάνουν προνομιούχες κατά τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. και είναι ληξιπρόθεσμες, καθόσον από την ταμειακή τους βεβαίωση, όπως αναφέρεται στο συνημμένο σε αυτήν  πίνακα χρεών και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, έχουν παρέλθει οι προθεσμίες του άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες: η με αριθμό εγγραφής 1  απαίτηση από ΦΠΑ με στοιχεία βεβαίωσης …../22-5-2009, ποσού 439,52 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και 505,45 ευρώ (προσαυξήσεις), η με αριθμό εγγραφής 4  απαίτηση από  «ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ»  με στοιχεία βεβαίωσης ……./17-6-2009, ποσού 69.217,62 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και  87.214,20 ευρώ (προσαυξήσεις), η με αριθμό εγγραφής 6  απαίτηση από ΦΟΡΟ ΤΟΚΩΝ  με στοιχεία βεβαίωσης  …../ 17-6-2009, ποσού  55.690,52 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και  70.170,06 ευρώ (προσαυξήσεις), η με αριθμό εγγραφής 7 απαίτηση από  ΦΟΡΟ ΤΟΚΩΝ με στοιχεία βεβαίωσης  4494/17-6-2009, ποσού 28.977,42 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και  36.511,55 ευρώ (προσαυξήσεις), η με αριθμό εγγραφής 8  απαίτηση από ΦΠΑ με στοιχεία βεβαίωσης ……/17-6-2009, ποσού 326.022,14 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και  410.787, 90 ευρώ (προσαυξήσεις), η με αριθμό εγγραφής 10  απαίτηση από  «ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ/ ΕΡΓΟΛΑΒΩΝ» με στοιχεία βεβαίωσης …../17-6-2009, ποσού  125.144,69 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και 157.682,31 ευρώ (προσαυξήσεις), η με αριθμό εγγραφής 11 απαίτηση  «ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ/ ΕΡΓΟΛΑΒΩΝ» με στοιχεία βεβαίωσης …../17-6-2009, ποσού  94.945,36 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και  119.631,15 ευρώ (προσαυξήσεις), η με αριθμό εγγραφής 12 απαίτηση Φ.Μ.Υ, με στοιχεία βεβαίωσης ……/17-6-2009, ποσού  5.972,19 ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και  7.524,96 ευρώ (προσαυξήσεις), και η με αριθμό εγγραφής 13 απαίτηση  «ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ» με στοιχεία βεβαίωσης ……/17-6-2009, ποσού  19.938,87ευρώ (κεφάλαιο -τόκοι) και  25.122,98 ευρώ (προσαυξήσεις). Οι εν λόγω απαιτήσεις, συνολικού ποσού 1.641.498,89 ευρώ κατατάσσονται στη τρίτη τάξη των γενικών προνομίων σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 975 παρ.3 εδ.γ’ ΚΠολΔ, καθόσον αφορούν σε απαιτήσεις 944,97 ευρώ από φόρο προστιθέμενης αξίας και 1.640.553,92 ευρώ από παρακρατούμενους φόρους (από αμοιβές μισθωτών υπηρεσιών, ελευθέρων επαγγελματιών και από τεχνικές υπηρεσίες (άρθρο 62 ν. 4172/2013).  Ωστόσο, ο  επί του πλειστηριασμού υπάλληλος- συμβολαιογράφος, όταν, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, κατέταξε με αυτόν στο ποσοστό του 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, και στη τρίτη τάξη των γενικών προνομίων μόνον την απαίτηση ποσού 944,87 ευρώ από ΦΠΑ (άρθρο 975 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ άπασες τις λοιπές αναγγελθείσες απαιτήσεις  εκ της ανωτέρω αναγγελίας του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς κατέταξε συμμέτρως στην πέμπτη τάξη αυτών, μαζί με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Γλυφάδας,  αλλά και του δεύτερου καθού η ανακοπή  (και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου) ΕΦΚΑ  (ήδη  e-EΦΚΑ), και συγκεκριμένα κατέταξε αυτές μερικώς  για το ποσό των 470.705,15 ευρώ, ενώ τις αναγγελθείσες δια του Προϊσταμένου της   ΔΟΥ  Γλυφάδας απαιτήσεις κατέταξε για το ποσό των 9,99 ευρώ, και το δεύτερο καθού-εφεσίβλητο δια του Α Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθήνας για το ποσό των 978,05 ευρώ. Η ως άνω κατάταξη, όμως, είναι εσφαλμένη, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς οι ως άνω απαιτήσεις του ανακόπτοντος-εκκαλούντος, ποσού 1.640.553.92 ευρώ έπρεπε να καταταγούν ως γενικώς προνομιούχες τρίτης τάξης πριν από τις απαιτήσεις  της πέμπτης τάξης, όπου  κατετάγη   τελικώς ο δεύτερος καθού η ανακοπή-εφεσίβλητος, ο οποίας, σημειωτέον,  δεν προσέβαλε επιτυχώς την κατάταξη του. Συνεπώς, ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να αποβληθεί το δεύτερο καθού η ανακοπή και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο  κατά το ποσό που κατετάγη, δηλαδή των 978,05 ευρώ, και να καταταγεί στη θέση του το ανακόπτον-εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα  του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του δεύτερου  καθού η ανακοπή λόγω της ήττας του, όμως, μειωμένα (άρθρα 176 ΚΠολΔ συνδ. με  άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ :α) την  από 4-1-2023 με αρ. εκθ. καταθ. ……../ 2023 έφεση, ερήμην του τρίτου εφεσιβλήτου και αντιμολία των λοιπών διαδίκων και β) την απο 23- 1-2023 με αρ. εκθ. καταθ. ………../2023 έφεση ερήμην του δεύτερου, όγδοης, ένατης και δέκατης των εφεσιβλήτων  και αντιμολία των λοιπών διαδίκων, κατά της με αριθμό 3318/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την με αρ. εκθ. καταθ. ………/ 2023 έφεση ως προς το δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρασταθέντος δεύτερου εφεσίβλητου του παρόντος  βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την με αρ. εκθ. καταθ. ……../ 2023 έφεση ως προς τη πρώτη εφεσίβλητη.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  τη με αριθμό 3318/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που έκανε μερικώς δεκτή την με αριθμό …………./2020 ανακοπή.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του  με αριθμό   …………./ 2022  παραβόλου.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την ως άνω ανακοπή .

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την ανακοπή  ως ουσιαστικά βάσιμη.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον με αριθμό …………/23-1-2020 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., ώστε να αποβληθεί η καθ’ής από αυτόν κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (2.946,71 ευρώ)  και να καταταγεί στη θέση της η ανακόπτουσα, πλέον του ποσού για το οποίο ήδη κατετάγη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μερικώς τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας-πρώτης εφεσίβλητης  αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της καθής η ανακοπη-εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την με αρ. εκθ. καταθ. ………/ 2023 έφεση και απορρίπτει αυτήν στην ουσία της ως προς τη πρώτη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη, δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη των εφεσιβλήτων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης έκτης, έβδομης, ενδέκατης και δωδέκατης των  εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, και τα ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της τη με αρ. εκθ. καταθ. ……../ 2023 έφεση  ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  τη με αριθμό 3318/ 2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που απέρριψε τον δεύτερο  λόγο  της με αριθμό  …………./2020  ανακοπής.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την ως άνω ανακοπή ως προς τον λόγο αυτό.

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την ανακοπή  ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον δεύτερο λόγο της.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον με αριθμό …………/23-1-2020 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., ώστε να αποβληθεί το δεύτερο καθού  από το ποσό των εννιακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών (978,05 ευρώ) και να καταταγεί στη θέση του το ανακόπτον, πλέον του ποσού για το οποίο κατετάγη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος-εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του δεύτερου καθού η ανακοπή-δεύτερου εφεσίβλητου και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Μαρτίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων   δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ