Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 297/2024

Αριθμός     297/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα    

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   ΔΠ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………….. για τον εαυτό του ατομικά και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανηλίκου υιού του ………….., 2) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στις …………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ………………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Παρασκευή Κουλπίδου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……………. 2) …………… και 3) ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Απόστολο Κούρτη (ΔΕΚ Κυριακίδης Γεωργόπουλος Δικηγορική Εταιρεία).

Οι δυο πρώτοι εκ των εφεσιβλήτων, αμφότεροι ως έχοντες και ασκούντες την επιμέλεια και γονική μέριμνα της ανήλικης τότε θυγατέρας τους -ήδη τρίτης εκ των εφεσιβλήτων-, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  2.2.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 820/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτος εκ των εναγομένων (ήδη εκκαλούντες) με την από 23.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2023- ………../2023) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 23.5.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2023 και προσδιορισμού ………./2023 έφεση των ηττηθέντων κατά ένα μέρος εναγομένων α) υπηκόου Νιγηρίας κατοίκου Λονδίνου ατομικά κα ως ασκών τη γονική μέριμνα ανηλίκου, β) αλλοδαπής πλοιοκτήτριας με έδρα τα νησιά Μάρσαλ και γ) πλοιάρχου κατοίκου Πειραιώς, κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 820/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2021 αγωγής γονέων τραυματισθείσας και ήδη ενηλικιωθείσας πριν την ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλουμένης, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός της 30ήμερης προθεσμίας δεδομένου ότι οι εκκαλούντες επικαλούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση τους κοινοποιήθηκε στις 17.5.2023 (γεγονός που αποδεικνύεται και από τη σχετική επισημείωση επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή …………..) και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 25.5.2023. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……………./2023 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει ακολούθως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 του ΚπολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 ΚΠολΔ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία, μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 64§ 1 του ίδιου Κώδικα, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα, εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 ΑΚ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Άρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σ` αυτό από τους δύο γονείς του, οι οποίοι από κοινού ασκούν τη γονική μέριμνα του προσώπου του (άρθρ. 1510 ΑΚ). Διάδικος, όμως, είναι το ανήλικο τέκνο και όχι οι γονείς του, οι οποίοι απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο, με το δικό του όνομα. Κατά συνέπεια, σε δίκη με διάδικο ανήλικο τέκνο, η οποία δεν έχει περατωθεί, μετά την ενηλικίωσή του -οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία και, επομένως, και για να υπερασπίζεται τα δίκαιά του-, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου του, χωρίς να μεσολαβήσει αυτοδίκαιη διακοπή της δίκης (αφού το άρθρο 286 ΚΠοΔ, παρέχει απλώς την ευχέρεια στον ενηλικιωθέντα διάδικο, προς προστασία του οποίου έχει καθιερωθεί ο συγκεκριμένος λόγος διακοπής, να προκαλέσει τη διακοπή της δίκης) και, στο εξής, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία, με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε (ΑΓΙ 142/2013 ΧΡΙΔ 2013/521, ΕφΠειρ. 546/2014 δημ. Νόμος), καθιστώντας μη νόμιμη την παράσταση των έως τότε νόμιμων αντιπροσώπων γονέων του και απαράδεκτη την παράστασή του δι` αυτών (ΕφΑΘ 6951/2008 Δ/νη 2009.1463). Οι διαδικαστικές πράξεις που τυχόν ενεργήθηκαν μετά την ενηλικίωση του τέκνου από τους γονείς του, όπως π.χ. η κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης, αποβαίνουν και κηρύσσονται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως απαράδεκτες. Το ελάττωμα όμως αυτό θεραπεύεται, εφόσον οι παραπάνω διαδικαστικές πράξεις εγκριθούν ρητά ή σιωπηρά από τον ενηλικιωθέντα ανήλικο (ΑΠ 175/2022 δημ. νομος, ΕφΠειρ 546/2014, δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 737/2005 ΠειρΝομ 2005.366 και Β. Βαθρακοκοίλη άρθρο 289 αριθμ. 3).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021  αγωγή οι ενάγοντες υπό την ιδιότητά τους, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανήλικης κόρης τους ……….., εξέθεταν ότι την 27-07-2020 ο ηλικίας δεκατριών (13) ετών πρώτος εναγόμενος, που εκπροσωπείτο από τον πατέρα τους χωρίς να διαθέτει την αναγκαία κατ’ αρ. 10 παρ. 3 της ………./1-3-1999 ΥΑ άδεια χειριστή ταχυπλόου, αναβάτης ενός θαλάσσιου μοτοποδήλατου, (Jet Ski) είχε αναπτύξει υψηλή ταχύτητα και συνάμα επιχειρούσε επικίνδυνους ελιγμούς στην θαλάσσια περιοχή Πλατύς Γυαλός της νήσου Μυκόνου. Ότι συνεπεία της μεγάλης ταχύτητάς του και της ανικανότητάς του περί τον χειρισμό του θαλασσίου μοτοποδηλάτου, προσέκρουσε στον «θαλάσσιο καναπέ», που καθόταν η ανήλικη κόρη τους …………., μαζί με συγγενικά της πρόσωπα, την οποία και τραυμάτισε σοβαρά κατά παράβαση του άρθρου 314 του νέου ΠΚ. Ότι η τελευταία κατά το χρόνο εκείνο επιδιδόταν στην εν λόγω θαλάσσια δραστηριότητα, στην οποία ένα φουσκωτό στρώμα «καναπές» έλκεται από ένα ταχύπλοο σκάφος, στο οποίο επιβαίνει ένας χειριστής και ένας συνοδός που βρίσκεται συνεχώς σε οπτική επαφή με το θαλάσσιο στρώμα. Ότι περαιτέρω ο πατέρας του πρώτου εναγόμενου, εναγόμενος και ο ίδιος ατομικά (ήδη πρώτος εκκαλών ως προεκτέθηκε), αλλά και ως ασκών την γονική του μέριμνα και έχων εκ του νόμου την εποπτεία αυτού, παραμέλησε την εποπτεία αυτού μην εμποδίζοντάς τον να χρησιμοποιήσει το εν λόγω μοτοποδήλατο κατά παράβαση του άρθρου 360 του νέου ΠΚ. Ότι εξάλλου το ζημιογόνο μοτοποδήλατο, αποτελούσε εξάρτημα του σκάφους αναψυχής – θαλαμηγού «Μ», πλοίαρχος του οποίου ήταν ο τέταρτος εναγόμενος (ήδη τρίτος εκκαλών), το οποίο ανήκει στην δεύτερη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία (ήδη δεύτερη εκκαλούσα), και το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις ζημίες που προξενούνται σε τρίτους στην τρίτη εναγόμενη ασφαλίστρια εταιρία, και ότι ευθύνονται όλοι για την προκληθείσα ζημία, ο μεν πλοίαρχος επειδή παρέλειψε να παρεμποδίσει τη χρήση του μοτοποδηλάτου από τον ανήλικο ως έχων το γενικό πρόσταγμα επί του πλοίου κατ’άρθρο 40 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ, η δε πλοιοκτήτρια εταιρία ως προστήσασα τον πλοίαρχο ευθυνόμενη για τις άδικες πράξεις του πλοιάρχου κατ’ αρ. 922 ΑΚ και του αρ. 84 εδ. β’ του παλαιού και εφαρμοζόμενου ΚΙΝΔ η δε τρίτη εναγόμενη επειδή η ευθύνη της είναι εγγυητική. Ακολούθως αιτήθηκαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να τους καταβάλουν επειδή έχουν τη γονική μέριμνα της ανήλικης παθούσας εις ολόκληρον ο καθένας τους το συνολικό ποσό των 55.149,80 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής το οποίο αφορά τα παρακάτω: α) το ποσό των 15.618 ευρώ που αφορά τις δαπάνες που πραγματοποίησαν οι γονείς της για την αναγκαία εκ του τραυματισμού της παράταση της διαμονής της στη Μύκονο, β) το ποσό ων 2.760 ευρώ για τροποποίηση της κράτησης των αεροπορικών εισιτηρίων επιστροφής αυτής, γ) το ποσό των 5.440 ευρώ για τα νοσήλια και τις αμοιβές ιατρών, δ) το ποσό των 695 ευρώ για μίσθωση ειδικού οχήματος τύπου van, ε) το ποσό των 36,80 ευρώ για μετακινήσεις αυτής με ταξί κατά την επιστροφή της στη χώρα διαμονής της καθώς και στ) το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του τραυματισμού της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική αρμοδιότητα λόγω συνάφειας και ως προς τον πρώτο εκκαλούντα (1ο εναγόμενο) Νιγηριανό υπήκοο κάτοικο Λονδίνου, και ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα (2η εναγομένη) αλλοδαπή εταιρία με έδρα τα νησιά Μάρσαλ, και ως προς την τρίτη εναγομένη (εδώ μη διάδικο) αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία με έδρα το Λονδίνο, αφού σε αυτό θα μπορούσε να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του κατοίκου Πειραιώς πλοιάρχου του σκάφους το παράρτημα το οποίου και τζετ προκάλεσε την άδικη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του με αριθμό 1215/2012 κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επομένως και σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α του ν. 2172/1993 έκρινε ότι ως ναυτικό τμήμα έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, καθώς είχε λόγω του αιτήματος με βάση τη lex fori και υλική αρμοδιότητα.  Έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αριθμό 864/2007 για τις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), δηλαδή με τη γενική αρχή lex loci delicti commissi, αφού είχε ως δεδομένο ότι η ενοχή απέρρεε από αδικοπραξία και ότι στην Ελλάδα επήλθε η ζημία από την αδικοπραξία και επιπλέον το ελληνικό δίκαιο επικαλέστηκαν αμφότερα τα διάδικα μέρη. Στη συνέχεια αφού βεβαίωσε ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά και ότι έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του ν. 4640/2019 διαδικασία περί συμβιβαστική επίλυσης της διαφοράς, έκρινε ορισμένη την αγωγή με έρεισμα επί των διατάξεων των άρθρων 914, 922, 330, 297, 298, 299 ΑΚ, 40 και 84 του παλαιού ΚΙΝΔ 314, 360 του ΠΚ, μόνο ως προς τους εκκαλούντες πατέρα του ανηλίκου που οδηγούσε το θαλάσσιο σκι παράρτημα του σκάφους αναψυχής, τον πλοίαρχο του τελευταίου και την πλοιοκτήτρια εταιρία. Απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αγωγή ως προς την ασφαλιστική εταιρία κρίνοντας ότι ο ζημιωθείς δεν έχει ευθεία αγωγή κατά αυτής και ότι αυτή μπορεί μόνο να κληθεί από τον ασφαλισμένο της στη δίκη με πλαγιαστική αγωγή, αφού αν και η ασφάλιση των σκαφών αναψυχής είναι υποχρεωτική, δεν έχουν καθοριστεί με υπουργική απόφαση οι υπηρεσίες που δέχονται τις κοινοποιήσεις των ασφαλιστικών εταιριών. Στη συνέχεια δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή ως προς τους εκκαλούντες, έκανε δεκτή ένσταση εν μέρει εξόφλησης που υποβλήθηκε και τους υποχρέωσε να καταβάλουν συνολικά στους ενάγοντες γονείς της ανήλικης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης λόγω θετικής ζημίας και ηθικής βλάβης αυτής το ποσό των 20.483 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ηττηθέντες εναγόμενοι ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους παραπονούμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή και επικουρικά να γίνει δεκτή και ως προς την ασφαλιστική εταιρία. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκε χωρίς διακοπή δίκης, υπό τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ως μόνη εφεσίβλητη η παθούσα που ενηλικιώθηκε ως γεννηθείσα στις 8.1.2005 λίγο πριν τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 15.3.2023.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδαφ. α ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ’ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοί του, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλούμενη απόφαση. Κατ` εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτά να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου απ` αυτούς, αν η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ` άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντίθετων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). Στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι σε δίκη αποζημίωσης από ατύχημα, αντικείμενο της δίκης είναι μόνο η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση, όχι δε και η εξ αναγωγής του ενός εις ολόκληρον ευθυνόμενου προς τον άλλο. Στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Στη δίκη αποζημίωσης από ατύχημα, αν εναχθούν περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι δεν μπορούν αυτοί να ζητήσουν από το δικαστήριο να τους προσδιορίσει με την απόφασή του το βαθμό συμμετοχής τους στο ατύχημα. Αυτό θα κριθεί στα πλαίσια της δίκης αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνομένων. Η απόφαση που εκδίδεται στη δίκη που έκρινε την αξίωση αποζημίωσης, δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη που συνήθως ακολουθεί για την εξ αναγωγής αξίωση, ακόμη κι όταν στην πρώτη δίκη ο εξ αναγωγής εναγόμενος ήταν συνεναγόμενος, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας – αφού η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ ή άλλη διάταξη, η οποία τυχόν την καθιερώνει, ενώ η αξίωση αναγωγής στο νόμο (άρθρο 927 ΑΚ) – ούτε ταυτότητα διαδίκων – αφού στη δίκη αποζημίωσης οι συνοφειλέτες είναι απλοί ομόδικοί, ενώ στη δίκη αναγωγής οι συνοφειλέτες παρίστανται με διαφορετική ιδιότητα και είναι αντίδικοι. Επομένως η έφεση του ενός από τους εις ολόκληρον ευθυνομένους δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του διάταξη που να μεταβάλει ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλούμενη απόφαση (βλ. ΑΠ 642/2007 ΝοΒ 2007, 1873, ΑΠ 1355/2004 ΕλΔ 2004, 1448, ΕφΑθ 5795/2008 ΕλΔ 2010, 823, ΕφΙωαν 37/2009 ΕλΔ 2009, 1498, Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 338). Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθώς η αγωγή των εφεσιβλήτων εσφαλμένα απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη ως προς την ασφαλίστρια του σκάφους και ότι πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και υποχρεωθεί αυτή ως συνοφειλέτρια του ποσού που επιδικάστηκε στην παθούσα με την εκκαλουμένη απόφαση. Όμως οι εκκαλούντες δεν προσεπικάλεσαν ως δικονομική εγγυήτρια την ασφαλιστική εταιρία και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν οφείλουν για το παραδεκτό τη συζήτησης να ασκήσουν την έφεση και κατά της απλής ομοδίκου τους ασφαλιστικής εταιρίας που ωφελήθηκε από τις διατάξεις της εκκαλουμένης των οποίων εδώ ζητούν τη διόρθωση μεν πλην όμως αλυσιτελώς. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Στο άρθρο 8 της υα 2133/39328/2018 περί ελκόμενου πνευστού θαλάσσιου μέσου αναψυχής ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Η διενέργεια του ελκόμενου πνευστού θαλάσσιου μέσου αναψυχής επιτρέπεται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις και περιορισμούς: α) οι επιβαίνοντες στο ελκόμενο πνευστό θαλάσσιο μέσο αναψυχής γνωρίζουν κολύμβηση και φέρουν ατομική σωσίβια ζώνη χρώματος ερυθρού ή πράσινου ή κίτρινου ή πορτοκαλί, λεία, μαλακή και απαλλαγμένη από πρόσθετα εξαρτήματα ή υλικά, που είναι δυνατόν να προκαλέσουν τον τραυματισμό τους σε περίπτωση πτώσης, β) η ατομική σωσίβια ζώνη έχει τη δυνατότητα να κρατά το άτομο, που τη φέρει στην επιφάνεια της θάλασσας. Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση φουσκωτών σωσιβίων, γ) το σκάφος είναι ταχύπλοο και έχει την αναγκαία ισχύ για την έλξη του συγκεκριμένου θαλάσσιου μέσου αναψυχής με τα συγκεκριμένα επιβαίνοντα άτομα. Ειδικότερα, το ταχύπλοο σκάφος φέρει και ένα (1) εφεδρικό μεταλλικό δοχείο καύσιμης ύλης με πώμα ασφαλείας και περιεχόμενο τουλάχιστον τριών (3) λίτρων ή εφεδρική δεξαμενή (ρεζερβουάρ) ανάλογου περιεχομένου, δ) το σχοινί έλξης είναι σύμφωνο με τις κατασκευαστικές προδιαγραφές του και έχει τη δυνατότητα να επιπλέει στη θάλασσα, ε) το σημείο πρόσδεσης του σχοινιού του θαλάσσιου αυτού μέσου αναψυχής στο σκάφος είναι σε άριστη κατάσταση και έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στη δύναμη της έλξης, που δημιουργείται από την ταχύτητα του σκάφους, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη των είκοσι πέντε (25) κόμβων, στ) απαγορεύεται η διενέργεια θαλάσσιου πνευστού μέσου αναψυχής, όταν επικρατούν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καθώς και πριν την ανατολή και μετά τη δύση του ηλίου. 2. Οι υποχρεώσεις των χειριστών, ιδιοκτητών και εκμισθωτών ταχύπλοων σκαφών, ως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος Κανονισμού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα ταχύπλοα σκάφη, που χρησιμοποιούνται για την έλξη του εκάστοτε θαλάσσιου αυτού μέσου αναψυχής. 3. Οι επιβαίνοντες είναι ηλικίας δεκαέξι (16) τουλάχιστον ετών και όχι περισσότεροι από τις θέσεις με τα αντίστοιχα ζεύγη χειρολαβών. Για τα μικρότερης ηλικίας άτομα επιτρέπεται η επιβίβαση σε αυτά μετά από συγκατάθεση του προσώπου, που ασκεί τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια αυτού κατά τις διατάξεις του ΑΚ, το οποίο βεβαιώνει ότι ο ανήλικος γνωρίζει κολύμβηση. 4. Η διαδρομή του σκάφους, που έλκει το θαλάσσιο αυτό μέσο αναψυχής είναι απαλλαγμένη από υφάλους, βραχονησίδες, αγκυροβολημένα ή παραπλέοντα σκάφη, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτροπή ατυχήματος. 5. Από κάθε ταχύπλοο σκάφος επιτρέπεται η έλξη μέχρι τεσσάρων (4) μονοθέσιων ή δύο (2) διθέσιων ή ενός (1) τριθέσιου ή ενός (1) τετραθέσιου ή ενός (1) πενταθέσιου ή ενός (1) εξαθέσιου πνευστών θαλάσσιων μέσων αναψυχής. 6. Η διενέργεια (έλξη) του θαλάσσιου αυτού μέσου αναψυχής απαγορεύεται σε απόσταση μικρότερη των: α) εκατό (100) μέτρων από το εξωτερικό μέρος των πλωτών σημαντήρων του άρθρου 26, που επισημαίνουν τα όρια μέχρι τα οποία φθάνουν συνήθως κολυμπώντας οι λουόμενοι στις λουτρικές εγκαταστάσεις. Σε περιπτώσεις ιδιομορφίας της περιοχής (π.χ. μικροί όρμοι), μετά από απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 35, η απόσταση αυτή μπορεί να καθορίζεται και κάτω των εκατό (100) μέτρων όχι όμως μικρότερη των πενήντα (50) μέτρων και η σχετική απόφαση αναγράφεται επί του σώματος της άδειας. β) διακοσίων (200) μέτρων από το συνηθισμένο σημείο στο οποίο φθάνουν κολυμπώντας οι λουόμενοι στις θαλάσσιες περιοχές που δεν επισημαίνονται με πλωτούς σημαντήρες, γ) διακοσίων (200) μέτρων από την ακτογραμμή σε θαλάσσιες περιοχές που δεν υπάρχουν λουόμενοι σε κάθε περίπτωση. Σε περιπτώσεις ιδιομορφίας της περιοχής (π.χ. μικροί όρμοι), μετά από απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 35, η απόσταση αυτή μπορεί να καθορίζεται και κάτω των διακοσίων (200) μέτρων και η σχετική απόφαση αναγράφεται επί του σώματος της άδειας. 7. Η εκκίνηση και η επιστροφή από και προς την ακτή του ταχύπλοου σκάφους, που χρησιμοποιείται από τον εκμισθωτή, όταν έλκει το θαλάσσιο μέσο αναψυχής του παρόντος άρθρου επιτρέπεται, εφόσον διενεργείται εντός του οριοθετημένου δίαυλου του άρθρου 27 και δεν αναπτύσσει ταχύτητα μεγαλύτερη των πέντε (5) κόμβων και λαμβάνοντας υπόψη την ασφάλεια των λουσμένων μέχρι του θαλάσσιου εκείνου σημείου, που δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο.”. Με το δεύτερο λόγο εφέσεως οι εκκαλούνται παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναπόδεικτα δέχθηκε ότι η παθούσα, η οποία δεν είχε συμπληρώσει το 16ο έτος κατά το χρόνο του ατυχήματος γνώριζε κολύμπι, και ότι συνεπώς νομίμως συμμετείχε στη χρήση του ελκόμενου πνευστού θαλάσσιου μέσου αναψυχής στο οποίο όπως και σε κάθε θαλάσσιο σπορ συμμετέχουν παιδιά, μόνο εφόσον γνωρίζουν κολύμπι. Ο λόγος εφέσεως είναι αλυσιτελής κατά το μέρος που πλήττει την αιτιολογία της εκκαλουμένης, και επιπλέον διότι από τις παραδοχές της εκκαλουμένης αποδεικνύεται ότι το ατύχημα που προκάλεσε τον τραυματισμό της ήδη ενηλικιωθείσας παθούσας δεν  συνδεόταν με την κολυμβητική ικανότητα αυτής. Κατά το μέρος που εκτιμάται ότι με το λόγο αυτό εφέσεως επαναφέρεται η προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση συνυπαιτιότητας της παθούσας κατά ποσοστό 90%, ο λόγος θα ερευνηθεί κατά την ουσιαστική του βασιμότητα.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ.2 και 451 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος τα έγγραφα, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξή τους με τις προτάσεις του, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Για να είναι παραδεκτή και σύννομη η σχετική αίτηση, πρέπει να γίνεται επίκληση της κατοχής συγκεκριμένου εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενο του και να εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλ. ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 167/2018, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 1067/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Ισοκράτη). Η παράλειψη του δικαστηρίου να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου συνιστά πλημμέλεια υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, εφόσον δηλαδή με αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο του αιτούντος, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (Α.Π. 808/2015). Έτσι, αν το δικαστήριο παραλείψει να αποφανθεί επί αόριστης ή μη νόμιμης αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου δεν υποπίπτει σε πλημμέλεια, ήτοι δεν αφήνει αίτηση αδίκαστη (Α.Π. 1625/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη δεν απεφάνθη καθόλου για το αίτημα τους περί προσκομίσεως από τους ενάγοντες των αλλοδαπών τους ασφαλιστηρίων και ότι διέλαβε ότι ζήτησαν μόνο τα έγγραφα του αλλοδαπού ασφαλιστικού φορέα απορρίπτοντας ουσιαστικά το αίτημα ως νομικά αβάσιμο. Από την επισκόπηση όμως των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι το αίτημα επιδείξεως εγγράφων, το οποίο αναπτύσσεται στην πέμπτη σελίδα των προτάσεων των εκκαλούντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, είχε το εξής κατά λέξη περιεχόμενο: «Είθισται άπαντες οι αλλοδαποί που ταξιδεύουν στην Ελλάδα να ασφαλίζονται σε ασφαλιστικές εταιρίες της χώρας τους με ταξιδιωτική ασφάλιση η οποία τους αποζημιώνει για ατυχήματα, νοσηλείες και οιαδήποτε ζημία τυχόν προκύψει από την παραμονή τους στην ξένη χώρα. Το πλέον πιθανό είναι να έγινε αυτό και από τους αντιδίκους, οι οποίοι όχι μόνο αρνήθηκαν από εμάς να μεταφερθούν με ελικόπτερο στην Αθήνα, αλλά έφυγαν από την ιδιωτική βίλα που έμεναν με το αφήγημα ότι τάχα ήταν ακατάλληλη για να μείνει το παιδάκι που χτύπησε και μίσθωσαν ξενοδοχείο με κόστος διανυκτέρευσης το ποσό των 2.995 ευρώ, κόστος μάλιστα το οποίο θέλουν να επωμισθούμε εμείς. Δέον λοιπόν όπως μας προσκομίσουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαιά τους για την ταξιδιωτική τους ασφάλιση και βεβαιώσεις από την ασφαλιστική τους εταιρία για το αν τους αποζημίωσε για το ατύχημα και με τι ύψος αποζημίωσης, ούτως ώστε κάθε ποσό που έλαβαν να αφαιρεθεί και να μην το διεκδικούν περισσότερες φορές, εκμεταλλευόμενοι ένα ατυχές συμβάν με σκοπό το κέρδος τους. Μέχρι δε την προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων να αναβληθεί η έκδοση αποφάσεως.». Αποδεικνύεται επομένως ότι το αίτημα αυτό ήταν αόριστο, διότι οι εδώ εκκαλούντες δεν προσδιόρισαν καθόλου την ταυτότητα αυτών των εγγράφων και ότι τα κατείχαν οι ενάγοντες απλά πιθανολόγησαν αόριστα τέτοια ύπαρξη και η ανήλικη θυγατέρα τους, η οποία να σημειωθεί ότι αρνείται την ύπαρξη τέτοιων ιδιωτικών ασφαλιστηρίων. Επομένως το αίτημα περί επίδειξης εγγράφων ήταν απορριπτέο ως απαράδεκτο και το γεγονός ότι δεν υπάρχει τέτοια απορριπτική διάταξη στην εκκαλουμένη απόφαση δεν συνιστά πλημμέλεια της και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τρίτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ` αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξεως, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα, εκτός όμως από τις αρμοδιότητες και εξουσίες του πλοιάρχου, ο νόμος του επιβάλλει και ορισμένα ειδικά καθήκοντα, τα οποία μπορούν να διακριθούν σε δύο γενικότερες κατηγορίες : 1) σε καθήκοντα που συνδέονται με την κυβέρνηση του πλοίου, τα οποία διακρίνονται περαιτέρω σε : α) καθήκοντα πριν από τον απόπλου, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την κατάρτιση του πληρώματος (άρθρο 39 του παλαιού ΚΙΝΔ), τη βεβαιότητα ότι το πλοίο είναι ικανό για τον επιχειρούμενο πλου, ότι φέρει τα απαραίτητα εφόδια, ότι το πλήρωμα έχει την κανονική σύνθεση και ότι το φορτίο είναι καλώς στοιβαγμένο (άρθρο 106 ΚΔΝΔ) β) καθήκοντα που αφορούν στην καθεαυτή κυβέρνηση του πλοίου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υποχρέωση του πλοιάρχου να κυβερνά το πλοίο με κάθε επιμέλεια, να τηρεί τις διατάξεις και τους κανονισμούς που αναφέρονται στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο σε κάθε περίπτωση δυσχερούς πλου (άρθρο 113 ΚΔΝΔ) γ) καθήκοντα που αφορούν τα ναυτιλιακά έγγραφα δ) καθήκοντα που αφορούν τους επιβαίνοντες του πλοίου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αίτηση προς την αρμόδια λιμενική ή προξενική αρχή για την αποβίβαση επιβάτη που διαταράσσει σοβαρά την τάξη (αρθρ. 111 ΚΔΝΔ) και ε) γενικότερα δημόσιου συμφέροντος καθήκοντα που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας σε πλοία, αεροσκάφη ή πρόσωπα που κινδυνεύουν στη θάλασσα, στην αναγγελία σε πολεμικά πλοία που συναντά στη θάλασσα κάθε θαλάσσιου, διεθνώς διωκόμενου, εγκλήματος (π.χ. πειρατία) κ.α. Εκτός όμως από τις ευρείας εκτάσεως εξουσίες και τα ειδικότερα καθήκοντα που προαναφέρθηκαν ο πλοίαρχος υπέχει και ευθύνες, τόσο απέναντι στον πλοιοκτήτη ή στον εφοπλιστή από τη μεταξύ τους σχέση, όσο και απέναντι στους τρίτους, (αρθρ. 40 ΚΙΝΔ). Ειδικότερα ως προς την ευθύνη απέναντι τους τρίτους, αυτή εξαρτάται από το αν προέρχεται : αα) από δικαιοπραξία, οπότε ο πλοίαρχος δεν ευθύνεται κατ` αρχήν, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση ή ββ) από αδικοπραξία κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οπότε προκύπτει κατά κανόνα προσωπική του ευθύνη, με τις προϋποθέσεις και τους όρους των άρθ. 914 ΑΚεπ., μπορεί δε να αφορά αποκλειστικά τον πλοίαρχο ή να συντρέχει παράλληλα με την ευθύνη του αντιπροσωπευόμενου πλοιοκτήτη. Για τις πράξεις όμως του πληρώματος δεν μπορεί να ευθύνεται κατ` αρχήν ο πλοίαρχος, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού το πλήρωμα θεωρείται ότι συνίσταται από βοηθούς εκπλήρωσης ή προστηθέντες του πλοιοκτήτη και όχι βοηθούς εκπλήρωσης του πλοιάρχου. Μόνον όταν υπάρχει ίδιο πταίσμα του πλοιάρχου, σχετικά με τις πράξεις του πληρώματος, είναι δυνατόν να προκύψει ιδία αυτού ευθύνη, διότι π.χ. παρέλειψε να εμποδίσει τις εν λόγω πράξεις, με βάση την αναγνωριζόμενη από το νόμο πειθαρχική του εξουσία. (ΕφΠειρ. 951/2006 ΕΝαυτΔ 2007,26, Ν.Δελούκας: Ναυτικόν Δίκαιον, §109-121 σελ. Ναυτεργατικόν Δίκαιον, εκδ.1977, σελ.38-41,43,49-56, Ιω. Κοροτζής: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ.1990, παρ. 9-14α, σελ.45-71). (ΕφΠειρ 461/2014 δημ νόμος) από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Ο πλοίαρχος είναι ο προστήσας πλοιοκτήτριας εταιρίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 του παλαιού ΚΙΝΔ. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 1462/2013, 687/2013, 1226/2007, ΕφΑθ 139/2023 ΤΝΠ Νόμος, βλ. και Γ. Γεωργιάδης σε ΣΕΑΚ, εκδ. 2010, υπό αρ. 922, σελ. 1867, 1869). Τέλος με το άρθρ. 923 § 1 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 21 του ν. 2447/1996, ορίζεται ότι όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτον, εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί. Εποπτεία είναι η επίβλεψη, η επιτήρηση και αναλόγως η προφύλαξη του εποπτευομένου από κινδύνους που υπερβαίνουν τις δυνάμεις του, η επισήμανση τέτοιων κινδύνων με σκοπό την αποφυγή τους και γενικώς η καθοδήγηση του εποπτευομένου σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς, προκειμένου δε για ανήλικο, η εποπτεία ασκείται κατ’ αρχήν από τους γονείς του, που έχουν ειδικότερα την επιμέλεια του προσώπου του σύμφωνα με το άρθρ. 1510 του ΑΚ. Το μέτρο της εποπτείας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων και ιδίως από την ηλικία, την ωριμότητα, τη μόρφωση, αλλά και από την κατάσταση της σωματικής και πνευματικής υγείας του εποπτεύοντος και του εποπτευομένου, καθώς και από τη δυνατότητα πρόβλεψης ή την επικινδυνότητα της ζημιογόνου ενέργειας ή από άλλες παρόμοιες περιστάσεις. Ο νόμος καθιερώνει μαχητό τεκμήριο για την ύπαρξη πταίσματος του εποπτεύοντος αναφορικά με την άσκηση ζημιογόνου εποπτείας, που θεωρείται έτσι ως πλημμελής και μη προσήκουσα, αλλά και για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραμέλησης της εποπτείας κατά την έννοια αυτή και της ζημίας που προκλήθηκε, με συνέπεια, αν ο εποπτεύων δεν ανατρέψει το τεκμήριο, ισχυριζόμενος κατ’ ένσταση και αποδεικνύοντας (άρθρ. 338§2 ΚΠολΔ) ότι άσκησε στη συγκεκριμένη περίπτωση την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η παραμέλησή της δεν οφείλεται σε πταίσμα του ή τέλος ότι η ζημία του τρίτου, παρά την άσκηση της προσήκουσας εποπτείας, δεν μπορούσε να αποτραπεί, να δημιουργείται σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης του τρίτου για τις υλικές ζημίες και την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη. Στοιχεία έτσι της σχετικής αγωγής είναι η ύπαρξη σχέσης εποπτείας από το νόμο ή από σύμβαση και η πρόκληση από τον εποπτευόμενο παράνομης ζημίας σε τρίτο, δηλαδή ζημίας που να οφείλεται σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του, η οποία κατά κανόνα θα πρέπει να είναι υπαίτια. Δημιουργείται συνεπώς και προσωπική ευθύνη του εποπτευομένου εις ολόκληρο με τον εποπτεύοντα (άρθρ. 914, 926, 932 ΑΚ), εκτός αν αυτός είναι ανίκανος για καταλογισμό (άρθρ. 915-917 ΑΚ). (ΑΠ 476/2013 δημ ισοκράτης).

Από την επανεκτίμηση της με αριθμό ………../10.2.2022 ένορκης βεβαίωσης της επιχειρηματία και κατοίκου Βούλας ………….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… που δόθηκε σύμφωνα με τα όσα ορίζουν τα άρθρα 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …………./7.2.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… (σχτ. 18α και β) δικογραφίας,  ενώ δε θα ληφθεί υπόψη, όπως και πρωτοδίκως, η με αριθμό …………./2022 ένορκη βεβαίωση του πατέρα της παθούσας ……………. ενώπιον του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας της Ελλάδος στο Παρίσι, που είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27-7-2020, στη θαλάσσια περιοχή «Πλατύς Γυαλός» της νήσου Μυκόνου, η ήδη εφεσίβλητη ενηλικιωθείσα ενάγουσα ………………, που γεννήθηκε στις 8-1-2005, και κατοικεί στη Γαλλία, παραθέριζε με τους γονείς και τον αδελφό της. Κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία αυτή μαζί με τον αδελφό της …………. και δύο ακόμη συνομήλικους συγγενείς της, έκαναν συνεχώς από το πρωί χρήση ελκόμενου πνευστού θαλάσσιου μέσου αναψυχής, δραστηριότητα που παρέχονταν από την επιχείρηση που διατηρεί ο …………….. στην ίδια περιοχή. Συγκεκριμένα διασκέδαζαν κάνοντας τη δραστηριότητα «θαλάσσιου καναπέ», για την οποία χρησιμοποιούσαν ένα φουσκωτό στρώμα στο οποίο καθόταν, το οποίο ελκόταν από ένα ταχύπλοο σκάφος. Στο σκάφος αυτό εκτός από το χειριστή του ………….. επέβαινε υποχρεωτικά και ένας ακόμη συνοδός, ο ……………, που επέβλεπε τα παιδιά κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας. Μεσημβρινές ώρες της ίδιας ως άνω ημέρας και ενώ διενεργούνταν έλξη του «θαλάσσιου καναπέ» με την ενάγουσα και τους λοιπούς ανήλικους πάνω του, σε απόσταση 200 μέτρων από το ρυμουλκό σκάφος ο ανήλικος ……………. που γεννήθηκε στις 12-7-2007, είχε δηλαδή συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του ενεργώντας με διάκριση, δηλαδή ων σε θέση να διαγνώσει τον επελθόντα κίνδυνο και να διακρίνει αν η συμπεριφορά του ήταν άδικη, σύννομη ή παράνομη, και χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη εκ του αρ. 9 παρ. 3 του Γενικού Κανονισμού Λιμένα (υα 313/1999), άδεια χειριστή ταχυπλόου, διέλαθε της προσοχής του πατέρα του πρώτου εκκαλούντος …………, αλλά και του πλοιάρχου του σκάφους Μ τρίτου εκκαλούντος και αφού βρήκε  τα κλειδιά μέσα σε ειδική θήκη στο θαλάσσιο ποδήλατο «jet ski», που είναι ένα από τα τρία που ανήκουν στο άνω σκάφος ως εξάρτημα αυτού, το πήρε κρυφά από εκείνους και ανέλαβε το χειρισμό αυτού διενεργώντας απότομους ελιγμούς. Κατά τη διάρκεια των ελιγμών αυτών, και παρά την ενημέρωση που έλαβε από τον προαναφερόμενο συνοδό του ελκόμενου πνευστού θαλάσσιου μέσου αναψυχής ότι έχει πλησιάσει επικίνδυνα, προσέκρουσε με ταχύτητα στον «θαλάσσιο καναπέ», με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης και των λοιπών επιβαινόντων. Ειδικότερα η ήδη ενηλικιωθείσα εφεσίβλητη υπέστη από τη σύγκρουση κλειστό κάταγμα μέσου 1/3 της δεξιάς κνήμης συμφωνα με το προσκομιζόμενο σχετικό 14 της ιδιωτικής κλινικής Μυκονιάτικη Υγεία. Μετά τη σύγκρουση ο αναβάτης αυτού, αν και σύμφωνα με την ένορκη εξέταση (σχετ. 11) στην προδικασία της ποινικής διαδικασίας του ιδιωτικού υπαλλήλου …………., ο οποίος όπως προαναφέρθηκε βρισκόταν στην ώρα του ατυχήματος στο σκάφος έλξης του φουσκωτού καναπέ, αντιλήφθηκε τη σύγκρουση, λόγω του τρόπου πρόσκρουσης, τράπηκε σε φυγή, κατευθυνόμενος στη θαλαμηγό Μ, που ήταν αγκυροβολημένη, σύμφωνα και με τα όσα επίσης καταθέτουν στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης του λιμενικού οι ……………. και ……………. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι αποκλειστικά υπαίτιος στην πρόκληση του ατυχήματος ήταν ο πρώτος εναγόμενος, ήδη πρώτος εφεσίβλητος, που εκπροσωπείται λόγω της ανηλικότητας του από τον πατέρα του. Αυτός αν και ανήλικος και χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη προαναφερόμενη άδεια οδήγησης ανέλαβε τον χειρισμό αυτού, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς προπαντός δυνάμενου να εμφανισθεί εμποδίου και χωρίς κίνδυνο των λοιπών σκαφών, θαλασίων μέσων αναψυχής αλλά και τυχόν λουομένων, αλλά οδηγούσε κάνοντας αλεπάλληλους επικίνδυνους ελιγμούς, με συνέπεια να μην αντιληφθεί έγκαιρα, αν και είχε ορατότητα, το ελκόμενο πνευστό παιχνίδι στο οποίο επέβαιναν οι ανήλικοι και να επιπέσει με ταχύτητα πάνω του. Αυτός ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε με βάση τη διάταξη 917 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 5 του ν. 5023/2023 που ίσχυε κατά  το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, διότι ενεργούσε με διάκριση, δηλαδή μπορούσε να διακρίνει αν η συμπεριφορά του ήταν άδικη, σύννομη ή παράνομη (βλ. ενδ. ΑΠ 1410/2006 δημ. νόμος), ενώ να σημειωθεί ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι αυτός ενεργούσε χωρίς διάκριση. Αντίστοιχα ευθύνη φέρει και πατέρας του ανηλίκου, ο οποίος ευθύνεται επειδή ασκούσε τη γονική μέριμνα του ανηλίκου, και δεν υπέβαλε ισχυρισμό ότι άσκησε την προσήκουσα επιμέλεια, όφειλε να τον εποπτεύει. Το αναγκαίο προληπτικό μέτρο στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ήταν αφενός να έχει βεβαιωθεί ότι ο ανήλικος και στερούμενος διπλώματος για την οδήγηση θαλασσίου jet ski και επίσης να του επιστήσει την προσοχή ότι υπό αυτές τις συνθήκες η οδήγηση του θαλασσίου μέσου θα ήταν επικίνδυνη συμπεριφορά σύμφωνα  με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της κοινωνικής ηθικής και επομένως λόγω του ελλείμματος εποπτείας του ανήλικου υιού του ευθύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις 320 του ΠΚ και 914 του ΑΚ. Επιπλέον ευθύνεται ο κυβερνήτης ιδιωτικού σκάφους αναψυχής ευθυνόμενος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. κβδ ν. 4256/2014, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 4926/2022, το οποίο ορίζει ότι ο κυβερνήτης επαγγελματικού πλοίου αναψυχής έχει τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που προβλέπονται για τον πλοίαρχο. Ευθύνεται ακολούθως ως πλοίαρχος του σκάφους στο οποίο ανήκε το εξάρτημα αυτού, από την παράνομη χρήση του οποίου προκλήθηκε η ζημία, ως έχων το γενικό πρόσταγμα επί του πλοίου, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέλειψε να ασφαλίσει τα κλειδιά του θαλασσίου μοτοποδηλάτου σε ασφαλές και μη προσβάσιμο από τον ανήλικο σημείο, αλλά τα είχε εναποθέσει αφύλακτα εντός θήκης αυτού με αποτέλεσμα ο τελευταίος να διαλάθει της προσοχής του και να αναλάβει παράνομα το χειρισμό αυτού και επομένως ευθύνεται με ίδιο πταίσμα (άρθρο 40 του παλαιού ΚΙΝΔ) για τη ζημία της ενάγουσας. Όμοια ευθύνεται και η δεύτερη εφεσίβλητη πλοιοκτήτρια εταιρία ως προστήσασα τον πλοίαρχο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 του παλαιού ΚΙΝΔ, δεδομένου ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική πιστοποιητικό εγγραφής της διοίκησης ναυτικών υποθέσεων της κυβέρνησης του αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων με αριθμό Νο 41053/Υ είναι πλοιοκτήτρια του σκάφους Μ, στο οποίο επέβαινε ο ανήλικος με τον πατέρα του, και επιπλέον δεν αμφισβητεί την ιδιότητα αυτή και επομένως ευθύνεται αντικειμένικά ως εκ του πταίσματος του πλοιάρχου (προστηθέντος) αυτής και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο πέμπτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Να σημειωθεί ότι η ήδη ενηλικιωθείσα ενάγουσα γνώριζε κολύμβηση, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου, και επομένως η ανηλικότητα της δεν συνετέλεσε στο ατύχημα, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, αφού νομίμως χρησιμοποιούσε το θαλάσσιο παιχνίδι το οποίο επιπροσθέτως μετά τη σύγκρουση με το jet ski δεν είχε χάσει την πλευστότητά του και συνεπώς οι επιβαίνοντες δεν χρειάστηκε να κολυμπήσουν ή να προβούν σε οποιαδήποτε σωματική καταπόνηση, ο δε τραυματισμός της εφεσίβλητης οφείλεται αποκλειστικά στην πρόσκρουση του θαλασσίου σκι στο θαλάσσιο πλωτό παιχνίδι στο οποίο αυτή επέβαινε ανυποψίαστη. Επομένως αφενός το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε χωρίς απόδειξη πραγματικά περιστατικά που είχαν σχέση αιτίας αιτιατού με το ατύχημα, αφετέρου η εφεσίβλητη δεν έφερε συνυπαιτιότητα στη ζημία της και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου η προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση συνυπαιτιότητας σε ποσοστό 90% είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Αυτή μετά τραυματισμό της μεταφέρθηκε διά της έλξης του πνευστού θαλάσσιου μέσου αναψυχής αυτού στην παραλία κα στη συνέχεια διακομίστηκε με ασθενοφόρο, το οποίο κλήθηκε αμέσως από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης του πνευστού ψυχαγωγικού παιχνιδιού, στο πολυιατρείο «……………….». Εκεί εξετάστηκε και εισήχθη για νοσηλεία περίπου εννέα ωρών αφού, όπως προαναφέρθηκε, διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί δε κάταγμα δεξιάς κνήμης στο οποίο εφαρμόστηκε κάλυψη με γύψο και χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση του πόνου. Συστήθηκε επανεξέταση στο ξενοδοχείο σε 3 με 4 ημέρες και νέος ακτινολογικός έλεγχος σε 5 με 6 ημέρες. Δόθηκαν οδηγίες για συντηρητική θεραπεία, αφού η χορηγηθείσα γνωμάτευση αναφέρει ότι το κάταγμα μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά ή χειρουργικά ανάλογα με την κρίση του θεράποντος ιατρού. Στη συνέχεια η ανήλικη επέστρεψε στη μισθωμένη για την παραθέριση της οικογένειας κατοικία της, και στις 3-8-2020, επανεξετάστηκε από τον θεράποντα ιατρό αυτής …………., χειρουργό ορθοπαιδικό, ο οποίος της τοποθέτησε πρόσθετο πλαστικό γύψο στο δεξί της πόδι στην πολυκλινική «……………», εξακολούθησε δε να λαμβάνει παυσίπονα, ενώ απαιτήθηκε ιατρική επίβλεψη για πέντε ακόμη ημέρες και κρίθηκε ότι η τελευταία μπορεί να ταξιδέψει αεροπορικώς στην πατρίδα της στις 9-8-2020. Έγινε πρόβλεψη ότι θα μπορέσει να περπατήσει ξανά με γύψο τύπου sarmieato σε 2 με 3 εβδομάδες, ενώ κρίθηκε αναγκαία η επανεκτίμηση προκειμένου να κριθεί αν θα χρειαστεί μελλοντικά χειρουργική αποκατάσταση του τραύματος, για το οποίο ο εν λόγω ιατρός προέβλεψε πώρωση κατάγματος σε διάστημα 2,5 μηνών. Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως υποβάλλεται το παράπονο ότι με την εκκαλουμένη επιδικάστηκαν υπερβολικά και αόριστα κονδύλια δηλαδή αυτό της διαμονής στη Μύκονο για πέντε επιπλέον μέρες και νύχτες για την οποία επιλέχθηκε δίκλινη σουίτα για την οποία καταβλήθηκε το ποσό των 1.150 ευρώ ημερησίως πλέον φόρου διαμονής ύψους 4 ευρώ και συνολικά το ποσό των 5.770 ευρώ, καθώς και τη μίσθωση mini van για τις επιπλέον ημέρες που παρέμεινε στη Μύκονο αν και δεν αναφέρει σε τι συνίσταται το ποσό αυτό. Από την επισκόπηση της εκκαλουμένης αποδεικνύεται ότι επιδικάστηκε το ποσό των 600 ευρώ, δηλαδή το ποσό των 100 ευρώ ημερησίως για το διάστημα από 3.8.2020 έως και 7.8.2020 και οι εκκαλούντες παραπονούνται για το ότι δεν επιμερίστηκε το ποσό αυτό, αφού το προαναφερόμενο όχημα χρησιμοποιούσαν όλα τα συγγενικά της πρόσωπα που παραθέριζαν στο νησί. Όμως οι αιτιάσεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ανήλικου υιού του πρώτου εκκαλούντος, τον οποίο αυτός δεν επέβλεπε λαμβάνοντας τα αναγκαία προληπτικά μέτρα κατά τα προαναφερόμενα, η εφεσίβλητη υπέστη σοβαρή σωματική βλάβη δηλαδή κάταγμα κνήμης. Επομένως αυτή αιφνιδίως κατέστη ανίκανη προς μετακίνηση κα αυτοεξυπηρέτηση και μάλιστα σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο κορυφώνεται η τουριστική σεζόν σε ένα από τα τουριστικότερα μέρη της χώρας. Η οικογένεια που παραθέριζε είχε μεν μισθώσει κατάλυμα μέχρι τις 9.8.2020 όμως η διαμονή σε αυτό της εφεσίβλητης, η οποία έπρεπε να παραμένει ακινητοποιημένη προφανώς κατέστη απαγορευτική σε μέρος που χρησιμοποιείται μόνο για παραθερισμό καθώς αυτό στερείται υποδομών πρόσβασης ατόμων ανίκανων προς μετακίνηση. Επομένως η μίσθωση άλλου καταλύματος στο κέντρο του νησιού που να έχει χώρο στάθμευσης οχημάτων και εστιατόριο προκειμένου να εξασφαλιστεί η παθούσα να μπορεί να επισκέπτεται το ιδιωτικό πολυιατρείο ………….. κατέστη επιβεβλημένη. Η δαπάνη δε των 1.150 ευρώ ημερησίως είναι δικαιολογημένη λόγω της όψιμης μίσθωσης για λόγους υγείας και της αδυναμίας διαπραγμάτευσης. Επιπλέον η δαπάνη του mini van, η οποία αποτελεί τη μέση ημερήσια τιμή μίσθωσης τέτοιο οχήματος, κατέστη επιβεβλημένη, καθώς η παθούσα μεταφερόταν με το πόδι της σε οριζόντια θέση καταλαμβάνοντας έτσι τρεις θέσεις επιβατών και συνεπώς δεν γινόταν πλέον χρήση από τα υπόλοιπα συγγενικά της πρόσωπα, αλλά μόνο από την ίδια αποκλειστικά η οποία δεν ήταν σε θέση να μετακινηθεί με άλλο τρόπο. Να σημειωθεί ότι αν εκτιμηθεί λόγω της επαναφοράς των πρωτοδίκως προβληθέντων ισχυρισμών ότι με την κρινόμενη έφεση υποβάλλεται παράπονο αναφορικά με τα αγωγικά αιτήματα περί εισιτηρίων επιστροφής ύψους 2.760 ευρώ και περί χρήσης ταξί για 34 μετακινήσεις το διάστημα από 15.10.2020 έως 12.1.2021, αυτό γίνεται αλυσιτελώς διότι τα σχετικά κονδύλια απορρίφθηκαν στην ουσία τους από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επίσης η δαπάνη για την ενοικίαση αναπηρικού αμαξιδίου ποσού 520 ευρώ για το διάστημα παραμονής στη Μύκονο μετά το ατύχημα κρίνεται επιβεβλημένη και όχι υπερβολική και αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……/1.8.2020 απόδειξη λιανικής του καταστήματος ενοικιάσεως ορθοπαιδικών ειδών ……….. (βλ. προσκ. σχετ. 13). Τέλος τα όσα αναφέρει στη με αριθμό ………/2022 ένορκη κατάθεση της η …….. προμηθεύτρια του σκάφους αναψυχής Μ περί του ότι στον πατέρα της παθούσας προτάθηκε η μεταφορά στην Αθήνα με Learjet για την καλύτερη νοσηλεία της, με έξοδα του πρώτου εκκαλούντος και ότι δεν έγινε αποδοχή της πρότασης, δεν επιδρούν στη βασιμότητα της αναγκαιότητας των παραπάνω αγωγικών αιτημάτων. Επομένως κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επιδικάζοντας τα συγκεκριμένα ποσά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό έκτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Η αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, έστω και αν τούτο ρητά δεν αναφέρεται σε αυτή. Η εν λόγω αρχή αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος που επίσης καθιερώνει η διάταξη της παρ.3 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος, γεγονός που συμβαίνει όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει προφανώς τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα (μέσο) έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του δεν είναι επιτρεπτή. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, ακόμη και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αυτά αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, οπότε και πάλι παραβιάζεται η εν λόγω αρχή. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, που αυτός υπέστη λόγω της αδικοπραξίας, ήτοι για την μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ο παθών από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (ζωής, υγείας, ελευθερίας, τιμής κλπ), η οποία είναι ανεξάρτητη από την κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ ζημία σε περιουσιακά αγαθά αυτού, ώστε αυτός να απολαύσει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα κριτήρια που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης αυτής. Τέτοια κριτήρια είναι ιδίως το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι όλες ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 2029/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της, τα αυτά δε ισχύουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και ως προς την αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να μην επιδικασθεί από το δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα ή για να μειωθεί το ποσό της απαιτείται συντρέχον πταίσμα αυτού και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος (υπαίτιας πράξης ή παράλειψης) και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 327/2017, ΑΠ 518/2017, ΑΠ 811/2017, ΑΠ 757/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως υποβάλλεται το παράπονο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας, διότι επιδίκασε το ποσό των 20.000 ευρώ για κάταγμα κνήμης μαθήτριας στην οποία ο χρόνος αποκατάστασης είναι μισός από έναν ενήλικα και η οποία δεν στερήθηκε την οικονομική της ζωή αφού δεν εργαζόταν, δεν έχασε ώρες από την εκπαίδευση της και εντέλει δεν υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση λόγω του κατάγματος. Πράγματι από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι η παθούσα δεν χειρουργήθηκε για την αντιμετώπιση του κατάγματος που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ανήλικου υιού του πρώτου εκκαλούντος. Ειδικότερα μετά την επιστροφή της στην Γαλλία επισκέφτηκε προς περαιτέρω έλεγχο της κατάστασής της δύο φορές στις 10 και 12/8/2020 τους ορθοπαιδικούς ιατρούς ……. και ……………. καταβάλλοντας αντίτοιχα το ποσό των 90 € και 130 € αντίστοιχα και παρέμεινε συνολικά σε ακινησία για 45 ημέρες αρχικά, αφού τέθηκε γύψος στο τραυματισμένο άκρο της και στη συνέχεια της τοποθετήθηκε νάρθηκας ρητίνης για 45 επιπλέον ημέρες. Μετά δε την πάροδο 90 ημερών το κάταγμα δεν εμφάνιζε επαρκή πώρωση γεγονός που επέβαλε την ακινητοποίηση μέσω νάρθηκα για άλλο ένα μήνα μέχρι την 16-12-2020. Στη συνέχεια άρχισε φυσιοθεραπεία ενώ απαγορεύτηκαν όλες οι αθλητικές δραστηριότητες μέχρι τις 10-2-2021. Από όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η παθούσα υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία των εκκαλούντων εναγόμενων. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το εν λόγω ατύχημα κατά τη διάρκεια καλοκαιρινών διακοπών, την ηλικία της παθούσας (15,5 ετών), τη βαρύτητα και το είδος του τραυματισμού της, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτού, συνεκτιμώμενου όμως του γεγονότος ότι αυτή είχε άμεσα πρόσβαση τόσο σε ιατρικές υπηρεσίες αν και βρισκόταν σε νησί με ένα κέντρο υγείας χωρίς μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο, όσο και στην κατάλληλη διαμονή και γενικότερη παροχή υπηρεσιών για την αποκατάσταση της υγείας της, αν και παραθέριζε μακριά από την οικία της, την αποκλειστική υπαιτιότητα του ανηλίκου υιού του πρώτου εκκαλούντος για τον οποίο αυτός δεν έλαβε τα προσήκοντα μέτρα επίβλεψης, όπως παραπάνω προσδιορίστηκαν, την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των μερών, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στην εφεσίβλητη ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 12.000 ευρώ. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ όπως εξειδικεύεται με το άρθρο 932 ΑΚ, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη. Αντίθετα, το ποσό των 20.000 ευρώ που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κρίνεται υπερβολικό σε σχέση με τα ανωτέρω περιστατικά, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του σχετικού τέταρτου λόγου εφέσεως. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Ακολούθως των ανωτέρω να γίνει εν μέρει δεκτή έφεση κατά τον προαναφερόμενο λόγο της ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς τους παριστάμενους διαδίκους κατά το κεφάλαιο περί ηθικής βλάβης και της δικαστικής δαπάνης για το ενιαίο του τίτλου και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει κατά το κεφάλαιο αυτό την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), και να αφαιρέσει από το κεφάλαιο περί ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ που απέδειξαν ότι κατέβαλε ο πρώτος εκκαλών αμέσως μετά το ατύχημα στους γονείς της παθούσας σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 416 του ΑΚ). Στη συνέχεια πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτή η με αριθμό ………../2021 αγωγή κι ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εκκαλούντες εναγόμενοι ο καθένας εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενηλικιωθείσα εφεσίβλητη ενάγουσα λόγω θετικής ζημιάς και ηθικής βλάβης το συνολικό ποσό των (1.350+1.000+700 (ιατρικές δαπάνες που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως) +520 (δαπάνη αμαξιδίου)+600 (δαπάνη μετακινήσεων) +5.770 (δαπάνη διαμονής) + 323 (δαπάνη διαμονής που επιδικάστηκε πρωτοδίκως) +130+90 (ιατρικές επισκέψεις που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως)+2.000)=12.483 ευρώ. Επειδή το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό κατ’ουσίαν έστω και κατά ένα μέρος θα πρέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως στους εκκαλούντες, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα επιβληθεί στους παρισταμένους εκκαλούντες εναγομένους λόγω της ήττας τους κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ποσό που τους βαρύνει εις ολόκληρον (άρθρα 183, 178 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 23.5.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2023 και προσδιορισμού ………../2023 έφεση, κατά της με αριθμό 820/2023 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2021 αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ΄ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του με αριθμό ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ……………/2023 ποσού 100 ευρώ που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της εφέσεως

Εξαφανίζει ως προς τους εκκαλούντες και την εφεσίβλητη ενάγουσα τη με αριθμό 820/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα κεφάλαια που αναγράφονται στο σκεπτικό.

Κρατεί και δικάζει ως προς τους παρισταμένους εναγομένους ως προς τα κεφάλαια αυτά την υπόθεση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2021 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό …………/2021 αγωγή

Υποχρεώνει τους πρώτο δεύτερη και τέταρτο των εναγομένων (εκκαλούντες) να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα τριών ευρώ (12.483)

Επιβάλει σε βάρος των εκκαλούντων (πρώτο δεύτερη και τέταρτο των εναγομένων) μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης ενάγουσας το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ το οποίο τους βαρύνει εις ολόκληρον

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  25 Ιουνίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ