ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 268/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………., ο οποίος υπήχθη στο καθεστώς παροχής νομικής βοήθειας με την υπ’ αριθ. ……./2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Δρίτσα (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) της τελούσας υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ……. Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της ……….., που διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 299/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας και 2) του ………….., από τους οποίους η πρώτη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ ο δεύτερος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Θεοχαράτου (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 02.03.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό …../2017 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 572/2019 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 10.02.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./12.02.2021 και ειδικό …/12.02.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./27.07.2021 και ειδικό …/27.07.2021, για τη δικάσιμο της 02.06.2022, κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 12.01.2023, κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 16.11.2023, και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιες δικηγόροι του εκκαλούντος – ενάγοντος και του δεύτερου εφεσίβλητου – εναγόμενου δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλήτευσής του, εάν δε κατά την συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005. 558, Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003, παρ. 1078 έως 1080, σελ. 406-407). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 4804/2006 ΕλλΔνη 2007. 06, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 815). Εάν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΜονΕφΠειρ 279/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 10.02.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 572/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 02.03.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό …../2017 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./12.02.2021 και ειδικό …./12.02.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 12.02.2021 η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος Βασιλική Δρίτσα (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../27.07.2021 και ειδικό …./27.07.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του πληρεξούσιου δικηγόρου του δεύτερου εφεσίβλητου – εναγόμενου Βασιλείου Παπανικολάου (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 02.06.2022 και κατόπιν αναβολών η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε ο δεύτερος εφεσίβλητος – εναγόμενος, ο οποίος και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/12.02.2021 και ειδικό …./12.02.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./27.07.2021 και ειδικό ……/27.07.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς την πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη, ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αρχική δικάσιμο της 02.06.2022 και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../06.10.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ……………… στον εκκαθαριστή της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης, τελούσας υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………….», ……………, που διορίσθηκε με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 299/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), ενώ δεν απαιτείται κλήτευσή της για τις μετ’ αναβολή δικασίμους, δεδομένου ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠΔ). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ερημοδικεί η πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη που κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης από τον δεύτερο εφεσίβλητο – εναγόμενο που επέσπευσε τη συζήτησή της, πρέπει, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από τον παριστάμενο εκκαλούντα – ενάγοντα αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων της αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 572/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 02.03.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2017 και ειδικό ……./2017 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 10.02.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 12.02.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./12.02.2021 και ειδικό ……/12.02.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 15.02.2019. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η κατάθεση από τον εκκαλούντα – ενάγοντα του παράβολου των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, για τον λόγο ότι ο τελευταίος έχει απαλλαγεί της καταβολής του, λόγω της παροχής σε αυτόν νομικής βοήθειας, κατ’ άρθρο 9 του Ν. 3226/2004.
Ο ενάγων στην από 02.03.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …/2017 αγωγή του, την οποία άσκησε, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με την από 10.04.1991 σύμβαση που καταχωρήθηκε με αριθμό …../1991 στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, συστήθηκε μεταξύ του ιδίου ως ομόρρυθμου εταίρου και του δεύτερου εναγόμενου, αδελφού του, ως ομόρρυθμου εταίρου, η πρώτη εναγόμενη, ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «.. ………», με έδρα τη ……….. Αττικής και με σκοπό την ανέγερση οικοδομών και την πώληση ακινήτων σε τρίτους, ότι λόγω ασυμφωνιών και οικονομικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των ομόρρυθμων εταίρων, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία λύθηκε με εξώδικη καταγγελία που καταχωρήθηκε με αριθμό ……/10.04.2002 στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι έκτοτε η πρώτη εναγόμενη τελεί σε καθεστώς εκκαθάρισης, η οποία δεν έχει ακόμη περατωθεί, ενώ εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης και της αδυναμίας συνεργασίας μεταξύ των ομόρρυθμων εταίρων – εκκαθαριστών, διορίσθηκαν διαδοχικά οι αναφερόμενοι στην αγωγή εκκαθαριστές, με σχετικές αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίοι, όμως, ουδέν έπραξαν, ότι κύρια εργασία της εκκαθάρισης αποτελεί η διανομή μεταξύ των ομόρρυθμων εταίρων των τριών οριζόντιων ιδιοκτησιών – διαμερισμάτων υπό στοιχεία Δ2, Δ3 και Δ4 της οικοδομής που βρίσκεται στη ………. Αττικής, επί της οδού ………., οι οποίες έχουν αντικειμενική αξία 104.114,13 ευρώ η καθεμία και οι οποίες περιήλθαν στην κυριότητα της πρώτης εναγόμενης εταιρείας ως εργολαβικό αντάλλαγμα, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../2011 πωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., κατ’ εφαρμογή του υπ’ αριθ. …./1991 προσυμφώνου εργολαβικού της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, της υπ’ αριθ. ……/1991 πράξης σύστασης οροφοκτησίας και της υπ’ αριθ. …../1996 διορθωτικής αυτής πράξης της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, ότι ήδη από την 22.09.2008, οι ομόρρυθμοι εταίροι είχαν συμφωνήσει την αυτούσια μεταξύ τους διανομή των οριζόντιων ιδιοκτησιών, μετά το πέρας της εκκαθάρισης, κατόπιν σχετικής πρότασης του τότε εκκαθαριστή ………….., την οποία αποδέχθηκαν και η οποία προέβλεπε την απευθείας μεταβίβαση σε κάθε εταίρο μίας εκ των υπό στοιχεία Δ2 και Δ4 οριζόντιων ιδιοκτησιών και τη μεταβίβαση της υπό στοιχεία Δ3 οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε κάθε εταίρο, ότι τελικώς ο δεύτερος εναγόμενος δεν συναίνεσε στην εκούσια (συμβολαιογραφική) διανομή, αρνούμενος να προσέλθει ενώπιον της ορισθείσας συμβολαιογράφου και να συμπράξει προς τούτο την 26.11.2008, ισχυριζόμενος ότι διατηρεί αξιώσεις έναντι της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, για τις οποίες είχε ασκήσει αγωγή που εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, αλλά και έναντι του ενάγοντος ως ομόρρυθμου εταίρου, με αποτέλεσμα να μην περατωθεί η εκκαθάριση και να τελεί η πρώτη εναγόμενη εταιρεία σε καθεστώς εκκαθάρισης ήδη από το έτος 2002, ότι είναι προσχηματική η άρνηση του δεύτερου εναγόμενου να συμπράξει στην αυτούσια διανομή των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών, κυριότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, επικαλούμενος δήθεν αξιώσεις του σε βάρος της εταιρείας και του ομόρρυθμου εταίρου της, αφού απώτερος στόχος του είναι να υφαρπάξει δια πλειστηριασμού ολόκληρη την ακίνητη περιουσία της εταιρείας, ότι είναι εφικτή η αυτούσια διανομή των οριζόντιων ιδιοκτησιών, κυριότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, καθόσον δεν υφίστανται απαιτήσεις υπέρ ή κατά αυτής, ενώ η μοναδική οφειλή της είναι προς τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας και ανέρχεται στο ποσό των 5.281,44 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, επικαλούμενος την άρνηση του δεύτερου εναγόμενου να συμπράξει στην αυτούσια διανομή των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών, αλλά και την αδράνεια των διορισθέντων εκκαθαριστών της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι σε δήλωση βούλησης, ώστε να προβούν στη διενέργεια κάθε απαιτούμενης πράξης ενώπιον συμβολαιογράφου, οποιασδήποτε αρχής και τρίτου, προκειμένου να συντελεστεί η διανομή της ακίνητης περιουσίας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ήτοι των οριζόντιων ιδιοκτησιών – διαμερισμάτων υπό στοιχεία Δ2, Δ3 και Δ4 της οικοδομής που βρίσκεται στη …. Αττικής, επί της οδού ………….., ώστε να περιέλθουν στο μεν ενάγοντα η υπό στοιχεία Δ4 οριζόντια ιδιοκτησία και ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Δ3 οριζόντιας ιδιοκτησίας, στο δε δεύτερο εναγόμενο η υπό στοιχεία Δ2 οριζόντια ιδιοκτησία και ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Δ3 οριζόντιας ιδιοκτησίας, σε περίπτωση δε άρνησης των εναγόμενων να προβούν στη διανομή, να επιτραπεί στον ενάγοντα να προβεί ο ίδιος στη διανομή, της συναίνεσης των εναγόμενων αναπληρούμενης με την απόφαση που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 572/2019 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Με τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠΔ θεσμοθετείται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για εκπλήρωση υποχρέωσής του προς επιχείρηση νομικής πράξης, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι έγινε από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει τον οφειλέτη σε σχετική δήλωση βούλησης. Η αξίωση προς δήλωση βούλησης μπορεί να ορισθεί ως το δικαίωμα ορισμένου προσώπου να απαιτήσει από κάποιον άλλον την εκπλήρωση ορισμένης παροχής που συνίσταται σε δήλωση βούλησης, η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται από το άρθρο αυτό, αλλά από το ουσιαστικό δίκαιο, αποτελεί δε νομικό γεγονός το οποίο, είτε αυτοτελώς είτε συνδυαζόμενο με άλλα γεγονότα, παράγει έννομες συνέπειες. Επομένως, η αγωγή προς καταδίκη σε δήλωση βούλησης πρέπει να βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία δημιουργούν ενοχή. Η υποχρέωση προς δήλωση βούλησης είναι δυνατό να απορρέει είτε απ’ ευθείας από το νόμο (π.χ. άρθρα 338, 424, 734, 758, 788, 789, 790, 896, 1945 του ΑΚ), είτε από τη σύμβαση, την οποία ο νόμος (π.χ. άρθρα 166 και 361 του ΑΚ) εξοπλίζει με δεσμευτικότητα. Η διαφορά μεταξύ των δικαιοπρακτικών αξιώσεων προς δήλωση βούλησης από τις νόμιμες, είναι ότι οι τελευταίες πηγάζουν ευθέως από συγκεκριμένες διατάξεις νόμου, ενώ αντίθετα στις δικαιοπρακτικές, μεταξύ του νόμου και της γέννησης της αξίωσης μεσολαβεί ένα αυτοτελές νομικό γεγονός, που δημιουργεί την υποχρέωση προς δήλωση βούλησης, η δικαιοπραξία, η οποία καθίσταται έτσι άμεση πηγή αξίωσης, ενώ ο νόμος καταλήγει να είναι έμμεσος μόνο λόγος της. Η πρακτική σημασία της διαπίστωσης αυτής είναι ότι, για να γεννηθεί μια δικαιοπρακτική αξίωση προς δήλωση βούλησης, απαιτείται να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις κύρους του άμεσου παραγωγικού λόγου της, δηλαδή της δικαιοπραξίας στην οποία στηρίζεται, ενώ, αντίθετα, για να γεννηθεί μια νόμιμη αξίωση προς δήλωση βούλησης, απαιτείται και αρκεί η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής της διάταξης από την οποία απορρέει. Παραγωγικός λόγος αξιώσεων προς δήλωση βούλησης αποτελεί το προσύμφωνο (άρθρο 166 του ΑΚ), ήτοι η προκαταρκτική σύμβαση, με την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση εκ μέρους, είτε ενός μόνον συμβαλλομένου, είτε αμφοτέρων των συμβαλλομένων, προς σύναψη ορισμένης άλλης (οριστικής – κύριας) δικαιοπραξίας. Πλην του προσυμφώνου, παραγωγικό λόγο αξιώσεων προς δήλωση βούλησης αποτελούν και ορισμένες οριστικές δικαιοπραξίες αποκλειστικά ή προεχόντως περιουσιακού χαρακτήρα, που παράγουν αξιώσεις προς δήλωση βούλησης επίσης περιουσιακές, χαρακτηριστικό δε των νόμιμων αξιώσεων προς δήλωση βούλησης είναι, όπως προεκτέθηκε, ότι απορρέουν αμέσως από συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου και όχι από οποιονδήποτε δικαιοπρακτικό δεσμό μεταξύ των υποκειμένων των ιδρυομένων αξιώσεων. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι, εάν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, προέχουσα, δηλαδή, προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι η ύπαρξη ορισμένης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, η οποία πρέπει να απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο, καθώς το εν λόγω άρθρο δεν θεμελιώνει, αλλά προϋποθέτει ως δεδομένη την αξίωση προς δήλωση βούλησης από το ουσιαστικό δίκαιο, αυτό δε ρυθμίζει μόνο την πραγμάτωσή της αναγκαστικώς (ΑΠ 1919/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 335/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1511/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 499/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2291/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 56/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 555/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 165/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 765, 777, 781, 782 του ΑΚ και των άρθρων 22 και 23 του ΕμπΝ, οι οποίες εφαρμόζονται εν προκειμένω κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 που ορίζει ότι ο Ν. 4072/2012 εφαρμόζεται και στις εταιρείες που δεν τελούν σε εκκαθάριση ή πτώχευση κατά την έναρξη ισχύος του, στις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, μετά τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση, η οποία σκοπό έχει την ενέργεια των πράξεων εκείνων, που είναι αναγκαίες για να επιτευχθεί ο προσδιορισμός του ενεργητικού της εταιρικής περιουσίας, ώστε να προπαρασκευαστεί η διανομή του μεταξύ των εταίρων είτε εξωδίκως, είτε με την έγερση της περί διανομής αγωγής. Η εκκαθάριση αποσκοπεί στην περάτωση των νομικών σχέσεων, που προήλθαν από τη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας και ήταν εκκρεμείς, κατά το χρόνο της λύσης της. Οι εν λόγω σχέσεις ανάγονται: α) είτε σε σχέσεις μεταξύ της εταιρίας και των τρίτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εξωεταιρικές σχέσεις μεταξύ εταιρίας και εταίρων, που σ’ αυτήν την περίπτωση αντιμετωπίζονται σαν τρίτοι, β) είτε σε σχέσεις από την εταιρική σύμβαση μεταξύ των εταίρων ή μεταξύ εταίρων και εταιρίας, γ) είτε σε σχέσεις μεταξύ των εταίρων, ως προς το καθαρό προϊόν της εκκαθάρισης, δηλαδή την ενεργητική εταιρική περιουσία, που απομένει μετά την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων. Ο σκοπός της εκκαθάρισης έγκειται στη ρευστοποίηση του ενεργητικού, τη διαπίστωση και εξόφληση των χρεών της εταιρίας και στη συνέχεια στην απόδοση των εισφορών και στη διανομή του τυχόν υπολοίπου μεταξύ των εταίρων. Κατά τη διάρκεια του σταδίου της εκκαθάρισης, η ομόρρυθμη εταιρία λογίζεται υφιστάμενη για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, για την ενάσκηση δε των εν γένει αξιώσεων της, νομιμοποιείται μόνο η ίδια και όχι οι εταίροι της. Αυτοί μόνο μετά το πέρας της εκκαθάρισης μπορούν να ασκήσουν τις αξιώσεις τους κατά της εταιρίας ή κατά των συνεταίρων τους, από την εταιρική σχέση, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η αξίωση καταβολής μεριδίου από τα πραγματοποιηθέντα κέρδη της εταιρίας, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της. Εξάλλου, το στάδιο της εκκαθάρισης ομόρρυθμης εταιρίας δεν παύει, πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και εάν μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή. Κύριος των κερδών που πραγματοποιούνται, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρίας, είναι το νομικό πρόσωπο αυτής και επομένως μόνο κατ’ αυτού νομιμοποιείται παθητικά να στραφεί ο εταίρος για την καταβολή των κερδών, που του αναλογούν (ΑΠ 1036/2007 ΝΟΜΟΣ). Η ορθότητα της από τους εκκαθαριστές διανομής του προϊόντος της εκκαθάρισης, τόσο σχετικά με την έκταση του προϊόντος της εκκαθάρισης, που πρέπει να διανεμηθεί, όσο και με τις μερίδες των εταιρών στο προϊόν της εκκαθάρισης, μπορεί να αμφισβητηθεί από τους εταίρους, κατ’ ενάσκηση δικαιώματος από την εταιρική σχέση και στρέφεται κατά της εταιρείας, η οποία είναι ο οφειλέτης της απαίτησης των εταίρων στο προϊόν της εκκαθάρισης (ΑΠ 224/2016 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, εάν ο εταίρος έχει αξίωση κατά της εταιρίας και των συνεταίρων του από την εταιρική σχέση, δεν μπορεί να ασκηθεί απ’ αυτόν, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Και τούτο, διότι η αξίωσή του αυτή πρέπει να αποτελέσει κονδύλιο του λογαριασμού της εκκαθάρισης, από τα αποτελέσματα της οποίας θα κριθεί, αν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει ο καθένας από τους εταίρους, πράγμα αβέβαιο και άγνωστο όσο διαρκεί η εκκαθάριση (ΕφΘεσ 2919/2006 ΕπισκΕμπΔ 2007. 162). Έτσι, οι σχετικές αξιώσεις του εταίρου κατά της εταιρίας ή των λοιπών εταίρων από την εταιρική σχέση, αποτελούν κονδύλια του λογαριασμού της εκκαθάρισης και ελέγχονται, προκειμένου να κριθεί αν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει κάθε εταίρος, κατά τη διανομή, και δεν μπορούν να ασκηθούν αυτοτελώς, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης (ΕφΘεσ 197/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008. 589, ΕφΘεσ 2332/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006. 193, ΕφΘεσ 2528/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003. 1223). Κατ’ εξαίρεση μόνο μπορούν να ασκηθούν, και πριν από τη λήξη της εκκαθάρισης, αξιώσεις εταίρου από την εταιρική σχέση, εάν μ’ αυτές δεν παρεμποδίζεται ή εάν διευκολύνεται ο σκοπός της εκκαθάρισης, όπως συμβαίνει, όταν η σχετική αγωγή επιδιώκει την αναγνώριση και ικανοποίηση απαιτήσεων της εταιρίας και γενικά κατατείνει στη διαπίστωση και συγκέντρωση της εταιρικής περιουσίας και δεν επιφέρει διατάραξη ή διάρρηξη της εσωτερικής τάξης της εταιρίας (ΕφΑθ 3865/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2506/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 378/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 793/2002 ΔΕΕ 2002. 1253). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή κρίνεται νομικά αβάσιμη για τους ακόλουθους λόγους. Καταρχήν, τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, στο οποίο η αγωγή επιχειρείται να στηριχθεί, αφού τέτοια υποχρέωση των εναγόμενων να προβούν σε δήλωση βούλησης προς τον ενάγοντα, προκειμένου να συντελεστεί η διανομή της ακίνητης περιουσίας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ήτοι των οριζόντιων ιδιοκτησιών – διαμερισμάτων υπό στοιχεία Δ2, Δ3 και Δ4 της οικοδομής που βρίσκεται στη ………. Αττικής, επί της οδού ……….., δεν απορρέει απευθείας από το νόμο ή από σύμβαση, και συνεπώς, εφόσον το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή προς τούτο, δεν χωρεί και εξαναγκασμός των εναγόμενων κατ’ άρθρο 949 του ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα προφορική συμφωνία των ομόρρυθμων εταίρων της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ήτοι του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου, για αυτούσια μεταξύ τους διανομή των οριζόντιων ιδιοκτησιών, κυριότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, μετά το πέρας της εκκαθάρισης αυτής, εφόσον δεν περιβλήθηκε τον τύπο του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, άρθρο 166 του ΑΚ, δεν συνιστά παραγωγικό λόγο αξίωσης προς δήλωση βούλησης, κατ’ άρθρο 949 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία έχει λυθεί με εξώδικη καταγγελία που καταχωρήθηκε με αριθμό …../10.04.2002 στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και ως εκ τούτου η εταιρία αυτή, αμέσως μετά τη λύση της, τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη άρθρα 765, 777, 781, 782 του ΑΚ και 22 και 23 του ΕμπΝ, τα οποία εφαρμόζονται εν προκειμένω κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 που ορίζει ότι ο Ν. 4072/2012 εφαρμόζεται και στις εταιρείες που δεν τελούν σε εκκαθάριση ή πτώχευση κατά την έναρξη ισχύος του. Το στάδιο αυτό της εκκαθάρισης, το οποίο ακολούθησε υποχρεωτικά τη λύση της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, δεν φέρεται να έχει περατωθεί κατά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στην αγωγή εμπεριέχεται αίτημα αυτούσιας διανομής μεταξύ των ομόρρυθμων εταίρων της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ήτοι του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου, των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών, ως απομένοντος ενεργητικού της εταιρικής περιουσίας της πρώτης εναγόμενης, δεν μπορεί να προβληθεί αυτοτελώς κατά το παρόν χρονικό στάδιο, ήτοι πριν από την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, αφού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αξιώσεις εταίρου από την εταιρική σχέση μπορούν να ασκηθούν μόνο μετά το πέρας του σταδίου της εκκαθάρισης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι κρίνεται απορριπτέος ο προβαλλόμενος με τον δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η διαδικασία της εκκαθάρισης έχει ολοκληρωθεί, αφού αφενός έχουν παρέλθει είκοσι έτη περίπου από τη λύση της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, αφετέρου δεν υφίστανται απαιτήσεις υπέρ ή κατά αυτής, ενώ η μοναδική οφειλή της προς τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, ανερχόμενη στο ποσό των 5.281,44 ευρώ, έχει ήδη εξοφληθεί από τον ίδιο, καθόσον το στάδιο της εκκαθάρισης δεν δύναται να παύσει, πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις της εταιρείας, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Εν προκειμένω δε, υπό τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, κατά τη διάρκεια των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστώθηκε από τον τότε εκκαθαριστή ………….., η ύπαρξη απαιτήσεων του δεύτερου εναγόμενου σε βάρος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, για τις οποίες είχε ασκήσει αγωγή που εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, αλλά και σε βάρος του ενάγοντος ως ομόρρυθμου εταίρου, με αποτέλεσμα να μην περατωθεί η εκκαθάριση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο οδηγήθηκε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία παραδεκτώς συμπληρώνεται από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών – ενάγων με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εσφαλμένο εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό, κατά την άποψή του, από αυτό που έπρεπε να υπολογιστούν. Ως «ουσία της υπόθεσης» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ’ άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1688/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2193/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1637/2011 ΝΟΜΟΣ) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης. Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχεται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Αντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 84/2021 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 104/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 625/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 176/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 160/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των εναγόμενων (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), επέβαλε τα δικαστικά έξοδα αυτών, τα οποία καθόρισε στο συνολικό ποσό των 3.200,00 ευρώ, σε βάρος του ενάγοντος. Ο εκκαλών – ενάγων με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος του των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, επικαλούμενος ότι το ποσό των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων είναι υπερβολικό και ότι τα δικαστικά έξοδα έπρεπε να συμψηφισθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον δεύτερο εναγόμενο, αδελφό του, άλλως λόγω του ότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε. Ο λόγος αυτός ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Τούτο δε διότι ο εκκαλών – ενάγων δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή εάν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τους νικήσαντες αυτόν εφεσίβλητους – εναγόμενους, η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, αρχή της ήττας, επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος τα έξοδα των εφεσίβλητων – εναγόμενων, τα οποία καθόρισε, με βάση το άρθρο 189 παρ. 1 του ΚΠολΔ και το Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», καθώς και την αξία του αντικειμένου της ένδικης αγωγής, ενώ, άλλωστε, για τον προσδιορισμό αυτό, με βάση τις ως άνω διατάξεις, δεν παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων. Κατά την επιβολή δε αυτών των δικαστικών εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος – ενάγοντος, το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του και επί πλέον, τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (βλ. ΑΠ 99/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων-εναγόμενων, που νίκησαν στο ποσό αυτό των 3.200,00 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 10.02.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εφεσίβλητου – εναγόμενου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττωμένου εκκαλούντος – ενάγοντος, ο οποίος υπήχθη στο καθεστώς παροχής νομικής βοήθειας με την υπ’ αριθ. 11/2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσια δικηγόρο (άρθρα 106, 176 και 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ.1 του Ν. 3226/2004 «περί παροχής νομικής βοήθειας σε πρόσωπα χαμηλού εισοδήματος», κατά το οποίο «Η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος, καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά το νόμο αυτόν, το Δημόσιο»), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό (βλ. ΑΠ 163/2018 ΝΟΜΟΣ). Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί ως προς την πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη, καθόσον, ενόψει του ότι αυτή δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, ελλείπει δε και σχετικό αίτημά της. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την ερήμην δικασθείσα πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, ως προς το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης δεν διατάσσεται να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, για τον λόγο ότι ο εκκαλών – ενάγων έχει απαλλαγεί της καταβολής του, λόγω της παροχής σε αυτόν νομικής βοήθειας, κατ’ άρθρο 9 του Ν. 3226/2004 (βλ. ΕφΠειρ 70/2021 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 10.02.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 572/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εφεσίβλητου – εναγόμενου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 07.06.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ