Aριθμός 199/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… (τέρμα οδού ………) (ΑΦΜ ………), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Χρήστο Νικολακόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………. ……….Σ», η οποία εδρεύει στη ……… Αττικής (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόχου ΑΦΜ ……… και ΓΕΜΗ ………..), νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ΄ αριθμ. 2017/1/29.11.2916 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αρ. 153/8.1.2019 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στο ………… της Ιρλανδίας, όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 28 Ιουνίου 2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, δυνάμει του από 25.6.2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων, όπως αυτή έχει καταχωρηθεί νομίμως στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με την υπ’ αρ. πρωτ. …/28-6- 2021 πράξη καταχώρησης Εντύπου Δημοσίευσης Συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 14,16 του Ν. 3156/2003, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Φωτεινή Κλαδευτήρα.
Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5.1.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023) ανακοπή (αρθρ.933 ΚΠολΔ-Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών), κατά της ήδη εφεσίβλητης και προς ακύρωση α) της υπ΄ αριθμ. …………/22.11.2022 Έκθεσης Αναγκαστικής κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………… και β) της από 20.10.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του υπ΄ αριθμ. ………../2016 α΄απογράφου εκτελεστού, της υπ΄ αριθμ ………../2016 διαταγής πληρωμής. Επί της ως άνω ανακοπής εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1611/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με την από 30.8.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2023) έφεσή του, με την οποία αιτήθηκε περαιτέρω την αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (κατ΄ άρθρο 938 παρ 2 ΚΠολΔ) και την έκδοση σημειώματος προσωρινής διαταγής (κατ΄ άρθρο 938 παρ 3 ΚΠολΔ). Δικάσιμος της ως άνω έφεσης ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 1611/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 5-9-2023, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, διότι δεν προέκυψε ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………………../ 2023 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 5-1-2023 και με αρ. καταθ. …………/ 2023 ανακοπή ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητούσε την ακύρωση: 1) της υπ’ αριθ. ………./22-11-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………….., και 2) της από 20-10-2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………../ 2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επι της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Ηδη ο ανακόπτων με την κρινόμενη έφεση του παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή του να γίνει δεκτή, ενώ περαιτέρω αιτείται την αναστολή της σε βάρος του εκτελεστικής διαδικασίας κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης επι της έφεσης.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση και επομένως λόγοι, που δεν περιέχονται στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν με τρόπο διαφορετικό, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας δίκης (ΑΠ 531/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι ως λόγος έφεσης μπορεί να προταθεί παραδεκτά, όχι οποιοδήποτε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά μόνον εκείνο στο οποίο θεμελιώνεται το διατακτικό της, στο πλαίσιο της δίκης περί την εκτέλεση αποκλείεται η προβολή για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό λόγου ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, που δεν είχε προταθεί και ως λόγος ανακοπής, κύριος ή πρόσθετος (ΑΠ 1297/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3078/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΚρητ 13/2021 ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/ Κονδύλης/Νίκας [-Π. Μάζης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 933, αριθ. 24, σελ. 217), καθώς στην περίπτωση αυτή ο λόγος της έφεσης θα είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η πλημμέλεια, που με αυτόν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση, αποκλείεται να επέδρασε στο διατακτικό της, αφού επ’ αυτού, ως μη προταθέντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απεφάνθη. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ασχέτως δηλαδή του εάν ο λόγος είναι οψιγενής ή προαποδεικνύεται, καθόσον ο λόγος ανακοπής επέχει θέση ιστορικής βάσης αγωγής και η βραδεία προβολή του δεν αντιμετωπίζεται από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδ. α και 224 ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως η δυνατότητα καθυστερημένης πρότασης νέου λόγου ανακοπής για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη θα παραβίαζε α) τις δικονομικές αρχές των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της τήρησης προδικασίας, που θεμελιώνονται αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 111 ΚΠολΔ (Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, σελ. 463), β) τη διάταξη του άρθρου 525 ΚΠολΔ, που αποτελεί εκδήλωση της πρώτης από τις ανωτέρω αρχής (Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 717) και κατά την οποία αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης δεν μπορεί να αποτελέσει αίτηση, που δεν υποβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, γ) τη διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που προσδιορίζει τον τρόπο παραδεκτής προβολής νέων λόγων ανακοπής και δ) τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σελ. 217 επ.). Η τελευταία διάταξη, που οφείλει την ύπαρξή της, αφενός, στην πλειονότητα των ελαττωμάτων, που ενδέχεται να βαρύνουν την ίδια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και, αφετέρου, στον περιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε μόνους τους ισχυρισμούς (αντιρρήσεις), που προτάθηκαν με ανακοπή κατ’ αυτής και κρίθηκαν, καθιστά υποχρεωτική την αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των περισσότερων λόγων ανακοπής, που αποτελούν ταυτόχρονα και περισσότερα αντικείμενα δίκης, αφού καθένας τους συνιστά κατ’ ουσίαν ιδιαίτερη και αυτοτελή ανακοπή. Ως εκ τούτου η διάταξη της απόφασης, που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο ανακοπής, συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και αν ο λόγος δεν προταθεί με την ανακοπή ή με δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων δεν δημιουργείται κεφάλαιο, ώστε να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό με την έφεση (ΜΕφΑθ 8/ 2023, ΜΕφΠειρ 425/2021 ΝΟΜΟΣ).
IV. Εν προκειμένω, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών επικαλούμενος την ευδοκίμηση της με αριθμό κατάθεσης …../ …../10-11-2022 ανακοπής και των από 2-1-2023 πρόσθετων αυτής λόγων, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της με αριθμό ……./2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο στην προσβαλλόμενη εν προκειμένω διαδικασία), και την ακύρωση της τελευταίας με την με αριθμό 2437/10-7-2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, επικαλείται το πρώτον ως λόγους ανακοπής κατά της προσβαλλομένης διαδικασίας εκτέλεσης την έλλειψη έγγραφης απόδειξης κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, που τελικώς οδήγησε στην ακύρωση αυτής, και τη συνακόλουθη ακυρότητα της επιταγής, που πλέον στηρίζεται σε άκυρο εκτελεστό τίτλο. Ζητεί δε την ακύρωση για τον λόγο αυτό και της με αριθμό ……./11-7-2023 δήλωσης της εφεσίβλητης περί συνέχισης του πλειστηριασμού, που συνετάγη την επομένη της έκδοσης της ως άνω δικαστικής απόφασης. Ωστόσο οι λόγοι αυτοί απαράδεκτως προβάλλονται για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην νομική σκέψη που προηγήθηκε και πρέπει να απορριφθούν. Σημειώνεται, ότι ο εκκαλών άσκησε κατα της ως άνω δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού την εκ του άρθρου 973 παρ.6 ΚΠολΔ ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την δεκτή με την με αριθμό 1902/2023 απόφαση του και ακύρωσε την εν λόγω πράξη εκτέλεσης.
V. Με τους πέμπτο και τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου και δεύτερου λόγου αντίστοιχα της ανακοπής του, με τους οποίους προβάλλει, με τον μεν πρώτο εξ αυτών, την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης να επισπεύδει τη σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, και με τον δεύτερο, την μη τήρηση εκ μέρους της της προδικασίας, που επιτάσσει το άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, με την κοινοποίηση των εγγράφων που την νομιμοποιούν. Ειδικότερα, αυτός διατείνεται ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται κατ’εξαίρεση ενεργητικά στην προκείμενη εκτελεστική διαδικασία κατ’ άρθρο 2 παρ.4 ν. 4354/2015, διότι αυτή κατέστη διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει σχετικής σύμβασης του ν. 3156/2003 (και όχι του ν. 4354/2015), που συνήψε με την ειδική διάδοχο της αρχικής δανείστριας, εταιρία ειδικού σκοπού, στην οποία μεταβιβάστηκε αυτή (απαίτηση) σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου νόμου. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, και ως τέτοιος ορθώς απορρίφθηκε πρωτοδίκως, διότι όπως κρίθηκε και από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την με αριθμό 1/2023 απόφαση της, κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Συνεπώς, ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο εκκαλών διατείνεται, ότι η επισπευδόμενη σε βάρος του εκτέλεση πάσχει ακυρότητας, επειδή δεν τηρήθηκε η προδικασία, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα δεν συγκοινοποιήθηκε με την επιταγή προς πληρωμή το πλήρες κείμενο της από 25.06.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, από την αρχική δανείστρια που αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο τραπεζική εταιρία «……………» στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας τυγχάνει η εφεσίβλητη, ενώ, επιπλέον, από τον συνδυασμό των συγκοινοποιούμενων εγγράφων, που αφορούν στην μεταβίβαση της απαίτησης (δημοσίευση της σύμβασης σε περίληψη και απόσπασμα του παραρτήματος) δεν προκύπτουν οι όροι της σύμβασης ως προς τυχόν ποσοτικούς και χρονικούς περιορισμούς ή αιρέσεις. Ότι, ειδικότερα, με την συμπροσβαλλόμενη από 20.10.2022 επιταγή προς πληρωμή η εφεσίβλητη, εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, συγκοινοποίησε την υπ’ αριθ. πρωτ. ……/28.06.2021 δημοσίευση στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της παραπάνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης και αντίγραφο αποσπάσματος του παραρτήματος της εν λόγω σύμβασης. Ότι η υπ’ αριθ. …../28.06.2021 δημοσίευση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, η οποία ενσωματώνεται αυτούσια στο δικόγραφο της ανακοπής, έχει ελλιπές περιεχόμενο, διότι σε αυτήν αναγράφονται μόνο τα στοιχεία των συμβαλλομένων, η ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης και το εφαρμοστέο δίκαιο, ενώ το τίμημα δεν προσδιορίζεται ακριβώς, παρά μόνο γίνεται παραπομπή στο άρθρο 3 της σύμβασης, επιπλέον δε, δεν προκύπτουν οι όροι της μεταβίβασης. Ότι στον όρο 3 υπό τον τίτλο «τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων – κύριες διατάξεις» και τον υπότιτλο «(α) Γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης» αναφέρεται: «Απαιτήσεις του Μεταβιβάζοντος (. ……) (α) από δάνεια, εν γένει πιστώσεις, ομολογιακά δάνεια, κοινοπρακτικά ομολογιακά δάνεια προς εξασφάλιση των οποίων υφίστανται (στην πλειονότητα των περιπτώσεων) εμπράγματες εξασφαλίσεις επί εμπορικών, αστικών ή άλλου είδους ακινήτων ευρισκόμενων στην Ελλάδα ή επί πλοίων είτε από δάνεια (επί των οποίων υφίστανται εξασφαλίσεις) προς μικρές επιχειρήσεις β) από άνευ εξασφαλίσεων δάνεια προς μικρές επιχειρήσεις ή καταναλωτικά δάνεια (συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών καρτών) και (γ) χρηματοπιστωτικά προϊόντα, μετά των παρεπόμενων διαπλαστικών δικαιωμάτων και των εξασφαλίσεων αυτών συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, και απαιτήσεων κατά ασφαλιστικών εταιρειών από συνδεόμενες με τα ανωτέρω δάνεια ασφαλιστικές συμβάσεις επί των ενυπόθηκων/προσημειωμένων ακινήτων», ενώ υπό τον υπότιτλο «(γ) Στοιχεία εξατομίκευσης επιχειρηματικών απαιτήσεων», γίνεται παραπομπή σε παράρτημα (12.043 σελίδων), στο οποίο αναγράφονται ο αριθμός του δανείου, το νόμισμα, τα στοιχεία και οι διευθύνσεις των ενεχόμενων προσώπων, καθώς και η περιγραφή των παραχωρηθεισών εξασφαλίσεων. Ότι από το συγκοινοποιούμενο με την επιταγή αντίγραφο του παραρτήματος προκύπτουν μεν τα στοιχεία που εξατομικεύουν τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις από πλευράς ενεχόμενων προσώπων και χορηγηθεισών εξασφαλίσεων, δεν προκύπτει όμως το ύψος της μεταβιβαζόμενης απαίτησης. Ότι επειδή με την επιταγή προς πληρωμή δεν συγκοινοποιήθηκε το πλήρες κείμενο της 25.06.2021 σύμβασης πώλησης, ενώ, επιπλέον από τον συνδυασμό των συγκοινοποιούμένων εγγράφων, που αφορούν στην μεταβίβαση της απαίτησης λόγω τιτλοποίησης (δημοσίευση της σύμβασης σε περίληψη και απόσπασμα του παραρτήματος) δεν προκύπτουν οι όροι της σύμβασης ως προς τυχόν ποσοτικούς ή χρονικούς περιορισμούς αναφορικά με την μεταβίβαση της απαίτησης ή τυχόν αιρέσεις, η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση πάσχει από ακυρότητα, λόγω παράβασης της διάταξης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Και ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι σε περίπτωση ειδικής διαδοχής λόγω τιτλοποίησης απαιτήσεων με βάση τον Ν. 3156/2003, όπως εν προκειμένω, δεν απαιτείται η συγκοινοποίηση με την επιταγή προς πληρωμή του πλήρους κειμένου της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, αλλά αρκεί και ανταποκρίνεται στην πρόβλεψη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ η συγκοινοποίηση της δημοσίευσης σε περίληψη της εν λόγω σύμβασης, με το σχετικό απόσπασμα από το παράρτημα της, από το οποίο προκύπτει η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης σε βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση, καθώς και τη δημοσίευση σε περίληψη της σύμβασης διαχείρισης. Και τούτο, διότι, παρα τους περι του αντιθέτου ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8-10 ν. 3156/ 2003), είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το όρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ.Μ ΕφΠειρ 585/2022, ΜΕφΑθ 832/2022, ΕφΘεσ 177/022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 574/2020 http://www.efeteio-peir.gr /wordpress/?p=6132, ΕφΘεσ 1643/2019 αδημ., Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και delegeferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021). Περαιτέρω, απο τα έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν στον εκκαλούντα σχετικά με την μεταβίβαση της απαίτησης (δημοσίευση της σύμβασης σε περίληψη και απόσπασμα του παραρτήματος), που ενσωματώνονται αυτούσια στην ανακοπή, προκύπτουν τα κρίσιμα στοιχεία, δηλαδή η μεταβίβαση της απαίτησης και το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού υπεισήλθε στη θέση της αρχικής δανείστριας τράπεζας, ενώ από το ως άνω περιεχόμενο του όρου 3 της δημοσίευσης σε περίληψη της σύμβασης πώλησης προκύπτει, ότι στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού μεταβιβάσθηκε το σύνολο της απαίτησης σε βάρος του οφειλέτη από την επίδικη δανειακή σύμβαση, χωρίς χρονικούς ή ποσοτικούς περιορισμούς. Συνεπώς, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται στο απόσπασμα του παραρτήματος το ύψος της μεταβιβαζόμενης απαίτησης, ενόψει μάλιστα του ότι η οφειλή δύναται άλλοτε να αυξάνεται, π.χ με την πρόσθεση τόκων συμβατικών ή υπερημερίας, και άλλοτε να μειώνεται, π.χ με καταβολές του οφειλέτη, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε τον λόγο αυτό. Κατόπιν τούτου και ο ερευνώμενος τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών, διατείνεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VI. Περαιτέρω, η κατάσχεση ουδόλως πάσχει, επειδή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, ενώ ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. (ΕφΠειρ 86/2022, ΕφΑΘ 4901/2000 ΕλλΔικ 2001.776 Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση τόμος Ε σελ.708 αρ.11). Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης του, καθώς επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποια κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (ΜΕφΑθ 3761/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VII. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών επαναφέρει προς κρίση τον απορριφθέντα με την εκκαλουμένη τρίτο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η επιβληθείσα με την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση αναγκαστική κατάσχεση επί του ακινήτου του τυγχάνει άκυρη, λόγω αοριστίας, διότι έγινε για μέρος του ποσού της επιταγής προς πληρωμή, χωρίς να προσδιορίζεται σε ποια επιμέρους κονδύλια αυτής αφορά, ενώ και η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση έχει καταστεί για τον ίδιο λόγο ανεκκαθάριστη. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, ενώ ο εκκαλών επιτάσσεται με την από 20.10.2022 επιταγή προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. ……../2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να καταβάλει στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία “………………..” το συνολικό ποσό των 712.216,80 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής: 1) Για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 700.000 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 25.09.2013 μέχρι την εξόφληση, 2) Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 12.000 ευρώ, 3) Για λήψη απογράφου, τέλος απογράφου, αντίγραφο, νομική συμβουλή, σύνταξη της επιταγής και εντολή προς επίδοση, το ποσό των 130 ευρώ, και 4) Για επίδοση της επιταγής 86,80 ευρώ, και τα υπό τους αριθμούς 2, 3, 4 κονδύλια νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης, ακολούθως, με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιβλήθηκε κατάσχεση σε βάρος ακινήτου του για μέρος του συνολικά επιτασσόμενου ποσού, και συγκεκριμένα για το ποσό των 300.000 ευρώ. Ωστόσο στο ίδιο το δικόγραφο της ανακοπής (παρ. 2.3.8 στη σελίδα 32) αναφέρεται περαιτέρω, ότι ο ως άνω περιορισμός έγινε με ρητό προσδιορισμό ότι το επιμέρους αυτό ποσό αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου, ποσού 700.000 ευρώ, και με ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη ως προς το υπόλοιπο επιτασσόμενο ποσό (Βλ παρ. 2.3.8 στη σελίδα 32 του δικογράφου της ανακοπής). Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με όσα ο εκκαλών διατείνεται, ο ως άνω περιορισμός με την κατασχετήρια έκθεση, με ρητή μνεία ότι το ποσό της κατάσχεσης αφορά σε μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου, είναι σαφής, αφού προσδιορίζονται η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, απορριπτομένου του εξεταζόμενου λόγου της έφεσης ως αβάσιμου.
VIII. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η σωρευόμενη αίτηση αναστολής. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ) ,και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
Απορρίπτει την αίτηση αναστολής.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό ……………/ 2023 παραβόλου.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Απριλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ