Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 248/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφαση   248/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο

Συγκροτήθηκε από τους Δυνάστες Βασίλειο Παπαντκόλα Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή, και από την Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Αρβανιτόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Σταματόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 Κ.ΠολΔ).

Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 21.2.2021 ασκηθείσα αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Γ.Α.Κ. /ΕΑΚ ……../2021) ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3017/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 280.00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 17.4.2016 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση καθώς και τη δικαστική δαπάνη ποσού 9.800 ευρώ.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 14.11.2022 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 και στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (προσδιορισμού) ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023), προσδιορίσθηκε δε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας., οπότε και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 14.11.2022 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022 Πρωτοδικείου Πειραιώς και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 Εφετείου Πειραιώς) που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 496, 500, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1 και 517 ΚΠολΔ), αλλά και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30.9.2022, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση στις 14.11.2022, η δε απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας προς την εναγόμενη την 21.10.2022, ως τούτο προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της επιδόσασας την απόφαση δικαστικής επιμελήτριας ……….., διορισμένης στη περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, για το παραδεκτό της έφεσης, έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 150 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ – βλ. σχετική σημείωση στην έκθεση κατάθεσης των υπό κρίση ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.2.2021 αγωγή της κατά της αντιδίκου της και ήδη εκκαλούσας στην οποία εκθέτει ότι δυνάμει του από 15.04.15 ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπογράφηκε μεταξύ της ιδίας και της εναγόμενης, η τελευταία αναγνώρισε ότι της οφείλει το ποσό των 280.000,00 ευρώ. Ότι με το εν λόγω συμφωνητικό η εναγομένη επιπλέον δήλωσε πως θα εξοφλούσε την ανωτέρω οφειλή, η οποία προερχόταν από διαδοχικές συμβάσεις άτοκων δανείων που είχαν καταρτισθεί μεταξύ των διαδίκων το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 2011 έως και Ιούνιο του 2013, το αργότερο μέχρι την 16.04.16, χωρίς όμως να έχει ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της αυτή μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με το ιστορικο) αυτό και ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η ενάγουσα ζητεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, κυρίως με βάση τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, άλλως με βάση τις περί δανείου διατάξεις, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας (16.04.16), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η αντίδικος στο σύνολο της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3017/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια και επικουρική βάση, δέχθηκε τη κύρια βάση αυτής που ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 873 επ. και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει την ενάγουσα το συνολικό ποσό των 280.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 17.4.2016 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη, η οποία με την κρινόμενη έφεσή της ζητεί την εξαφάνιση της για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνεται εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Η αφηρημένη αναγνώριση χρέους αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για τον δανειστή της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της απαιτείται συμφωνία των μερών, στην οποία η υπόσχεση ή η δήλωση πρέπει να γίνει εγγράφως. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρεώσεως ανεξαρτήτως από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό περιστατικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής (ΕφΠειρ 879/2000 ΠειρΝ 2000,427, ΕφΠειρ 786/1997 ΕλλΔνη 1998,450), το δε κύρος αυτής δεν θίγεται από την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης. Μπορεί όμως ο οφειλέτης, ως εναγόμενος, να επικαλεσθεί την βασική αιτιώδη σχέση που τον συνδέει με το δανειστή του και να αντιτάξει, κατ’ ένσταση, το παράνομο ή ανύπαρκτο της αιτίας καθώς επίσης και τα ελαττώματα αυτής, βοηθούμενος από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 208/2004 ΧρΙΔ 2004,705, ΑΠ 104/1990 ΕλλΔνη 1990,816), οπότε έτσι να ελευθερωθεί, ως έχοντας αναγνωρίσει χρέος χωρίς νόμιμο λόγο. Στην περίπτωση όμως αυτή ο ενάγων θα δύναται να αντιτάξει και ανταποδείξει, κατ’ αντένσταση, ότι ο αναγνωρίσας το χρέος εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της ανυπαρξίας τούτου, κατά το χρόνο που έκανε τη δήλωση αναγνώρισης (ΑΚ 905) και να επιτύχει την απόρριψη της ένστασης τούτου και την παραδοχή της αγωγής του (ΑΠ 317/2003 ΕλλΔνη 2004,448). Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β του ως άνω άρθρου 873 ΑΚ εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Το εάν τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, θα εξακριβωθεί από αυτή την ίδια την δήλωση και τις περιστάσεις, από το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση των συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά. Προς την κατεύθυνση αυτή επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και εκτός του εγγράφου περιστατικά, όπως οι διαπραγματεύσεις και η αφορμή για την αναγνώριση ή υπόσχεση του χρέους. Επομένως είναι κρίσιμη, αλλά όχι δεσμευτική για την παραδοχή αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους, η μη αναφορά της αιτίας στο έγγραφο του χρέους, η ύπαρξη της οποίας όμως δεν βλάπτει όταν προκύπτει, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν σκοπό, παρόλα αυτά, να θεμελιώσουν αφηρημένη υπόσχεση κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ, γι αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως (ΑΠ Ολ 2088/1986, ΑΠ 779/2004 ΕλλΔνη 2006,1407, ΑΠ 276/1983 ΕλλΔνη 24,957, ΑΠ 879/1974 ΝοΒ 23,489, ΑΠ 493/1967 ΝοΒ 15,19, ΕφΑΘ 786/1997 ΕλλΔνη 41,202, ΕφΠειρ 786/1997 ΕλλΔνη 39,449). Ωστόσο, σε περίπτωση που υπάρχει δήλωση που αναφέρει την αιτία, για να καταλήξει το δικαστήριο στην κρίση ότι πρόκειται για αναιτιώδη σύμβαση, πρέπει να διαπίστωσε από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο απαιτείται για αυτή, από τον σκοπό αυτού και τις συνδεόμενες με τη σύμβαση αυτή υπόλοιπες συνθήκες, σαφή και αναμφίβολη θέληση των δικαιοπρακτούντων για δημιουργία ενοχής ανεξάρτητης από την αιτία (ΑΠ 174/1980 ΝοΒ 28,1468, ΑΠ 1135/1978 ΝοΒ 27,896, ΑΠ 896, 585/1973 ΝοΒ 21,1458, ΕφΠειρ 408/1985 ΕλλΔνη 1989,1030). Επομένως, κατά κανόνα, σε περιπτώσεις αναφοράς της αιτίας πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι, καταρχήν, αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 260) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2Β, 437,156). Όταν όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση, υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά ότι με την αναγνώριση χρέους θέλησαν τη δημιουργία και ίδρυση νέας, από την οποία να πηγάζει νέα αυτοτελής ενοχή, απαλλαγμένη από ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, πρόκειται για γνήσια αναγνωριστική σύμβαση και για την κατάρτιση της απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΚ 873,361 βλ. ΑΠ1501/2006… NOMOS, ΑΠ 1432/2005 ΕλλΔνη 2006,191, ΑΠ 1666/2003 ΕλλΔνη 2005,1716, ΑΠ 523/2001… ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 1440/2004 ΕπισκΕΔ 2004,748). Τούτο συμβαίνει οσάκις ο οφειλέτης αναγνωρίζει το οφειλόμενο από αυτόν χρέος, τροποποιούμενο κατά ουσιώδη στοιχεία, μεταβολή που μπορεί να αφορά το ποσό ή τον τύπο εκπλήρωσης ή της παραίτησης από ενστάσεις, οπότε στην ουσία πρόκειται για αλλοιωτική του χρέους σύμβαση (361 ΑΚ, βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ υπό άρθρο 873 αρ. 9, σελ. 645-646), ενώ ως γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του παραπάνω ζητήματος μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας, ότι κυρία σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΕφΑΘ 12637/1987 ΝοΒ 1989,98). Στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης, εναγόμενος προς εκπλήρωση της παροχής, μπορεί να προσβάλει αυτή καθεαυτή τη σύμβαση αναγνώρισης λόγω ελαττωμάτων της, όχι όμως και να προτείνει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, η οποία δεν εξετάζεται πλέον, (ΑΠ 483/2004 ΕλλΔνη 2006,477, ΑΠ 523/2001 ΕΕΝ 2002,593, ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 2001,160, ΑΠ 595/1999 ΕλλΔνη 41,34, ΑΠ 184/1995 ΔΕΕ 1995,1008, ΑΠ 264/1989 ΕλλΔνη 31,526, ΑΠ 240/1983 ΝοΒ 31,1562, Εφθεσ 1440/2004 ό.π., ΕφΑΘ 7603/2002 ΕΕμπΔ 2002,810), εφόσον τούτο θέλησαν οι συμβαλλόμενοι (πρβλ. ΑΚ 437). Στην περίπτωση αυτή για το κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, που στηρίζεται σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους αρκεί να μνημονεύονται σε αυτή τα πραγματικά περιστατικά της αναγνωριζόμενης ενοχής που είναι αναγκαία για την άρση κάθε αμφιβολίας σχετικά με το ποια από τις υφιστάμενες μεταξύ τους ενοχές θέλησαν οι συμβαλλόμενοι να βεβαιώσουν, η βούληση τους για την ίδρυση νέας αυτοτελούς ενοχής καθώς και η τήρηση του εγγράφου τύπου. (ΑΠ 523/2001 NOMOS, ΑΠ 595/1999 ΕλλΔνη 2000,34, ΑΠ 585/1973 ΝοΒ 21,458, ΕφΑΘ 786/1997 ΕλλΔνη 2000,202, ΕφΑΘ 7603/2002 ό.π.).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση παρά το νόμο απέρριψε την προβληθείσα με τις προτάσεις της ένσταση αοριστίας του δικογράφου της αγωγής διότι δεν περιέλαβε η ενάγουσα στο δικόγραφό της αναγκαία στοιχεία της ιστορικής της βάσης και δη τον τόπο, το χρόνο, τις ημερομηνίες τμηματικής καταβολής των δόσεων, τα στοιχεία των επιταγών που αναφέρονται στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό καθώς και τα στοιχεία της παθητικής της νομιμοποίησής. Ωστόσο ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος δεδομένου ότι αφενός στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνονται όλα τα στοιχεία του πραγματικού του επικαλούμενου κανόνα δικαίου και δη της διατάξεως του άρθρου 873 ΑΚ, αφετέρου οι προαναφερόμενες δήθεν ελλείψεις του αγωγικού δικογράφου δεν αποτελούν στοιχεία του πραγματικού του προαναφερόμενου κανόνα δικαίου, όπου εκεί γίνεται λόγος μόνον για την ύπαρξη σύμβασης με περιεχόμενο την υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους και τον έγγραφο συστατικό τύπο που πρέπει να περιβληθεί η σύμβαση αυτή καθώς και την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωριζόμενο χρέος έτσι ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ενοχή που δημιουργείται από την τελευταία (ΑΠ 1086/2017,1424/2017).

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, λαμβανόμενα υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία (έγγραφα) αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των υπ’ αριθ. …… και ………../25.06.21 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………. και ………… ενώπιον του συμβολαιογράφου Νίκαιας …………, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα και που ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. υπ1 αριθ. …../22.06.21 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ……….., μετά της συνημμένης από 21.06.21 κλήσης της εναγομένης για τη λήψη αυτών, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα) και των από 21.05.15 υπεύθυνων δηλώσεων του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 της εναγομένης, που προσκομίζει μετ’επικλήσεως η ενάγουσα, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην προκειμένη δίκη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικες συνδέονταν επί σειρά ετών με φιλικές σχέσεις. Με το από 15.04.15 ιδιωτικό συμφωνητικό η εκκαλούσα – εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να αποπληρώσει οφειλή της προς την εφεσίβλητη – ενάγουσα ύψους 280.000 ευρώ, προερχόμενη από άτοκο δάνειο που της είχε δοθεί σταδιακά κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 2011 έως και τον Ιούνιο του 2013. Με το εν λόγω συμφωνητικό, στο οποίο, πέραν των άνω διαδίκων, συμβλήθηκε ως τριτεγγυήτρια η εταιρία «………….», νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν, κατά δήλωση της εναγομένης που έχει περιληφθεί στο κείμενο της ένδικης σύμβασης, η ίδια, συμφωνήθηκε ως καταληκτική ημερομηνία για την αποπληρωμή του προαναφερόμενου χρέους η 16η Απριλίου του 2016. Κάτωθι του συμφωνητικού αυτού τέθηκαν οι υπογραφές των συμβαλλομένων με την επισήμανση ότι το γνήσιο της υπογραφής της οφειλέτριας και εγγυήτριας εναγομένης βεβαιώθηκε την 21.05.15 από συμβολαιογράφο του οποίου, ωστόσο το όνομα δεν προκύπτει από το ως άνω έγγραφο και φέρει τη σχετική επαγγελματική του σφραγίδα. Η εκκαλούσα, ωστόσο, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της βάλλει κατά της αποδεικτικής ισχύος του εν λόγω εγγράφου καθώς δεν προκύπτει το βέβαιο της υπογραφής και των τριών συμβληθέντων προσώπων στη σύμβαση και εκκρεμεί κατά τους ισχυρισμούς της η αποδοχή της πρότασης από το ένα μέρος. Ο λόγος αυτός της έφεσης, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος δεδομένου ότι το ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό πληροί τους όρους του άρθρου 445 ΚΠολΔ, εφόσον η γνησιότητα του ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη με συνέπεια την πλήρη αποδεικτική ισχύ του περιεχομένου αυτού. Ακολούθως από την επισκόπηση του ένδικου ιδιωτικού συμφωνητικού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκύπτει ότι η εκκαλούσα – εναγομένη, η οποία προσυπόγραψε το κείμενο της συμβάσεως αυτής προέβη σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ, κατά τα αναφερόμενα τη μείζονα σκέψη της παρούσας, με συνέπεια να δημιουργηθεί μια νέα αυτοτελής ενοχή, εκπληρώσιμη και αγώγιμη, που ενεργεί ανεξάρτητα από την υπάρχουσα σχέση του δανείου. Την κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύει, ως ορθά γίνεται μνεία στο αιτιολογικό μέρος της εκκαλουμένης απόφασης, η συνοπτική και χωρίς εξειδίκευση αναφορά στην υπάρχουσα ενοχή (δάνειο) στην οποία γίνεται αναφορά μόνο για τον προσδιορισμό της πηγής της αξίωσης, ενώ τίθεται ένα επιπλέον στοιχείο που έγκειται στον προσδιορισμό του χρόνου αποπληρωμής του αναγνωριζόμενου χρέους σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις στις οποίες το Δικαστήριο δύναται να ανατρέξει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι οποίες οδήγησαν στην κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, όπως η μακροχρόνια φιλία μεταξύ των διαδίκων, η δημιουργία ογκώδους οφειλής της εναγομένης από την παραπάνω αιτία και για μεγάλο χρονικό διάστημα, η αδυναμία εξόφλησής της, καθώς και ο σκοπός της συμφωνίας που ήταν αφενός η αποσύνδεση της οφειλής από τη βασική σχέση, αφετέρου ο επαναπροσδιορισμός της και καθορισμός απώτατου χρονικού σημείου αποπληρωμής της. Να σημειωθεί ότι στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό γίνεται μνεία ότι η ενάγουσα «εκχώρησε σταδιακά το ποσό των 280.000 ευρώ» στην εναγομένη, πλην όμως, η αναφορά της σύμβασης εκχώρησης στο κείμενο αυτό, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των διατάξεων ΑΚ 173 και 200, δεν παραπέμπει στη νομική σημασία του όρου αλλά στην υλική πράξη της καταβολής του ένδικου χρηματικού ποσού των 280.000 ευρώ υπό τη μορφή ατόκου δανείου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι αληθής βούληση των συμβαλλομένων διαδίκων στην ένδικη σύμβαση ήταν η επιβεβαίωση προυφιστάμενης ενοχής, ο οποίος επαναλαμβάνεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Απορριπτέος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο επαναφέρεται ο πρωτοδίκως υποβληθείς ισχυρισμός περί εκχωρήσεως της απαίτησης υπό την έννοια της μεταβίβασης απαίτησης που διαλαμβάνεται διηγηματικώς σε χωρίο του ένδικου ιδιωτικού συμφωνητικού κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Περαιτέρω και ο έκτος λόγος της έφεσης που αναφέρεται στη παρά το νόμο απόρριψη της προβληθείσας ενστάσεως περί παραγραφής που απορρέει από τη σύμβαση δανείου, επιταγής και συναλλαγματικής, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος δεδομένου ότι η εναγομένη δε δύναται να επικαλεστεί νόμιμα ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, όπως ειδκότερα αναφέρθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη. Ακολούθως απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος τυγχάνει ο πέμπτος λόγος της έφεσης καθώς η εξέταση της επικουρικής βάσης της αγωγής τελεί υπό την ενοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής, η οποία όμως κρίθηκε ως βάσιμη κατ’ουσίαν και έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη, οπότε και δεν υπεισήλθε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εξέταση αυτής. Επιπλέον και ο έβδομος λόγος της έφεσης που αναφέρεται στην υποχρέωση της εναγόμενης για την καταβολή τόκων του επιδικασθέντος κεφαλαίου από την 17.4.2016 και όχι από την επίδοση της αγωγής, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ’ουσίαν αβάσιμος καθώς η 16.4.2016 που αναφέρεται στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό ως καταληκτική ημερομηνία αποπληρωμής του οφειλόμενου συνολικού χρηματικού ποσού των 280.000 ευρώ αποτελεί δήλη ημέρα υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 341 ΑΚ, οπότε και η εναγομένη κατέστη υπερήμερη οφειλέτρια με μόνη τη παρέλευση της ημέρας αυτής και επομένως οφείλει τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους (ΑΠ 2193/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕφΑΘ 118/2018, ΜονΕφΠειρ 672,2015, ΕφΑΘ 3080/2010 δημ. «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως ουσία της υποθέσεως εννοείται κάθε θέμα, που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων. Συνεπώς, και όταν το θέμα αυτό είναι «δικονομικό» η περί αυτών κρίση του δικαστηρίου αναφέρεται στην ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 1306/1990 δημ. «ΝΟΜΟΣ»), Περαιτέρω, από τα άρθρα 176,189,190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 99/2019, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 441260, ΜονΕφΑΘ 118/2018, ΜονΕφΠειρ 672/2015 δημ. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 39/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 798/2007 ΕλλΔνη 2008 239). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 Ν. 4194/2013, παρ. 1. «Η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής: ΐ. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ, β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ…». Περαιτέρω, κατ’ άρθρ. 68 Ν. 4194/2013 παρ. 1. «Για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής». Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα, εναγόμενη, προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλουμένης αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενη ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένως υπολόγισε αυτά σε τόσο υπέρογκο σε βάρος της ποσό και δη σε αυτό των 9.800 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106,176,189 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε την εκκαλούσα, εναγόμενη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ύψους 9.800 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς ανέρχεται στο ποσό των 280.000 ευρώ, η αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής ορίζεται σε 2% μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ και σε 1,5 % από το ποσό των 200.001 ευρώ έως το ποσό των 280.000 ευρώ και δη στο ποσό των [200.000 X 2% = 4.000 + (80.000 XI,5% =) 1.200 = 5.200 ευρώ. Η αμοιβή δε του δικηγόρου της ενάγουσας, η οποία νίκησε πρωτοδίκως, για τη σύνταξη προτάσεων ανέρχεται στο ήμισυ της παραπάνω υπολογισθείσας αμοιβής του δικηγόρου της ιδίας και δη στο ποσό των 2.600 ευρώ, οπότε και το σύνολο της δικαστικής δαπάνης ανέρχεται το ποσό των (5.200 + 2.600= 7.800 ευρώ. Συνεπώς η εκκαλουμένη που επιδίκασε σε βάρος της εναγόμενης την παραπάνω δικαστική δαπάνη των 9.800 ευρώ έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων και πρέπει κατά παραδοχή του όγδοου λόγου της έφεσης ως βάσιμου κατ’ ουσίαν να γίνει δεκτή η έφεση ως προς το κεφάλαιο αυτό κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα. Επομένως, εφόσον γίνεται δεκτή η έφεση, πρέπει δε να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης που ηττήθηκε (άρθρα 106,176,183,189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ,Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕι την εκκαλουμένη με αριθμο 3017/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το εκτιθέμενο στο σκεπτικό της παρούσας κεφάλαιο.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ εκ νέου την αγωγή κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων οκτακόσιων (7.800) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλουσα του ηλεκτρονικού παράβολου εφέσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ, εις βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά  την 18.04.2024  και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 31.05.2024 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ