ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός απόφασης 296/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Α) Εκκαλούντων: 1) ………….., 2) …………., οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρος τους, Γεώργιο Φύκηρη [Π. ΦΥΚΗΡΗΣ- Γ. ΦΥΚΗΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ],
Εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «………», πρώην με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……, η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο ………. Ιρλανδίας (…………), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………….., δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων του ν. 3156/2003, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β) Αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» και διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα την Αθήνα, ………… (με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. ………. και ΑΦΜ ……….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών), ως νόμιμα εκπροσωπείται, υπό την ιδιότητά της ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015 και την υπ’ αριθ. 118/2017 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύουν σήμερα, ως μη δικαιούχου διαδίκου, εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας, δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. ……./22-7-2020 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο 11, της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………..» με έδρα το …….. Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ……. και δ/νση ………..), ως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», με έδρα τον Δήμο Αθηναίων, δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Γιαννούλη [ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ]
ΥΠΕΡ της εταιρείας με την επωνυμία “………..”, η οποία εδρεύει στο …. Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου …. και διεύθυνση ………..) και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ και του άρθρου 61 του ν. 4548/2018, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», με έδρα την Αθήνα, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………. και ΑΦΜ ……….., νομίμως εκπροσωπούμενη, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………. και ΑΦΜ ……….., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας (Διασπώμενης) δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία- πιστωτικό ίδρυμα (Επωφελούμενη), εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. 139241/30-12-2020 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμούς πρωτ. …/30-12-2020 και …../30-12-2020 ανακοινώσεις, που δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,
Των καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση: 1) …………. και 2) ……….., οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Φύκηρη [Π. ΦΥΚΗΡΗΣ- Γ. ΦΥΚΗΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Οι υπό στοιχ. Α εκκαλούντες- Β καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση άσκησαν ενώπιον το Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η 3637/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι ανακόπτοντες και ήδη υπό στοιχ. Α εκκαλούντες- Β καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση με την από 16.7.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. ………./2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 3.11.2022 και μετ’ αναβολή η 5.10.2023, όταν λόγω της διενέργειας των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023 και της κατόπιν της υπ’ αριθ. 74/2023 πράξης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς αναστολής μέρους των εργασιών του Δικαστηρίου, δεν εισήχθη προς συζήτηση η έφεση και με την υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίες του ως άνω Δικαστηρίου επαναπροσδιορίσθηκε η συζήτησή της για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Περαιτέρω, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ήδη υπό στοιχ. Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 4.3.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2022) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 3.11.2022, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5.10.2023, πλην όμως τότε δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας και δη λόγω της αναστολής των εργασιών του Εφετείου Πειραιά κατά το διάστημα από 4.10.2023 έως 11.10.2023 ένεκα της διεξαγωγής των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023 και με την υπ’ αριθ. 81/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η έφεση και η πρόσθετη παρέμβαση, στην τελευταία αυτή δικάσιμο, συνεκφωνήθηκαν από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων, της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση και συνεκδίκαση: α) η από 16.7.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων ……………. και …….. ……… κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………» ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο …. Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “………..” προς εξαφάνιση της 3637/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων απέρριψε την από 7.9.2020 (με αριθ. κατ. ………/2020) ανακοπή των εκκαλούντων κατά της εφεσίβλητης και β) η ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 4.3.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. ……./2022) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας «………….» ως μη δικαιούχου διαδίκου, εντολοδόχου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας της εδρεύουσας στο ………………… Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «…………..» υπέρ της εταιρείας με την επωνυμία “…………” και κατά των ως άνω εκκαλούντων. Κατά την εκφώνηση της έφεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα. Αντίστοιχα, κατά την εκφώνηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης στη σειρά της από το ίδιο πινάκιο η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα. Σε ό,τι αφορά την πρόσθετη παρέμβαση σημειώνεται ότι αυτή είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 3.11.2022, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5.10.2023, πλην όμως τότε δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας και δη λόγω της αναστολής των εργασιών του Εφετείου Πειραιά κατά το διάστημα από 4.10.2023 έως 11.10.2023 ένεκα της διεξαγωγής των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023 και με την υπ’ αριθ. 81/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1 εδ.α΄ και 215 παρ. 1 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να λάβει χώρα μέχρι περατώσεως της δίκης με αμετάκλητη απόφαση, ασκείται δε κατά τις περί αγωγής διατάξεις και κοινοποιείται σε όλους τους αρχικούς διαδίκους, ήτοι γίνεται κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και κοινοποίηση του δικογράφου της σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους. Χωρίς την πραγματοποίηση της δεύτερης αυτής διατύπωσης η άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης δεν έχει ολοκληρωθεί και συνακόλουθα δεν υφίσταται ακόμη παρέμβαση, με την έννοια που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 81 ΚΠολΔ, ούτε επέρχεται κάποια έννομη συνέπεια στη διαδικασία της δίκης. Επομένως, είναι παραδεκτή στην κατ’ έφεση δίκη η πρόσθετη παρέμβαση, εάν όμως αυτή δεν επιδόθηκε σε όλους τους αρχικούς διαδίκους της κύριας δίκης, που αναφέρονται στο δικόγραφο της, υπέρ των οποίων και κατά των οποίων ασκήθηκε αλλά μόνο σε ορισμένους εκ των διαδίκων τούτων, τότε δεν θεωρείται ότι οι τελευταίοι μετέχουν στην κατ’ έφεση δίκη με αυτήν την ιδιότητα και τυχόν εισαγομένης προς συζήτηση καθίσταται απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ελλείψει προδικασίας (ΑΠ 1420/2005 Δνη 2006.181, ΑΠ 863/1999 ΕΕΝ 2000.722, ΑΠ 1791/1998 ΕΕΝ 2000.319, Μον ΕφΠειρ 192/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 303/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.316, ΕφΑθ 137/2007 ΝοΒ 2007.1850, Εφ.Αθ 2199/1992 Δνη 1993.217, ΕφΠειρ 672/1992 ΕπΝαυτΔ 1992.481, Εφ.Δυτ.Μακ 17/2011 στην ΤΝΠ Νόμος, και Δεληκωστόπουλος – Σινανιώτης: ΕρμΚΠολΔ, Τόμ.Α΄, ΣΕΛ. 234, Κεραμεύς, Αστ.Δικον.Δ/1986, σελ. 203 και 272, ΑΠ 1104/1980 ΝοΒ 29/503 επ., ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο 6η έκδοση Χαρούλα Απαλαγάκη, άρθ. 622 σελ. 2000, άρθρο 81 σελ. 308-312). Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη από 4.3.2022 εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 23.3.2022, πλην όμως όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα ………../24.10.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………. επίδοση ακριβούς αντιγράφου της πρόσθετης παρέμβασης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στην αρχική δικάσιμο δεν έγινε στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση εταιρεία με την επωνυμία “……..” που εδρεύει στο ………………… Ιρλανδίας, αλλά στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …….. και ΑΦΜ …….. ως καθολική διάδοχο της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «…………» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……… και ΑΦΜ ………., μετά τη διάσπαση της τελευταίας (διασπώμενης) δια της απόσχισης το κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος (επωφελούμενης), που όμως δεν ταυτίζεται με την υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση. Μάλιστα η αρμόδια για την παραλαβή υπάλληλος της «………..» ……….. παρέλαβε το ως άνω δικόγραφο με τη σημείωση «παραλαμβάνεται από υπάλληλο ή δικηγόρο της …………., με κάθε επιφύλαξη, καθώς θα πρέπει να διαπιστωθεί, εάν η έννομη σχέση στην οποία αφορά έχει μεταβιβαστεί στην …………. .». Επομένως, ως προς την υπέρ ης δεν ολοκληρώθηκε η άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης, η οποία για τον λόγο αυτό τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει τήρησης της προδικασίας. Σε ό,τι αφορά την ένδικη έφεση, από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του δικογράφου της προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο αυτής με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου της 3.11.2022 και κλήση για συζήτηση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη στις 23.7.2021 σύμφωνα με επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……………… Κατά την παραπάνω δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε εκ του πινακίου με πλασματική κλήτευση της εφεσίβλητης κατά τις διατάξεις των άρθρων 498 παρ.2 και 226 παρ.4 ΚΠολΔ για τη δικάσιμο της 5.10.2023, όταν λόγω της διενέργειας των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023 και της κατόπιν της υπ’ αριθ. 74/2023 πράξης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς αναστολής μέρους των εργασιών του Δικαστηρίου, δεν εισήχθη προς συζήτηση η έφεση και με την υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίες του ως άνω Δικαστηρίου επαναπροσδιορίσθηκε η συζήτησή της για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η δε εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ίσχυσε ως κλήτευση όλων των διαδίκων, με την αναζήτηση της νέας δικασίμου να γίνεται με τον γενικό αριθμό κατάθεσης στην πύλη των ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων (solon.gov.gr). Επομένως, η εφεσίβλητη έχει νομίμως κλητευθεί και η διαδικασία ως προς αυτή προχωρεί σαν να ήταν κι αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 ΚΠολΔ. Επιπλέον, οι εκκαλούντες προσκόμισαν εμπρόθεσμα για το παραδεκτό της συζήτησης κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ.3 ΚΠολΔ, αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου της ένδικης ανακοπής, τις πρωτόδικες προτάσεις της καθ’ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητης), καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. Περαιτέρω, η ως άνω έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ για να δικαστεί ως πρωτοδίκως με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ στις 20.7.2021 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη δημοσιεύθηκε στις 25.11.2020, χωρίς να αποδεικνύεται επίδοση αυτής από τον ένα διάδικο στον άλλο και χωρίς να έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της διετίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης έως την άσκηση της κατ’ αυτής έφεσης. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ……………….. e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του παράβολου και την από 20.7.2021 απόδειξη εξόφλησης e-παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς).
Με την από 7.9.2020 ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι νυν εκκαλούντες στρεφόμενοι κατά της νυν εφεσίβλητης ζήτησαν να ακυρωθεί η σε βάρος τους υπ’ αριθ. ……./2.7.2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά . ……….., ισχυριζόμενοι ότι η εν λόγω έκθεση κατάσχεσης στηρίζεται στην υπ’ αριθ. …………../2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αποτελεί απόλυτα άκυρο εκτελεστό τίτλο επειδή: 1) η υπογράφουσα την αίτηση για την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής δικηγόρος Αθηνών, …………… δεν επικαλέστηκε, ούτε προσκόμισε την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 94 παρ.1, 96 παρ.1 και 104 ΚΠολΔ πληρεξουσιότητα προς αυτήν από την αιτούσα τράπεζα, 2) από τον επισκόπηση των προσκομισθέντων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας τράπεζας [τα οποία- δυνάμει του 5.12 όρου έγκυρης δικονομικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων στην υπ’ αριθ. 0010-………………. σύμβαση στεγαστικού δανείου (μετά των πρόσθετων πράξεων αυτής) αποτελούν απόδειξη υπέρ της τράπεζας] δεν αποδεικνύεται εγγράφως το σύνολο της απαίτησης που επιδικάστηκε με τη διαταγή πληρωμής λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος αποδεικτικής ισχύος των αποσπασμάτων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, 3) η υπ’ αριθ. ……./2018 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε παρά το αβέβαιο και ανεκκαθάριστο της απαίτησης και της ύπαρξης όρων (ειδικότερα αναφέρεται στον συμβατικό όρο 5.3 που παρέχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης από την τράπεζα και κήρυξης του συνόλου του δανείου ληξιπρόθεσμου και απαιτητού σε περίπτωση καθυστέρησης δύο τοκοχρεωλυτικών δόσεων), οι οποίοι είναι άκυροι και καταχρηστικοί ως γενικοί όροι συναλλαγών καθόσον δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλόμενων και αφενός μεν διαταράσσουν την ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων εις βάρος των ανακοπτόντων, αφετέρου δε παραβιάζουν την αρχή της διαφάνειας, 4) δεν μνημονεύονται στην διαταγή πληρωμής οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι κατά ποσό ορισμένο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους παραπάνω λόγους ανακοπής ως απαράδεκτους, καθόσον βάλλουν κατά της υπ’ αριθ. ………./2018 διαταγής πληρωμής και καλύπτονται από το δεδικασμένο, με το οποίο αυτή (διαταγή πληρωμής) έχει ήδη εξοπλιστεί. Ότι ειδικότερα από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψε ότι μετά από σχετική αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» εκδόθηκε σε βάρος των ανακοπτόντων η υπ’ αριθ. …………../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάσσονται οι τελευταίοι να καταβάλουν- εις ολόκληρον έκαστος- στην πρώτη το συνολικό ποσό των 118.317,12 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως υπόλοιπο οφειλής εκ της προαναφερόμενης σύμβασης στεγαστικού δανείου και των πρόσθετων πράξεων αυτής που καταρτίστηκε μεταξύ της παραπάνω τράπεζας ως δανείστριας και των ανακοπτόντων ως συνοφειλετών. Ότι επικυρωμένο αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της επίμαχης διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτής από 9.7.2018 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους εδώ ανακόπτοντες, με επιμέλεια της ανωτέρω τράπεζας, για πρώτη φορά στις 13.7.2018, πλην όμως οι ανακόπτοντες δεν άσκησαν εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών την ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία (προθεσμία) έτσι παρήλθε άπρακτη. Ότι ακολούθως, στις 23.6.2020 επιδόθηκε σε αυτούς για δεύτερη φορά με επιμέλεια της ήδη καθ’ ης η ανακοπή εταιρείας (η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο ………………… Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “………….”, ειδικής διαδόχου της «………..», υπέρ της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής) αντίγραφο της διαταγής αυτής πληρωμής με την κάτωθι αυτής από 19.6.2020 (δεύτερη) επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία [τα δικαιώματα της οποίας ενασκούνται κατ’ άρθρο 1 παρ.1 εδ. γ’ του ν. 4354/2015 από την ίδια (καθ’ης)] το συνολικό ποσό των 122.136,68 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, συγκοινοποιώντας τους ταυτόχρονα και τα κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ νομιμοποιητικά έγγραφα. Ότι ωστόσο οι ανακόπτοντες δεν άσκησαν και πάλι εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών την ανακοπή του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ, η οποία (προθεσμία) ομοίως παρήλθε άπρακτη, με αποτέλεσμα η υπ’ αριθ. …………/2018 διαταγή πληρωμής να αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 633 παρ.2 τελ. εδ. ΚΠολΔ). Ότι ακολούθως, στις 2.7.2020, δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής από 19.6.2020 επιταγής προς πληρωμή, με επίσπευση της καθ’ης και για την ικανοποίηση της ως άνω συνολικής απαίτησης της αλλοδαπής εταιρείας (ως ειδικής διαδόχου), ήτοι για το ποσό των 122.136,68 ευρώ επιβλήθηκε κατάσχεση σε βάρος των ανακοπτόντων επί των περιγραφόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών τους στο …… Αττικής και ορίστηκε ηλεκτρονικός πλειστηριασμός. Ότι μετά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη ότι η αλλοδαπή εταιρεία “………” [της οποίας τη διαχείριση των απαιτήσεων (μεταξύ των οποίων και της επίδικης) έχει αναλάβει η καθ’ης η ανακοπή] αποτελεί ειδική διάδοχο της τραπεζικής εταιρείας «. …………….», και δεσμεύεται, κατ’ άρθρο 325 ΚΠολΔ, από το δεδικασμένο που παράγεται από την υπ’ αριθ. …………/2018 διαταγή πληρωμής, που έχει εκδοθεί υπέρ της παραπάνω τράπεζας και σε βάρος των εδώ ανακοπτόντων, καθίσταται απαράδεκτη η προβολή των προβληθέντων λόγων με την ένδικη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (άρθρα 933 παρ.4, 330 και 633 παρ.2 εδ.γ’ ΚΠολΔ), καθόσον βάλλουν ευθέως κατά διαταγής πληρωμής και μπορούσαν να είχαν προταθεί από τους ανακόπτοντες, με την άσκηση εμπρόθεσμης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ ή του άρθρου 633 ΚΠολΔ, μετά την επίδοση σε αυτούς δύο φορές της επίμαχης διαταγής πληρωμής, που ωστόσο αυτοί δεν άσκησαν.
Με την υπό κρίση έφεση οι εκκαλούντες επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μη ορθή εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας και εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλούμενης, ζητούν με βάση τους δύο λόγους που αναπτύσσουν στο εφετήριο, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να ακυρωθεί η ως άνω υπ’ αριθ. …………./2.7.2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης στη δικαστική τους δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Ειδικότερα, στον πρώτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες διαλαμβάνουν ότι από την επισκόπηση της ως άνω υπ’ αριθ. …………./2.7.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, η οποία τους επιδόθηκε στις 3.7.2020 προκύπτει ότι ορίσθηκε πλειστηριασμός την 10.2.2021, ήτοι επτά μήνες και οκτώ ημέρες μετά την περάτωση της κατάσχεσης που έλαβε χώρα την ημερομηνία της σύνταξής της, στις 2.7.2020, πλην όμως συμπεριλήφθηκε για τον υπολογισμό του υποχρεωτικού επταμήνου που πρέπει να μεσολαβεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 στοιχ.ε’ ΚΠολΔ για τον ορισμό της ημέρας του πλειστηριασμού και το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, καίτοι η παραπάνω επτάμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου. Τούτο δε κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ- σύμφωνα με την οποία το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες που καθορίζονται περιοριστικά στη διάταξη αυτή- και στην παραπάνω περίπτωση, καίτοι δεν προβλέπεται σε αυτήν, όπως σε εκείνη του άρθρου 954 παρ.2 στοιχ.ε’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 ν. 4335/2015. Ότι επομένως, όλως εσφαλμένως προσδιορίστηκε με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας ο πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας των εκκαλούντων- ανακοπτόντων για την 10.2.2021 κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 940Α ΚΠολΔ και γι’ αυτό πρέπει η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης να ακυρωθεί.
Από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης από 7.9.2020 ανακοπής προκύπτει ότι δεν περιλαμβανόταν σε αυτή λόγος ανακοπής με το παραπάνω περιεχόμενο, ώστε να μπορούν οι ανακόπτοντες- ήδη εκκαλούντες να τον επαναφέρουν με λόγο έφεσης, παραπονούμενοι για την απόρριψή του. Ειδικότερα, σχετικά με τη δυνατότητα του ανακόπτοντος του άρθρου 933 ΚΠολΔ να προτείνει νέους λόγους ανακοπής με το δικόγραφο της έφεσης, επισημαίνονται τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση και επομένως λόγοι, που δεν περιέχονται στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν με τρόπο διαφορετικό, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας δίκης (ΑΠ 531/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ενόψει του ότι ως λόγος έφεσης μπορεί να προταθεί παραδεκτά, όχι οποιοδήποτε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά μόνον εκείνο στο οποίο θεμελιώνεται το διατακτικό της, στο πλαίσιο της δίκης περί την εκτέλεση αποκλείεται η προβολή για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό λόγου ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, που δεν είχε προταθεί και ως λόγος ανακοπής, κύριος ή πρόσθετος (ΑΠ 1297/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1390/2006 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 660/2005 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 490/2004 ΕλλΔνη 2006. 476, ΑΠ 1489/2002 ΕλλΔνη 2004. 749, ΕφΑθ 3078/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΚρητ 13/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας [-Π. Μάζης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 933, αριθ. 24, σελ. 217, ττρβλ. ΑΠ686/2018 ΧρίΔ 2019. 371), καθώς στην περίπτωση αυτή ο λόγος της έφεσης θα είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η πλημμέλεια, που με αυτόν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση, αποκλείεται να επέδρασε στο διατακτικό της, αφού επ’ αυτού, ως μη προταθέντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απεφάνθη. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ασχέτως δηλαδή του εάν ο λόγος είναι οψιγενής ή προαποδεικνύεται, καθόσον ο λόγος ανακοπής επέχει θέση ιστορικής βάσης αγωγής και η βραδεία προβολή του δεν αντιμετωπίζεται από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδ. α και 224 ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως η δυνατότητα καθυστερημένης πρότασης νέου λόγου ανακοπής για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη θα παραβίαζε α) τις δικονομικές αρχές των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της τήρησης προδικασίας, που θεμελιώνονται αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 111 ΚΠολΔ (Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, σελ. 463), β) τη διάταξη του άρθρου 525 ΚΠολΔ, που αποτελεί εκδήλωση της πρώτης από τις ανωτέρω αρχής (Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 717) και κατά την οποία αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης δεν μπορεί να αποτελέσει αίτηση, που δεν υποβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, γ) τη διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που προσδιορίζει τον τρόπο παραδεκτής προβολής νέων λόγων ανακοπής και δ) τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σελ. 217 επ.). Η τελευταία διάταξη, που οφείλει την ύπαρξή της, αφενός, στην πλειονότητα των ελαττωμάτων, που ενδέχεται να βαρύνουν την ίδια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και, αφετέρου, στον περιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε μόνους τους ισχυρισμούς (αντιρρήσεις) που προτάθηκαν με ανακοπή κατ’ αυτής και κρίθηκαν, καθιστά υποχρεωτική την αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των περισσότερων λόγων ανακοπής, που αποτελούν ταυτόχρονα και περισσότερα αντικείμενα δίκης, αφού καθένας τους συνιστά κατ’ ουσίαν ιδιαίτερη και αυτοτελή ανακοπή. Ως εκ τούτου η διάταξη της απόφασης, που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο ανακοπής, συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και αν ο λόγος δεν προταθεί με την ανακοπή ή με δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων δεν δημιουργείται κεφάλαιο, ώστε να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό με την έφεση (ΜονΕφΑθ 8/2023 στην ΤΝΠ Νόμος που ομοίως παραπέμπει στην ΜονΕφΠειρ 425/2021 δημ. στην efeteio-peir.gr και στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, ο οποίος προς εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης στηρίζεται σε φερόμενη πλημμέλεια της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, που όμως η πλημμέλεια αυτή δεν είχε προταθεί με σχετικό λόγο της ένδικης ανακοπής, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της ένδικης από 7.9.2020 ανακοπής τους. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι από την επισκόπηση της από 17.5.2018 αίτησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………………….» ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά παραδοχή της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……………../2018 διαταγή πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο στην προκείμενη αναγκαστική εκτέλεση, προκύπτει ότι η υπογράφουσα την ως άνω αίτηση δικηγόρος Αθηνών ………… δεν επικαλέσθηκε, ούτε προσκόμισε την απαιτούμενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1, 97 και 104 ΚΠολΔ πληρεξουσιότητα προς αυτήν, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………………» να ενεργήσει τη διαδικαστική πράξη της υποβολής αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα συμπλήρωση/έγκριση της παροχής πληρεξουσιότητας πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ότι ως εκ τούτου, η διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητας λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου και ότι ένεκα της ακυρότητας αυτή πρέπει να ακυρωθεί και η στηριζόμενη σε αυτή ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Εντούτοις, όπως προεκτέθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής ως απαράδεκτους, χωρίς να εξετάσει το νόμω και ουσία βάσιμο αυτών, λόγω του δεδικασμένου που παράγεται από την υπ’ αριθ. 8.188/2018 διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «……………….» και σε βάρος των ανακοπτόντων, καθόσον με την ανακοπή τους κατά της κατασχετήριας έκθεσης οι τελευταίοι έβαλλαν ευθέως κατά της διαταγής πληρωμής με λόγους που μπορούσαν να είχαν προταθεί με εμπρόθεσμη ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ ή του άρθρου 633 ΚΠολΔ, μετά την επίδοση σε αυτούς δύο φορές της επίμαχης διαταγής πληρωμής, που ωστόσο αυτοί δεν άσκησαν. Οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες, όμως, εν προκειμένω δεν πλήττουν με λόγο έφεσης την ορθότητα της αμέσως παραπάνω κρίσης, δηλαδή δεν αμφισβητούν ότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε δύο φορές σε αυτούς και ότι μετά από κάθε επίδοση παρήλθε η προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών χωρίς να ασκήσουν ανακοπή, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η διαταγή πληρωμής και άρα να μην μπορούν να προβληθούν με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ προς ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας λόγοι διαδικαστικού απαραδέκτου σχετικοί με την έκδοση της διαταγής πληρωμής, όπως τέτοιος είναι ο ως άνω λόγος της ανακοπής περί έκδοσης της διαταγής πληρωμής χωρίς την προσκομιδή από την αιτούσα τράπεζα δικαστικής πληρεξουσιότητας προς τη δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση αυτής. Περαιτέρω, παραδεκτός θεωρείται ο λόγος της έφεσης που είναι ορισμένος και λυσιτελής. Η λυσιτέλεια του λόγου της έφεσης συναρτάται με την ικανότητά του να επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αν γίνει δεκτός (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 6/2021, 311/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώσει έτσι τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.) ανατρέποντας τη δυσμενή γι’ αυτόν πρωτοβάθμια κρίση. Κατά συνέπεια, λόγος έφεσης που δεν μπορεί να έχει επίδραση στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς δεν πλήττει τις αιτιολογίες της είναι αλυσιτελής και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 155/1996, Δνη 1996/1346, ΤριμΕφΠατρ. 148/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 188, σελ. 121). Έτσι, στο πεδίο των δικών περί την εκτέλεση, είναι απρόσφορος να επιφέρει εξαφάνιση της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης ο λόγος αυτής, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται τη νομική βασιμότητα των ισχυρισμών του που προβλήθηκαν με λόγο ανακοπής που, όμως, απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτος, χωρίς ταυτόχρονα να πλήττει και τις περί του απαραδέκτου παραδοχές της εκκαλουμένης. Συνεπώς, εν προκειμένω, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της υπό κρίση έφεσης με την οποία οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τη νομική βασιμότητα του πρώτου λόγου της ανακοπής τους περί έλλειψης δικαστικής πληρεξουσιότητας της δικηγόρου που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, αλλά δεν πλήττουν τις παραδοχές της εκκαλούμενης, με τις οποίες απορρίφθηκε ως απαράδεκτος ο σχετικός λόγος ανακοπής λόγω δεδικασμένου, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης κι αφού απορρίφθηκαν αμφότεροι οι λόγοι της ως απαράδεκτοι, πρέπει να απορριφθεί και στο σύνολό της η υπό κρίση έφεση ως απαράδεκτη. Δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν επιδικάζονται στην εφεσίβλητη, καθώς δικάστηκε ερήμην και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Ως προς τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, αυτά κρίνεται ότι πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 182 παρ.2 και 179 ΚΠολΔ (καθώς έχει υποστηριχθεί η μη ακολουθούμενη από το παρόν Δικαστήριο άποψη ότι αν η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέμβασης δεν έγινε σε έναν από τους διαδίκους, ενώ κοινοποιήθηκε στους λοιπούς το δικαστήριο αναβάλλει τη συζήτηση της κύριας δίκης για τη συνεκδίκαση της παρέμβασης προς το σκοπό ενιαίας διεξαγωγής της δίκης βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, τόμος Α’, έκδοση 1996, σελ. 572). Επίσης, λόγω απόρριψης της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες για την άσκηση του ένδικου μέσου παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται για την ερημοδικασθείσα εφεσίβλητη, καθώς στις σχετικές με την εκτέλεση δίκες, τόσο στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας κατ’ άρθρο 937 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 16.7.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …………../2021) έφεση κατά της 3637/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) ερήμην της εφεσίβλητης και β) την από 4.3.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την από 4.3.2022 πρόσθετη παρέμβαση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας και των καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση από την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης μεταξύ τους.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 16.7.2021 έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης με κωδικό ………………. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 21.6.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ