Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 292/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     292/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από το Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.      ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….» (……..), που εδρεύει στην ……., οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Διαλινάκη.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:          1) ………, 2) ………, 3) …….., 4) …….., 5) …….., και 6) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Βώκου.

Β.  ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………., 2) ……….., 3) ……….., 4) ……….., 5) ………., και 6) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Βώκου.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ) και ήδη e-ΕΦΚΑ, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ», που εδρεύει στον Πειραιά, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κωνσταντίνου, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Και

Γ.         ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή της και στην προκειμένη περίπτωση και από τους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.           

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ», που εδρεύει στον Πειραιά, ……….. ….. και εκπροσωπείται νόμιμα και ήδη, ως οιονεί καθολικού διαδόχου αυτού, του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), όπως μετονομάστηκε από 1-3-2020 το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κωνσταντίνου, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» (………..), που εδρεύει στην …….., οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Διαλινάκη, 3) ………., 4) ………., 5) ……….., 6) ……….. 7) …………. και 8) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Βώκου.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  άσκησαν α) οι πρώτος έως και έκτος των υπό στοιχ. Α εφεσίβλητων – τρίτος έως και όγδοος των υπό στοιχ. Γ εφεσίβλητων) την από 31-5-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./2-6-2021 ανακοπή τους (στο εξής Α ανακοπή) και β)  το υπό στοιχ. Γ εκκαλών την από 22-6-2021 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ…../23-6-2021 ανακοπή του (στο εξής Β ανακοπή). Επί των ως άνω ανακοπών εκδόθηκε η με αριθ. 3946/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που συνεκδίκασε τις άνω ανακοπές ερήμην του πρώτου και του δεύτερου των καθ’ ων η Β ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την υπό στοιχείο Α ανακοπή ως προς το πρώτο καθ’ ου, δέχθηκε την ίδια ανακοπή ως προς τη δεύτερη καθ’ ης και δέχθηκε εν μέρει την υπό στοιχ. Β ανακοπή (ως προς το δεύτερο λόγο της, που αφορά στη μη νόμιμη προαφαίρεση εξόδων εκτέλεσης), ενώ κατά τα λοιπά (ως προς τον πρώτο λόγο της) απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Οι ηττηθέντες εν όλω ή εν μέρει στον πρώτο βαθμό α) τέταρτη καθ’ ης η Β ανακοπή / δεύτερη καθ’ ης η Α ανακοπή, β) ανακόπτοντες στην Α ανακοπή και γ) ανακόπτον στη Β ανακοπή, με τις από 24-5-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/25-5-2023, από 11-7-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/12-7-2023 και από 18-7-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/20-7-2023 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/9-2-2024, ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/12-7-2023 και ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../24-7-2023 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ασκηθείσες εφέσεις τους, οι οποίες προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσβάλλουν την ανωτέρω απόφαση.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος στη Γ έφεση και του πρώτου εφεσίβλητου στην ίδια έφεση/εφεσίβλητου στη Β έφεση, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 24-5-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………/25-5-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………../9-2-2024 έφεση της ανώνυμης εταιρίας «………. (……) (στο εξής Α έφεση), β) από 11-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………../12-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………/12-7-2023 έφεση των 1) ……., 2) …………, 3) ……….. 4) ………….. 5) ………. και 6) ………. (στο εξής Β έφεση) και γ) από 18-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………./20-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………./24-7-2023 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου (στο εξής Γ έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 3946/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί των συνεκδικασθεισών ανακοπών α) από 31-5-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/2-6-2021 (στο εξής Α ανακοπή) και β) από 22-6-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../23-6-2021 (στο εξής Β ανακοπή), κατ’ αντιμωλία των διαδίκων ως προς την Α ανακοπή και ερήμην των πρώτου και δεύτερου των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων ως προς τη Β ανακοπή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 παρ. παρ. 4, 5 και 937 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της Β εκ των άνω εφέσεων έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. παράβολο (βλ. το με αριθμό . ……….. ηλεκτρονικό παράβολο), ενώ σε κατάθεση τέτοιου παράβολου δεν υποχρεούται το εκκαλούν στη Γ έφεση Ελληνικό Δημόσιο (Εφ.Πειρ. 16/2021, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντας Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 495, αριθ. 19, σ. 765), ούτε η εκκαλούσα στην Α έφεση «……………..» [άρθρο 21 αριθ. 7 ν. 2932/2001  (ΦΕΚ Α’ 145/27-6-2021), σε συνδυασμό με άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α 31/17-2-1998)].

2. Με την υπό στοιχείο Α’ άνω ανακοπή, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο μετά και την παραδεκτή διόρθωσή της με τις έγγραφες προτάσεις των ανακοπτόντων – εκκαλούντων στη Β’ έφεση / εφεσίβλητων στην Α’ έφεση / 3ου έως και 8ου των εφεσίβλητων στη Γ έφεση και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι τελευταίοι εξέθεσαν ότι στην Αθήνα στις 16-10-2019, με επίσπευση των …………. και ……………. (μη διαδίκων στην άνω ανακοπή), για την ικανοποίηση απαιτήσεών τους, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά με ηλεκτρονικά μέσα, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./16-10-2019 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., το κατασχεθέν με την υπ’ αριθ. ……../31-7-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………, υπό ελληνική σημαία Ε/Γ–Ο/Γ πλοίο «Μ», που ανήκε στην καθ’ ης η εκτέλεση ναυτιλιακή ανώνυμη εταιρία «………….», αντί πλειστηριάσματος ποσού 380.005,00 ευρώ. Ότι κατόπιν πρόσκλησης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τους δανειστές, η τελευταία προέβη σε προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και κατάταξης, συνολικού ποσού 14.334,65 ευρώ και ακολούθως, λόγω ανεπάρκειας του απομείναντος πλειστηριάσματος ποσού 365.670,35 ευρώ, αυτή συνέταξε τον υπ’ αριθ. …………/13-4-2021 πίνακα κατάταξης δανειστών (ανακοπτόμενο πίνακα), στον οποίο, αφού έλαβε υπόψη της τις σχετικές αναγγελίες, κατέταξε συμμέτρως τους δανειστές ως εξής: 1)  Στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 παρ. α’ του ΚΙΝΔ, προνομιακά και οριστικά, την αναγγελθείσα αξίωση του πρώτου των καθ’ ων ΕΦΚΑ (e-EFKA, πρώην Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του από δικαιώματα – τέλη ελλιμενισμού του πλειστηριασθέντος πλοίου, συνολικού ποσού 1.308.847,34 ευρώ, ανερχόμενο σε 350.690,70 ευρώ και 2) την έτερη των καθ’ ων (………….) για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της, συνολικού ποσού 55.909,41 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 14.979,65 ευρώ. Ότι λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την πληρωμή των αξιώσεων της α’ τάξης, δεν κατατάχθηκαν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των ιδίων (ανακοπτόντων) για δεδουλευμένες και μη καταβληθείσες αποδοχές τους από ναυτική εργασία τους στο άνω πλοίο, πλέον τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων, οι οποίες ανέρχονταν στα ποσά των: α) 16.619,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 15-11- 2014 μέχρι 16-10-2019, ποσού 7.571,26 ευρώ αναφορικά με τον πρώτο εξ αυτών, β) 4.433,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22-7-2014 μέχρι 16-10-2019, ποσού 2.151,47 ευρώ αναφορικά με τον δεύτερο εξ αυτών, γ) 3.869,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-7-2014 μέχρι 16-10-2019, ποσού 1.880,90 ευρώ αναφορικά με τον τρίτο εξ αυτών, δ) 9.399,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 3- 5-2014 μέχρι 16-10-2019, ποσού 4.758,32 ευρώ αναφορικά με τον τέταρτο εξ αυτών, ε) 4.457,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-8-2014 μέχρι 16-10-2019, ποσού 2.130,82 ευρώ αναφορικά με τον πέμπτο εξ αυτών και στ) 34.389,73 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 23-12-2014 μέχρι 16-10-2019, ποσού 15.333,71 ευρώ αναφορικά με τον έκτο εξ αυτών. Ότι το πρώτο των καθ’ ων δεν νομιμοποιούταν ενεργητικά προς αναγγελία της απαίτησης από ασφαλιστικές εισφορές πλοίου και πλοιοκτητών για την οποία κατετάγη, για το λόγο ότι με την υπ’ αριθμό Φ 80000/οικ 60871/16291/2-1-2017 απόφαση του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης διαπιστώθηκε η παύση λειτουργίας του και έκτοτε στις απαιτήσεις του υποκαταστάθηκε το ν.π.δ.δ. «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ήδη e-ΕΦΚΑ) και συνεπώς η άνω αναγγελία του προς την υπάλληλο του πλειστηριασμού ήταν ανυπόστατη, καθότι έγινε από ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, ενώ σε κάθε περίπτωση η αναγγελία του ήταν και αόριστη ως προς το είδος και το προνόμιο της απαίτησής του και πάντως μέχρι τούδε έχει πλήρως εξοφληθεί. Ότι και η δεύτερη των καθ’ ων δεν έπρεπε να καταταγεί πριν απ’ αυτούς, ενόψει του ότι αόριστα και αβάσιμα ανήγγειλε απαιτήσεις της από τιμολόγια που δεν προσδιορίζονταν ως προς τις προσαυξήσεις των χρεώσεων, δεν αποδεικνύονταν και δεν απολάμβαναν προνομίου. Κατόπιν αυτών, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον τους διότι δεν συμπεριλήφθηκαν στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, ζήτησαν να μεταρρυθμιστεί αυτός προκειμένου να αποβληθούν οι καθ’ ων και ήδη εφεσίβλητοι για το σύνολο των αναγγελθέντων απαιτήσεών τους και στη θέση τους να καταταγούν οι ίδιοι (ανακόπτοντες) για τις άνω αναγγελθείσες απαιτήσεις τους. Επίσης, ζήτησαν να καταδικασθούν οι καθ’ ων η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

3. Με την υπό στοιχείο Β άνω ανακοπή του, το ανακόπτον – εκκαλούν στη Γ’ έφεση εξέθεσε ότι, στην Αθήνα στις 16-10-2019, με επίσπευση των ………. και …………. (πρώτου και δεύτερου των καθ’ ων), για την ικανοποίηση απαιτήσεών τους, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά με ηλεκτρονικά μέσα, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/16-10-2019 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., το κατασχεθέν με την υπ’ αριθ. ………/31-7-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….., υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «Μ», που ανήκε στην καθ’ ης η εκτέλεση ναυτιλιακή ανώνυμη εταιρία «……………», αντί πλειστηριάσματος ποσού 380.005,00 ευρώ. Ότι κατόπιν πρόσκλησης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τους δανειστές, η τελευταία προέβη σε προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και κατάταξης, συνολικού ποσού 14.334,65 ευρώ και ακολούθως, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ποσού 365.670,35 ευρώ, αυτή συνέταξε τον υπ’ αριθ. ………./13-4-2021 πίνακα κατάταξης δανειστών (ανακοπτόμενο πίνακα), στον οποίο, αφού έλαβε υπόψη του τις σχετικές αναγγελίες, κατέταξε συμμέτρως τους δανειστές ως εξής: 1)  Στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 παρ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ, προνομιακά και οριστικά, την αναγγελθείσα αξίωση του τρίτου των καθ’ ων ΕΦΚΑ (e-ΕΦΚΑ, πρώην Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του από δικαιώματα – τέλη ελλιμενισμού του πλειστηριασθέντος πλοίου, συνολικού ποσού 1.308.847,34 ευρώ, ανερχόμενο σε 350.690,70 ευρώ και 2) την τέταρτη των καθ’ ων (…………..) για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της, συνολικού ποσού 55.909,41 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 14.979,65 ευρώ. Ότι το ίδιο (Ελληνικό Δημόσιο), δια των Προϊσταμένων της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, είχε αναγγελθεί στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 61 παρ. 1 νδ 356/1974 (ΚΕΔΕ), 975 Κ.Πολ.Δ. και 205 παρ. α’ ΚΙΝΔ, για ληξιπρόθεσμες και εκτελέσιμες προνομιακές απαιτήσεις του και δη Α) με την υπ’ αριθ. πρωτ. …/αρ.ειδ.βιβλ. …../2019 αναγγελία της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, για απαιτήσεις του συνολικού ποσού 15.026.875,21 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 1.249.632,10 ευρώ, αναλυόμενο σε κεφάλαιο ποσού 945.831,14 ευρώ και συνεισπραττόμενα ποσού 303.800,96 ευρώ, προέρχεται από τέλη λιμενισμού (α/α ….. καταχώρησης στον ενσωματωμένο στην ανακοπή πίνακα χρεών), που απολαύουν του προνομίου α’ τάξης του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και Β) με την υπ’ αριθ. πρωτ. …./αρ.ειδ.βιβλ. …../2019 αναγγελία της ΔΟΥ Πλοίων Μυτιλήνης, για απαιτήσεις του συνολικού ποσού 2.407.553,34 ευρώ, εκ των οποίων συνολικό ποσό 94.969,63 ευρώ προέρχεται από φόρο πλοίων και τέλη ελλιμενισμού και δη ποσό 2.995,18 ευρώ, αναλυόμενο σε κεφάλαιο ποσού 2.358,22 ευρώ και συνεισπραττόμενα ποσού 636,96 ευρώ, προέρχονται από φόρο πλοίων (α/α ….. καταχώρηση στον ενσωματωμένο στην ανακοπή πίνακα χρεών) και συνολικό ποσό 91.974,45 ευρώ, αναλυόμενο σε κεφάλαιο 62.955,01 ευρώ και συνεισπραττόμενα 29.019,44 ευρώ προέρχεται από τέλη λιμενισμού (α/α 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 32, 33, 34, 35, 36, 38, 39, 40, 411, 42, 43, 44 και 45 καταχώρησης στον ενσωματωμένο στην ανακοπή πίνακα χρεών), απαιτήσεις οι οποίες εξειδικεύονται και προσδιορίζονται στο σύνολό τους στους άνω πίνακες χρεών κατά τον αριθμό και ημερομηνία του τριπλοτύπου βεβαίωσης, το είδος, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγονται, το ποσό του βασικού χρέους και το ποσό των προσαυξήσεων. Ότι οι απαιτήσεις του αυτές δεν κατατάχθηκαν στον άνω πίνακα κατάταξης, επειδή η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα τις έκρινε αόριστες ελλείψει εξειδίκευσης στην ανακοπή ως προς τον προνομιακό χαρακτήρα τους κατ’ άρθρο 205 α’ ΚΙΝΔ. Ότι ακόμη, εσφαλμένα η υπάλληλος του πλειστηριασμού προαφαίρεσε από το διανεμητέο πλειστηρίασμα έξοδα εκτέλεσης συνολικού ποσού 3.570,69 ευρώ, τα οποία έγιναν από υπερβολική πρόνοια και δεν απέβλεπαν στο γενικό συμφέρον των δανειστών και δη προαφαίρεσε ποσό 3.222,88 ευρώ για έκδοση πλέον του ενός αντιγράφου του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης για όλους τους παράγοντες του πλειστηριασμού (επισπεύδοντες, οφειλέτης, αναγγελθέντες), ποσό 225,25 ευρώ για μέρος των εξόδων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και ποσό 122,56 ευρώ για έξοδα σύνταξης των με αριθ. …………/31-10-2019 και ……./31-10-2019 πράξεών της για την κατάθεση εγγράφων αναγγελίας των επισπευδόντων δανειστών. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενο έννομο συμφέρον του διότι δεν συμπεριλήφθηκε το ίδιο για τις άνω απαιτήσεις του στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας αυτός, προκειμένου Α) να αποβληθούν ο τρίτος των καθ’ ων (e-ΕΦΚΑ, πρώην Ν.Α.Τ.) και η τέταρτη των καθ’ ων (…………) από τα ποσά των 174.041,26 ευρώ και 7.433,80 ευρώ αντίστοιχα και στη θέση τους να καταταγεί αυτό (ανακόπτον), προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα, ως προνομιούχος δανειστής στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και δη α) στο ποσό των 174.041,26 ευρώ, με ισόποση αποβολή του τρίτου καθ’ ου και ειδικότερα η Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά στο ποσό των 161.748,67 ευρώ και η Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης στο ποσό των 12.292,59 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση αναγγελθεισών προνομιακών απαιτήσεών της από τέλη ελλιμενισμού και φόρο πλοίων και β) στο ποσό των 7.433,80 ευρώ, με ισόποση αποβολή της τέταρτης καθ’ ης και δη η Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά στο ποσό των 6.908,75 ευρώ και η Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης στο ποσό των 525,065 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση αναγγελθεισών προνομιακών απαιτήσεών τους από τέλη ελλιμενισμού και φόρο πλοίων. Και Β) Να αποδεσμευτεί το συνολικό ποσό των 3.570,69 ευρώ, που εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ως έξοδα εκτέλεσης και να καταταγεί για το ποσό αυτό το ίδιο προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα, δια των προϊσταμένων των άνω Δ.Ο.Υ. και δη δια της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά για ποσό των 3.077,61 ευρώ και δια της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης για ποσό 493,08 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του.

4. Με την εκκαλούμενη απόφαση α) η υπό στοιχείο Α ανακοπή απορρίφθηκε ως προς το πρώτο των καθ’ ων (e-ΕΦΚΑ), ενώ έγινε δεκτή ως προς τη δεύτερη των καθ’ ων (…………) κατά το ποσό των 14.979,65 ευρώ και β) η υπό στοιχείο Β’ ανακοπή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τους ερημοδικασθέντες δυο πρώτους των καθ’ ων ως προς το δεύτερο λόγο της, που αφορά στη μη νόμιμη προαφαίρεση εξόδων εκτέλεσης συνολικού ποσού 3.570,69 ευρώ, ενώ ο πρώτος λόγος της απορρίφθηκε ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας του ως προς τον ειδικό χαρακτήρα ή τη γενεσιουργό αιτία της αναγγελθείσας απαίτησης και το είδος του προνομίου του ανακόπτοντος. Ακολούθως, μεταρρυθμίστηκε ο προσβαλλόμενος άνω πίνακας κατάταξης και αφού αποβλήθηκε η δεύτερη των καθ’ ων η Α ανακοπή (………….) κατά το ποσό των 14.979,65 ευρώ για το οποίο την είχε κατατάξει η υπάλληλος του πλειστηριασμού, κατατάχθηκαν στη θέση της οι ανακόπτοντες της Α’ ανακοπής στη δεύτερη τάξη κατ’ άρθρο 205 εδάφ. β’ Κ.ΙΝ.Δ, οριστικά, σύμμετρα και τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής τους και δη 1) ο πρώτος εξ αυτών (……..), για το συνολικό ποσό των 3.422,60 ευρώ, 2) ο δεύτερος εξ αυτών (…………), για το συνολικό ποσό των 618,65 ευρώ, 3) ο τρίτος εξ αυτών (…….), για το συνολικό ποσό των 443,75 ευρώ, 4) ο τέταρτος εξ αυτών (……), για το συνολικό ποσό των 2.219,99 ευρώ, 5) ο πέμπτος εξ αυτών (………), για το συνολικό ποσό των 682,07 ευρώ και 6) ο έκτος εξ αυτών (…………), για το συνολικό ποσό των 7.592,59 ευρώ. Επίσης, αποδεσμεύτηκαν από το υπό διανομή πλειστηρίασμα ποσά συνολικού ύψους 3.570,69 ευρώ για έξοδα εκτέλεσης και συγκεκριμένα α) 3.222,88 ευρώ για έκδοση αντιγράφων της πρόσκλησης δανειστών, β) 225,25 ευρώ για μέρος εξόδων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και γ) 122,56 ευρώ για έξοδα κατάθεσης εγγράφων αναγγελίας των επισπευδόντων δανειστών, στα οποία κατετάγη το ανακόπτον της Β ανακοπής Ελληνικό Δημόσιο, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Μυτιλήνης προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα και ειδικότερα, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά στο ποσό των 3.077,61 ευρώ και δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης στο ποσό των 493,08 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις ως άνω υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ κρινόμενες εφέσεις τους, για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητούν, κατά το μέρος της υπόθεσης που μεταβιβάζεται στο Δικαστήριο τούτο: α) Η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Α’ έφεσης να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος με το οποίο έκανε δεκτή την άνω υπό στοιχείο Α ανακοπή των εφεσίβλητων ναυτικών και την απέβαλε ως προς αυτούς από την κατάταξη του πλειστηριάσματος, στο οποίο είχε καταταγεί στην Α’ τάξη των προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. για το ποσό των 14.979,65 ευρώ, σύμφωνα με την από 29-10-2019 αναγγελία της, ώστε ακολούθως να απορριφθεί και κατά το άνω μέρος της η άνω ανακοπή εναντίον τους. β) οι εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Β’ έφεσης ναυτικοί να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος με το οποίο απέρριψε την ανακοπή τους ως προς το πρώτο καθ’ ου / εφεσίβλητο e-ΕΦΚΑ, ως προς το οποίο τους απέβαλλε από την κατάταξη του πλειστηριάσματος, ώστε ακολούθως να γίνει δεκτή η άνω υπό στοιχείο Α ανακοπή τους ως προς το τελευταίο και να καταταγούν προνομιακά στη θέση του στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης για το σύνολο των άνω απαιτήσεών τους, που εμπίπτουν στη δεύτερη τάξη των προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και γ) Το εκκαλούν της ως άνω υπό στοιχείο Γ’ έφεσης Ελληνικό Δημόσιο να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο απέρριψε ως αόριστο τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής του, ώστε ακολούθως να γίνει δεκτή η ανακοπή του και ως προς το λόγο της αυτό και να καταταγεί αυτό προνομιακά, σε μερική ικανοποίηση των άνω αναγγελθεισών προνομιακών απαιτήσεών του, στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ, οριστικά και σύμμετρα, δια της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, κατά την προαναφερθείσα διάκριση, με ισόποση αποβολή του τρίτου και της τέταρτης των καθ’ ων (τρίτου και τέταρτης των εφεσίβλητων στη Γ’ έφεση αντίστοιχα).

5. Κατά το άρθρο 972 παρ.1 K.Πολ.Δ, οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους με έγγραφη αναγγελία που επιδίδεται, το αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο δανειστής που αναγγέλλει την απαίτησή του δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ` αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρο 118 K.Πολ.Δ. (Α.Π. 1349/2011). Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και συγκεκριμένα στη διαδικασία της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή. Στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους, κατά το άρθρο 974 K.Πολ.Δ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 K.Πολ.Δ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε.
Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Για το σκοπό αυτό η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, και περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται, καθώς και του προνομίου της. Το δικόγραφο δε αυτής είναι άκυρο, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 K.Πολ.Δ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης και του προνομίου της, όταν η αοριστία, που αποτελεί παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, προκαλεί σ’ αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 K.Πολ.Δ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 K.Πολ.Δ, όταν πρόκειται για αγωγή ή ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 K.Πολ.Δ. (Α.Π. 119/2003, Α.Π. 387/2001, Α.Π. 1783/2001), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρο 974 K.Πολ.Δ.), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι’ αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 K.Πολ.Δ. ανακοπή κατά του πίνακα (Ολ.Α.Π. 1 και 2/2010, Α.Π. 1349/2011). Κατά συνέπεια, για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται νομίμως από δημόσια έγγραφα (ή δικαστική απόφαση) που είναι εμπρόθεσμα, μέσα στη νόμιμη ως άνω προθεσμία, κατατεθειμένα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με τα οποία αναγνωρίζεται η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή ή το προνόμιό του και το οποίο αναφέρεται στο αναγγελτήριο, και τα οποία είναι προσιτά σε όλους (Α.Π. 1580/2013, Α.Π. 2068/2013, Α.Π. 1087/2013, Α.Π. 545/2006). Επίσης, η συμπλήρωση του ελλιπούς και εκ τούτου αόριστου αναγγελτηρίου μπορεί να γίνει μόνο με νέο αναγγελτήριο μέσα στη νόμιμη προθεσμία (Α.Π. 1788/2002). Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλομένη από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. γ’ και δ’ K.Πολ.Δ. υποχρέωσή του να καταθέσει μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 15 ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 K.Πολ.Δ.) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η πάροδος όμως άπρακτης της δεκαπενθήμερης προθεσμίας του άρθρου 972 παρ.1 εδ. γ’ K.Πολ.Δ, δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 K.Πολ.Δ, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιόν του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Α.Π. 949/2011, Α.Π. 31/2010, Α.Π. 1340/2006, Α.Π. 472/2005). Περαιτέρω, από τις διατάξεις, α) του άρθρου 61 παρ. 1 του ΝΔ 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)» που ορίζει ότι «1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ’ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας …. Διά τας μη ληξιπρόθεσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών….» και β) του άρθρου 55 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, «Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός, δι’ αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι’ έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας», σαφώς προκύπτει, ότι ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου, σε περίπτωση πλειστηριασμού που επισπεύδεται από τρίτο, υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο και ήδη Δ.Ο.Υ. χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός, με αναγγελία που κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συνοδεύεται από πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη. Ο πίνακας αυτός περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσής τους, καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (Α.Π. 1087/2013). Σύμφωνα επίσης με τις ίδιες διατάξεις, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, με βάση τα αποστελλόμενα στοιχεία και χωρίς άλλη σύμπραξη του αναγγελλόμενου διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου να προβεί στην κατά νόμο κατάταξη του Δημοσίου. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις αναφερόμενες ανωτέρω, προκύπτει ότι για το ορισμένο των απαιτήσεων του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, αρκεί να προσδιορίζονται αυτές με βάση τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγγελία των ίδιων απαιτήσεων, μπορεί δε η περιγραφή της απαίτησης που περιέχεται στην αναγγελία του Δημοσίου να συμπληρωθεί νόμιμα από τον πίνακα ή άλλο δημόσιο έγγραφο που είναι κατατεθειμένο από αυτό ή άλλον στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και είναι προσιτό σε όλους (Α.Π. 679/2016, Α.Π. 1353/2015, Α.Π. 575/2005, Α.Π. 1636/2002, Α.Π. 630/2002), ή σύμφωνα με τα προαναφερόμενα με νέο, εντός της νόμιμης προθεσμίας, αναγγελτήριο. Δεν είναι παραδεκτή η συμπλήρωση της αόριστης αναγγελίας με την προσκόμιση τέτοιων εγγράφων στο δικαστήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής. Τούτο διότι, το δημόσιο, έχει μεν τη δυνατότητα να προσκομίσει στο δικαστήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής και έγγραφα τα οποία δεν προσκόμισε εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μόνο, όμως, για την απόδειξη της απαίτησής του και του προνομίου της, η οποία, λόγω της μη προσκομιδής τούτων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάχθηκε τυχαία, όχι για τη θεραπεία της αοριστίας της αναγγελίας (Α.Π. 69/2022, Α.Π. 519/2020, Α.Π. 194/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπ’ άρθρα 215-218, παρ. ε’, σ. 594).

6. Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ. 2, 933 και 585 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής, που αποτελούν την ιστορική της βάση (Α.Π. 1491/2003). Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιο της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, γ) είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά (Α.Π. 1783/2001), αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ’ ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (Α.Π. 404/2003, Α.Π. 1666/2003, Α.Π. 1340/2004, Α.Π. 1501/2006). Ωστόσο, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η ύπαρξη της απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του και κατ’ επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του για την άσκηση της ανακοπής (Α.Π. 885/2019, Α.Π. 658/2014, Α.Π. 1281/2011, Α.Π. 1949/2009, Α.Π. 849/2009, Α.Π. 1783/2001, ιστοσελίδα Αρείου Πάγου).

7. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 και 205 του Κ.Ι.Ν.Δ, ως ίσχυαν κατά το χρόνο κατάρτισης του ένδικου πίνακα κατάταξης (13-4-2021), προκύπτει ότι επί κατασχεμένου πλοίου το οποίο πλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. Προηγούνται οι κατ’ άρθρα 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του Κ.Πολ.Δ, όταν αντικείμενο του πλειστηρισμού είναι το πλοίο. Ως εκ τούτου, κατατάσσονται κατά πρώτο λόγο οι κατά το άρθρο 205 προνομιούχες απαιτήσεις, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπολοίπου του εκπλειστηριάσματος, γίνεται η κατάταξη των κατά το άρθρο 975 και 976 Κ.Πολ.Δ. προνομιούχων απαιτήσεων, κατά την έκταση κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Α.Π. 466/1996, ΕλλΔνη 39, 347, Α.Π. 1556/1998, ΕλλΔνη 40, 1326, Εφ.Πειρ. 501/2008, Εφ.Πειρ. 497/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με το τελευταίο αυτό άρθρο «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνο οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοϊαν φόροι, ως και τα από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και τα εκ της ναυτολογήσεως αυτών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, γ)…., δ)…… Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Κατά την έννοια του νόμου, βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα είναι τα δια νόμου επιβαλλόμενα απ’ ευθείας επί του πλοίου υπέρ τρίτων οργανισμών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τέλη, που αφορούν δηλαδή στην ίδια τη λειτουργία του πλοίου ως πλωτού μέσου (π.χ. τέλη διελεύσεως, πλοηγήσεως, φαρικά τέλη και τέλη αγκυροβολίας, προσορμίσεως, πρυμνοδετήσεως, μεθορμίσεως κλπ.). Δεν εμπίπτουν, επομένως, στην ανωτέρω έννοια του τέλους εκείνα που βαρύνουν τρίτους κατά τη λειτουργία του πλοίου και απλώς εισπράττονται από τον πλοιοκτήτη ή τον αντιπρόσωπό του ή τη ναυτική επιχείρηση με την υποχρέωση αποδόσεώς των στον δικαιούχο, όπως είναι τα υπέρ λιμενικών ταμείων τέλη χρήσεως του λιμένα τα οποία  συνίστανται στην προσαύξηση του εισιτηρίου των επιβατών και βαρύνουν τον επιβάτη, εισπραττόμενα απλώς από τον πλοιοκτήτη κατά την έκδοση του εισιτηρίου. Εξάλλου, συναφείς προς την ναυσιπλοϊαν φόροι δεν είναι όλες οι κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου εκ του ότι αυτός ασκεί ναυτική επιχείρηση, αλλά μόνον όσοι φόροι επιβάλλονται απευθείας επί του πλοίου ως μεταφορικού μέσου δια της νομοθεσίας περί φορολογίας πλοίων (του ν. 1880/1951 περί φορολογίας πλοίων, φόροι και εισφορές στα υπό Ελληνική σημαία πλοία με βάση την ηλικία και χωρητικότητα του πλοίου  άρθ. 1, 2 και 6 ν. 27/1975, τα κατά τον ν. 820/1978 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο κλπ.). Συνεπώς δεν είναι συναφής με την ναυσιπλοΐαν ο φόρος κύκλου εργασιών του αν.ν. 660/1937, μετονομασθείς δια του άρθρου 1 ν. 1642/ 1986 σε φόρο προστιθέμενης αξίας, ο οποίος δεν αναφέρεται ούτε επιβάλλεται ειδικώς στην ναυσιπλοϊα, αλλά είναι γενικός φόρος που επιβαρύνει τα ακαθάριστα έσοδα κάθε βιομηχανικής, βιοτεχνικής, μεταφορικής  εμπορικής επιχειρήσεως στην Ελλάδα και μπορεί να επιρρίπτεται σε βάρος του αντισυμβαλλομένου των, ούτε ο φόρος εισοδήματος επί των μισθών του πληρώματος, ούτε το επί των αμοιβών τούτου τέλος χαρτοσήμου, ούτε τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμου πληρωμής των σχετικών προς την ναυσιπλοΐα φόρων, όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 του Ν 2238/1994 πρόστιμα και τα πρόστιμα της λιμενικής αρχής για παράβαση των διατάξεων περί εφοδιασμού του πλοίου με τα απαραίτητα ναυτιλιακά, σωστικά, πυροσβεστικά, υγειονομικά, τηλεπικοινωνιακά και ασφαλείας εν γένει μέσα (άρθρο 40 παρ. 1 εδ. ε’ Ν.Δ. 187/1973), καθόσον οι περί προνομίων διατάξεις ερμηνεύονται στενά (βλ. Αντάπαση, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, σ. 138,139, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικός Ναυτικός Νίκαιον, 1982, υπ’ άρθρα 205-209, παρ. 3, σ. 575, 576, Α.Π. 511/2014, Α.Π. 79/2004, Εφ.Πειρ. 40/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 322/1988, Ε.Ν.Δ. 18, 23).

8. Με το μόνο λόγο της Γ έφεσής του το εκκαλούν – ανακόπτον στη Β’ ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 217 και 979 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 55 παρ. 1 και 61 Κ.Ε.Δ.Ε. και 205 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, απορρίπτοντας λόγω αοριστίας τον πρώτο λόγο ανακοπής του, με τον οποίο ζητούσε τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου άνω πίνακα και την κατάταξη σ’ αυτόν των  αναγγελθέντων απαιτήσεών του δια της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης όπως αυτές αναλυτικά παρατέθηκαν στην παρ. 3 της παρούσας, ισχυριζόμενο ότι οι απαιτήσεις αυτές προσδιορίζονταν στο δικόγραφο της ανακοπής του με βάση τα στοιχεία των συνημμένων σ’ αυτή άνω αναγγελιών και πινάκων χρεών, κατά τρόπο μη δημιουργούντα οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το είδος και το προνόμιό τους. Ωστόσο, ως προς τις απαιτήσεις αυτές, τις οποίες αρνούνται οι καθ’ ων – εφεσίβλητοι στην άνω έφεση ως προς την ύπαρξη, το ύψος και το προνόμιό τους, η Β ανακοπή τυγχάνει αόριστη, διότι δεν αναφέρει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν κατ’ είδος και προνόμιο τις απαιτήσεις αυτές και δη, όσον αφορά τα τέλη ελλιμενισμού, δεν αναφέρει εάν αυτά αφορούσαν τη λειτουργία του πλειστηριασθέντος πλοίου ως πλωτού μέσου, εάν βάρυναν τον πλοιοκτήτη ή τρίτους και εάν το ανακόπτον επιδιώκει την είσπραξή τους για λογαριασμό του ή ως εισπρακτικό όργανο τρίτου, ενώ, όσον αφορά τους φόρους πλοίων, δεν αναφέρει εάν αυτοί ήταν συναφείς με τη ναυσιπλοΐα και σε καταφατική περίπτωση για ποια αιτία. Συγκεκριμένα, πέραν της γενικής αναφοράς στο δικόγραφο της άνω ανακοπής των  άνω απαιτήσεων του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου ως τελών ελλιμενισμού και φόρων πλοίου, ουδόλως αναφέρεται περαιτέρω ο ειδικός χαρακτήρας αυτών ή η γενεσιουργός αιτία τους, προκειμένου να κριθεί εάν απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ., ώστε σε περίπτωση μεταρρύθμισης του ανακοπτόμενου πίνακα να ικανοποιηθούν σύμμετρα με άλλες καταταγείσες απαιτήσεις που έχουν το αυτό προνόμιο. Τα στοιχεία δε αυτά δεν προκύπτουν από τις συνημμένες στην κρινόμενη ανακοπή αναγγελίες των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Μυτιλήνης, καθόσον σε αυτές γίνεται αναφορά μόνο για τα συνολικά οφειλόμενα ποσά για τα οποία αναγγέλθηκε το ανακόπτον δια των Προϊσταμένων των ως άνω Δ.Ο.Υ, με αίτημα την προνομιακή κατάταξή του σύμφωνα με το άρθρο 61 ΚΕΔΕ (που όμως κατατάσσεται στην 5η τάξη των προνομίων του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ, για την ικανοποίηση των οποίων δεν επαρκεί το προς διανομή πλειστηρίασμα), ενώ δεν γίνεται επίκληση ότι οι οφειλές είναι προνομιακές σύμφωνα με το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ, ούτε της συγκεκριμένης αιτίας από την οποία απορρέουν, ούτε εάν αφορούν στο συγκεκριμένο πλοίο που πλειστηριάστηκε, στοιχεία που δεν προκύπτουν ούτε από τους συνημμένους στις ως άνω αναγγελίες και την ένδικη ανακοπή πίνακες χρεών, όπου τα εν λόγω χρέη περιγράφονται μόνο ως τέλη ελλιμενισμού και φόρος πλοίων, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση, καίτοι, όπως αναλύεται στην υπ’ αριθ. 7 άνω νομική σκέψη, δεν αποτελεί προνομιακή απαίτηση κατ’ άρθρο 205 παρ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ. κάθε είδος φόρου πλοίου ή τελών ελλιμενισμού. Επιπλέον, στον πίνακα χρεών που επισυνάπτεται στην αναγγελία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, όλες οι εγγραφές που αφορούν τέλη ελλιμενισμού αντιστοιχούν σε διαφορετικό Α.Φ.Μ. από αυτό της καθ’ ης η εκτέλεση, ενώ στο πεδίο ιδιότητα αναγράφεται «ΜΕΛΟΣ», ώστε να μην δύναται να συναχθεί με ασφάλεια ποιο κατ’ αρχήν νομικό ή φυσικό πρόσωπο αφορούν και για ποιο λόγο, επέκεινα, ευθύνεται η καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία για τις οφειλές αυτές, χωρίς να αρκεί μόνη η αναφορά στο δικόγραφο της ανακοπής ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις αφορούν την τελευταία. Όμως τα στοιχεία αυτά, που δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακοπής, ούτε σε κάποιο δημόσιο έγγραφο απ’ όσα κατατέθηκαν εμπρόθεσμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, είναι απαραίτητα προκειμένου να καταστεί δυνατό για το Δικαστήριο να εκτιμήσει με ασφάλεια το είδος του προνομίου του ανακόπτοντος και τη σειρά κατάταξης των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, καθώς και να προβεί στη δέουσα μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης με ισόποση αποβολή των καθ’ ων, ενώ δεν μπορούν να συμπληρωθούν με τις προτάσεις του ανακόπτοντος ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 6 άνω νομική σκέψη, ανεξάρτητα από το ότι δεν επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο. Να προστεθεί εδώ ότι οι καθ’ ων είναι τρίτοι ως προς τις άνω αναγγελθείσες οφειλές από το ανακόπτον, οι οποίες δεν περιέχονται σε τίτλο εκτελεστό εναντίον τους, οπότε και θα αρκούσε η παράθεση μόνο των διαλαμβανομένων στην ανακοπή στοιχείων (Εφ.Πειρ. 40/2018, ό.α.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον πρώτο λόγο της Β ανακοπής ως αόριστο με συνοπτικότερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του μόνου λόγου της Γ έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

9. Με τον τέταρτο λόγο της Β έφεσής τους, με τον οποίο επαναφέρουν τον τρίτο λόγο της Α ανακοπής τους, οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες παραπονούνται ότι η αναγγελία του Ν.Α.Τ. είναι αόριστη, διότι, καίτοι αφορά απαίτηση προερχόμενη από ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του πλοιάρχου και του πληρώματος του πλειστηριασθέντος πλοίου, δεν αναφέρονται σε αυτήν ο αριθμός των μελών του πληρώματος, η ειδικότητα εκάστου εξ αυτών και η διάρκεια της ναυτολόγησης στο συγκεκριμένο πλοίο, εφόσον από τα στοιχεία αυτά προσδιορίζεται ο νόμιμος μισθός των ναυτικών και συνακόλουθα οι ανάλογες υπέρ του Ν.Α.Τ. εισφορές αυτών και της πλοιοκτήτριας, καθώς και ο προνομιακός χαρακτήρας τους. Επιπρόσθετα, αναφορικά με το ποσό των 247.493,77 ευρώ (όπως παραδεκτά, κατ’ άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, διορθώθηκε ως προς το εν λόγω ποσό η ανακοπή τους με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), εκθέτουν ότι η αναγγελία του Ν.Α.Τ. είναι αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται ποιο είναι το πρακτικό της Επιτροπής Διαπίστωσης των Προϋποθέσεων Παροχής Προστασίας στους εγκαταλειπόμενους ναυτικούς, με ποια υπουργική απόφαση κυρώθηκε το πρακτικό αυτό, ποια ποσά καταβλήθηκαν και σε ποιο ναυτικό και δεν επισυνάπτεται το πρακτικό κύρωσης. Ωστόσο, για το ορισμένο της αναγγελίας δεν απαιτείται η παράθεση των ανωτέρω στοιχείων, όπως η αναφορά του αριθμού και των ειδικοτήτων όλων των μελών της νόμιμης σύνθεσης του πληρώματος, του μισθολογίου που έλαβε υπόψη το καθ’ ου για τον υπολογισμό των εισφορών ή του προεκτιθέμενου πρακτικού, εφόσον η έλλειψη των τελευταίων αυτών στοιχείων δεν καθιστά την ως άνω αναγγελία τόσο ελλιπή, ώστε να μην δύνανται ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές (εδώ εκκαλούντες ανακόπτοντες) να την ανακρούσουν και να υφίστανται βλάβη (Εφ.Πειρ. 16/2013, Εφ.Πειρ. 147/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον ως άνω λόγο της Α ανακοπής με την ίδια αιτιολογία ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβασίμου του τέταρτου λόγου της Β έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

10. Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 979 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνον ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται ότι έχει ο ανακόπτων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα δικής του κατάταξης στον πίνακα. Αίτημα της ανακοπής είναι όχι μόνο η ακύρωση αλλά και η κατάταξη. Γι’ αυτό, το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, προς άσκηση της ανακοπής δεν περιορίζεται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά συνδέεται και με τη δυνατότητα της δικής του κατάταξης. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (Α.Π. 1048/2019, Α.Π. 1375/2018, Α.Π. 1644/2018, Α.Π. 1023/2009, Α.Π. 1229/2008, Α.Π. 120/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ιωαν. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β’ έκδ, Τομ. Β’, υπ’ άρθρο 979, παρ. 432α, σ. 1171).

11. Με τον τρίτο λόγο της Β έφεσής τους, με τον οποίον επαναφέρουν το δεύτερο λόγο της Α ανακοπής τους, κατά το σχετικό μέρος του, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι το Ν.Α.Τ. ανήγγειλε ως προνομιούχες, κατ’ άρθρο 205 περ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ., μεταξύ άλλων, και απαιτήσεις του χρονικής περιόδου από 23-4-2015 έως 22-7-2015, ανερχόμενες στο ποσό των 196.499,56 ευρώ για «τρίμηνες αποδοχές», οι οποίες συμπεριλαμβάνονταν στο ποσό του 1.403.657,61 ευρώ για το οποίο κατατάχθηκε και οι οποίες, όμως, υπάγονται στην δεύτερη τάξη των προνομίων του ως άνω άρθρου, διότι οι αποδοχές αυτές αποτελούν μέρος του μισθού των ναυτικών, που έχουν εκχωρηθεί από αυτούς στο Ν.Α.Τ. και συνεπώς, μη νόμιμα κατατάχθηκε το ποσό των 247.493,77 ευρώ στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων. Επ’ αυτού του λόγου πρέπει καταρχήν να αναφερθεί ότι, όπως προκύπτει από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, το Ν.Α.Τ. αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, για το ποσό του 1.308.847,34 ευρώ, προερχόμενου από ασφαλιστικές εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτη από το ναυτολόγιο του πωληθέντος πλοίου, για το οποίο κρίθηκε ότι τυγχάνει προνομιακής κατάταξης στην α’ τάξη του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., κατατάχθηκε δε οριστικά και κατά μέρος του αναγγελθέντος κεφαλαίου και μόνο, λόγω ανεπάρκειας του απολειπόμενου διανεμητέου, για το ποσό των 350.690,70 ευρώ. Κατόπιν αυτού, όμως, οι άνω ανακόπτοντες και ήδη  εκκαλούντες στη Β έφεση στερούνται εννόμου συμφέροντος για την προβολή του συγκεκριμένου λόγου της ανακοπής τους, καθόσον, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, έννομο συμφέρον έχει ο ανακόπτων όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα δικής του κατάταξης στον πίνακα. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ως βάσιμος ο ισχυρισμός τους ότι η επιμέρους απαίτηση του Ν.Α.Τ. ποσού 247.493,77 ευρώ εμπίπτει στη β’ τάξη των ναυτικών προνομίων, ο λόγος αυτός δεν συνεπάγεται ούτε την ακύρωση, έστω και εν μέρει, της κατάταξης του καθ’ ου, ούτε την κατάταξη των ιδίων, καθώς το καθ’ ου η ανακοπή, Ν.Α.Τ, δεν κατατάχθηκε για το σύνολο της απαίτησής του ύψους 1.308.847,34 ευρώ, οπότε τυχόν παραδοχή ότι η επιμέρους απαίτηση ποσού 247.493,77 ευρώ δεν είναι προνομιούχα κατ’ άρθρο 205 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ. θα συνεπαγόταν την αποβολή του κατά το ποσό αυτό και την κατάταξη των ανακοπτόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος των ανακοπτόντων, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβασίμου του τρίτου λόγου της Β έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

12. Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην Αθήνα, στις 16-10-2019, κατόπιν επίσπευσης των ………. και ……….., εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά με ηλεκτρονικά μέσα, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/16-10-2019 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, το κατασχεθέν με την υπ’ αριθ. ………./31-7-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………….., υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «Μ» (με αριθμό νηολογίου Χίου …, υπό διεθνές διακριτικό σήμα …. και ολικής χωρητικότητας 9.123,83 κόρων), το οποίο ανήκε στην καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση οφειλέτιδα εταιρία «…………». Το προαναφερθέν πλοίο κατακυρώθηκε στην υπερθεματίστρια ελληνική εταιρία «…………», αντί πλειστηριάσματος ποσού 380.005,00 ευρώ. Η υπάλληλος του πλειστηριασμού, λόγω του ότι το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των επισπευδόντων και των αναγγελθέντων δανειστών, συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …………..6-2012 πίνακα κατάταξης δανειστών και πρόσκληση δανειστών, στον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 14.334,65 ευρώ, κατέταξε στο απομένον προς διανομή στους δανειστές υπόλοιπο 365.670,35 ευρώ, οριστικά και προνομιακά, στην α’ τάξη των ναυτικών προνομίων κατ’ άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ: α) το Ν.Α.Τ. για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του, ποσού 1.308.847,34 ευρώ, λόγω ανεπάρκειας του υπολειπόμενου διανεμητέου, στο ποσό των 350.690,70 ευρώ, β) την «…………….», για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της, ποσού 55.909,41 ευρώ, λόγω ανεπάρκειας του υπολειπόμενου διανεμητέου, στο ποσό των 14.979,65 ευρώ, ενώ δεν κατέταξε τις απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Α’ ανακοπής, διότι έκρινε ότι υπάγονται στη Β’ τάξη των προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε ούτε για την πληρωμή καθ’ ολοκληρία των αξιώσεων της Α’ τάξης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το Ν.Α.Τ, με την από 17-10-2019 αναγγελία του προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, ανήγγειλε τις απαιτήσεις του, ύψους 1.308.847,34 ευρώ, ζητώντας να καταταχθεί προνομιακά. Όπως δε εκθέτει ρητά στην ως άνω αναγγελία του και αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από το πρώτο καθ’ ου στην υπό στοιχείο Α’ ανακοπή, e-ΕΦΚΑ, ως οιονεί καθολικό του διάδοχο, δυνάμει της υπ’ αριθμό Φ80000/ 10124/3162/13-3- 2017 (Φ.Ε.Κ. Β’ 881/2017) απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίσθηκε ότι «Οι υπηρεσίες του Ν.Α.Τ. μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 εξακολουθούν να εκτελούν και να διεκπεραιώνουν πάσης φύσεως εργασίες επί θεμάτων παροχών, εισφορών και εσόδων των ενταγμένων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π, Κ.Ε.Α.Ν. – Τ.Π.Α.Ε.Ν. – Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν. και να εκδίδουν τις προβλεπόμενες αποφάσεις για λογαριασμό του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του». Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθμό 54721/Δ1.18853/12-11-2018 (ΦΕΚ Β’ 5322/2018) απόφασης του ίδιου ως άνω Υφυπουργού παρατάθηκε η ισχύς της ανωτέρω απόφασης για δύο επιπλέον έτη, ήτοι έως 31-12-2020. Συνεπώς, το Ν.Α.Τ. νομιμοποιούνταν να προβεί στην αναγγελία των άνω απαιτήσεών του, σύμφωνα με το περιεχόμενο των ανωτέρω υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων οι υπηρεσίες του εξακολουθούσαν να εκτελούν πάσης φύσης εργασίες επί εσόδων των ενταγμένων σε αυτό φορέων και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος της Β έφεσης, με τον οποίον οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της Α ανακοπής τους περί έλλειψης σχετικής νομιμοποίησης του Ν.Α.Τ. «για το λόγο ότι με την υπ’ αριθμό Φ 80000/οικ 60871/16291/2-1-2017 απόφαση του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης διαπιστώθηκε η παύση λειτουργίας του ν.π.δ.δ. ΝΑΤ, στις απαιτήσεις του οποίου έκτοτε υποκαταστάθηκε το ν.π.δ.δ. «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ήδη e-ΕΦΚΑ) και συνεπώς, αφού από 2-1-2017 το μοναδικά νομιμοποιούμενο νομικό πρόσωπο προς αναγγελία απαιτήσεων από ασφαλιστικές εισφορές πλοίου και πλοιοκτητών ήταν το ΕΦΚΑ και όχι το ΝΑΤ, η αναγγελία του τελευταίου στις 17-10-2019, προς την υπάλληλο του πλειστηριασμού ήταν ανυπόστατη, καθότι έγινε από ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, ακολούθως δε και η κατάταξή του στον προσβαλλόμενο πίνακα ήταν παράνομη», ο οποίος επιχειρεί θεμελίωση στις διατάξεις των άρθρων 68 και 972 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

13. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της Β έφεσής τους, με τον οποίον επαναφέρουν το δεύτερο λόγο της Α ανακοπής τους, κατά το σχετικό μέρος του, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του Ν.Α.Τ. από ανεξόφλητα τιμολόγια για τα έτη 2012 έως 2017 ευρώ έχουν εξοφληθεί μερικώς και συνεπώς, παρά το νόμο κατετάγη το Ν.Α.Τ. στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του, ποσού 1.308.847,34 ευρώ, ανερχομένης στο ποσό των 350.690,70 ευρώ. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και το έτος 2015 και δεδομένου ότι το νέο ναυτολόγιο πλοίου εκδίδεται και παραδίδεται σύμφωνα με τον οργανισμό αυτού, μετά την εξόφληση του προηγούμενου ναυτολογίου, δεν μπορεί παρά και τα προηγούμενα του έτους αυτού ναυτολόγια να είναι εξοφλημένα, και αφού πληρώθηκε το τρίμηνο των μισθών των ναυτικών που είχαν κριθεί εγκαταλειμμένο πλήρωμα, υποχρεωτικά έκλεισε και το ναυτολόγιο στις 22-7-2015. Ο άνω λόγος ανακοπής, ο οποίος επιχειρεί θεμελίωση στο άρθρο 416 Α.Κ, ουδόλως αποδεικνύεται και πρέπει να αποδειχθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς οι ανακόπτοντες, που φέρουν το βάρος απόδειξης, δεν προσκομίζουν κανένα σχετικό αποδεικτικό μέσο, πέραν μιας εκτύπωσης από ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με γενικές πληροφορίες για την εξόφληση και αντικατάσταση του ναυτολογίου (βλ. σχετ. 30 εκκαλούντων στη Β έφεση). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του δεύτερου λόγου της Β έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

14. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη των καθ’ ων η Α’ ανακοπή και ήδη εκκαλούσα στην Α έφεση «…………», με την από 29-10-2019 αναγγελία της ανήγγειλε νόμιμα στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο τις κάτωθι απαιτήσεις της: α) αξίωση συνολικού ποσού 51.405,62 ευρώ (κεφάλαιο 41.863,21 ευρώ, πλέον νόμιμων προσαυξήσεων του κεφαλαίου ποσού 8.286,53 ευρώ για το διάστημα έως 30-6-2019 και 1.255,89 ευρώ για το διάστημα από 1-7-2019 έως και 11-9-2019), από δικαιώματα τελών ελλιμενισμού του πλοίου «Μ» της καθ’ ης η εκτέλεση για το χρονικό διάστημα από 2-7-2016 έως 31-12-2018, β) αξίωση συνολικού ποσού 14.647,31 ευρώ (κεφάλαιο 14.046,20 ευρώ, πλέον νόμιμων προσαυξήσεων του κεφαλαίου ποσού 601,11 ευρώ για το διάστημα έως 11-9-2019), από ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της καθ’ ης η εκτέλεση από δικαιώματα τελών ελλιμενισμού του πλοίου «Μ» για το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως 31-8-2019 και γ) αξίωση ποσού 19.848,27 ευρώ για μετακύληση προς την καθ’ ης η εκτέλεση δαπάνης που καταβλήθηκε από αυτήν σε εκτέλεση της υπ’ αριθμό ……../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου αυτού, αιτούμενη την προνομιακή της κατάταξη. Από τον προσβαλλόμενο δε πίνακα συνάγεται ότι η «…………» κοινοποίησε μαζί με την αναγγελία της τα παραστατικά της απαίτησής της έγγραφα, τα οποία, από το περιεχόμενο της αναγγελίας της προκύπτει ότι ήταν α) η υπ’ αριθμό 27/17-7-2019 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της με την οποία εγκρίθηκε η βεβαίωση των οφειλών σε βάρος της πλοιοκτήτριας, η οποία, με συνημμένο πίνακα τελών ελλιμενισμού, φέρεται να επιδόθηκε στην πλοιοκτήτρια, β) δεκαπέντε (15) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών σε βάρος της αναφορικά με την υπό στοιχείο α’ απαίτησή της, γ) εννέα (9) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, δ) πίνακας τελών ελλιμενισμού αναφορικά με την υπό στοιχείο β’ απαίτησή της και ε) η υπ’ αριθ. …../2019 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με επιταγή προς εκτέλεση αναφορικά με την υπό στοιχείο γ’ απαίτησή της. Επομένως, στην ως άνω αναγγελία της δεύτερης των καθ’ ων η Α ανακοπή γινόταν περιγραφή των αναγγελθεισών απαιτήσεών της και ειδικότερα περιλαμβανόταν το είδος και το ύψος των χρεών της καθ’ ης η εκτέλεση προς αυτήν, με συνέπεια το εν λόγω αναγγελτήριο να παρέχει στη μεν οφειλέτιδα και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στη δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα των απαιτήσεων, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ανακόπτοντες στην ίδια ανακοπή / εφεσίβλητους στην Α έφεση. Επισημαίνεται δε ότι το κατά πόσο τα προσκομιζόμενα έγγραφα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, όπως εν προκειμένω τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απόδειξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων και του προνομιακού χαρακτήρα τους κατ’ άρθρο 205 παρ. 1 α’ Κ.Ι.Ν.Δ, αφορά στην εξέταση της βασιμότητας ή μη των απαιτήσεων αυτών, εφόσον αυτές αμφισβητηθούν, και όχι τη νομιμότητα της αναγγελίας. Περαιτέρω από την επισκόπηση του δικογράφου της Α’ ανακοπής προκύπτει ότι οι ανακόπτοντες αμφισβήτησαν τις απαιτήσεις της άνω εκκαλούσας (δεύτερης των καθ’ ων η Α ανακοπή), το ύψος τους και τον προνομιακό τους χαρακτήρα (βλ. σελ. 25, στιχ. 8-10 της Α ανακοπής), τα οποία όμως η τελευταία στη συνέχεια δεν απέδειξε, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την «…………..» με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο της A έφεσής της αντίστοιχα. Ειδικότερα, αν και αυτή είχε το βάρος επίκλησης και απόδειξης των παραγωγικών πραγματικών περιστατικών των αναγγελθέντων αξιώσεών της και του προνομίου τους, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 6 άνω νομική σκέψη, δεν επικαλέστηκε με τις προτάσεις της ούτε προσκόμισε έγγραφα ικανά προς απόδειξη των απαιτήσεών της, μη αρκούσης της απλής παραπομπής στην αναγγελία της και της επίκλησης και προσκόμισης αποσπάσματος της υπ’ αριθ. 27/17-7-2019 απόφασης της 322ης συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της, με την οποία αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία και σύμφωνα με μη προσκομιζόμενη εισήγηση η έγκριση βεβαίωσης οφειλών κατά της ιδιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου «…………..» για μέρος των υπό στοιχείο α’ άνω αναγγελθέντων απαιτήσεών της (συγκεκριμένα, ποσού 50.149,72 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων έως και 30-6-2019) και η αποστολή των βεβαιώσεων αυτών στις αρμόδιες κατά περίπτωση Δ.Ο.Υ. προς είσπραξη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε με παρόμοια αιτιολογία ως αβάσιμους κατ’ ουσία τους ως άνω ισχυρισμούς της δεύτερης των καθ’ ων η Α ανακοπή και ακολούθως, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος των ανακοπτόντων, την απέβαλε κατά το ποσό των 14.979,65 ευρώ, κατά το οποίο είχε καταταγεί από την υπάλληλο του πλειστηριασμού και κατέταξε αυτούς στη θέση της προνομιακά κατ’ άρθρο 205 εδ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ, σύμμετρα και τυχαία υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, για τα επιμέρους ποσά που αναφέρονται στην παρ. 4 της παρούσας, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων ως αβάσιμων των δυο πρώτων λόγων της Α’ έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

15. Ακολούθως, μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου των υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ άνω συνεκδικαζόμενων εφέσεων, πρέπει να απορριφθούν αυτές στο σύνολο τους ως αβάσιμες κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στις υπό στοιχεία Β’ και Γ’ άνω εφέσεις για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ τους, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.), ενώ ως προς την υπό στοιχείο Α’ άνω έφεση τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε για την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ έφεσης (άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ άνω εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά και απορρίπτει αυτές κατ’ ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στις υπό στοιχεία Β’ και Γ’ άνω εφέσεις για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α’ έφεση στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου με κωδικό …………../2023, που κατατέθηκε για την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Ιουνίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ