Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 193/2024

Αριθμός απόφασης 193/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2°

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και από την Γραμματέα KΣ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Ιωάννη Κωλέττη.

Της καθ’ ης: Υπό εκκαθάριση τελούσας μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….», η οποία εδρεύει στο ……….. Αττικής, με ΑΦΜ …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή αυτής Γεώργιο Καπούλα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Κωνσταντίνα Δημητρακοπούλου.

Η καθ’ης άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος του αιτούντος την από 28.12.2016 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2016 αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 966/2018 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων με την από 14.11.2018 έφεση, η οποία συζητήθηκε από το παρόν δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 276/2021 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η έφεση. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ο ενάγων με την από 13.10.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 αίτηση αναψηλάφησης, που κατατέθηκε στο παρόν δικαστήριο και προσδιορίστηκε να συζητηθεί, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 πράξης του Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο της 16.3.2023, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο και συζητήθηκε, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι εμφανίστηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης, ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 276/2021 απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επειδή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δικόγραφό της, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, βρέθηκε στην κατοχή του αιτούντος νέο κρίσιμο έγγραφο, το οποίο δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία, με την έννοια ότι αγνοούσε ανυπαίτια την ύπαρξή του, ήτοι για λόγο που περιέχεται στην περ. 7 του άρθρου 544 του ΚΠολΔ.

Με το παραπάνω περιεχόμενο, η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 538, 539 παρ. 1, 542 παρ. 1, 543, 545 παρ. 1 ΚΠολΔ), φέρεται δε παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 21 ΚΠολΔ). Όσον αφορά στο εμπρόθεσμο της άσκησής της αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρα 544 αρ. 7 και 545 παρ. 1 και 3 περ. ε’ ΚΠολΔ), καθόσον η αίτηση αναψηλαφήσεως κατατέθηκε την 13.10.22, ήτοι πριν την παρέλευση των εξήντα (60) ημερών, από τότε που ισχυρίζεται ότι έλαβε ο αϊτών στην κατοχή του το κρίσιμο έγγραφο, ήτοι την 26.8.2022 κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση ενώ για το παραδεκτό της άσκησης της ο αϊτών έχει καταθέσει το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, -όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016)- παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ, που ρητά μνημονεύεται στη συνταχθείσα από τη Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό …………/2022 έκθεση καταθέσεως δικογράφου.

Κατά το άρθρο 544 αριθ. 7 του ΚΙΊολΔ, αναψηλάφηση επιτρέπεται αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή γιατί τα κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικό ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο ζητών την αναψηλάφηση, για να μπορεί να στηρίξει την αίτηση, πρέπει: α) να υπήρχε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, β) να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση, αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και γ) η μη έγκαιρη προσκομιδή του να οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε παρακράτησή του από τον αντίδικό του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Ως ανώτερη βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, κάθε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Δεν αποτελεί όμως ανώτερη βία το γεγονός ότι ο διάδικος από δική του προηγηθείσα ενέργεια δεν μπόρεσε να βρει εγκαίρως το έγγραφο, καθώς η αναψηλάφηση δεν αποτελεί μέσο επανόρθωσης της τυχόν πλημμελούς υπεράσπισης του διαδίκου, ούτε αποσκοπεί στη θεραπεία των σφαλμάτων των διαδίκων, επιβάλλεται δε αυστηρή ερμηνεία των διατάξεων λόγω της φύσης και του χαρακτήρα της αναψηλάφησης ως έκτακτου ένδικου μέσου. Εξάλλου, για να είναι το έγγραφο «κρίσιμο» με την παραπάνω έννοια, δεν αρκεί το έγγραφο αυτό να παράγει πιθανολόγηση ή απλώς να χρησιμεύει ως αρχή έγγραφης απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ούτε όταν για τη διακρίβωση του αποδεικτέου γεγονότος απαιτείται επιπλέον πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία, αλλά να παρέχεται άμεση και πλήρης απόδειξη για το αποδεικτέο θέμα (βλ. για τα ανωτέρω, ΑΠ 103/2018, ΑΠ 1169/2017, ΑΠ 1685/2014, ΑΠ 447/2014, ΑΠ 830/2014, ΕφΠατρ 91/2018, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΘεσ 800/2017, ΕφΑΔ 2018/193, ΕφΘεσ 910/2016, Αρμ 2017/1008, ΕφΔυτΜακ 84/2014, Αρμ 2017/1006, ΕφΑΘ 1623/2006, ΑρχΝ 2006/234, Μ. Μαργαρίτη – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ [2η έκδοση-2018], άρθρο 544, αρ. 24 επόμ. ιδίως 31-33, Λ. Σινανιώτη, Γενικές αρχές των ενδίκων μέσων [2018], σελ. 107, Ν. Τριάντος, σε Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην πολιτική δίκη [2018], σελ.233, Στ. Πανταζόπουλου, Οι λόγοι αναψηλάφησης, σελ. 153, Απαλαγάκη, ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο [4η έκδοση-2016], άρθρο 544, αρ. 21-25).

Στην ερευνώμενη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 386/2015, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1804/2012, ΧρΙΔ 2013/372), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ ης η αίτηση – ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της αιτούντος – εναγόμενου την από 28.12.206 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016 αγωγή της, η  οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την 966/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και υποχρέωσε τον τελευταίο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 19.839, 60 ευρώ με το νόμιμο τόκο όσον αφορά ποσό των 12.530,25 από 10.6.2011, όσον δε αφορά το ποσό των 7.309,35 ευρώ από 23.7.2011 και έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, η οποία (απαίτηση)απορρέει από το μη εξοφληθέντα τιμολόγια πώλησης ηλεκτρολογικού υλικού της ενάγουσας προς τον εναγόμενο. Σε απάντηση επί της αγωγής αυτής ο εναγόμενος προέβαλε με την

μορφή ενστάσεως αποσβεστικό της άνω καταψηφισθεΐσας απαίτησης ισχυρισμό συνεπεία εξόφλησης, ο οποίος απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ακολούθως ο εναγόμενος άσκησε την από 14.1.20218 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……….. έφεσή του στο πλαίσιο της οποίας με ειδικό λόγο έφεσης επανέλαβε τον περί εξοφλήσεως της απαίτησης ισχυρισμό, ο οποίος απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απέρριψε την έφεση στο σύνολό της με την 276/2021 τελεσίδικη απόφασή του. Περαιτέρω και μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης ο καθ’ ου η αίτηση – εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο προστηθείς στην ενάγουσα εταιρεία υπάλληλός της, …………, ο οποίος σημειωτέον ότι έχει καταδικαστεί για το αδίκημα της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο σε βάρος της καθ’ης με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κατόπιν παρακλήσεων του αιτούντος, στις 26.8.2022 ανηύρε και παρέδωσε στον τελευταίο αντίγραφο της με αριθμό ………../13.10.2011 απόδειξης είσπραξης της καθ’ ης, στην οποία αναγράφονται μόνον : τα πλήρη στοιχεία του αιτούντος, το ποσό από ευρώ 15.500 και στο κάτω μέρος της μηχανογραφημένης απόδειξης εμφαίνεται η υπογραφή του υπαλλήλου της καθής ……………. Ωστόσο από το έγγραφο αυτό δεν προκύπτει ο περί εξοφλήσεως ισχυρισμός του αιτούντος αφού δεν αποδεικνύεται παραχρήμα η εξόφληση των τιμολογίων που κρίθηκαν ως οφειλόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση δεδομένου ότι στο έγγραφο αυτό δεν διευκρινίζεται ποια τιμολόγια εξοφλούνται καθώς και το ποσό ενός εκάστου εξ αυτών έτσι ώστε να προκύπτει με σαφήνεια ποια τιμολόγια αφορά το συνολικό ποσό των 15.500 ευρώ. Επιπλέον η επιχειρούμενη από τον αιτούντα τεκμηρίωση του περί εξοφλήσεως ισχυρισμού του συνδυαστικά με την χρήση τόσο της υπ’ αριθ. ………/2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά του μάρτυρος ……….., ο οποίος κατάθεσε ότι δεν οφείλει ο αϊτών το προαναφερθέν χρηματικό ποσό λόγω καταβολής τούτου, αφετέρου της από 14.12.2011 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 ν. 1599/1986 της ……….., θυγατέρας του νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης και λογίστριας της ίδιας εταιρείας στην οποία αναφέρεται ότι στις 13.12.2011 η εταιρεία …………..είναι μηδενικός από προηγούμενα υπόλοιπα ή από πίστωση τιμολογίων στις καρτέλες της εταιρείας μας, δεν στοιχειοθετούν τον επικαλούμενο λόγο αναψηλάφησης, αφού ο κρίσιμος περί εξόφλησης ισχυρισμός τεκμηριώνεται με τη χρήση δικαστικών τεκμηρίων που απορρέουν από τις προαναφερόμενες δύο μαρτυρικές καταθέσεις τις οποίες χρησιμοποιεί για να αποδείξει με έμμεσο τρόπο ότι μέχρι την 13.12.2011 ουδεμία οφειλή αυτού υπήρχε έναντι της καθ’ ης, οπότε το αναγραφόμενο στην προσκομιζόμενη απόδειξη χρηματικό ποσό δεν αφορά τίποτε άλλο παρά τα οφειλόμενα τιμολόγια που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πλην όμως το έγγραφο αυτό με το πιο πάνω περιεχόμενο δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη του αποδεικτέου εν προκειμένω θέματος, ώστε να αποτελεί «κρίσιμο έγγραφο» με την έννοια που αναφέρθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, ικανό να στηρίξει την κρινόμενη αίτηση, καθότι από αυτό δεν δύναται να προκόψει με βεβαιότητα το ζήτημα της εξόφλησης και συνεπώς δεν μπορεί να αποδειχθεί ο επικαλούμενος τρόπος καταβολής του χρηματικού ποσού που επιδικάστηκε με την πρωτοβάθμια απόφαση και επικυρώθηκε από το παρόν Δικαστήριο. Συνεπώς το έγγραφο αυτό δεν είναι κρίσιμο με την έννοια που προεκτέθηκε και δεν μπορεί να στηρίξει το αίτημα της αναψηλάφησης, η οποία για το λόγο αυτό είναι απορριπτέα.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176,183,189 παρ.1,191 παρ. 2 ΚΠολΔ και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου της αναψηλάφησης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, στο δημόσιο ταμείο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την αίτηση αναψηλάφησης κατά της 276/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος τον αιτοΰντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεΰθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την 26*ι Απριλίου 2024, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ