Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 208/2024

Αριθμός     208/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   ………………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γρηγόριο Μίτσα.

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η  ΑΝΑΚΟΠΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:

Εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……..», η οποία εδρεύει στο Δήμο ……… (θέση «… ……..») (ΑΦΜ …….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Βαβάτση.

ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ-ΠΡΟΣ ΟΥΣ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. ο οποίος  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Μπεληγιάννη και 2) …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Βαβάτση.

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (…………..) (ΑΦΜ ………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Βακιρτζή (Ν. ΠΑΠΑΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν  α) ο  ……………… την από 30.6.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2017) αγωγή,  β)  η εταιρεία με την επωνυμία «……….» και διακριτικό τίτλο  «………» την από 30-10-2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2017) ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) η ανώνυμη  ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….» την από 13.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………….//2017) πρόσθετη παρέμβαση. Επί αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4087/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ως άνω αγωγή και δέχθηκε την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου       α) η εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…….»   με την από  30-1-2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2020 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 5η.11.2020 και β)  ο ………., με την από  4.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2019 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 6η.2.2020, μετά δε από αναβολή,  η 5η. 11.2020. Επί των ως άνω εφέσεων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 571/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την παραπάνω εφετειακή απόφαση προσέβαλε  ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς ο ………….., με την από  10.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……………./2022) ανακοπή ερημοδικίας, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 3η.11.2022, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 10-2-2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/15.02.2022 και ειδικό …../15.02.2022 ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 571/2021 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε ερήμην του ανακόπτοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 501, 502, 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο – ενάγοντα την 4-2-2022 (βλ. σχετική επισημείωση επί του σώματος αυτής, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …………), ενώ η ένδικη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, την 15-02-2022, όπως προκύπτει από την επισυναφθείσα στην ένδικη ανακοπή πράξη κατάθεσης της γραμματέως αυτού του Δικαστηρίου, ήτοι εντός της 15ήμερης προθεσμίας του άρθρου 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της ανακοπής ερημοδικίας έχει κατατεθεί από τον ανακόπτοντα– εκκαλούντα – εφεσίβλητο – ενάγοντα, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το παράβολο, που ορίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (βλ. το υπ’ αριθμ. ……………../2022 ηλεκτρονικό παράβολο).

Κατά το άρθρο 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης, που έχει εκδοθεί ερήμην, επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανωτέρα βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 29/1992 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως ανωτέρα βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός, παρακωλυτικό της εμφάνισης του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υπόθεσής του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανωτέρα βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κυρώσεως που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανωτέρα βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως, στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανωτέρα βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξειδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (ΑΠ 2/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 121/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 559/2020 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια γεγονότα ανώτερης βίας είναι δυνατό να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα του διαδίκου (ΜονΕφΠειρ 419/2020 ΝΟΜΟΣ) ή στενού συγγενικού του προσώπου και η εξαιτίας αυτής αδυναμία παραστάσεώς του και νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εκτός εάν μπορεί να παραστεί διά του τελευταίου (ΑΠ 224/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 272/2018 ΝΟΜΟΣ), ή όσον αφορά τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, τέτοιο γεγονός συνιστά η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσος, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του (EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 87/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 9/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 341/2021 ΝΟΜΟΣ), εφόσον τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013 ΝΟΜΟΣ).

Σε περίπτωση συνδρομής ανώτερης βίας, ως λόγου ανακοπής, αν η ανώτερη βία συνίσταται σε ασθένεια του πληρεξου­σίου δικηγόρου του διαδίκου, πρέπει να προσδιορίζεται το είδος και η διάρκειά της, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να κρίνει αν αποτέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για τη μη εμφάνιση του δικηγόρου στο δικαστήριο, εάν ήταν αιφνίδια και ικανή να τον εμποδί­σει να παραστεί στο δικαστήριο και αν τον εμπόδισε να ενεργήσει με άλλον δικηγόρο, έστω και μη συνεργάτη του (ΑΠ 316/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 546/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 42/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 52/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια της ανώτερης βίας, εκτός από την ασθένεια, εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη – και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή – την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου. Σημειωτέον ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για τον διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από τον μέσο νομικό παραστάτη (EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 87/2022 ό.π., ΜονΕφΠειρ 9/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 341/2021 ό.π). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μή κλήτευση ή τη μή νόμιμη ή μή εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μή εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008 ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 του ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 87/2022 ό.π., ΜονΕφΠειρ 9/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 341/2021 ό.π).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων– ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, την από 30-6-2017, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/27-9-2017 αγωγή του,  με την οποία ιστορούσε ότι, ενόσω εργαζόταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως εργαζόμενος του δεύτερου των εναγομένων ……., ο οποίος, με σύμβαση έργου είχε αναλάβει την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στο αναφερόμενο ακίνητο της πρώτης των εναγομένων, εταιρείας με την επωνυμία «…………», υπό τη γενική επίβλεψη του τρίτου των εναγομένων, πολιτικού μηχανικού, . ……………, τραυματίσθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί μόνιμη αναπηρία. Ότι το ατύχημά του αυτό, που ήταν εργατικό, οφειλόταν στην παράλειψη λήψης των απαιτούμενων μέτρων, που ανέφερε, τόσο εκ μέρους της κυρίας του έργου, όσο και εκ μέρους των προστηθέντων αυτής, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, ζητούσε, δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, σε ολόκληρο, να του καταβάλουν το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν, εις ολόκληρον, το ποσό των 179.956 ευρώ, νομιμοτόκως, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που υπέστη λόγω του ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμού του. Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη της ως άνω αγωγής άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 30-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. ……./2-11-2017) προσεπίκληση με ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», αναφερόμενη, δε, στην ως άνω κύρια αγωγή, ισχυριζόταν ότι η παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία είχε αναλάβει, με την από 27-2-2015 ασφαλιστική σύμβαση, την κάλυψη της αστικής ευθύνης για τις σωματικές βλάβες τρίτων, που θα προκαλούνταν κατά την εκτέλεση του προαναφερόμενου οικοδομικού έργου, ζητούσε, δε, σε περίπτωση ήττας της στην ως άνω κύρια αγωγή, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε ποσό θα υποχρεωνόταν η ίδια να καταβάλει στον ενάγοντα της ως άνω αγωγής. Περαιτέρω, με το από 13-11-2017 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …………/14-11-2017)  δικόγραφο,  ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….» άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης των εναγομένων της κύριας αγωγής, εταιρείας με την επωνυμία «……….», ζητώντας την απόρριψη της εναντίον της αγωγής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, αφού συνεκδίκασε τα ανωτέρω δικόγραφα, αντιμωλία των διαδίκων, με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την ως άνω κύρια αγωγή, συνακόλουθα δε, κατέστη άνευ αντικειμένου η προαναφερόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκαν α) η από 4-3-2019 (με αριθμ. κατάθ. ……../20-3-2019) έφεση, με την οποία ο εκκαλών  ………. παραπονείτο για την απόρριψη της αγωγής και ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε, στη συνέχεια, να γίνει δεκτή η αγωγή του και β) η από 30-1-2020 (με αριθμ. κατάθ. …………./31-1-2020) επικουρική έφεση της εταιρείας με την επωνυμία «……………», με την οποία ζήτησε, σε περίπτωση ευδοκίμησης της προαναφερόμενης έφεσης και αποδοχής της κύριας αγωγής, να γίνει δεκτή η ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή της.

Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.571/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι α) από 4-3-2019 (με αριθμ. κατάθ. ……../20-3-2019) έφεση του  …………. και β) από 30-1-2020 (με αριθμ. κατάθ. ………../31-1-2020) επικουρική έφεση της εταιρείας με την επωνυμία «…………», ερήμην του εκκαλούντος της πρώτης έφεσης και δεύτερου των εφεσιβλήτων της δεύτερης έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απορρίφθηκε η από 4-3-2019 (με αριθμ. κατάθ. ………./20-3-2019) έφεση, κατά το τυπικό της μέρος, ως προς την τέταρτη των εφεσιβλήτων, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και, ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους, κατ’ουσίαν, ως ανυποστήρικτη, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσέτι, δε, απορρίφθηκε και η από 30-1-2020 (με αριθμ. κατάθ. ………./31-1-2020) επικουρική έφεση, κατά το τυπικό της μέρος, ως προς το δεύτερο των εφεσιβλήτων …………………. και κρίθηκε ότι παρήλκε η περαιτέρω εξέταση της ως άνω επικουρικής έφεσης.

Ακολούθως, κατά της απόφασης αυτής, ο  ερημοδικασθείς εκκαλών – (επικουρικώς) εφεσίβλητος – ενάγων  και ήδη, ανακόπτων άσκησε την ένδικη ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου η υπόθεση, επικαλούμενος τη συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας που συνέτρεξε στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου του και ειδικότερα, επικαλούμενος ότι το πρωϊ της ημέρας που δικαζόταν η άνω έφεσή του(5.11.2020), ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ξεκίνησε από το δήμο Γλυφάδας, όπου κατοικούσε προκειμένου να προσέλθει στο Εφετείο Πειραιά και να παραστεί εκπροσωπώντας τον ανακόπτοντα στη συζήτηση της παραπάνω έφεσής του. ΄Ότι όταν έφθασε στο ύψος του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας (ΣΕΦ), δέχθηκε απρόσμενα από τον επί 25ετίας συνεργάτη του δικηγόρο Αθηνών, ……, τηλεφώνημα στο κινητό του τηλέφωνο, μέσω του οποίου τον ενημέρωσε ότι στις 2 Νοεμβρίου 2020 ημέρα Δευτέρα, είχε παρευρεθεί μαζί με τη σύζυγό του, …….., σε δείπνο, το οποίο είχαν παραθέσει στο σπίτι τους οι κουμπάροι τους, …….. και …………΄Ότι στο συγκεκριμένο δείπνο παρευρισκόταν και ο φίλος των κουμπάρων του ……., …….. Ότι δύο ημέρες μετά, ο ……….. και συγκεκριμένα, την 4.11.2020 διαγνώσθηκε ότι πάσχει από «ΔΙΑΓΝΩΣΗ COVID 19-ΛΟΙΜΩΞΗ ΚΑΤΩΤ. ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ- ΣΥΡΡΟΗ ΥΓΡΟΥ ΔΕΞ. ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΧΩΡΑ-ΥΔΡΟΘΩΡΑΚΑΣ» και ότι τόσο ο προαναφερόμενος συνεργάτης του πληρεξουσίου του δικηγόρου, όσο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος, με τον οποίο έρχονταν σε επαφή σε καθημερινή βάση επί δωδεκάωρο και πλέον, θα έπρεπε σύμφωνα με το τότε ισχύον υγειονομικό πρωτόκολλο των Υγειονομικών Αρχών, να τεθούν χωρίς χρονοτριβή σε καραντίνα. ΄Ότι η πληροφόρηση αυτή λόγω του αιφνίδιου και απρόβλεπτου χαρακτήρα της και λόγω της σοβαρότητάς της έφερε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του σε δίλημμα του τί ακριβώς να πράξει σε σχέση με τη συζήτηση της έφεσής του, δηλαδή, αν θα συνέχιζε την πορεία του προς το δικαστήριο για την εκτέλεση του, έναντι του ανακόπτοντος αναληφθέντος καθήκοντος της εκπροσώπησής του κατά την εκδίκαση της έφεσης  ή αν θα συντασσόταν με το τότε  ισχύον υγειονομικό Πρωτόκολλο των Υγειονομικών Αρχών και θα έμπαινε σε καραντίνα για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα των 14 ημερών και ότι τελικά, λαμβάνοντας υπόψη του ότι μπορούσε και ο ίδιος να ήταν φορέας του θανατηφόρου ιού, γεγονός που αν συνέβαινε υπήρχε κίνδυνος να τον μετέδιδε σε συνανθρώπους του, με τους οποίους θα ερχόταν σε επαφή σε περίπτωση, που θα παρίστατο στη δίκη, επέλεξε  να συνταχθεί προς τις  υγειονομικές επιταγές και να τεθεί σε καραντίνα για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μην τον εκπροσωπήσει ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και να επέλθει η ερημοδικία  του (ανακόπτοντος).

Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατ’ουσίαν. Οι καθ’ων η ανακοπή, με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους αρνούνται τους ανωτέρω ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, διατεινόμενοι, ειδικότερα, ότι δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του πληρεξουσίου αυτού δικηγόρου. Προς απόδειξη του λόγου της ανακοπής, ο ανακόπτων προσκομίζει την με αριθμ.πρωτ……., από 9-11-2020 ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής Σισμανόγλειο- Αμαλία Φλέμιγκ για τη διάγνωση με COVID 19 στον  ………… και το από 1-10-2020 πρωτόκολλο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας περί διαχείρισης κρούσματος για τους χώρους εργασίας του Δημόσιου Τομέα και από Ιανουαρίου 2021 έγγραφο του ίδιου Οργανισμού με τους ορισμούς κρούσματος COVID-19 και «επαφών» κρούσματος COVID-19. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου ανακοπής, καθώς δεν πιθανολογείται ότι υφίστατο ανωτέρα βία κατά τον κρίσιμο χρόνο της δικασίμου την 05.11.2020, σύμφωνα με την έννοια που προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας Το γεγονός ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος ήρθε σε επαφή με άτομο, δηλαδή, τον από 25ετίας συνεργάτη του, δικηγόρο, ………….., ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με κρούσμα δεν συνιστά περίπτωση στενής επαφής, όπου σύμφωνα με τον νόμο επιβάλλεται καραντίνα. Τόσο τα μέτρα που είχαν δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του ΕΟΔΥ, όσο και οι οδηγίες που παρέχονται ηλεκτρονικά από υπαλλήλους του ΕΟΔΥ, επιβεβαιώνουν ότι η ανωτέρω περίπτωση που επικαλείται ο ανακόπτων ότι συνέτρεξε στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου του δεν συνιστά επαφή του δικηγόρου με κρούσμα και συνεπώς, δεν προβλέπεται 14ήμερη καραντίνα. Πιο συγκεκριμένα, ο ΕΟΔΥ δημοσίευσε τον Οκτώβριο 2020 και τον Ιανουάριο 2021, δηλαδή χρονικά διαστήματα πριν και μετά την ημερομηνία εκδίκασης της έφεσης (5 Νοεμβρίου 2020), οδηγίες που διασαφήνιζαν ποια πρόσωπα κατατάσσονταν τόσο στις στενές, όσο και στις χαμηλού κινδύνου επαφές. Συνεπώς, εφόσον η περίπτωση του πληρεξούσιου δικηγόρου  του ανακόπτοντος, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, ήλθε σε επαφή με πρόσωπο, που ήλθε σε επαφή με κρούσμα, δεν συγκαταλεγόταν σε κάποια εκ των άνω κατηγοριών, κρίνεται εξ’ αντιδιαστολής ότι δεν συνιστά επαφή που απαιτούσε την θέση του πληρεξούσιου δικηγόρου σε καραντίνα. Κατά συνέπεια ο δικηγόρος του ανακόπτοντος από υπερβολική ευαισθησία και υπέρ του δέοντος πεποίθηση, καθώς από ουδεμία νομοθετική διάταξη και υπουργική απόφαση προκύπτει η απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας και επαφής του με άλλα άτομα, αποφάσισε να μη μεταβεί και παρουσιαστεί στην αίθουσα του δικαστηρίου. Συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετείται ανωτέρα βία, καθώς η προσέλευση ή μη στο δικαστήριο υπέκειτο στη διακριτική ευχέρεια του πληρεξουσίου δικηγόρου, ο οποίος δεν εμποδιζόταν από κανένα νομικό ή ηθικό κανόνα, καθώς όπως προαναφέρθηκε, ενώ το 2020 τα μέτρα κατά της πανδημίας ήταν ιδιαίτερα αυστηρά και περιοριστικά, το είδος και η έκταση της συγκεκριμένης επαφής με το αναφερόμενο κρούσμα, δεν απαιτούσε συμμόρφωση σε αυτά. Αντίθετα, ο ίδιος ο πληρεξούσιος δικηγόρος περιόρισε τον εαυτό του, μολονότι γνώριζε τα ισχύοντα μέτρα, αλλά και στην περίπτωση που δεν τα γνώριζε, κάνοντας ένα τηλεφώνημα στον ΕΟΔΥ, ο οποίος διαθέτει 24ώρη τηλεφωνική υποστήριξη, θα  ελάμβανε την επιβεβαίωση για το ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν επιβαλόταν καραντίνα. Επιπλέον, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος θα μπορούσε να ενημερώσει τηλεφωνικά για το κώλυμά του, οποιονδήποτε συνάδελφό του, συνεργάτη του ή μη, συμπεριλαμβανομένων των τριών πληρεξουσίων δικηγόρων των τριών αντιδίκων του (………., δικηγόρο της πρώτης και τρίτου των εφεσιβλήτων-καθ’ων η ανακοπή, ………. ………., δικηγόρο του δεύτερου των εφεσιβλήτων-καθ’ου η ανακοπή και …………, δικηγόρο της τέταρτης των εφεσιβλήτων-καθ’ων η ανακοπή, ώστε να υποβληθεί από κάποιον απ’αυτούς ενώπιον του δικαστηρίου, αίτημα αναβολής, ενόψει και του ότι επρόκειτο για συζήτηση σε δεύτερο βαθμό και τα στοιχεία επικοινωνίας των πληρεξουσίων δικηγόρων των αντιδίκων του ήταν αναγεγραμμένα στα δικόγραφα, που είχαν επιδοθεί στον ανακόπτοντα, ενώ η αναβολή, που θα ζητούσαν θα ήταν η δεύτερη, καθώς η συζήτηση της υπόθεσης είχε ήδη αναβληθεί μία φορά κατόπιν αιτήματος των πρώτης και τρίτου των εφεσιβλήτων-καθ’ων η ανακοπή, προκειμένου να συνεκδικαστεί η έφεση του εκκαλούντος με την επικουρική έφεση της πρώτης των εφεσιβλήτων κατά της τέταρτης των εφεσιβλήτων-καθ’ων η ανακοπή, ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «………………..» και κατά του ανακόπτοντος και εξαιτίας του ήδη, υποβληθέντος αιτήματος αναβολής εκ μέρους των ως άνω αντιδίκων του, θα κατανοούσαν το κώλυμά του και θα συναινούσαν σε μία δεύτερη αναβολή, ενόψει και του ότι, όπως διατείνονται οι καθ’ων η ανακοπή και δεν αμφισβητείται, ειδικά και συνεπώς, θεωρείται ομολογημένο από τον ανακόπτοντα, οι σχέσεις όλων των πληρεξουσίων δικηγόρων, μεταξύ τους, ήταν απολύτως ομαλές και παρά την αντιδικία, ουδέποτε είχαν διαταραχθεί και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος είχε επικοινωνήσει με τους πληρεξούσιους των αντιδίκων του δικηγόρους, πολλάκις τόσο σε προηγούμενα στάδια της υπόθεσης όσο και για την έφεσή του(Μον.ΕφΠειρ.65/2023, Μον.Εφ.Αθ.4242/2022).Εξάλλου, εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση είχε εκδοθεί κατ’αντιμωλία των διαδίκων, η εμφάνιση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ανακόπτοντος στο ακροατήριο δεν ήταν απαραίτητη, προκειμένου να παρασταθεί, αλλά, ενόψει και του ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος (Νοέμβριος του 2020) χαρακτηριζόταν από οδηγίες αποφυγής συγχρωτισμού και δη εντός των δικαστικών αιθουσών, όπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, επικρατεί συνωστισμός, ο εν λόγω δικηγόρος, ως ένα ευσυνείδητο κοινωνικά πρόσωπο, όπως ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του, αλλά, συνάμα και έμπειρος δικηγόρος και επαγγελματίας, επιδεικνύοντας απλώς στοιχειώδη(ούτε καν άκρα) επιμέλεια για την αποφυγή καταστάσεων διασποράς της νόσου COVID 19, που την περίοδο εκείνη ήταν συνήθεις και πιθανές και όχι απρόβλεπτες και έκτακτες, θα μπορούσε  να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μέσω της υποβολής, το αργότερο μέχρι την προηγούμενη της δικασίμου, της από το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, προβλεπόμενης δήλωσης. Δεν επικαλείται, τέλος, ο ανακόπτων, ούτε προκύπτει, για την περίπτωση, που ο πληρεξούσιος δικηγόρος του θεωρούσε, λόγω της επικαλούμενης επαφής του με πρόσωπο, που είχε έλθει σε επαφή με κρούσμα, ότι ήταν φορέας του ιού, ότι, επιδεικνύοντας τη στοιχειώδη επιμέλεια, υποβλήθηκε, μεταβαίνοντας, εκτός από νοσοκομείο και σε οποιοδήποτε φαρμακείο, σε rapid ή self test, που, εντός ολίγων λεπτών, θα τον πληροφορούσε εάν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είχε προσβληθεί από τη νόσο. Μάλιστα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος διέθετε το χρονικό περιθώριο να προβεί σε τέτοιου είδους εξέταση-τεστ, καθώς η έναρξη της διαδικασίας στο Δικαστήριο ξεκινούσε όχι στις 09.00΄ π.μ., που είναι η συνηθισμένη ώρα έναρξης των τακτικών συνεδριάσεων των δικαστηρίων, αλλά στις 11:00 π.μ. και ο ανακόπτων αναφέρει ότι ο πληρεξούσιος αυτού δικηγόρος, όταν έλαβε το τηλεφώνημα από τον συνεργάτη του, που τον πληροφορούσε ότι είχε έλθει σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα, βρισκόταν απλώς, πολύ κοντά στο Δικαστήριο, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει την ώρα που έλαβε χώρα η τηλεφωνική αυτή κλήση, ούτε, όμως, ότι δεν είχε το χρόνο να υποβληθεί στην απαιτούμενη εξέταση-τεστ, για την έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση εάν ήταν φορέας ή όχι της νόσου. Δεν επικαλείται, τέλος, ο ανακόπτων, ούτε και προκύπτει αν και ο συνεργάτης του πληρεξούσιού του δικηγόρου, ………………, που, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε έλθει σε επαφή με το επιβεβαιωμένο κρούσμα, υποβλήθηκε σε σχετική εξέταση-τεστ και ποιο ήταν το αποτέλεσμά της. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, ενόψει και του ότι ούτε ο πληρεξούσιος του ανακόπτοντος δικηγόρος, ούτε ο συνεργάτης του, είχαν εμφανίσει οποιοδήποτε σύμπτωμα ή αδιαθεσία, στην προκείμενη περίπτωση, δεν πρόκειται για ύπαρξη «αιφνίδιας ασθένειας», αλλά ούτε και «ασθένειας», αλλά από υπερβολική ευαισθησία και συνεπώς, αδικαιολόγητη μη προσέλευση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ανακόπτοντος στο Δικαστήριο, καθώς σύμφωνα με τα παραπάνω, η περίπτωση, που επικαλείται ο ανακόπτων δεν συνιστούσε, σύμφωνα με τις ως άνω οδηγίες του ΕΟΔΥ, επαφή του πληρεξούσιου αυτού δικηγόρου με επιβεβαιωμένο κρούσμα και ως εκ τούτου, για την περίπτωση αυτή δεν προβλεπόταν η 14ήμερη καραντίνα, επιπλέον, δε, σε περίπτωση, που ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος είχε την υποψία ότι είχε καταστεί φορέας της νόσου, δεν επέδειξε, από πταίσμα του, την άκρα επιμέλεια που επιβάλλει το δικηγορικό λειτούργημα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η παράσταση και εκπροσώπηση στο δικαστήριο του εντολέα του από άλλον δικηγόρο, με αποτέλεσμα τη μη εμφάνισή του και τη συζήτηση της από 4-3-2019 έφεσης του εντολέα του και ήδη, ανακόπτοντος, ερήμην του εκκαλούντος και την, λόγω της ερημοδικίας του, απόρριψή της.

Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι υφίστατο ανωτέρα βία στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του ανακόπτοντος, υπό την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, κατά τη συζήτηση των από  4-3-2019 και από 30-1-2020 εφέσεων, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 05.11.2020, ήτοι, τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός, παρακωλυτικό της εμφάνισης του πληρεξούσιου δικηγόρου του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υπόθεσης του εντολέα του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης,  πρέπει η έν­δικη ανακοπή ερημοδικίας, ως ουσία αβάσιμη, να απορριφθεί. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικασθεί ο ανακόπτων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των καθ’ων η ανακοπή, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους, την από 10-2-2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/15.02.2022 και ειδικό …./15.02.2022 ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ’ αριθ. 571/2021 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε ερήμην του ανακόπτοντος – εκκαλούντος-εφεσιβλήτου-ενάγοντος.

Απορρίπτει την ανακοπή ερημοδικίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε ο ανακόπτων κατά την άσκησή της, υπ’ αριθμ. ……………/2022 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού τριακοσίων (300) ευρώ.

Επιβάλει σε βάρος του ανακόπτοντος, τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 30 Απριλίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ