Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 539/2018

Αριθμός 539/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Από τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1, 4, 33 παρ. 2 του Ν. 3190/1955 και 3 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ προκύπτει ότι οι διαφορές για την έξοδο εταίρου από εταιρεία περιορισμέ­νης ευθύνης ένεκα σπουδαίου λόγου και τον προσδιορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής του, δικάζονται από το Μονο­μελές Πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ περί ασφαλιστικών μέτρων. Οι διαφορές όμως αυτές δεν είναι ασφαλιστικά μέτρα ή προς αυτά εξομοιούμενα ρυθμιστικά μέτρα, ούτε η παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλι­στικών μέτρων, η οποία γίνεται για ταχύτε­ρη εκδίκασή τους, μεταβάλλει τη φύση τους. Με την απόφα­ση, δηλαδή, του Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά. Έτσι, στις δι­αφορές αυτές δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 699 του  ΚΠολΔ, κατά το οποίο αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν προσβάλλονται με κα­νένα ένδικο μέσο, αλλά, κατά την άποψη που επικρατεί πλέον πάγια στη νομολογία, οι αποφάσεις που εκδίδονται σ΄ αυτές υπόκεινται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (ΟλΑΠ 745/1986, ΑΠ 1628/2010, ΑΠ 1071/1996, ΑΠ 1675/1995, ΕφΛαρ 158/2016, ΕφΘεσσαλ 605/2013, ΕφΑθ 192/2010, ΕφΑθ 7255/2009, ΕφΠατρ 764/2009, ΕφΑθ 2280/2008, ΕφΠειρ 443/2008, ΕφΑθ 8828/2000). Κατά συνέπεια η κρινόμενη από 2-12-2016 (αρ. καταθ. …….) έφεση της καθ΄ ης η αίτηση, ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ΄ αρ. 986/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ. 1294/2013 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), [η οποία, ως μη οριστική απόφαση (1294/2013), συμπροσβάλλεται αναγκαίως (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ)], που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ), κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, επί αιτήσεως του αιτούντος, ήδη εφεσίβλητου, εταίρου της καθ΄ ης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για την έξοδό του από αυτή και για τον προσδιορισμό της αξίας της μερίδας του, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στην καθ΄ ης η αίτηση, ήδη εκκαλούσα, με επιμέλεια του αιτούντος, ήδη εφεσίβλητου, την 2-11-2016 (βλ. την υπ΄ αρ. … έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ……..), ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 2-12-2016 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η συμπροσβαλλόμενη (αναγκαίως) απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. …… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012.

Με την από 20-8-2012 (αρ. καταθ. …) αίτησή του, ο αιτών, ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι είναι εταίρος της καθ` ης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο  «….» και «…..», με έδρα τον ….., ήδη εκκαλούσας. Ζήτησε, δε για τους αναφερόμενους σ΄ αυτή (αίτηση) σπουδαίους λόγους που συνίσταται στη διατάραξη των σχέσεων αυτού και των λοιπών εταίρων του στην καθ΄ ης ΕΠΕ, να του επιτραπεί η έξοδός του από την εν λόγω εταιρεία, να προσδιορισθεί από το Δικαστήριο η αξία της μερίδας συμμετοχής του σ΄ αυτήν στο ποσό των 333.333,33 ευρώ, να του αποδοθεί η αξία της εταιρικής συμμετοχής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η καθ΄ ης  στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1294/2013 μη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αίτηση είναι νόμιμη ως προς το αίτημά της να επιτραπεί στον αιτούντα η έξοδός του από την εν λόγω εταιρεία, ότι είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς το αίτημά της να αποδοθεί στον αιτούντα η αξία της εταιρικής του συμμετοχής που θα προσδιοριστεί από το ως άνω (πρωτοβάθμιο) Δικαστήριο, καθώς επίσης ότι είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, αφού περαιτέρω έκρινε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση όπως επιτραπεί στον αιτούντα η έξοδός του από την εταιρεία, ανέβαλε την οριστική του απόφαση, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο  προκειμένου να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη που θα διεξαγόταν με την  φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (απόφαση) αναφερόμενα. Μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με την από 21-12-2015 κλήση του καλούντος – αιτούντος, επαναφέρθηκε η ως άνω αίτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο αυτό (πρωτοβάθμιο) με την υπ΄ αρ. 986/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε την υπ΄ αρ. καταθ. …….. αίτηση, επέτρεψε στον αιτούντα …. την έξοδό του από την καθ΄ ης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «….» και «…..», που εδρεύει στον …. και επί της οδού …., προσδιόρισε την πραγματική αξία της μερίδας συμμετοχής του αιτούντος ….. στην καθ΄ ης εταιρεία «. ….» στο ποσό των διακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα πέντε (299.775) ευρώ και καταδίκασε την καθ΄ ης στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 2-12-2016 (αρ. καταθ. …..) έφεση με την οποία συμπροσβάλλεται αναγκαίως και η υπ΄ αρ. 1294/2013 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου  (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), η ηττηθείσα καθ΄ ης η αίτηση και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση) και να απορριφθεί καθ΄ ολοκληρία η ένδικη αίτηση του εφεσίβλητου.

Κατά το άρθρο 33 του Ν. 3190/1955 «Περί Εταιρειών Περιωρισμένης Ευθύνης», όπως ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,: «1. Το καταστατικόν δύναται να περιλαμ­βάνη διατάξεις περί δικαιώματος των εταίρων όπως εξέλθωσι της εταιρείας υπό ωρισμένας προϋποθέσεις. 2. Πας εταί­ρος δύναται να εξέλθη της εταιρείας ένεκα σπουδαίου λόγου κατόπιν αποφάσεως του Προέδρου των Πρωτοδικών. Διά της αυτής αποφάσεως προσδιορίζεται και η αξία της μερίδος συμμετοχής του εξερχομένου εταίρου κατ΄ ανάλογον εφαρμογήν του άρθρου 29 παρ. 1 και παρ. 4. 3. Υφισταμένου σπουδαίου λόγου το Δικαστήριον αιτήσει παντός διαχειριστού ή εταίρου δύναται να αποκλείση της εταιρείας τινά ή τινάς των εταίρων εφ΄ όσον ελήφθη περί τούτου απόφασις της συνελεύσεως. Από της καταβολής εις τον αποκλειόμενον εταίρον της αξίας της μερίδας συμμετοχής αυτού προσδιοριζομένης κατά τα εν άρθρω 29 παρ. 1 και παρ. 4 οριζόμενα η εταιρεία συνεχίζεται μεταξύ των λοιπών». Από τις ανωτέρω δι­ατάξεις προκύπτει ότι το καταστατικό της ΕΠΕ μπορεί να προβλέπει τη δυνατότη­τα εξόδου του εταίρου χωρίς να την εξαρτά από τη συνδρομή σπουδαίου λόγου. Τούτο ορίζει και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται το δικαίωμα εξόδου, ακό­μη δε είναι δυνατόν να περιλαμβάνει δια­τάξεις αναφερόμενες στην τύχη της μερί­δας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου και την σ΄ αυτόν καταβολή αποζημιώσεως ή την απόδοση της αξίας της μερίδας συμμετοχής του, ορίζοντας και τον τρόπο υπολογισμού της, το ύψος της και τον τρό­πον αποδόσεώς της (καταβολής της) μετά την άσκηση του καταστατικού δικαιώματος εξόδου. Αν το καταστατικό δεν ρυθμίζει τα της αποδόσεως της αξίας της μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, εφόσον ρητώς δεν την αποκλείει, και δεν επι­τευχθεί συμφωνία ως προς την αξία της, αυτή προσδιορίζεται από το Δικαστήριο, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 2 του άνω άρθρου. Το κατά την παρ. 1 του άνω άρθρου δικαίωμα του εταίρου να εξέλθει της εταιρείας ασκείται με μονομερή δήλωσή του, που πρέπει να απευθυνθεί προς την εταιρεία και έχει νομική ενέργεια από τη λήψη της από τον διαχειριστή ή διαχειριστές και εκπροσώπους της εταιρείας (άρθρο 167 του ΑΚ). Η ενέργεια της δηλώσεως αυτής είναι η ίδια με αυτή της διαπλαστικής δικαστικής αποφάσεως της παρ. 2 του άνω άρθρου, η οποία επιτρέπει την έξοδο του εταίρου για σπουδαίο λόγο, δεν απαιτείται δε δικαστι­κή απόφαση για να αναπτυχθεί η ενέργειά της αυτή. Η κατά την παρ. 2 σχετική με την έξοδο αίτηση του εταίρου εισάγεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 3 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ), που δικάζεται, όπως προεκτέθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διάδικος δε στην ως άνω δίκη που αφορά την κατάστα­ση της εταιρείας είναι η ίδια η εταιρεία (ΑΠ 1071/1996, ΕφΘεσσαλ 605/2013, ΕφΑθ 192/2010, ΕφΑθ 2280/2008, ΕφΑθ 6338/2006, ΕφΑθ 8396/2005, ΕφΑθ 2809/1996). Η απόφαση που θα εκδοθεί θα εμπεριέχει την αναγνώριση του δικαιώματος του εταί­ρου να εξέλθει από την εταιρεία, την αναγνώριση της πραγματικής αξίας της εταιρι­κής του συμμετοχής, αλλά και τη διάπλαση της νομικής σχέσης μεταξύ του εταίρου και της εταιρείας (ΕφΛαρ 158/2016). Συγκεκριμένα με την ίδια απόφαση προσδιορίζεται και η αξία της μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 29 του ίδιου ως άνω νόμου. Στην παρ. 1 του τελευταίου αυτού άρθρου προβλέπεται ότι στο καταστατικό δεν μπορεί να ορίζεται ότι απαγορεύεται η μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου λόγω θανάτου ή προικός, μπορεί όμως να ορίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, ότι το μερίδιο θα εξαγοράζεται από πρόσωπο υποδεικνυόμενο από την εταιρεία, στην πραγματική του αξία, που προσδιορίζει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών (ήδη Μονομελές Πρωτοδικείο). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 22, 41 και 42 του ίδιου ως άνω νόμου (3190/1955), καθώς και εκείνες των άρθρων 42α, 42δ, 43 και 43α του Κ.Ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιρειών», που εφαρμόζονται αναλόγως, προκύπτει ότι ο εξερχόμενος της εταιρείας εταίρος δικαιούται να λάβει την πραγματική αξία των μεριδίων του, η οποία υπολογίζεται για την περίπτωση εξόδου του απ΄ αυτήν για σπουδαίο λόγο, κατά το χρόνο συζητήσεως της σχετικής αιτήσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Η ανωτέρω πραγματική αξία της μερίδας συμμετοχής, σε αντιδιαστολή με την ονομαστική αξία που προκύπτει από το καθοριζόμενο στο καταστατικό ελάχιστο ποσό μερίδας συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο, προσδιορίζεται λογιστικώς με βάση την καθαρή εταιρική περιουσία, η οποία διαιρούμενη με τον αριθμό των εταιρικών μεριδίων δίνει την αξία καθενός απ΄ αυτά (μερίδια). Όμως, η αξία της πραγματικής μερίδας του εξερχόμενου από την εταιρεία εταίρου, δεν εξάγεται μόνο με βάση τον κατά τον χρόνο της εξόδου ενδεικτικώς αναγραφομένων στον ετήσιο ισολογισμό μεμονωμένων στοιχείων της επιχείρησης, αλλά και από άλλα στοιχεία, όπως αφανή αποθεματικά και άυλα αγαθά, δηλαδή φήμη, πελατεία, επωνυμία, σήμα, καθώς και από εκκρεμείς υποθέσεις, ζημίες προηγούμενων χρήσεων, υποχρεώσεις προς τρίτους κλπ, και συγκεκριμένα ο λογιστικός προσδιορισμός της περιουσίας της εταιρείας θα γίνει, προκειμένου να καθορισθεί η καθαρή μερίδα του εξερχόμενου εταίρου, βάσει του ενεργητικού και παθητικού που παρουσιάζει η εταιρεία κατά τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως του τελευταίου στο Μονομελές Πρωτοδικείο για την έξοδό του απ΄ αυτήν για σπουδαίο λόγο (ΑΠ 1280/2012, ΑΠ 1628/2010). Ειδικότερα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22, 29 παρ. 1 και 4, 33 παρ. 2, 41, 42 του Ν. 3190/1955, 42 α – 42 δ, 43 α του Ν. 2190/1920, συνάγεται ότι η έξοδος εταίρου της ΕΠΕ για σπουδαίο λόγο αποτελεί, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των κρατούντων στις προσωπικές εταιρίες, περίπτωση μερικής λύσης και μερικής εκκαθάρισης της ΕΠΕ, λόγω της οποίας ο εξερχόμενος εταίρος δικαιούται να λάβει την «αξία εκκαθάρισης» της εταιρικής του μερίδας ή – κατ΄ άλλη διατύπωση – δικαιούται να αξιώσει κάθε ποσό, που θα δικαιούταν, αν κατά το χρόνο της τελεσιδικίας της απόφασης, που επιτρέπει την έξοδό του, γινόταν λύση και εκκαθάριση της εταιρείας. Στην περίπτωση, πάντως, της ΕΠΕ ρητά προβλέπεται από το νόμο ότι ο εξερχόμενος εταίρος δικαιούται να λάβει την πραγματική αξία των αποτελούντων τη μερίδα του εταιρικών μεριδίων. Ο νόμος συνδέει πάντοτε την καταβολή της αξίας συμμετοχής με πραγματική μείωση του κεφαλαίου. Η αξία, δηλαδή, της μερίδας συμμετοχής καταβάλλεται από την εταιρική περιουσία, η οποία μειώνεται αντίστοιχα. Η ονομαστική και η πραγματική αξία του εταιρικού μεριδίου μόνο κατά το χρόνο σύστασης της εταιρείας συμπίπτουν, ενώ μετά από αυτήν η πραγματική αξία μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από την ονομαστική, τούτο δε απεικονίζεται στον σχετικό ισολογισμό της εταιρείας. Πραγματικά, προκειμένου περί ΕΠΕ, ο ισολογισμός αποτελεί το πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει να επιχειρείται η εξακρίβωση της αληθινής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, αφού, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της εταιρείας. Εφόσον, όμως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εξομοιώνεται η έξοδος του εταίρου προς τη μερική λύση της εταιρείας, προκύπτει ότι, κατ΄ αρχήν, ως βάση υπολογισμού της αποζημίωσης δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ο ετήσιος ισολογισμός, ο οποίος δεν περιλαμβάνει στοιχεία, όπως τα αφανή αποθεματικά, η πελατεία, η φήμη, η οργάνωση και η απόδοση της επιχείρησης, αλλά θα πρέπει, τουλάχιστον, να καταρτιστεί ειδικός «ισολογισμός εκκαθάρισης», που θα εμφανίζει την πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας. Η εξομοίωση, δηλαδή, της εξόδου με μερική λύση δεν θα πρέπει να λειτουργήσει σε βάρος, αλλά υπέρ του εξερχόμενου εταίρου. Εξάλλου, ως πραγματική αξία της μερίδας συμμετοχής εκλαμβάνεται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, η αγοραία αξία, δηλαδή η τιμή, που ένας ανεπηρέαστος τρίτος θα έδινε για την απόκτησή της, ο οποίος, όπως είναι προφανές, θα λάβει υπόψη του κατά τον καθορισμό της προσφερόμενης τιμής και τα άυλα στοιχεία της επιχείρησης, όπως η φήμη, η πελατεία κ.λ.π. Η άποψη αυτή βρίσκει και νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 β΄ του ΝΔ 3323/1955, από την οποία προκύπτει, έμμεσα αλλά με σαφήνεια, ότι ως πραγματική αξία θεωρείται, από φορολογική άποψη, η αγοραία αξία, δεδομένου ότι αυτή περιλαμβάνει και άυλα στοιχεία υπό την προαναφερθείσα έννοια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο υπολογισμός της αποζημίωσης του εξερχόμενου εταίρου με βάση αποκλειστικά τα επιδεκτικά αναγραφής στον ετήσιο ισολογισμό μεμονωμένα στοιχεία της επιχείρησης οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις. Ο ετήσιος ισολογισμός, που συντάσσεται στο τέλος της εταιρικής χρήσης, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί την αποκλειστική βάση υπολογισμού της αποζημίωσης του εξερχόμενου εταίρου, δεδομένου ότι επιτελεί εντελώς διαφορετική λειτουργία, αποβλέπει, δηλαδή, στη διαπίστωση κερδών ή ζημιών κατά τη συγκεκριμένη εταιρική χρήση και δεν αντικατοπτρίζει, κατά κανόνα, την αληθινή περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας, επειδή δεν περιλαμβάνει ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως τα αφανή αποθεματικά, τις εκκρεμείς υποθέσεις, την πελατεία, τη φήμη κ.λ.π. (ΑΠ 1628/2010, ΕφΠειρ 63/2012, ΕφΑθ 6338/2006, ΕφΑθ 804/2003, ΕφΘεσ 2386/2005). Γι΄ αυτό, για τον υπολογισμό της πραγματικής αξίας της μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, απαιτείται η κατάρτιση ειδικού ισολογισμού που να εμφανίζει την πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας κατά τον χρόνο της εξόδου. Αντίστοιχα ισχύουν και για τις εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρείας, που μπορούν, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής αξίας με βάση την απόδοση της επιχείρησης, τις ζημίες προηγουμένων χρήσεων, υποχρεώσεις προς τρίτους κ.λ.π. (ΕφΑθ 842/2017, ΕφΘεσ 2386/2005, ΕφΔωδ 186/2003). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1, 6, 10 επ., 13, 14 επ., 16 επ., 20, 26, 27 επ., 29, 33, 34, 38 επ. και 44 του Ν. 3190/1955 προκύπτει, ότι ο εταιρικός τύπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) χαρακτηρίζεται τόσο από στοιχεία κεφαλαιουχικά όσο και από στοιχεία προσωπικά, που αφορούν στις σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους και προς την εταιρεία. Απ΄ αυτό συνάγεται ότι ανεξάρτητα από την ύπαρξη διαχειριστών και τα αναγνωριζόμενα στη μειοψηφία δικαιώματα, μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο για την έξοδο κάποιου εταίρου από την ΕΠΕ, κατ΄ άρθρο 33 του ως άνω νόμου, αλλά και για τη δικαστική λύση της, κατ΄ άρθρο 44 παρ. 1 περ. γ`, πλην άλλων, και η σοβαρή διαταραχή των προσωπικών και εταιρικών σχέσεων των εταίρων και οι συνεχείς διαφωνίες και διενέξεις τους, συνεπαγόμενες την αδυναμία συνεργασίας τους για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση του σπουδαίου λόγου για τον οποίο λύεται με (διαπλαστική) δικαστική απόφαση η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεν προϋποτίθεται η ύπαρξη υπαιτιότητας των λοιπών εταίρων ή των εκπροσώπων της εταιρείας, ούτε η έλλειψη υπαιτιότητας του ζητούντος την έξοδο εταίρου ή τη λύση της εταιρείας, αλλά η υπαιτιότητα του τελευταίου (αιτούντος) στην ίδρυση του σπουδαίου λόγου δύναται κατά τις περιστάσεις να θεμελιώσει ένσταση από το άρθρο 281 του ΑΚ (ΑΠ 1127/1988, ΕφΑθ 2406/2011, ΕφΑθ 192/2010, ΕφΑθ 2280/2008).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων …………. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση υπ΄ αρ. 1294/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις ανωμοτί καταθέσεις του αιτούντος και του …….., διαχειριστή της καθ΄ ης εταιρείας, που περιέχονται (οι καταθέσεις) στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως της 29 Ιουλίου μετά από διακοπή κατά την 26 Ιουλίου 2016, την από 25-9-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος δυνάμει της ως άνω υπ΄ αρ. 1294/2013 αποφάσεως πραγματογνώμονος ………, Οικονομολόγου, η οποία κατατέθηκε στις 25-9-2015 συνταγείσας σχετικώς της υπ΄ αρ. ….. έκθεσης κατάθεσης πραγματογνωμοσύνης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων το έγγραφο του …, που διατηρεί λογιστικό-φοροτεχνικό γραφείο, με θέμα «………» και το από 15-10-2012 έγγραφο του …….., Οικονομολόγου – Φοροτεχνικού, με θέμα «ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ ……..», και την εν γένει διαδικασία, (σημειώνοντας ότι η εκκαλούσα στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς το οποίο εξέδωσε την προαναφερόμενη υπ΄ αρ. 986/2016 οριστική απόφαση, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ΄ ης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης συστάθηκε υπό την επωνυμία «……..» με έδρα τον …. δυνάμει του υπ΄ αρ. ……. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό κατάθεσης …. και δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο υπ΄ αρ. 10495/29-12-1999 φύλλο της ΕτΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), μεταξύ του ……, του ….. και του …….., ήδη αιτούντος. Σκοπός της εταιρείας ήταν, κατά το άρθρο 3 του καταστατικού της, 1) η τροφοδοσία και ο εφοδιασμός πλοίων, ξενοδοχείων, κοινωφελών ιδρυμάτων, εστιατορίων και γενικά κάθε επιχείρησης φυσικού και νομικού προσώπου, καθώς και η εκμετάλλευση μπαρ, εστιατορίων, κυλικείων κλπ και CATERING, 2) η εκμετάλλευση παιχνιδιών με κερματοδέκτη και η εμπορία ειδών δώρου, ρουχισμού, εσωρούχων κλπ και 3) κάθε είδους εισαγωγές και εξαγωγές και συναφείς προς τα παραπάνω εργασίες. Η διάρκεια της εταιρείας ορίστηκε αρχικά δεκαετής, το δε εταιρικό της κεφάλαιο, το οποίο ορίστηκε στο ποσό των 6.000.000 δραχμών, διαιρούμενο σε εξακόσια (600) εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας εκάστου δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών, είχε καταβληθεί ολοσχερώς στο ταμείο της καθ΄ ης από τους τρεις εταίρους της ισομερώς, δηλαδή καθένας από αυτούς κατέβαλε δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές, η δε μερίδα συμμετοχής του αποτελείτο από διακόσια (200) εταιρικά μερίδια. Η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπηση της εταιρείας ανατέθηκε (άρθρο 10) στους εκ των εταίρων ……. και ……, οι οποίοι δεσμεύονται και εκπροσωπούν την εταιρεία σε κάθε πράξη διαχείρισης και διάθεσης, σύμφωνα με το σκοπό της, ενεργούντες από κοινού ή ο καθένας χωριστά, δυνάμενοι να διορίζουν αντιπροσώπους τους με ειδικό πληρεξούσιο. Ακολούθως, το καταστατικό της καθ΄ ης τροποποιήθηκε ως εξής: α) δυνάμει του υπ΄ αρ. ……. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά με αρ. καταθ. …. και δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο υπ΄ αρ. 6418/2001 φύλλο της ΕτΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), τροποποιήθηκε το άρθρο 3 παρ. 1 του καταστατικού της, που αφορά το σκοπό της και ορίστηκε ότι σκοπός της εταιρείας είναι η τροφοδοσία και ο εφοδιασμός πλοίων, ξενοδοχείων, κοινωφελών ιδρυμάτων, εστιατορίων και γενικά κάθε επιχείρησης φυσικού και νομικού προσώπου, καθώς και η εκμετάλλευση μπαρ, εστιατορίων, Σνακ-μπαρ (snack-bar), κυλικείων, καφετεριών, ζαχαροπλαστείων, αναψυκτηρίων κλπ, καθώς και CATERING, β) δυνάμει του υπ΄ αρ. … συμβολαίου μετατροπής εταιρικού κεφαλαίου και τροποποίησης καταστατικού της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που καταχωρήθηκε στα αυτά ως άνω βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό μητρώου …. και αρ. καταθ. …. και δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο υπ΄ αρ. ….. φύλλο της ΕτΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), αποφασίστηκε η μετατροπή του υφιστάμενου εταιρικού κεφαλαίου σε ευρώ και η αύξηση του κεφαλαίου της κατά το ποσό των 391,78 ευρώ, ώστε το εταιρικό κεφάλαιο ανέρχεται πλέον σε 18.000 ευρώ, σύμφωνα με το νόμο, διαιρούμενο σε 600 εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας εκάστου 30 ευρώ, οπότε εφεξής καθένας από τους τρεις εταίρους συμμετείχε στην καθ΄ ης με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από 200 εταιρικά μερίδια ονομαστικής αξίας εκάστου 30 ευρώ και συνολικής αξίας 6.000 ευρώ, γ) δυνάμει του υπ΄ αρ….. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά . …, που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με αρ. ….. και δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο υπ΄ αρ. …. φύλλο της ΕτΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), αυξήθηκε το εταιρικό κεφάλαιο κατά 78.750 ευρώ, ώστε να ανέλθει στο ποσό των 96.750 ευρώ, διαιρούμενο το ποσό της αύξησης σε 2.625 εταιρικά μερίδια, αξίας καθενός 30 ευρώ, το οποίο καλύφθηκε από όλους τους εταίρους κατά το λόγο συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο με αποτέλεσμα εφεξής καθένας από αυτούς να συμμετέχει στην εταιρεία με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από 1.075 εταιρικά μερίδια αξίας καθενός 30 ευρώ, δ) δυνάμει του υπ΄ αρ. …… συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά ….., που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με αρ. … και δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο υπ΄ αρ. …. φύλλο της ΕτΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), παρατάθηκε ο χρόνος διάρκειάς της για 20 ακόμα χρόνια και τροποποιήθηκε ανάλογα το σχετικό άρθρο 4 του καταστατικού της και τέλος, ε) δυνάμει του υπ΄ αρ. … συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά …….που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με αρ. …… και δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο υπ΄ αρ. …… φύλλο της ΕτΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), τροποποιήθηκε – συμπληρώθηκε το άρθρο 1 του καταστατικού της αναφορικά με το διακριτικό τίτλο της, ο οποίος ορίστηκε ότι θα είναι «…….», για την εύρυθμη λειτουργία του υποκαταστήματος της καθ΄ ης η αίτηση, το οποίο βρίσκεται στην ……, ο διακριτικός τίτλος θα είναι στη στεριά «……» και αναφορικά με τα υποκαταστήματα που ήδη υπάρχουν ή αυτά που θα ιδρύσει η εταιρεία στο μέλλον εν πλω ο διακριτικός τίτλος θα είναι «…….». Επομένως, καθένας από τους τρεις εταίρους και δη ο αιτών ….., ο ……. και ο …… συμμετέχει στην καθ΄ ης με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από 1.075 εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας εκάστου 30 ευρώ, διαχειριστές δε της καθ΄ ης από τη σύστασή της μέχρι σήμερα είναι οι δύο εταίροι της …… και ……, ενεργούντες από κοινού ή χωριστά ο καθένας κατά τα ανωτέρω. Από το έτος 2011 παρουσιάστηκαν στις προσωπικές και εταιρικές σχέσεις των εταίρων προβλήματα, τα οποία εντάθηκαν στη συνέχεια και επήλθε οριστική ρήξη τους, συνεπεία δε αυτών έχει επέλθει απώλεια εμπιστοσύνης μεταξύ τους και αδυναμία συνεργασίας και επίτευξης του εταιρικού σκοπού. Τα αίτια, που προκάλεσαν την κατάσταση αυτή και ως προς τα οποία υπάρχει πλήρης διαφωνία μεταξύ των εταίρων, δεν ερευνώνται, καθόσον στην ένδικη υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα υπαιτιότητας (ΑΠ 1759/2014, ΕφΘεσ 605/2013, ΕφΑθ 192/2010). Τα ως άνω περιστατικά συνιστούν τον από τις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 2 του Ν. 3190/1955 σπουδαίο λόγο για την έξοδο του αιτούντος εταίρου, γι΄ αυτό συντρέχει νόμιμη περίπτωση προς τούτο. Περαιτέρω, σχετικά με τον υπολογισμό της πραγματικής αξίας της μερίδας συμμετοχής του αιτούντος στην καθ΄ ης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, θα ληφθεί υπόψη, αυτή που είχε κατά το χρόνο συζήτησης της αιτήσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι την 19-2-2013 (ΑΠ 752/2014, ΑΠ 1280/2012, ΕφΑθ 158/2016). Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως [με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι ο χρόνος της συζήτησης της ένδικης αίτησης δεν είναι η 19-2-2013, κατά την οποία εκδικάσθηκε η αίτηση και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την αναγκαίως συμπροσβαλλομένη απόφασή του (1294/2013) διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, αλλά η 26-7-2016 και μετά από διακοπή η 29-7-2016, ημερομηνία που συζητήθηκε η ένδικη αίτηση και επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (986/2016) και συνεπώς ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του προσδιόρισε την πραγματική αξία συμμετοχής του αιτούντος σ΄ αυτήν (καθ΄ ης) την 19-2-2013, αντί κατά τη δικάσιμο του Ιουλίου 2016, έσφαλε], πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, σχετικά με τον υπολογισμό της πραγματικής αξίας της μερίδας συμμετοχής του αιτούντος στην καθ΄ ης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης κατά το χρόνο συζήτησης της αιτήσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (19-2-2013), αυτή πιθανολογείται ότι ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα πέντε (299.775) ευρώ, που αντιστοιχεί στα χίλια εβδομήντα πέντε (1.075) εταιρικά του μερίδια, ονομαστικής αξίας εκάστου τριάντα (30) ευρώ, καθόσον σύμφωνα με την υπ΄ αρ. καταθ. ……. έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα ……., σε συνδυασμό με τα λοιπά προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, η εταιρική περιουσία κατά τον κρίσιμο χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 899.348,05 ευρώ, διαιρούμενη σε 3.225 εταιρικά μερίδια, πραγματικής αξίας εκάστου (899.348,05 : 3.225 =) 278,86 ευρώ. Τούτο δεν ανατρέπεται από την προσκομιζόμενη από την καθ΄ ης από 15-10-2012 «ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ ……», του ………., σύμφωνα με την οποία η καθαρή θέση της καθ΄ ης με βάση τα στοιχεία της εταιρείας από το ισοζύγιο γενικών-αναλυτικών καθολικών στις 31-8-2012 ήταν αρνητική κατά 32.304,96 ευρώ, ενώ κατά την ίδια έκθεση στην πραγματικότητα το ενεργητικό της εταιρείας είναι μειωμένο κατά 499.490,15 ευρώ, που συνεπάγεται αρνητική θέση της εταιρείας κατά το ποσό των 400.133,52 ευρώ, η οποία αποτίμηση είναι εντελώς γενική και αόριστη χωρίς την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων. Εξάλλου, ο ορισθείς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονας συνέταξε την έκθεση πραγματογνωμοσύνης με όσα στοιχεία τέθηκαν υπόψη του παρά την επίμονη πρόσκληση προς την καθ΄ ης να προσκομίσει, τα κατωτέρω αναφερόμενα, σχετικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, η οποία όμως, δεν συνέδραμε την σύνταξή της, όπως όφειλε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της ένδικης εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Αναφορικά με το πρωτοδίκως υποβληθέν αίτημα της καθ΄ ης η αίτηση για συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη, κατ΄ άρθρο 388 του ΚΠολΔ, προκειμένου να καταρτισθεί, επί λέξει, «ειδικός ισολογισμός εκκαθάρισης που θα εμφανίζει την πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας του έτους 2016 ή κατά την χρονική στιγμή της διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης», αυτό είναι μη νόμιμο καθόσον κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος συζήτησης της αίτησης, κατά τα ήδη αναλυτικά εκτεθέντα. Μάλιστα το γεγονός ότι η καθ΄ ης δεν προσκόμισε εντελώς αναιτιολόγητα σε οποιοδήποτε στάδιο τα στοιχεία που της ζητήθηκαν από τον πραγματογνώμονα προκειμένου να προβεί αυτός στη σύνταξη της σχετικής έκθεσης σύμφωνα με την υπ΄ αρ. 1294/2013 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε προέβη η ίδια σε οποιαδήποτε σχετική ενέργεια, πλην των κατωτέρω αναφερομένων (παρά το γεγονός ότι η πραγματογνωμοσύνη διατάχθηκε με την ως άνω απόφαση για να διεξαχθεί με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων), και επέδειξε την περιγραφόμενη στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αντίθετη στις επιταγές του άρθρου 116 του ΚΠολΔ, κατωτέρω αναφερόμενη, συμπεριφορά, θέτει σε σοβαρή αμφιβολία και αμφισβήτηση το εάν θα καταστεί δυνατή η σύνταξη σχετικής έκθεσης, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, οποτεδήποτε, καθόσον απαιτείται προς τούτο σύμπραξή της. Ενδεικτικό είναι ότι όταν ο διορισθείς κατά τα ανωτέρω πραγματογνώμονας απέστειλε προς την καθ΄ ης την από 22-6-2015 «Εξώδικη Δήλωση – Πρόσκληση», επικαλούμενος ότι αυτή (καθ΄ ης) έως τη σύνταξή αυτής (Εξώδικης Δήλωσης – Πρόσκλησης) απέφευγε επιμελώς (και κατ΄ ουσίαν αρνούταν) να του χορηγήσει αντίγραφα των (παρακάτω αναφερόμενων) στοιχείων που είχε ζητήσει κατ΄ επανάληψη προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του, καλώντας την να του παραδώσει αντίγραφα των αναφερόμενων εγγράφων, ήτοι 1) δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2007-2014 (εντύπων Φ01-010,Ε3), 2) δηλώσεων Ε9, 3) δηλώσεων ΦΠΑ εκκαθαριστικών οικονομικών ετών 2007-2014 και περιοδικών ΦΠΑ όλων των μηνών για το διάστημα 1-1-2014 έως 30-4-2015, 4) δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων οικονομικών ετών 2007-2014, 5) ισοζυγίων γενικού καθολικού με ημερομηνία 31-12 των ετών 2006 έως 2014, καθώς και ισοζυγίου γενικού καθολικού με ημερομηνία 30-4-2015, 6) ανάλυσης υποχρεώσεων προς Υπουργείο Οικονομικών, Δήμο και Ασφαλιστικά Ταμεία, 7) συμβάσεων της (καθ΄ ης) με τα συνεργαζόμενα πλοία που βρίσκονταν σε ισχύ κατά τα οικονομικά έτη 2007-2015, 8) αποφάσεων περί διανομής κερδών στους εταίρους και των σχετικών αποδείξεων καταβολής, 9) δανειακών συμβάσεων της (καθ΄ ης), καθώς επίσης να του παραδώσει οποιουδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει χρήσιμο για την υποβοήθηση του έργου του, ήτοι προκειμένου να προβεί στη σύνταξη της σχετικής έκθεσης και θέτοντάς της σχετική προθεσμία τριών (3) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της «Εξώδικης Δήλωσης –  Πρόσκλησης» [η οποία πρόσκληση επιδόθηκε σ΄ αυτήν (καθ΄ ης) την 8-7-2015], αυτή αντί να του παραδώσει τα αιτηθέντα έγγραφα, δήλωσε την ρητή άρνησή της, με την από 9-7-2015 «ΕΞΩΔΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ», που επιδόθηκε στον αιτούντα την 14-7-2015, και προσέφυγε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. καταθ. ……. αίτησή της, με αίτημα την αντικατάσταση του διορισθέντος πραγματογνώμονα, η οποία απορρίφθηκε δυνάμει της υπ΄ αρ. 1762/2015 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου (πρωτοβάθμιου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και έκρινε επίσης ότι δεν απαιτείται η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης ή η συμπλήρωση της ήδη διενεργηθείσας ενόψει του συνόλου των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο δεύτερος λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται  ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μη ορθά και παρά το νόμο απέρριψε το εγγράφως υποβληθέν αίτημά της, σύμφωνα με το άρθρο 388 του ΚΠολΔ, περί ορισμού νέου πραγματογνώμονα, προκειμένου αυτός να διεξάγει τη διαταχθείσα με την υπ΄ αρ. 1294/2013 απόφαση λογιστική πραγματογνωμοσύνη και περί κατάρτισης ειδικού ισολογισμού εκκαθάρισης που θα εμφάνιζε την πραγματική περιουσιακή κατάστασή της (εταιρείας) του έτους 2016, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτό (αίτημα), είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, αφού ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής του αιτούντος είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η 19-2-2013 και όχι ο Ιούλιος 2016. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον σχημάτισε δικανική πεποίθηση από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό για την αξία της μερίδας του εφεσίβλητου κατά την 19-2-2013 και όχι τον Ιούλιο του 2016,και συνεπώς το σχετικό αίτημα που υποβάλλει η εκκαλούσα πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο. Επομένως, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να επιτραπεί η έξοδος του αιτούντος από την καθ΄ ης και να προσδιοριστεί η αξία της εταιρικής του μερίδας στο ποσό των 299.775 ευρώ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια [και δέχθηκε την ένδικη αίτηση, επέτρεψε στον αιτούντα την έξοδό του από την καθ΄ ης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και προσδιόρισε την πραγματική αξία της μερίδας συμμετοχής του (αιτούντος) στην καθ΄ ης εταιρεία  στο ποσό των διακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα πέντε (299.775) ευρώ], ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και συνεπώς η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Το Δικαστήριο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή του παραβόλου, συνολικού ποσού (200) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. …… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 183, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 2-12-2016 (αρ. καταθ. ……) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 986/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της αναγκαίως συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 1294/2013 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Αυγούστου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ