Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 197/2024

ETEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Αποφάσεως 197/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές , Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσή Φυντριλάκη Εφέτη και Ελένη Μοτσοβολέα Εφέτη- Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά , την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εκκαλούντος- ενάγοντος :                           …………….ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Π. Καρβαργιώτη.

Του καθ’ου η κλήση – εφεσιβλήτου – εναγομένου : …………… , ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Ναουμίδου, βάσει δηλώσεως.

Ο ενάγων άσκησε την από 17-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2013 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε για την αναφερόμενη αιτία να του καταβάλει ο εναγόμενος το ποσό των 149.592,48 ευρώ νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους ποσο από την επομένη της καταβολής του , άλλως από της επιδόσεως της αγωγής , Το ως άνω Δικαστήριο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 693/2016 απόφαση, με την οποία δέχθηκε την εν μέρει την αγωγή κι επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 147.036,48 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής . Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν ο μεν ενάγων με την από 15-7-2016 και με αριθμό κατάθεσης …./19-7-2016 έφεσή του, ο δε εναγόμενος με την από 18-6-2016 και με αριθμό κατάθεσης …../20-7-2016 έφεση του, επί των οποίων ως άνω εφέσεων συνεκδικασθεισών εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 351/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά τις εφέσεις, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει κατ’ουσίαν την αγωγή και επιδίκασε στον εναγοντα το ποσό των 147.036,48 ευρώ, νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους ποσό από την επομένη της καταβολής του. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Αρείου Πάγου ο καθ’ου η κλήση – εναγόμενος με την από 12-10-2018 και με αριθμό ΓΑΚ …../2018, ΕΑΚ …../2018 και Αριθμ. Δικ. ……/2019 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 22-1-2020 προσθέτων λόγων με αριθμό κατάθεσης 12/2020, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 578/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’ αριθ. 351/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (μόνον ως προς το κεφάλαιο που αφορά την επιδίκαση τόκων υπερημερίας) και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Ήδη με την από 2-6-2022 με αριθμό κατάθεσης ………../2022 κλήση του προς το παρόν Δικαστήριο ο καλών- εναγων επανέφερε προς συζήτηση την προκειμένη υπόθεση κατά το αναιρεθέν, με την υπ’ αριθμ. 578/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, κεφάλαιο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, στο παρόν Δικαστήριο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ’ ου η κλήση – εφεσιβλήτου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ο δε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εκκαλούντος αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο Δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002, Εφ.Θεσ. 1373/2009 δημ.στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα κεφάλαια της απόφασης που δεν αναιρέθηκαν δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται, αφού ως προς αυτά η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/ 2010 , ΑΠ 707/ 2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 875/2009 ΝοΒ 2009 – 1436). Αν δηλαδή η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο της παραπομπής γίνεται μόνο ως προς αυτό. Τα λοιπά κεφάλαια της διαφοράς (είτε διότι δεν έχουν προσβληθεί, είτε διότι απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως ως προς αυτά) δεν επανεξετάζονται. Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 736/2011, ΑΠ 63/2009, ΑΠ 1220/2007, ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ),δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. (ανάλογα του αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), δίδεται δε περαιτέρω η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 παρ.2 ΚΠολΔ, και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 1588/2013, ΑΠ 1517/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 845/2010, ΑΠ 129/2004 ΝΟΜΟΣ). Το παραπάνω αποτέλεσμα, δηλαδή της επανόδου των διαδίκων στην πριν από την αναιρεθείσα κατάσταση, περιορίζεται κατ’ αρχήν μεταξύ των διαδίκων της αναιρετικής δίκης, ως προς τους οποίους αναιρέθηκε η απόφαση, και συνεπώς δεν θίγεται η ισχύς της απόφασης για εκείνους ως προς τους οποίους δεν αναιρέθηκε, εκτός αν πρόκειται για αδιαίρετα δίκαια. Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 36. 1587), το δε δικαστήριο, ερευνώντας τις διαταχθείσες αποδείξεις, δεν δεσμεύεται να τις κρίνει και διαφορετικά από την αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 79/1998 ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004, ΝΟΜΟΣ) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από την αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΕφΑΘ 1900/2017 δημ. Νόμος). Τέλος, κατά το άρθρο 581.1 Κ.Πολ.Δ στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, για την εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση στο Δικαστήριο της παραπομπής, μετά την αναίρεση της απόφασης, απαιτείται κλήση, που πρέπει να επιδοθεί στον αντίδικο του επισπεύδοντος, χωρίς να είναι υποχρεωτική και η επίδοση της απόφασης (ΑΠ 141/2005 δημ. Νόμος).

Εν προκειμένω, με την από 2- 6-2022 με αριθμό κατάθεσης …………../2022 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθ. 581.1 Κ.Πολ.Δ, η προκειμένη υπόθεση μετά από την αναίρεση εν μέρει της υπ’ αριθμ. 351/2018 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού με την υπ’αριθμ. 578/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα), ως κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής. Ειδικότερα ο καλών – ενάγων με την από 17-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2013 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στρεφόμενη κατά του καθ’ου η κλήση – εναγομένου, ισχυρίσθηκε, κατ’ ορθήν εκτίμηση, ότι ο εναγόμενος (υιός του) συνήψε με την Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος, δύο συμβάσεις εντόκων τοκοχρεωλυτικών δανείων, ύψους 9.000.000 δραχμών το πρώτο και 20.000.000 δραχμών το δεύτερο, εξοφλητέων α) του πρώτου σε 29 εξαμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις ποσού 901.827 δρχ. εκάστης, καταβλητέων της μεν πρώτης τούτων στις 15-12-1987, κάθε μιας δε των λοιπών την 15η ημέρα εκάστου επομένου εξαμήνου και β) του δεύτερου σε 29 εξαμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις ποσού 2.0004.060 δρχ. εκάστης, καταβλητέων της μεν πρώτης τούτων στις 15-12-1987, κάθε μιας δε των λοιπών την 15η ημέρα εκάστου επομένου εξαμήνου, στις οποίες δανειακές συμβάσεις ο ενάγων συνεβλήθη ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, εγγυηθείς την εκπλήρωση όλων των διά των συμβάσεως του δανείου υποχρεώσεων του εναγομένου προς την τράπεζα, προς εξασφάλιση δε των εκ δανείων απαιτήσεών της παραχώρησε το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας, επί των ειδικότερα περιγραφομένων ακινήτων του μέχρι του ποσού των 9.900.000 και των 22.000.000 δραχμών αντίστοιχα. Ότι ο ίδιος, υπό την ιδιότητά του αυτή, προέβη στις αναλυτικά αναφερόμενες καταβολές προς την δανείστρια Τράπεζα, λόγω μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρέωσεών του εναγομένου από τις συγκεκριμένες συμβάσεις και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 259.495,77 ευρώ. Ότι με την παρά του ενάγοντος καταβολή των ανωτέρω χρηματικών ποσών προς την δανείστρια Τράπεζα υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της τελευταίας κατά του εναγομένου, δικαιούμενος να απαιτήσει από αυτόν (εναγόμενο) να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 259.495,77 ευρώ συνολικά που κατέβαλε στην δανείστρια Τράπεζα. Ακολούθως μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος του με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, ζητούσε για την ανωτέρω αιτία , άλλως με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων και επικουρικά περί αδικαιολογήτου πλουρισμού, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 149.592,48 ευρώ, νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους  ποσό που κατέβαλε, από την επομένη της καταβολής του, άλλως επικουρικως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 693/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με   την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά την κύρια            βάση της και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 147.036,48 ευρώ νομιμοτόμως από της επιδόσεως της αγωγής. Την πρωτοβάθμια απόφαση (693/2016) προσέβαλαν ο μεν ενάγων με την από 15-7-2016 (αρ. κατ. …/19-7-2016 έφεσή του, ο δε εναγόμενος με την από 18-6-2016 (αρ. κατ. …../20-7-2016) έφεσή του. Επί των ως άνω συνεκδικασθεισών εφέσεων, εξεδόθη η υπ’ αριθμ 351/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τουτου, με την οποία έγιναν δεκτές αμφότερες οι εφέσεις τυπικά και ουσιαστικά, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (693/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), κρατήθηκε η υπόθεση και δικάσθηκε κατ’ ουσίαν, έγινε εν μέρει δεκτή η από 17-4-2013 (υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. ……/2013) αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 147.036,48, νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους ποσό, από την επομένη της καταβολής του μέχρις εξοφλήσεως. Ειδικότερα με την υπ’ αριθμ 351/2018 απόφαση του, το παρόν Δικαστήριο εδέχθη α) τον λόγο της από 18-6-2016 εφέσεως του εναγομένου περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και προέβη σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσεως που συνέδεε τους διαδίκους, κρίνοντας ότι ο ενάγων δεν συμβήθηκε στις ως άνω δανειακές συμβάσεις ως εγγυητής, αλλά ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος ο οποίος, προς εξασφάλιση της Τράπεζας από τα δάνεια, παραχώρησε υπέρ αυτής υποθήκη επί των ακινήτων του και ο οποίος στη συνέχεια υποκαταστάθηκε (1289 ΑΚ), ως κύριος των ενυπόθηκων ακινήτων, στα δικαιώματα της ενυπόθηκης δανείστριας Τράπεζας, λόγω καταβολής σ’ αυτήν του συνόλου των ενυπόθηκων χρεών, κατά κεφάλαιο και τόκους, συνεπεία της υπερημερίας του εναγομένου περί την καταβολή τους και β) τον μοναδικό λόγο της από 15-7-2016 εφέσεως του εναγοντος περί εσφαλμένης επιδίκασης των τόκων από της επιδόσεως της αγωγής, κρίνοντας επί του παρεπομένου αιτήματος τοκοδοσίας ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 147.036,48 ευρώ νομιμοτόμως για κάθε επιμέρους ποσό, από την επομένη της καταβολής του μέχρις εξοφλήσεως. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Αρείου Πάγου ο καθ’ου η κλήση εναγόμενος με την από 12-10-2018 (…./2018, ΕΑΚ …/2018, Αριθ. Δικ. …/2019) αίτηση αναίρεσης μετά των από 22-1-2020 προσθέτων λόγων με τους εκεί εκτιθέμενους λόγους αναίρεσης. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως εξεδόθη η υπ’ αριθ. 578/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα), με την οποία, γενομένου δεκτού του τρίτου λόγου αναιρέσεως αναιρέθηκε εν μέρει, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19, η υπ’ αριθ. 351/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, μόνον κατα το κεφάλαιο που αφορά την επιδίκαση τόκων υπερημερίας, και δη κατά το μέρος που η ως άνω εφετειακή απόφαση εδέχθη το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση τόκων για κάθε επιμέρους ποσό από την επομένη της καταβολής του, και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους Δικαστές (κατ’ άρθρο 580.3 Κ.Πολ.Δ). Ειδικότερα με την 578/2022 απόφαση του ΑΠ έγιναν δεκτά τα ακόλουθα «Με αυτά, όμως, που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, σε σχέση με το περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας κεφάλαιο, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου, διαλαμβάνοντας ανεπαρκή αιτιολογία, την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ, αφού, παρότι δεν περιλαμβάνει παραδοχή σχετική με την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί δήλης ημέρας πληρωμής των επίδικων χρεών, εντούτοις επιδίκασε τόκους υπερημερίας από την επομένη της ημέρας που ο ενάγων κατέβαλε στην δανείστρια Τράπεζα κάθε επιμέρους ποσό, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ως συμφωνία δήλης ημέρας καταβολής την μεταξύ του εναγομένου και της δανείστριας Τράπεζας περιληφθείσα στις δανειακές συμβάσεις συμφωνία περί δήλης ημέρας καταβολής των δόσεων του δανείου, στις οποίες, όμως, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων δεν συμβλήθηκε ως εγγυητής, αλλά ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, προκειμένου, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της Τράπεζας από τα δάνεια, να παραχωρήσει υπέρ αυτής υποθήκη επι των ακινήτων του, όπως και έπραξε κατά τα προεκτεθέντα».

Ήδη νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση με την προαναφερόμενη από 2- 6-2022 (με αριθμό κατάθεσης ………../2022) κλήση του εκκαλούντος-ενάγοντος, με επαναφορά των διαδίκων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, μέσα στα διαγραφόμενα από την αναιρετική απόφαση όρια (άρθρα 579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 ΚΠολΔ), η δε υπόθεση ερευνάται εκ νέου, κατά το προεκτεθέν κεφάλαιο, κατά την τακτική διαδικασία, ενώ δεν επανεξετάζονται τα λοιπά κεφάλαια, τα οποία δεν προσβλήθηκαν με λόγο αναίρεσης, αφού αυτά καλύπτονται από το δεδικασμένο της ως άνω εφετειακής απόφασης, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην μειζονα σκέψη της παρούσας (ΑΠ 1145/2005 ΕλλΔνη 2007.1658).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 341 παρ. 1 ΑΚ, ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική η εξώδικη όχληση του δανειστή, αν όμως για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθηκε η κατά μείζονα λόγο από τον νόμο τάσσεται ορισμένη ( δήλη ) ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής και οφείλει από αυτήν τόκους υπερημερίας (ΑΠ 1465/2019, ΑΠ 1986/2014, ΑΠ 1427/2008). Η διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ αποτελεί διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίασή της θεμελιώνει αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1986/2014).

Με την υπ’ αριθμ. 351/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου έχουν κριθεί τελεσιδίκως και ήδη αμετακλήτως τα ακόλουθα : «Οι διάδικοι τυγχάνουν συγγενείς εξ αίματος και συγκεκριμένα ο ενάγων είναι πατέρας του εναγομένου. Ο τελευταίος κατήρτισε δύο συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου με την Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος, την πρώτη, με την υπ’ αριθμ. ……/7-12-1986 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, . ….., ποσού 9.000.000 δραχμών, αποπληρωτέου σε 29 εξαμηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις και την δεύτερη με την υπ’ αριθμ. …/27- 1-1989 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, ποσού 20.000.000 δραχμών, αποπληρωτέου σε εξαμηνιαίες, επίσης, ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις και συγκεκριμένα αμφότερες στις 15/6/ και 15/12 κάθε έτους, εντός της περιόδου αποπληρωμής, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους τους, συνταχθέντων συναφώς και των υπ’αριθμ. ../18-12-1986 και …/14-2-1989 πράξεων λήψης δανείου των ιδίων ως άνω συμβολαιογράφων, αντίστοιχα. Σε αμφότερες τις συμβάσεις συμβλήθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, μεταξύ άλλων, και ο ενάγων, ο οποίος προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της δανείστριας, που προέρχονταν από τα συγκεκριμένα δάνεια (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα), παραχώρησε υπέρ αυτής δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί των ειδικότερα περιγραφόμενων ακινήτων του και, συγκεκριμένα: α) στον υπο στοιχ. Κ-1 χώρο (αίθουσα), επιφάνειας 450 τ.μ…, μέχρι του ποσού των 9.900.000 δραχμών για το πρώτο και των 22.000.000 δραχμών για το δεύτερο δάνειο και β) σε δύο αποθήκες με τα στοιχεία Υ-1 και Υ-2, επιφάνειας 132 και 86 τ.μ. αντίστοιχα, μέχρι του ποσού των 22.000.000 δραχμών, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της από το δεύτερο δάνειο.

Αντιθέτως δεν συμβλήθηκε ως εγγυητής στις επίδικες δανειακές συμβάσεις, αφού καμία σχετική αναφορά δεν γίνεται στο κείμενό τους. Ο εναγόμενος κατέστη υπερήμερος ως προς την καταβολή των συμφωνηθεισών τοκοχρεωλυτικών δόσεων, λόγω οικονομικής αδυναμίας και ζήτησε τη βοήθεια του πατέρα του, ο οποίος, προκειμένου να αποτρέψει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, εκ μέρους της δανείστριας, προέβη στις κάτωθι καταβολές και συγκεκριμένα: 1) Έναντι του υπ’ αριθμ. …/7-12-1986 δανείου κατέβαλε, …και 2) Έναντι του υπ’ αριθμ. ….. /27-1-1989 δανείου κατέβαλε…, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα επικυρωμένα αντίγραφα κίνησης λογαριασμών της Εθνικής Τράπεζας , στην οποία, όπως είναι κοινώς γνωστό, συγχωνεύθηκε δι΄ απορροφήσεως η δανείστρια (άρθρο 336 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1289 του ΑΚ, τα στοιχεία της οποίας παρατίθεντο στο δικόγραφο της αγωγής, ο ενάγων υποκαταστάθηκε – κατά το ποσό των καταβολών- στα δικαιώματα της δανείστριας Τράπεζας έναντι του εναγομένου και δικαιούται να αναζητήσει τα παραπάνω ποσά, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 147.036,48 ευρώ…», όπως τα ανωτέρω έχουν κριθεί με την ήδη καταστάσα αμετάκλητη ως προς το κεφάλαιο αυτό υπ’ αριθμ. 351/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 147.036,48 ευρώ.

Περαιτέρω το ήδη επιδικασθέν αμετακλήτως ποσό των 147.036,48 ευρώ ο εναγόμενος υποχρεούται να το καταβάλει νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, διότι δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί δήλης ημέρας καταβολής των επίδικων χρεών σε προγενέστερο της επιδόσεως της αγωγής χρόνο. Ο εναγών δεν επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής του ότι όχλησε τον εναγόμενο για την καταβολή των επιμέρους ποσών των δανείων από τον χρόνο πληρωμής τους προς την Τράπεζα ούτε ότι είχε συμφωνηθει μεταξύ των διαδίκων δήλη ημέρα για την καταβολή των επίδικων ποσών. Δεν αναφέρεται η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για καταβολή τόκων υπερημερίας μετά παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας. Η μεταξύ του εναγομένου και της δανείστριας Τράπεζας περιληφθείσα στις δανειακές συμβάσεις συμφωνία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, περί δήλης ημέρας καταβολής των δόσεων του δανείου δεν δύναται να εκτιμηθεί ως συμφωνία δήλης ημέρα καταβολής και στην επίδικη μεταξύ των διαδίκων έννομη σχέση, αφού, κατ’ ορθόν νομικό χαρακτηρισμό, ο εναγόμενος συνεβλήθη ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος ο οποίος, προς εξασφάλιση των απαιτήσεως της Τράπεζας από τα δάνεια, παραχώρησε υπέρ αυτής υποθήκη επί των ακινήτων του και ο οποίος στη συνέχεια υποκαταστάθηκε (1289 ΑΚ), ως κύριος των ενυπόθηκων ακινήτων, στα δικαιώματα της ενυπόθηκης δανείστριας Τράπεζας, λόγω καταβολής σ’ αυτήν του συνόλου των ενυπόθηκων χρεών, κατά κεφάλαιο και τόκους, συνεπεία της υπερημερίας του εναγομένου περί την καταβολή τους.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η από 17-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 αγωγή του καλούντος – ενάγοντος να γίνει δεκτή ως βάσιμη και ως προς το παρεπόμενο (επικουρικό) αίτημά της περί τοκοδοσίας από της επιδόσεως αυτής και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ήδη επιδικασθέν ποσό των 147.036,48 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος, ενόψει του ότι η σχετική περί των δικαστικών εξόδων διάταξη της (μερικώς αναιρεθείσας) υπ’ αριθμ. 351/2018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου συναναιρέθηκε αναγκαίως με την υπ’ αριθμ. 578/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1069/2008 δημ, ΝΟΜΟΣ, βλ. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Γ\ άρθρο 579, αρ. 39, σελ. 655), τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δικάζει επί της από 17-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2013 αγωγής μόνον ως προς το παρεπόμενο (επικουρικό) αίτημά της περί οφειλής τόκων από της επιδόσεως αυτής, κατά το οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υπ’ αριθμ. 578/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα) και εισάγεται προς συζήτηση με την ένδικη από 2-6-2022 με αριθμό κατάθεσης ………./2022 κλήση του καλούντος – ενάγοντος .

-Δέχεται την αγωγή κατά το ανωτέρω αίτημά της.

-Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ήδη επιδικασθέν σ΄ αυτόν ποσό των  147.036,48 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της ως άνω αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

-Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Απριλίου 2024.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε  την 26η Απριλίου 2024  σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με την ίδια σύνθεση και  με Γραμματέα την Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ., απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ