Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 289/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   289/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» με το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στον ……… (……..) με ΑΦΜ …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννη Κάπου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Καίσαρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 19-6-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 597/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη, με την από 9-6-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………/2023 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………./2023), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε  η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22 και 25 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθείσα διάδικο, νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 9-6-2023 και εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην εκκαλούσα που έλαβε χώρα στις 11-5-2023 [(βλ. υπ’ αριθμ. ……. Γ/11-5-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …….., άρθρα 495 – 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 παρ. 1 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδάφ. α’ και παρ. 7 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ. 3, 621-622, 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 παρ. 3 και 614 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Με την από 19-6-2020 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη, που διατηρεί επιχείρηση ταχυμεταφοράς εγγράφων και δεμάτων, στις 4-1-2011, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να εργαστεί ως διαλογέας- συσκευαστής, έναντι των εκτιθέμενων συμφωνημένων αποδοχών. Ότι στις 3-1-2020 η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. Ότι η καταγγελία είναι άκυρη ως αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 ν. 1264/1982, ως καταχρηστική, και λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας επειδή έλαβε χώρα λόγω της νόμιμης συνδικαλιστικής της δράσης, λόγω εμπάθειας συνεπεία της δράσης του αυτής και δίχως να έχει επιλεγεί εκ μέρους της αντιδίκου του η προσφυγή σε λιγότερο επαχθή μέτρα από αυτό της απόλυσης. Ότι εξαιτίας της άκυρης απόλυσής της δικαιούται μισθούς υπερημερίας. Με βάση αυτό το ιστορικό, ως εκτίθεται εκτενέστερα στην αγωγή, ο ενάγων, κατόπιν νομότυπου περιορισμού του αγωγικού κονδυλίου των μισθών υπερημερίας με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης και περιλαμβάνεται και στις έγγραφες προτάσεις του, ζητεί: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 3-1-2020 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της εκ μέρους της εναγόμενης, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του με την απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης προς το διατακτικό της απόφασης, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 9.040,26 ευρώ, που αφορά σε μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 3-1-2020 έως 3-2-2021, συμπεριλαμβανομένων επιδομάτων αδείας 2020, και εορτών 2020, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα, στο οποίο έκαστο επιμέρους κονδύλιο αντιστοιχεί, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και δ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, που έχουν διαμορφωθεί σε ποσό των 1.085 ευρώ από τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την άρση της υπερημερίας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα, στο οποίο έκαστο επιμέρους κονδύλιο αντιστοιχεί, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης,  ζήτησε να κηρυχθεί η πρωτόδικη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 597/2022 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και ειδικότερα: α) αναγνώρισε την ακυρότητα της από 20-1-2020 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης, β) υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, με βάση του όρους της έγγραφης σύμβασης εργασίας του ως αυτοί αναπροσαρμόστηκαν ως προς τις μηνιαίες αποδοχές του, και δη με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, διαφορετικά και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της προς την υποχρέωση αυτή καταδίκασε την εναγόμενη σε χρηματική ποινή ύψους εκατό ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής της να συμμορφωθεί σε αυτήν την υποχρέωση της, γ) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.388,64 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για τα επιμέρους ποσά ως εξής: i) Για τα ποσά που αφορούν στις μηνιαίες αποδοχές υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής τους και δη με το νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους μηνιαίου μισθού από το τέλος του μήνα που αφορά, ii) για τα ποσό που αφορά στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου του έτους 2020, για το ποσό που αφορά στο επίδομα εορτών Πάσχα από την επομένη της 30ης Απριλίου του έτους 2020, για το ποσό που αφορά στο επίδομα αδείας από την επομένη της τελευταίας ημέρας του οικείου έτους, ήτοι από 1-1-2021 και δ) αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ύψους 1.085 ευρώ από τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την άρση της υπερημερίας της, με το νόμιμο τόκο από κάθε επιμέρους μηνιαίου μισθού από το τέλος του μήνα που αφορά. Επίσης κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και καταδίκασε την εναγόμενη  στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και συγκεκριμένα στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη – εκκαλούσα και ζητεί με τους λόγους έφεσής της οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982, είναι άκυρη η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης για νόμιμη συνδικαλιστική δράση. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης αυτής, οι οποίες αποτελούν και στοιχεία της σχετικής αγωγής, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας απορρέει ευθέως εκ του νόμου, είναι η ανάπτυξη νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης και η καταγγελία να οφείλεται στη δράση αυτή. Κατά την έννοια της παραπάνω λοιπόν διάταξης καθώς και εκείνης του άρθρου 23 του Συντάγματος, νόμιμη συνδικαλιστική δράση είναι κάθε δραστηριότητα που γίνεται με σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, εφόσον από αυτή δεν επηρεάζεται (άμεσα ή έμμεσα) ο ρυθμός της εκτελούμενης εργασίας. Μορφές συνδικαλιστικής δράσης αποτελούν η συλλογική δραστηριοποίηση για την ίδρυση επαγγελματικού σωματείου εργαζομένων, η συμμετοχή σ’ αυτό, η υποβολή υποψηφιότητας για εκλογή ως μέλους διοικητικών οργάνων του σωματείου, η εκλογή και δραστηριοποίηση μέσα στα όργανα αυτά, συλλογικές πρωτοβουλίες ενεργοποίησης σωματειακών διαδικασιών ανάδειξης νέας διοίκησης του σωματείου προς επιδίωξη και υλοποίηση συγκεκριμένων εργασιακών ή οικονομικών στόχων, η συμμετοχή σε νόμιμες απεργίες ή άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του σωματείου – εργαζομένων για την επίτευξη κοινών συνδικαλιστικών στόχων κ.λ.π. Εφόσον υπάρχει νόμιμη συνδικαλιστική δράση και αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την καταγγελία της σύμβασης, τότε η καταγγελία είναι (ευθέως από το νόμο) άκυρη, ανεξάρτητα από το αν η συνδικαλιστική δράση προκάλεσε ή όχι προσωπική διένεξη ή αντιπαράθεση μισθωτού και εργοδότη. Επίσης, για την ακυρότητα της προαναφερόμενης καταγγελίας, δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση του μισθωτού να υπήρξε αποκλειστικά η κύρια αιτία της καταγγελίας, αλλά αρκεί να συνέτεινε αιτιωδώς ως απλή συντρέχουσα αιτία σ’ αυτή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δεν θα έφθανε στην απόλυση του μισθωτού, χωρίς τη συνδικαλιστική δράση του τελευταίου (ΑΠ 2183/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης προφανώς των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Στη περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και να καταβάλει τις αποδοχές του, λόγω της υπερημερίας του, κατά τα άρθρα 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 601/2013). Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε από εμπάθεια ή για λόγους εκδίκησης, λόγω προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως είναι και η ανάπτυξη από τον εργαζόμενο νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης που είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της επιχείρησης του εργοδότη (ΑΠ 656/2018, ΑΠ 927/2017 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, όπως αυτός εκτιμάται, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη κατ΄εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εξέταση των αποδείξεων δέχτηκε εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου και ειδικότερα δέχτηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν αποτέλεσμα της νόμιμης συνδικαλιστικής του δράσης και συμμετοχής του στις κινητοποιήσεις των σωματείων.

Aπό την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, από τις υπ’ αριθμ. …. και ………../13-10-2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., τις οποίες ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, με πρωτοβουλία του οποίου ελήφθησαν μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../7-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά . ……), από τις υπ’ αριθμ. …, … και …/13-10-2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., τις οποίες η εναγόμενη επικαλείται και προσκομίζει, με πρωτοβουλία της οποίας ελήφθησαν μετά από νομότυπη κλήτευση της πληρεξούσιας Δικηγόρου του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. …../6-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..), από τις υπ΄αριθμ. …, …/6-10-2021 και …, …/20-9-2021  ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που λήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που διαλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…………» με το διακριτικό τίτλο «…………….» δραστηριοποιείται στην παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Προς τούτο διατηρεί καταστήματα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, στελεχωμένα μεταξύ άλλων ειδικοτήτων,  από υπαλλήλους της- διανομείς, οι οποίοι αναλαμβάνουν την παραλαβή, διαλογή και μεταφορά δεμάτων, συνεργάζεται δε τόσο με επιχειρήσεις όσο και με το ευρύ κοινό. Στις 4-1-2011, η εναγόμενη προσέλαβε τον ενάγοντα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και μερικής απασχόλησης, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του διαλογέα – συσκευαστή στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, η οποία την 1-7-2011 μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, ακολούθως δε σε πλήρους απασχόλησης με ωράριο εργασίας απογευματινό, που από 1-10-2018 προσαρμόστηκε από Δευτέρα έως Παρασκευή 15:00 έως 23:00, αντί συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών ανερχομένων σταδιακά στο ποσό των 1.085 ευρώ. Τα καθήκοντα του ενάγοντος, περιλάμβαναν την εκφόρτωση των αποστολών, την τακτοποίησή τους σε παλέτες και καρότσια, ανάλογα με τον προορισμό τους, τη σάρωση των συνοδευτικών δελτίων ταχυμεταφοράς και τη φόρτωσή τους σε φορτηγά προς αναχώρηση. Κατά το διάστημα δε της απασχόλησής του στην εναγόμενη εργάστηκε σε διάφορα πόστα εργασίας, από την ταινία διαλογής (όπου διαλέγονται από εργαζόμενους τα δέματα που αφορούν συγκεκριμένη περιοχή προορισμού), πίσω από τον εργαζόμενο στην ταινία διαλογής (για περαιτέρω επιβεβαίωση/διαλογή ότι το συγκεκριμένο δέμα αφορά συγκεκριμένη περιοχή, σάρωση του παραστατικού ταχυμεταφοράς και τοποθέτηση σε παλέτα ή καρότσι που αφορά συγκεκριμένη περιοχή αποστολής). Το τελευταίο πριν την απόλυσή του χρονικό διάστημα ο ενάγων απασχολούταν στο πόστο της Κεντρικής Ελλάδας, πίσω από τον εργαζόμενο στην ταινία διαλογής.  Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στην επιχείρηση της εναγόμενης ήδη από δεκαετίας έχει συσταθεί επιχειρησιακό σωματείο με την επωνυμία «Σωματείο Εργαζομένων …….» (………….). Ο ενάγων έγινε μέλος του σωματείου και ασχολούταν συστηματικά και ενεργά με τις δράσεις του, συμμετέχοντας στις συλλογικές διαδικασίες και παροτρύνοντας και τους συναδέλφους του να συμμετέχουν στη διεκδίκηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Απώτερος σκοπός του σωματείου ήταν η σύναψη επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων στην εναγόμενη. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε εκ μέρους των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, μια συστηματικότερη προσπάθεια προάσπισης των εργασιακών τους συμφερόντων, ενίοτε και με την εξαγγελία κινητοποιήσεων, στις οποίες συμμετείχε μεγάλος αριθμός εργαζομένων της. Η δράση αυτή των εργαζομένων της εναγόμενης οδήγησε εντός του έτους 2019 σε μια περίοδο αυξημένης αντιπαράθεσης μεταξύ της τελευταίας και του σωματείου των εργαζομένων. Ήδη, στις 4-4-2019 το σωματείο προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας αναφέροντας (μεταξύ άλλων) ότι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι υφίστανται εκφοβιστικές και προσβλητικές συμπεριφορές από του προϊσταμένους τους λόγω της συνδικαλιστικής δράσης που έχουν αναπτύξει με απώτερο σκοπό να καμφθεί η όποια αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων. Την ίδια χρονική περίοδο και η ίδια η εναγόμενη προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας κατά τεσσάρων εργαζομένων (των ……………….), παραπονούμενη για αντισυμβατικές συμπεριφορές τους, σχετιζόμενες με την τήρηση της τάξης στο κέντρο διαλογής όπου οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολούνταν, ενώ προέβη και στην απόλυση του εργαζομένου της, ………. Για την απόλυση αυτή το ……. αφενός προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας, καταγγέλλοντας ότι αυτή επήλθε συνεπεία της συνδικαλιστικής δράσης του εργαζομένου και ως καταχρηστική, ενώ ταυτόχρονα από κοινού με το Σωματείο Εργαζομένων ……………. Επιχειρήσεων Αττικής (…..) αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν για την ως άνω απόλυση με συγκέντρωση το κατάστημα της εναγόμενης στην περιοχή του ……… και πραγματοποίηση τετράωρης στάσης εργασίας την Τετάρτη 10/7/2019. Στην κινητοποίηση αυτή συμμετείχε και ο ενάγων, μαζί με άλλους συναδέλφους του. Μετά την κινητοποίηση αυτή η εναγόμενη επέλεξε να μετακινήσει συγκεκριμένους εργαζόμενους (από το κατάστημα ….., Γλυφάδας) με έντονη συνδικαλιστική δράση σε άλλα καταστήματά της. Για τις ως άνω μετακινήσεις το ….. προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο – κατόπιν ακρόασης αμφοτέρων των πλευρών – διατύπωσε τη γνώμη ότι «… Το γεγονός, πάντως, ότι οι σχετικές αποφάσεις πάρθηκαν αμέσως μετά την κινητοποίηση – στάση εργασίας του ….. αποτελεί αφορμή προβληματισμού σχετικά με τα κίνητρα της εργοδότριας…» (βλ. τα υπ’ αριθμ. πρωτ. ……../22-8-2019 και ………../31-10-2019 δελτίο εργατικής διαφοράς του ΣΕΠΕ, Τμήμα επιθεώρησης εργασιακών σχέσεων Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη). Διαμορφωμένου ως άνω του κλίματος μεταξύ των εργαζομένων και της εναγόμενης (μεσολαβούντων διαμαρτυριών και παραπόνων από αμφότερες τις πλευρές ήτοι και από τον … και από την εναγόμενη για την απόδοση συγκεκριμένων εργαζομένων), και με διαφαινόμενη μια έντονη κινητικότητα εκ μέρους του …., το τελευταίο προανήγγειλε στάση εργασίας για τις 18-12-2019 στην οποία συμμετείχε πληθώρα εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και οι ………………, καθώς και ο ενάγων. Το δίμηνο που ακολούθησε της ως άνω κινητοποίησης της 18ης-12-2019, η εναγόμενη προέβη σε απόλυση οκτώ εργαζομένων που είχαν κινητοποιηθεί συνδικαλιστικά έντονα, ενώ στις 3-1-2020 κατήγγειλε και τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει αβίαστα ότι η παραπάνω καταγγελία έγινε λόγω ακριβώς της προαναφερόμενης ασκηθείσας συνδικαλιστικής δράσης του ενάγοντος. Η ως άνω δράση του ενάγοντος αφορά δραστηριότητα που απέβλεπε στην εκπλήρωση συλλογικού και όχι ατομικού συμφέροντος, ήταν νόμιμη και συνιστούσε, με την έννοια που προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, συνδικαλιστική δράση, αφού αποσκοπούσε στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, ήταν φανερή και είχε δε περιέλθει και σε γνώση των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης. Μεταξύ δε αυτής και της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η εναγόμενη δεν θα έφθανε στην απόλυση του ενάγοντος εργαζομένου της χωρίς τη συνδικαλιστική δράση αυτού. H εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η απόλυση του ενάγοντος ουδόλως σχετίζεται με τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων και τη δράση του ……. Αντιθέτως, σχετίζει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με την αδιάφορη στάση του, τη μειωμένη απόδοσή του και την έλλειψη οποιασδήποτε προσπάθειας να ανταποκριθεί στις ευκαιρίες που του έδωσαν οι προϊστάμενοί του. Πλην όμως, από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ουδόλως αποδεικνύονται οι ως άνω ισχυρισμοί της εναγόμενης. Ειδικότερα, πέραν της πρόδηλης αοριστίας των παραπάνω ισχυρισμών, καθώς δεν αναφέρεται πότε συνέβησαν συγκεκριμένα περιστασιακά, δεν κρίνονται βάσιμοι και προβάλλονται προσχηματικά προκειμένου να δικαιολογηθεί, πίσω από τη δήθεν μη ορθή εκπλήρωση, η απομάκρυνση του ενάγοντος λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε πως ο ενάγων υπήρξε συνεπής και παραγωγικός στην εργασία του, χωρίς να έχει δημιουργήσει προβλήματα με τους συναδέλφους του. Επιπλέον, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η απόδοση του ενάγοντος δεν ήταν ικανοποιητική, η εναγόμενη όφειλε, προτού προβεί στην απόλυσή του να προσφύγει σε ηπιότερα μέτρα. Ειδικότερα, όφειλε να προειδοποιήσει τον ενάγοντα ή και να τον επιπλήξει, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Εργασίας της. Σε κάθε δε περίπτωση τυχόν μη πρέπουσα συμπεριφορά του ενάγοντος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καταγγελία της σύμβασής του, αφού η συμπεριφορά αυτή του ενάγοντος δεν ήταν αρκετή ώστε να θεωρηθεί ότι δεν ασκούσε ορθά τα καθήκοντα του και αρκούσε για την καταγγελία της σύμβασής του πολύ περισσότερο όταν η όποια αμέλειά του μπορούσε να αντιμετωπιστεί είτε με επιβολή πειθαρχικών μέτρων είτε με προσωρινή μετακίνηση σε άλλη θέση και όχι με καταγγελία της σύμβασης ενός εργαζομένου, δεδομένης και της συνήθους πρακτικής της εναγόμενης να κοινοποιεί έγγραφες επιπλήξεις και εξώδικα σε περίπτωση που κάποιος εργαζόμενος επιδείκνυε αντισυμβατική συμπεριφορά. Περαιτέρω, οι ένορκες καταθέσεις των υπαλλήλων της εναγόμενης, στις οποίες αυτοί μιλούν για χαμηλή απόδοση του ενάγοντος και συνεχείς επιπλήξεις προς το πρόσωπό του, δεν κρίνονται πειστικές, καθώς δεν συνοδεύονται από οποιοδήποτε έγγραφο επίπληξης ή παρατήρησης προς τον ενάγοντα. Επίσης, έρχονται σε αντίθεση με την πολιτική της εταιρείας, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, αλλά και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι η απόλυση του ενάγοντος έγινε για τη νόμιμη συνδικαλιστική δράση που προαναφέρθηκε, είναι άκυρη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, ως αντιβαίνουσα ευθέως στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982, που σημαίνει ότι αυτή θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 174, 180). Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, όπως αυτός εκτιμάται, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου η πρωτόδικη απόφαση έκρινε ορισμένο και νόμιμο το αίτημα της αγωγής περί αποδοχής των υπηρεσιών του ενάγοντος υπό την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 500 ευρώ (όπως αναπτύσσεται ο λόγος αυτός στο δικόγραφο).  Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Ειδικότερα, είναι νόμιμο το αίτημα να καταδικασθεί η εναγομένη να αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος, με την καταδίκη ποσού 500 ευρώ για κάθε μέρα παράβασης της υποχρέωσης αποδοχής της εργασίας του, καθώς η εν λόγω υποχρέωση, ως υποχρέωση δημιουργούμενη από την εργασιακή σχέση και δεκτική εξαναγκασμού, εμπίπτει, όχι στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 947 του ΚΠολΔ, αλλά στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 946 παρ. 1 του ΚΠολΔ., στο πλαίσιο της οποίας η επιβολή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης λαμβάνει χώρα, σε κάθε περίπτωση, υποχρεωτικά και αυτεπάγγελτα (βλ. Α.Π. 966/2009 ΕλλΔνη 2009.1700) ενώ το Δικαστήριο μπορεί, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 946 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να προσδιορίσει τη χρηματική ποινή για κάθε ημέρα ή εβδομάδα ή άλλη χρονική μονάδα παράβασης της υποχρέωσης εκτέλεσης της επιτασσόμενης πράξης (βλ. Α.Π. 1291/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, απορριπτέο είναι και το δεύτερο σκέλος του ιδίου λόγου έφεσης, με το οποίο η εκκαλούσα διαμαρτύρεται ότι δεν είναι νόμιμο το αίτημα επιδίκασης στον ενάγοντα αποδοχών υπερημερίας από τις 3-1-2020, χρόνο συζήτησης της αγωγής και εξής, καθώς δεν αποτελεί αξίωση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άρα συνιστά αίτημα πρόωρο και ως εκ τούτου μη νόμιμο. Ωστόσο, απορριπτέος τυγχάνει και ο λόγος αυτός έφεσης, με την επισήμανση δε ότι η αγωγή εκδικάστηκε στις 14-10-2021, καθώς το εν λόγω αίτημα καταβολής μισθών υπερημερίας σε χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης, αφού δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία, είναι νόμιμο. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν, αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικαστεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον και, συνεπώς, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή αποδοχή τους (ΑΠ 868/2018, ΑΠ 538/2017 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε όσα και το παρόν και απέρριψε την αγωγή ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρ.176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   18.6.2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Ο   ΓPAMMATEAΣ