Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 235/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   235/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία “………………”, η οποία εδρεύει στην ………. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, η οποία εδρεύει ομοίως στην …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, τις οποίες εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Χαρίσης [ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κοντοσέας [Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία], με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ………., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 10.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../17.12.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 760/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, οι εναγόμενες με την από 26.07.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……/26.07.2022 έφεση και ο ενάγων με την από 22.08.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ………./31.08.2022 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων ορίστηκε αρχικώς η 21.09.2023, κατά την οποία εν τούτοις η εν λόγω υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, κατόπιν δε αυτεπαγγέλτου επαναπροσδιορισμού αυτών, δυνάμει της με αριθμό  75/27.9.2023 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου της Διευθύνσεως του παρόντος Δικαστηρίου, ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτηση αυτών, η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών– εφεσιβλήτων-εναγομένων, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος–εφεσιβλήτου-ενάγοντος δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 26.07.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./26.07.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……………/26-07-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων [Α έφεση] και β) από 22.08.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………./31.08.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../31-08-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β έφεση], οι οποίες στρέφονται κατά της, υπ’ αριθμ. 760/11.03.2022, οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 10.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………../17.12.2020 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευσή της στις 11.03.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Mε την ένδικη αγωγή του, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο ενάγων ……….., ισχυρίστηκε ότι, την 30-10-2019, κατόπιν συμβάσεως ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “……………”, πλοιοκτήτρια του κάτωθι αναφερομένου πλοίου, ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε, στο υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «NX» (το οποίο την 29.1.2020 μετονομάσθηκε σε “BSC.”), 8.125,72 κ.ο.χ., υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……, αντί αμοιβής των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, εφαρμοζομένης μέχρι την αντικατάστασή της από νεότερη. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εν λόγω σύμβασης και δη την 25-5-2019, η πρώτη εναγομένη ανέθεσε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “………….”, η οποία έκτοτε ανέλαβε την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση αυτού. Η εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης λειτούργησε έως την 4-10-2019, οπότε ο ενάγων απολύθηκε λόγω διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου συνεπεία επιθεωρήσεως. Ακολούθως, δυνάμει νεότερης σύμβασης που κατήρτισε ο ενάγων με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, την 31.10.2019, αυτός (ενάγων) ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε, στο ανωτέρω πλοίο, αντί αμοιβής των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, εφαρμοζομένης μέχρι την αντικατάστασή της από νεότερη. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εν λόγω σύμβασης και δη την 4-2-2020, η πρώτη εναγομένη ανέθεσε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, η οποία έκτοτε ανέλαβε την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση αυτού. Η εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης λειτούργησε έως την 14-5-2020, οπότε ο ενάγων απολύθηκε λόγω αδείας έως την 14.6.2020. Τέλος, την 4.7.2020, καθόν χρόνο τον εφοπλισμού του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ειδικότητα, αντί της ίδιας ως άνω αμοιβής. Την 7.9.2020, η πρώτη εναγομένη κατέστη πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, εφόσον έληξε ο εφοπλισμός αυτού. Η σύμβαση αυτή λειτούργησε έως την 30-11-2020, οπότε και λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου. Ο ενάγων περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι, ενόψει των ανωτέρω συμβάσεων, ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε καθόλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ως μέλος του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, με την ειδικότητα του ναύτη, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά κατά τον ένδικο χρόνο, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ ελληνικών λιμένων και στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως (α) καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο επί δεκαέξι [16] ώρες και (β) καθόν χρόνο σε αυτό εκτελούντο εργασίες επισκευής, καθώς επίσης και κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 24.9.2020, επί εννέα [9] ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Σαββάτου και τις Κυριακής και επί ένδεκα [11] ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές ημέρες. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, το σύνολο της πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο, χωρίς να λάβει το σύνολο των, δικαιούμενων υπ’ αυτού,  αναλογούντων στο χρόνο εργασίας του δώρων εορτών, τις εκ του νόμου διανυκτερεύσεις, με αποτέλεσμα να του οφείλεται ανάλογη αποζημίωση, καθώς επίσης και αποζημίωση εκ της μη επαναπρόσληψής του από την εναγομένη, μετά την 14.6.2020, αν και την 14.5.2020 είχε απολυθεί λόγω αδείας, ζητούσε ο ενάγων, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής (α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, να του καταβάλει το ποσό των ευρώ 13.807,41, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 30-11-2020, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής που αφορά αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση, δρομολόγια εξπρές, αναλογία δώρων εορτών και αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης, απαιτήσεις που προέκυψαν από την, αναφερομένη στην αγωγή, παρασχεθείσα από αυτόν εργασία στο ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο η εν λόγω πρώτη εναγομένη ετύγχανε πλοιοκτήτρια αυτού και (β) να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των ευρώ 34.235,31, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 30-11-2020, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, που αφορά αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση, δρομολόγια εξπρές, αναλογία δώρων εορτών, αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης καθώς επίσης και αποζημίωση λόγω μονομερούς, εκ μέρους του πλοιάρχου του πλοίου, καταγγελίας της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, απαιτήσεις που προέκυψαν από την αναφερομένη στην αγωγή παρασχεθείσα από αυτόν εργασία στο ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο κυρία αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη και τον εφοπλισμό του και δη την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευσή του είχε η δεύτερη, της πρώτης εναγομένης ενεχομένης δια του ανωτέρω πλοίου και έως της αξίας του. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 760/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού έγινε δεκτή, ως νόμιμη η ένδικη αγωγή, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 50, 72, 75, 76, 105, 106 του ΚΙΝΔ, 648, 649, 653, 655, 341, 345, 346 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 και τα άρθρα 176, 907, 908 παρ.1 περ. ε και 910 περ.4 ΚΠολΔ και επαρκώς ορισμένη, απορριφθέντος σιωπηρώς του, περί αοριστίας αυτής, ισχυρισμού των εναγομένων, ακολούθως η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της και επιδικάσθηκαν στον ενάγοντα, σε βάρος των εναγομένων τα ακόλουθα ποσά (i) το ποσό των ευρώ 3.128,85 σε βάρος της πρώτης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου και επιπλέον, το ποσό των ευρώ 5.675,67, σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων, της πρώτης εκ των οποίων ως κυρίας του πλοίου, δια και έως της αξίας αυτού, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο υπηρέτησε στο ανωτέρω πλοίο, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εργαζόταν, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα [12] ώρες τριάντα [30] λεπτά ημερησίως καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πλόες και επί εννέα [9] ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών και επί ένδεκα [11] ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες: (ι) καθόν χρόνο στο πλοίο διενεργούντο εργασίες επισκευής, ήτοι κατά τα χρονικά διαστήματα από 31.10.2019 έως 7.11.2019 και από 29.1.2020 έως 3.2.2020, καθώς επίσης και (ιι) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 26.10.2020, αφού απέρριψε ως αόριστο τον, επικουρικώς προβληθέντα υπό των εναγομένων, ισχυρισμό περί καταβολής, έναντι της εν λόγω απαίτησης του ενάγοντος, του ποσού των ευρώ 22.116,03 και ως αβάσιμο στην ουσία του τον ισχυρισμό των εναγομένων περί συμβατικού συμψηφισμού (καταλογισμού) μέρους της εν λόγω απαίτησης του ενάγοντος με, υπέρμετρες των νομίμων αποδοχών του, καταβολές αυτών, ποσού ευρώ 3.371,69 με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και ποσού ευρώ 1.845,53 με αιτιολογία «ρολόγια ναυτών», (ii) σε βάρος της πρώτης εναγομένης, καθόν χρόνο αυτή ήταν πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, για αναλογία δώρων εορτών, το ποσό των ευρώ 134,28 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την, περί μερικής καταβολής, ένσταση της πρώτης εναγομένης για το ποσό των ευρώ 307,85, το ποσό των ευρώ 575,62 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των ευρώ 286,89 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 και το ποσό των ευρώ 546,55 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 και σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ενεχομένων εις ολόκληρον, της πρώτης εκ των οποίων εκ της ιδιότητός της ως κυρίας του πλοίου, δια του ανωτέρω πλοίου της και έως της αξίας του, το ποσό των ευρώ 587,99 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των ευρώ 625,51 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 και το ποσό των ευρώ 501,53 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό των εν λόγω δώρων εορτών και το επίδομα αδείας, αφού απέρριψε ως αόριστη την, εκ ποσού ευρώ 1.297,37, περί μερικής καταβολής, ένσταση των εναγομένων όσον αφορά στις απαιτήσεις του για καταβολή αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020, (iii) το ποσό των ευρώ 341,40 σε βάρος της πρώτης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου και επιπλέον, το ποσό των ευρώ 1.637,29 σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων, ενεχομένων εις ολόκληρον, της πρώτης εκ των οποίων ως κυρίας του πλοίου δια και έως της αξίας αυτού, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, ως υπόλοιπο οφειλομένης πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για δρομολόγια εξπρές που εκτελέσθηκαν από το εν λόγω πλοίο με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, αφού απέρριψε ως αόριστο ισχυρισμό των εναγομένων περί καταβολής του ποσού των ευρώ 4.252,06 έναντι της εν λόγω απαίτησης, καθώς επίσης αφού απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης πρόσθετης αμοιβής για 67,07 εξπρές δρομολόγια με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδο, (iv) το ποσό των ευρώ 821,40 σε βάρος της πρώτης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου και επιπλέον, το ποσό των ευρώ 538,25, σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων, ενεχομένων εις ολόκληρον, της πρώτης εκ των οποίων ως κυρίας του πλοίου δια και έως της αξίας αυτού, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης, αφού απέρριψε ως αόριστο ισχυρισμό των εναγομένων περί μερικής καταβολής του ποσού των ευρώ 244,21, έναντι της εν λόγω απαίτησης και (δ) το ποσό των ευρώ 2.431,14 σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων, της πρώτης εκ των οποίων ως κυρίας του πλοίου, δια και έως της αξίας αυτού, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ως αποζημίωση απολύσεως του ενάγοντος, συνεπεία μονομερούς εκ μέρους του πλοιάρχου του πλοίου καταγγελίας της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αφού δε απέρριψε σιωπηρά την ένσταση των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης των ενδίκων δικαιωμάτων του εκ μέρους του ενάγοντος (α) υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 5.835,00, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 1.12.2020, πλην του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2020, το οποίο επεδίκασε νομιμοτόκως από την 1.1.2021 και (β) υποχρέωσε αμφότερες τις εναγόμενες, της πρώτης εκ των οποίων ως κυρίας του ανωτέρω πλοίου, δι’ αυτού και έως της αξίας του, να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ 11.997,38, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 1.12.2020, πλην του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2020, το οποίο επεδίκασε νομιμοτόκως από την 1.1.2021. Περαιτέρω, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των ευρώ 3.000 όσον αφορά στις, επιδικασθείσες σε βάρος της πρώτης εναγομένης, απαιτήσεις και το ποσό των ευρώ 5.000 όσον αφορά στις, επιδικασθείσες σε βάρος αμφότερων των εναγομένων, απαιτήσεις και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία καθόρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Οι εναγόμενες άσκησαν την υπό στοιχείο Α έφεσή τους, με την οποία πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται (i) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με την κρίση του, περί απορρίψεως της, υπ’ αυτών προβληθείσας, ενστάσεως περί καταχρηστικής άσκησης υπό του ενάγοντος των ενδίκων αξιώσεών του, με τον έβδομο λόγο έφεσης και (ii) σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του (α) επί του κονδυλίου της αιτούμενης από τον ενάγοντα αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, ως προς το οποίο (κονδύλιο), με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από αυτές αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζουν και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτουν στην έφεση τους, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά, καθόσον η εργασία του δεν επεκτείνονταν πέραν των οκτώ ωρών και μόνον κατ΄ εξαίρεση κατ’ ανώτατο όριο εργάσθηκε εννέα ώρες και σπανιότερα, πάντοτε όμως σε έκτακτη περίπτωση δέκα ώρες, εργασία για την οποία έχει ολοσχερώς εξοφληθεί, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, κονδύλιο, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί του οποίου πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, διότι (ι) κατ΄ εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και δη της διατάξεως του άρθρου 216 ΑΚ, απέρριψε τον περί καταβολής ισχυρισμό τους ως αόριστο, τον οποίο επαναφέρουν με τον δεύτερο λόγο έφεσης και (ιι) με τον πρώτο λόγο έφεσης, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί συμβατικού συμψηφισμού (καταλογισμού), στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση, των πρόσθετων παροχών που αυτές κατέβαλαν στον ενάγοντα (με αιτιολογία έκτακτες αμοιβές και ρολόγια ναυτών), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην έφεσή τους και με τη συμφωνία ότι τα ποσά αυτά ηδύναντο να συμψηφισθούν με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή, (β) επί των γενομένων δεκτών, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμων, κονδυλίων δώρων εορτών των ετών 2019 και 2020 και επί των γενομένων δεκτών, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμων, κονδυλίων διαφοράς αμοιβής δρομολογίων εξπρές, ως προς τα οποία (κονδύλια) με τον τρίτο και τέταρτο, αντίστοιχα, λόγο της ένδικης έφεσής τους ειδικότερα ισχυρίζονται ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή αυτού απασχόληση, κονδύλια, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης επί των οποίων πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., ως προς τα οποία ισχυρίζονται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι στις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν, λαμβάνονται υπόψη και το επίδομα αδείας αυτού, αλλά και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 216 ΑΚ, εφόσον απέρριψε ως αόριστο ισχυρισμό τους περί καταβολής του ποσού των ευρώ 307,85 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 και του ποσού των ευρώ 1.297,37 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, ισχυρισμό τον οποίο και επαναφέρουν με τον τρίτο λόγο έφεσης, καθώς επίσης και τον ισχυρισμό τους περί καταβολής του ποσού των ευρώ 4,252,06 για δρομολόγια εξπρές, ισχυρισμό που επαναφέρουν με τον τέταρτο λόγο έφεσης, (γ) επί του γενομένου δεκτού, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμου, κονδυλίου αποζημιώσεως για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης, επί του οποίου (κονδυλίου) με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα που κατονομάζουν και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτουν στην έφεση τους, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) έλαβε τις νόμιμες άδειες διανυκτέρευσης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί του οποίου (κονδυλίου) πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 216 ΑΚ, εφόσον απέρριψε ως αόριστο ισχυρισμό τους περί καταβολής του ποσού των ευρώ 244,21 έναντι της εν λόγω απαίτησης, ισχυρισμό που επαναφέρουν με τον πέμπτο λόγο έφεσης και (δ)  επί του γενομένου δεκτού, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμου, κονδυλίου αποζημιώσεως, λόγω μονομερούς εκ μέρους του πλοιάρχου του πλοίου, καταγγελίας της δεύτερης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί του οποίου πλήττονται και εκ του λόγου ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή αυτού απασχόληση. Ζητούν δε με την έφεσή τους, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η, σε βάρος τους ασκηθείσα ανωτέρω, αγωγή. Επιπλέον, υποβάλλουν αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλαν στον αντίδικό τους το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000,00) ευρώ, που η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε προσωρινά, το οποίο (ποσό) ζητούν νομιμοτόκως από της καταβολής του, ήτοι από την 26-7-2022. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, το οποίο παραδεκτώς εγείρεται από αμφότερες τις εκκαλούσες από άποψη ενεργητικής νομιμοποίησης όσον αφορά στο επιμέρους ποσού των 5.000 ευρώ για το οποίο εκτιμάται ότι αφορά η αίτησή της δεύτερης εναγομένης, εφόσον αυτό το ποσό υποχρεώθηκε, με την εκκαλουμένη απόφαση, να καταβάλει εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), διότι, κατ’ εκτίμηση της ένδικης αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, οι εναγόμενες διατείνονται ότι κατέβαλαν αυτό από κοινού στον ενάγοντα, επιπλέον δε, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 914 ΚΠολΔ και 481 και 489 ΑΚ, συνάγεται ότι, εάν δια της εκκληθείσης αποφάσεως έχει δημιουργηθεί παθητική ενοχή εις ολόκληρον, δια της από κοινού καταβολής της οφειλής, δημιουργείται ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον προς είσπραξη της καταβληθείσας παροχής (εις Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (τόμος Β) υπό το άρθρο 914, σελ. 2366-2367). Εν τούτοις, το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, τυγχάνει νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης αποφάσεως, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 2) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την ανωτέρω υπό στοιχείο Β  έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του (α) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής του για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης (i) κατά το πρώτο σκέλος του, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του σ’ αυτό, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα [12] ώρες και τριάντα [30] λεπτά, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πλόες, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο και (ii) κατά το δεύτερο σκέλος του διότι, δια της εκκαλουμένης αποφάσεως, αν και ορθά έγινε δεκτό ότι κατά τις ημέρες που διενεργούντο επισκευές στο ανωτέρω πλοίο αυτός εργαζόταν επί ένδεκα [11] ώρες τις καθημερινές ημέρες, εν τέλει του επεδίκασε αμοιβή για μία ώρα υπερωριακής εργασίας καθ’ εκάστη των ημερών αυτών, (β) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων αγωγικών κονδυλίων δώρων εορτών ετών 2019 και 2020, με τον δεύτερο λόγο έφεσης όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του διότι (i) συμπεριελήφθη σε αυτές (τακτικές αποδοχές), χαμηλότερο ποσό ως μέσος όρος αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επιπλέον δε (ii) δεν συμπεριελήφθησαν στις τακτικές αποδοχές η κατά μέσο όρο, σε μηνιαία κλίμακα, αμοιβή του για έχμαση οχημάτων εκ ποσού ευρώ 384,34 και το μηνιαίο επίδομα άγονης γραμμής εκ ποσού ευρώ 22,49, αν και οι αμοιβές αυτές του καταβάλλονταν τακτικά και δη κάθε μήνα, (γ) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου αγωγικού κονδυλίου πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με τον τρίτο λόγο έφεσης, όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του διότι (i) συμπεριελήφθη σε αυτές (τακτικές αποδοχές), χαμηλότερο ποσό ως μέσος όρος αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επιπλέον δε (ii) δεν συμπεριελήφθη στις τακτικές αποδοχές του η κατά μέσο όρο μηνιαίως αμοιβή του για έχμαση οχημάτων εκ ποσού ευρώ 384,34 και το επίδομα άγονης γραμμής εκ ποσού ευρώ 22,49, αν και οι αμοιβές αυτές του καταβάλλονταν τακτικά κάθε μήνα, (iii) υπελόγισε εσφαλμένα το μέσο όρο των επιδομάτων εορτών, επιπλέον δε κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, απέρριψε στο σύνολό του το αίτημα επιδίκασης αμοιβής για 67,07 δρομολόγια εξπρές που το πλοίο εκτέλεσε με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου και (δ) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αποζημιώσεως, λόγω μονομερούς, εκ μέρους του πλοιάρχου του πλοίου, καταγγελίας της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεών του, με τον τέταρτο λόγο έφεσης όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, διότι (i) συμπεριελήφθη σε αυτές (τακτικές αποδοχές), χαμηλότερο ποσό ως μέσος όρος αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επιπλέον δε (ii) δεν συμπεριελήφθησαν στις τακτικές αποδοχές του η κατά μέσο όρο μηνιαίως αμοιβή του για έχμαση οχημάτων εκ ποσού ευρώ 384,34 και το επίδομα άγονης γραμμής εκ ποσού ευρώ 22,49, αν και οι αμοιβές αυτές του καταβάλλονταν κάθε μήνα και (iii) υπελόγισε εσφαλμένα το μέσο όρο των επιδομάτων εορτών. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της, περιεχομένης στη με αριθμό …./4-2-2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……….., η οποία ελήφθη ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερμούπολης, ………….., με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. .. και … από 28-1-2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….., της, περιεχομένης στη με αριθμό ……../5-3-2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……….., η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ξάνθης …….., με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. … και …. από 1-3-2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………., της, περιεχομένης στη με αριθμό …./4-6-2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……………, η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ζακύνθου ………….., με επιμέλεια των εναγομένων και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …/1.6.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….., οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρος, χωρίς το γεγονός ότι οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι των εναγομένων, εκ του λόγου ότι έχουν ασκήσει εναντίον τους αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως οι ίδιες διατείνονται, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, όπως επίσης, το γεγονός ότι ο ανωτέρω μάρτυρας που εξετάσθηκε με επιμέλεια των εναγομένων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του, όπως υποστηρίζει ο ενάγων, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και αυτά που για πρώτη φορά προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 ΚΠολΔ), προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: [Ι] Δυνάμει άτυπης συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε την 30-10-2018, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “………….”, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «ΝΧ» (το οποίο ακολούθως και δη την 29.1.2020 μετονομάσθηκε σε  “BSC”), νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιά, με αριθμό …., 8.125,72 κ.ο.χ., υπό το Διεθνές Διακριτικό Σήμα ………. και του ενάγοντος, ………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ΜΓ ….. ναυτικού φυλλαδίου της ΜΓ ναυτικής περιφέρειας, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, έως την 5.4.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε «λόγω κλεισίματος ναυτολογίου», ναυτολογήθηκε δε εκ νέου αυθημερόν, με την ίδια ειδικότητα και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 1.10.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε εκ νέου «λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέον». Ναυτολογήθηκε εκ νέου αυθημερόν και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 4.10.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε «λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως» του εν λόγω πλοίου. Δυνάμει νέας συμβάσεως ναυτικής εργασίας, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο ως άνω πλοίο και με την ίδια ειδικότητα, την 31.10.2019 και εργάσθηκε σε αυτό έως την 1.4.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε «λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέον». Ναυτολογήθηκε εκ νέου αυθημερόν με την ίδια ειδικότητα, εργάσθηκε δε σε αυτό έως την 14.5.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω αδείας έως την 14.6.2020. Ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου την 4.7.2020 και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ειδικότητα έως την 1.10.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε «λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέον». Ναυτολογήθηκε εκ νέου αυθημερόν και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 30.11.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Το εν λόγω πλοίο, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, έως την 17.3.2019, πραγματοποιούσε Μεσογειακούς πλόες. Κατά το χρονικό διάστημα από 17.3.2019 έως και 7.4.2019 ήταν ακινητοποιημένο και εκτελούντο σε αυτό επισκευές, ξεκίνησε δε την εκτέλεση ακτοπλοϊκών τακτικών δρομολογίων, ως αναλύεται ακολούθως, από την 8.4.2019, με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά και προορισμό διάφορα λιμάνια του Αιγαίου. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεων, καταρτίσθηκαν την 8.11.2019 [ήτοι μετά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο την 31.10.2019], την 8.9.2020 [ήτοι μετά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο την 4.7.2020] και την 4.11.2020, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης εταιρείας τρεις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, σύμφωνα με τα οποία, ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε ότι θα ήταν «κλειστός», ανερχόμενος στο ποσό των ευρώ 3.360,63 κατά το πρώτο έγγραφο συμφωνητικό και στο ποσό των ευρώ 3.252,90 κατά το δεύτερο και τρίτο των ανωτέρω εγγράφων συμφωνητικών και θα περιελάμβανε τον βασικό μισθό, το επίδομα Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας της κατηγορίας που υπήγετο το ανωτέρω πλοίο, ο δε ενάγων δεν θα εδικαιούτο άλλη «πληρωμή», πέραν του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 4-10-2019 και από 4-2-2020 έως 7-9-2020, τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου, ήτοι την εκμετάλλευση της ναυτιλιακής επιχείρησης που συγκροτούσε αυτό, είχε παραχωρήσει η πρώτη εναγομένη εταιρεία “………….” στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “………………” δια σχετικών δηλώσεων παραχώρησης του εφοπλισμού αυτού, οι οποίες καταχωρήθηκαν στο οικείο νηολόγιο που τηρείται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά. Κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται υπό τινός των διαδίκων, οι ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος διήποντο από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε την 8.7.2019, κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) την 12.8.2019. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές, εν πλω και στο λιμένα, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508 όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο που, κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ, υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης  = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξά-νεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύτη το ποσό των 1.204,77 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας και δη το ποσό των 265,05 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ, ως επίδομα ιματισμού το ποσό των ευρώ 58,78,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, το ποσό των 433,95 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών  265,05 ευρώ: 22) =  66,81 + 19,98 ευρώ =) 86,79 Χ 5 ημέρες (ενόψει του ότι ο ενάγων είχε τουλάχιστον διετή θαλάσσια προϋπηρεσία)= 433,95 ευρώ].  Με την ίδια ΣΣΝΕ, το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,96 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50%, σε 8,70 ευρώ και σε 10,44 ευρώ, αντίστοιχα. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας, η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα για κάθε μήνα απασχόλησής του, αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές ημέρες καθώς επίσης και τις ημέρες Κυριακές, Σαββάτου και αργιών. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι για υπερωριακή αμοιβή, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά τους μήνες πλήρους απασχόλησης του ενάγοντος, του κατέβαλε τον μήνα Απρίλιο 2019 ποσό ευρώ 461,65, έκαστο των μηνών Μαΐου και Αυγούστου 2019 ποσό ευρώ 467,61, έκαστο των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 2019 ποσό ευρώ 467,62, έκαστο των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019 ποσό ευρώ 476,96, έκαστο των μηνών Ιανουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου 2020 ποσό ευρώ 476,96, έκαστο των μηνών Φεβρουαρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2020 ποσό ευρώ 476,97. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι του κατέβαλε για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά τους μήνες πλήρους απασχόλησής του, τον μήνα Απρίλιο 2019 ποσό ευρώ 611,88, τον μήνα Μάιο 2019 ποσό ευρώ 609,94, τον μήνα Ιούνιο 2019 ποσό ευρώ 605,95, τον μήνα Ιούλιο 2019 ποσό ευρώ 605,95, τον μήνα Αύγουστο 2019 ποσό ευρώ 605,95, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 ποσό ευρώ 551,02, τον μήνα Νοέμβριο 2019 ποσό ευρώ 555,08, τον μήνα Δεκέμβριο 2019 ποσό ευρώ 618,06, τον μήνα Ιανουάριο 2020 ποσό ευρώ 618,06, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 ποσό ευρώ 591,07, τον μήνα Μάρτιος 2020 ποσό ευρώ 618,06, τον μήνα Απρίλιο 2020 ποσό ευρώ 618,06, τον μήνα Αύγουστο 2020 ποσό ευρώ 618,06, τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 ποσό ευρώ 547,83, τον μήνα Οκτώβριο 2020 ποσό ευρώ 419,01 και τον μήνα Νοέμβριο 2020 ποσό ευρώ 531,88. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών που εργάζονταν στο ανωτέρω πλοίο, ορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου, ορίζεται ότι, οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και δεύτερον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι, για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο Ε/Γ-Ο/Γ ΝΧ, ήταν τακτικώς δρομολογημένο από 1-11-2018 έως 31-10-2019 στις τακτικές δρομολογιακές γραμμές: α) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος  – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Ιός –Θήρα, (β) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Πάρος – Πειραιάς, (γ) Πειραιά – Θήρα – Ίος – Νάξος – Πάρος – Μύκονος – Τήνος – Άνδρος – Ραφήνα» (σχετικά με αριθμό πρωτ. 2251.1-1/80847/31-10-2019 ανακοίνωση δήλωσης τακτικής δρομολόγησης περιόδου 2018-2019 του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), από 1-11-2019 έως 31-10-2020 στις τακτικές δρομολογιακές γραμμές: α) Πειραιάς – Πάρος  – Νάξος – (Ίος) – Θήρα, (β) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος  – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Ίος –Θήρα και (γ) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Πάρος -Νάξος – Πειραιά (σχετικά με αριθμό πρωτ. 2251.1-1/78830/31-10-2019 ανακοίνωση δήλωσης τακτικής δρομολόγησης περιόδου 2019-2020 του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) και από 1-11-2020 έως 31-10-2021 στις τακτικές δρομολογιακές γραμμές: α) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Ίος – Θήρα και επιστροφή, (β) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Πάρος -Νάξος – Πειραιά, (γ) Πειραιάς – Θήρα – Ίος – Νάξος – Πάρος – Μύκονος – Τήνος – Άνδρος – Ραφήνα, (δ) Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Εύδηλος – Καρλόβασι – Βαθύ και επιστροφή (ε) Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Άγιος Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ και επιστροφή, (στ) Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Εύδηλος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ και επιστροφή, (ζ) Πειραιάς – Πάρος  – Νάξος – Θήρα και επιστροφή (σχετικά με αριθμό πρωτ. 2251.1-1/72494/30-10-2020 ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης περιόδου 2020-2021 του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο, σε αντικατάσταση άλλων πλοίων, εξυπηρετούσε και άλλες δρομολογιακές γραμμές και δη: [Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 21-5-2019 έως 23-5-2019 και από 8-11-2019 έως 4-2-2020, αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΝΜ στην εκτέλεση των δρομολογιακών γραμμών: (α) «Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Καρλόβασι και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό 2252.1.5.66/43960/2018/12-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, και (β) «Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ Σάμου και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό ………./4-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά προσκομιζόμενες με αριθμό πρωτ. 2252.1.3.66/37142/19 /21-5-2019 και 2252.1.3.66/ 9077/19/31-10-2019 αποφάσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής). [Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 27-10-2020 έως 31-10-2020 και από 1-11-2020 έως 28-2-2021, αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΝΜ στην εκτέλεση των δρομολογιακών γραμμών: (α) «Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ Σάμου – Άγιος Κήρυκος και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό ………./12-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας και (β) «Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ Σάμου και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό ………/4-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά προσκομιζόμενες με αριθμό πρωτ. 2252.1.3.66/71342/20/23-10-2020 και 2252.1.3.66/7308/20/29-10-2020 αποφάσεις του αντικατάστασης του Γενικού Γραμματέα Λ.Λ.Π.Ν.Ε.). [Γ] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 10-9-2019, από 4-2-2020 έως 29-2-2020, από 1.3.2020 έως 31.5.2020, από 2-6-2020 έως 7-9-2020, αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΠ στις δρομολογιακές γραμμές: (α) «Πειραιάς ή Λαύριο – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό ………../13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής, (β) «Πειραιάς ή Λαύριο – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό …………/13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (γ) «Πειραιάς ή Λαύριο –Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό …………../13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (δ) «Ρόδος – Καστελόριζο», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο αρχικώς με τη αριθμό …………../28-2-2019 και ακολούθως με τη αριθμό …………/28-2-2020 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας και (ε) «Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος και Ρόδος – Κάρπαθος – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο αρχικώς με τη αριθμό …………../28-2-2019 και ακολούθως με τη αριθμό ………../28-2-2020 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά με αριθμό πρωτ. 2252.1.3.71/38427/19/24-5-2019 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής και με αριθμό πρωτ. 2251.1-71/7742/4-2-2020, 2252. 1.3.71/ 14724/20/28-2-2020, 2252.1.3.71/20537/20/27-3-2020, 2252.1.3.71/ 29986/ 20/21-5-2020, 2252.1.3.71/32055/20/29-5-2020, 2252.1.3.71/14722/20/28-2-2020 και 2252.1.3.71/32055/20/29-5-2020 απόφαση αντικατάστασης του Γενικού Γραμματέα Λ.Λ.Π.Ν.Ε.). [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 9-6-2020 έως 1-7-2020 αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΠ, στη δρομολογιακή γραμμή «Πειραιάς ή Λαύριο – Θήρα – Ανάφη και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο τελευταίο πλοίο με τη με αριθμό ………./5-6-2020 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά με αριθμό πρωτ. 2252.1.3.71/34246/20/5-6-2020 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Λ.Λ.Π.Ν.Ε.). [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2019 έως 1-10-2019, η οποία παρατάθηκε έως την 4-10-2019, αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΝ στις δρομολογιακές γραμμές: (α) «Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Δονούσα – Αιγιάλη – Αστυπάλαια», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ………/15-12-2009 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (β) «Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Ηρακλειά – Σχοινούσα – Κουφονήσια – Κατάπολα», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ………/15-12-2009 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (γ) «Νάξος – Αστυπάλαια», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό ……./2009 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (δ) «Πειραιάς ή Λαύριο – Νάξος – Δονούσα», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ………./13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας και (ε) «Πειραιάς ή Λαύριο – Πάρος – Νάξος – Ηρακλειά – Σχοινούσα – Κουφονήσια – Κατάπολα», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ………/13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά με αριθμό πρωτ. 2252. 1.3.6/65535/19/10-9-2019 και 2252.1.3.6/70757/19/30-9-2019 αποφάσεις του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής). Προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό των εναγομένων, το ανωτέρω πλοίο, παρεκτός του χρονικού διαστήματος από 31.10.2019 έως και 7.11.2019 και από 29.1.2020 έως και 3.2.2020, που αυτό είχε διακόψει τους πλόες του, διότι εκτελούνταν σε αυτό εργασίες επισκευής εν όψει των ετήσιων επιθεωρήσεών του, εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2019 έως 21.4.2019, 1.5.2019 έως 20.5.2019 και από 8.11.2019 έως 8.12.2019: κάθε Δευτέρα απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00 – αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20) Εύδηλο, όπου κατέπλεε ώρα 23.40, κάθε Τρίτη απέπλεε από το λιμάνι του Ευδήλου ώρα 00.05 για Καρλόβασι (αφ. 01.20-αναχ. 01.50), Βαθύ (αφ. 02.35-αναχ.03.00), Καρλόβασι (αφ. 03.45-αναχ. 04.15), Εύδηλο (αφ. 05.30-αναχ. 05.50), Μύκονο (αφ. 07.50-αναχ. 08.00), Σύρο (αφ. 08.50-αναχ. 09.00), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 12.30 και απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00-αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20), Αγ. Κήρυκο, όπου κατέπλεε ώρα 23.55. Κάθε Τετάρτη αναχωρούσε από το λιμάνι του Αγίου Κηρύκου ώρα 00.15 για Φούρνους (αφ. 00.45-αναχ. 00.55), Καρλόβασι (αφ. 01.55-αναχ. 02.25), Βαθύ (αφ. 03.10-αναχ. 04.00), Χίο (αφ. 06.40-αναχ. 07.00), Μυτιλήνη (αφ. 09.40-αναχ. 10.45), Μύρινα (αφ. 15.15-αναχ. 15.30), Καβάλα (αφ. 19.00-αναχ. 21.30) και κατέπλεε στη Μύρινα ώρα 01.00 της Πέμπτης, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50-αναχ. 06.45), Χίο (αφ. 09.15-αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ. 12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνοι (αφ. 14.50-αναχ. 15.00), Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.30-αναχ. 15.50), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25) με τελικό κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.25. Κάθε Παρασκευή απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.00 για Σύρο (αφ. 20.30 – αν. 20.45), Μύκονο (αφ. 21.35-αναχ. 21.45), Εύδηλο (αφ. 23.40-αναχ. 23.55) κατέπλεε δε ώρα 00.45 της ημέρας του Σαββάτου στο λιμάνι των Φούρνων απ’ όπου απέπλεε για Καρλόβασι ώρα 00.55 για Βαθύ (αφ. 03.00-αναχ. 04.00), Χίο (αφ. 06.20-αναχ. 06.40), Μυτιλήνη (αφ. 09.10-αναχ. 10.15), Μύρινα (αφ. 14.40-αναχ. 15.10) Καβάλα (αφ. 18.45-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της ημέρας Κυριακής στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου απέπλεε ώρα  01.20 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50-αναχ. 06.45). Χίο (αφ. 09.15-αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ. 12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνοι (αφ. 14.50-αναχ. 15.00), Εύδημο (αφ. 15.55-αναχ. 16.15), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.35. Ειδικά την Παρασκευή 19-4-2019, το πλοίο εκτέλεσε έκτακτο δρομολόγιο και δη αναχώρησε ώρα 02.30 από το λιμάνι του Πειραιά για Νάξο (αφ. 07.00 – αν. 07.45) Πειραιά όπου κατέπλευσε ώρα 12.30, αναχώρησε δε εκ νέου ώρα 17.00 προς εκτέλεση του ανωτέρω τακτικού δρομολογίου. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 22.4.2019 έως 30.4.2019: Την 22.4.2019 (Μ. Δευτέρα) απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00-αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20) Εύδηλο (αφ. 23.15 – αναχ. 23.35), Αγ. Κήρυκος (αφ. ώρα 00.25 της Μ. Τρίτης 23.4. 2019 – αναχ. 00.45), Φούρνοι (αφ. 01.15 –  αναχ. 01.25), Καρλόβασι (αφ. 02.25-αναχ. 02.45), Βαθύ (αφ. 03.30-αναχ.04.00), Χίος (αφ. 06.40 – αναχ. 07.00), Μυτιλήνη (αφ. 09.40 – αναχ. 10.45), Μύρινα (αφ. 15.15 – αναχ. 15.30), Καβάλα (αφ. 19.00 – αναχ. 21.30), Μύρινα (αφ. 01.00 επομένης ημέρας Μεγάλης Τετάρτης 24.4.2019 – αναχ. 01.20),  Μυτιλήνη (αφ. 05.50 – αναχ. 06.45), Χίος (αφ. 09.15 – αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ.12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.30-αναχ. 13.50), Φούρνοι (αφ. 14.50 –  αναχ. 15.00), Αγ. Κήρυκος (αφ. ώρα 15.30 – αναχ. 15.50), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25), Πειραιάς όπου κατέπλευσε ώρα 23.25 και απέπλεε εκ νέου ώρα 07.15 της επομένης ημέρας (Μ. Πέμπτη 25.4.2019) για Μύκονο (αφ. 11.10-αναχ. 11.25), Εύδηλο (αφ. 13.15 – αναχ. 13.40), Καρλόβασι (αφ. 14.50-αναχ. 16.00), Εύδηλο (αφ. 17.05 – αναχ. 17.25), Μύκονο (αφ. 19.20-αναχ. 19.35), Σύρο (αφ. 20.20-αναχ. 20.35), Πειραιά όπου κατέπλευσε ώρα 23.55 και απέπλεε εκ νέου ώρα 02.00 της επομένης ημέρας (Μ. Παρασκευή 26.4.2019) για Νάξο (αφ. 06.30 – αναχ. 07.00) Πειραιά (αφ. 11.30 – αναχ. 17.00), Σύρο (αφ. 20.30-αναχ. 20.45), Μύκονο (αφ. 21.35-αναχ. 21.45), Εύδηλο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Φούρνοι (αφ. 00.45 της επομένης ημέρας Μ. Σάββατο 27.4.2019 -αναχ. 00.55), Καρλόβασι (αφ. 01.50 -αναχ. 02.15), Βαθύ (αφ. 03.00-αναχ. 04.00), Χίο (αφ. 06.20-αναχ. 06.40), Μυτιλήνη (αφ. 09.10-αναχ. 10.15), Μύρινα (αφ. 14.40-αναχ. 15.10), Καβάλα (αφ. 18.45) απ’ όπου απέπλευσε την επομένη ημέρα (Κυριακή του Πάσχα) ώρα 21.30 για Μύρινα όπου κατέπλευσε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας 29.4.2019 Δευτέρας του Πάσχα, απ’ όπου απέπλευσε ώρα 01.20 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50-αναχ. 06.45), Χίο (αφ. 09.15-αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ. 12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνοι (αφ. 14.50-αναχ. 15.00), Εύδηλο (αφ. 15.55-αναχ. 16.15), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25) με τελικό κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.25. Την Τρίτη 30.4.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 02.00 για Νάξο (αφ. 07.00 – αναχ. 07.20), Πάρο (αφ. 08.15 – αναχ. 08.35), Σύρο (αφ. 09.35 – αναχ. 09.55), Πειραιά όπου κατέπλευσε ώρα 13.30 και απέπλευσε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00 – αν. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20), Αγ. Κήρυκο (αφ. 23.55) και ακολούθως συνέχισε την εκτέλεση του ανωτέρω υπό στοιχείο [Α] τακτικού δρομολογίου. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 21.5.2019 έως 14.6.2019 και από 8.7.2019 έως 9.9.2019: Την Τρίτη 21.5.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00-αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20) Αγ. Κήρυκο (αφ. ώρα 23.55 – αναχ. 0014 της επομένης ημέρας Τετάρτης 22.5.2019), Φούρνοι (αφ. 04.45 –  αναχ. 04.55), Καρλόβασι (αφ. 01.55-αναχ. 02.25), Βαθύ (αφ. 03.10-αναχ.04.00), Χίο (αφ. 06.40 – αναχ. 07.00), Μυτιλήνη (αφ. 09.40 – αναχ. 10.45), Λήμνος (αφ. 15.15 – αναχ. 15.30), Καβάλα (αφ. 19.00 – αναχ. 21.30), Λήμνο (αφ. 01.00 επομένης ημέρας Πέμπτης 23.5.2019 – αναχ. 01.20),  Μυτιλήνη (αφ. 05.50 – αναχ. 06.45), Χίος (αφ. 09.15 – αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ.12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνοι (αφ. 14.50 –  αναχ. 15.00), Αγ. Κήρυκο (αφ. ώρα 15.30 – αναχ. 15.50), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25), Πειραιάς όπου κατέπλευσε ώρα 23.25 της ιδίας ημέρας Πέμπτης. Το πλοίο απέπλευσε εκ νέου ημέρα Σάββατο 25.5.2019 από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.30 για Αστυπάλαια, όπου κατέπλευσε ώρα 02.00 ημέρας Κυριακής 26.5.2019 και απέπλευσε ώρα 02.20 για Κάλυμνο (αφ. 04.40 – αναχ. 05.10) – Κώ (αφ. 06.10 – αναχ. 06.30) – Νίσυρο (αφ. 07.50 – αναχ. 08.10), Τήλο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Ρόδο (αφ. 11.50 – αναχ. 12.30), Καστελόριζο (αφ. 16.10 – αναχ. 19.00), Ρόδο (αφ. 22.40 – αναχ. 05.00 της ημέρας Δευτέρας 27.5.2019), Κάρπαθο (αφ. 08.40 – αναχ. 08.55), Κάσο (αφ. 10.05 – αναχ. 10.20), Ρόδο (αφ. 14.40 αναχ. 16.00) εκτελώντας ακολούθως, έως την 14.6.2019 και από την 8.7.2019 έως την 9.9.2019 το ακόλουθο τακτικό δρομολόγιο: Κάθε Δευτέρα ώρα 16.00 αναχωρούσε από το λιμάνι της Ρόδου (όπου είχε καταπλεύσει ώρα 14.40) για Τήλο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Νίσυρο (αφ. 19.40-αναχ. 20.00), Κω (αφ. 21.20-αναχ. 21.50), Κάλυμνο (αφ. 22.50), απ’ όπου απέπλεε ώρα 23.10 και κατέπλεε ώρα 01.30 πρωινή της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 01.50, όπου κατέπλεε ώρα 10.20. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.10-αναχ. 22.30), Λειψούς (αφ. 22.55- αναχ. 23.15), Λέρο, όπου κατέπλεε ώρα 23.55, απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.15 της ημέρας Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.10-αναχ. 01.30), Κω (αφ. 02.15-αναχ. 02.45), Σύμη (αφ. 04.55-αναχ. 05.15), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.30-αναχ. 18.30), Σύμη (αφ. 19.35-αναχ. 19.55), Κω (αφ. 22.05-αναχ. 22.35), Κάλυμνο (αφ. 23.20-αναχ. 23.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Λέρου την επομένη ημέρα Πέμπτη και ώρα 00.50 πρωινή, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.10 για Λειψούς (αφ. 01.55-αναχ. 02.10), Πάτμο (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Πειραιά (αφ. 10.10-αναχ. 14.00), Αγ Κήρυκο (αφ. 20.05-αναχ. 20.20), Φούρνους (αφ. 20.45-αναχ. 21.00), Πάτμο (αφ. 22.20-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.05-αναχ. 23.20) και κατέπλεε ώρα 00.50 πρωινή της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Κω (αφ. 02.05-αναχ. 02.25), Νίσυρο (αφ. 03.30-αναχ. 03.45), Τήλο (αφ. 04.35-αναχ. 04.50), Σύμη (αφ. 06.15-αναχ. 06.35), Ρόδο (αφ. 07.35-αναχ. 08.30), Καστελόριζο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.05-αναχ. 17.25), Τήλο (αφ. 18.50-αναχ. 19.05), Νίσυρο (αφ. 19.55-αναχ. 20.10), Κω (αφ. 21.15-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.20- αναχ. 22.50), κατέπλεε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου στους Λειψούς απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.35 για Πάτμο (αφ. 01.05-αναχ. 01.20), Φούρνους (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Αγ. Κήρυκο (αφ. 03.20-αναχ. 03.35) με τελικό κατάπλου τον Πειραιά (αφ. 09.40) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 13.00 για Αστυπάλαια (αφ. 21.20-αναχ. 21.40), Κάλυμνο (αφ. 23.35-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε ώρα πρωινή 00.45 της Δευτέρας στη νήσο Κω, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.15 για Νίσυρο (αφ. 02.20 – αναχ. 02.40), Τήλο (αφ. 03.30 – ανα. 03.50), Ρόδο (αφ. 14.40), απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 εκτελώντας το ως άνω τακτικό δρομολόγιο. Το Σάββατο 1.6.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 16.00) – Αστυπάλαια (αφ. 00.30 της Κυριακής 2.6.2019 – αν. 00.50) – Κάλυμνο (αφ. 03.10 – αν. 03.40) – Κω (αφ. 04.40 – αν. 05.00) – Νίσυρος (αφ. 06.20 – αν. 06.40) – Τήλο (αφ. 07.50 – αν. 08.10) – Ρόδο (αφ. 10.20 αν. 12.00) Καστελόριζο (αφ. 15.40 – αν. 19.00) – Ρόδο (αφ. 22.40). Την Τετάρτη 14.8.2019 το δρομολόγιο επιστροφής από Ρόδο διαμορφώθηκε ως εξής: Ρόδο (αν. 18.30), Σύμη (αφ. 19.35 – αναχ. 19.55) Νίσυρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.40), Κώ (αφ. 22.45 – αναχ. 23.15), Κάλυμνο (αφ. 23.59 – αναχ. 00.20 της επομένης ημέρας Πέμπτης 15.8.2019), Λέρο (αφ. 01.20 – αναχ. 01.40), Λειψοί (αφ. 02.20 – αναχ. 02.30), Πάτμο (αφ. 03.00 – αναχ. 03.20), Πειραιάς (αφ. 10.45). [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από  15.6.2019 έως 7.7.2019: Κάθε Δευτέρα κατέπλεε στο λιμάνι της Κω ώρα 00.45 και απέπλεε ώρα 01.15 για Νίσυρο (αφ. 02.20-αναχ. 02.40), Τήλο (αφ. 03.30-αναχ. 03.50), Ρόδο (αφ. 05.35-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Τήλο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Νίσυρο (αφ. 19.40-αναχ. 20.00), Κω (αφ. 21.20-αναχ. 21.50), Κάλυμνο (αφ. 22.50), απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 23.10 και κατέπλεε ώρα 01.30 πρωινή της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 01.50, όπου κατέπλεε ώρα 10.20. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.10-αναχ. 22.30), Λειψούς (αφ. 22.55-αναχ. 23.15), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.55, απ’  όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 π.μ. της ημέρας Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.10-αναχ. 01.30), Κω (αφ. 02.15-αναχ. 02.45), Σύμη (αφ. 04.45-αναχ. 05.15), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο  (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.30-αναχ. 18.30), Σύμη (αφ. 19.35-αναχ. 19.55), Κω (αφ. 22.05-αναχ. 22.35), Κάλυμνο (αφ. 23.20-αναχ. 23.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Λέρου την επομένη ημέρα Πέμπτη και ώρα 00.50 πρωινή, απ’ όπου αναχωρούσε για Λειψούς (αφ. 01.55-αναχ. 02.10), Πάτμο (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Πειραιά (αφ. 10.10-αναχ. 14.00), Αγ Κήρυκο (αφ. 20.05-αναχ. 20.20), Φούρνους (αφ. 20.45-αναχ. 21.00),  Πάτμο  (αφ. 22.20-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.05-αναχ. 23.20) κατέπλεε δε ώρα 00.50 πρωινή της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Κω (αφ. 02.05-αναχ. 02.25), Νίσυρο (αφ. 03.30-αναχ. 03.45), Τήλο (αφ. 04.35-αναχ. 04.50), Σύμη (αφ. 06.15-αναχ. 06.35), Ρόδο (αφ. 07.35-αναχ. 08.30), Καστελόριζο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.05-αναχ. 17.25), Τήλο (αφ. 18.50-αναχ. 19.05), Νίσυρο (αφ. 19.55-αναχ. 20.10), Κω (αφ. 21.15-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.20- αναχ. 22.50), κατέπλεε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας (Σάββατο) στο λιμάνι των Λειψών απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.35 για Πάτμο (αφ. 01.05-αναχ. 01.20), Φούρνους (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Αγ. Κήρυκο (αφ. 03.20-αναχ. 03.35), Πειραιά (αφ. 09.40) απ’ όπου απέπλεε ώρα 13.00 για Μεστά (αφ. 18.40-αναχ. 19.10), Σιγρί (αφ. 21.40-αναχ. 23.00), κατέπλεε δε ώρα 01.30 πρωινή της επομένης ημέρας Κυριακής στα  Μεστά απ’ όπου απέπλεε ώρα 02.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.40. Από το λιμάνι του Πειραιά απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 13.00 για Αστυπάλαια (αφ. 21.20-αναχ. 21.40), Κάλυμνο (αφ. 23.35-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε ώρα πρωινή 00.45 της Δευτέρας στη νήσο Κω και συνέχιζε το ταξίδι ως άνω. [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4-10-2019, με έναρξη των δρομολογίων του εν λόγω χρονικού διαστήματος ως κατωτέρω από Πειραιά την 10-9-2019 ώρα 17.30: Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Ηρακλειάς ώρα 00.50 απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.05 για Σχοινούσα (αφ. 01.10 αν. 01.25), Κουφονήσι (αφ. 01.55 αν. 02.10), Κατάπολα (αφ. 02.50 αν. 06.00), Κουφονήσι (αφ. 06.40 αν. 06.55), Σχοινούσα (αφ. 07.25 αν. 07.40), Ηρακλειά (αφ. 07.45 αν. 08.00), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30), Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.30 για Πάρο (αφ. 21.45 αν. 22.00), Νάξο (αφ. 22.45 αν. 23.05) κατέπλεε δε το πρωί της επομένης ημέρας (αντίστοιχα Τρίτη και Πέμπτη, αντίστοιχα) στο λιμάνι της Δονούσας ώρα 00.15, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.30 για Αιγιάλη (αφ. 01.10 αν. 01.25), Αστυπάλαια (αφ. 02.50 αν. 05.15), Αιγιάλη (αφ. 06.40 αν. 06.55), Δονούσα (αφ. 07.35 αν. 07.50), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30), Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45), Πειραιά (αφ. 15.00 αν. 17.30), Σύρο (αφ. 21.10 αν. 21.25), Πάρο (αφ. 22.30 αν. 22.50), Νάξο (αφ. 23.35 αν. 23.55), ακολούθως εάν η επομένη ημέρα ήταν Τετάρτη κατέπλεε στο λιμάνι της Ηρακλειάς ώρα 00.50 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ως ανωτέρω, εάν δε η επομένη ημέρα ήταν Παρασκευή κατέπλεε στο λιμάνι της Δονούσας ώρα 01.05, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.20 της ίδιας ημέρας για Αιγιάλη (αφ. 02.00 αν. 02.15), Αστυπάλαια (αφ. 03.40 αν. 05.15), Αιγιάλη (αφ. 06.40 αν. 06.55), Δονούσα (αφ. 07.35 αν. 07.50), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30), Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45), Πειραιά (αφ. 15.00 αν. 17.30), Πάρο (αφ. 21.45 αν. 22.00), Νάξο (αφ. 22.45 αν. 23.05), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ηρακλειάς ώρα 00.00 της ημέρας Σαββάτου απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 00.15 για Σχοινούσα (αφ. 00.20 αν. 00.35), Κουφονήσι (αφ. 01.05 αν. 01.20), Κατάπολα (αφ. 02.00 αν. 06.00), Κουφονήσι (αφ. 06.40 αν. 06.55), Σχοινούσα (αφ. 07.25 αν. 07.40), Ηρακλειά (αφ. 07.45 αν. 08.00), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30),  Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 17.30 για Σύρο (αφ. 21.10 αν. 21.25), Πάρο (αφ. 22.30 αν. 22.50), Νάξο (αφ. 22.35 αν. 23.55). Την Παρασκευή 13.9.2019, μετά κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, δεν εκτελέσθηκε έτερο δρομολόγιο. Το Σάββατο 14.9.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 22.00) για Πάρο (αφ. 01.55 της Κυριακής 15.9.2019 – αν. 02.10) – Νάξο (αφ. 02.55 – αν. 03.15) – Ηρακλειά (αφ. 04.05 – αν. 04.15) – Σχοινούσα (αφ. 04.20 – αν. 04.30) – Κουφονήσι (αφ. 04.55 – αν. 05.10) – Καταπόλα (αφ. 05.45 – αν. 06.00) – Δονούσα (αφ. 06.45 – αν. 06.55) – Κουφονήσι (αφ. 07.35 – αν. 07.45) – Σχοινούσα (αφ. 08.10 – αν. 08.20) – Ηρακλειά (αφ. 08.25 – αν. 08.35) – Νάξο (αφ. 09.30 – αν. 09.50) – Πάρο (αφ. 10.35-αν. 10.55) – Πειραιά (αφ. 15.00). Την Τετάρτη 2.10.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 23.00) για Πάρο (αφ. 02.55 της Πέμπτης 3.10.2019 – αν. 03.10) – Νάξο (αφ. 03.55 – αν. 04.10) – Δονούσα (αφ. 05.10 – αν. 05.20) – Αιγιάλη (αφ. 06.00 – αν. 06.10) – Αστυπάλαια (αφ. 07.40 – αν. 08.00) – Αιγιάλη (αφ. 09.25 – αν. 09.35) – Δονούσα (αφ. 10.15-αν. 10.25) – Νάξο (αφ. 11.25- αν. 11.45) – Πάρο (αφ. 12.35-αν. 12.55) — Πειραιά (αφ. 16.45). Την Πέμπτη 3.10.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 18.30) για Σύρο (αφ. 22.00 – αν. 22.15) – Πάρο (αφ. 23.15 – αν. 23.35) – Νάξο (αφ. 00.20 της Παρασκευής 4.10.2019 – αν. 00.40) -Δονούσα (αφ. 01.40 – αν. 01.50) – Αιγιάλη (αφ. 02.30 – αν. 02.40) – Αστυπάλαια (αφ. 04.10), και ακολούθως συνεχίσθηκε το ανωτέρω δρομολόγιο αφού απέπλευσε από το λιμάνι της Αστυπάλαιας ώρα 05.15. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 9.12.2019 έως 12.1.2020 και από 20.1.2020 έως 27.1.2020, κάθε Δευτέρα το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05), Εύδηλο (αφ. 23.20-αναχ. 23.45), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας Τρίτης στο Καρλόβασι απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Βαθύ (αφ. 02.00-αναχ. 02.30), Καρλόβασι (αφ. 03.10-αναχ. 04.15), Εύδηλο (αφ. 04.45-αναχ. 05.05), Μύκονο (αφ. 07.15-αναχ. 07.25), Σύρο (αφ. 08.15-αναχ. 08.45) Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 12.30 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05) Αγ. Κήρυκο (αφ. 23.20-αναχ. 23.45), κατέπλεε δε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης στο λιμάνι των Φούρνων, απ’ όπου απέπλεε 00.25 για Καρλόβασι (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Βαθύ (αφ. 02.15-αναχ. 03.00), Χίο (αφ. 05.45-αναχ. 06.05), Μυτιλήνη (αφ. 08.30-αναχ. 09.30), Μύρινα (αφ. 14.35-αναχ. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.15-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Μύρινας ώρα 00.45 της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 06.10-αναχ. 07.00), Χίο (αφ. 09.25-αναχ. 09.40), Βαθύ (αφ. 12.25-αναχ. 13.10), Καρλόβασι (αφ. 13.50-αναχ. 14.15), Φούρνους (αφ. 15.05-αναχ. 15.15), Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.05-αναχ. 15.15), Μύκονο (αφ. 18.20-αναχ. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.45) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.30. Κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.00 για Σύρο (αφ. 20.45-αναχ. 21.00), Μύκονο (αφ. 21.50-αναχ. 22.05), κατέπλεε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Σάββατο στον Εύδηλο, απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.45 για Φούρνους (αφ. 01.40-αναχ. 01.50), Καρλόβασι (αφ. 02.40-αναχ. 03.05), Βαθύ (αφ. 03.45-αναχ. 04.15), Χίο (αφ. 07.00-αναχ. 07.20), Μυτιλήνη (αφ. 09.40-αναχ. 10.20), Μύρινα (αφ. 14.40-αναχ. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.10-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε ώρα 00.45 της επομένης ημέρας Κυριακής στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα  01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 05.25-αναχ. 06.15), Χίο (αφ. 08.40-αναχ. 09.00), Βαθύ (αφ. 11.45-αναχ. 12.25), Καρλόβασι (αφ. 13.05-αναχ. 13.35), Φούρνους (αφ. 14.25-αναχ. 14.35), Εύδηλο (αφ. 15.30-αναχ. 15.55), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.45) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.35. Την Τετάρτη 8.1.2020 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο. Την Κυριακή 22.12.2019, το πλοίο παρέμεινε στη Λέσβο λόγω απαγορευτικού. Τη Δευτέρα 23.12.2019, εκτελέσθηκε το δρομολόγιο της επιστροφής ως έξης: Μυτιλήνη (αν. 06.00) – Χίος (αφ. 08.20 – αν. 08.35) – Βαθύ (αφ. 11.00 – αν. 11.35) – Καρλόβασι (αφ. 12.25 – αν. 13.00) – Φούρνοι (αφ. 13.50 – αν. 14.00) – Εύδηλος (αφ. 14.50 – αν. 15.35) – Μύκονο (αφ. 17.40 – αν. 17.50) – Σύρο (αφ. 18.40 – αν. 18.50) -Πειραιάς (αφ. 22.20 – αναχ. 01.00 της 25.12.2019). Τις ημέρες Τετάρτης 25.12.2019 και 1.1.2020, μετά την άφιξη στο λιμάνι της Καβάλας, δεν εκτελέσθηκε άλλο δρομολόγιο. Τις ημέρες Πέμπτης 26.12.2019 και 2.1.2020 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της  Καβάλας. 07.00 για Μύρινα (αφ. 10.30 – αν. 10.50) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 11.45 – αν. 11.55) – Μυτιλήνη (αφ. 15.55 – αν. 16.30) – Χίο (αφ. 19.00 – αν. 19.20) – Βαθύ (αφ. 22.00 – αν. 22.30) – Καρλόβασι (αφ. 23.15 – αν. 23.45) – Φούρνους (αφ. 00.35 της Παρασκευής 27.12.2019 και 3.1.2020 – αν. 00.45) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 01.15 – αν. 01.35) – Μύκονο (αφ. 03.55 – αν. 04.15) – Σύρο (αφ. 05.05 – αν. 05.25) – Πειραιά (αφ. 09.25). Την Πέμπτη 9.1.2020 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 09.00) για Σύρο (αφ. 12.35 – αν. 12.50) – Μύκονο (αφ. 13.35 – αν. 13.50) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.55 αν. 16.20) – Φούρνους (αφ. 16.50 – αν. 17.00) – Καρλόβασι (αφ. 17.45 – αν. 18.10) – Βαθύ (αφ. 18.50 – αν. 19.30) – Χίο (αφ. 22.05 – αν. 22.25) – Μυτιλήνη (αφ. 00.40 της Παρασκευής 10.1.2020 – αν. 01.25) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 05.15 – αν. 05.25),  Μύρινα (αφ. 06.20 – αν. 06.40),  Καβάλα (αφ. 09.45 – 12.30) – Μύρινα (αφ. 15.35 – αν. 15.55) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 16.50 – αν. 17.00) – Μυτιλήνη (αφ. 20.50 – αν. 21.35) – Χίο (αφ. 23.50 – αν. 00.10 του Σαββάτου 11.1.2020) – Βαθύ (αφ. 02.45 – αν. 03.30) – Καρλόβασι (αφ. 04.10 – αν. 04.35) – Φούρνους (αφ. 05.20 – αν. 05.30) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 05.55 – αν. 06.15) – Μύκονο (αφ. 08.20 – αν. 08.30) – Σύρο (αφ. 09.15 – αν. 09.25) – Πειραιά (αφ. 13.00). Το Σάββατο 11.1.2020 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 17.00) για Σύρο (αφ. 20.35 – αν. 20.50) – Μύκονο (αφ. 21.35 – αν. 21.50) – Εύδηλο (αφ. 23.55 – αν. 00.20 της Κυριακής 12.1.2020) – Φούρνους (αφ. 01.15 – αν. 01.25) – Καρλόβασι (αφ. 02.10 – αν. 02.35) – Βαθύ (αφ. 03.15 – αν. 03.45) – Χίο (αφ. 06.20 αν. 06.40) – Μυτιλήνη (αφ. 08.55 – αν. 09.35) – Μύρινα (αφ. 13.40 – αν. 14.00) – Καβάλα (αφ. 17.05 – αν. 22.45) – Μύρινα (αφ. 01.50 της Δευτέρας 13.1.2020). Την 28.1.2020 διέκοψε τα δρομολόγιά του έως την 3.2.2020 λόγω επισκευών. [Ζ] Κατά το χρονικό διάστημα από 13.1.2020 έως 19-1-2020: Την Δευτέρα 13-1-2010, το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της Μύρινας ώρα 01.50 και αναχώρησε ώρα 02.10 για Μυτιλήνη (αν. 06.15 – αφ. 07.00) – Χίο (αφ. 09.15 – αν. 09.35) – Βαθύ (αφ. 12.10 – αν. 12.50) – Καρλόβασι (αφ. 13.30 – αν. 13.50) – Φούρνους (αφ. 14.35 – αν. 14.45) – Εύδηλο (αφ. 15.40 – αν. 16.05) – Μύκονο (αφ. 18.10 – αν. 18.20) – Σύρο (αφ. 19.05 – αν. 19.15) κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 22.50. Την Τρίτη (14-1-2020) αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.30 για Σύρο (αφ. 11.15 – αν. 11.30), Τήνο (αφ. 12.00 – αν. 12.15), Μύκονο (αφ. 12.45 – αν. 14.15), Τήνο (αφ. 14.45 – αν. 15.00), Σύρο (αφ. 15.30 – αν. 16.00) και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 19.45, απ’ όπου αναχώρησε την ίδια ημέρα ώρα 23.00 για Σύρο, όπου κατέπλευσε την επομένη ημέρα Τετάρτη 15-1-2020 ώρα 02.45 και αναχώρησε ώρα  03.00 για Μύκονο (αφ. 03.50 – αν. 04.05) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 06.20 αν. 06.45) – Φούρνους (αφ. 07.15 – αν. 07.25) – Καρλόβασι (αφ. 08.15 – αν. 08.35) Βαθύ (αφ. 09.15 – αν. 10.00) – Χίο (αφ. 12.45 – αν. 13.05) – Μυτιλήνη (αφ. 15.30 – αν. 16.30) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 20.30 – αν. 20.40) – Μύρινα (αφ. 21.30 – αν. 21.50) κατέπλευσε δε ώρα 01.05 της επομένης ημέρας Πέμπτης 16-1-2020 στο λιμάνι της Καβάλας, απ’ όπου αναχώρησε ώρα 04.30 για Μύρινα (αφ. 07.45 – αν. 08.05), Αγ. Ευστράτιο (αφ. 09.00 – αν. 09.10), Μυτιλήνη (αφ. 13.10 – αν. 14.00), Χίο (αφ. 16.25 – αν. 16.40). Βαθύ (αφ. 19.25 – αν. 20.10), Καρλόβασι (αφ. 20.50 – αν. 22.15), Φούρνους (αφ. 22.05 – αν. 22.15), Αγ. Κήρυκο (αφ. 22.45 αν. 23.05), κατέπλευσε δε ώρα 01.20 της επομένης ημέρας Παρασκευής 17-1-2020 στο λιμάνι της Μυκόνου, απ’ όπου απεχώρησε ώρα 01.30 για Σύρο (αφ. 02.15 – αν. 02.35), κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.20, απ’ όπου αναχώρησε ώρα 17.00 για Σύρο (αφ. 20.45 – αν. 21.00), Μύκονο (αφ. 21.50 – αν. 22.05), κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Ευδήλου την επομένη ημέρα Σάββατο 18-1-2020 ώρα 00.20 απ’ όπου αναχώρησε για Φούρνους (αφ. 01.40 – αν. 01.50), Καρλόβασι (αφ. 02.40 – αν. 03.05), Βαθύ (αφ. 03.45 – αν. 04.15), Χίο (αφ. 07.00 – αν. 07.20), Μυτιλήνη (αφ. 09.40 – αν. 10.20), Μύρινα (αφ. 14.40 – αν. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.10 – αν. 21.30), κατέπλευσε δε ώρα 00.45 της επομένης ημέρας Κυριακής 19-1-2020 στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου αναχώρησε για Μυτιλήνη (αφ. 05.25 – αν. 06.15), Χίο (αφ. 08.40 – αν. 09.00), Βαθύ (αφ. 11.45 – αν. 12.25), Καρλόβασι (αφ. 13.05 – αν. 13.35), Φούρνους (αφ. 14.25 – αν. 14.35), Εύδηλο (αφ. 15.30 αν. 15.55), Μύκονο (αφ. 18.10 – αν. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15 – αν. 19.45) και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.30, απ όπου απέπλευσε την επομένη ημέρα ώρα 16.00. [Η] Κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 19.4.2020: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε ώρα 00.30 από το λιμάνι της νήσου Κω για Νίσυρο (αφ. 01.45-αναχ. 02.00), Τήλο (αφ. 03.00-αναχ. 03.15), Σύμη (αφ. 04.45-αναχ. 05.05), Ρόδο (αφ. 06.10-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.10-αναχ. 17.30), Τήλο (αφ. 19.05-αναχ. 19.20), Νίσυρο (αφ. 20.20-αναχ. 20.35), Κω (αφ. 21.55-αναχ. 22.25), Κάλυμνο (αφ. 23.20 – αν. 23.50), κατέπλεε δε ώρα 02.10 της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 02.25, όπου κατέπλεε ώρα 10.50. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.15-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.00-αναχ. 23.20), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.59, απ’  όπου αναχωρούσε ώρα 00.20 της Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Κω (αφ. 02.20-αναχ. 02.50), Σύμη (αφ. 05.00-αναχ. 05.20), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο  (αφ. 11.20-αναχ. 11.40), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 18.40), Σύμη (αφ. 19.45-αναχ. 20.05), Κω (αφ. 22.25-αναχ. 22.55), Κάλυμνο (αφ. 23.45) απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας (Πέμπτη)  για το λιμάνι της Λέρου (αφ. 01.20-αναχ. 01.40), Λειψούς (αφ. 02.20-αναχ. 02.35), Πάτμο (αφ. 03.05-αναχ. 03.25) κατέπλεε δε στον Πειραιά ώρα 11.10, απέπλεε δε την ίδια ημέρα ώρα 15.00 για Λειψούς (αφ. 23.40-αναχ. 23.55), κατέπλεε ώρα 01.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.50 για Κω (αφ. 02.45-αναχ. 03.15), Νίσυρο (αφ. 04.35-αναχ. 04.55), Τήλο (αφ. 06.00-αναχ. 06.20), Σύμη (αφ. 07.55-αναχ. 08.10), Ρόδο (αφ. 09.20-αναχ. 10.00), Καστελόριζο (αφ. 13.40-αναχ. 14.00), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 19.00), Σύμη (αφ. 20.10-αναχ. 20.25), Τήλο (αφ. 22.00-αναχ. 22.15), Νίσυρο (αφ. 23.20-αναχ. 23.40), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας Σαββάτου στο λιμάνι της νήσου Κω απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 για Κάλυμνο (αφ. 02.20- αναχ. 02.40), Λειψούς (αφ. 04.20-αναχ. 04.30) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 13.10. Κάθε Κυριακή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.00 για Αστυπάλαια (αφ. 20.20-αναχ. 20.40), Κάλυμνο (αφ. 22.50-αναχ. 23.10) και κατέπλεε στο λιμάνι της Κω ώρα 23.59. Την Τρίτη 7.4.2020 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο. Την Τετάρτη 8.4.2020 το πλοίο απέπλευσε από Πειραιά ώρα 15.00′ και κατέπλευσε στη Ρόδο ώρα 6.20′ της Πέμπτης (9.4.2020) απ’ όπου αναχώρησε στις 7.45′ για Κάρπαθο – Κάσο, επέστρεψε στη Ρόδο στις 17.40′ και απέπλευσε 18.40 για Πειραιά. Την Παρασκευή 10.4.2020, κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 11.10′ και αναχώρησε ώρα 15.00′ για Ρόδο. Το Σάββατο 11.4.2020, κατέπλευσε στη Ρόδο ώρα 9.20′ και αναχώρησε ώρα 10.00′ για Καστελόριζο – Ρόδο, από όπου αναχώρησε και πάλι ώρα 19.00′ για Πειραιά. Την Κυριακή 12.4.2020, κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 13.10′ και αναχώρησε εκ νέου ώρα 16.00′ για Ρόδο. Τη Δευτέρα 13.4.2020, κατέπλευσε στη Ρόδο την 10.55′ και αναχώρησε την 12.00′ για Καστελόριζο – Ρόδο, από όπου αναχώρησε και πάλι την 21.00′ για Πειραιά. Την Τρίτη, 14.4.2020, κατέπλευσε στον Πειραιά την 13.00′ και αναχώρησε εκ νέου την 15.00′ για Ρόδο. [Θ] Κατά το χρονικό διάστημα από 20.4.2020 έως 14.5.2020: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι της Ρόδου ώρα 07.00 για Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Τήλο (αφ. 18.15-αναχ. 18.30), Νίσυρο (αφ. 19.30-αναχ. 19.45), Κω (αφ. 21.05-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.30 – αν. 22.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Αστυπάλαιας ώρα 01.15 της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 της ίδιας ημέρας για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 10.40, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 15.00 της ιδίας ημέρας για Πάτμο (αφ. 22.15-αναχ. 22.35),  Λειψούς (αφ. 23.00-αναχ. 23.20), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας και αναχωρούσε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Κω (αφ. 02.20-αναχ. 02.50), Σύμη (αφ. 05.00-αναχ. 05.20), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο (αφ. 11.20-αναχ. 11.40), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 18.40), Σύμη (αφ. 19.45-αναχ. 20.05), Κω (αφ. 22.25-αναχ. 22.55), Κάλυμνο (αφ. 23.45) απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας (Πέμπτη) για Λέρο (αφ. 01.20-αναχ. 01.40), Λειψούς (αφ. 02.20-αναχ. 02.35), Πάτμο (αφ. 03.05-αναχ. 03.25) και κατέπλεε στον Πειραιά ώρα 11.10, απ’ όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 15.00 για Λειψούς (αφ. 23.40-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Καλύμνου ώρα 01.30 της επομένης ημέρας (Παρασκευή), απ’ όπου αναχωρούσε 01.50 για Κω (αφ. 02.45-αναχ. 03.15), Τήλο (αφ. 06.00-αναχ. 06.20), Σύμη (αφ. 07.55-αναχ. 08.10), Ρόδο (αφ. 09.20-αναχ. 10.00), Καστελόριζο (αφ. 13.40-αναχ. 14.00), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 19.00), Σύμη (αφ. 20.10-αναχ. 20.25), Τήλο (αφ. 22.00-αναχ. 22.15), Νίσυρο (αφ. 23.20- αν. 23.40), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας Σάββατο στη νήσο Κω, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 της ίδιας ημέρας για Κάλυμνο (αφ. 02.20-αναχ. 02.40), Λειψούς (αφ. 04.20-αναχ. 04.30), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 13.10 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Αστυπάλαια (αφ. 01.30-αναχ. 01.50), Κάλυμνο (αφ. 04.10-αναχ. 04.40), Κω (αφ. 05.20-αναχ. 05.50), Νίσυρο (αφ. 07.10-  αν. 07.30), Τήλο (αφ. 08.35-αναχ. 08.55), κατέπλεε δε στη νήσο Ρόδο ώρα 11.10 της ημέρας Κυριακής, απ’ όπου αναχωρούσε την επομένη ημέρα Δευτέρα ώρα 07.00 και συνέχιζε το δρομολόγιο ως ανωτέρω. [Ι] Κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε ώρα 01.00 από το λιμάνι της νήσου Κω για Νίσυρο (αφ. 02.15-αναχ. 02.35), Τήλο (αφ. 03.25-αναχ. 03.45), Σύμη (αφ. 05.05-αναχ. 05.20), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.10-αναχ. 17.15), Τήλο (αφ. 18.35-αναχ. 18.50), Νίσυρο (αφ. 19.40-αναχ. 19.55), Κω (αφ. 21.05-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.30 – αν. 22.50), κατέπλεε δε ώρα 01.15 της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 01.30, όπου κατέπλεε ώρα 10.40. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.10-αναχ. 22.30), Λειψούς (αφ. 22.55-αναχ. 23.15), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.55, απ’  όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.10-αναχ. 01.30), Κω (αφ. 02.15-αναχ. 02.45), Σύμη (αφ. 04.55-αναχ. 05.15), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο  (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.30-αναχ. 18.30), Σύμη (αφ. 19.35-αναχ. 19.55), Κω (αφ. 22.05-αναχ. 22.35), Κάλυμνο (αφ. 23.20 – αναχ. 23.50) Λέρο (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Π¨εμπτης -αναχ. 01.10), Λειψοί (αφ. 01.55-αναχ. 02.10), Πάτμο (αφ. 02.40-αναχ. 02.55) κατέπλεε δε στον Πειραιά ώρα 10.10, απέπλεε δε την ίδια ημέρα ώρα 14.00 για Λειψούς (αφ. 23.05-αναχ. 23.20), κατέπλεε ώρα 00.50 της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.35 για Κω (αφ. 02.05-αναχ. 02.25), Νίσυρο (αφ. 03.30-αναχ. 03.45), Τήλο (αφ. 04.35-αναχ. 04.50), Σύμη (αφ. 06.15-αναχ. 06.35), Ρόδο (αφ. 07.35-αναχ. 08.30), Καστελόριζο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.05-αναχ. 17.25), Τήλο (αφ. 18.50-αναχ. 19.05), Νίσυρο (αφ. 19.55-αναχ. 20.15), Κω (αφ. 21.15 –  αναχ. 21.35) Κάλυμνο (αφ. 22.20- αναχ. 22.50), Λειψοί (αφ. 00.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 00.35), Πάτμος (αφ. 01.05 – αναχ. 00.35) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 09.4, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 13.00 για Μύκονο (αφ. 17.15 – αναχ. 17.35), Μεστά (αφ. 20.20 – αναχ. 20.50), Σιγρί (αφ. 23.25) απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.30 της επομένης ημέρας Κυριακής για Μεστά (αφ. 03.05 – αναχ. 03.25), Μύκονο (αφ. 06.10 – αναχ. 06.30) Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 10.45 και απέπλεε εκ νέου ώρα 13.00 για Αστυπάλαια (αφ. 20.50-αναχ. 21.10), Κάλυμνο (αφ. 23.20-αναχ. 23.40) και κατέπλεε στο λιμάνι της Κω ώρα 00.30 της επομένης ημέρας Δευτέρας, απ’ οπου απέπλεε εκ νέου ώρα 01.00 για Νίσυρο και εκτελούσε το ανωτέρω δρομολόγιο. [ΙΑ] Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 26.10.2020, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τις εναγόμενες, δεν εκτελέσθηκαν δρομολόγια αλλά (α) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 24.9.2020, το πλοίο παρέμεινε στο Σιγρί της Λέσβου και υποδέχονταν πρόσφυγες, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 25.9.2020 έως 30.9.2020, μετέφερε πρόσφυγες από τις νήσους Λέσβο, Χίο, Σάμο, Κω και Λέρο στο λιμάνι του Λαυριου και από 1.10.2020 έως 26.10.2020 εκτελούντο σε αυτό επισκευές. [ΙΒ] Κατά το χρονικό διάστημα από 27.10.2020 έως 3.11.2020: κάθε Δευτέρα το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Τήνο (αφ. 20.30 – αναχ. 20.45) Μύκονο (αφ. 21.15-αναχ. 21.30), Εύδηλο (αφ. 23.30-αναχ. 23.45), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας Τρίτης στο Καρλόβασι απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Βαθύ (αφ. 02.00-αναχ. 02.30), Καρλόβασι (αφ. 03.25-αναχ. 03.45), Εύδηλο (αφ. 05.00-αναχ. 05.20), Μύκονο (αφ. 07.30-αναχ. 07.50), Σύρο (αφ. 08.55-αναχ. 09.10), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 12.55 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05) Αγ. Κήρυκο (αφ. 23.20-αναχ. 23.45), κατέπλεε δε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης στο λιμάνι των Φούρνων, απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.25 για Καρλόβασι (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Βαθύ (αφ. 02.15-αναχ. 03.00), Χίο (αφ. 05.45-αναχ. 06.05), Οινούσσες (αφ. 06.35 – αναχ. 06.45), Μυτιλήνη (αφ. 08.45-αναχ. 09.45), Μύρινα (αφ. 14.05-αναχ. 14.35), Καβάλα (αφ. 17.45-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Μύρινας ώρα 00.45 της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 0 5.25-αναχ. 06.15), Οινούσσες (αφ. 08.15 – αναχ. 08.25), Χίο (αφ. 08.55-αναχ. 09.10), Βαθύ (αφ. 11.55-αναχ. 12.40), Καρλόβασι (αφ. 13.20-αναχ. 13.45), Φούρνοι (αφ. 14.35-αναχ. 14.45), Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.15-αναχ. 15.35), Μύκονο (αφ. 17.50-αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 18.45-αναχ. 19.00) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 22.45. Κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05), Εύδηλο (αφ. 23.20 – αναχ. 23.45), Φούρνοι (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου -αναχ. 00.50), Καρλόβασι (αφ. 01.40-αναχ. 01.10), Βαθύ (αφ. 02.50-αναχ. 03.35), Χίο (αφ. 06.20-αναχ. 06.40), Μυτιλήνη (αφ. 09.00-αναχ. 10.40), Μύρινα (αφ. 14.00-αναχ. 14.20), Καβάλα (αφ. 17.35-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε ώρα 00.45 της επομένης ημέρας Κυριακής στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα  01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 05.25-αναχ. 06.15), Χίο (αφ. 08.40-αναχ. 09.00), Βαθύ (αφ. 11.45-αναχ. 12.25), Καρλόβασι (αφ. 13.05-αναχ. 13.35), Φούρνοι (αφ. 14.25-αναχ. 14.35), Εύδηλο (αφ. 15.30-αναχ. 15.55), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.30) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.15. Τέλος, [ΙΓ] κατά το χρονικό διάστημα από 4.11.2020 έως 30.11.2020 το πλοίο καθημερινά, πλην των ημερών Κυριακής 15.11.2020 και 22.11.2020 και της ημέρας Πέμπτης 26.11.2020, οπότε δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.25 για Πάρο (αφ. 11.40 – αναχ. 11.55), Νάξο (αφ. 12.40 – αναχ. 12.55), Θήρα (αφ. 14.55 – αναχ. 15.30), Ίο (αφ. 16.25 – αναχ. 16.40), Νάξο (αφ. 17.50 – αναχ. 18.00), Πάρο (αφ. 18.45 – αναχ. 19.15) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.25. Στο εν λόγω πλοίο, διενεργήθηκαν εργασίες επισκευής από 31.10.2019 έως 7.11.2019 και από 29.1.2020 έως 3.2.2020. Επιπλέον, κατά το επίδικο διάστημα, στο εν λόγω πλοίο υπηρετούσαν, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι, δύο ναυτόπαιδες και δώδεκα ναύτες. Εκ των ναυτών, οι έξι, εκτελούσαν ανά δύο τετράωρες βάρδιες φυλακής γέφυρας και οι υπόλοιποι έξι υπηρετούσαν ως ημερεργάτες. Ο ενάγων, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του και επιβεβαιώνεται και από την, περιεχομένη στην προαναφερομένη με αριθμό 170/2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης …………  , καθόλο το επίδικο διάστημα εργαζόταν ως ημερεργάτης. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του στο ανωτέρω πλοίο απασχολήθηκε με τα καθήκοντα του ημερεργάτη εργαζόμενος επί δεκαέξι [16] ώρες ημερησίως, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες, πλην (α) των χρονικών διαστημάτων από 31-10-2019 έως 7-11-2019 και από 29-1-2020 έως 3-2-2020, οπότε το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες του και διενεργούντο σε αυτό εργασίες επισκευής, οπότε εργαζόταν επί ένδεκα [11] ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες και επί εννέα [9] ώρες τις ημέρες Κυριακής και Σαββάτου και (β) του χρονικού διαστήματος από 8.9.2020 έως 26.10.2020, οπότε εργαζόταν επί ένδεκα ώρες τις καθημερινές ημέρες και επί εννέα ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, καθημερινά, απασχολείτο από ώρας 08.00 έως ώρας 17.00 εκτελώντας εργασίες συντήρησης και καθαριότητας των εξωτερικών χώρων του πλοίου και των γκαράζ. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφορτώσεως και απόπλου σε όλα τα λιμάνια του δρομολογίου. Μετά δε το πέρας εκάστου δρομολογίου και προ της αναχωρήσεως του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, αλλά και κατά τη διάρκεια παραμονής του στον τελικό λιμένα προορισμού, μετείχε και στις εργασίες καθαριότητας του καταστρώματος και των γκαράζ. Οι εναγόμενες αρνούνται ότι ο ενάγων εργαζόταν τις ώρες που αυτός αναφέρει στην αγωγή του, ισχυρίζονται δε ότι, αυτός, κατά κανόνα εργαζόταν οκτώ [8] ώρες ημερησίως και σπάνια εννέα [9] ή δέκα [10] ώρες σε έκτακτες περιπτώσεις, εργασία για την οποία έχει εξοφληθεί. Ισχυρίσθηκαν δε ότι το εν λόγω πλοίο ήταν πλήρως επανδρωμένο και ο αριθμός του πληρώματος ήταν υπεραρκετός με αποτέλεσμα να απαιτείται όπως το πλήρωμα εργάζεται με το εξαντλητικό ωράριο που επικαλείται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι, από τους δώδεκα υπηρετούντες στο εν λόγω πλοίο ναύτες, οι έξι εκτελούσαν δύο τετράωρες βάρδιες φυλακής γέφυρας, εντός δε του ωραρίου τους συμμετείχαν και στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, συνδράμοντας του ημερεργάτες, τον ναύκληρο, τους υποναυκλήρους και τους ναυτόπαιδες. Όσον φορά στην απασχόληση των έξι ναυτών, οι οποίοι δεν εκτελούσαν βάρδια φυλακής, αναφέρουν ότι, αυτοί απασχολούντο ως ημερεργάτες. Εξ αυτών (ημερεργατών) ο ένας εργαζόταν στην πρωινή βάρδια από ώρας 08.00 έως ώρας 17.00 με μία ώρα διάλλειμα και συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου και απόπλου μόνον κατά το ωράριό του. Κατά το ίδιο ωράριο απασχολείτο σε εργασίες καθαριότητας. Οι υπόλοιποι ημερεργάτες, πλην αυτού που διανυκτέρευε, απασχολούντο μόνον στις εργασίες κατάπλου και απόπλου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου. Κατά τη διάρκεια των δρομολογίων δεν εγίνοντο εργασίες επί του πλοίου, παρά μόνον περιορισμένες εργασίες καθαριότητας, για τις οποίες αρμόδιοι ήταν οι ναυτόπαιδες, ενώ τα περισσότερα λιμάνια παρουσίαζαν, ιδίως τους χειμερινούς μήνες, μικρή επιβατική κίνηση. Την περίοδο του έτους 2020, ο ενάγων δεν απασχολείτο σε κάθε λιμάνι και εκτός ωραρίου του όταν ήταν στην πρωινή βάρδια, οι ημερεργάτες δε ήταν κατανεμημένοι σε βάρδιες ώστε να ξεκουράζονται και δεν απαιτείτο να εργάζονται όλοι σε όλα τα ενδιάμεσα λιμάνια. Εργασίες καθαριότητας πλέον εκτεταμένες εγίνοντο μόνον στο λιμάνι του Πειραιά και τις Ρόδου και αυτές διαρκούσαν δύο – τρεις ώρες. Εξάλλου, κατά τις εναγόμενες, ανάγκη προς παροχή υπερωριακής εργασίες μπορούσε να προκύψει μόνον λόγω αυξημένης κίνησης ή λόγω ασυνήθιστης κακοκαιρίας. Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές ήταν σπάνιες και η υπερωριακή εργασία δεν ξεπερνούσε τη μία και σπάνια τις δύο ώρες ημερησίως, εργασία για την οποία ο ενάγων έχει εξοφληθεί ολοσχερώς. Αρνήθηκαν δε ότ,ι καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και διενεργούντο σε αυτό επισκευές, ο ενάγων εργάσθηκε επί ένδεκα ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές. Ο μάρτυρας του ενάγοντος, …………, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στην, προμνημονευθείσα με αριθμό ………./2021, ένορκη βεβαίωση, ο οποίος, όπως κατέθεσε και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, υπηρέτησε ως ναύκληρος στο ανωτέρω πλοίο, από την 26.4.2019 έως την 20.2.2020, κατέθεσε ότι, το εν λόγω πλοίο «ΝΧ» είναι ένα μεγάλο καράβι, έχει μήκος εκατόν σαράντα ένα (141) μέτρα, εννέα (9) επίπεδα (“ντεκ”), τα γκαράζ του εκτείνονται σε πέντε (5) επίπεδα, δύναται δε να μεταφέρει χίλιους οκτακόσιους (1.800) επιβάτες και εννιακόσια πενήντα (950) αυτοκίνητα, IX και φορτηγά. Ως προσωπικό καταστρώματος, ήταν ναυτολογημένοι αυτός ως ναύκληρος, δύο (2) υποναύκληροι και δώδεκα (12) ναύτες, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων και προκειμένου να εκτελούνται όλες οι απαιτούμενες εργασίες της ειδικότητάς αυτών, απαιτείτο όπως αυτοί εργάζονται επί δέκα έξι [16] ώρες ημερησίως. Συγκεκριμένα, κατέθεσε ότι, οι ναύτες του πλοίου ήταν χωρισμένοι, οι μισοί στις βάρδιες και οι υπόλοιποι ήσαν «ντεϊμάνηδες». Ο ενάγων δε ήταν μόνιμα «ντεϊμάνης». Οι «ντεϊμάνηδες» είχαν ένα βασικό ωράριο απασχόλησης καθη­μερινά από ώρας 8.00′ το πρωί μέχρι ώρας 5.00′ το απόγευμα, κατά τη διάρκεια του οποίου, εργάζονταν στις φορτοεκφορτώσεις του πλοίου, στους κατάπλους και απόπλους όταν έπιανε λιμάνι και ενδιάμεσα, σε εργασίες συντήρη­σης και καθαριότητας των καταστρωμάτων και των γκαράζ, έκαναν μικροεπισκευές όπως γρασαρίσματα, ενώ όταν το πλοίο δεν απέπλεε από το λιμάνι άμεσα, πραγματοποιούσαν και αποσκωριάσεις και χρωματισμούς του πλοίου που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εν πλω. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, από ώρας 17.00′ και έως ώρας 8.00′ το επόμενο πρωί, οι «ντεϊμάνηδες» και ο Υποναύκληρος, απασχολούντο σε όλα τα λιμάνια του δρομολογίου. Ξεκι­νούσαν την εργασία τους μισή ώρα πριν την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι, για το λεγόμενο “σταντ μπάι” και δούλευαν συνεχόμενα μέχρι και την ασφαλή απομάκρυνση του πλοίου από αυτό. Άπαντες οι ημερεργάτες συμμετείχαν στις εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, αλλά και σε όλα τα λιμάνια που προσέγγιζε το πλοίο, εργασίες στις οποίες συμμετείχαν και οι ναύτες βάρδιας, τόσο κατά τη διάρκεια της βάρδιάς τους, όσο και εντός διώρου προ της ενάρξεως ή μετά τη λήξη εκάστης βάρδιας αυτών. Σε κάθε κατάπλου και απόπλου, έκαστος των μελών του προσωπικού καταστρώματος, είχε συγκεκριμένη εργασία σε συγκεκριμένο «πόστο». Μισή ώρα προ του κατάπλου του πλοίου ξεκινούσε το “σταντ μπάι”. Την ώρα αυτή, υπήρχαν ναύτες στο γκαράζ, οι οποίοι ξεκινούσαν την απασφάλιση των οχημάτων που θα εκφορτώνονταν, καθώς επίσης ναύτες στην πλώρη και την πρύμνη, οι οποίοι ανέμεναν εντολή για να «δώσουν» κάβους, να ποντίσουν την άγκυρα, ώστε το πλοίο να δέσει στον προβλήτα, ακολούθως δε μετέβαιναν και αυτοί στο γκαράζ του πλοίου προκειμένου να μετάσχουν στις εργασίες φορτοεκφόρ­τωσης. Ο ίδιος ως Ναύκληρος και οι Υποναύκληροι ήταν μοιρασμένοι στην πλώρη, την πρύμνη και το γκαράζ του πλοίου. Αφού άνοιγε ο καταπέλτης, οι ναύτες και οι υποναύκληροι, υπό την επίβλεψή του, καθοδηγούσαν τους οδηγούς να σταθμεύσουν τα οχήματά τους στο γκαράζ σε συγκεκριμένες θέσεις, ακολούθως δε τα οχήματα δένονταν προς αποφυγή μετατόπισής τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Η εργασία αυτή συνεχιζόταν και εν πλω, γιατί τα οχήματα που φορτώνονταν στα μεγάλα λιμάνια, όπως της Σάμου, της Ικαρίας, της Χίου, της Λέσβου της Λήμνου, της Καβάλας, αλλά και των Δωδεκανήσων, ήταν πάντοτε πάρα πολλά σε αριθμό, τόσο στο ταξίδι από Πειραιά, όσο και στο ταξίδι της επιστροφής. Συνολικά, σε κάθε δρο­μολόγιο, το πλοίο μετέφερε φορτηγά, πάνω από δύο χιλιάδες πεντα­κόσια (2.500) τρέχοντα μέτρα, καθώς πολλά από αυτά τα μετέφεραν από λιμάνι σε λιμάνι του δρομολογίου. Την ώρα της αναχώρησης του πλοίου, οι ναύτες επέστρεφαν στις καθορισμένες θέσεις τους, «πόστα», για τις εργασίες απόπλου. Έως ότου το πλοίο να απομακρυνθεί με ασφάλεια από το λιμάνι, κανείς εκ των ναυτών δεν αποχωρούσε από τη θέση του. Ακολούθως, αυτοί μάζευαν τα μέσα πρόσδεσης και κατέβαιναν στο γκαράζ και απασχολούνταν στην έχμαση των οχημάτων και στον έλεγχο αυτών. Όταν τα λιμάνια ήταν σε κοντινή απόσταση, η εργασία του πληρώματος καταστρώματος ήταν συνεχόμενη, διότι έως της ολοκληρώσεως των εργασιών απόπλου από το ένα λιμάνι, έπρεπε να ξεκινήσει η προετοιμασία για το επό­μενο λιμάνι. Για τον λόγο αυτό, πολλές φορές, οι «ντεϊμάνηδες» εργάζονταν χωρίς διακοπή όλη τη νύχτα, ενώ οι ναύτες της βάρδιας δούλευαν δύο (2) οκτάωρα μέσα στη μέρα. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, στις εργασίες επισκευής που εκτελέσθηκαν στο εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο αυτό διέκοψε τους πλόες του, μετείχε και το προσωπικό καταστρώματος, εργαζόμενοι καθημερινά, από ώρας 8.00′ το πρωί έως ώρας 7.00′ το βράδυ και τα Σαββατοκύριακα από ώρας 8.00′ έως ώρας 5.00′ το απόγευμα. Ο μάρτυρας του ενάγοντος …………, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στην, προμνημονευθείσα με αριθμό 236/2021, ένορκη βεβαίωση, ο οποίος, όπως κατέθεσε και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, υπηρέτησε ως Υποναυκλήρος στο εν λόγω πλοίο επί πολλά έτη έως την 3.11.2020, κατέθεσε ότι, το εν λόγω πλοίο έχει μήκος εκατόν σαράντα ένα [141] μέτρα, εννέα [9] επίπεδα (“ντεκ”), τα γκαράζ του εκτείνονται σε πέντε [5] επίπεδα και μπορεί να μεταφέρει 1.800 επιβάτες και 950 αυτοκίνητα, IX και φορτηγά. Όλα τα δρομολόγια που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο ήταν μεγάλης διάρκειας, με αποτέλεσμα να ταξιδεύει μέρα και  νύχτα και να προσεγγίζει πολλούς λιμένες και μάλιστα ορισμένους εξ αυτών δεν προσέγγιζε άλλο πλοίο, με αποτέλεσμα το ανωτέρω πλοίο να ταξιδεύει με πληρότητα επιβατών και οχημάτων. Στο εν λόγω πλοίο, ως προσωπικό καταστρώματος, υπηρετούσαν ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι και δώδεκα ναύτες, οι οποίοι ήταν απαραίτητο να εργάζονται καθημερινά κατ’ ελάχιστο δέκα έξι [16] ώρες, εκτελώντας φυλακή γέφυρας, εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφόρτωσης σε όλα τα λιμάνια προσέγγισης, εργασίες συντήρησης, καθαριότητας όλων των εξωτερικών χώρων και του γκαράζ του πλοίου. Από τους δώδεκα ναύτες που υπηρετούσαν στο εν λόγω πλοίο, οι έξι εκτελούσαν βάρδιες ανά δύο άτομα και οι υπόλοιποι εργάζονταν ως «ντεϊμάνηδες». Ο ενάγων εργαζόταν μόνιμα κοντά του ως «ντεϊμάνης». Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, οι «ντεϊμάνηδες», καθώς επίσης και ο ναύκληρος και οι  υποναύκληροι, είχαν ένα σταθερό ωράριο από ώρας 08.00 π.μ. έως ώρας 17.00 μ.μ., εντός του οποίου εκτελούσαν διάφορες εργασίες καθαριότητας και συντήρησης, όπως μικροεπισκευές, γρασαρίσματα, πλυσίματα και βαψίματα, όταν δε το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι, διέκοπταν τις εν λόγω εργασίες προκειμένου να συμμετάσχουν στις εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου. Τις υπόλοιπες ώρες, δηλαδή από ώρας 17.00 μμ. και έως ώρας 08.00 το επόμενο πρωί, εργάζονταν σε όλα ανεξαιρέτως τα λιμάνια του δρομολογίου. Μισή ώρα πριν την άφιξη του πλοίου σε κάθε λιμάνι του δρομολογίου, ξεκινούσε η ετοιμότητα και ο καθένας εργάζονταν σε συγκεκριμένη θέση «πόστο». Άλλοι ναύτες κατέβαιναν στο γκαράζ του πλοίου για να λύσουν τα οχήματα που θα ξεφορτώνονταν και άλλοι μετέβαιναν στην πλώρη και την πρύμνη για τις άγκυρες και τους κάβους και παρέμεναν εκεί έως την ασφαλή πρόσδεση του πλοίου, ακολούθως δε κατέβαιναν και αυτοί στο γκαράζ για να βοηθήσουν στη φορτοεκφόρτωση. Κατά τη φόρτωση, οι ναύτες μαζί με το ναύκληρο και τους υποναυκλήρους, καθοδηγούσαν τους οδηγούς να σταθμεύσουν τα οχήματά τους στα πέντε γκαράζ του πλοίου, σε συγκεκριμένες θέσεις, τα οποία (οχήματα) και ιδίως τα φορτηγά, δένονταν με τάκους και αλυσίδες για να μην μετατοπισθούν στη διάρκεια του ταξιδιού. Κατά την αναχώρηση του πλοίου από το κάθε λιμάνι, οι ναύτες που ήταν στους κάβους και τις άγκυρες, επέστρεφαν στις προκαθορισμένες θέσεις τους «πόστα» για τις εργασίες απόπλου, μέχρι να απομακρυνθεί το πλοίο με ασφάλεια από το λιμάνι, και ακολούθως, αν τα οχήματα που φορτώνονταν ήταν πολλά, όπως συνέβαινε πάντοτε στα μεγαλύτερα λιμάνια του δρομολογίου, οι ναύτες που ήταν στους κάβους και τις άγκυρες, αφού μάζευαν τα μέσα πρόσδεσης, μετέβαιναν στο γκαράζ του πλοίου για να βοηθήσουν στα δεσίματα των οχημάτων. Τα δρομολόγια του πλοίου ήταν τέτοια, που πολλά λιμάνια ήταν σε κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους. Έτσι, η εργασία ήταν συνεχόμενη, γιατί μέχρι να ολοκληρώσουν τις ανωτέρω εργασίες από το ένα λιμάνι, ξεκινούσε η προετοιμασία για το επόμενο και οι «ντεϊμάνηδες» δούλευαν χωρίς διακοπή. Οι έξι ναύτες της βάρδιας εργάζονταν σε ζευγάρια και εκτελούσαν από δύο βάρδιες ανά εικοσιτετράωρο το καθένα, πλην όμως η κάθε βάρδια ξεκινούσε δύο ώρες νωρίτερα και τελείωνε και δύο ώρες αργότερα από το κανονικό, ώστε πάντα να δουλεύουν ταυτόχρονα οι τέσσερις από τους έξι ναύτες βάρδιας. Οι δύο που εκτελούσαν το κανονικό τετράωρο της βάρδιας τους, έκαναν φυλακή γέφυρας, ενώ επιπλέον στα λιμάνια, αφού έδενε το πλοίο, βοηθούσαν και στη φορτοεκφόρτωση. Οι έτεροι δύο των ναυτών βάρδιας, που το ωράριο τους είχε παραταθεί, εργάζονταν μαζί με τους «ντεϊμάνηδες», στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου στα λιμάνια. Στο λιμάνι του Πειραιά, η φόρτωση ξεκινούσε δύο ώρες πριν την προγραμματισμένη ώρα απόπλου και όλοι οι ναύτες, εκτός από δύο ναύτες βάρδιας, εργάζονταν στο γκαράζ μαζί με τους υποναυκλήρους και το ναύκληρο. Για τον κατάπλου στον Πειραιά, η ετοιμότητα ξεκινούσε μία ώρα πριν την άφιξη. Μόλις τελείωνε η εκφόρτωση, ξεκινούσε γενικό πλύσιμο και καθαριότητα στα καταστρώματα και στα γκαράζ του πλοίου, εργασίες που διαρκούσαν το λιγότερο δύο ώρες. Τέτοιες εργασίες καθαρισμού πραγματοποιούντο και στο τελευταίο λιμάνι προορισμού, αν δεν ελάμβανε χώρα άμεση αναχώρηση. Κάποιες ελάχιστες ημέρες που το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά μεσάνυχτα και αναχωρούσε την επομένη ημέρα το μεσημέρι, αμέσως μετά τον κατάπλου και την εκφόρτωση του πλοίου πραγματοποιούσαν εργασίες καθαριότητας και το επόμενο πρωί πραγματοποιούσαν εργασίες συντήρησης, ματσακόνι και βαψίματα, μέχρι να ξεκινήσει η φόρτωση του πλοίου. Εργασίες συντήρησης πραγματοποιούντο ακόμη και εν πλω. Καθόν χρόνο το πλοίο διέκοψε τα τακτικά του δρομολόγια για ετήσια επιθεώρηση ή για επισκευή, τις εργασίες αυτές (ματσακόνι, βαψίματα και καθαρισμούς), εκτελούσε το πλήρωμα αυτού και για το λόγο αυτό εργάζονταν από ώρας 8.00 το πρωί έως ώρας 7.00 το βράδυ και πολλές φορές και αργότερα, εκτός από τα Σαββατοκύριακα, οπότε εργαζόταν έως ώρας 17.00. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, κατά τη διάρκεια των δρομολογίων, όλοι οι ναύτες εργάζονταν καθημερινά επί δέκα έξι [16] ώρες ή και περισσότερο, ενώ κατά τη διάρκεια των επισκευών εργάζονταν  τουλάχιστον επί ένδεκα [11] ώρες. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα την 8.9.2020, το πλοίο κατέπλευσε στο Σιγρί της Λέσβου, προκειμένου να φιλοξενήσει πρόσφυγες από το κέντρο υποδοχής μεταναστών και προσφύγων της Μόριας που είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Εν τούτοις ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, τελικά, οι πρόσφυγες δεν φιλοξενήθηκαν στο πλοίο, έως δε και την 24.9.2020, που παρέμεινε το πλοίο στο Σιγρί της Λέσβου, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, όλο το πλήρωμα ήταν σε επιφυλακή για την ασφάλεια του πλοίου, εκτελώντας ανά τέσσερα άτομα τετράωρες φυλακές ασφαλείας του πλοίου και επί πλέον πραγματοποιούσαν και εργασίες συντήρησης, ματσακόνι και χρωματισμούς, καθημερινά. Ακολούθως, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε δύο ταξίδια, για τη μεταφορά προσφύγων από τις νήσους Λέσβο, Χίο, Σάμο, Λέρο και Κω προς το Λαύριο και την 30.9.2020 το πλοίο κατέπλευσε στο Πέραμα για επισκευή εργασίες που διήρκεσαν έως και την 24.10.2020. Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα, ο ενάγων εργάζονταν το λιγότερο ένδεκα [11] ώρες καθημερινά, εκτός των ημερών Σαββάτου και Κυριακής, οπότε εργάσθηκε επί εννέα [9] ώρες. Το εν λόγω πλοίο ξεκίνησε εκ νέου δρομολόγια μετά το πέρας των επισκευών την 27.10.2020. Ο μάρτυρας των εναγομένων,   ……., η κατάθεση του οποίου περιέχεται στην, προμνημονευθείσα με αριθμό ………../2021, ένορκη βεβαίωση, ο οποίος, όπως κατέθεσε και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος, υπηρέτησε ως Ύπαρχος στο εν λόγω πλοίο από τον μήνα Φεβρουάριο 2020 έως τον μήνα Ιούνιο του έτους 2020, κατέθεσε ότι, είναι αναληθής ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι εργαζόταν επί δεκαέξι ώρες καθημερινά κατά τη ναυτολόγησή του στο άνω πλοίο, διότι η αλήθεια είναι, ότι κανένας ναύτης δεν εργάστηκε με τέτοιο ωράριο, ούτε απαιτήθηκε απασχόληση επί τόσες ώρες ημερησίως και αν κατ’ εξαίρεση και λόγω έκτακτων συνθηκών παρασχέθηκε υπερωριακή εργασία, αυτή δεν ξεπερνούσε τη μία ή σπανιότερα τις δύο ώρες την ημέρα πάνω από το οκτάωρο. Κατά τους χειμερινούς μήνες, αλλά και την περίοδο εκείνη του έτους 2020 που αυτός απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, λόγω των έκτακτων μέτρων που είχαν ληφθεί λόγω της πανδημίας του COVID-19, η κίνηση επιβατών και οχημάτων είναι μικρή, οπότε η εργασία των ναυτών σε κάθε λιμάνι ήταν συγκριτικά μικρότερη. Ειδικότερα, στο εν λόγω πλοίο, κατά την υποχρεωτική οργανική του σύνθεση ήταν ναυτολογημένοι ως προσωπικό σκάφους δώδεκα ναύτες και επιπλέον, ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι και δύο ναυτόπαιδες, αριθμό επαρκέστατος, ώστε να καλύπτονται οι υπηρεσίες και οι εργασίες χωρίς να απαιτείται η εξαντλητική υπερωρία που ισχυρίζεται ότι πραγματοποιούσε ο ενάγων. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω μάρτυρας, κατέθεσε ότι, βάσει προγράμματος που συνέτασσε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Ναύκληρο του πλοίου, ελάμβανε χώρα κατανομή εργασιών του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος, με βάση το οποίο οι έξι από τους δώδεκα ναύτες εναλλάσσονταν σε ζευγάρια στις φυλακές της γέφυρας του πλοίου σε δύο τετράωρες βάρδιες εντός του εικοσιτετραώρου και συνολικά ο συνήθης χρόνος υπηρεσίας τους, εντός της ημέρας, ήταν οκτώ ώρες. Οι ναύτες που κάθε φορά εκτελούσαν τη βάρδιά τους συμμετείχαν και στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια του δρομολογίου, μαζί με τους ναύτες που εργάζονταν ως ημερεργάτες, τον ναύκληρο, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες. Οι υπόλοιποι ναύτες, που δεν είχαν βάρδια, ξεκουράζονταν και δεν συμμετείχαν σε αυτές ή άλλες εργασίες, παρά μόνον σε περιόδους αυξημένης κίνησης επιβατών και οχημάτων ή όταν είχε κακοκαιρία και για λόγους ασφαλείας, εφαρμοζόταν το σύστημα «standby (σταντμπάι)». Δηλαδή ο ναύτης που υπηρετούσε στη φυλακή της γέφυρας μπορούσε να κληθεί μισή ή μία ώρα νωρίτερα από την έναρξη της βάρδιάς του ή να σχολάσει μισή ή μία ώρα αργότερα από τη λήξη της, ώστε να ενισχυθούν οι υπόλοιποι ναύτες, οι ημερεργάτες και το κατώτερο πλήρωμα στις εργασίες κατάπλου και απόπλου. Οι υπόλοιποι έξι από τους δώδεκα ναύτες εργάζονταν ως ημερεργάτες (ντεϊμάνηδες) και η κύρια απασχόλησή τους ήταν, μαζί με τον ναύκληρο, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες, στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια κατά τη διάρκεια του δρομολογίου και σε εργασίες καθαριότητας στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού. Συγκεκριμένα, ο ένας εκ των ημερεργατών εργαζόταν στην πρωινή βάρδια από ώρας 08:00 έως ώρας 17:00 με μία ώρα διάλειμμα. Ο ίδιος ναύτης εργαζόταν στον κατάπλου και απόπλου του πλοίου μόνο κατά το ωράριο του και όταν ο ενάγων ήταν στην πρωινή βάρδια δεν απασχολείτο στα λιμάνια εκτός του ωραρίου του. Οι υπόλοιποι πέντε ημερεργάτες, εκτός από αυτόν που είχε διανυκτέρευση, απασχολούνταν μόνο στις εργασίες κατάπλου και απόπλου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου, όπου και πάλι ο συνολικός χρόνος εργασίας τους, εντός του εικοσιτετραώρου, δεν ξεπερνούσε τις οχτώ ή εννέα ή σπανιότερα τις δέκα ώρες, κατ’ ανώτατο όριο, κατά μέσο όρο. Στα περισσότερα λιμάνια, το πλοίο παρέμενε είκοσι λεπτά καθώς, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, οι επιβάτες και τα οχήματα ήταν ελάχιστα. Οι ίδιοι ναύτες καλούνταν στα καθήκοντά τους περίπου είκοσι λεπτά πριν το πλοίο καταπλεύσει σε κάποιο λιμάνι και αμέσως μετά τον απόπλου αποδεσμεύονταν. Κατά τη διάρκεια των πλόων, αλλά και κατά τις νυκτερινές ώρες που ξεκουράζονταν οι επιβάτες, δεν πραγματοποιούντο εργασίες συντήρησης του πλοίου. Τέτοιες εργασίες πραγματοποιούντο μόνο στα λιμάνια αφετηρίας του Πειραιά και της Ρόδου, όποτε απασχολούντο περί τις τρεις και δύο ώρες, αντίστοιχα. Τα ανωτέρω δε ίσχυαν και κατά το έτος 2019 κατά πληροφορίες του. Κατά την περίοδο του έτους 2020 που αυτός εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά με τελικό προορισμό την Ρόδο και επέστρεφε στον Πειραιά. Ακόμα και τις ημέρες που το δρομολόγιο ήταν πιο πυκνό με περισσότερα λιμάνια, ο ενάγων εργάζονταν σύμφωνα με το ανωτέρω πρόγραμμα, χωρίς να απαιτείται να απασχολείται ο ίδιος σε όλα τα λιμάνια του δρομολογίου και εκτός ωραρίου του όταν ήταν στην πρωινή βάρδια. Με βάση το πρόγραμμα, οι ημερεργάτες ήταν κατανεμημένοι έτσι ώστε να ξεκουράζονται. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, είναι ψευδείς οι αναφορές του ενάγοντος στην αγωγή του ότι αυτός (ενάγων) συμμετείχε σε όλες τις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου του σε όλα τα λιμάνια του δρομολογίου, ακόμα και εκτός ωραρίου του. Ειδικά τη χειμερινή περίοδο, οι ημερεργάτες καλούνταν περίπου είκοσι λεπτά πριν το πλοίο καταπλεύσει στο κάθε ενδιάμεσο λιμάνι, απασχολούνταν άλλα περίπου είκοσι λεπτά στην φορτοεκφόρτωση στο λιμάνι και αμέσως μετά τον απόπλου, κατά κανόνα, αποδεσμεύονταν και δεν εργάζονταν μισή ώρα επιπλέον μετά την αναχώρηση. Επίσης, κατά τους πλόες δεν γίνονταν εργασίες συντήρησης, παρά μόνον περιορισμένες εργασίες καθαριότητας από τους ναυτόπαιδες. Ο ενάγων μετείχε μόνον κατά το ωράριό του στις πλέον εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας και σε εργασίες ελαφράς συντήρησης μόνο εντός του ωραρίου του και αυτές διαρκούσαν επί δίωρο από 11.00 έως 13.00 περίπου δύο φορές την εβδομάδα πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά, δηλαδή κάθε Τρίτη, Πέμπτη και τα Σαββατοκύριακα.  Ο ίδιος, κατέθεσε ότι, κατά την εμπειρία του, κατά τη διάρκεια των επισκευών, το πλήρωμα του πλοίου εργάζεται μόνον σε δύο τετράωρες βάρδιες και δεν πραγματοποιούνται υπερωρίες στο εν λόγω διάστημα. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και ιδίως της ανωτέρω αποδειχθείσας διάρκειας των δρομολογίων που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών κατά τους επιδίκους χρόνους, σε συνδυασμό με την οργανική σύνθεση του πλοίου, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος περί υπερωριακής του απασχόλησης, που περιέχονται στην αγωγή του, κρίνονται αβάσιμοι, για τις ημέρες 20.5.2019, 24.5.2019, 8.1.2020, 7.4.2020, 15.11.2020, 22.11.2020, 26.11.2020, οπότε απεδείχθη ότι το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, την 28.1.2020, οπότε το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του προς επισκευή αυτού και την 30.11.2020, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, μεταξύ των οποίων και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων των διαδίκων) λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως εκάστου εξ αυτών και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, απεδείχθη ότι, στο ανωτέρω πλοίο, μήκους εκατόν σαράντα ενός [141] μέτρων, το οποίο διαθέτει εννέα επίπεδα, εκ των οποίων τα πέντε αποτελούν χώρους στάθμευσης των επιβιβαζόμενων αυτοκινήτων (γκαράζ), με δυνατότητα μεταφοράς χιλίων οκτακοσίων [1.800] επιβατών και εννιακοσίων πενήντα [950] οχημάτων, κατά τον επίδικο χρόνο, ευρίσκετο σε πλήρη οργανική σύνθεση, διότι υπηρετούσαν σε αυτό ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, ένας [1] ναύκληρος, δύο [2] υποναύκληροι, δώδεκα [12] ναύτες και δύο [2] ναυτόπαιδες. Κατά τον ίδιο χρόνο, εκ των δώδεκα [12] υπηρετούντων σε αυτό ναυτών, οι έξι εκτελούσαν βάρδιες φυλακής και οι υπόλοιποι έξι εκτελούσαν υπηρεσία ημερεργάτη. Ο ενάγων, καθόλο το επίδικο διάστημα υπηρετούσε ως ημερεργάτης, Όταν το πλοίο ήταν στο λιμάνι αυτός, απασχολείτο σε εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας του πλοίου, καθώς επίσης και σε εργασίες συντήρησης αυτού, εκτελώντας πρωινή βάρδια από ώρας 08.00 έως ώρας 17.00, με μία ώρα διάλειμμα. Όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, αυτός (ενάγων), απασχολείτο στις εργασίες φορτώσεως του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας και προορισμού, στις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στους χώρους στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, σε όλους τους λιμένες τους οποίους προσέγγιζε το εν λόγω πλοίο, επιπλέον δε, κατά τις ώρες βάρδιάς του από ώρας 08.00 έως ώρας 17.00, απασχολείτο και με τις εργασίες καθαριότητας του χώρου τούτου, των καταστρωμάτων, των κλιμακοστασίων και εν γένει των εξωτερικών μερών του πλοίου, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Στην κρίση του αυτή, ότι δηλαδή ο ενάγων απασχολείτο με τις εργασίες φορτοεκφόρτωσης του πλοίου αλλά και τις εργασίες απόπλου και κατάπλου και πέραν της βάρδιάς του, στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, αλλά και σε όλα τα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου, το Δικαστήριο κατέληξε, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και ιδίως από τη σταθερή καταβολή σε αυτόν (ενάγοντα) υπό της πρώτης εναγομένης, αμοιβής υπερωριακής εργασίας, ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας που προσκομίζονται, τα επιμέρους ποσά των οποίων αναλύονται ανωτέρω και των απαιτούμενων εργασιών, κατά τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια προσέγγισης, όπως περί αυτών κατέθεσε με λεπτομέρεια ο μάρτυρας του ενάγοντος ………….., ο οποίος υπηρέτησε ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο και η κατάθεση αυτού περί των εν λόγω αναγκαίων εργασιών δεν αντικρούστηκε από τις εναγόμενες, εφόσον επ’ αυτών (απαιτουμένων εργασιών κατά τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου) ουδέν κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγομένων. Επιπλέον, η εν λόγω ένορκη κατάθεση (του μάρτυρος ………..) επί της περιγραφής των εν λόγω απαιτουμένων εργασιών, ταυτίζεται με τις απαιτήσεις του νόμου, δεδομένου ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960) “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία.», με βάση τις οποίες απαιτούνται ναύτες στο πρόστεγο, μετά του Υποπλοιάρχου και του Ναυκλήρου και ναύτες στο επίστεγο μετά του Ανθυποπλοιάρχου και του Ναυκλήρου. Ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη (α) των απαιτούμενων εργασιών κατά τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια προσέγγισης, όπως αυτές προβλέπονται από το νόμο και αναλύονται ανωτέρω, (β) των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω με λεπτομέρεια αναφερόμενες ακτοπλοϊκές γραμμές και εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα δρομολόγια που προαναφέρθηκαν αναλυτικά, του αριθμού των λιμένων που προσέγγιζε το πλοίο καθ’ εκάστη, του χρόνου παραμονής του σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή και τις εορτές), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα, των χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, (γ) της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιεγράφηκαν ανωτέρω και (δ) του γεγονότος ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, το πλοίο ευρίσκετο σε πλήρη οργανική σύνθεση, κρίνεται ότι ο ενάγων, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών (πλην των ανωτέρω ειδικώς αναφερομένων ημερών που δεν απεδείχθη ότι εκτελούσε υπερωριακή εργασία) πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο και μάλιστα σε περισσότερες της μίας ακτοπλοϊκές γραμμές και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων, πλην των ημερών που ειδικά αναφέρονται ανωτέρω, κατά τις οποίες απεδείχθη ότι δεν πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων αλλά επιπλέον και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, δεδομένου ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, πλην των ανωτέρω ειδικώς μνημονευομένων ημερών κατά τις οποίες απεδείχθη ότι ο ενάγων δεν εκτέλεσε υπερωριακή εργασία, η ημερήσια εργασία αυτού (ενάγοντος), ανήλθε: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2019 έως 21.4.2019: Επί δέκα ώρες κατά τις ημέρες Δευτέρας και Παρασκευής (πλην της Παρασκευής 19.4.2019, οπότε εργάσθηκε επί δέκα τρεις ώρες), επί δώδεκα ώρες κατά τις ημέρες Τετάρτης και Σαββάτου και επί δέκα τρεις ώρες κατά τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 22.4.2019 έως 30.4.2019: επί δέκα ώρες την 22.4.2020, επί δώδεκα ώρες την 23.4.2020, επί δέκα τρεις ώρες την 24.4.2020, 25.4.2020, 26.4.2020, 29.4.2020 και 30.4.2020, επί δώδεκα ώρες την 27.4.2020 και επί δέκα ώρες την Κυριακή του Πάσχα 28.4. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως και 19.5 2019: επί δέκα ώρες κατά τις ημέρες Δευτέρα και Παρασκευή, επί δώδεκα ώρες τις ημέρες Τετάρτη και Σάββατο και επί δέκα τρεις ώρες κατά τις υπόλοιπες ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 21.5.2019 έως 14.6.2019: Επί δέκα τρεις ώρες κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, επί ένδεκα ώρες την ημέρα Τρίτη, επί δέκα ώρες κάθε Σάββατο και Κυριακή, πλην της 25ης.5.2019, ημέρα Σάββατο, οπότε εργάσθηκε επί εννέα ώρες και της 21ης.5.2019, οπότε εργάσθηκε επί ένδεκα ώρες. [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2019 έως 9.9.2019: Επί δέκα τρεις ώρες κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, επί δώδεκα ώρες τις ημέρες Τρίτη και Σάββατο και επί ένδεκα ώρες την Κυριακή. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4.10.2019: Την 10.9.2019, την 13.9.2019 και τις ημέρες Κυριακής επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη, τις ημέρες Σάββατο επί δώδεκα ώρες και τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή επί δέκα τρεις ώρες καθ’ εκάστη. Στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησής του εργάσθηκε: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2019 έως 7.11.2019, οπότε στο εν λόγω πλοίο διενεργούντο επισκευές επί ένδεκα τις καθημερινές και επί εννέα ώρες τις ημέρες Κυριακής και Σαββάτου, όπως περί τούτου σαφώς κατέθεσαν οι μάρτυρες του ενάγοντος, έχοντες ιδία αντίληψη, δεδομένου ότι ο μάρτυρας των εναγομένων, δεν εργάζονταν στο εν λόγω πλοίο κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα 8.11.2019 έως 12.1.2010: Επί δέκα ώρες κατά τις ημέρες Δευτέρα και Παρασκευή, επί δώδεκα ώρες κάθε Τετάρτη και Σάββατο και επί δέκα τρεις ώρες κατά τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή, πλην της ημέρας Κυριακής 22.12.2019, οπότε το πλοίο με την άφιξή του στο λιμάνι της Μυτιλήνης ώρα 06.10, παρέμεινε στο λιμάνι ολόκληρη την υπόλοιπη ημέρα, οπότε εργάσθηκε επί εννέα ώρες, τις ημέρες Τετάρτης 25.12.2019 και 1.1.2019, οπότε με την άφιξή του στο λιμάνι της Καβάλας δεν εκτέλεσε έτερο δρομολόγιο, οπότε εργάσθηκε επί εννέα ώρες, την ημέρα Τετάρτη 8.1.2020, οπότε δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο και επομένως εργάσθηκε επί οκτώ ώρες και την ημέρα Σαββάτου 11.1.2020, οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί ένδεκα ώρες. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 13.1.2020 έως 19.1.2020: Την 13.1, 15.1, 16.1. και 17.1 εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και τις ημέρες 14.1, 18.1. και 19.1 επί δεκατρείς ώρες ημερησίως. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 20.1.2020 έως 27.1.2020: Επί δέκα ώρες κατά τις ημέρες Δευτέρα και Παρασκευή, επί δώδεκα ώρες κατά τις ημέρες Τετάρτη και Σάββατο και επί δέκα τρεις ώρες κατά τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή. [Ε] Την 28.1.2020, το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο και επομένως ο ενάγων εργάσθηκε επί οκτώ ώρες. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 29.1.2020 έως 3.2.2020, οπότε στο εν λόγω πλοίο διενεργούντο εργασίες επισκευής, όπως περί τούτου σαφώς κατέθεσαν οι μάρτυρες του ενάγοντος, αυτός εργάσθηκε κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη και τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής επί εννέα ώρες, δεδομένου ότι ο μάρτυρα των εναγομένων, περί όσων κατέθεσε για τις ώρες εργασίας των μελών του καταστρώματος πληρώματος κατά τις ημέρες επισκευής του πλοίου, δεν έχει ιδία αντίληψη. [Ζ] Κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 19.4.2020: Επί δέκα τρεις ώρες κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, επί ένδεκα ώρες κάθε Τρίτη, επί δώδεκα ώρες κάθε Πέμπτη και επί δέκα ώρες τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής. [Η] Κατά το χρονικό διάστημα από 20.4.2020 έως 14.5.2020: Επί δέκα τρεις ώρες τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, επί ένδεκα ώρες την Τρίτη, επί δώδεκα ώρες κάθε Πέμπτη και επί ένδεκα ώρες τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής. Στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020: Επί δέκα τρεις ώρες τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, επί ένδεκα ώρες την Τρίτη και επί δώδεκα ώρες κάθε Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 24.9.2020, οπότε όπως απεδείχθη, το πλοίο παρέμεινε στο Σιγρί προς υποδοχή προσφύγων, ο ενάγων, όπως κατέθεσε ο με επιμέλειά του εξετασθείς μάρτυρας, ………., η ένορκη κατάθεση του οποίου δεν αντικρούσθηκε από έτερο αποδεικτικό μέσο, δεδομένου ότι ο μάρτυρας της εναγομένης ουδέν κατέθεσε περί τούτου, πραγματοποιούσε καθημερινά οκτάωρη βάρδια φύλαξης του πλοίου και επιπλέον εργάζονταν επί τρεις ώρες σε εργασίες συντήρησης του πλοίου και καθαριότητας αυτού, ο ενάγων εργάσθηκε επί ένδεκα ώρες τις καθημερινές ημέρες και επί εννέα ώρες τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής καθώς επίσης και την ημέρα αργίας 14.9.2020. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 25.9.2020 έως 26.10.2020, οπότε το εν λόγω πλοίο μετέφερε πρόσφυγες από νησιά του Ανατολικού Αιγαίου προς το λιμάνι του Λαυρίου και ακολούθως από 1.10.2020 έως 26.10.2020 οπότε παρέμεινε ακινητοποιημένο στο Πέραμα προς διενέργεια επισκευών, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργαζόταν επί  ένδεκα ώρες τις καθημερινές ημέρες και επί εννέα ώρες τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 27.10.2020 έως 3.11.2020: Την ημέρα Τρίτη 27.10 ο ενάγων εργάσθηκε επί δέκα ώρες, επί δώδεκα ώρες εργάσθηκε τις ημέρες Τετάρτη [ημέρα αργίας (28.10)] και Πέμπτη, την ημέρα Παρασκευή 30.10.2020 εργάσθηκε επί δέκα ώρες, τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής επί δέκα τρεις ώρες, επί ένδεκα ώρες την ημέρα Δευτέρα 2.11 και επί δώδεκα ώρες την 3.11.2020. Τέλος [Ε] κατά το χρονικό διάστημα από 4.11.2020 έως 30.11.2020, ο ενάγων εργάζονταν επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη, πλην των ημερών Κυριακής 15.11.2020 και 22.11.2020 και της ημέρας Πέμπτης 26.11.2020, οπότε εργάσθηκε επί οκτώ ώρες, διότι το εν λόγω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο. Η ανάγκη παροχής εργασίας, πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, δεν αποκλείεται εκ του γεγονότος ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση όσον αφορά στο κατώτερο πλήρωμα, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον δεύτερο λόγο έφεσής τους, καθόσον αυτή η πληρότητα, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Επομένως, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε, πλην των ανωτέρω καθημερινών ημερών και ημερών Κυριακής, οπότε απεδείχθη ότι, εργάσθηκε επί οκτώ ώρες, επί εννέα [9] ώρες καθ’ εκάστη, κατά το έτος 2019, τις ημέρες Κυριακής 3.11, 22.12, τις ημέρες Σαββάτου 25.5, 2.11, την ημέρα αργίας 25.12, κατά το έτος 2020 τις ημέρες Κυριακής 2.2, 13.9, 20.9, 27.9, 4.10, 11.10, 18.10, 25.10, τις ημέρες Σαββάτου 1.2, 12.9, 19.9., 26.9, 3.10., 10.10, 17.10, 24.10, τις ημέρες αργίας 1.1, 14.9, επί δέκα [10] ώρες καθ’ εκάστη, κατά το έτος 2019, τις καθημερινές ημέρες 8.4., 12.4, 15.4., 22.4., 3.5, 6.5, 10.5, 13.5, 17.5, 8.11, 11.11, 15.11, 18.11, 22.11, 25.11, 29.11, 2.12, 9.12, 13.12, 16.12, 20.12, 23.12, 27.12, 30.12, τις ημέρες Κυριακής 26.5, 2.6, 9.6, τις ημέρες Σαββάτου 1.6, 8.6, την ημέρα αργίας 6.12 και κατά το έτος 2020 τις καθημερινές ημέρες 3.1, 10.1, 20.1, 24.1, 27.1, 27.10, 30.10, τις ημέρες Κυριακής 9.2, 16.2, 23.2, 1.3, 8.3, 15.3, 22.3, 29.3, 5.4, 19.4, τις ημέρες Σαββάτου 8.2, 15.2, 22.2, 29.2, 7.3, 14.3, 21.3, 28.3, 4.4, 18.4 και την ημέρα αργίας την 6.1, επί ένδεκα [11] ώρες καθ’ εκάστη κατά το έτος 2019 τις καθημερινές ημέρες 21.5, 28.5, 4.6, 11.6, 10.9, 13.9, 31.10., 1.11, 4.11, 5.11, 6.11, 7.11, 3.3, 10.3, 17.3, 24.3, 31.3, τις ημέρες Κυριακής 16.6, 23.6, 30.6, 7.7., 14.7, 21.7, 28.7, 4.8, 11.8, 18.8, 25.8, 1.9, 8.9, 15.9, 22.9, 29.9, κατά το έτος 2020 τις καθημερινές ημέρες 29.1, 30.1, 31.1, 3.2, 4.2,  11.2, 18.2, 25.2, 14.4, 21.4, 28.4, 5.5., 12.5, 7.7, 14.7, 21.7, 28.7, 4.8, 11.8, 18.8, 25.8, 1.9, 8.9, 9.9, 10.9, 11.9, 15.9. 16.9. 17.9, 18.9, 21.9, 22.9, 23.9, 24.9., 25.9, 28.9. 29.9. 30.9, 1.10, 2.10, 5.10, 6.10., 7.10, 8.10, 9.10, 12.10, 13.10, 14.10, 15.10, 16.10, 19.10, 20.10, 21.10, 22.10, 23.10, 26.10, 2.11, τις ημέρες Κυριακής 26.4, 3.5, 10.5, τις ημέρες Σαββάτου 11.1, 25.4, 2.5, 9.5, επί δώδεκα [12] ώρες καθ’ εκάστη κατά το έτος 2019 τις καθημερινές ημέρες 10.4., 17.4., 24.4., 8.5, 15.5., 18.6, 25.6, 2.7, 9.7, 16.7, 23.7, 30.7, 6.8, 13.8, 20.8, 27.8, 3.9, 13.11, 20.11, 27.11, 4.12, 11.12, 18.12, τις ημέρες Σαββάτου 13.4., 20.4., 27.4., 4.5, 11.5, 18.5, 15.6, 22.6, 29.6, 6.7, 13.7, 20.7, 27.7, 3.8, 10.8, 17.8, 24.8, 31.8, 7.9, 21.9. 28.9, 9.11, 16.11, 23.11, 30.11, 7.12, 14.12, 21.12,, 28.12, τις ημέρες αργίας 1.5, 14.9, κατά το έτος 2020 τις καθημερινές ημέρες 13.1, 15.1, 16.1, 17.1, 22.1, 6.2, 13.2, 20.2, 27.2., 5.3, 12.3, 19.3, 26.3, 2.4, 9.4, 16.4, 30.4, 7.5, 14.5, 9.7, 16.7, 23.7, 30.7, 6.8, 13.8, 20.8, 27.8, 3.9, 29.10, 3.11, τις ημέρες Κυριακής 5.7, 12.7, 19.7, 26.7, 2.8, 9.8, 16.8, 23.8, 30.8, 6.9, τις ημέρες Σαββάτου 4.1, 25.1, 4.7, 11.7, 18.7, 25.7, 1.8, 8.8, 22.8, 29.8, 5.9, τις ημέρες αργίας 23.4., 15.8., 28.10, επί δέκα τρεις [13] ώρες καθ’ εκάστη κατά το έτος 2019 τις καθημερινές ημέρες 9.4., 11.4., 16.4., 18.4., 19.4., 23.4., 25.4., 30.4., 2.5, 7.5, 9.5, 14.5, 16.5, 22.5, 23.5, 27.5, 29.5, 30.5, 31.5, 3.6, 5.6, 7.6, 10.6, 12.6, 13.6, 14.6, 17.6, 19.6, 20.6, 21.6, 24.6, 26.6, 27.6, 28.6, 1.7, 3.7, 4.7, 5.7, 8.7, 10.7, 11.7, 12.7, 15.7, 17.7, 18.7, 19.7, 22.7, 24.7, 25.7, 26.7, 29.7, 31.7, 1.8, 2.8, 5.8, 7.8, 8.8, 9.8, 12.8, 14.8, 16.8, 19.8, 21.8, 22.8, 23.8, 26.8, 28.8, 29.8, 30.8, 2.9, 4.9, 5.9, 6.9, 9.9, 11.9, 12.9, 16.9, 17.9, 18.9, 19.9, 20.9, 23.9, 24.9, 25.9, 26.9, 27.9, 30.9, 1.10, 2.10, 3.10, 4.10, 12.11, 14.11, 19.11, 21.11, 26.11, 28.11, 3.12, 5.12, 10.12, 12.12, 17.12, 19.12, 24.12, 31.12, τις ημέρες Κυριακής 14.4., 21.4, 5.5., 12.5, 19.5, 10.11, 17.11, 24.11, 1.12, 8.12, 15.12, 29.12, τις ημέρες αργίας 26.4., 29.4, 6.6, 15.8, 26.12, κατά το έτος 2020 τις καθημερινές ημέρες 2.1, 7.1, 9.1, 14.1, 21.1, 23.1, 5.2, 7.2, 10.2, 12.2, 14.2, 17.2, 19.2, 21.2, 24.2, 26.2, 28.2, 4.3, 6.3, 9.3, 11.3, 13.3, 16.3, 18.3, 20.3, 23.3, 27.3, 30.3 , 1.4, 3.4, 6.4,  8.4, 10.4, 13.4, 15.4, 22.4, 24.4, 27.4, 29.4, 4.5, 6.5, 8.5, 11.5, 13.5, 6.7, 8.7, 10.7, 13.7, 15.7, 17.7., 20.7, 22.7, 24.7., 27.7, 29.7, 31.7., 3.8, 5.8, 7.8, 10.8, 12.8, 14.8, 17.8, 19.8, 21.8, 24.8, 26.8, 28.8, 31.8, 2.9, 4.9, 7.9., 4.11, 5.11, 6.11, 9.11, 10.11, 11.11, 12.11, 13.11, 16.11, 17.11, 18.11, 19.11, 20.11, 23.11, 24.11, 25.11, 27.11, τις ημέρες Κυριακής 5.1, 12.1, 19.1, 26.1, 12.4, 1.11, 8.11, 29.11, τις ημέρες Σαββάτου 18.1, 11.4, 31.10, 7.11, 14.11, 21.11, 28.11. και τις ημέρες αργίας 2.3, 25.3, 17.4, 20.4, 1.5. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι κατά τις ημέρες που στο εν λόγω πλοίο διενεργούντο επισκευές, αλλά και κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020, ο ενάγων εργάζονταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά τις καθημερινές ημέρες και επί εννέα ώρες καθ’ εκάστη τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης των εναγομένων, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Αντίθετα, καθόσον αφορά τις ανωτέρω ημέρες που αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί οκτώ ώρες ημερησίως, καθώς και τις ανωτέρω ημέρες που απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί εννέα ώρες ημερησίως (πλην των χρονικών διαστημάτων που διενεργούντο επισκευές στο εν λόγω πλοίο και κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020 όσον αφορά στις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών), επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη, επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη (πλην των καθημερινών ημερών κατά τα χρονικά διαστήματα που διενεργούντο επισκευές στο εν λόγω πλοίο και κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020) και επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη, όπως οι εν λόγω ημέρες αναλύονται ανωτέρω, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων, διότι δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα και μισή ώρες καθ’ εκάστη, απορριπτομένου κατά τούτο του πρώτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εκ του λόγου ότι, απέρριψε τον αγωγικό του ισχυρισμό περί απασχόλησής του επί δέκα έξι ώρες ημερησίως. Αντίθετα, ο λόγος αυτός έφεσης του ενάγοντος, τυγχάνει εν μέρει βάσιμος στην ουσία του, όσον αφορά στις ανωτέρω ειδικώς αναφερόμενες ημέρες, οπότε απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δέκα τρεις ώρες καθ’ εκάστη, απορριπτομένου κατά τούτο του αντίστοιχου δευτέρου λόγου έφεσης των εναγομένων. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων εδικαιούτο την ακόλουθη αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση: (Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 8-4-2019 έως 4-10-2019: (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 8-4-2019 έως 30.4.2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 8.4., 12.4., 15.4., 22.4., επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 10.4., 17.4., 24.4., επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 9.4., 11.4., 16.4., 18.4., 19.4., 23.4., 25.4., 30.4, κατά τις ημέρες Κυριακής επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 14.4. και την 21.4 (η ημέρα Κυριακή 28.4.2019 δεν τυγχάνει επίδικη), κατά τις ημέρες Σαββάτου 13.4, 20.4 και 27.4 επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και τις ημέρες αργίας 26.4. και 29.4. επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα πέντε [15] καθημερινές ημέρες και δύο [2] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(2 επί 4 =) 8 + (4 επί 3=) 12 + (5 επί 8=) 40 +  (5 επί 2=) 10 =] εβδομήντα [70] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (70 επί 8,70=) 609,00 και για την απασχόλησή του κατά τις δύο [2] ημέρες αργίας της 26.4 και 29.4 και τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί [(3 επί 12=) 36 + (2 επί 13=) 26=] εξήντα δύο [62] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (62 επί 10,44=) 647,28. (ΙΙ) (α) Για το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 έως 24.5.2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, επί οκτώ ώρες καθ’ εκάστη τις καθημερινές ημέρες 20.5 και 24.5, επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 3.5, 6.5, 10.5, 13.5 και 17.5, επί ένδεκα ώρες την 21.5, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 8.5 και 15.5. και επί  δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 2.5, 7.5, 9.5, 14.5, 16.5, 22.5 και 23.5, κατά τις ημέρες Κυριακής επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την  5.5., 12.5 και 19.5, κατά τις ημέρες Σαββάτου επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 4.5, 11.5, 18.5. και επί δώδεκα ώρες την ημέρα αργίας 1.5, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα πέντε [15] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(2 επί 5 =) 10 + (1 επί 3=) 3 + (4 επί 2=) 8 + (5 επί 7=) 35 + (5 επί 3=) 15 =] εβδομήντα μία [71] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (71 επί 8,70=) 617,70 και για την απασχόλησή του κατά τη μία [1] ημέρα αργίας της 1.5 και τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί [(3 επί 12=) 36 + (1 επί 12=) 12=] σαράντα οκτώ [48] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (48 επί 10,44=) 501,12 και (β) Για το χρονικό διάστημα από 25-5-2019 έως 31.5.2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες την 28.5 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 27.5, 29.5, 30.5 και 31.5 κατά τις ημέρες Κυριακής επί δέκα ώρες την 26.5 και την ημέρα Σαββάτου 25.5 επί εννέα ώρες δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω πέντε [5] ημέρες καθημερινές και μία [1] ημέρα Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 1 =) 3 + (5 επί 4=) 20 + (1 επί 2=) 2 =] είκοσι πέντε [25] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (25 επί 8,70=) 217,50 και για την απασχόλησή του κατά τη μία [1] ημέρα Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί (1 επί 9=) εννέα [9] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (9 επί 10,44=) 93,96. (ΙΙΙ) Για τον μήνα Ιούνιο 2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 4.6 και 11.6, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 18.6 και  25.6 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 3.6, 5.6, 7.6, 10.6, 12.6, 13.6, 14.6, 17.6, 19.6, 20.6, 21.6, 24.6, 26.6, 27.6 και 28.6, τις ημέρες Κυριακής επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 2.6 και 9.6 και επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 16.6, 23.6 και 30.6, τις ημέρες Σαββάτου επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 1.6. και 8.6. και επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 15.6, 22.6 και 29.6. και την ημέρα αργίας 6.6. επί δεκατρείς ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(2 επί 3 =) 6 + (4 επί 2=) 8 + (5 επί 15=) 75 + (2 επί 2=) 4 + (3 επί 3=) 9 =] εκατόν δύο [102] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (102 επί 8,70=) 887,40 και για την απασχόλησή του κατά τη μια [1] ημέρα αργίας της 6.6 και τις πέντε [5] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί [(10 επί 2=) 20 + (12 επί 3=) 36 + (1 επί 13=) 13 =] εξήντα εννέα [69] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (69 επί 10,44=) 720,36. (ΙV) Για τον μήνα Ιούλιο 2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 2.7, 9.7, 16.7, 23.7 και 30.7 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 1.7, 3.7, 4.7, 5.7, 8.7, 10.7, 11.7, 12.7, 15.7, 17.7, 18.7, 19.7, 22.7, 24.7, 25.7, 26.7, 29.7 και 31.7, κατά τις ημέρες Κυριακής 7.7., 14.7, 21.7, 28.7. επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη και επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Σαββάτου (6.7, 13.7, 20.7, 27.7), δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι τρεις [23] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(4 επί 5 =) 20 + (5 επί 18=) 90 + (3 επί 4=) 12  =] εκατόν είκοσι δύο [122] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (122 επί 8,70=) 1.061,40 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί (12 επί 4=) σαράντα οκτώ [48] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (48 επί 10,44=) 501,12. (V) Για τον μήνα Αύγουστο 2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 6.8, 13.8, 20.8 και 27.8 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 1.8, 2.8, 5.8, 7.8, 8.8, 9.8, 12.8, 14.8, 16.8, 19.8, 21.8, 22.8, 23.8, 26.8, 28.8, 29.8 και 30.8, κατά τις ημέρες Κυριακής (4.8, 11.8, 18.8, 25.8) επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη, κατά τις ημέρες Σαββάτου (3.8, 10.8, 17.8, 24.8, 31.8) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και την ημέρα αργίας (15.8) επί δεκατρείς ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι μία [21] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(4 επί 4 =) 16 + (5 επί 17=) 85 + (4 επί 3=) 12 =] εκατόν δέκα τρεις [113] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (113 επί 8,70=) 983,10 και για την απασχόλησή του κατά τη μία ημέρα αργίας και τις πέντε [5] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί [(12 επί 5=) 60 + (1 επί 13=) 13=] εβδομήντα τρεις [73] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (73 επί 10,44=) 762,12. (VΙ) Για τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 10.9 και 13.9, επί δώδεκα ώρες την 3.9 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 2.9, 4.9, 5.9, 6.9, 9.9, 11.9, 12.9, 16.9, 17.9, 18.9, 19.9, 20.9, 23.9, 24.9, 25.9, 26.9, 27.9 και 30.9, κατά τις ημέρες Κυριακής (1.9, 8.9, 15.9, 22.9, 29.9) επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά τις ημέρες Σαββάτου (7.9, 21.9. 28.9) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και την ημέρα αργίας (14.9) επί δώδεκα ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι μία [21] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 2 =) 6 + (4 επί 1=) 4 + (5 επί 18=) 90 + (5 επί 3=) 15 =] εκατόν δέκα πέντε [115] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (115 επί 8,70=) 1.000,50 και για την απασχόλησή του κατά τη μία ημέρα αργίας και τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί [(12 επί 3=) 36 + (1 επί 12=) 12=] σαράντα οκτώ [48] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (48 επί 10,44=) 501,12. (VΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 1.10.2019 έως 4.10.2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις τέσσερις (4) καθημερινές ημέρες επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη, δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω τέσσερις [4] ημέρες καθημερινές, ήτοι για (4 επί 5 =) είκοσι [20] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (20 επί 8,70=) 174,00. (B) Κατά το χρονικό διάστημα από 31-10-2019 έως 14-5-2020: (Ι) Για την καθημερινή ημέρα Πέμπτη 31.10.2019, οπότε εργάσθηκε επί ένδεκα ώρες, δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση, ήτοι για τρεις [3] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (3 επί 8,70=) 26,10. (ΙΙ) Για τον μήνα Νοέμβριο 2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 8.11, 11.11, 15.11, 18.11, 22.11, 25.11 και 29.11, επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 1.11, 4.11, 5.11, 6.11. και 7.11, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 13.11, 20.11 και 27.11 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 12.11, 14.11, 19.11, 21.11, 26.11 και 28.11, κατά τις ημέρες Κυριακής επί εννέα ώρες την 3.11 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 10.11, 17.11. και 24.11 και κατά τις ημέρες Σαββάτου επί εννέα ώρες την 2.11. και επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 9.11, 16.11, 23.11 και 30.11, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι μία [21] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(2 επί 7 =) 14 + (3 επί 5=) 15 + (4 επί 3=) 12 + (5 επί 6=) 30 + (1 επί 1 =) 1 + (5 επί 3=) 15 =] ογδόντα επτά [87] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (87 επί 8,70=) 756,90 και για την απασχόλησή του κατά τις πέντε [5] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί [(1 επί 9=) 9 + (4 επί 12=) 48 =] πενήντα επτά [57] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (57 επί 10,44=) 595,08. (ΙΙΙ) Για τον μήνα Δεκέμβριο 2019, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 2.12, 9.12, 13.12, 16.12, 20.12, 23.12, 27.12 και 30.12, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 4.12, 11.12. και 18.12. και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 3.12, 5.12, 10.12, 12.12, 17.12, 19.12, 24.12 και 31.12, κατά τις ημέρες Κυριακής επί εννέα ώρες την 22.12. και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 1.12, 8.12, 15.12 και 29.12, κατά τις ημέρες Σαββάτου (7.12, 14.12, 21.12,, 28.12) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και κατά τις ημέρες αργίας επί εννέα ώρες την 25.12, επί δέκα ώρες την 6.12. και επί δεκατρείς ώρες την 26.12, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(2 επί 8 =) 16 + (4 επί 3=) 12 + (5 επί 8=) 40 + (1 επί 1=) 1 + (4 επί 5=) 20 =] ογδόντα εννέα [89] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (89 επί 8,70=) 774,30 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου και τρεις [3] ημέρες αργιών, ήτοι για απασχόλησή του επί [(12 επί 4=) 48 + (1 επί 9=) 9 + (1 επί 10=) 10 + (1 επί 13=) 13) =] ογδόντα [80] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (80 επί 10,44=) 835,20. (ΙV) Για τον μήνα Ιανουάριο 2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί οκτώ ώρες καθ’ εκάστη την 8.1. και 28.1, επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 3.1, 10.1, 20.1, 24.1. και 27.1, επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 29.1, 30.1. και 31.1, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 13.1, 15.1, 16.1, 17.1. και 22.1 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 2.1, 7.1, 9.1, 14.1, 21.1. και 23.1, κατά τις ημέρες Κυριακής (5.1, 12.1, 19.1, 26.1) επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη, κατά τις ημέρες Σαββάτου επί ένδεκα ώρες την 11.1, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 4.1. και 25.1 και επί δεκατρείς ώρες την 18.1 και κατά τις ημέρες αργίας επί εννέα ώρες την 1.1. και επί δέκα ώρες την 6.1., δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(2 επί 5 =) 10 + (3 επί 3=) 9 + (4 επί 5=) 20 + (5 επί 6=) 30 + (4 επί 5=) 20 =] ογδόντα εννέα [89] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (89 επί 8,70=) 774,30 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου και δύο [2] ημέρες αργιών, ήτοι για απασχόλησή του επί [(1 επί 11=) 11 + (2 επί 12=) 24 + (1 επί 13=) 13 + (1 επί 9=) 9 + (1 επί 10=) 10 =] εξήντα επτά [67] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (67 επί 10,44=) 699,48. (V) (α) Για το χρονικό διάστημα από 1.2.2020 έως 3.2.2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε την 3.2.2020 ημέρα καθημερινή και δη Δευτέρα επί ένδεκα ώρες, την Κυριακή 2.2 επί  εννέα ώρες και την ημέρα Σαββάτου 1.2 επί εννέα ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά την ανωτέρω μία [1] καθημερινή ημέρα και μία [1] ημέρα Κυριακής, ήτοι για [(1 επί 3 =) 3 + (1 επί 1=) 1  =] τέσσερις [4] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (4 επί 8,70=) 34,80 και για την απασχόλησή του κατά τη μία [1] ημέρα Σαββάτου, ήτοι για την απασχόλησή του επί (1 επί 9=) εννέα [9] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (9 επί 10,44=) 93,96 και (β) Για το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 29.2.2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 4.2, 11.2, 18.2 και 25.2, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 6.2., 13.2., 20.2 και 27.2. και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 5.2, 7.2, 10.2, 12.2, 14.2, 17.2, 19.2, 21.2, 24.2, 26.2 και 28.2, κατά τις ημέρες Κυριακής (9.2, 16.2, 23.2) επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη και τις ημέρες Σαββάτου (8.2, 15.2, 22.2, 29.2) επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 4 =) 12 + (4 επί 4 =) 16 + (5 επί 11=) 55 + (2 επί 3=) 6 =] ογδόντα εννέα [89] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (89 επί 8,70=) 774,30 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί (4 επί 10=) σαράντα [40] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (40 επί 10,44=) 417,60. (VΙ) Για τον μήνα Μάρτιο 2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες  καθ’ εκάστη την 3.3, 10.3, 17.3, 24.3, και 31.3, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 5.3, 12.3, 19.3. και 26.3. και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 4.3, 6.3, 9.3, 11.3, 13.3, 16.3, 18.3, 20.3, 23.3, 27.3 και 30.3, κατά τις ημέρες Κυριακής (1.3, 8.3, 15.3, 22.3, 29.3) επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη, κατά τις ημέρες Σαββάτου (7.3, 14.3, 21.3, 28.3) επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη και κατά τις ημέρες αργίας (2.3 και 25.3) επί δεκατρείς ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι [20] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 5 =) 15 + (4 επί 4=) 16 + (5 επί 11=) 55 + (2 επί 5=) 10 =] ενενήντα έξι [96] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (96 επί 8,70=) 835,20 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου και δύο [2] ημέρες αργιών, ήτοι για απασχόλησή του επί [(4 επί 10=) 40 + (2 επί 13=) 26 =] εξήντα έξι [66] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (66 επί 10,44=) 689,04. (VΙΙ) Για τον μήνα Απρίλιο 2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί οκτώ ώρες την 7.4, επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 14.4, 21.4. και 28.4, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 2.4, 9.4, 16.4. και 30.4. και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 1.4, 3.4, 6.4, 8.4, 10.4, 13.4, 15.4, 22.4, 24.4, 27.4. και 29.4, κατά τις ημέρες Κυριακής επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 5.4. και 19.4., επί ένδεκα ώρες την 26.4. και επί δεκατρείς ώρες την 12.4, κατά τις ημέρες Σαββάτου επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 4.4 και 18.4, επί ένδεκα ώρες την 25.4. και επί δεκατρείς ώρες την 11.4 και κατά τις ημέρες αργίας επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 17.4. και 20.4 και επί δώδεκα ώρες την 23.4., δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα οκτώ [18] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 3 =) 9 + (4 επί 4=) 16 + (5 επί 11=) 55 + (2 επί 2=) 4 + (3 επί 1=) 3 + (5 επί 1 =) 5 =] ενενήντα δύο [92] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (92 επί 8,70=) 800,40 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου και δύο [2] ημέρες αργιών, ήτοι για απασχόλησή του επί [(2 επί 10=) 20 + (1 επί 11=) 11 + (1 επί 13 =) 13 + (2 επί 13=) 26 + (1 επί 12=) 12 =] ογδόντα [82] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (82 επί 10,44=) 856,08. (VΙΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 1.5.2020 έως 14.5.2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 5.5. και 12.5, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 7.5. και 14.5 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 4.5, 6.5, 8.5, 11.5 και 13.5, κατά τις ημέρες Κυριακής επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 3.5. και 10.5, κατά τις ημέρες Σαββάτου επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 2.5. και 9.5. και κατά την ημέρα αργίας (1.5) επί δεκατρείς ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω εννέα [9] καθημερινές ημέρες και δύο [2] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 2 =) 6 + (4 επί 2=) 8 + (5 επί 5=) 25 + (2 επί 3=) 6 =] σαράντα πέντε [45] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (45 επί 8,70=) 391,50 και για την απασχόλησή του κατά τις δύο [2] ημέρες Σαββάτου και μίας [1] ημέρας αργίας, ήτοι για απασχόλησή του επί [(2 επί 11=) 22 + (1 επί 13=) 13 =] τριάντα πέντε [35] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (35 επί 10,44=) 365,40. (Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 4-7-2020 έως 30-11-2020: (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 31.7.2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες  καθ’ εκάστη την 7.7, 14.7, 21.7. και 28.7, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 9.7, 16.7, 23.7. και 30.7 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 6.7, 8.7, 10.7, 13.7, 15.7, 17.7., 20.7, 22.7, 24.7., 27.7, 29.7. και 31.7., κατά τις ημέρες Κυριακής (5.7, 12.7, 19.7, 26.7.) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και κατά τις ημέρες Σαββάτου (4.7, 11.7, 18.7, 25.7.) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι [20] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 4 =) 12 + (4 επί 4=) 16 + (5 επί 12=) 60 + (4 επί 4=) 16 =] εκατόν τέσσερις [104] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (104 επί 8,70=) 904,80 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί (4 επί 12=) σαράντα οκτώ [48] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (48 επί 10,44=) 501,12. (ΙΙ) Για τον μήνα Αύγουστο 2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 4.8, 11.8, 18.8 και 25.8, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 6.8, 13.8, 20.8 και 27.8 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 3.8, 5.8, 7.8, 10.8, 12.8, 14.8, 17.8, 19.8, 21.8, 24.8, 26.8, 28.8 και 31.8, κατά τις ημέρες Κυριακής (2.8, 9.8, 16.8, 23.8, 30.8) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη, κατά τις ημέρες Σαββάτου (1.8, 8.8, 22.8, 29.8) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και κατά την ημέρα αργίας (15.8) επί δώδεκα ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι μία [21] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 4 =) 12 + (4 επί 4=) 16 + (5 επί 13=) 65 + (5 επί 4=) 20 =] εκατόν δέκα τρεις [113] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (113 επί 8,70=) 983,10 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου και μίας [1] ημέρας αργίας, ήτοι για απασχόλησή του επί [(4 επί 12=) 48 + (1 επί 12=) 12  =] εξήντα [60] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (60 επί 10,44=) 626,40. (ΙΙΙ) (α) Για το χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 7.9.2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες την 1.9, επί δώδεκα ώρες την 3.9. και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 2.9, 4.9. και 7.9, την ημέρα Κυριακής 6.9. επί δώδεκα ώρες και την ημέρα Σαββάτου 5.9 επί δώδεκα ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω πέντε [5] καθημερινές ημέρες και μία [3] ημέρα Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 1 =) 3 + (4 επί 1 =) 4 + (5 επί 3=) 15 + (1 επί 4=) 4 =] είκοσι έξι [26] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (26 επί 8,70=) 226,20 και για την απασχόλησή του την μία [1] ημέρα Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί (1 επί 12=) δώδεκα [12] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (12 επί 10,44=) 125,28. (β) Για το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε κατά τις καθημερινές ημέρες επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 8.9, 9.9, 10.9, 11.9, 15.9. 16.9. 17.9, 18.9, 21.9, 22.9, 23.9, 24.9., 25.9, 28.9. 29.9. και 30.9, κατά τις ημέρες Κυριακής (13.9, 20.9, 27.9) επί εννέα ώρες καθ’ εκάστη, κατά τις ημέρες Σαββάτου (12.9, 19.9., 26.9) επί εννέα ώρες καθ’ εκάστη και την ημέρα αργίας (14.9) επί εννέα ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα έξι [16] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(3 επί 16 =) 48 + (3 επί 1 =) 3  =] πενήντα μία [51] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (51 επί 8,70=) 443,70 και για την απασχόλησή του κατά τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας, ήτοι για απασχόλησή του επί [(3 επί 9=) 27 + (1 επί 9=) 9=] τριάντα έξι [36] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (36 επί 10,44=) 375,84. (ΙV) Για τον μήνα Οκτώβριο 2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη την 27.10 και 30.10, επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη την 1.10, 2.10, 5.10, 6.10., 7.10, 8.10, 9.10, 12.10, 13.10, 14.10, 15.10, 16.10, 19.10, 20.10, 21.10, 22.10, 23.10 και 26.10 και επί δώδεκα ώρες την 29.10, τις ημέρες Κυριακής (4.10, 11.10, 18.10, 25.10) επί εννέα ώρες καθ’ εκάστη και τις ημέρες Σαββάτου επί εννέα ώρες καθ’ εκάστη την 3.10., 10.10, 17.10 και 24.10 και επί δεκατρείς ώρες την 31.10 και την ημέρα αργίας 28.10 επί δώδεκα ώρες, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι μία [21] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(2 επί 2 =) 4 + (3 επί 18=) 54 + (4 επί 1=) 4 + (1 επί 4=) 4 =] εξήντα έξι [66] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (66 επί 8,70=) 574,20 και για την απασχόλησή του κατά τις πέντε [5] ημέρες Σαββάτου και μίας [1] ημέρας αργίας, ήτοι για απασχόλησή του επί [(4 επί 9=) 36 + (1 επί 13=) 13 + (1 επί 12=) 12 =] εξήντα μία [61] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (61 επί 10,44=) 636,84 και (V) για τον μήνα Νοέμβριο 2020, οπότε συνοψίζοντας εργάσθηκε, κατά τις καθημερινές ημέρες επί οκτώ ώρες την 26.11, επί ένδεκα ώρες  την 2.11, επί δώδεκα ώρες την 3.11 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 4.11, 5.11, 6.11, 9.11, 10.11, 11.11, 12.11, 13.11, 16.11, 17.11, 18.11, 19.11, 20.11, 23.11, 24.11, 25.11 και 27.11, τις ημέρες Κυριακής επί οκτώ ώρες καθ’ εκάστη την 15.11 και 22.11 και επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη την 1.11, 8.11 και 29.11 και κατά τις ημέρες Σαββάτου (7.11, 14.11, 21.11, 28.11) επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη, δικαιούται: για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι [20] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής, ήτοι για [(1 επί 3 =) 3 + (1 επί 4=) 4 + (5 επί 17=) 85 + (3 επί 5=) 15 =] εκατόν επτά [107] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (107 επί 8,70=) 930,90 και για την απασχόλησή του κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί (4 επί 13=) πενήντα δύο [52] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (52 επί 10,44=) 542,88. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση, ο ενάγων εδικαιούτο: [Ι] Για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: (α) κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2019 έως 24.5.2019, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί πέντε [5] ημέρες Κυριακής, όπως όμοια, κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και επί τριάντα [30] καθημερινές ημέρες [εκ των συνολικά τριάντα δύο (32) καθημερινών ημερών του εν λόγω χρονικού διαστήματος] και όχι, επί τριάντα τρεις (33) εργάσιμες ημέρες, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης των εναγομένων, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις καθημερινές ημέρες 20.5. και 24.5, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 609,00 για τον μήνα Απρίλιο 2019 (χρονικό διάστημα 8.4.2019 έως 30.4.2019) και το ποσό των ευρώ 617,70 για τον μήνα Μάιο 2019 (χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 24.5.2019) και συνολικά το ποσό των ευρώ (609,00 + 617,70 =) 1.226,70 και όχι το ποσό των ευρώ 1.487,70, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (β) Κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2019 έως 3.2.2020, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα τέσσερις [14] ημέρες Κυριακής, όπως όμοια, κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και επί εξήντα μία [61] καθημερινές ημέρες [από τις συνολικά εβδομήντα μία (71) καθημερινές ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος) και όχι επί εξήντα τρεις (63) καθημερινές ημέρες, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης των εναγομένων, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις καθημερινές ημέρες 8.1.2020 και 28.1.2020, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 26,10, για την απασχόλησή του την 31.10.2019, το ποσό των ευρώ 756,90 για την απασχόλησή του τον μήνα Νοέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 774,30 για την απασχόλησή του τον μήνα Δεκέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 774,30 για την απασχόλησή του τον μήνα Ιανουάριο 2020 και το ποσό των ευρώ 34,80 για την απασχόλησή του τον μήνα Φεβρουάριο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.2.2020 έως 3.2.2020) και συνολικά το ποσό των ευρώ (26,10 + 756,90 + 774,30 + 774,30 + 34,80= ) 2.366,40 και όχι το ποσό των ευρώ (2.544,75 + 104,40=) 2.649,15, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.11.2020, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα [10] ημέρες Κυριακής όπως όμοια, κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και επί πενήντα έξι [56] καθημερινές ημέρες [από τις συνολικά πενήντα οκτώ (58) καθημερινές ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος) και όχι επί εξήντα [60], καθημερινές ημέρες, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης των εναγομένων, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις καθημερινές ημέρες 26.11.2020 και 30.11.2020, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 443,70 για την υπερωριακή απασχόλησή του τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 (χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020), το ποσό των ευρώ 574,20 για την υπερωριακή απασχόλησή του τον μήνα Οκτώβριο 2020 και το ποσό των ευρώ 930,90 για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά μήνα Νοέμβριο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ (443,70 + 574,20 + 930,90 =) 1.948,80 και όχι το ποσό των ευρώ 1.492,05, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνολικά για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (1.226,70 + 2.366,40 + 1.948,80 =) 5.541,90 και όχι το ποσό των ευρώ 5.628,90, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [ΙΙ] Για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη: (α) κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 4.10.2019, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα εννέα [19] ημέρες Κυριακής και ενενήντα τρεις [93] καθημερινές ημέρες και συνολικά εκατόν δώδεκα [112] καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, όπως όμοια, κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου κατά τούτο του δευτέρου λόγου έφεσης των εναγομένων, ως αβασίμου στην ουσία του, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 217,50 για τον μήνα Μάιο 2019 (χρονικό διάστημα 25.5.2019 έως 31.5.2019), το ποσό των ευρώ 887,40 για τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 1.061,40 για τον μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 983,10 για τον μήνα Αύγουστο 2019, το ποσό των ευρώ 1.000,50 για τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 174,00 για τον μήνα Οκτώβριο 2019 (χρονικό διάστημα από 1.10.2019 έως 4.10.2019) και συνολικά το ποσό των ευρώ (217,50 + 887,40 + 1.061,40 + 983,10+ 1000,50+ 174,00=) 4.323,90 και όχι το ποσό των ευρώ 4.384,80, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (β) κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 14.5.2020,  οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα τέσσερις [14] ημέρες Κυριακής και εξήντα έξι [66] καθημερινές ημέρες και συνολικά ογδόντα [80] καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και όχι, επί ογδόντα μία [81] καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά κατά την καθημερινή ημέρα 7.4.2020, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 774,30 για τον μήνα Φεβρουάριο 2020 (χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 29.2.2020), το ποσό των ευρώ 835,20 για τον μήνα Μάρτιο 2020, το ποσό των ευρώ 800,40 για τον μήνα Απρίλιο 2020 και το ποσό των ευρώ 391,50 για τον μήνα Μάιο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.5.2020 έως 14.5.2020) και συνολικά το ποσό των ευρώ (774,30 + 835,20 + 800,40 + 391,50 =) 2.801,40 και όχι το ποσό των ευρώ 3.171,15, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα [10] ημέρες Κυριακής και σαράντα έξι [46] ημέρες καθημερινές και συνολικά για πενήντα έξι (56) καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 904,80 για τον μήνα Ιούλιο 2020 (χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 31.7.2020), το ποσό των ευρώ 983,10 για τον μήνα Αύγουστο 2020 και το ποσό των ευρώ 226,20 για τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 7.9.2020) και συνολικά το ποσό των ευρώ (904,80 + 983,10 + 226,20=) 2.114,10 και όχι το ποσό των ευρώ 2.192,40, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνολικά για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (4.323,90 + 2.801,40 + 2.114,10 =) 9.239,40, και όχι το ποσό των ευρώ 9.748,35, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [ΙΙΙ] Για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: (α) κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2019 έως 24.5.2019, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί έξι [6] ημέρες Σαββάτου και τρεις [3] ημέρες αργίας, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 647,28 για τον μήνα Απρίλιο 2019 (χρονικό διάστημα 8.4.2019 έως 30.4.2019) και το ποσό των ευρώ 501,12 για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 24.5.2019 και συνολικά το ποσό των ευρώ (647,28 + 501,12=) 1.148,40 και όχι το ποσό των ευρώ 1.174,50, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2019 έως 3.2.2020, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα τέσσερις [14] ημέρες Σαββάτου και πέντε [5] ημέρες αργίας, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 595,08 τον μήνα Νοέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 835,20 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 699,48 τον μήνα Ιανουάριο 2020 και το ποσό των ευρώ 93,96 για τον μήνα Φεβρουάριο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.2.2020 έως 3.2.2020) και συνολικά το ποσό των ευρώ (595,08 + 835,20 + 699,48 + 93,96 =) 2.223,72 και όχι το ποσό των ευρώ (2.218,50 + 187,92=) 2.406,42, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.11.2020, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δώδεκα [12] ημέρες Σαββάτου και δύο [2] ημέρες αργίας, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 375,84 για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών του χρονικού διαστήματος από 8.9.2020 έως 30.9.2020, το ποσό των ευρώ 636,84 την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών τον μήνα Οκτώβριο 2020 και το ποσό των ευρώ 542,88 για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών κατά μήνα Νοέμβριο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ (375,84 + 636,84  + 542,88 =) 1.555,56 και όχι το ποσό των ευρώ 1.534,68, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνολικά για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (1.148,40 + 2.223,72 + 1.555,56 =) 4.927,68, και όχι το ποσό των ευρώ 5.115,60, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Και [ΙV] για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη: (α) κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 4.10.2019, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα οκτώ [18] ημέρες Σαββάτου και τρεις [3] ημέρες αργίας, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 93,96 για τον μήνα Μάιο 2019 (χρονικό διάστημα 25.5.2019 έως 31.5.2019), το ποσό των ευρώ 720,36 για τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 501,12 για τον μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 762,12 για τον μήνα Αύγουστο 2019 και το ποσό των ευρώ 501,12 για τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 και συνολικά το ποσό των ευρώ (93,96 + 720,36 + 501,12 + 762,12 + 501,12 =) 2.578,68 και όχι το ποσό των ευρώ 2.740,50, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 14.5.2020, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί δέκα τέσσερις [14] ημέρες Σαββάτου και έξι [5] ημέρες αργίας, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 417,60 για τον μήνα Φεβρουάριο 2020 (χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 29.2.2020), το ποσό των ευρώ 689,04 για τον μήνα Μάρτιο 2020, το ποσό των ευρώ 856,08 για τον μήνα Απρίλιο 2020 και το ποσό των ευρώ 365,40 για τον μήνα Μάιο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.5.2020 έως 14.5.2020) και συνολικά το ποσό των ευρώ (417,60 + 689,04 + 856,08 + 365,40 =) 2.328,12 και όχι το ποσό των ευρώ 2.610,00, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020, οπότε, όπως απεδείχθη, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, ως ανωτέρω αναλύεται, επί εννέα [9] ημέρες Σαββάτου και μία [1] ημέρα αργίας, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 501,12 για τον μήνα Ιούλιο 2020 (χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 31.7.2020), το ποσό των ευρώ 626,40 για τον μήνα Αύγουστο 2020 και το ποσό των ευρώ 125,28 για τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 7.9.2020) και συνολικά το ποσό των ευρώ (501,12 + 626,40 + 125,28  =) 1.252,80 και όχι το ποσό των ευρώ 1.305,00, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνολικά για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (2.578,68 + 2.328,12 + 1.252,80 =) 6.159,60, και όχι το ποσό των ευρώ 6.655,50, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ότι αυτός (ενάγων) έλαβε το ποσό των ευρώ 4.121,25 συνολικά για τα χρονικά διαστήματα εργασίας του, κατά τα οποία πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη και το ποσό των ευρώ 6.004,34 συνολικά για τα χρονικά διαστήματα εργασίας του κατά τα οποία τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Με την εκκαλουμένη δε απόφαση, απορρίφθηκε ως αόριστη η περί καταβολής ένσταση την οποία προέβαλαν οι εναγόμενες, διότι αν και αυτές επικαλέσθηκαν τα ποσά που κατέβαλαν ανά μήνα και ανά αιτία στον ενάγοντα, δεν επικαλέσθηκαν περαιτέρω, εάν το εκάστοτε καταβληθέν ποσό αφορά στην εξόφληση των απαιτήσεων του ενάγοντος των χρονικών διαστημάτων οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη ή των χρονικών διαστημάτων, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Ήδη, με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εναγόμενες επαναφέρουν τον περί καταβολής ισχυρισμό τους, ισχυριζόμενες ότι, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρους Κυριακής, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, κατέβαλαν στον ενάγοντα τον μήνα Ιανουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 848,87, τον μήνα Φεβρουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 848,87, τον μήνα Μάρτιο 2019 το ποσό των ευρώ 848,87, τον μήνα Απρίλιο 2019 το ποσό των ευρώ 611,88, τον μήνα Μάιο 2019 το ποσό των ευρώ 605,94, τον μήνα Ιούνιο 2019 το ποσό των ευρώ 605,95, τον μήνα Ιούλιο 2019 το ποσό των ευρώ 605,95, τον μήνα Αύγουστο 2019 το ποσό των ευρώ 605,95, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 551,02, τον μήνα Οκτώβριο 2019 το ποσό των ευρώ 69,64 καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 11,60, τον μήνα Νοέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 555,08, τον μήνα Δεκέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 618,06 και αναδρομικά για το έτος 2019 το ποσό των ευρώ 111,57. Επιπλέον, κατέβαλαν για την ίδια αιτία, τον μήνα Ιανουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 618,06, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 591,07, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 618,06, τον μήνα Απρίλιο 2020 το ποσό των ευρώ 618,06, τον μήνα Μάιο 2020 το ποσό των ευρώ 288,42, τον μήνα Ιούλιο 2020 το ποσό των ευρώ 576,85, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 618,06, τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 547,83, τον μήνα Οκτώβριο 2020 το ποσό των ευρώ 419,01 και τον μήνα Νοέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 531,88 και συνολικά το έτος 2019 το ποσό των ευρώ 7.499,25 και το έτος 2020 το ποσό των ευρώ 5.427,30. Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού τους, επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν τις αποδείξεις καταβολής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, από τις οποίες προκύπτει ότι, οι καταβολές στον ενάγοντα σε όλες τις επίδικες χρονικές περιόδους, ελάμβαναν χώρα από την πρώτη εναγομένη. Ενόψει τούτου, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι, οι εναγόμενες, στα πλαίσια του ανωτέρω ισχυρισμού τους προσδιορίζουν επαρκώς την αιτία, το ποσό και τον χρόνο καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού, ο ισχυρισμός αυτός, συνδυαζόμενος και με τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, τυγχάνει επαρκώς ορισμένος. Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο, κατά τούτο, δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 416 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε τη σχετική ανωτέρω περί καταβολής ένσταση των εναγομένων ως αόριστη και πρέπει, κατά τούτο, να εξαφανισθεί και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει να δικάσει την εν λόγω περί καταβολής ένσταση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Ο ενάγων, με τις προτάσεις που κατέθεσε επί της εφέσεως των εναγομένων, ισχυρίζεται ότι (α) το επιμέρους ποσό των ευρώ 2.546,61, εκ του συνολικού ποσού των ευρώ 7.499,25 που οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι του κατέβαλαν για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής κατά το έτος 2019, το οποίο, κατά την ένσταση καταβολής, κατεβλήθη στον ενάγοντα τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2019, κατεβλήθη όχι έναντι των ενδίκων απαιτήσεών του, οι οποίες αφορούν το χρονικό διάστημα από μηνός Απριλίου 2019 και εντεύθεν, έως της οριστικής αποναυτολογήσεώς του, αλλά κατεβλήθη ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του, στο ίδιο πλοίο, κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά τους ανωτέρω μήνες Ιανουάριο έως και Μάρτιο του έτους 2019 και (β) κατά τα λοιπά, δέχθηκε ότι του κατεβλήθη, έναντι των ενδίκων απαιτήσεών του, το ποσό των ευρώ 4.952,64 το έτος 2019 και το ποσό των ευρώ 5.427,30 το έτος 2020. Πράγματι, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του ενάγοντος, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας αυτού, το ποσό των ευρώ 848,87 που κατέβαλε η πρώτη εναγομένη για έκαστο των μηνών Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2019, αφορά άλλη απαίτηση του ενάγοντος και δη την αμοιβή του από την υπ’ αυτού παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και ημέρες Κυριακής, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, κατά τους εν λόγω μήνες (Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο 2019). Τούτο αποδεικνύεται σαφώς από τις έγγραφες προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες από 31.1.2019, 28.2.2019 και 31.3.2019 αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, τις οποίες συνέταξε η πρώτη εναγομένη, σύμφωνα με τις οποίες στον ενάγοντα κατεβλήθη για αμοιβή υπερωριακής εργασίας το ποσό των ευρώ 848,87 τον μήνα Ιανουάριο 2019, πλην όμως η καταβολή αυτή, κατά την έγγραφη απόδειξη, αφορά τη μισθολογική περίοδο 1.1.2019 έως 31.1.2019, το ποσό των ευρώ 848,87 το τον μήνα Φεβρουάριο 2019 για την ίδια αιτία, πλην όμως η καταβολή αυτή, κατά την έγγραφη απόδειξη, αφορά τη μισθολογική περίοδο 1.2.2019 έως 28.2.2019 και το ποσό των ευρώ 848,87, τον μήνα Μάρτιο 2019 για την ίδια αιτία, πλην όμως η καταβολή αυτή, κατά την έγγραφη απόδειξη, αφορά την μισθολογική περίοδο 1.3.2019 έως 31.3.2019, οπότε πράγματι απεδείχθη ότι ο ενάγων εργαζόταν στο ανωτέρω πλοίο. Επομένως, κατά το ποσό των ευρώ (848,87 επί 3=) 2.546,61, το οποίο η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους ανωτέρω μήνες από Ιανουάριο έως και Μάρτιο 2019, η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, για την εν λόγω αιτία, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: (α) για τον μήνα Απρίλιο 2019 (χρονικό διάστημα 8.4.2019 έως 30.4.2019) ο ενάγων όπως απεδείχθη εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 609,00, έναντι του οποίου έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 30.4.2019, το ποσό των ευρώ 611,88 και επομένως κανένα ποσό για την ανωτέρω εργασία του, για τον μήνα Απρίλιο 2019, δεν οφείλει στον ενάγοντα. (β) για τον μήνα Μάιο 2019 (χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 24.5.2019) οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 617,70 έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.5.2019, το ποσό των ευρώ 605,94 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ  (617,70 μείον 605,94 =) 11,76, (γ) για τον μήνα Οκτώβριο 2019, οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 26,10 έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.10.2019, το ποσό των ευρώ 11,60 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ  (26,10 μείον 11,60  =) 14,50, (δ) για τον μήνα Νοέμβριο 2019, για τον οποίο ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 756,90 έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 30.11.2019, το ποσό των ευρώ 555,08 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ  (756,90 μείον 555,08 =) 201,82, (ε) για τον μήνα Δεκέμβριο 2019, οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 774,30 έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.12.2019, το ποσό των ευρώ 618,06 και επομένως, παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ  (774,30 μείον 618,06 =) 156,24, (στ) για τον μήνα Ιανουάριο 2020, οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 774,30 έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.1.2020, το ποσό των ευρώ 618,06 και επομένως, παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (774,30 μείον 618,06 =) 156,24, (ζ) για τον μήνα Φεβρουάριο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.2.2020 έως 3.2.2020), οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 34,80 έλαβε την 29.2.2020, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, το ποσό των ευρώ 591,07 και επομένως, η εν λόγω απαίτηση μηνός Φεβρουαρίου 2020, εξοφλήθηκε πλήρως, (η) για τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 (χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020) οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 443,70 για την ανωτέρω εργασία του καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, καθώς επίσης για το χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 7.9.2020, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων διατηρούσε απαίτηση για την εργασία του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής στο εν λόγω πλοίο, εκ ποσού ευρώ 226,20, έλαβε την 30.9.2020, έλαβε για την εν λόγω αιτία (απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής καθόλο το μήνα Σεπτέμβριο 2020) από την πρώτη εναγομένη, το ποσό των ευρώ 547,83. Εκ του εν λόγω ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, το ποσό των ευρώ 226,20, θα πρέπει να καταλογισθεί στην ανωτέρω απαίτηση του ενάγοντος εκ ποσού ευρώ 226,20 για την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 7.9.2020. Αποτέλεσμα τούτου είναι, εκ του ανωτέρω, καταβληθέντος στον ενάγοντα την 30.9.2020, ποσού των ευρώ 547,83, έναντι της απαίτησης αυτού (ενάγοντος) για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020, να πρέπει να καταλογισθεί το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (547,83 μείον 226,20 =) 321,63. Επομένως, για τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 (χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020), ο ενάγων διατηρεί απαίτηση για την εν λόγω αιτία κατά της πρώτης εναγομένης, εκ ποσού ευρώ (443,70 μείον 321,63 =) 122,07, (θ) για τον μήνα Οκτώβριο 2020 οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 574,20 έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.10.2020, το ποσό των ευρώ 419,01 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (574,20 μείον 419,01 =) 155,19 και (ι) για τον μήνα Νοέμβριο 2020, οπότε ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 930,90 έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 30.11.2020, το ποσό των ευρώ 531,88 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (930,90 μείον 531,88 =) 399,02. Όπως αναλύεται ανωτέρω, έναντι της εκ ποσού ευρώ 609,00 απαίτησης του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής του μηνός Απριλίου 2019, η πρώτη εναγομένη, την 30.4.2019, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 611,88, ήτοι ποσό ευρώ (611,88 μείον 609,00=) 2,88 επιπλέον, το οποίο η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατέβαλε έναντι των ενδίκων απαιτήσεων. Παράλληλα, ο ενάγων, όσον αφορά όλα τα ποσά που συνομολογεί ότι η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω ποσό των ευρώ 611,88 κατά τον μήνα Απρίλιο 2019, συνομολογεί ότι του κατεβλήθησαν έναντι του συνόλου της ένδικης απαίτησής του, εφόσον αναφέρει στις προτάσεις που κατέθεσε επί της εφέσεως των εναγομένων «… Για την απασχόλησή μου κατά το επίδικο διάστημα, συνομολογώ ότι έχω λάβει μόνον ευρώ 10.379,94 …». Επομένως, το ανωτέρω επιμέρους ποσό των ευρώ 2,88 θα πρέπει να καταλογισθεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, στο παλαιότερο των ενδίκων χρεών ήτοι στο υπόλοιπο της απαίτησης του ενάγοντος εκ ποσού ευρώ 11,76 για υπόλοιπο υπερωριακής του αμοιβής κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής του χρονικού διαστήματος από 1.5.2019 έως 24.5.2019. Ως εκ τούτου, το υπόλοιπο της εν λόγω εκ ποσού ευρώ 11,76, κατόπιν του ανωτέρω καταλογισμού, διαμορφώνεται σε ευρώ (11,76 μείον 2,88=) 8,88. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από την από 21.10.2019 έγγραφη απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος, αυτός έλαβε για την εν λόγω αιτία, ως αναδρομικά χρονικού διαστήματος από 1.1.2019 έως 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 111,57, ποσό το οποίο ομοίως, η πρώτη εναγομένη, ισχυρίζεται ότι, κατέβαλε έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος, γεγονός που συνομολογεί και ο ενάγων, το οποίο πρέπει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, να καταλογισθεί στα παλαιότερο των ενδίκων χρεών για την εν λόγω αιτία, ήτοι κατά το ποσό των ευρώ 8,88 στο υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής του χρονικού διαστήματος από 1.5.2019 έως 24.5.2019, με αποτέλεσμα και το ποσό αυτό να έχει εξοφληθεί. Εν τούτοις, το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (111,57 μείον 8,88=) 102,69 θα πρέπει να καταλογισθεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, στο υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής του χρονικού διαστήματος από 25.5.2019 έως 31.5.2019, ήτοι καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω καταβολών, για την εν λόγω αιτία, ήτοι την απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (14,50 + 201,82 + 156,24 + 156,24 + 122,07 + 155,19 + 399,02 =) 1.049,89. Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών, έναντι της απαιτήσεως του ενάγοντος, για αμοιβή για την εργασία του κατά τις ανωτέρω καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής που απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, αυτός (ενάγων) σύμφωνα με την ένσταση καταβολής της πρώτης εναγομένης, όπως εξάλλου αποδεικνύεται και από τις έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας αυτού, έλαβε τα ποσά των ευρώ (611,88 + 605,94 + 11,60 + 555,08 + 618,06 + 618,06 + 34,80 + 321,63 + 419,01 + 531,88 + 8,88 =) 4.336,82 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 4.121,25, όπως ισχυρίζονταν ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ποσό που αφήρεσε με την αγωγή του και δεν ήταν επίδικο, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω περί καταβολής ένσταση της πρώτης εναγομένης, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος για την εν λόγω αιτία (αμοιβή του ενάγοντος από την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη), τυγχάνει εν μέρει βάσιμη στην ουσία της κατά το ποσό των ευρώ (4.336,82 μείον 4.121,25 =) 215,57, με αποτέλεσμα, το υπόλοιπο της απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του  από την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, αποδεικνύεται ότι ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.049,89. Περαιτέρω, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων, για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ (4.323,90 + 2.801,40 + 2.114,10 =) 9.239,40. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας και σε συνάφεια με τον περί καταβολής ισχυρισμό των εναγομένων, απεδείχθη ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα τον μήνα Ιούνιο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 605,95, τον μήνα Ιούλιο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 605,95, τον μήνα Αύγουστο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 605,95, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 551,02, τον μήνα Οκτώβριο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 69,64, την 21.10.2019 (αναδρομικά χρονικού διαστήματος από 1.1.2019 έως 31.8.2019), το ποσό των ευρώ (111,57 – 8.88 που καταλογίσθηκαν σε υπόλοιπο οφειλής για την ίδια αιτία χρονικού διαστήματος από 1.5.2019 έως 24.5.2019=) 102,69, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ (591,07 μείον 34,80 το οποίο αφορά την απασχόληση του ενάγοντος στο εν λόγω πλοίο κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής του χρονικού διαστήματος από 1.2.2020 έως 3.2.2020=) 556,27, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 618,06, τον μήνα Απρίλιο 2020 το ποσό των ευρώ 618,06, τον μήνα Μάιο 2020 το ποσό των ευρώ 288,42, τον μήνα Ιούλιο 2020 το ποσό των ευρώ 576,85, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 618,06 και τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 226,20 (εκ του συνολικού ποσού των ευρώ 547,83 που κατεβλήθη στον ενάγοντα την 30.9.2020) και συνολικά το ποσό των ευρώ (605,95 + 605,95 + 605,95 + 551,02 + 69,64 + 102,69 + 556,27 + 618,06 + 618,06 + 288,42 + 576,85 + 618,06 + 226,20 =) 6.043,12 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 6.004,34, όπως ισχυρίζονταν ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ποσό που αφήρεσε με την αγωγή του και δεν ήταν επίδικο, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω περί καταβολής ένσταση της πρώτης εναγομένης, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος για την εν λόγω αιτία (αμοιβή του ενάγοντος από την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη), τυγχάνει εν μέρει βάσιμη στην ουσία της κατά το ποσό των ευρώ (6.043,12 μείον 6.004,34 =) 38,78, με αποτέλεσμα, το υπόλοιπο της απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του από την υπερωριακή απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, αποδεικνύεται ότι ανέρχεται στο ποσό των ευρώ (9.239,40 μείον 6.043,12=) 3.196,28 και όχι στο ποσό των ευρώ 3.744,01, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως όπως ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του, ότι αυτός έλαβε το ποσό των ευρώ 3.494,40 κατά τα χρονικά διαστήματα εργασίας του κατά τα οποία πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη και το ποσό των ευρώ 4.723,84 κατά τα χρονικά διαστήματα εργασίας του κατά τα οποία τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Με την εκκαλουμένη δε απόφαση, απορρίφθηκε ως αόριστη η περί καταβολής ένσταση την οποία προέβαλαν οι εναγόμενες, διότι αν και αυτές επικαλέσθηκαν τα ποσά που κατέβαλαν ανά μήνα και ανά αιτία στον ενάγοντα, δεν επικαλέσθηκαν περαιτέρω, εάν το εκάστοτε καταβληθέν ποσό αφορά την εξόφληση των απαιτήσεων του ενάγοντος των χρονικών διαστημάτων οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη ή των χρονικών διαστημάτων, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Ήδη, με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εναγόμενες επαναφέρουν τον περί καταβολής ισχυρισμό τους, ισχυριζόμενες ότι, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, κατέβαλαν στον ενάγοντα τον μήνα Ιανουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 422,83, τον μήνα Φεβρουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 422,83, τον μήνα Μάρτιο 2019 το ποσό των ευρώ 422,83, τον μήνα Απρίλιο 2019 το ποσό των ευρώ 461,65, τον μήνα Μάιο 2019 το ποσό των ευρώ 467,61, τον μήνα Ιούνιο 2019 το ποσό των ευρώ 467,62, τον μήνα Ιούλιο 2019 το ποσό των ευρώ 467,62, τον μήνα Αύγουστο 2019 το ποσό των ευρώ 467,61, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 476,97, τον μήνα Οκτώβριο 2019 το ποσό των ευρώ 63,60 καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 15,90, τον μήνα Νοέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Δεκέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 476,96 και αναδρομικά για το έτος 2019 το ποσό των ευρώ 71,99. Επιπλέον, κατέβαλαν για την ίδια αιτία στον ενάγοντα, τον μήνα Ιανουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 476,97, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Απρίλιο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Μάιο 2020 το ποσό των ευρώ 222,58, τον μήνα Ιούλιο 2020 το ποσό των ευρώ 445,17, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Οκτώβριο 2020 το ποσό των ευρώ 476,97 και τον μήνα Νοέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 476,97 και συνολικά το έτος 2019 το ποσό των ευρώ 5.182,98 και το έτος 2020 το ποσό των ευρώ 4.006,50. Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού τους, επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν τις αποδείξεις καταβολής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, από τις οποίες προκύπτει ότι, οι καταβολές στον ενάγοντα σε όλες τις επίδικες χρονικές περιόδους, ελάμβαναν χώρα από την πρώτη εναγομένη. Ενόψει τούτου, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι, οι εναγόμενες, στα πλαίσια του ανωτέρω ισχυρισμού τους προσδιορίζουν επαρκώς την αιτία, το ποσό και το χρόνο καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού, ο ισχυρισμός αυτός, συνδυαζόμενος και με τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, τυγχάνει επαρκώς ορισμένος. Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο κατά τούτο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων η εκκαλουμένη απόφαση κατά την  εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 416 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του, η οποία απέρριψε την σχετική ανωτέρω περί καταβολής ένσταση των εναγομένων ως αόριστη και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει να δικάσει την εν λόγω περί καταβολής ένσταση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Ο ενάγων, με τις προτάσεις που κατέθεσε επί της εφέσεως των εναγομένων, ισχυρίζεται ότι (α) το επιμέρους ποσό των ευρώ 1.268,49, εκ του συνολικού ποσού των ευρώ 5.182,98 που οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν στον ενάγοντα για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών κατά το έτος 2019, το οποίο, κατά την ένσταση καταβολής, κατεβλήθη στον ενάγοντα τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2019, κατεβλήθη όχι έναντι των ενδίκων απαιτήσεων οι οποίες αφορούν το χρονικό διάστημα από μηνός Απριλίου 2019 και εντεύθεν, έως της οριστικής αποναυτολογήσεώς του, αλλά κατεβλήθη ως αμοιβή για την εργασία του, στο ίδιο πλοίο, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά τους ανωτέρω μήνες Ιανουάριο έως και Μάρτιο 2019 και (β) κατά τα λοιπά, ισχυρίζεται ότι πράγματι του κατεβλήθη, έναντι των ενδίκων απαιτήσεών του, το ποσό των ευρώ 3.914,49 το έτος 2019 και το ποσό των ευρώ 4.006,50 το έτος 2020, πλην όμως, τα ποσά τα οποία αυτός ανέφερε από παραδρομή στην αγωγή του ότι έλαβε και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των ευρώ 7.920,99, το οποίο πράγματι οι εναγόμενες, κατά τη σχετική ένσταση καταβολής τους, ισχυρίζονται ότι, κατέβαλαν στον ενάγοντα. Πράγματι, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του ενάγοντος, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των ευρώ 422,83 που κατέβαλε η πρώτη εναγομένη για έκαστο των μηνών Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2019, αφορά άλλη απαίτηση του ενάγοντος και δη την αμοιβή του από την εργασίας του, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών κατά τους εν λόγω μήνες (Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο 2019). Τούτο αποδεικνύεται σαφώς από τις έγγραφες προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες, από 31.1.2019, 28.2.2019 και 31.3.2019 αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, τις οποίες συνέταξε η πρώτη εναγομένη, σύμφωνα με τις οποίες στον ενάγοντα κατεβλήθη το ποσό των ευρώ 422,83 τον μήνα Ιανουάριο 2019, πλην όμως αφορά τη μισθολογική περίοδο 1.1.2019 έως 31.1.2019, το ποσό των ευρώ 422,83 τον μήνα Φεβρουάριο 2019 πλην όμως αφορά τη μισθολογική περίοδο 1.2.2019 έως 28.2.2019 και το ποσό των ευρώ 422,83 τον μήνα Μάρτιο 2019 πλην όμως αφορά την μισθολογική περίοδο 1.3.2019 έως 31.3.2019, οπότε πράγματι απεδείχθη ότι ο ενάγων εργαζόταν στο ανωτέρω πλοίο. Επομένως, κατά το ποσό των ευρώ (422,83 επί 3=) 1.268,49, το οποίο η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους ανωτέρω μήνες Ιανουάριο έως και Μάρτιο 2019, η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, για την εν λόγω αιτία, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη (α) για τον μήνα Απρίλιο 2019 (χρονικό διάστημα 8.4.2019 έως 30.4.2019) ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 647,28 και έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 30.4.2019, το ποσό των ευρώ 461,65 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (647,28 μείον 461,65=) 185,63, (β) για τον μήνα Μάιο 2019 (χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 24.5.2019), ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 501,12 και έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.5.2019, το ποσό των ευρώ 467,61 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ  (501,12 μείον 467,61 =) 33,51, (γ) για τον μήνα Νοέμβριο 2019, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 595,08 και έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 30.11.2019, το ποσό των ευρώ 476,96 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (595,08 μείον 476,96 =) 118,12, (δ) για τον μήνα Δεκέμβριο 2019, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 835,20 και έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.12.2019, το ποσό των ευρώ 476,96 και επομένως, παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (835,20 μείον 476,96 =) 358,24, (ε) για τον μήνα Ιανουάριο 2020, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 699,48 και έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.1.2020, το ποσό των ευρώ 476,96 και επομένως, παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (699,48 μείον 476,96 =) 222,52, (στ) για τον μήνα Φεβρουάριο 2020 (χρονικό διάστημα από 1.2.2020 έως 3.2.2020), ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 93,96, έναντι του οποίου, έλαβε την 29.2.2020, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, το ποσό των ευρώ 476,97 και επομένως, η εν λόγω απαίτηση μηνός Φεβρουαρίου 2020, εξοφλήθηκε πλήρως, (ζ) για τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 (χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020) ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 375,84. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, για τον ίδιο μήνα Σεπτέμβριο και δη για το χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 7.9.2020, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων διατηρούσε απαίτηση για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών στο εν λόγω πλοίο, εκ ποσού ευρώ 125,28. Την 30.9.2020, στον ενάγοντα, για την απασχόλησή του καθόλο το μήνα Σεπτέμβριο 2020, κατεβλήθη, από την πρώτη εναγομένη, για την εν λόγω αιτία (απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών) το ποσό των ευρώ 476,96. Εκ του εν λόγω ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, το ποσό των ευρώ 125,28, θα πρέπει να καταλογισθεί στην ανωτέρω απαίτηση του ενάγοντος εκ ποσού ευρώ 125,28, για την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο κατά τις ημέρες Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 7.9.2020. Αποτέλεσμα τούτου είναι, εκ του ανωτέρω, καταβληθέντος την 30.9.2020, ποσού των ευρώ 476,96, έναντι της απαίτησης αυτού (ενάγοντος) για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020, να πρέπει να καταλογισθεί το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (476,96 μείον 125,28=) 351,68. Επομένως, για τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 (χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020), ο ενάγων διατηρεί απαίτηση, για την εν λόγω αιτία, σε βάρος της πρώτης εναγομένης, εκ ποσού ευρώ (375,84 μείον 351,68 =) 24,16, (η) για τον μήνα Οκτώβριο 2020, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 636,84 και έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 31.10.2020, το ποσό των ευρώ 476,97 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (636,84 μείον 476,97 =) 159,87 και (θ) για τον μήνα Νοέμβριο 2020, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 542,88, έναντι του οποίου έλαβε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, την 30.11.2020, το ποσό των ευρώ 476,97 και επομένως παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (542,88  μείον 476,97 =) 65,91. Κατόπιν των ανωτέρω καταβολών, για την εν λόγω αιτία, ήτοι την απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, παρέμεινε υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (185,63 + 33,51 + 118,12 + 358,24 + 222,52 + 24,16 + 159,87 + 65,91=) 1.167,96. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, για την απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, αυτός έλαβε την 31.10.2019, το ποσό των ευρώ 15,90, αν και δεν απασχολήθηκε ημέρα Σαββάτου ή αργίας στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης κατά τον μήνα Οκτώβριο 2019, οπότε εργάσθηκε μόνον την καθημερινή ημέρα 31.10.2019, πλην όμως το ποσό αυτό η πρώτη εναγομένη (εφόσον την 31.10.2019 αυτή ήταν πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου) ισχυρίζεται ότι, κατέβαλε έναντι της εν λόγω απαίτησής του ενάγοντος, γεγονός που συνομολογεί και ο ενάγων με τις έγγραφες προτάσεις του. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από την από 21.10.2019 έγγραφη απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος, αυτός έλαβε για την εν λόγω αιτία, ως αναδρομικά χρονικού διαστήματος από 1.1.2019 έως 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 71,99, ποσό το οποίο ομοίως, η πρώτη εναγομένη, ισχυρίζεται ότι, κατέβαλε έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος, γεγονός που συνομολογεί και ο ενάγων, το οποίο πρέπει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, να καταλογισθεί στο παλαιότερο των ενδίκων χρεών για την εν λόγω αιτία, ήτοι στο υπόλοιπο οφειλόμενης αμοιβής του ενάγοντος από την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2019. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, εκ του ανωτέρω ποσού των ευρώ 1.167,96, στο οποίο ανήρχετο το υπόλοιπο οφειλής για την εν λόγω αιτία, από την πρώτη εναγομένη ως πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των ευρώ (15,90 + 71,99=) 87,89 και επομένως, το υπόλοιπο της οφειλής αυτής (πρώτης εναγομένης) στον ενάγοντα, για την εν λόγω αιτία (αμοιβή του ενάγοντος από την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη), ανέρχεται στο ποσό των (1.167,96 μείον 87,89=) 1.080,07. Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών, έναντι της απαιτήσεως του ενάγοντος, για αμοιβή για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου και αργιών που απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, αυτός (ενάγων) σύμφωνα με την ένσταση καταβολής της πρώτης εναγομένης, όπως εξάλλου αποδεικνύεται και από τις έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας αυτού, έλαβε το ποσό των ευρώ (461,65 + 467,61 + 476,96 + 476,96 + 476,96 + 93,96 + 351,68 + 476,97 + 476,97 + 87,89 = 3.847,61 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 3.494,40, όπως ισχυρίζονταν ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ποσό που αφήρεσε και δεν ήταν επίδικο, και όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω περί καταβολής ένσταση της πρώτης εναγομένης, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος για την εν λόγω αιτία (αμοιβή του ενάγοντος από την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη), τυγχάνει εν μέρει βάσιμη στην ουσία της κατά το ποσό των ευρώ (3.847,61 μείον 3.494,40=) 353,21, με αποτέλεσμα, το υπόλοιπο της απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του από την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, να ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 1.080,07. Περαιτέρω, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων, για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ (2.578,68 + 2.328,12 + 1.252,80 =) 6.159,60. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας και σε συνάφεια με τον περί μερικής καταβολής ισχυρισμό των εναγομένων, έναντι της εν λόγω απαίτησης η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα τον μήνα Ιούνιο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 467,62, τον μήνα Ιούλιο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 467,62, τον μήνα Αύγουστο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 467,61, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 476,97, τον μήνα Οκτώβριο 2019 το ποσό το ποσό των ευρώ 63,60, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ (476,97 μείον 93,96 το οποίο αφορά την απασχόληση του ενάγοντος στο εν λόγω πλοίο κατά τις ημέρες Σαββάτου του χρονικού διαστήματος από 1.2.2020 έως 3.2.2020=) 383,01, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Απρίλιο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Μάιο 2020 το ποσό των ευρώ 222,58, τον μήνα Ιούλιο 2020 το ποσό των ευρώ 445,17, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96 και τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ (476,96 μείον 351,68 που κατεβλήθη για την ίδια εργασία του ενάγοντος από 8.9.2020 έως 30.9.2020, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω)= 125,28 και συνολικά το ποσό των ευρώ (467,62 + 467,62 + 467,61 + 476,97 + 63,60 + 383,01 + 476,96 + 476,96 + 222,58 + 445,17 + 476,96 + 125,28=) 4.550,34. Εν τούτοις, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του (σχετικά σελ. 18 ένδικης αγωγής), για την εν λόγω αιτία, ισχυρίσθηκε (γεγονός που έγινε δεκτό και από την εκκαλουμένη απόφαση) ότι, έλαβε το ποσό των ευρώ 4.723,84, ποσό το οποίο αφήρεσε από τις ένδικες απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα αυτό να μην τυγχάνει επίδικο. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι οι εναγόμενες δεν ισχυρίζονται αλλά ούτε αποδεικνύεται ότι το ανωτέρω ποσό των ευρώ 4.550,34 που απεδείχθη ότι κατέβαλε, κατεβλήθη υπό της πρώτης εναγομένης, επιπλέον του ποσού των ευρώ 4.723,84, το οποίο ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε στην ένδικη αγωγή του ότι έλαβε έναντι της εν λόγω αιτίας, θα πρέπει, η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων όσον αφορά το εν λόγω ποσό των ευρώ 4.550,34, να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων, για την εν λόγω αιτία, ήτοι για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, διατηρεί απαίτηση εκ ποσού ευρώ (6.159,60 μείον 4.723,84=) 1.435,76 και όχι εκ ποσού ευρώ 1.931,66, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Επομένως, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έχει απαίτηση από την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, στο ανωτέρω πλοίο, για το ένδικο διάστημα που πλοιοκτήτρια αυτού σε βάρος της πρώτης εναγομένης καθόν χρόνο ετύγχανε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εκ ποσού ευρώ 1.049,89 καθώς επίσης σε βάρος της ίδιας (πρώτη εναγομένης) για την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα που πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, εκ ποσού ευρώ 1.080,07. Επίσης, διατηρεί απαίτηση σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, καθόν χρόνο η τελευταία εκμεταλλευόταν το ανωτέρω πλοίο ως εφοπλίστρια αυτού, εκ ποσού ευρώ 3.196,28 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και ημέρες Κυριακής, ως ανωτέρω αναλύεται και εκ ποσού ευρώ 1.435,76 για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, ως ανωτέρω αναλύεται, για τα οποία ποσά (ευρώ 3.196,28 και ευρώ 1.435,76), ενέχεται και η πρώτη εναγομένη δια του πλοίου και έως της αξίας του, ως κυρία αυτού, κατά το ίδιο διάστημα, όπως ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του. Οι αιτιάσεις των εναγομένων, ότι ο ενάγων δεν διαμαρτυρήθηκε για τη μη καταβολή του συνόλου της αμοιβής του για την υπερωριακή του εργασία κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, δεν προέβαλε καμία αξίωση έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, δεν εξέφρασε ουδέποτε παράπονο ή επιφύλαξη ως προς τις γενόμενες σε αυτόν καταβολές για την εν λόγω αιτία, μέσω κατάθεσης των αναλογούντων ποσών στον τραπεζικό λογαριασμό μισθοδοσίας του, όπως επίσης, κατά τη λήψη, στο τέλος εκάστου ημερολογιακού μηνός, των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών του, αλλά και το γεγονός ότι αυτός υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή χωρίς κάποια παρατήρηση τις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση ως προς την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο κατά τα ένδικα διαστήματα, διότι η επικαλούμενη υπ’ αυτών (εναγομένων) ανωτέρω συμπεριφορά του ενάγοντος, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων αγωγικών ισχυρισμών  του – περί υπερωριακής εργασίας – (ΕΠ 716/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), εφόσον πράγματι απεδείχθη ως αναλύεται ανωτέρω ότι αυτός παρείχε τοιούτου είδους εργασία. Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει,  χωρίς άλλο, παραίτησή του  από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω αποδείξεων μισθοδοσίας του και του βιβλίου υπερωριών, η μη αμφισβήτηση των εγγραφών επ’ αυτών, η μη αμφισβήτηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών και η μη έκφραση παραπόνων για τις αμοιβές που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011 άπασες δημοσιευθείσες εις ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014 ΕλλΔνη 2015.504, ΕΠ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208). Ενόψει των ανωτέρω, η άνευ επιφυλάξεως υπογραφή εκ μέρους του ενάγοντος του συνόλου των εγγράφων της εργασιακής του σχέσης με τους εναγομένους, ούτε ως εξώδικη ομολογία (σχετικά Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες εκδ. 2017, σελ. 89) δύναται να εκτιμηθεί ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες. Οι εναγόμενες, περαιτέρω, κατά την, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διαδικασία, υποστήριξαν ότι, στις από 08.11.2019, 9.9.2020 και 4.11.2020 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που η πρώτη εναγομένη κατήρτισε με τον ενάγοντα, περιελήφθη υπό του τίτλου «Συμπληρωματικοί όροι» όρος, κατά την ακριβή διατύπωση του οποίου «Κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες vόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Οι ίδιες περαιτέρω υποστήριξαν ότι, με τον όρο αυτό, συμπεριελήφθη στις ανωτέρω συμβάσεις, ρητή και σαφής συμφωνία ότι, κάθε ποσό που θα καταβάλει η ίδια (πρώτη εναγόμενη εταιρία) στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες (κατά την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ),  αποδοχές του, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα ναυτικό υπερωρίες. Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ, νόμιμες αποδοχές και δη κατέβαλλε α) το μισθό ενεργείας, β) το επίδομα Κυριακών 22%, γ) το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας δ) το επίδομα τροφής, (ε) την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές, (στ) την αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες, (ζ) την αμοιβή του για τα διπλά δρομολόγια (εξπρές) και (η) το επίδομα άγονης γραμμής. Επιπλέον δε των νομίμων αποδοχών του, ισχυρίσθηκαν ότι, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα, χωρίς να έχει υποχρέωση ως «έκτακτες αμοιβές», το ποσό των ευρώ 402,10 τον μήνα Ιανουάριο 2019, το ποσό των ευρώ 402,10 τον μήνα Φεβρουάριο 2019, το ποσό των ευρώ 262,93 τον μήνα Μάρτιο 2019, το ποσό των ευρώ 18,13 τον μήνα Απρίλιο 2019, το ποσό των ευρώ 29,58 τον μήνα Μάιο 2019, το ποσό των ευρώ 401,26 τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 48,83 τον μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 1.142,47 τον μήνα Αύγουστο 2019, το ποσό των ευρώ 35,04 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 3,02 τον μήνα Οκτώβριο 2019, το ποσό των ευρώ 17,34 τον μήνα Νοέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 23,88 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 15,27 τον μήνα Ιανουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 37,00 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 36,63 τον μήνα Μάρτιο 2020, το ποσό των ευρώ 49,40 τον μήνα Απρίλιο 2020, το ποσό των ευρώ 23,04 τον μήνα Μάιο 2020, το ποσό των ευρώ 58,02 τον μήνα Ιούλιο 2020, το ποσό των ευρώ 43,04 τον μήνα Αύγουστο 2020, το ποσό των ευρώ 10,38 τον μήνα Σεπτέμβριο 2020, το ποσό των ευρώ 4,36 τον μήνα Οκτώβριο 2020 και  το ποσό των ευρώ 168,00 τον μήνα Νοέμβριο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ 3.371,69. Κατά τον ίδιο ισχυρισμό, τα ανωτέρω ποσά κατεβλήθησαν στον ενάγοντα ως επιμίσθιο, δηλαδή ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Από δε τον ανωτέρω όρο των ανωτέρω συμβάσεων που περιέχει συμφωνία περί συμψηφισμού των ποσών αυτών με την τυχόν οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, όπως η συμφωνία αυτή ερμηνεύεται κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, ισχυρίζονται ότι, αποδεικνύεται πως τα συμβληθέντα μέρη συμφωνήσαν να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία. Διότι διαφορετικά, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπήρχε άλλο ποσό που κατέβαλαν στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με τις υπερωρίες, που τυχόν πραγματοποιούσε. Επιπλέον δε των νομίμων αποδοχών, οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η πρώτη εξ αυτών, κατέβαλε στον ενάγοντα, χωρίς να έχει υποχρέωση, με αιτιολογία «ωρολόγια ναυτών» το ποσό των ευρώ 128,02 τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 128,02  τον μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 128,02  τον μήνα Αύγουστο 2019, το ποσό των ευρώ 130,58 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 13,06 τον μήνα Οκτώβριο 2019, το ποσό των ευρώ 100,11 τον μήνα Νοέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 130,58 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, αναδρομικά το ποσό των ευρώ 7,68, το ποσό των ευρώ 117,52 τον μήνα Ιανουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 117,52 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 130,58 τον μήνα Μάρτιο 2020, το ποσό των ευρώ 130,58 τον μήνα Απρίλιο 2020, το ποσό των ευρώ 60,94 τον μήνα Μάιο 2020, το ποσό των ευρώ 117,52 τον μήνα Ιούλιο 2020, το ποσό των ευρώ 130,58 τον μήνα Αύγουστο 2020, το ποσό των ευρώ 126,23 τον μήνα Σεπτέμβριο 2020, το ποσό των ευρώ 17,41 τον μήνα Οκτώβριο 2020 και το ποσό των ευρώ 130,58 τον μήνα Νοέμβριο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.845,53, ποσό το οποίο για τους προαναφερομένους λόγους θα πρέπει να συμψηφισθεί σε τυχόν υπόλοιπο οφειλής αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος. Με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι πράγματι στις ανωτέρω έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας περιελήφθη ο ανωτέρω όρος ακολούθως, έγινε δεκτό ότι ο εν λόγω όρος δεν καταλαμβάνει την πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, αφού καταρτίσθηκαν μετά την πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος, ακολούθως δε, όσον αφορά στις λοιπές των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατόπιν ερμηνείας του όρου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, έγινε δεκτό ότι, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τον καταλογισμό των ανωτέρω ποσών, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα δεν συμφωνήθηκε ρητά, με τον ανωτέρω όρο των εγγράφων συμβάσεων, ότι τα ανωτέρω ποσά θα συμψηφίζονται με τις νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος σε βάρος του. Ήδη, οι εναγόμενες, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττουν το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ κατά την ερμηνεία του ανωτέρω όρου των συμβάσεων ναυτικής εργασίας υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Επί του ανωτέρω ισχυρισμού θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων, συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό, αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Εν προκειμένω, από τις προσκομιζόμενες από 08.11.2019, 9.9.2020 και 4.11.2020, έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, αποδεικνύεται ότι, πράγματι σε αυτές συμπεριελήφθη όρος κατά τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες vόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμβατικός αυτός όρος, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν καταλαμβάνει το επίδικο χρονικό διάστημα από 8.4.2019 έως 4.10.2019, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, για το οποίο ο ενάγων αξιώνει διαφορά αμοιβής υπερωριακής του απασχόλησης, εφόσον η πρώτη των εν λόγω εγγράφων συμβάσεων καταρτίσθηκε την 8.11.2019, επιπλέον δε δεν αποδείχθηκε ότι έστω προφορικά τα συμβαλλόμενα μέρη περιέλαβαν και στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων τέτοιον όρο, εφόσον ούτε οι εναγόμενες, οι οποίες επικαλούνται τον όρο αυτό, δεν ισχυρίζονται ότι είχε λάβει χώρα τέτοια προφορική συμφωνία. Περαιτέρω, όπως οι μάρτυρες του ενάγοντος σαφώς κατέθεσαν, τα χρήματα που αυτός (ενάγων) ελάμβανε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», ελάμβανε έναντι συγκεκριμένων εργασιών που εκτελούσε και δη για την παραλαβή εφοδίων, ασυνόδευτων δεμάτων ή για εργασίες επισκευών και συντήρησης που εκτελούσε στο πλοίο οι οποίες δεν εντάσσονταν στα καθήκοντά του, όπως καθαρισμό και βάψιμο εσωτερικά της τσιμινιέρας του πλοίου. Επιπλέον, το ποσό το οποίο κάθε μήνα ελάμβανε με αιτιολογία «ρολόγια ναυτών», όπως ομοίως κατέθεσαν οι εξετασθέντες με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρες, αυτός (ενάγων) είχε συμφωνήσει να λαμβάνει ως αμοιβή για το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι περί του λόγου καταβολής των εν λόγω ποσών, ο μάρτυρας των εναγομένων, ουδέν κατέθεσε. Επομένως, κρίνεται ότι, τα καταβαλλόμενα στον ενάγοντα από την πρώτη εναγομένη, κάθε μήνα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών», δεν αποτελούσαν «επιμίσθιο», αντάλλαγμα δηλαδή της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται, αλλά αποτελούσαν ειδική συμφωνημένη αμοιβή για τις ανωτέρω εργασίες που εκτελούσε ο ενάγων. Σε κάθε περίπτωση, ο επικαλούμενος από τις εναγόμενες όρος που περιελήφθη στις προσκομιζόμενες από 08.11.2019, 9.9.2020 και 4.11.2020, έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, κατά τον οποίο «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες vόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις των εναγομένων. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις των εναγομένων προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …»), δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των ποσών που κατεβλήθησαν υπό της πρώτης εναγομένης με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» αλλά και «ρολόγια ναυτών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ανωτέρω περί συμψηφισμού (καταλογισμού) ισχυρισμό των εναγομένων, έστω και με συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, πρώτου λόγου εφέσεως των εναγομένων.

[ΙΙ] Από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/ 9.12.1981), προκύπτει ότι, οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη   και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό τη μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την πρώτη εναγομένη τακτικώς κάθε μήνα, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί, κατά τούτο, ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης των εναγομένων. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου έφεσης του ενάγοντος ο μη συνυπολογισμός, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, κατά τον προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα, καταβαλλόμενων αποδοχών του (α) του ορθού μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του για τον υπολογισμό της αναλογίας του Δώρου Πάσχα 2019, της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων 2019 στα πλαίσια της πρώτης σύμβασης ναυτολόγησης, καθώς και της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ως κατωτέρω αναλύεται, με τη σημείωση ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981, αυτός (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) υπολογίζεται, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ανά ναυτολόγηση όπως έπραξε και η εκκαλουμένη απόφαση και επιπλέον, για τον υπολογισμό των Δώρων Χριστουγέννων 2019 και 2020 για τα διαστήματα απασχόλησης του ενάγοντος από 1.5 έως 31.12 κάθε έτους και του Δώρου Πάσχα 2020 για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και (β) του συνόλου των τακτικών ανά μήνα καταβαλλόμενων αποδοχών, διότι δεν συμπεριέλαβε και το τακτικώς κάθε μήνα καταβαλλόμενο επίδομα έχμασης αυτοκινήτων και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, τα εν λόγω επιδόματα καταβάλλονταν τακτικά στον ενάγοντα. Επιπλέον, (γ) πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του του τρίτου λόγου έφεσης των εναγομένων, ο μη συνυπολογισμός, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, κατά τον προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα, καταβαλλόμενων αποδοχών του του ορθού μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων 2019, Δώρου Χριστουγέννων 2020 και Δώρου Πάσχα 2020 στα πλαίσια της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησης, ως κατωτέρω αναλύεται. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εδικαιούτο για αναλογία δώρων εορτών τα ακόλουθα ποσά: [Α] Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 και δη για το χρονικό διάστημα από 1-4-2019 έως 30-4-2019, οπότε εργάσθηκε ο ενάγων στο ανωτέρω πλοίο και πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη: [μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαία αμοιβή για την έχμαση οχημάτων 304,19 € + επίδομα άγονης γραμμής 19,29 € + συμφωνημένη, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης (609 + 647,28=) 1.256,28 (και όχι το ποσό των ευρώ 866,15 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση) =] 4.250,15 δια 2 επί 1/15 επί (30 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 3,75 οκταήμερα=] 531,27 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 714,56 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 442,13, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της πρώτης εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου κατά τούτο του τρίτου λόγου έφεσης της πρώτης εναγομένης, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ότι δήθεν δεν έλαβε υπόψη της την ένστασή της περί μερικής καταβολής, ο ενάγων έλαβε το ποσό ων ευρώ 307,85. Ως εκ τούτου, η πρώτη εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει ως υπόλοιπο αναλογίας δώρου Πάσχα 2019 το ποσό των ευρώ (531,27 μείον 307,85=) 223,42 και όχι το ποσό των ευρώ 134,28 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [Β] Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, καθόν  χρόνο πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: (i) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, κατά την απασχόληση του ενάγοντος στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης αυτού στο ανωτέρω πλοίο (από 1.4.2019 έως 4.10.2019), για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-5-2019 έως 24-5-2019, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης (κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 4.10.2019) [(387,71 + 276,03 + 384,02 + 467,53 + 381,58 + 49,40 = 1.946,27 δια 157 επί 30=] 371,90 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 4.10.2019 [(24.81 + 35.84 + 33.07 + 35.84 + 56.22 + 11.24 = 197,02 δια 157 επί 30=] 37,65 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) €, πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία με την ένδικη αγωγή του αξιώνει όπως συνυπολογισθεί μέσος όρος αμοιβής άγονης γραμμής, εκ ποσού ευρώ 22,49 το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης, κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 4.10.2019 [(ευρώ 8.021,40 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1-5-2019 έως 4-10-2019/156 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1-5-2019 έως 4-10-2019 επί 30=) 1.542,58 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 866,15, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 4.607,36 επί 2/25  επί (24 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 1,26 δεκαεννιαήμερα=} 464,42 και όχι το ποσό των ευρώ 576,23 κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 356,52 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (ii) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο [η οποία διήρκησε από 31-10-2019 έως 14-5-2020] για το χρονικό διάστημα εργασίας από 31-10-2019 έως 31-12-2019, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, αφορώσα το χρονικό διάστημα από 31-10-2019 έως 31-12-2019 [(278,20 + 384,34 =) 662,54 δια 62 επί 30=] 320,58 € + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, αφορώσα το χρονικό διάστημα από 31-10-2019 έως 31-12-2019 [(19,68 + 22,49 =) 42,17 δια 62 επί 30=] 20,40 € + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 2.987,58 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος από 31-10-2019 έως 31-12-2019/62 ημέρες εργασίας του ενάγοντος κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 31-10-2019 έως 31-12-2019 επί 30=) 1.445,60 και όχι το ποσό των ευρώ 1.650,26 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης των εναγομένων, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 4.456,97 επί 2/25  επί (62 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 3,26 δεκαεννιαήμερα=} 1.162,38 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.490,89, κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 1.126,82 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνολικά, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, στα πλαίσια της πρώτης και δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, για το χρονικό διάστημα εργασίας του, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (464,42 + 1.162,38 =) 1.626,80 και όχι το ποσό των ευρώ 2.067,13 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 1.483,34, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του ποσού αυτού, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του κι έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 907,72 και επομένως, για την εν λόγω αιτία (διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019) η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.626,80 μείον 907,72 =) 719,08 και όχι το ποσό των ευρώ 575,62 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [Γ] Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ήτοι για το χρονικό διάστημα εργασίας από 25-5-2019 έως 4-10-2019: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 4.10.2019 [(387,71 + 276,03 + 384,02 + 467,53 + 381,58 + 49,40 = 1.946,27 δια 157 επί 30=] 371,90 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 4.10.2019 [(24.81 + 35.84 + 33.07 + 35.84 + 56.22 + 11.24 = 197,02 δια 157 επί 30=] 37,65 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) €, πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία με την ένδικη αγωγή του αξιώνει όπως συνυπολογισθεί μέσος όρος αμοιβής άγονης γραμμής, εκ ποσού ευρώ 22,49 το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης, κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 4.10.2019 [(ευρώ 8.021,40 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1-5-2019 έως 4-10-2019/156 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.542,58 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 866,15, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 4.607,36 επί 2/25  επί (133 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 7,00 δεκαεννιαήμερα=} 2.580,12 και όχι το ποσό των ευρώ 3.201,31 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 1.980,72 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του ποσού αυτού, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του κι έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.392,73 και επομένως, για την εν λόγω αιτία (διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019) η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (2.580,12 μείον 1.392,73 =) 1.187,39 και όχι το ποσό των ευρώ 587,99 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [Δ] Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020: (α) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 3-2-2020, οπότε πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: [μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 [(253,89 + 213,64 + 232,95 + 164,61 =) 865,09 δια 121 επί 30=] 214,48 € + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 [(22.49 + 30.92 + 36.54 + 39.36 =) 129,31 δια 121 επί 30=] 32,06  €,  πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία με την ένδικη αγωγή του αξιώνει όπως συνυπολογισθεί μέσος όρος αμοιβής άγονης γραμμής, εκ ποσού ευρώ 22,49 το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 [(ευρώ 5.975,16 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 /121 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.481,44 και όχι το ποσό των ευρώ 1.650,26, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 4.388,80 δια 2 επί 1/15 επί (34 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 4,25 οκταήμερα=] 621,75 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 809,83 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 612,09, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (β) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 κατά το χρονικό διάστημα από 4-2-2020 έως 30-4-2020, οπότε τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη: [μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 [(253,89 + 213,64 + 232,95 + 164,61 =) 865,09 δια 121 επί 30=] 214,48 € + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 [(22.49 + 30.92 + 36.54 + 39.36 =) 129,31 δια 121 επί 30=] 32,06  €,  πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία με την ένδικη αγωγή του αξιώνει όπως συνυπολογισθεί μέσος όρος αμοιβής άγονης γραμμής, εκ ποσού ευρώ 22,49 το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 [(ευρώ 5.975,16 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 /121 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.481,44 και όχι το ποσό των ευρώ 1.650,26, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης των εναγομένων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 4.388,80 δια 2 επί 1/15 επί (87 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 10,87 οκταήμερα=] 1.590,21 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 2.071,28 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 1.565,50, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Με την ένδικη αγωγή, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι, έναντι του, αναλογούντος, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, επιδόματος εορτών Πάσχα 2020, η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 325,20, ποσό που αφήρεσε από την ένδικη απαίτησή του και δεν ήταν επίδικο, ισχυρισμός που έγινε δεκτός και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία αφήρεσε το εν λόγω ποσό από την επίδικη αξίωση του ενάγοντος. Ο τελευταίος επίσης, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, έναντι του, αναλογούντος καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η πρώτη εναγομένη, επιδόματος εορτών Πάσχα 2020, η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 939,99, ποσό που αφήρεσε από την ένδικη απαίτησή του και δεν ήταν επίδικο, ισχυρισμός που έγινε δεκτός και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως η οποία αφήρεσε το εν λόγω ποσό από την επίδικη αξίωση του ενάγοντος. Οι εναγόμενες ήδη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι του Δώρου Πάσχα 2020, κατέβαλαν στον ενάγοντα, τον μήνα Ιανουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 325,20, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 321,77, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 325,20 και τον μήνα Απρίλιο 2020 το ποσό των ευρώ 325,20 και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.297,37. Με την εκκαλουμένη απόφαση, απορρίφθηκε ως αόριστη η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων, διότι κατά τις παραδοχές της, αν και αυτές (εναγόμενες) επικαλέσθηκαν τα ποσά που κατέβαλαν ανά μήνα και ανά αιτία στον ενάγοντα, δεν επικαλέσθηκαν περαιτέρω, εάν το εκάστοτε καταβληθέν ποσό αφορά την εξόφληση των απαιτήσεων του ενάγοντος των χρονικών διαστημάτων οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη ή των χρονικών διαστημάτων, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Ήδη, με το τρίτο λόγο έφεσης οι εναγόμενες επαναφέρουν τον περί καταβολής ισχυρισμό τους, προς απόδειξη δε αυτού, επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν τις αποδείξεις καταβολής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, από τις οποίες προκύπτει ότι, οι καταβολές στον ενάγοντα σε όλες τις επίδικες χρονικές περιόδους, ελάμβαναν χώρα από την πρώτη εναγομένη. Ενόψει τούτου, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι, οι εναγόμενες, στα πλαίσια του ανωτέρω ισχυρισμού τους προσδιορίζουν επαρκώς την αιτία, το ποσό και το χρόνο καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού, ο ισχυρισμός αυτός, συνδυαζόμενος και με τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, τυγχάνει επαρκώς ορισμένος. Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο κατά τούτο τρίτο λόγο έφεσης των εναγομένων η εκκαλουμένη απόφαση κατά την  εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 416 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του, η οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απέρριψε τη σχετική ανωτέρω περί καταβολής ένσταση των εναγομένων ως αόριστη και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει να δικάσει την εν λόγω περί καταβολής ένσταση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι πράγματι, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα έναντι των δώρων εορτών την 31.1.2020 το ποσό των ευρώ 325,20, την 29.2.2020 το ποσό των ευρώ 321,77, την 31.3.2020 το ποσό των ευρώ 325,20 και την 30.4.2020, το ποσό των ευρώ 325,20 και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.297,37. Τα ποσά αυτά δεν απεδείχθη ότι η πρώτη των εναγομένων κατέβαλε επιπλέον των ποσών που ο ενάγων ανέφερε με την αγωγή του. Επομένως, έναντι του αναλογούντος στο χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 3-2-2020, οπότε πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, δώρου Πάσχα 2020, αποδεικνύεται ότι, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, η πρώτη εναγομένη, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 325,20. Επομένως, εφόσον ήδη με την εκκαλουμένη απόφαση, το ποσό αυτό αφηρέθη από το επιδικασθέν για την εν λόγω αιτία ποσό, η περί καταβολής ένσταση της πρώτης εναγομένης για την εν λόγω αιτία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Επομένως, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη, για το αναλογούν στο χρονικό διάστημα που αυτή ήταν πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου δώρο Πάσχα 2020, συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (621,75 μείον 325,20=) 296,55. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, για δώρο εορτών κατεβλήθη στον ενάγοντα, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη την 29.2.2020 το ποσό των ευρώ 321,77, την 31.3.2020 το ποσό των ευρώ 325,20 και την 30.4.2020, το ποσό των ευρώ 325,20 και συνολικά το ποσό των ευρώ (321,77 + 325,20 + 325,20=) 972,17 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 939,99 όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την αγωγή του και έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων τυγχάνει βάσιμη κατά το ποσό των ευρώ (972,17 μείον 939,99=) 32,18. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων για διαφορά δώρου Πάσχα 2020 για την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 30.4.2020, οπότε τον εφοπλισμού αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, δικαιούται το ποσό των ευρώ (1.590,21  μείον 972,17=) 618,04 και όχι το ποσό των ευρώ 625,51 που κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [Ε] (α) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 1.5.2020 έως 14.5.2020, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαία αμοιβή του ενάγοντος για την έχμαση οχημάτων [(91,55 € που έλαβε για την απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2020 έως 14.5.2020 δια 14 ημέρες επί 30 ημέρες=) 196,18 € κατόπιν στρογγυλοποίησης + επίδομα άγονης γραμμής (11,24 € που έλαβε για την απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2020 έως 14.5.2020 δια 14 ημέρες επί 30 ημέρες=) 24,08 €, πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία με την ένδικη αγωγή του συνυπολογίζει το ποσό των 22,49 €, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 756,90 για υπερωριακή απασχόληση από 1-5-2020 έως 14-5-2020/14 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.621,92  και όχι το ποσό των ευρώ 1.650,26, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης των εναγομένων δέθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 4.510,98 επί 2/25 επί (14 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 0,73 δεκαεννιαήμερα=} 263,44 και όχι το ποσό των ευρώ 252,32, όπως, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 4.7.2020 έως 7.9.2020, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 30.11.2020 [(390,76 + 406,11 + 75,54 + 52,86 + 347,47 =) 1.272,74 δια 150 επί 30=] 254,55 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 30.11.2020 [(33.73 + 36.54 + 8.43 + 5.62  =) 84,32 δια 150 επί 30=] 16,86 € + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 30.11.2020 [(ευρώ 6.871,26 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος από 4.7.2020 έως 30.11.2020/150 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.374,25  και όχι το ποσό των ευρώ 1.304,82, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 4.316,05 επί 2/25  επί (66 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 3,47 δεκαεννιαήμερα=} 1.198,13 και όχι το ποσό των ευρώ 1.103,51 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνολικά, για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της δεύτερης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (263,44 + 1.198,13 =) 1.461,57, και όχι το ποσό των ευρώ 1.925,36 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, έναντι του οποίου, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του κι έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 854,30 και επομένως, για την εν λόγω αιτία (διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020) η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.461,57 μείον 854,30 =) 607,27 και όχι το ποσό των ευρώ 501,53 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Τέλος, [ΣΤ] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 8.9.2020 έως 30.11.2020, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 30.11.2020 [(390,76 + 406,11 + 75,54 + 52,86 + 347,47 =) 1.272,74 δια 150 επί 30=] 254,55 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 30.11.2020 [(33.73 + 36.54 + 8.43 + 5.62 =) 84,32 δια 150 επί 30=] 16,86 € + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης η οποία διήρκησε από την 4.7.2020 έως την 30.11.2020 [(ευρώ 6.871,26 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος από 4.7.2020 έως 30.11.2020/150 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.374,25  και όχι το ποσό των ευρώ 1.304,82 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 4.316,05 επί 2/25 επί (84 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 4,42 δεκαεννιαήμερα=} 1.526,15 και όχι το ποσό των ευρώ 1.405,56 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του εν λόγω ποσού, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του κι έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 859,01 και επομένως, για την εν λόγω αιτία (διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020) η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.526,15 μείον 859,01 =) 667,14 και όχι το ποσό των ευρώ 546,55 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

[ΙΙΙ] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους (σελ. 9 προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σε συνδυασμό με σελ. 25, παρ.4.5 προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάσει προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής αποτελεί το πηλίκο της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, ούτε οι εναγόμενες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι τυγχάνει νόμω αβάσιμη η αγωγή εάν στην εν λόγω περίπτωση δεν υπολογιστούν τα δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση, ήτοι άθροιση των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου ανά εβδομάδα και ακολούθως διαίρεση με τον αριθμό 8, αναφέρουν ότι προκύπτει κάποια διαφορά και μάλιστα σε βάρος τους από τον ανωτέρω μαθηματικό υπολογισμό. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. Η παραπάνω έννοια της τοπικής γραμμής, ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 2 του προαναφερομένου Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, κατά το οποίο «Αι κατά την διάταξιν του άρθρου 170 παρ. 1 περίπτ. α`του Κώδικος κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών καθορίζονται ως κάτωθι: 1. Κύριαι δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα τον Πειραιά και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 2. Δευτερεύουσαι δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα έτερον του Πειραιώς και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 3. Τοπικαί δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, υπό τας κατωτέρω διακρίσεις: α) Αι  εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και  επί αποστάσεως μέχρι τριών (3) ναυτικών μιλλίων. β) Αι εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και επί αποστάσεως άνω των τριών (3) ναυτικών μιλλίων. γ) Αι  εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και  επί αποστάσεως  άνω  των  τριών  (3)  ναυτικών  μιλλίων,  υφισταμένης όμως παραλλήλως και κυρίας ή δευτερευούσης δρομολογιακής γραμμής, συνδεούσης εν όλω ή εν μέρει τους αυτούς λιμένας και δ) Η γραμμή Αργοσαρωνικού ήτοι η συνδέουσα  τον  Πειραιά  μετά  των λιμένων  Αιγίνης  –  Μεθάνων  –  Πόρου  –  Υδρας  – Ερμιόνης – Σπετσών- Π.Χελίου και Λεωνιδίου. 4.  Ομοίως  ως  τοπικαί  δρομολογιακαί   γραμμαί θεωρούνται αι συνδέουσαι  δύο  (2) χερσαίας οδικάς αρτηρίας διακοπτομενας δια λωρίδος θαλάσσης εύρους μέχρι τριών (3) ναυτικών μιλίων ή σημεία των ακτών της Ηπειρωτικής Ελλάδος μετά των έναντι νήσων, της αυτής  ως  ανωτέρω  κατά μέγιστον  αποστάσεως  ανεξαρτήτως  της υπαγωγής των συνδεομένων σημείων εις τα όρια του αυτού Νομού, εξυπηρετούσαι δε, κυρίως, την διακίνησιν οχήματων.». Με βάση επομένως την εν λόγω διάταξη, τοπική γραμμή είναι αυτή που δεν είναι κύρια ή δευτερεύουσα δρομολογιακή γραμμή και η οποία συνδέει δύο (2) τουλάχιστον λιμένες εντός  των  ορίων  του  αυτού Νομού. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). [Α] Εν προκειμένω, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και σύμφωνα με τον αγωγικό ισχυρισμό, το εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη, στα πλαίσια της πρώτης και δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2019 έως 24.5.2019 και από 8.11.2019 έως 27.1.2020, εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του δε στο λιμάνι αφετηρίας,  ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχώρησε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεώς του, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών και συγκεκριμένα στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης, την 9.4.2019, 16.4.2019, 7.5.2019, 14.5.2019 και 21.5.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.30 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 16.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 19.4.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.30 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 17.00 πραγματοποιώντας 1,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 26.4.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.30 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 17.00 πραγματοποιώντας 0,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 29.4.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.25 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 02.00 της 30.4.2019, πραγματοποιώντας 3,83 ώρες πρόωρης αναχώρησης και την 30.4.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 13.30 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 16.00 πραγματοποιώντας 3,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης και [Β] στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης, την 12.11.2019, 19.11.2019, 26.11.2019, 3.12.2019, 10.12.2019, 17.12.2019, 31.12.2019, 7.1.2019 και 21.1.2020, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.30 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 16.00, πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 11.1.2020, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 13.00 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 17.00 πραγματοποιώντας 2,00 ώρες πρόωρης αναχώρησης και την 14.1.2020, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 19.45 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 17.00, πραγματοποιώντας 2,00 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Τα ανωτέρω αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν πλήττονται από την πρώτη εναγομένη  με την ένδικη έφεσή της, μόνη έχουσα έννομο συμφέρον, εφόσον ως προς τις ανωτέρω ημέρες και ώρες έγιναν δεκτοί με την εκκαλουμένη απόφαση, οι αγωγικοί ισχυρισμοί. Επιπλέον, με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ότι, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, την 18.4.2019 και 25.4.2019, το ανωτέρω πλοίο, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.25 και 23.55 αντίστοιχα και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 02.30 της 19.4.2019 και ώρα 02.00 της 26.4.2019, αντίστοιχα, πραγματοποιώντας 2,91 και 3,91, αντίστοιχα, ώρες πρόωρης αναχώρησης, παραδοχές της εκκαλουμένης αποφάσεως, οι οποίες ομοίως δεν πλήττονται από τους διαδίκους. Εν τούτοις, ως προς τις εν λόγω ημερομηνίες, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι, το δρομολόγιο που εκτέλεσε το πλοίο, μετά την πρόωρη αναχώρησή του από το λιμάνι αφετηρίας, διήρκησε λιγότερο των δώδεκα ωρών, με αποτέλεσμα η αμοιβή του ενάγοντος να ανέρχεται σε 1/60 επί των τακτικών αποδοχών του και όχι, όπως ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του, σε ποσοστό 1/30 επ’ αυτών. Το αποδεικτικό αυτό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, ο ενάγων, στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, πλήττει για κακή εκτίμηση των αποδείξεων εφόσον αξιώνει όπως του επιδικασθεί αμοιβή ανερχόμενη σε 1/30 επί των τακτικών αποδοχών του. Εν τούτοις, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, το εν λόγω πλοίο, πράγματι την 18.4.2019 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.25, απέπλευσε δε εκ νέου, ώρα 02.30 της 19.4.2019 ήτοι πρόωρα, προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Νάξος (αφ. 07.00 – αναχ. 07.45) – Πειραιάς (αφ. 12.30), την δε 25.4.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.55, απέπλευσε δε εκ νέου, ώρα 02.00 της 26.4.2019, ήτοι πρόωρα, προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Νάξος (αφ. 06.30 – αναχ. 07.00) – Πειραιάς (αφ.11.30). Αμφότερα επομένως τα ανωτέρω δρομολόγια, προς εκτέλεση των οποίων, το πλοίο αναχώρησε πρόωρα τις αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες, από το λιμάνι αφετηρίας ήτοι το λιμάνι του Πειραιά, ήταν διάρκειας μικρότερης των δώδεκα ωρών. Όμοια, κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, ορθά κατά τούτο εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου, κατά τούτο, του αντίστοιχου τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, το ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη, (i) στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος (α) κατά τις ανωτέρω σαφώς αναφερόμενες ημερομηνίες που το πλοίο εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχώρησε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, οπότε αναχώρησε πρόωρα [(2,5 επί 5=) 12,5 +  1,5 + 0,5 + 3,83+ 3,5 =] 21,83 ώρες και πραγματοποίησε (21,83 δια 8=) 2,72 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία ο ενάγων δικαιούται αμοιβής εκ ποσοστού 1/30 επί των τακτικών αποδοχών του και (β) κατά τις ανωτέρω σαφώς αναφερόμενες ημερομηνίες  που το πλοίο εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχώρησε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου, διάρκειας μικρότερης των δώδεκα ωρών, οπότε αναχώρησε πρόωρα [2,91 + 3,91 =] 6,82 ώρες, εκτέλεσε (6,82 δια 8=) 0,85 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία δικαιούται αμοιβής, εκ ποσοστού 1/60 επί των τακτικών αποδοχών του και (ii) στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες, οπότε το πλοίο εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του δε στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχώρησε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, κατά [(2,5 επί 9=) 22,5 + 2,00 + 2,75  =] 27,25 ώρες και εκτέλεσε (27,25 δια 8=) 3,40 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία ο ενάγων δικαιούται αμοιβής εκ ποσοστού 1/30 επί των τακτικών αποδοχών του. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού της πρόσθετης αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων για δρομολόγια «εξπρές», προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα, καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την πρώτη εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά τούτο, ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης των εναγομένων, με τον οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως βασίμων στην ουσία τους αμφότερων των ενδίκων εφέσεων, ως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω, ο, για τον ίδιο σκοπό, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, ανά ναυτολόγηση, γενομένων δεκτών, ως αναλύεται κατωτέρω, των αντίστοιχων λόγων αμφότερων των εφέσεων. Προς υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανά μήνα και δη ο μισθός ενεργείας εκ ποσού ευρώ 1.204,77, το επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 265,05, το μηνιαίο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσού ευρώ 36,64, το μηνιαίο αντίτιμο τροφής εκ ποσού ευρώ 599,40 και το  επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 433,95, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ως προς το επίδομα αδείας, απεδείχθη ότι τούτο καταβάλλονταν κάθε μήνα στον ενάγοντα. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των εορταστικών επιδομάτων (δώρων), που εδικαιούτο ο ενάγων ανά ναυτολόγηση, έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονταν «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονταν στον ενάγοντα από την πρώτη εναγομένη τακτικώς κάθε μήνα, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η συμφωνημένη, μεταξύ των διαδίκων, μηνιαία αμοιβή του ενάγοντος, εκ ποσού ευρώ 130,58, για το κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη της οποίας (εκκαλουμένης αποφάσεως) δεν επλήγη υπό των εναγομένων. Επιπροσθέτως, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, με τον τρίτο λόγο έφεσης, θα πρέπει να υπολογισθούν στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος προς εξεύρεση της δικαιούμενης αμοιβής του για την εν λόγω αιτία και ο μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, της αμοιβής αυτού για έχμαση οχημάτων και του επιδόματος άγονης γραμμής, εφόσον, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε τακτικώς επίδομα άγονης γραμμής στον ενάγοντα όπως και αμοιβή για έχμαση οχημάτων. Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο κατά τούτο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε σιωπηρά το αίτημα του ενάγοντος που περιείχετο στην αγωγή του, όπως στις τακτικές αποδοχές του για τον υπολογισμό της δικαιούμενης αμοιβής του για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές του μέσου όρου, σε μηνιαία κλίμακα, της καταβληθείσας ανά ναυτολόγηση αμοιβής του για την έχμαση οχημάτων και του καταβαλλομένου επιδόματος άγονης γραμμής. Τέλος, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του (ενάγοντος), ο οποίος (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) θα υπολογισθεί, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων και επομένως διαφορετικών συμβάσεων εργασίας, ανά ναυτολόγηση [ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Συγκεκριμένα, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος μηνιαίως της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή του απασχόληση, ανήρχετο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2019 έως 4.10.2019 (α ναυτολόγηση), στο ποσό των [(ευρώ 9.277,68 για υπερωριακή απασχόληση από 8-4-2019 έως 4-10-2019/187 ημέρες εργασίας του εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.4.2019 έως 4.10.2019 επί 30=) 1.488,40 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 2.639,50 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε στο ποσό των ευρώ 866,15 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του, του περιεχομένου στον τέταρτο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης, ισχυρισμού αυτής, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε πράγματι υπερωριακώς κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο και (β) κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2019 έως 14.5.2020 (β ναυτολόγηση) στο ποσό των [(ευρώ 9.719,64 για υπερωριακή απασχόληση κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα δια 197 ημέρες εργασίας του εν λόγω χρονικού διαστήματος από 31.10.2019 έως 14.5.2020 επί 30=) 1.480,15 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 1.650,26, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον, εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, κατά τούτο, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι δεν δέχθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό του ότι ο μέσος όρος μηνιαίως της εν λόγω αμοιβής του, ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 2.639,50. Επιπλέον, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος σε μηνιαία κλίμα των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, ανήρχετο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2019 έως 4.10.2019 (α ναυτολόγηση), στο ποσό των [(ευρώ 531,27 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 + ευρώ 3.044,54 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 για την πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος=) 3.575,81/187 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.4.2019 έως 4.10.2019 επί 30=) 573,66 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 714,59 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε στο ποσό των ευρώ 245,96 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (β) κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2019 έως 14.5.2020 (β ναυτολόγηση) στο ποσό των [(ευρώ 2.211,96 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 + 1.425,82 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 για τη δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος =) 3.637,78 δια 197 ημέρες εργασίας επί 30=) 553,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 714,59 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε στο ποσό των ευρώ 541,63 που, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει από την πρώτη εναγομένη ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές για τα ανωτέρω αποδειχθέντα [2,72] δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το ανωτέρω πλοίο τις ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε το πλοίο αναχώρησε πρόωρα από το λιμάνι αφετηρίας προς εκτέλεση δρομολογίου διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(304.19 + 387.71 + 276.03 + 384.02 + 467.53 + 381.58 + 49.40=) 2.250,46 /187 επί 30=] 361,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(19.29 + 24.81 + 35.84 + 33.07 + 35.84 + 56.22 + 11.24=) 216,31/187 επί 30=] 34,70 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης 1.488,45 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της πρώτης  ναυτολόγησης 573,66 =] 5.116,03 επί 1/30 επί 2,72 =] 463,85. Επιπλέον, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει από την πρώτη εναγομένη ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές για τα ανωτέρω αποδειχθέντα [0,85] δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το ανωτέρω πλοίο, τις ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε το πλοίο αναχώρησε πρόωρα από το λιμάνι αφετηρίας προς εκτέλεση δρομολογίου διάρκειας μικρότερης των δώδεκα ωρών, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(304.19 + 387.71 + 276.03 + 384.02 + 467.53 + 381.58 + 49.40 =) 2.250,46 /187 επί 30=] 361,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(19.29 + 24.81 + 35.84 + 33.07 + 35.84 + 56.22 + 11.24 =) 216,31/187 επί 30=] 34,70 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης 1.488,45 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της πρώτης  ναυτολόγησης 573,66=] 5.116,03 επί 1/60 επί 0,85=] 72,48 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Επιπροσθέτως, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει από την πρώτη εναγομένη, ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές, για τα ανωτέρω αποδειχθέντα [3,40] δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το ανωτέρω πλοίο, τις ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες, στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε το πλοίο αναχώρησε πρόωρα από το λιμάνι αφετηρίας προς εκτέλεση δρομολογίου διάρκειας πλέον των δώδεκα ωρών το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(278.20 + 384.34 + 253.89 + 213.64 + 232.95 + 164.61 + 91.55=) 1.619,18/197 επί 30=] 246,57 + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(19.68 + 22.49 + 22.49 + 30.92 + 36.54 + 39.36 + 11.24=) 182,72/197 επί 30=] 27,82 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης 1.480,15 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της δεύτερης  ναυτολόγησης 553,98 =] 4.973,58 επί 1/30 επί 3,40 = 563,67. Συνολικά, ο ενάγων εδικαιούτο, για αμοιβή για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη, κατά τη διάρκεια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, το ποσό των ευρώ (463,85 + 72,48 =) 536,33 και κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, το ποσό των ευρώ 563,67, συνολικά δε για αμοιβή για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (536,33 + 563,67=) 1.100,00 και όχι το ποσό των ευρώ 1.486,30, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 943,57 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του αντίστοιχου τετάρτου λόγου έφεσης της πρώτης εναγομένης, κατά τούτο, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον υπολογισμό της ανωτέρω αμοιβής του ενάγοντος, ως αβασίμου στην ουσία του. Οι εναγόμενες ήδη από την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι της ένδικης ανωτέρω απαίτησης του ενάγοντος, κατέβαλαν στον ενάγοντα, τον μήνα Απρίλιο 2019 το ποσό των ευρώ 254,33, τον μήνα Μάιο 2019 το ποσό των ευρώ 114,78, τον μήνα Ιούνιο 2019 το ποσό των ευρώ 213,43, τον μήνα Ιούλιο 2019 το ποσό των ευρώ 247,64, τον μήνα Αύγουστο 2019 το ποσό των ευρώ 354,24, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 836,69, τον μήνα Οκτώβριο 2019 το ποσό των ευρώ 207,77, τον μήνα Νοέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 80,11, τον μήνα Δεκέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 132,58, αναδρομικά 2019 το ποσό των ευρώ 23,67, τον μήνα Ιανουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 77,72, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 145,26, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 195,78, τον μήνα Απρίλιο 2020 το ποσό των ευρώ 214,00, τον μήνα Μάιο 2020 το ποσό των ευρώ 111,44, τον μήνα Ιούλιο 2020 το ποσό των ευρώ 423,86, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 491,07 και τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 127,69 και συνολικά το ποσό των ευρώ 4.252,06. Με την εκκαλουμένη απόφαση, απορρίφθηκε ως αόριστη η ανωτέρω περί καταβολής ένσταση των εναγομένων, διότι κατά τις παραδοχές της, αν και αυτές (εναγόμενες) επικαλέσθηκαν τα ποσά που κατέβαλαν ανά μήνα και ανά αιτία στον ενάγοντα, δεν επικαλέσθηκαν περαιτέρω, εάν το εκάστοτε καταβληθέν ποσό αφορά στην εξόφληση των απαιτήσεων του ενάγοντος των χρονικών διαστημάτων οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη ή των χρονικών διαστημάτων, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Ήδη, με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εναγόμενες επαναφέρουν τον περί καταβολής ισχυρισμό τους, προς απόδειξη δε αυτού, επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν τις αποδείξεις καταβολής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, από τις οποίες προκύπτει ότι, οι καταβολές των αποδοχών στον ενάγοντα από τις επίδικες ναυτολογήσεις, σε όλες τις επίδικες χρονικές περιόδους, ελάμβαναν χώρα από την πρώτη εναγομένη. Ενόψει τούτου, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι, οι εναγόμενες, στα πλαίσια του ανωτέρω ισχυρισμού τους προσδιορίζουν επαρκώς την αιτία, το ποσό και το χρόνο καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού, ο ισχυρισμός αυτός, συνδυαζόμενος και με τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, τυγχάνει επαρκώς ορισμένος. Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο, κατά τούτο, τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων η εκκαλουμένη απόφαση κατά την  εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 416 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του, η οποία (εκκαλουμένη απόφαση) αφού απέρριψε τη σχετική ανωτέρω περί καταβολής ένσταση των εναγομένων ως αόριστη και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει να δικάσει την εν λόγω περί καταβολής ένσταση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι πράγματι, η πρώτη εναγομένη, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατέβαλε στον ενάγοντα έναντι της ανωτέρω απαίτησης, το ποσό των ευρώ 254,33 την 30.4.2019, το ποσό των ευρώ 114,78 την 31.5.2019 και το ποσό των ευρώ 23,67 την 21.10.2019 με αιτιολογία καταβολής «αναδρομικά 1.1.2019 έως 31.8.2019» και ως εκ τούτου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ θα πρέπει να καταλογισθεί στο παλαιότερο χρέος και δη στην επίδικη απαίτηση του ενάγοντος αμοιβής για δρομολόγια εξπρές μηνός Απριλίου 2019. Επομένως, απεδείχθη ότι η πρώτη εναγομένη για την εκ ποσού ευρώ (463,85 + 72,48 =) 536,33 απαίτηση του ενάγοντος για αμοιβή αυτού για δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο 2019, οπότε πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, κατέβαλε συνολικά το ποσό των ευρώ (254,33 + 114,78 + 23,67=) 392,78 και ως εκ τούτου συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ (536,33 μείον 392,78=) 143,55. Περαιτέρω, από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, απεδείχθη ότι, η πρώτη εναγομένη στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατέβαλε στον ενάγοντα έναντι της ανωτέρω απαίτησης, το ποσό των ευρώ 80,11 την 30.11.2019, το ποσό των ευρώ 132,58 την 31.12.2019 και το ποσό των ευρώ 77,72 την 31.1.2020. Επομένως, απεδείχθη ότι η πρώτη εναγομένη, για την εκ ποσού ευρώ 563,67 απαίτηση του ενάγοντος για αμοιβή αυτού για δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησής του (ενάγοντος), οπότε πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν αυτή (πρώτη εναγομένη), κατέβαλε στον ενάγοντα, συνολικά το ποσό των ευρώ (80,11 + 132,58 + 77,72=) 290,41 και ως εκ τούτου συνεχίζει να του οφείλει για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ (563,67 μείον 290,41 =) 273,26. Απεδείχθη επομένως ότι, η πρώτη εναγομένη, έναντι της απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή αυτού για δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, οπότε πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη, κατέβαλε συνολικά το ποσό των ευρώ (392,78 + 290,41 =) 683,19 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 602,13 όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την αγωγή του και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, η εκ ποσού ευρώ (683,19 μείον 602,13=) 81,06 ένσταση καταβολής της πρώτης εναγομένης, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη, συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ (143,55 + 273,26=) 416,81. Περαιτέρω, [Β] όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, το εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4.10.2019, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ήτοι για διάστημα 25 ημερών τις οποίες ανήγαγε σε 3,57 εβδομάδες, αντί του αγωγικού ισχυρισμού 3,6 εβδομάδες, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, πραγματοποιούσε έξι (6) κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, διάρκειας πλέον των δώδεκα ωρών, τα οποία εκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες, εκ των οποίων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 33 παρ.5 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, τα άνω των πέντε ανά εβδομάδα δρομολόγια, αποτελούν δρομολόγια εξπρές, για τα οποία ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής. Δέχθηκε δηλαδή, ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε 3,56 δρομολόγια εξπρές. Τις ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλήττει ο ενάγων, στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον αξιώνει όπως του επιδικασθεί αμοιβή για 3,6 δρομολόγια εξπρές. Από την εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως τα δρομολόγια που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4.10.2019, αποδεικνύεται ότι το πλοίο κάθε εβδομάδα αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή, προς εκτέλεση δρομολογίου διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, που επεκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες, ήτοι από 23.00 έως 07.00. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, απεδείχθη ότι, πράγματι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε έξι δρομολόγια την εβδομάδα από 10.9.2019 έως 16.9.2019, έξι δρομολόγια την εβδομάδα από 17.9.2019 έως 23.9.2019 και έξι δρομολόγια την εβδομάδα από 24.9.2019 έως 30.9.2019. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2019 έως 4.10.2019, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε από το εν λόγω πλοίο, εν τούτοις, το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε τέσσερα δρομολόγια. Ενόψει του ότι, οι εναγόμενες δεν πλήττουν το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως με τον τέταρτο λόγο έφεσής τους, αφού δεν αμφισβητούν ότι πράγματι, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, το ανωτέρω πλοίο κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4.10.2019 εκτέλεσε 3,57 δρομολόγια πέραν των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, ενόψει και της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος που καθιερώνεται στο άρθρο 536 παρ.1 ΚΠολΔ, ο ανωτέρω τρίτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (από 10.9.2019 έως 4.10.2019) το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε 3,56 δρομολόγια εξπρές, αντί του αγωγικού του ισχυρισμού 3,6 δρομολόγια εξπρές, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Επιπροσθέτως [Β] όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, το εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 9.9.2019, της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 14.5.2020 και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020, εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του δε στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Για το λόγο τούτο, κατά την εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων εδικαιούτο για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ως αμοιβή για δρομολόγια εξπρές που εκτελέσθηκαν με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, το ποσό των ευρώ 5.263,55, εκ του οποίου ποσού, όπως ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του, έλαβε το ποσό των ευρώ 3.626,26 και επομένως  εδικαιούτο ως υπόλοιπο αμοιβής για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 1.637,29. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού της πρόσθετης αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων για δρομολόγια «εξπρές», προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα, καταβαλλόμενων αποδοχών του ενάγοντος, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από τις εναγόμενες, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά τούτο, ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης των εναγομένων, με τον οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως βασίμων στην ουσία τους αμφότερων των ενδίκων εφέσεων, ως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω, ο, για τον ίδιο σκοπό, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, ανά ναυτολόγηση, γενομένων δεκτών, ως αναλύεται κατωτέρω, των αντίστοιχων λόγων αμφότερων των εφέσεων. Προς υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανά μήνα και δη ο μισθός ενεργείας εκ ποσού ευρώ 1.204,77, το επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 265,05, το μηνιαίο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσού ευρώ 36,64, το μηνιαίο αντίτιμο τροφής εκ ποσού ευρώ 599,40 και το  επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 433,95, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ως προς το επίδομα αδείας, απεδείχθη ότι τούτο καταβάλλονταν κάθε μήνα στον ενάγοντα. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο μέσος όρος,  σε μηνιαία κλίμακα, των εορταστικών επιδομάτων (δώρων), που εδικαιούτο ο ενάγων ανά ναυτολόγηση, έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονταν «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονταν στον ενάγοντα από την πρώτη εναγομένη τακτικώς κάθε μήνα, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η συμφωνημένη, μεταξύ των διαδίκων, μηνιαία αμοιβή του ενάγοντος, εκ ποσού ευρώ 130,58, για το κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη της οποία, ομοίως δεν επλήγη υπό των εναγομένων. Επιπροσθέτως, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, με τον τρίτο λόγο έφεσης, θα πρέπει να υπολογισθούν στις τακτικές αποδοχές του και ο μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, της αμοιβής του για έχμαση οχημάτων και του επιδόματος άγονης γραμμής, εφόσον, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε τακτικώς επίδομα άγονης γραμμής στον ενάγοντα όπως και αμοιβή για έχμαση οχημάτων. Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο κατά τούτο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε σιωπηρά το αίτημα του ενάγοντος που περιείχετο στην αγωγή του, όπως στις τακτικές αποδοχές του για τον υπολογισμό της δικαιούμενης αμοιβής του για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές του μέσου όρου, σε μηνιαία κλίμακα, της καταβληθείσας ανά ναυτολόγηση αμοιβής του έχμασης και του καταβαλλομένου επιδόματος άγονης γραμμής. Τέλος, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του (ενάγοντος), ο οποίος (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) θα υπολογισθεί, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων και επομένως διαφορετικών συμβάσεων εργασίας, ανά ναυτολόγηση [ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Συγκεκριμένα, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος μηνιαίως της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή του απασχόληση, ανήρχετο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2019 έως 4.10.2019 (α ναυτολόγηση), στο ποσό των [(ευρώ 9.277,68 για υπερωριακή απασχόληση από 8-4-2019 έως 4-10-2019/187 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.4.2019 έως 4.10.2019 επί 30 =) 1.488,40 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 2.639,50 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε στο ποσό των ευρώ 866,15 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του, του περιεχομένου στον τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων, ισχυρισμού αυτών, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε πράγματι υπερωριακώς κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2019 έως 14.5.2020 (β ναυτολόγηση) στο ποσό των [(ευρώ 9.719,64 για υπερωριακή απασχόληση κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα δια 197 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.480,15 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 1.650,26, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον, εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, κατά τούτο, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι δεν δέχθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό του ότι ο μέσος όρος μηνιαίως της εν λόγω αμοιβής του, ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 2.639,50 και (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 30.11.2020 (γ ναυτολόγηση) στο ποσό των [(ευρώ 6.871,26 για υπερωριακή απασχόληση κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα δια 150 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.374,25 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.304,82, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του, του περιεχομένου στον τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων, ισχυρισμού αυτών, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε πράγματι υπερωριακώς κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο. Επιπλέον, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, ανήρχετο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2019 έως 4.10.2019 (α ναυτολόγηση), στο ποσό των [(ευρώ 531,27 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 + ευρώ 3.044,54 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 για την πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος=) 3.575,81 /187 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.4.2019 έως 4.10.2019 επί 30=) 573,66 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 714,59 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε στο ποσό των ευρώ 245,96 που, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 31.10.2019 έως 14.5.2020 (β ναυτολόγηση) στο ποσό των [(ευρώ 2.211,96 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 + 1.425,82 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 στα πλαίσια της δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος =) 3.637,78 δια 197 ημέρες εργασίας επί 30=) 553,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 714,59 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε στο ποσό των ευρώ 541,63 που, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 30.11.2020 (γ ναυτολόγηση) στο ποσό των (ευρώ 2.724,28 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 δια 150 ημέρες εργασίας επί 30=) 544,85 και όχι στο ποσό των ευρώ 714,59, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε στο ποσό των ευρώ 501,81 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές (i) Για 3,57 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4.10.2019, εφόσον όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και αναλύεται ανωτέρω το πλοίο εκτελούσε εβδομαδιαίως κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα έξι κυκλικά δρομολόγια, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών έκαστο, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(304.19 + 387.71 + 276.03 + 384.02 + 467.53 + 381.58 + 49.40=) 2.250,46/187 επί 30=] 361,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της πρωτης ναυτολόγησης [(19.29 + 24.81 + 35.84 + 33.07 + 35.84 + 56.22 + 11.24=) 216,31/187 επί 30=] 34,70 €, πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης 1.488,45 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της πρώτης  ναυτολόγησης 573,66 =] 5.116,03 επί 1/30 επί 3,57 =] 608,81 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 450,17, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω (ii) το εν λόγω πλοίο, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 9.9.2019, της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 14.5.2020 και της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020, αποδείχθηκε ότι, εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του δε στο λιμάνι αφετηρίας,  ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεώς του, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών και συγκεκριμένα: [ι] στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης (α) την 28.5.2019, 4.6.2019, 11.6.2019, 18.6.2019, 25.6.2019, 2.7.2019, 9.7.2019, 16.7.2019, 23.7.2019, 30.7.2019, 6.8.2019, 13.8.2019, 20.8.2019, 27.8.2019 και 3.9.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.20 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 15.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 1,33 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (β) την 30.5.2019, 6.6.2019, 13.6.2019, 20.6.2019, 27.6.2019, 4.7.2019, 11.7.2019, 18.7.2019, 25.7.2019, 1.8.2019, 8.8.2019, 22.8.2019, 29.8.2019 και 5.9.2019 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.10 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 14.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (γ) την 15.6.2019, 22.6.2019, 29.6.2019, 6.7.2019, 13.7.2019, 20.7.2019, 27.7.2019, 3.8.2019, 10.8.2019, 11.8.2019, 24.8.2019, 31.8.2019 και 7.9.2019 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 09.40 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 13.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,66 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (δ) την 16.6.2019, 23.6.2019, 30.6.2019, 7.7.2019, 14.7.2019, 21.7.2019, 28.7.2019, 4.8.2019, 11.8.2019, 18.8.2019, 25.8.2019, 1.9.2019 και 8.9.2019 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.40 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 13.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 0,66 ώρες πρόωρης αναχώρησης και (ε) την 15.5.2019 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.45 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 14.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Συνολικά, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, αναχώρησε πρόωρα κατά [(15 επί 1,33=) 19,95 + (14 επί 2,16=) 30,24 + (13 επί 2,66=) 34,58 + (13 επί 0,66=) 8,58 + (1 επί 2,75=) 2,75=] 96.10 ώρες και ως εκ τούτου εκτέλεσε (96,10 δια 8=) 12,01 δρομολόγια εξπρές. [ιι] στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης (α) την 6.2.2020, 13.2.2020, 20.2.2020, 27.2.2020, 5.3.2020, 12.3.2020, 19.3.2020, 26.3.2020, 2.4.2020, 10.4.2020, 16.4.2020, 23.4.2020, 25.4.2020, 30.4.2020, 2.5.2020, 7.5.2020, 9.5.2020 και 14.5.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.10 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 15.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (β) την 11.2.2020, 18.2.2020, 25.2.2020, 3.3.2020, 10.3.2020, 17.3.2020, 24.3.2020 και 31.3.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.50 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 15.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 1,83 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (γ) την 12.4.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 13.10 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 16.00 πραγματοποιώντας 3,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης,  (δ) την 14.4.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 13.00 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 15.00 πραγματοποιώντας 4.00 ώρες πρόωρης αναχώρησης και (ε) την 21.4.2020, 28.4.2020, 5.5.2020 και 12.5.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.40 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 15.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 1,66 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Συνολικά, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, αναχώρησε πρόωρα κατά [(18 επί 2,16=) 38,88 + (8 επί 1,83=) 14,64 + (1 επί 3,16=) 3,16 + (1 επί 4,00=) 4,00 + (4 επί 1,66=) 6,64=] 67,32 ώρες και ως εκ τούτου εκτέλεσε (67,32 δια 8=) 8,41 δρομολόγια εξπρές. Και [ιιι] στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης (α) την 5.7.2020, 12.7.2020, 19.7.2020, 26.7.2020, 2.8.2020, 9.8.2020, 16.8.2020, 23.8.2020, 30.8.2020 και 6.9.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.45 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 13.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 3,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (β) την 7.7.2020, 14.7.2020, 21.7.2020, 28.7.2020, 4.8.2020, 11.8.2020, 18.8.2020, 25.8.2020 και 1.9.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.40 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 15.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 1,66 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (γ) την 9.7.2020, 16.7.2020, 23.7.2020, 30.7.2020, 6.8.2020, 13.8.2020, 20.8.2020, 27.8.2020 και 3.9.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.10 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 14.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης και (δ) την 11.7.2020, 18.7.2020, 25.7.2020, 1.8.2020, 8.8.2020, 15.8.2020, 22.8.2020, 29.8.2020 και 5.9.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 09.40 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 13.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 2,66 ώρες πρόωρης αναχώρηση. Συνολικά, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, αναχώρησε πρόωρα κατά [(10 επί 3,75=) 37,50 + (9 επί 1,66=) 14,94 + (9 επί 2,16 =) 19,44 + (9 επί 2,66  =) 23,94 =] 95,82 ώρες και ως εκ τούτου εκτέλεσε (95,82 δια 8=) 11,97 δρομολόγια εξπρές. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων για τα ανωτέρω αποδειχθέντα δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, εδικαιούτο ως αμοιβή (α) για 12,01 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 9.9.2019, ήτοι κατά τη διάρκεια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αποδείχθηκε ότι, αυτό εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως και με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(304.19 + 387.71 + 276.03 + 384.02 + 467.53 + 381.58 + 49.40=) 2.250,46/187 επί 30=] 361,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(19.29 + 24.81 + 35.84 + 33.07 + 35.84 + 56.22 + 11.24 =) 216,31/187 επί 30=] 34,70 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης 1.488,45 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της πρώτης  ναυτολόγησης 573,66 =] 5.116,03 επί 1/30 επί 12,01 =] 2.048,12 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 2.111,77, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. (β) Για 8,41 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 14.5.2020, ήτοι κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αποδείχθηκε ότι, αυτό εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως και με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(278.20 + 384.34 + 253.89 + 213.64 + 232.95 + 164.61 + 91.55=) 1.619,18/197 επί 30=] 246,57 + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(19.68 + 22.49 + 22.49 + 30.92 + 36.54 + 39.36 + 11.24=) 182,72/197 επί 30=] 27,82 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης 1.480,15 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της δεύτερης  ναυτολόγησης 553,98 =] 4.973,58 επί 1/30 επί 8,41 = 1.394,26 και όχι το ποσό των ευρώ 1.366,44, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και (γ) για 11,97 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020, ήτοι κατά τη διάρκεια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αποδείχθηκε ότι, αυτό εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως και με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης [(390.76 + 406.11 + 75.54 + 52.86 + 347.47 =) 1.272,74/150 επί 30=] 254,55 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)  + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(33.73 + 36.54 + 8.43 + 5.62=) 84,32/150 επί 30=] 16,86 € + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης 1.374,25 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της δεύτερης  ναυτολόγησης 544,85 =] 4.860,90 επί 1/30 επί 11,97 = 1.939,50 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Συνολικά, για αμοιβή συνεπεία συμμετοχής στα ανωτέρω αποδειχθέντα δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών, με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (608,81 + 2.048,12 + 1.394,26 + 1.939,50=) 5.990,69 και όχι, το ποσό των ευρώ 5.263,55, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου κατά τούτο του περί του αντιθέτου τετάρτου λόγου έφεσης των εναγομένων. Έναντι του εν λόγω ποσού, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 213,43 την 1.7.2019, το ποσό των ευρώ 247,64 την 31.7.2019, το ποσό των ευρώ 354,24 την 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 836,69 την 30.9.2019, το ποσό των ευρώ 207,77 την 4.10.2019, το ποσό των ευρώ 145,26 την 29.2.2020, το ποσό των ευρώ 195,78 την 31.3.2020, το ποσό των ευρώ 214,00 την 30.4.2020, το ποσό των ευρώ 111,44 την 14.5.2020, το ποσό των ευρώ 423,86 την 31.7.2020, το ποσό των ευρώ 491,07 την 31.8.2020 και το ποσό των ευρώ 127,69 την 30.9.2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ (213,43 + 247,64 + 354,24 + 836,69 + 207,77 + 145,26 + 195,78 + 214,00 + 111,44 + 423,86 + 491,07 + 127,69 =) 3.568,87. Εν τούτοις, με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ότι ο ενάγων, για την εν λόγω αιτία, έλαβε το ποσό των ευρώ 3.626,26, όπως ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του και επομένως, το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί. Ως εκ τούτου, η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων, η οποία απερρίφθη ως αόριστη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία, ως αναφέρεται ανωτέρω εξαφανίσθηκε κατά τούτο, εφόσον ως αναλύεται ανωτέρω η εν λόγω ένσταση ήταν ορισμένη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, δεδομένου ότι οι εναγόμενες δεν επικαλέστηκαν, αλλά ούτε απέδειξαν ότι, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 3.568,87 που ισχυρίσθηκαν ότι κατέβαλαν έναντι της ένδικης απαίτησης, το κατέβαλαν επιπλέον του ποσού των ευρώ 3.626,26 που ισχυρίσθηκε ο ενάγων ότι του κατεβλήθη. Κατόπιν των ανωτέρω, για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων διατηρεί απαίτηση εκ ποσού ευρώ (5.990,69 μείον 3.626,26 =) 2.364,43, και όχι το ποσό των ευρώ 1.637,29 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου κατά τούτο εν μέρει δεκτού ως βασίμου στην ουσία του του τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του αντίστοιχου τέταρτου λόγου έφεσης των εναγομένων. [Γ] Ο ενάγων περαιτέρω με την ένδικη αγωγή του αξιώνει πρόσθετη αμοιβή για 67,07 δρομολόγια εξπρές διότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 9-9-2019, από 4-2-2020 έως 14-5-2020 και από 4-7-2020 έως 7-9-2020, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, το ανωτέρω πλοίο, κατά τις ημέρες Δευτέρα και Παρασκευή, με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου (έχοντας προηγούμενα αποπλεύσει προς εκτέλεση δρομολογίου από το λιμάνι του Πειραιά), δεν παρέμενε στο λιμάνι επί εξάωρο, αλλά πρόωρα αναχωρούσε προς εκτέλεση προσθέτου κυκλικού δρομολογίου και δη απέπλεε τις ώρες και ημέρες που αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή, από το λιμάνι της Ρόδου, την ίδια ημέρα με την άφιξή του από τον Πειραιά με προορισμό το Καστελόριζο και επέστρεφε στη Ρόδο αυθημερόν, οπότε και αναχωρούσε αυθημερόν για το λιμάνι του Πειραιά, η δε διάρκεια του εν λόγω «παρένθετου», κατά την αγωγή, κυκλικού δρομολογίου ανήρχετο σε 7,40 ώρες. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι κάθε Τετάρτη,  το πλοίο, με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου (έχοντας προηγούμενα αποπλεύσει προς εκτέλεση δρομολογίου από το λιμάνι του Πειραιά), δεν παρέμενε στο λιμάνι επί εξάωρο, αλλά πρόωρα αναχωρούσε προς εκτέλεση προσθέτου κυκλικού δρομολογίου και δη απέπλεε τις ώρες και ημέρες που αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή, από το λιμάνι της Ρόδου, την ίδια ημέρα με την άφιξή του, με προορισμό την Κάρπαθο και Κάσο, απ’ όπου επέστρεφε στη Ρόδο αυθημερόν, οπότε και αναχωρούσε αυθημερόν για το λιμάνι του Πειραιά, η δε διάρκεια του εν λόγω «παρένθετου», κατά την αγωγή, κυκλικού δρομολογίου ανήρχετο σε 9,45 ώρες. Ως εκ τούτου, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι για την απασχόλησή του στα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές δικαιούται πρόσθετης αμοιβής υπολογιζομένης σε ποσοστό 1/60 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ανερχόμενη στο ποσό των ευρώ 7.188,56. Με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού κατ’ αρχήν κρίθηκε νόμιμο το εν λόγω αίτημα του ενάγοντος, ακολούθως απορρίφθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα (α) δεν νοείται αυτοτελές δρομολόγιο με λιμάνι αφετηρίας – εν προκειμένω – τη Ρόδο, εφόσον εξ αρχής γίνεται αποδεκτό ως λιμάνι αφετηρίας ο Πειραιάς, βάσει του οποίου, υπολογίζονται τα εβδομαδιαία δρομολόγια και η διάρκειά τους, (β) με την παραδοχή ότι δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας, εν προκειμένω, δρομολόγιο νοείται αυτό που εκκινεί από το λιμάνι του Πειραιά και λήγει με τον κατάπλου στο ίδιο λιμάνι, τα επιπλέον δε λιμάνια που επιδοτούνταν ως άγονη γραμμή – με πρώτο λιμάνι κατάπλου την Ρόδο και ολοκλήρωση της άγονης γραμμής πάλι στη Ρόδο – δεν συνιστούν ένα επιπλέον δρομολόγιο, αλλά ενσωματώνονταν, ως περισσότερα ενδιάμεσα λιμάνια, στο μείζον δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας τον Πειραιά, (γ) σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή υπήρχε αυτοτέλεια των ανωτέρω δρομολογίων, θα έπρεπε να θεωρηθούν τουλάχιστον έξι (6) τα κυκλικά δρομολόγια και ο υπολογισμός της αμοιβής εξπρές να γίνεται σε διαφορετική νομική βάση, ακόμα και για τις αναχωρήσεις από το λιμάνι του Πειραιά, (δ) λιμάνι προορισμού, λογίζεται το τελικό λιμάνι κατάπλου, προ της αντίστροφης προσέγγισης των ενδιάμεσων λιμανιών και επιστροφής στο λιμάνι αφετηρίας και όχι, όπως ο ενάγων υποστηρίζει, το λιμάνι της Ρόδου, εφόσον υπολογίζει τις πρόωρες αναχωρήσεις, με κριτήριο τον κατάπλου και απόπλου από την Ρόδο (ως λιμάνι προορισμού) κατά την έναρξη του επιδοτούμενου ταξιδιού, ήτοι τις πρωινές ώρες – προς Καστελόριζο ή Κάρπαθο και Κάσο – και επάνοδο στη Ρόδο, ωστόσο κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διότι σε διαφορετική περίπτωση, άνευ του συγκεκριμένου κριτηρίου, οποιοδήποτε ενδιάμεσο λιμάνι θα μπορούσε να θεωρείται λιμάνι προορισμού, (ε) λιμάνι προορισμού εν προκειμένω αποτελεί πράγματι η Ρόδος, όχι όμως με την έναρξη του εμβόλιμου δρομολογίου της άγονης γραμμής, βάσει του οποίου ο ενάγων αξιώνει αμοιβή για εξπρές δρομολόγια, αλλά με τον κατάπλου στη Ρόδο και την αναχώρηση από αυτή για την επιστροφή του επίδικου πλοίου στον λιμένα αφετηρίας, ήτοι τον Πειραιά και (στ) έστω και αν με τις σχετικές αποφάσεις της Διεύθυνσης Θαλασσίων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, τα δρομολόγια άγονης γραμμής χαρακτηρίζονται ως αυτοτελείς επιδοτούμενες δρομολογιακές γραμμές, η αυτοτέλειά τους εξαντλείται στην δικαιολόγηση της επιδότησης και της παροχής του σχετικού ειδικού επιδόματος στους ναυτικούς και δεν επεκτείνεται στον τρόπο υπολογισμού των δρομολογίων εξπρές, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον ορισμό των δρομολογιακών γραμμών, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, βάσει της διάταξης του άρθρου 33 της οικείας ΣΣΝΕ. Εν προκειμένω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, το ανωτέρω πλοίο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 21.5.2019 έως 9-9-2019, κάθε Τρίτη και ώρα 15.00, αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο – Λειψούς – Λέρο – Κάλυμνο – Κω – Σύμη – Ρόδο, όπου κατέπλεε ώρα 06.20 της Τετάρτης και αφού πραγματοποιούσε ένα τοπικό δρομολόγιο, με αναχώρηση από το λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και ώρα 06.20, προς Κάρπαθο – Κάσο, επέστρεφε την ίδια ημέρα Τετάρτη στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 17.30 και απέπλεε αυθημερόν ώρα 18.30, με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.10 της Πέμπτης. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη) και προ της συμπληρώσεως έξι ωρών στο εν λόγω λιμάνι, το πλοίο απέπλεε εκ νέου ώρα 14.00 προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Αγ Κήρυκος – Φούρνοι –  Πάτμος – Λειψοί – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρο – Τήλος – Σύμη – Ρόδο, όπου κατέπλεε ημέρα Παρασκευή και ώρα 07.35 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ωρ.αν. 08.30) προς Καστελόριζο, επέστρεφε την ίδια ημέρα στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 14.40 και την ίδια ημέρα ώρα 16.00, απέπλεε από το λιμάνι της Ρόδου με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 09.40 του Σαββάτου. Το εν λόγω πλοίο απέπλεε ημέρα Κυριακή και ώρα 13.00 από το λιμάνι του Πειραιά, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος –  Ρόδος, όπου κατέπλεε ώρα 05.35 της Δευτέρας και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 08.30) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 14.40, της ίδιας ημέρας και ώρα 16.00, της ίδιας ημέρας, απέπλεε με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.20 της Τρίτης. (β) κατά το χρονικό διάστημα από 4-2-2020 έως 19-4-2020, κάθε Τρίτη με έναρξη την 4-2-2020, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος, όπου κατέπλεε ώρα  06.20 την Τετάρτη και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.45) προς Κάρπαθο – Κάσο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 17.40, της ίδιας ημέρας και ώρα 18.40 της ίδιας ημέρας, απέπλεε από το λιμάνι της Ρόδου για Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 11.10 της Πέμπτης. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη), το πλοίο ώρα 15.00 απέπλεε από το ανωτέρω λιμάνι του Πειραιά προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς –Λειψοί – Κάλυμνος  – Κως  – Νίσυρο – Τήλο  – Σύμη – κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Παρασκευή ώρα 09.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 10.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 17.40 απ’ όπου απέπλεε ώρα 19.00 της ίδιας μέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 13.10 του Σαββάτου. Το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά έως την επομένη ημέρα οπότε απέπλεε από το εν λόγω λιμάνι ώρα 12.00 προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κώς – Νίσυρος –  Τήλος – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Δευτέρα ώρα 06.10 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 14.40 απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας μέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.50 την Τρίτη. (γ) Κατά το χρονικό διάστημα 20-4-2020 έως 14-5-2020, κάθε Τρίτη απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Πάτμο – Λειψοί – Λέρος – Κως – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ρόδου την Τετάρτη ώρα  06.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.45) προς Κάρπαθο και Κάσο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 17.40, απ’ όπου απέπλεε ώρα 18.40 της ίδιας ημέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 11.10 την Πέμπτη. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη), το πλοίο ώρα 15.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς –Λειψοί – Κάλυμνος  – Κως  – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Παρασκευή ώρα  09.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 10.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και ώρα 17.40, απ’ όπου απέπλεε, ώρα 19.00, της ίδιας μέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 13.10 του Σαββάτου. Και (δ) κατά το χρονικό διάστημα 4.7.2020 έως 7.9.2020, κάθε Τρίτη αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Πάτμο – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνο -Κως – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ρόδου την Τετάρτη, ώρα 06.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.45) προς Κάρπαθο και Κάσο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου, την ίδια ημέρα και  ώρα 17.30, απ’ όπου απέπλεε, ώρα 18.30, της ίδιας μέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.10 την Πέμπτη. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη), το πλοίο ώρα 14.00, απέπλεε από το ανωτέρω λιμάνι του Πειραιά προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς –Λειψοί – Κάλυμνος  – Κως  – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου, την Παρασκευή ώρα 07.35 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 08.30) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και ώρα 14.40, απ’ όπου απέπλεε, ώρα 16.00, της ίδιας ημέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 09.40 του Σαββάτου. Το πλοίο αναχωρούσε ώρα 13.00 της ίδιας ημέρας, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Μύκονος Μεστά – Σιγρί – Μεστά Μύκονος – Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 10.45 της ημέρας Κυριακής και απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 13.00 προς εκτέλεση της δρομολογιακής γραμμής Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κώς – Νίσυρος –  Τήλος- Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Δευτέρα ώρα 06.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο, από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 14.40, απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00, της ίδιας ημέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.40 της Τρίτης. Οι εναγόμενες, δεν αμφισβητούν την εκτέλεση των προαναφερομένων τοπικών δρομολογίων από Ρόδο προς Καστελόριζο με επιστροφή και από Ρόδο προς Κάρπαθο – Κάσο με επιστροφή, καθώς και τους χρόνους απόπλου και κατάπλου του πλοίου. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, κατά τα  ανωτέρω ένδικα χρονικά διαστήματα, στο ανωτέρω πλοίο είχαν ανατεθεί, με τις προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις και αυτό εξυπηρετούσε, τρεις κύριες δρομολογιακές γραμμές, ήτοι γραμμές συνδέουσες δύο (2) τουλάχιστον λιμένες,  έχουσες  ως αφετήριο το λιμένα τον Πειραιά και εκτεινόμενες σε πλείονες του ενός Νομούς (άρθρο 2 περ. 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 814/1974) και δη τις δρομολογιακές γραμμές (ι) «Πειραιάς ή Λαύριο – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος», (ιι) «Πειραιάς ή Λαύριο – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος», και (ιιι) «Πειραιάς ή Λαύριο –Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος», με λιμάνι αφετηρίας κατά τον ένδικο χρόνο το λιμάνι του Πειραιά και, επιπλέον, του είχαν ανατεθεί και εκτελούσε δύο τοπικές δρομολογιακές γραμμές, ήτοι γραμμές συνδέουσες δύο (2) τουλάχιστον λιμένες  εκτεινόμενες  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού (άρθρο 2 περ.3 ανωτέρω ΠΔ) και δη οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές (ι) «Ρόδος – Καστελόριζο» και (ιι) «Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος και Ρόδος – Κάρπαθος – Ρόδος». Μάλιστα, στις τρεις πρώτες κύριες δρομολογιακές γραμμές με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά και λιμάνι προορισμού τη Ρόδο, δεν περιλαμβάνονταν ως λιμάνια προσεγγίσεως τα λιμάνια των νήσων Καστελόριζου, Καρπάθου και Κάσου. Ως εκ τούτου, εφόσον ως δρομολόγιο, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία σκέψη της παρούσας, ορίζεται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας, το εν θέματι πλοίο εκτελούσε προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών, πλείονα του ενός δρομολόγια, η αφετηρία των οποίων διέφερε ανάλογα με το ποία δρομολογιακή γραμμή εξυπηρετείτο κάθε φορά. Κατά συνέπεια, το δρομολόγιο Ρόδος – Καστελόριζο ή Ρόδος – Κάρπαθος – Ρόδος ή Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος, είχε ως λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου. Το γεγονός ότι τα ανωτέρω τοπικά δρομολόγια εκτελούντο, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού στα πλαίσια δρομολογίου προς εκτέλεση κάποιας από τις τρεις πρώτες, ανωτέρω αναφερόμενες, κύριες δρομολογιακές γραμμές και προ της επιστροφής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας αυτού του δρομολογίου, δεν καθιστούν τα λιμάνια των νήσων Καστελόριζου, Κάσου και Καρπάθου ενδιάμεσα λιμάνια, του δρομολογίου της κύριας δρομολογιακής γραμμής σε εκτέλεση της οποίας το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι προορισμού με λιμένα αφετηρίας τον Πειραιά, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διότι, όπως απεδείχθη και αναφέρεται ανωτέρω, οι εν λόγω λιμένες (Καστελόριζου, Κάσου και Καρπάθου) δεν περιλαμβάνονταν στις κύριες δρομολογιακές γραμμές. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο, μετά την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι προορισμού του εκάστοτε δρομολογίου που εκτελείτο στα πλαίσια των τριών πρώτων δρομολογιακών γραμμών, δεν παρέμενε στο λιμάνι της Ρόδου, λιμάνι αφετηρίας, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, κατά την εξυπηρέτηση των ανωτέρω τοπικών δρομολογιακών γραμμών τουλάχιστον έξι ώρες προ του απόπλου για την εκτέλεση του τοπικού δρομολογίου, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αυτού ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις της παρ. 6 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, διότι το εν λόγω πλοίο δεν ήταν ημερόπλοιο, εφόσον, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, έπλεε προς εκτέλεση διαφόρων δρομολογίων και νυχτερινές ώρες, ήτοι από ώρας 23.00 έως ώρας 07.00, αλλά ούτε πλοίο τοπικών γραμμών, εφόσον εκτελούσε και μη τοπικά δρομολόγια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα δρομολόγια που το πλοίο εκτελούσε προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω τοπικών δρομολογιακών γραμμών το ανωτέρω πλοίο, εκτελούσε την ημέρα, ήτοι μετά την 7.00 πμ και τα οποία ολοκληρώνονταν πριν την 23.00 μ.μ., δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση, διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, η εξαίρεση από την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, αφορά στο εάν το πλοίο τυγχάνει ημερόπλοιο και όχι αν το δρομολόγιο εκτελείται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όμοια, το γεγονός ότι τα εν λόγω δρομολόγια ήταν τοπικά, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε κρίση ότι πρόκειται για περίπτωση εξαίρεσης κατά την παρ. 6 του ανωτέρω άρθρου, διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, η εξαίρεση από την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης αφορά το εάν το πλοίο εκτελεί τοπικά δρομολόγια και όχι εάν τα εκτελούμενα δρομολόγια είναι τοπικά, εν προκειμένω δε απεδείχθη ότι το πλοίο εκτελούσε και άλλα μη τοπικά δρομολόγια. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής (όμοια ΕΠ 34/2018 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά) η οποία θα πρέπει να υπολογισθεί, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, όπως αξιώνει και ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, αφού το πλοίο δεν εκτελούσε τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας των εν λόγω δρομολογίων με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου. Κατόπιν των ανωτέρω, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατά τούτο η ένδικη αγωγή, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων, τυγχάνουν αβάσιμοι στην ουσία τους. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, αναχώρησε πρόωρα και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών από την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου προς εκτέλεση των ανωτέρω δρομολογίων τα οποία, όπως προελέχθη, είχαν διάρκεια μικρότερη των 12 ωρών: [Α] στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης (α) την 27.5.2019, 3.6.2019, 10.6.2019, 17.6.2019, 24.6.2019, 1.7.2019, 8.7.2019, 15.7.2019, 22.7.2019, 29.7.2019, 5.8.2019, 12.8.2019, 19.8.2019, 26.8.2019, 2.9.2019 και 9.9.2019, κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 05.35 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 07.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (β) την 29.5.2019, 5.6.2019, 12.6.2019, 19.6.2019, 26.6.2019, 3.7.2019, 10.7.2019, 17.7.2019, 24.7.2019, 31.7.2019, 7.8.2019, 14.8.2019, 21.8.2019, 28.8.2019 και 4.9.2019 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 06.20 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 07.45 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 4,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης και (γ) την 31.5.2019, 7.6.2019, 14.6.2019, 21.6.2019, 28.6.2019, 5.7.2019, 12.7.2019, 19.7.2019, 26.7.2019, 2.8.2019, 9.8.2019, 16.8.2019, 23.8.2019, 30.8.2019 και 6.9.2019 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 07.35 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 08.30 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 5,08 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Συνολικά, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, αναχώρησε πρόωρα από το λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι αφετηρίας προς εκτέλεσε των ανωτέρω δρομολογίων, για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών κατά [(16 επί 3,58 =) 57,28 + (15 επί 4,58 =) 68,70 + (15 επί 5,08 =) 76,20 =] 202.18 ώρες και ως εκ τούτου εκτέλεσε (202,18 δια 8=) 25,27 δρομολόγια εξπρές.  [Β] στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης (α) την 5.2.2020, 12.2.2020, 19.2.2020, 26.2.2020, 4.3.2020, 11.3.2020, 18.3.2020, 25.3.2020, 1.4.2020, 9.4.2020, 15.4.2020, 22.4.2020, 29.4.2020, 6.5.2020 και 13.5.2020, κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 05.35 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 07.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 4,56 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (β) την 7.2.2020, 14.2.2020, 21.2.2020, 28.2.2020, 28.2.2020, 6.3.2020, 13.3.2020, 20.3.2020, 27.3.2020, 3.4.2020, 11.4.2020, 17.4.2020, 24.4.2020, 1.5.2020 και 8.5.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 09.20 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 10.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 5,33 ώρες πρόωρης αναχώρησης,  (γ) την 10.2.2020, 17.2.2020, 24.2.2020, 2.3.2020, 9.3.2020, 16.3.2020, 23.3.2020, 30.3.2020 και 6.4.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 06.10 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 07.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 5,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης και (δ) την 13.4.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 10.55 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 12.00 πραγματοποιώντας 4,91 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Συνολικά, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, αναχώρησε πρόωρα από το λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι αφετηρίας κατά [(15 επί 4,56 =) 68,40 + (14 επί 5,33 =) 74,62 + (9 επί 5,16 =) 46,44 + (1 επί 4,91 =) 4,91 =] 194,37 ώρες και ως εκ τούτου εκτέλεσε (194,37 δια 8=) 24,29 δρομολόγια εξπρές. Και [Γ] στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης (α) την 6.7.2020, 13.7.2020, 20.7.2020, 27.7.2020, 3.8.2020, 10.8.2020, 17.8.2020, 24.8.2020, 31.8.2020 και 7.9.2020, κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 06.20 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 07.00 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 5,33 ώρες πρόωρης αναχώρησης, (β) την 8.7.2020, 15.7.2020, 22.7.2020, 29.7.2020, 5.8.2020, 12.8.2020, 19.8.2020, 26.8.2020 και 2.9.2020, κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 06.20 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 07.45 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 4,56 ώρες πρόωρης αναχώρησης και (γ) την 10.7.2020, 17.7.2020, 24.7.2020, 31.7.2020, 7.8.2020, 14.8.2020, 21.8.2020, 28.8.2020 και 4.9.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρόδου ώρα 07.35 και απέπλευσε εκ νέου, ώρα 08.30 πραγματοποιώντας καθ’ εκάστη 5,08 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Συνολικά, το ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, αναχώρησε πρόωρα από το λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι αφετηρίας κατά [(10 επί 5,33 =) 53,30 + (9 επί 4,56 =) 41,04 + (9 επί 5,08 =) 45,72 =] 140,06 ώρες και ως εκ τούτου εκτέλεσε (140,06 δια 8=) 17,50 δρομολόγια εξπρές. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων για τα ανωτέρω αποδειχθέντα δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο, με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου, όπως αναλύεται ανωτέρω, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, εδικαιούτο ως αμοιβή (α) για 25,27 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 9.9.2019, ήτοι κατά τη διάρκεια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αποδείχθηκε ότι, αυτό εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου και με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι της Ρόδου, αναχωρούσε προώρως, προς εκτέλεση δρομολογίου διάρκειας μικρότερης των δώδεκα ωρών, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης [(304.19 + 387.71 + 276.03 + 384.02 + 467.53 + 381.58 + 49.40 =) 2.250,46/187 επί 30=] 361,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της πρωτης ναυτολόγησης [(19.29 + 24.81 + 35.84 + 33.07 + 35.84 + 56.22 + 11.24 =) 216,31/187 επί 30=] 34,70 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης 1.488,45 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της πρώτης  ναυτολόγησης 573,66 =] 5.116,03 επί 1/60 επί 25,27 =] 2.154,70, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βασίμου στην ουσία του, κατά τούτο, του τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος. (β) για 24,29 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 14.5.2020, ήτοι κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αποδείχθηκε ότι, αυτό εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου και με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι της Ρόδου, αναχωρούσε προώρως, προς εκτέλεση δρομολογίου μικρότερης διάρκειας των δώδεκα ωρών, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(278.20 + 384.34 + 253.89 + 213.64 + 232.95 + 164.61 + 91.55=) 1.619,18/197 επί 30=] 246,57 + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(19.68 + 22.49 + 22.49 + 30.92 + 36.54 + 39.36 + 11.24=) 182,72/197 επί 30=] 27,82 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης 1.480,15 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της δεύτερης  ναυτολόγησης 553,98  =] 4.973,58 επί 1/60 επί 24,29 = 2.013,47, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βασίμου στην ουσία του, κατά τούτο, του τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος και (γ) για 17,50 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως 7.9.2020, ήτοι κατά τη διάρκεια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αποδείχθηκε ότι, αυτό εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου και με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι της Ρόδου, αναχωρούσε προώρως, προς εκτέλεση δρομολογίου μικρότερης διάρκειας των δώδεκα ωρών, το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης [(390.76 + 406.11 + 75.54 + 52.86 + 347.47 =) 1.272,74 /150 επί 30=] 254,55 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(33.73 + 36.54 + 8.43 + 5.62=) 84,32/150 επί 30=] 16,86 € + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης 1.374,25 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της δεύτερης  ναυτολόγησης 544,85 =] 4.860,90 επί 1/60 επί 17,50 = 1.417,76. Συνολικά, ο ενάγων, για την ανωτέρω αιτία, ήτοι ως πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, και όπως αποδείχθηκε, αυτό (ένδικο πλοίο) εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου και με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι της Ρόδου, αναχωρούσε προώρως, προς εκτέλεση δρομολογίου μικρότερης διάρκειας των δώδεκα ωρών, το ποσό των ευρώ (2.154,70 + 2.013,47 + 1.417,76=) 5.585,93.

[IV] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε την 8.7.2019, κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) την 12.8.2019, υπό του τίτλου «Διανυκτέρευση εις λιμένα» «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.». Η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης, συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους (ΕΠ 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εν προκειμένω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, η πρώτη εναγομένη, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.4.2019 έως 24.5.2019, από 31.10.2019 έως 31.1.2020 και από 8.9.2020 έως 30.11.2020, οπότε αυτή (πρώτη εναγομένη) ήταν πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, αυτή (πρώτη εναγομένη) δεν του χορήγησε, όπως προβλέπεται κατά τους ορισμούς του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δέκα επτά [17] διανυκτερεύσεις και δη δύο διανυκτερεύσεις έκαστο των ανωτέρω μηνών και μία διανυκτέρευση τον μήνα Σεπτέμβριο 2020. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι,  η δεύτερη εναγομένη, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.6.2019 έως 30.9.2019, από 4.2.2020 έως 14.5.2020 και από 4.7.2020 έως 8.9.2020, οπότε αυτή (δεύτερη εναγομένη) είχε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου, αυτή (δεύτερη εναγομένη) δεν του χορήγησε, όπως προβλέπεται κατά τους ορισμούς του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δέκα τέσσερις [14] διανυκτερεύσεις και δη δύο διανυκτερεύσεις έκαστο των μηνών Ιουνίου 2019, Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2020 και μία διανυκτέρευση τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2019 και τους μήνες Μάιο, Ιούλιο και Αύγουστο 2020. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κάνοντας δεκτούς ως εν μέρει βάσιμους στην ουσία του τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος δέχθηκε ότι δεν παρασχέθηκαν στον ενάγοντα οι δικαιούμενες, με τις ανωτέρω διατάξεις (α) δέκα πέντε [15] συνολικά άδειες διανυκτέρευσης από την πρώτη εναγομένη, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης για τους μήνες που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο και πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη, μία διανυκτέρευση ειδικώς για τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, ενώ απέρριψε την αγωγή καθό μέρος ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης για την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο την 31.10.2019 καθώς, όπως δέχθηκε ο ενάγων δεν εργάσθηκε τον μήνα Οκτώβριο 2019 και (β) δέκα τέσσερις [14] άδειες διανυκτέρευσης από τη δεύτερη εναγομένη, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Ιούνιο 2019, Φεβρουάριο 2020, Μάρτιο 2020, Απρίλιο 2020 και μία άδεια διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Αύγουστο 2019, Σεπτέμβριο 2019, Μάιο 2020, Ιούλιο 2020 και Αύγουστο 2020. Ακολούθως δε επεδίκασε στον ενάγοντα, για εκάστη μη χορηγηθείσα άδεια διανυκτέρευσης, αποζημίωση, ανερχόμενη σε ποσοστό 1/22 του μισθού ενεργείας της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ και δη το ποσό των ευρώ 821,40 σε βάρος της πρώτης εναγομένης και το ποσό των ευρώ 538,25 σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, αφού αφήρεσε από το ποσό των ευρώ 766,64 που, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εδικαιούτο ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης άδειας διανυκτέρευσης κατά τα χρονικά διαστήματα που τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, το ποσό των ευρώ 228,39 που ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του ότι έλαβε για την εν λόγω αιτία. Το αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττουν οι εναγόμενες με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής τους για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ισχυριζόμενες ότι, όπως απέδειξαν με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρός τους χορηγούσαν άδεια διανυκτέρευσης σε όλα τα μέλη του πληρώματος. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.4.2019 έως 24.5.2019, από 1.11.2019 έως 31.1.2020 και από 8.9.2020 έως 30.11.2020, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο και πλοιοκτήτρια αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο να λάβει άδειες διανυκτέρευσης και δη δύο (2) φορές μηνιαίως κατά τους μήνες Απρίλιο 2019, Μάιο 2019, Νοέμβριο 2019, Δεκέμβριο 2019, Ιανουάριο 2020, Οκτώβριο 2020 και Νοέμβριο 2020 και μία (1) φορά τον μήνα Σεπτέμβριο 2020, και συνολικά δέκα πέντε [15] άδειες διανυκτέρευσης, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου μάλιστα ότι η πρώτη εναγομένη δεν αμφισβητεί το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς τον αριθμό των αδειών διανυκτέρευσης που εδικαιούτο ο ενάγων. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.6.2019 έως 30.9.2019, από 4.2.2020 έως 14.5.2020 και από 4.7.2020 έως 8.9.2020, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο και το εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο να λάβει άδειες διανυκτέρευσης και δη δύο (2) φορές μηνιαίως κατά τους μήνες Ιούνιο 2019, Φεβρουάριο 2020, Μάρτιο 2020 και Απρίλιο 2020 και μία (1) φορά μηνιαίως κατά τους μήνες Ιούλιο 2019, Αύγουστο 2019, Σεπτέμβριο 2019, Μάιο 2020, Ιούλιο 2020 και Αύγουστο 2020 και συνολικά δέκα τέσσερις [14] άδειες διανυκτέρευσης, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου μάλιστα ότι οι εναγομένες δεν αμφισβητούν το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς τον αριθμό των αδειών διανυκτέρευσης που εδικαιούτο ο ενάγων. Εν τούτοις, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο, δεν εξασφαλίσθηκαν γι` αυτόν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 16 της ΣΣΝΕ διανυκτερεύσεις του στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου. Στην κρίση του αυτή, το Δικαστήριο κατέληξε, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και ιδίως της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος του ενάγοντος ……………, αμέσου Προϊσταμένου του ενάγοντος, εφόσον αυτός εργαζόταν ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο, ο οποίος, στην περιεχομένη στην προαναφερομένη με αριθμό …………/2021 ένορκη βεβαίωση, κατάθεσή του σαφώς κατέθεσε ότι στο εν λόγω πλοίο δεν χορηγούντο άδειες διανυκτέρευσης. Υπέρ της αλήθειας της εν λόγω μαρτυρικής κατάθεσης συνηγορεί και το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε αμοιβή στον ενάγοντα κάθε μήνα, όπως και ακολούθως αναλύεται για την εν λόγω αιτία. Εάν πράγματι, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται χορηγούσαν στον ενάγοντα άδεια διανυκτέρευσης δεν θα του κατέβαλαν αποζημίωση για την εν λόγω αιτία. Εξάλλου, σε αντίθετη κρίση, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, ………., η κατάθεση του οποίου περιέχεται στην προμνημονευθείσα με αριθμό ………./2021 ένορκη βεβαίωση, ο οποίος κατέθεσε σχετικά «… Γνωρίζω τέλος, ότι η εταιρεία κατέβαλε σε όλο το πλήρωμα κάθε μήνα την αμοιβή για υπερωριακή εργασία ακόμα κι αν κάποιους μήνες πραγματοποιούσε λιγότερες ώρες υπερωρίας, την αμοιβή για τα εξπρές δρομολόγια και τις νόμιμες διανυκτερεύσεις….» διότι, ακόμη κι αν ήθελε εκτιμηθεί ότι με την εν λόγω αποστροφή, ο εν λόγω μάρτυρας υπονοεί ότι οι εναγόμενες χορηγούσαν τις νόμιμες άδειες διανυκτέρευσης στον ενάγοντα, παρά το γεγονός ότι το ρήμα που χρησιμοποιεί είναι «κατέβαλε», σε μια τέτοια περίπτωση, αν δηλαδή είχαν χορηγηθεί στον ενάγοντα οι αναλογούσες άδειες διανυκτέρευσης, τούτο προδήλως θα είχε καταχωρηθεί στο Ημερολόγιο του πλοίου και θα είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως άλλωστε επιτάσσει η παράγραφος 3 του άρθρου 16 της ΣΣΝΕ και προς κατοχύρωση των εναγομένων, γεγονός το οποίο από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προσεπιβεβαιώθηκε ότι έλαβε χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το γεγονός ότι ο ενάγων δεν διατύπωσε διαμαρτυρία για τη μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης, όπως επικαλούνται οι εναγόμενες, διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του κρίνεται ότι, οφειλόταν στη βούλησή του να μη διαταράξει την εργασιακή του σχέση και δεν αναιρεί το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα. Ως εκ τούτου, ο ενάγων εδικαιούτο, κατά τα άνω, αποζημιώσεως για τις δέκα πέντε [15] άδειες διανυκτέρευσης που δεν του χορηγήθηκαν, καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, ανερχομένη στο ποσό των ευρώ [(1.204,77 € ο μισθός ενεργείας X 1/22  X 15 διανυκτερεύσεις=] 821,43, πλην όμως η εκκαλουμένη δέχθηκε το ποσό των ευρώ 821,40, χωρίς κατά τούτο να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, από τον μόνον έχοντα έννομο συμφέρον ενάγοντα. Επιπλέον, ο ενάγων εδικαιούτο, κατά τα άνω, αποζημιώσεως για τις δέκα τέσσερις [14] άδειες διανυκτέρευσης που δεν του χορηγήθηκαν, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ανερχομένη στο ποσό των ευρώ [(1.204,77 € ο μισθός ενεργείας X 1/22  X 14 διανυκτερεύσεις=] 766,67, πλην όμως η εκκαλουμένη δέχθηκε το ποσό των ευρώ 766,64, χωρίς κατά τούτο να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, από τον μόνον έχοντα έννομο συμφέρον ενάγοντα. Περαιτέρω, οι εναγόμενες, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι της ένδικης απαίτησης κατέβαλαν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 53,16 τον μήνα Αύγουστο του έτους 2019, το ποσό των ευρώ 54,75 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 14,79 τον μήνα Οκτώβριο 2019 και αναδρομικά έτους 2019 το ποσό των ευρώ 1,03. Επιπλέον, τον μήνα Ιούλιο 2020 κατέβαλαν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 50,93, τον μήνα Αύγουστο 2020 κατέβαλαν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 54,76 και τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 14,79 και συνολικά το ποσό των ευρώ 244,21. Με την εκκαλουμένη απόφαση, απορρίφθηκε ως αόριστη η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων, διότι κατά τις παραδοχές της, αν και αυτές (εναγόμενες) επικαλέσθηκαν τα ποσά που κατέβαλαν ανά μήνα και ανά αιτία στον ενάγοντα, δεν επικαλέσθηκαν περαιτέρω, εάν το εκάστοτε καταβληθέν ποσό αφορά την εξόφληση των απαιτήσεων του ενάγοντος των χρονικών διαστημάτων οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη ή των χρονικών διαστημάτων, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Εν τούτοις, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό, όπως ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, κατεβλήθη στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία, ήτοι αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης το συνολικό ποσό των ευρώ 228,39. Ήδη, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, οι εναγόμενες επαναφέρουν τον περί καταβολής ισχυρισμό τους, πλήττοντας την εκκαλουμένη απόφαση και για κακή εφαρμογή του νόμου εκ του λόγου ότι απέρριψε ως αόριστο αυτόν, προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού, επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν τις αποδείξεις καταβολής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, από τις οποίες προκύπτει ότι, οι καταβολές των αποδοχών στον ενάγοντα από τις επίδικες ναυτολογήσεις, σε όλες τις επίδικες χρονικές περιόδους, ελάμβαναν χώρα από την πρώτη εναγομένη. Ενόψει τούτου, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι, οι εναγόμενες, στα πλαίσια του ανωτέρω ισχυρισμού τους προσδιορίζουν επαρκώς την αιτία, το ποσό και το χρόνο καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού, ο ισχυρισμός αυτός, συνδυαζόμενος και με τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, τυγχάνει επαρκώς ορισμένος. Έσφαλε, επομένως, κατά τον βάσιμο, κατά τούτο, τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων η εκκαλουμένη απόφαση, κατά την  εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 416 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του, η οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απέρριψε τη σχετική ανωτέρω περί μερικής καταβολής ένσταση των εναγομένων ως αόριστη και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει να δικάσει την εν λόγω περί καταβολής ένσταση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι πράγματι, η πρώτη εναγομένη, κατέβαλε στον ενάγοντα, με αιτιολογία «διανυκτερεύσεις» το ποσό των ευρώ 53,16 την 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 54,75 την 30.9.2019, το ποσό των ευρώ 14,79 την 4.10.2019, το ποσό των ευρώ 1,03 την 21.10.2019 που αφορά αναδρομικά χρονικής περιόδου 1.1.2019 έως 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 50,93 την 31.7.2020, το ποσό των ευρώ 54,76 την 31.8.2020 και το ποσό των ευρώ 14,79 την 30.9.2020. Εκ των ανωτέρω ποσών, τα ποσά που κατεβλήθησαν καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη και δη το ποσό των ευρώ 53,16 που κατεβλήθη την 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 54,75 που κατεβλήθη την 30.9.2019, το ποσό των ευρώ 14,79 που κατεβλήθη την 4.10.2019, το ποσό των ευρώ 50,93 που κατεβλήθη την 31.7.2020 και το ποσό των ευρώ 54,76 που κατεβλήθη την 31.8.2020, και συνολικά το ποσό των ευρώ 228,39, ο ενάγων συνυπολόγισε με την ένδικη αγωγή και αφήρεσε από την αιτούμενη αποζημίωση. Οι εναγόμενες δεν επικαλούνται αλλά ούτε αποδεικνύουν ότι, το ποσό των ευρώ 228,39 που συνολικά κατέβαλε η πρώτη εναγομένη τις ανωτέρω ημερομηνίες στον ενάγοντα, αφορά ποσό επιπλέον του ποσού των ευρώ 228,39 που ο ενάγων ισχυρίσθηκε ήδη με την αγωγή του ότι έλαβε, καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Εν τούτοις, περαιτέρω, όπως ανωτέρω αναλύεται, κατεβλήθη στον ενάγοντα υπό της πρώτης εναγομένης, το ποσό των ευρώ 1,03 την 21.10.2019 που αφορά αναδρομικά χρονικής περιόδου 1.1.2019 έως 31.8.2019 και το ποσό των ευρώ 14,79 την 30.9.2020, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη. Επομένως, η περί μερικής καταβολής ένσταση τυγχάνει βάσιμη στην ουσία της κατά το ποσό των ευρώ (14,79 + 1,03=) 15,82 και το εν λόγω ποσό, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, θα πρέπει να καταλογισθεί στην ανωτέρω αποζημίωση, που αποδείχθηκε ότι όφειλε να καταβάλει η πρώτη εναγομένη στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία, ενόψει του ότι το ποσό των ευρώ 1,03 κατεβλήθη για αναδρομικές οφειλές για την εν λόγω αιτία και παλαιότερη είναι η απαίτηση για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης άδειας διανυκτέρευσης κατά τον μήνα Απρίλιο 2019, ότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, επιπλέον δε το ποσό των ευρώ 14,79 κατεβλήθη καθόν χρόνο πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, όπως προελέχθη, ήταν η πρώτη εναγομένη. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία η πρώτη εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (821,40 μείον 15,82=) 805,58 και όχι το ποσό των ευρώ 821,40 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η δε δεύτερη εναγομένη, συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (766,64 μείον 228.39=) 538,25, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι πέραν του ποσού των ευρώ 228,39, το οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ότι έλαβε ο ενάγων για την εν λόγω αιτία, οι εναγόμενες κατέβαλαν σε αυτόν έτερο ποσό καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, απορριπτομένης ως αβασίμου στην ουσία της της σχετικής περί καταβολής ένστασης των εναγομένων.

[V] Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΙΝΔ» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας, με κοινή συναίνεση, δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998 Δνη 1998/798, ΟλΑΠ 32/1997 ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της, με κοινή συναίνεση, λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλομένη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή, τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για τη λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού, συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι, ο ενάγων μετά την αποναυτολόγησή του την 4.10.2019, επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο την 31.10.2019 και εργάσθηκε σε αυτό ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, έως την 14.5.2020 και όχι έως την 15.5.2020 όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, οπότε έλαβε άδεια αναπαύσεως έως την 14.6.2020, γεγονός που αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ο ενάγων ζήτησε να επαναπροσληφθεί, όπως περί τούτου σαφώς κατέθεσε ο εξετασθείς υπ’ αυτού μάρτυρας …………. (σχετικά με αριθμό …………/2021 ανωτέρω ένορκη βεβαίωση), η δεύτερη εναγομένη, έχουσα τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου, αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία, τελικώς πραγματοποιήθηκε αργότερα, στις 4.7.2020. Αποδεικνύεται, επομένως, σε συνάφεια και προς τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας ότι, η λήψη της άδειας αναπαύσεώς την 14.5.2020 και η, εκ του λόγου τούτου, λύση της ανωτέρω (δεύτερης) ναυτολογήσεώς του εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ενώ σε αυτή υποκρύπτεται σιωπηρή μονομερή καταγγελία της ανωτέρω συμβάσεώς του εκ μέρους του πλοιάρχου του πλοίου, χωρίς ο ενάγων ναυτικός να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του, μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, ήτοι την 14.6.2020, παρά τις οχλήσεις της δεύτερης των εναγομένων υπό του ενάγοντος για την επαναπρόσληψή του. Επομένως, ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, έστω και με εν μέρει διαφορετική και συνοπτική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου στην ουσία του του έκτου λόγου της έφεσης των εναγομένων, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο οι εναγόμενες υποστηρίζουν ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απολύσεως. Το γεγονός ότι ακολούθως και δη την 4.7.2020, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, όπως οι εναγόμενες υποστηρίζουν στα πλαίσια του υπό κρίση λόγου έφεσης, δεν αναιρεί τις ανωτέρω κρίσεις του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει του ότι μεσολάβησε ικανός χρόνος μεταξύ του πέρατος της αδείας του ενάγοντος (14.6.2020) οπότε και αιτήθηκε την επαναυτολόγησή του και της ναυτολογήσεως αυτού (4.7.2020). Η εκκαλουμένη απόφαση, περαιτέρω, υπολόγισε το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ενάγων, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά το τελευταίο, πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, για τον προσδιορισμό του οποίου άθροισε στις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του) επιπλέον το μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής του εκ ποσού ευρώ 1.650,26, το επίδομα ρύθμισης ρολογιών πυρασφάλειας εκ ποσού ευρώ 130,58, το μέσο όρο επιδομάτων εορτών εκ ποσού ευρώ 541,63, υπολογίζοντας αυτές στο συνολικό ύψος των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών [4.862,28 €]) διήρεσε το ποσό αυτό με το κλάσμα 15/30 και εν τέλει επεδίκασε, για την αιτία αυτή, στον ενάγοντα, το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα ένα ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών (2.431,14 €). Το πόρισμα αυτό πλήττουν αμφότερες οι διάδικες πλευρές, επικαλούμενες αμφότερες εσφαλμένο υπολογισμό της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, και, επιπλέον, οι εναγόμενες, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου (έκτου) λόγου της έφεσής τους εκ του λόγου ότι δεν προκύπτει η μέθοδος υπολογισμού του, ο δε ενάγων, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του διότι δεν συνυπολογίσθηκε ο μέσος όρος της αμοιβής του για την έχμαση οχημάτων και το επίδομα άγονης γραμμής. Πράγματι, κατά τον βάσιμο έκτο λόγο της έφεσης των εναγομένων, κατά τον προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, επί τη βάσει των οποίων υπολογίσθηκε η αποζημίωση απολύσεώς του την 14.5.2020, ελήφθη υπόψη εσφαλμένος μέσος όρος αμοιβής, σε μηνιαία κλίμακα, του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, εφόσον όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω αυτός (μέσος όρος αμοιβής ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση) ανήρχετο στο ποσό των ευρώ (9.719,64 δια 197 ημέρες εργασίας χρονικού διαστήματος από 31.10.2019 έως 14.5.2020 επί 30=) 1.480,15 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.650,26, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Ο αντίστοιχος τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, κατά το τρίτο σκέλος του, ήτοι καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ότι, κατά τον υπ’ αυτής καθορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, για τον προσδιορισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, δεν περιέλαβε τον πραγματικό μέσο όρο αμοιβής του για υπερωριακή απασχόληση αυτού που ανέρχονταν σε ευρώ 2.639,50, αλλά υπολόγισε αυτό κατά μέσο όρο σε 1.650,26 ευρώ, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του και ως εκ τούτου απορριπτέος. Επιπλέον, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, αν και όπως απεδείχθη καταβάλλονταν τακτικά, αμοιβή σε αυτόν για έχμαση οχημάτων, καθώς επίσης και επίδομα άγονης γραμμής. Τέλος, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, ελήφθη υπόψη ως μέρος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που ο ενάγων εδικαιούτο στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων το ποσό των ευρώ 541,63, αντί του αποδειχθέντος ως αναλύεται ανωτέρω μέσου όρου δώρων εορτών [(ευρώ 2.211,96 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 + 1.162,38 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019  για τη δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος + 263,44 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 για τη δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος =) 3.637,78 δια 197 ημέρες εργασίας επί 30=) 553,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές ο ενάγων, δικαιούται ως αποζημίωση για την απόλυσή του την 14.5.2020, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του ΚΙΝΔ, το χρηματικό ποσό των {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος, για την έχμαση οχημάτων, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(278.20 + 384.34 + 253.89 + 213.64 + 232.95 + 164.61 + 91.55=) 1.619,18/197 επί 30=] 246,57 + μέσος όρος μηνιαίως επιδόματος άγονης γραμμής, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης [(19.68 + 22.49 + 22.49 + 30.92 + 36.54 + 39.36 + 11.24=) 182,72/197 επί 30=] 27,82 € πλην όμως ο ενάγων για την εν λόγω αιτία αιτείται όπως συνυπολογισθεί το ποσό των 22,49 € το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί + συμφωνημένη μηνιαία, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν επλήγη υπό των εναγομένων με την ένδικη έφεση, αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης 1.480,15 + μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων στα πλαίσια της δεύτερης  ναυτολόγησης 553,98 =] 4.973,58 δια 2=} 2.486,79. Έσφαλε, επομένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο έφεσης του ενάγοντος η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι, για την εν λόγω αιτία η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.431,14, αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος ποσού των ευρώ 2.486,79, απορριπτομένου κατά τούτο του αντίστοιχου έκτου λόγου έφεσης των εναγομένων.

[VI] Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες, επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα υπ’ αυτών αμυντικό ισχυρισμό τους ότι, η άσκηση της ένδικης αγωγής υπό του ενάγοντος, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση των ενδίκων υπέρογκων αξιώσεών του που τους δημιουργεί τεράστιο οικονομικό βάρος, τυγχάνει καταχρηστική. Ειδικότερα, οι εναγόμενες, υποστηρίζουν με τον κρινόμενο λόγο έφεσης ότι η, υπό του ενάγοντος, έγερση της ένδικης αγωγής, τυγχάνει καταχρηστική διότι, ο ενάγων (α) ουδέποτε τους όχλησε για την εξόφληση οιωνδήποτε απαιτήσεών του, ούτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, (β) αποδεχόταν τις οικειοθελείς παροχές που του κατέβαλαν, αλλά και την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση που πραγματοποιούσε, χωρίς να εγείρει θέμα περί έτερων αξιώσεών του, (γ) παρελάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλα τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας που εξέδιδαν υπέρ αυτού, ενώ αυτός ουδέποτε προέβαλε την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών του, οι οποίες μάλιστα κατετίθεντο σε τραπεζικό λογαριασμό που αυτός τους είχε υ­ποδείξει, (δ) υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, ενώ με την υπογραφή των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, αναγνώριζε και διαβεβαίωνε τις εναγόμενες ότι δεν υφίστανται ώρες εργασίας που δεν περιλαμβάνονται στα ως άνω έγγραφα, με αποτέλεσμα, εκ της ανωτέρω συμπεριφοράς του ενάγοντος, να δημιουργηθεί σε αυτές και δη ευλόγως, η πε­ποίθηση ότι ουδεμία περαιτέρω υποχρέωσή τους προς αυτόν υφίσταται, η επιδίωξη δε των ενδίκων απαιτήσεων, οι οποίες προβάλλονται οψίμως και είναι κατασκευασμένες, παρά την ανά μισθολογική περίοδο άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος ότι δεν υφίστανται απαιτήσεις σε βάρος τους, «συνιστά προφανή πα­λινωδία» και παράβαση της αρχής της καλής πίστης. Επιπλέον, το ύψος των ενδίκων απαιτήσεων είναι υπέρογκο, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, τους δημιουρ­γεί δε τεράστιο βάρος, ιδίως στη σημερινή πασίδηλη δυσχερή οικονομική συγκυρία και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση, αλλά η ένδικη αγωγή αποτελεί συνέχεια της πρακτικής που έχει επικρατήσει, να ασκούνται πανομοιότυπες αγωγές από ναυτικούς με τους οποίους διατηρούσαν μακρά και αρμονική συνεργασία και προς υποστήριξη των οποίων ο ένας εργαζόμενος καταθέτει υπέρ του άλλου εργαζομένου, ήτοι επί της ουσίας ο κάθε ναυτικός καταθέτει υπέρ των ισχυ­ρισμών και αξιώσεών του. Κατά τις εναγόμενες, τα ως άνω περιστατικά, σε συνάρτηση με τον άψογο τρόπο με τον οποίο συμπεριφερθήκαν στον ενάγοντα, καθ’ όλο το διάστημα της απασχόλησής του, ως και της καταβολής σ’ αυτόν αποδοχών ανώτερων των νομίμων, οδηγούν αβίαστα στην κρίση ότι όλως καταχρηστικώς, κατά προφανή παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, ασκεί ο ενάγων την ένδικη αγωγή του, με την οποία ανακάλυψε οψίμως τις ένδικες απαιτήσεις. Ο ισχυρισμός αυτός απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως σιωπηρώς. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ο οποίος ασκήθηκε επικουρικώς και δη υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι θα γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η ένδικη αγωγή, τυγχάνει μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, τα επικαλούμενα υπό των εναγομένων περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, διότι και υπό την εκδοχή ότι ο ενάγων ρητά διαβεβαίωνε τις εναγόμενες, ανά μισθολογική περίοδο, ότι δεν διατηρεί αξιώσεις σε βάρος τους, αυτός (ενάγων), δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του, έστω και αν υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς οι απαιτήσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εργασίας, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται, αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος και δη η μη όχληση των εναγομένων ως προς την εξόφληση των ενδίκων απαιτήσεών του, η μη διαμαρτυρία του για τη μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, η υπ’ αυτού (ενάγοντος) λήψη των οικειοθελών παροχών που του κατέβαλαν, καθώς και της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, η υπό του ιδίου (ενάγοντος) παραλαβή και ανεπιφύλακτη υπογραφή των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας, η μη διατύπωση υπ’ αυτού αντιρρήσεων ως προς το ύψος των αμοιβών τις οποίες οι εναγόμενες κατέθεταν στον τραπεζικό του λογαριασμό, η ανεπιφύλακτη υπ’ αυτού υπογραφή των μηνιαίων καταστάσεων της υπερωριακής του απασχόλησης και των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας, η άσκηση των ενδίκων αξιώσεών του με τη λήξη της συνεργασίας του με τις εναγόμενες, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στις εναγόμενες της εύλογης πεποίθησης υπό του ενάγοντος ότι δεν πρόκειται να τις ένδικες αξιώσεις του. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό των εναγομένων, περί κατάχρησης δικαιώματος, θα συνιστούσε η υπογραφή του ενάγοντος σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του, η οποία θα τις ενέκρινε και ακολούθως εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα, αμοιβές υπέρτερες των νομίμων, άνευ άλλου τινός δεν οδηγεί σε καταχρηστική εκ μέρους του αξίωση των ενδίκων αξιώσεών του. Τέλος, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στις εναγόμενες η ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά απέρριψε έστω και σιωπηρά τον επίμαχο ισχυρισμό των εναγομένων και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως), κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι ένδικες εφέσεις ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της (επιδικασθείσα αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις υπό της δεύτερης εναγομένης, καθόν χρόνο αυτή είχε τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου), για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον αρμοδίως (άρθρα 19 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ) η οποία είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στις προεκτεθείσες σχετικές μείζονες σκέψεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 53, 54, 60 εδ. α, 84 παρ. 1, 105, 106 ΚΙΝΔ, 648, 655, 340, 341, 345 Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών [ευρώ 1.049,89 για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη + ευρώ 1.080,07 για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη + 223,42 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2019 + 719,08 για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019 + 296,55 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 + 667,14 για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020 + 416,81 για διαφορά αμοιβής δρομολογίων εξπρές + 805,48 για αποζημίωση μη χορήγησης άδειας διανυκτερεύσεως = 5.258,54], εκ των οποίων το ποσό των ευρώ 4.591,40 με το νόμιμο τόκο από της επομένης της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος και δη από την 1.12.2020 και το ποσό των ευρώ 667,14 που αφορά διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020, με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2021, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν επλήγη από κανέναν των διαδίκων. Περαιτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί η δεύτερη  εναγομένη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων είκοσι ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών [ευρώ 3.196,28 για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη + ευρώ 1.435,76 για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη + ευρώ 1.187,39 για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019 + ευρώ 618,04 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 + ευρώ 607,27 για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020 + ευρώ 2.364,43 για διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά + ευρώ 5.585,93 για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές με λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου + 538,25 για αποζημίωση μη χορήγησης άδειας διανυκτερεύσεως + 2.486,79 για αποζημίωση απολύσεως = 18.020,14], εκ των οποίων το ποσό των ευρώ 17.412,87 με το νόμιμο τόκο από της επομένης της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος και δη από την 1.12.2020 και το ποσό των ευρώ 607,27 που αφορά διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020, με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2021, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν επλήγη από κανέναν των διαδίκων. Για την καταβολή του εν λόγω ποσού των ευρώ 18.020,14, νομιμοτόκως ως ανωτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί και η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του ανωτέρω πλοίου, κατά το ίδιο διάστημα κατά το οποίο η δεύτερη εναγομένη είχε τον εφοπλισμό αυτού, δια του ανωτέρω πλοίου και έως της αξίας του. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του, υποβληθέντος με το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης των εναγομένων, αιτήματος αυτών για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους τους καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των οκτώ χιλιάδων  (8.000 €) ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, ενόψει του ότι με την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής με την οποία καθορίσθηκαν τα δικαστικά έξοδα πρέπει αυτά, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων αυτών του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 26.07.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………../26.07.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/26-07-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και την από 22.08.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/31.08.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../31-08-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 760/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 10.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………./17.12.2020 αγωγή.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (5.258,54), εκ των οποίων το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (ευρώ 4.591,40) με το νόμιμο τόκο από την 1.12.2020 και το ποσό των εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών (ευρώ 667,14), με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2021.

Υποχρεώνει αμφότερες τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, την πρώτη δε των εναγομένων (επιπλέον του αμέσως ανωτέρω ποσού) δια του ανωτέρω πλοίου της και έως της αξίας του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων είκοσι ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών (ευρώ 18.020,14), εκ των οποίων το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (ευρώ 17.412,87) με το νόμιμο τόκο από την 1.12.2020 και το ποσό των εξακοσίων επτά ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (ευρώ 607,27), με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2021.

Καταδικάζει τις εναγόμενες – εκκαλούσες – εφεσίβλητες στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950) ευρώ. Επιπλέον του ανωτέρω ποσού, υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για δικαστική δαπάνη το ποσό των διακοσίων εξήντα πέντε (265) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 24.05.2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ