Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 247/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης  247/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Σαμαρτζή.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………………..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά, εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Τσαντήρα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 29.6.2021 ασκηθείσα αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Γ.Α.Κ. /ΕΑΚ …………./2021) ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3276/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 20.12.2022 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022 και στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (προσδιορισμού) ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2023), προσδιορίσθηκε δε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 20.12.2022 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022 Πρωτοδικείου Πειραιώς και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023 Εφετείου Πειραιώς) που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 495 παρ. 1,2, 496, 500, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1 και 517 ΚΠολΔ), αλλά και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30.9.2022, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση την 31.10.2022, ήτοι εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυψε η επίδοση της απόφασης. Επίσης, για το παραδεκτό της έφεσης, έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 150 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ – βλ. σχετική σημείωση στην έκθεση κατάθεσης αυτής στο τμήμα ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.6.2021 αγωγή της κατά της αντιδίκου της και ήδη εφεσίβλητης στην οποία εκθέτει ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../2007 εργολαβικού προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Νίκαιας ………, σε συνδυασμό με την τροποποιητική αυτού υπ1 αριθμ. …………/2009 πράξη, που κατήρτισε με την εναγόμενη, η τελευταία ανέλαβε ως εργολήπτρια εταιρεία την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής, με το σύστημα της αντιπαροχής, σε οικόπεδο κυριότητας της, έναντι εργολαβικού ανταλλάγματος συνιστάμενου στην εκ μέρους της μεταβίβαση προς την εναγόμενη ή προς τρίτα, υποδειχθέντα από αυτήν, πρόσωπα ποσοστού 687/1000 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω οικοπέδου. ‘Οτι δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων συμφωνήθηκε ότι η ίδια θα λάμβανε ως αντιπαροχή τα υπόλοιπα 313/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, τα οποία αντιστοιχούσαν στα λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή διαμερίσματα και θέσεις στάθμευσης της ανεγερθησόμενης οικοδομής. ‘On παρόλο που είχε συμφωνήσει προφορικά με την εναγόμενη την ανέγερση των αποδιδόμενων σε αυτήν οριζοντίων ιδιοκτησιών χωρίς την οικονομική της επιβάρυνση, η εναγόμενη προσέθεσε τελευταία στιγμή στο ως άνω υπ’αριθμ. 23522/2007 εργολαβικό προσύμφωνο όρο, δυνάμει του οποίου η ίδια (η ενάγουσα) θα επιβαρυνόταν με τον αναλογούντα επί των οριζοντίων της ιδιοκτησιών Φ.Π.Α. On κατά την υπογραφή του εν λόγω προσυμφώνου δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη του συγκεκριμένου όρου, καθώς είναι άπειρη στις συναλλαγές και λόγω της άγνοιας της ελληνικής γλώσσας δεν κατανοεί πάντα το περιεχόμενο των συμφωνιών που υπογράφει. Ότι εξαιτίας του όρου αυτού και με δεδομένο όη η ίδια αρνείται να καταβάλει τον αναλογούντα Φ.Π. Α., η εναγομένη αρνείται μέχρι σήμερα να της παραδώσει τις οριζόνηες ιδιοκτησίες που είχαν συμφωνήσει ότι θα λάβει ως αντιπαροχή. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη επιπλέον ότι πρόσφατα περιήλθε σε γνώση της ότι η εναγομένη έχει καταβάλει στο δημόσιο τον αναλογούντα στις αποδιδόμενες σε αυτήν (ενάγουσα) οριζόντιες ιδιοκτησίες Φ.Π. Α., ζητεί να υποχρεωθεί η τελευταία να της παραδώσει ης ένδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3276/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα η οποία με την κρινόμενη έφεσή της ζητεί την εξαφάνιση της για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο – το οποίο, κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι – δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 728/1996 ΑΠ 981/1993, ΑΠ 1019/1993). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και υ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1137/2006). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ’ αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό (ΑΠ 298/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (ΑΠ 1287/2003, ΑΠ 1425/1999), ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (ΑΠ 1401/2004) δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ’ αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερος δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (Ολ ΑΠ 10/2002, ΑΠ 1394/2008), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ’ αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ Ολ 34/1992, ΑΠ 759/2006). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση (ΑΠ 1832/2001, ΑΠ 190/2000) ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (ΑΠ 226/2001), αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 386/2000, ΑΠ 1174/1999, ΑΠ 839/1999, ΑΠ 331/1999). Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324,332 ΚΠολΔ). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (ΑΠ 1137/2006, ΑΠ 1366/1996). Περαιτέρω – και ειδικότερα επί των ενστάσεων – αν η απόρριψη αγωγής αποτελεί συνέπεια της παραδοχής κάποιας ένστασης του εναγομένου, ή αν η σχετική ένσταση απορριφθεί, δημιουργείται εντεύθεν δεδικασμένο (εξαιρουμένης της περιπτώσεως που η διάπλαση της έννομης σχέσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διαπλαστική αγωγή) εκ του παρεμπιπτόντως κριθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού, το οποίο καλύπτει και αυτές που συναρτώνται με το προδικαστικό ζήτημα, είτε αυτό αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το κατ’ ουσίαν βάσιμο της αγωγής (ΑΠ 1017/2001) που αναγκαία κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1 εδ. α και 324 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεδικασμένο παράγεται και από την οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε μ’ αυτήν, το οποίο όμως δεν προσβάλλεται με την έφεση που ασκήθηκε από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως διάδικο, εφόσον έτσι καθίσταται τελεσίδικη, ως προς το ζήτημα αυτό, η πρωτόδικη απόφαση (βλ. ΑΠ 1327/2021 με περαιτέρω παραπομπές σε ΑΠ 698/2020,56/2019,1218/2018,1559/2017 ΑΠ 455/2014).

Στη προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά ψευδή ερμηνεία και εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων του ΚΠολΔ, ήτοι των διατάξεων των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ απέρριψε την υπό κρίση αγωγή της ως προσκρούουσα στη δεσμευτική δύναμη του δεδικασμένου που παράγεται από την αμετάκλητη πλέον 561/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ειδικότερα η ανωτέρω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της από 6.5.2014 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2014 αγωγής που ασκήθηκε από την ίδια ενάγουσα κατά της αυτής εναγομένης με αντικείμενο την ακύρωση λόγω πλάνης και απάτης του προαναφερόμενου όρου καταβολής του ΦΠΑ με ιστορική βάση πανομοιότυπη με αυτή της υπό κρίση αγωγής Κατά συνέπεια το δεδικασμένο που παράγεται από την ανωτέρω απόφαση αντανακλά στην υποχρέωση της ενάγουσας για την καταβολή του ΦΠΑ ως προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης του ανταλλάγματος από την αντιπαροχή, δεδομένου ότι αποτελεί το αναγκαίο πρόκριμμα προκειμένου το παρόν Δικαστήριο να προβεί στην αιτούμενη καταψήφιση. Να σημειωθεί ότι η επιχειρούμενη από την ενάγουσα διαφοροποίηση της ιστορικής βάσης της υπό κρίση αγωγής σε σχέση με την αντίστοιχη της πρώτης αγωγής με την προσθήκη ότι προσφάτως έλαβε γνώση της πληρωμής του ΦΠΑ από την εναγομένη δεν συνιστά μεταβολή των πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανατροπή του δεδικασμένου. Ακολούθως παρέλκει η εξέταση των λοιπών δύο λόγων της έφεσης που αναφέρονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεδομένου ότι η δεσμευτικότητα του δεδικασμένου παρεμποδίζει την εκ νέου εξέταση της αγωγής. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή για τον ανωτέρω λόγο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο.

Κατόπιν αυτών πρέπει, αφού γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, ακολούθως να απορριφθεί αυτή κατ’ ουσίαν και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου της έφεσης το Δημόσιο Ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου άσκησης της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 18-04-2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 31.05.2024, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων.

O ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ