Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 563/2018

Αριθμός   563/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,  και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την με αριθμό …… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ….. που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 12-1-2017 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο των εφεσιβλήτων (άρθρα 122 επ., 126 παρ.1, 127, 129, 139 επ. 226 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ). Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την ανωτέρω δικάσιμο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η διαδικασία όμως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ).

Η κρινόμενη από 28-3-2016 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. …..) έφεση της ενάγουσας της από 10-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 516/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία καθώς έχει ασκηθεί στις 28-3-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 5-4-2016, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού) και έχουν  κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της  με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, που ορίζει ότι ο κύριος η ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, συνάγεται ότι, ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς υπαιτίους σε τρίτον όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων, που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά αυτή δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση (ΑΠ 1325/07). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 297, 298, 330 και 914 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμελείας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και γ) ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου πρόσωπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 631/2015) .

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα υπό εκκαθάριση εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ήδη εκκαλούσα με την από 10-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με το καταστατικό της είχε οριστεί ο πρώτος των εναγομένων και ο ……… ως συνδιαχειριστές της οι οποίοι θα ενεργούσαν από κοινού στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας πράξεις διαχείρισης, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την ίδρυσή της (14-5-2003) ενώ με μεταγενέστερη απόφαση της γενικής της συνέλευσης στις 14-5-2006, η διαχειριστική τους εξουσία παρατάθηκε για χρονικό διάστημα πέντε ετών ήτοι μέχρι την 15-5-2011. Ότι ο πρώτος των εναγομένων, κατά παράβαση των οριζόμενων στο καταστατικό για την άσκηση της διαχειριστικής του εξουσίας, ζημίωσε την περιουσία της ενάγουσας κατά το ποσό των 171.489,11 ευρώ καθόσον προέβαινε σε αναλήψεις και μεταφορές χρηματικών ποσών από τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η ενάγουσα σε κατάστημα της δεύτερης εναγομένης τραπεζικής εταιρίας, χωρίς την παρουσία και την υπογραφή του δευτέρου συνδιαχειριστή ή πλαστογραφώντας την υπογραφή του τελευταίου κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι της δεύτερης εναγομένης αν και γνώριζαν τις διατάξεις του καταστατικού της ενάγουσας για την από κοινού διαχείριση της εταιρείας αφενός δέχθηκαν την ενεργοποίηση αλληλόχρεου λογαριασμού της ενάγουσας με ενέργειες μόνο του πρώτου των εναγομένων και αφετέρου παρέλειψαν κατά τις συναλλαγές που πραγματοποιούσε ο τελευταίος να ζητήσουν την σύμπραξη του συνδιαχειριστή ή α ελέγξουν με επιμέλεια την υπογραφή του καθόσον διέθεταν δείγμα υπογραφής. Ζητούσε δε με την ως άνω αγωγή της κατά το μέρος που εκκαλείται η απόφαση να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένα το συνολικό ποσό των 171.489,11 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την  εξόφλησης καθώς και να καταδικαστούν στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την συνεκκαλούμενη με αριθμό 898/2014 μη οριστική απόφασή του αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 72, 74, 298, 330, 345, 346, 481, 714, 748, 749, 754, 914, 926 του ΑΚ, 176, 907, 908, 946 του Κ.Πολ.Δ., 17, 18, 26, 44, 46, 49, ν. 3190/1955 ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης διατάσσοντας τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και στη συνέχεια με την με αριθμό 516/2016 οριστική του απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη των εναγομένων και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τον πρώτο των εναγομένων τον οποίο υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 62.447,72 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 20.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των 2.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή της η εκκαλούσα ενάγουσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που εκκαλείται, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της και να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια της ενάγουσας στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα ) και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλουμένη με αριθμό 898/2014 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, την με αριθμό ……… ένορκη βεβαίωση εξέτασης μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε µε επιµέλεια της ενάγουσας, τις με αριθμούς ……..εκθέσεις  πραγµατογνωµοσύνης των πραγματογνωμόνων που ορίστηκαν με την με προαναφερόμενη μη οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκοµίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάµει του με αριθμό …… συµβολαίου συστάσεως εταιρείας περιορισµένης ευθύνης της Συµβολαιογράφου Πειραιώς, …., που νόµιµα καταχωρήθηκε στα τηρούµενα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς και περίληψη του δηµοσιεύτηκε στο µε αριθµό … φύλλο του Δελτίου ΑΕ και ΕΠΕ της Εφηµερίδας της Κυβερνήσεως, συστήθηκε η εταιρεία περιορισµένης ευθύνης µε την επωνυµία «…..» με τον διακριτικό τίτλο «. …» με εταίρους τους …….. Με το ως άνω συµβόλαιο ορίσθηκε µεταξύ άλλων ότι το µετοχικό κεφάλαιο της εν λόγω εταιρεία; ανέρχεται στο ποσό των 28.200 ευρώ, διαιρούµενο σε εννιακόσια σαράντα (940) εταιρικά µερίδια, ονοµαστική; αξίας 30 ευρώ έκαστο, τα οποία (µερίδια) ανέλαβαν οι ανωτέρω εταίροι ως εξής: Ο …… ανέλαβε 235 εταιρικά µερίδια (µερίδα συµµετοχής 7.050 ευρώ), ο ……. ανέλαβε 235 εταιρικά µερίδια (µερίδα συµµετοχής 7.050 ευρώ), ο ……. ανέλαβε 235 εταιρικά µερίδια (µερίδα συµµετοχή; 7.050 ευρώ) και ο …… ανέλαβε 235 εταιρικά µερίδια (µερίδα συµµετοχής 7.050 ευρώ). Επίσης, σύµφωνα µε το καταστατικό, ορίστηκε ότι η διάρκεια της εταιρίας ήταν εικοσαετής, ενώ συνδιαχειριστές της ορίστηκαν για τρία έτη ο πρώτος εναγόµενος και ήδη πρώτος εφεσίβλητος και ο ήδη εκκαθαριστής ….., οι οποίοι θα ενεργούσαν από κοινού για λογαριασµό και στο όνοµα της εταιρείας που είχε έδρα τον Πειραιά και σκοπό της ήταν οι εισαγωγές, εξαγωγές και η εµπορία κατεψυγµένων προϊόντων. Στη συνέχεια με το με αριθμό …… συµβόλαιο της ιδίας ως άνω Συµβολαιογράφου, αποχώρησε από την εταιρεία ο εταίρος ….., πωλώντας και µεταβιβάζοντας τη µερίδα συµµετοχής του στην εταιρεία στους λοιπούς ως άνω εταίρους και συγκεκριμένα στον πρώτο εναγόµενο 79 µερίδια, συµµετέχοντας πλέον µε 314 µερίδια, στον νυν εκκαθαριστή ….. 78 µερίδια, συµµετέχοντας πλέον µε 313 µερίδια και στον ….. 73 µερίδια, συµµετέχοντας πλέον µε 313 µερίδια. Με την από 14-5-2006 απόφαση της γενικής συνέλευσης της ενάγουσας, αποφασίσθηκε η συνέχιση της από κοινού διαχείρισης του πρώτου εφεσιβλήτου … και του ήδη εκκαθαριστή ….για πέντε έτη ακόµα, και συγκεκριμένα µέχρι την 15-5-2011. Ήδη όμως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής οι ως άνω συνδιαχειριστές είχαν κατανείµει άτυπα τις αρµοδιότητες µεταξύ τους έτσι ώστε ο ήδη εκκαθαριστής να είναι υπεύθυνος για την προµήθεια των εµπoρευµάτων, την αποθήκευση και τη διάθεσή τους, ο δε πρώτος εφεσίβλητος για την ταµειακή τακτοποίηση των οικονοµικών υποχρεώσεων της εταιρείας. Συγκεκριµένα, ο πρώτος εφεσίβλητος, ο οποίο; ήταν λογιστής και σύµφωνα µε το άρθρο 32 του υπ’ αριθ. ….. καταστατικού της ενάγουσας της συµβολαιογράφου Πειραιά, …., προσέφερε αµισθί τις υπηρεσίες του ως λογιστής στην εταιρεία, είχε αναλάβει αποκλειστικά τη διαχείριση των εισπράξεων, είτε σε µετρητά, είτε σε επιταγές, όπως αυτές καταγράφονταν στο ηµερήσιο διπλότυπο φύλλο συναλλαγών της εταιρείας, µε την υποχρέωση να προβαίνει στην πληρωµή των πάσης φύσεως υποχρεώσεων της εταιρείας και να διεκπεραιώνει οποιαδήποτε συναλλαγή αυτής µε τις τράπεζες, συγχρόνως δε όφειλε να ενηµερώνει τα βιβλία της εταιρείας. Έτσι, ο συνδιαχειριστής …., αλλά και ο τρίτος εταίρος, ……, ενέκριναν την οικονοµική κατάσταση της εκκαλούσας, που τους παρουσίαζε ο πρώτος εφεσίβλητος χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, έχοντας απόλυτη εµπιστοσύνη στο πρόσωπό του και για χρονικό διάστημα από την ίδρυση της εταιρείας μέχρι το έτος 2008. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εφεσίβλητος στα πλαίσια άσκησης της ως άνω διαχειριστικής του εξουσίας είχε και τη συναίνεση του έτερου συνδιαχειριστή, …….., έχοντας την πεποίθηση ο τελευταίος ότι ο εφεσίβλητος ενεργούσε προς το συµφέρον της εταιρείας. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η οικονοµική κατάσταση της εκκαλούσας µέχρι και το έτος 2007 ήταν κερδοφόρα και αναµένονταν κέρδη και για το έτος 2008. Όµως, ο εφεσίβλητος στις 20-11-2008, ανακοίνωσε στους λοιπούς εταίρους ότι υφίσταται ταµειακή αδυναµία πληρωµής των υποχρώσεων της εκκαλούσας, προσδιορίζοντας µε ιδιόγραφο σηµείωµά του τις υποχρεώσες της εταιρείας που προέρχονταν από τραπεζικές επιταγές προµηθευτών, στο ποσό των 216.483 ευρώ ενώ οι λοιποί εταίροι ζήτησαν από τον εφεσίβλητο να ενηµερωθούν για την πορεία των οικονοµικών της εταιρείας και επίσης του ζήτησαν να τους παραδώσει τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία της εταιρείας προς έλεγχο. Όμως ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να παραδώσει τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας καθώς και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή µε το επίσηµο λογιστικό πρόγραµµα/πιστοποιηµένο σύστηµα τήρησης των οικονοµολογιστικών και φορολογικών βιβλίων της εταιρείας, τα οποία είχε µεταφέρει και τηρούσε στην οικία του, επικαλούµενος πιθανό κίνδυνο αλλοίωσης των στοιχείων τους από τους λοιπούς εταίρους. Από την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε δυνάμει της προαναφερόμενης μη οριστικής απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εκκαλούσα για τις χρήσεις των ετών 2007 και 2008 εµφάνιζε κέρδη ύψους 116.355,24 ευρώ και 128.258,82 ευρώ, αντίστοιχα, αφαιρουµένων δε των δαπανών για τα έτη 2007 και 2008, ύψους 48.318,95 ευρώ και 59.022,44 ευρώ, αντίστοιχα, τα κέρδη της εκκαλούσας  για τα έτη 2007 και 2008 ανέρχονταν σε 68.036,29 ευρώ και 69.236,38 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ κατά τις ανωτέρω χρήσεις δεν αντιµετώπιζε πρόβληµα ρευστότητας, καθόσον οι πελάτες της ήταν συνεπείς στις πληρωµές τους. Ωστόσο, ο εφεσίβλητος, ο οποίος ασκούσε ουσιαστικά µόνος του την οικονοµική διαχείριση της εταιρείας, ενεργώντας πέραν της συναίνεσης του συνδιαχειριστή ……., προέβαινε σε αφαιρέσεις χρηµατικών ποσών της ενάγουσας, είτε µε µεταφορά χρηµατικών ποσών στο λογαριασµό του, είτε µε απευθείας αναλήψεις µετρητών, καθώς και µε αναλήψεις µέσω εξαργυρώσεων επιταγών (ΚΑΡΝΕ), τα οποία δεν χρησιµοποιήθηκαν για πληρωµή υποχρεώσεων της εκκαλούσας με αντίστοιχη ζημία της τελευταίας. Συγκεκριμένα  αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών μετέφερε σε προσωπικό του λογαριασµό, συνολικά το ποσό των 29.477,82 ευρώ (βλ. σελ. 37 έκθεση λογιστικής πραγµατογνωµοσύνης), στο οποίο περιλαµβάνονται και οι αναφερόµενες στην αγωγή µεταφορές χρηµάτων, που πραγματοποιήθηκαν α) στις 8-12-2006, ποσού 13.000 ευρώ, β) στις 22-10-2007, ποσού 4.370 ευρώ, γ) στις 20-11-2007, ποσού 3.700 ευρώ και δ) στις 20-12-2007, ποσού 2.877,82 ευρώ. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος ανέλαβε µε εξαργύρωση (ΚΑΡΝΕ) επιταγών συνολικά το ποσό των 60.221,27 ευρώ (βλ. σελ. 37 έκθεσης λογιστικής πραγµατογνωµοσύνης), στο οποίο περιλαµβάνονται και οι αναφερόµενες στην κρινόµενη αγωγή αναλήψεις µε εξαργύρωση επιταγών που πραγματοποιήθηκαν α) στις 30-1-2007, ποσού 12.000 ευρώ, β) στις 26-3-2007, ποσού 13.000 ευρώ, γ) στις 2-4-2007, ποσού 10.500 ευρώ και δ) στις 31-8-2007, ποσού 3.000 ευρώ. Αντίθετα, οι αναλήψεις µετρητών στις οποίες προέβη ο εφεσίβλητος , ύψους 82.700 ευρώ κατά το έτος 2007, και οι αναλήψεις µετρητών, ύψους 51.500 ευρώ κατά το έτος 2008, αποδεικνύεται ότι χρησιµοποιήθηκαν για την πληρωµή υποχρεώσεων της εταιρείας (βλ. σελ. 40&41 έκθεσης λογιστικής πραγµατογνωµοσύνης). Όμως , ούτε από την έκθεση λογιστική; πραγµατογνωµοσύνης, ούτε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε σαφώς ότι το αιτούµενο µε την αγωγή ποσό των 20.041,82 ευρώ, που αφορά δάνειο (πίστωση δι΄ ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασµού), που έλαβε η εκκαλούσα από την δεύτερη εφεσίβλητη κατά το χρονικό διάστηµα από 8-12-2006 µέχρι 15-10-2007, δεν χρησιµοποιήθηκε για την πληρωµή υποχρεώσεων της εταιρείας, αλλά ότι το ιδιοποιήθηκε ο εφεσίβλητος . Άλλωστε, και οι αναλήψεις µετρητών, ύψους 82.700 ευρώ, που προέβη ο εφεσίβλητος εναγόµενος κατά το έτος 2007, δεν αναφέρονται σε αντίστοιχο λογαριασµό του ενιαίου λογιστικού σχεδίου, καθόσον δεν τηρούνταν, ωστόσο προκύπτει ότι στο λογαριασµό ………… της τράπεζας Πειραιώς, από την οποία η εκκαλούσα είχε επίσης δανειοδοτηθεί, είχαν κατατεθεί τις αντίστοιχες ηµεροµηνίες, αντίστοιχα ποσά µε εκείνα που αναλήφθηκαν για την πληρωµή υποχρεώσεων της εταιρείας. Εξάλλου, ο εφεσίβλητος δεν ήταν συνεπής στην ενηµέρωση των βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας, αφού, όπως διαπιστώθηκε από – τον πραγµατογνώµονα, τα στοιχεία, (περιγραφές παραστατικών, ήτοι τιµολογίων-δελτίων αποστολής), που ελλιπώς σε αριθµό είχαν καταχωρηθεί, παρουσίαζαν µεγάλες ελλείψεις στις καταχωρηµένες περιγραφές αυτών, ώστε σε πάρα πολλές περιπτώσεις να µην προσδιορίζεται η πράξη που περιγράφεται (π.χ. αριθµοί τιµολογίων, τραπεζικοί λογαριασµοί, επιταγές κλπ). Έτσι ο ισολογισµός χρήσης του έτους 2007, δεν απεικονίζει την πραγµατική εικόνα της εταιρείας, καθόσον πολύ µεγάλος αριθµός λογιστικών πράξεων, κυρίως εκείνων που αφορούν τα χρηµατοοικονοµικά της εταιρείας δεν έχουν καταχωρηθεί στο ενιαίο λογιστικό σχέδιο της εταιρείας µε αποτέλεσµα οι οικονοµικές καταστάσεις αυτής (ισολογισµός και αποτελέσµατα χρήσεως), οι οποίες στηρίζονται στην επεξεργασία αυτών των στοιχείων, δεν είναι αληθείς, το δε οικονοµικό αποτέλεσµα που περιγράφουν είναι ψευδές. Ειδικώτερα σύµφωνα µε τα καταχωρηµένα στοιχεία της εταιρείας και τις αναφορές στα στοιχεία τρίτων (EXTRAlT ΤΡΑΠEΖΩΝ) προκύπτει ότι η εκκαλούσα είχε ποσοστό καθαρού κέρδους 21% για την οικονοµική χρήση 2007 και 17% για την οικονοµική χρήση 2008. Για το λόγο αυτό, η ανακοίνωση του εφεσιβλήτου στις 20-11-2008 προς τους λοιπούς εταίρους ότι η εκκαλούσα αντιµετωπίζει οικονοµικά προβλήµατα δεν ανταποκρίνονταν στην πραγµατικότητα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος προέβη αφενός στην µεταφορά του συνολικού ποσού των 23.947;82 ευρώ από τον υπ’ αριθ. …….. λογαριασµό, που τηρούσε η εκκαλούσα ενάγουσα στην δεύτερη εφεσίβλητη στον με αριθμό …….. προσωπικό του λογαριασµό στην ίδια τράπεζα, αφετέρου στην ανάληψη συνολικού ποσού 38.500 ευρώ µε εξαργύρωση επιταγών, εκδόσεως της εκκαλούσας, µε σκοπό όχι να χρησιµοποιήσει τα ποσά αυτά για την πληρωµή υποχρεώσεων της τελευταίας στα πλαίσια της διαχειριστικής του εξουσίας και της συναίνεσης του έτερου συνδιαχειριστή, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνοµα, ενσωµατώνοντάς τα εντέλει στην περιουσία του προκαλώντας παράνοµα και υπαίτια, ισόποση ζηµία στην εκκαλούσα. Συνεπώς υποχρεούται λόγω της αδικοπραξίας του, να την αποζηµιώσει για την παραπάνω θετική της ζηµία, καταβάλλοντος της συνολικά το ποσό των 62.447,82  ευρώ, νοµιµοτόκως από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής µέχρις εξοφλήσεως. Ακόμη αποδεικνύεται ότι το ανωτέρω ποσό των 38.500 ευρώ, ο πρώτος εναγόµενος ανέλαβε µε εξαργύρωση τεσσάρων (4) επιταγών της δεύτερης εφεσίβλητης, εκδόσεως της ενάγουσας, υπογράφοντας ο ίδιος κάτωθι της σφραγίδας µε την εταιρική επωνυµία της ενάγουσας, ως συνδιαχειριστής, συγχρόνως δε θέτοντας και την υπογραφή του έτερου συνδιαχειριστή, ……., χωρίς να έχει προς τούτο τη συναίνεση του τελευταίου, πλαστογραφόντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υπογραφή του τελευταίου. Συγκεκριµένα, πρόκειται για τις με αριθμούς ……. επιταγές, που φέρεται ότι εκδόθηκαν στις 30-1-2007, στις 26-3-2007, στις 2-4-2007 και στις 31-8-2007, ποσού 12.000 ευρώ, 13.000 ευρώ, 10.500 ευρώ και 3.000 ευρώ, αντίστοιχα, εις διαταγήν του εφεσιβλήτου οι τρεις πρώτες εξ αυτών και …… (συζύγου του εφεσιβλήτου ) η τελευταία εξ αυτών, στις οποίες η υπογραφή του συνδιαχειριστή …….., που έχει τεθεί κάτωθι της εταιρικής επωνυµίας της ενάγουσας, προέκυψε από την γραφολογική πραγµατογνωµοσύνη ότι είναι πλαστή και έχει χαραχθεί από τον εφεσίβλητο. Το ίδιο διαπιστώθηκε  και για την υπογραφή του ………. η οποία έχει τεθεί κάτωθι της σφραγίδας µε την εταιρική επωνυµία της εκαλούσας : α) στην από 8-12-2006 έγγραφη εντολή της εκαλούσας προς την εφεσίβλητη για µεταφορά ποσού 13.000 ευρώ από τον λογαριασµό όψεως της εταιρείας µε αριθµό ……. στον τρεχούµενο λογαριασµό του εφεσιβλήτου µε αριθµό ……. και β) στο από 20-12-2007 µηχανογραφηµένο έντυπο της εφεσίβλητης µε αντικείµενο τη χορήγηση ποσού 2.877,82 ευρώ. Σύµφωνα δε µε το πόρισµα της με αριθμό …. έκθεσης γραφολογικής πραγµατογνωµοσύνης οι ανωτέρω υπογραφές δεν έχουν χαραχθεί από τον ….., αλλά συνιστούν προϊόντα χάραξης του εφεσιβλήτου , ο οποίος προσπάθησε, πλην όµως ανεπιτυχώς να αποδώσει “κατ ‘ελεύθερη αποµίµηση” κάποια γνήσια υπογραφή του ……….., που είχε υπόψη του. Ωστόσο, από τη συγκρητική εξέταση και αντιπαραβολή των δειγµατικών γραφών του ….. και του εφεσιβλήτου, που πραγµατοποίησε ο πραγµατογνώµονας, διαπιστώθηκε ότι αµφότεροι σχηµατίζουν ορισµένους από τους υπό έλεγχο γραµµατικούς χαρακτήρες, µε παρόµοια µορφή και δοµή, ήτοι οι συγκεκριµένοι γραµµατικοί χαρακτήρες παρουσιάζουν σηµαντική οµοιότητα στη µορφή και στον τρόπο απόδοσής τους, τόσο µε τους αντίστοιχους χαρακτήρες του ….. όσο και µε εκείνου του …….. Οι δε διαφορές µεταξύ των επίδικων υπογραφών και των γνήσιων υπογραφών του … εντοπίζονται: 1) στο συνολικό τους µέγεθος καθώς και στο µέγεθος των χαρακτήρων τους, 2) στην απόδοσή τους κατά τρόπο σταθερό µε ελαφρά προς τα δεξιά κλίση, σε αντίθεση µε τις γνήσιες δειγµατικές, η κλίση των οποίων είναι ασταθής, 3) στην καλύτερη ποιότητα χάραξης από εκείνη των γνήσιων δειγµατικών υπογραφών και στην απόδοσή τους κατά τρόπο ταχύτερο και ευχερέστερο από εκείνες, 4) στην ασθενή γραφική πίεση κατά την απόδοση των επίδικων υπογραφών, σε αντίθεση µε εκείνη των γνήσιων δειγµατικών υπογραφών, η οποία είναι µέσης έντασης, 5) στις µεσογραµµατικές αποστάσεις των χαρακτήρων των επίδικων υπογραφών, που είναι κατά κανόνα µικρές, σε αντίθεση µε τις γνήσιες υπογραφές στις οποίες είναι κατά κανόνα µεγαλύτερες, 6) στη θέση εγχάραξης των επίδικων υπογραφών σε σχέση µε τις υπάρχουσα; στο συγκεκριµένο γραφικό πεδίο (θέση “εκδότη” επιταγών) του εφεσιβλήτου, η οποία διαφοροποιείται σαφώς από τη θέση των γνήσιων δειγµατικών υπογραφών του … ….. επί των δειγµατικών επιταγών, όπου επικρατούν ανάλογες συνθήκες χάραξης, 7) στην έκταση που έχουν καταλάβει οι επίδικες υπογραφές στο συγκεκριµένο γραφικό πεδίο η οποία διαφοροποιείται σαφώς από την έκταση που έχουν καταλάβει οι γνήσιες δειγµατικές υπογραφές του …. επί των δειγµατικών επιταγών, όπου επικρατούν ανάλογες συνθήκες χάραξης, 8) στη σαφή διαφοροποίηση στο προκαταληκτικό τµήµα των επίδικων επιταγών του τρόπου σύνδεσης του γραµµατικού χαρακτήρα “α” µε τον αµέσως επόµενο σχηµατισµό και της µορφής του σχηµατισµού αυτού σε σχέση µε τις γνήσιες υπογραφές του ….., 9) στη σαφή διαφοροποίση του καταληκτικού µορφώµατος των επίδικων υπογραφών στη µορφή και τον τρόπο σχηµατισµού του από εκείνο των γνησίων υπογραφών του …….και 10) στη σαφή διαφοροποίηση του µεγέθους, της φοράς και της πορείας της καταληκτικής γράµµωσης από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των γνησίων υπογραφών του ……… Εντούτοις, οι ανωτέρω σαφείς, κατά τον πραγµατογνώµονα, διαφοροποιήσεις, στις οποίες αυτός κατέληξε έχοντας στη διάθεσή του ένα ποσοτικά επαρκές και ποιοτικά κατάλληλο δειγµατικό-συγκριτικό υλικό, το οποίο ο αρµόδιος για την πληρωµή υπάλληλος της δεύτερης εναγοµένης δεν διέθετε, προϋποθέτουν σαφώς εξιδιασµένη επιµέλεια και ειδικές γνώσει; γραφολόγων ή ειδικού πραγµατογνώµονα για να εντοπιστούν, όταν µάλιστα τέσσερις από τους οκτώ γραµµατικούς χαρακτήρες του επωνύµου “…….” , ήτοι οι “Μ, ε, σ, α” παρουσίαζαν σηµαντική οµοιότητα στη µορφή και στον τρόπο απόδοσής τους µε τους αντίστοιχους χαρακτήρες του …….. Εποµένως, ο αρµόδιος για την πληρωµή των επίδικων επιταγών και τη µεταφορά των 13.000 και 2.877,82 ευρώ υπάλληλος της εφεσίβλητης , που στερείται ειδικών γνώσεων γραφολόγου, δεν µπορούσε από την οπτική εµφάνιση των επίδικων επιταγών, της από 8-12-2006 έγγραφης εντολής της εκκαλούσας και του από 20-12-2007 µηχανογραφηµένου εντύπου της εφεσίβλητης να αντιληφθεί, ακόµη και αν προέβαινε σε στοιχειώδη έλεγχο της γνησιότητας της υπογραφής, ότι η υπογραφή του …….είχε πλαστογραφηθεί, Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν τον βαρύνει ουδεμία αμέλεια και συνακόλουθα η εφεσίβλητη, προστήσασα τράπεζα; δεν ευθύνεται για την απόδοση στην εκκαλούσα των χρηµάτων που ανέλαβε και υπεξαίρεσε ο εφεσίβλητος πλαστογραφόντας την υπογραφή του έτερου συνδιαχειριστή …….., από τον τραπεζικό της λογαριασµό. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια απορρίπτοντας την αγωγή ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη ως αβάσιμη και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο ως κατ΄ουσίαν βάσιμη με την υποχρέωση να καταβάλει στην εκκαλούσα το συνολικό ποσό των   62.447,82 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την  εξόφληση δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση  των  αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της έφεσής της  παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Ακόμη, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρού­σας από τον ερημοδικαζομένο πρώτο των εφεσιβλήτων  (άρθρα 501,502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του πρώτου των εφεσιβλήτων και αντιμωλία της δεύτερης των εφεσιβλήτων την από 28-3-2016 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. …..) έφεση της ενάγουσας της από 10-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 516/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της  παρούσας από τον πρώτο των εφεσιβλήτων στο ποσό των 250 ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της έφεσής της των  παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   18 Ιανουαρίου 2018.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   12 Σεπτεμβρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Γεώργιο Βερούση και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων δικηγόρων  της εκκαλούσας και της δεύτερης εκ των εφεσιβλήτων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ