Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 295/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜOΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, αποτελεί το έγγραφο δια του οποίου παραχωρήθηκε η εκμετάλλευση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης – πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας στη δεύτερη εναγόμενη – δεύτερη εφεσίβλητη εταιρεία, ώστε να κριθεί αν επήλθε μεταβίβαση αυτής, σύμφωνα με τα κριτήρια του Π.Δ. 178/2002, και συνακόλουθα αν νομιμοποιείται παθητικά η τελευταία σχετικά με τις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων – εργαζομένων στην πρώτη, που αφορούν το μετά τη μεταβίβαση διάστημα. Διατάσσει, κατ΄ άρθρο 254 ΚΠολΔ, την επανάληψη της συζήτησης της ένδικης έφεσης, ώστε να λάβει χώρα επίδειξη αυτού εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης – εφεσίβλητης, όπως αιτήθηκαν οι ενάγοντες – εκκαλούντες.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    295/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ……………., 2) …………….., 3) ……………, 4) ………..5) ………… 6) …………. 7) ……….., 8) ………….., 9) ………., 10) ……….11) ………. 12) …………..και 13) …………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χρυσάνθη Υφαντή.

ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο  «………..», που εδρεύει στην …. ., οδός …….., με Α.Φ.Μ. ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε με πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) της Ι.Κ.Ε. με την επωνυμία «……..» και ήδη, μετά την αλλαγή της επωνυμίας της, «…………» και τον διακριτικό τίτλο   «……..»,  που εδρεύει στον Πειραιά οδός ………., με Α.Φ.Μ. ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ολυμπία Βλασοπούλου.

Οι ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ  άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21-6-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……………/21-6-2018, αγωγή τους κατά των εναγόμενων – εφεσίβλητων. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, ερήμην της πρώτης εναγόμενης – ήδη πρώτης εφεσίβλητης, εξέδωσε την υπ΄αρ. 962/9-3-2020 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.

Ήδη οι ενάγοντες – εκκαλούντες προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την κρινόμενη, από 8-3-2022 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../9-3-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………./9-1-2023.

Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 11-5-2023, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τις 7-12-2023, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 7.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από την υπ΄αρ. ……./3-2-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αιγαίου . …………., την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες, αποδεικνύεται ότι  ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 11-5-2023, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 7-12-2023, με σχετική αναγραφή στο πινάκιο που ισχύει ως νέα κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ), και κατόπιν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επίσης με σχετική αναγραφή στο πινάκιο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη. Επομένως, εφόσον η τελευταία δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της έφεση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, η συζήτησή της (έφεσης) θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α, 591 παρ.1 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση  των  εκκαλούντων –  εναγόντων, κατά της υπ΄αρ. 962/9-3-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3 621 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 2112/1920, «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ.1 του Β.Δ. 16/18-7-1920. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του Π.Δ. 178/2002 (ΦΕΚ Α 162/12-7-2002) λήφθηκαν «μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου». Κατόπιν αυτού, με το άρθρο 11 του Π.Δ. 178/2002 καταργήθηκε το προϊσχύσαν Π.Δ. 572/1988, με το οποίο είχε εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία προς τις ρυθμίσεις της προηγούμενης με αρ. 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας (η οποία τροποποιήθηκε ως άνω με την 98/50/ΕΚ Οδηγία και τελικά κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2001/23/ΕΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ. 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία, αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων. Έτσι, οι διατάξεις του Π.Δ. 178/2002 εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου του εργοδότη και δύναται να αφορά είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές (άρθρο 2 παρ.1 στοιχεία α και γ). Ακόμη, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων αυτών, ως ‘’μεταβίβαση’’ θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο β). Ως ‘’μεταβιβάζων’’ νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ως ‘’διάδοχος’’ νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κλπ (άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο α και β). Η Οδηγία αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων. Για την εξασφάλιση της εν λόγω προστασίας, ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης. Η ερμηνεία τόσο της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όσο και της ήδη ισχύουσας Οδηγίας 98/50/ΕΚ γίνεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΔΕΚ και ήδη ΔΕΕ) με ευρύ τρόπο. Με τρόπο δηλαδή που ευνοεί την κατάφαση της ‘’μεταβίβασης’’, ακόμη και σε περιπτώσεις που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με μια γενική ερμηνευτική προσέγγιση, για να υπάρξει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να πρόκειται για μια ‘’οικονομική οντότητα’’. Πρέπει δηλαδή να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία μιας επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή ακόμη και ενός τμήματος επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να έχουν κάποια οργανική ενότητα (‘’οικονομική οντότητα’’), την οποία να διατηρούν και υπό το νέο φορέα, ώστε να παραμένουν ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε ο προηγούμενος φορέας, δηλαδή να συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΑΠ 317/2022, ΑΠ 444/2019, ΑΠ 1369/2018, ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1832/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου φορέα στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (ΟλΑΠ 5/1994, ΑΠ 1188/2019, ΑΠ 1369/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό το νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της επιχειρηματικής μονάδας που μεταβιβάζεται και όχι την ίδια (ΑΠ 444/2019 ο.π., ΑΠ 1850/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το εάν συντρέχει ή όχι μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σήματα, διακριτικοί τίτλοι κ.λπ.) και η αξία τους, 3) η απασχόληση (πρόσληψη) ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 48/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 444/2019, ΑΠ 1369/2018, ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1850/2006 ο.π.). Η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο καθένα από τα κριτήρια αυτά, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και από τη μορφή των εφαρμοζομένων μεθόδων παραγωγής ή υπηρεσιών, χωρίς να αποκλείεται, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης και η λήψη υπόψη και άλλων στοιχείων που μπορεί να συνιστούν επί πλέον ενδείξεις της διατήρησης της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης (ΑΠ 317/2022, ΑΠ 444/2019 ο.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Π.Δ. 178/2002, με τη μεταβίβαση της επιχείρησης κ.λπ. και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στον διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Οπότε, με την κατά τα άνω μεταβίβαση της επιχείρησης επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, σύμφωνα με τα ήδη γνωστά στο εσωτερικό δίκαιο κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 του Ν. 2112/1920 και 9 παρ.1 του Β.Δ της 16/18-7- 1920 «περί επεκτάσεως του Ν. 2112 και επί των εργατών κ.λπ.» (και του ήδη καταργημένου άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3239/1955). Η ως άνω μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη (φορέα της επιχείρησης) επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή μεταβίβασης της επιχείρησης κ.λπ., για την οποία, αν και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερωθούν έγκαιρα και να κληθούν σε διαβουλεύσεις, δεν είναι αναγκαίο να συναινέσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Εξάλλου, ως χρέη της επιχείρησης που μεταβιβάσθηκε νοούνται οι υποχρεώσεις οποιοσδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος, ήτοι τα παραγωγικά αυτών γεγονότα να είχαν συντελεσθεί μέχρι τη μεταβίβαση, ανεξαρτήτως του εάν αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 444/2019, ΑΠ 1369/2018 ο.π.). Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του Π.Δ. 178/2002 συνιστούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποσκοπώντας στην προστασία του περιεχόμενου της εργασιακής σχέσης, και συνακόλουθα είναι άκυρη η συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων, βάσει της οποίας οι τελευταίοι παραιτούνται από συμβατικές τους αξιώσεις, όταν η συμφωνία αυτή έχει ως αιτία τη μεταβίβαση και στοχεύει στο να αποτραπεί η υπεισέλευση του νέου φορέα στο σύνολο των υφισταμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι των εργαζομένων (ΑΠ 444/2019 ο.π.). Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 4α της Οδηγίας 98/50/ΕΚ ορίζεται ότι «Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτώχευσης, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή)» και με την παρ.4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα Οδηγία». Οι ως άνω διατάξεις των παρ.1 και 4 του άρθρου 4α της Οδηγίας 98/50/ΕΚ έχουν συμπεριληφθεί αυτούσιες στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ, αντίστοιχα, η οποία, όπως προεκτέθηκε, κωδικοποίησε την Οδηγία 77/187/ΕΟΚ. Ακολούθως, με το άρθρο 6 παρ.1 του Π.Δ. 178/2002, ορίζεται ότι: «1. Τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στο άρθρο 44 παρ.5 του Ν. 2648/1998, η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της, κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής». Με το άρθρο 44 του Ν. 2648/1998, αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 1836/1989 και ορίζεται ότι «Αφερέγγυος εργοδότης είναι: α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που περιέρχεται σε κατάσταση παύσεως ή αναστολής των πληρωμών του και κηρύσσεται σε πτώχευση με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου. Αν η επιχείρηση αυτού του εργοδότη συνεχίζει να λειτουργεί παρά την κήρυξη σε πτώχευση, τότε ο εργοδότης δεν θεωρείται αφερέγγυος, β) επιχείρηση (προβληματική) που υποβάλλεται στην ειδική εκκαθάριση των άρθρων 9 του Ν. 1386/1983 (ΦΕΚ 107 Α), 46 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α), και 14 του Ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α), όπως ισχύουν, γ) ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η άδεια λειτουργίας της ανακλήθηκε με απόφαση του αρμοδίου υπουργού, λόγω παράβασης διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας και τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση (αναγκαστική) σύμφωνα με το άρθρο 12α του Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α) όπως ισχύει, δ) κάθε εργοδότης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που η επιχείρηση του τέθηκε, ύστερα από προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία, σε εκκαθάριση με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών του και με αποτέλεσμα τη λύση των σχέσεων εργασίας με τους μισθωτούς του». Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ως διαδικασία αφερεγγυότητας νοείται κάθε συλλογική διαδικασία που προϋποθέτει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και συνεπάγεται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου και οδηγεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, περιλαμβάνει δε και τη διαδικασία που περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλα μέτρα που τερματίζουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή με τερματισμό λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού (ΑΠ 837/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του Π.Δ. 178/2002 με τις οποίες εισάγονται εξαιρέσεις από το προστατευτικό για τους εργαζόμενους πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4 και 5 αυτού, είναι στενά ερμηνευτέες και ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων εξαίρεσης λόγω διαδικασιών πτώχευσης ή άλλης αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στην παρ.5 του άρθρου 16 του Ν. 1836/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 του Ν. 2648/1998, είναι περιοριστική και όχι ενδεικτική. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται και από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης, δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιείται η λέξη ‘’ιδίως’’ ή άλλη παρεμφερής λέξη ή φράση που να υποδηλώνει ενδεικτική απαρίθμηση των περιπτώσεων αφερεγγυότητας. Εξάλλου ο νομοθετικός λόγος που υπαγορεύει τις ως άνω εξαιρέσεις είναι η διευκόλυνση της εκκαθάρισης επιχειρήσεων με τις προβλεπόμενες από το νόμο συλλογικές διαδικασίες με ρευστοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων προς διαφύλαξη των συμφερόντων των δανειστών, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει όταν συνεχίζεται η λειτουργία της επιχείρησης, όπως ορίζεται ρητά άλλωστε στην περίπτωση της πτώχευσης με συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης. Προς το σκοπό, δε, να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με τις οποίες εισάγονται εξαιρέσεις από το προστατευτικό για τους εργαζόμενους πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 98/50/ΕΚ και 2001/23/ΕΚ, με τις προεκτεθείσες διατάξεις αυτών (Οδηγιών) δόθηκε κατεύθυνση στα κράτη-μέλη για τη λήψη σχετικών προς τούτο μέτρων (ΑΠ 317/2022 ο.π.)

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες εξέθεταν στην ως άνω από 21-6-2018 αγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι προσλήφθηκαν από την πρώτη εναγόμενη, η οποία εκμεταλλευόταν το ναυπηγείο ……….., ο καθένας από αυτούς κατά τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο ημερομηνίες, είτε αρχικά δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που εν συνεχεία κατέστησαν σιωπηρά αορίστου χρόνου, είτε εξ αρχής δυνάμει συμβάσεων αορίστου χρόνου, έναντι των αποδοχών που επίσης αναφέρονται στην αγωγή. Ότι η ανωτέρω εργοδότριά τους, κατέστη υπερήμερη, λόγω καθυστέρησης καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, με συνέπεια την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης από τους επτά τελευταίους εξ αυτών και ειδικότερα, από τις: 22-6-2017 από τον 7ο, 16-6-2017 από τους 8ο, 9ο  και 12ο, 27-11-2017 από τον 10ο, 19-6-2017 από τον 11ο και 18-1-2019 από τον 13ο. Ότι, στα τέλη του έτους 2017, έγινε γνωστή η πρόθεση της πρώτης εναγόμενης να μεταβιβάσει την επιχείρηση σε τρίτο, στο πλαίσιο επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και τον Μάρτιο του έτους 2018, οι ίδιοι, μαζί με τους λοιπούς εργαζομένους της, εκλήθησαν να υπογράψουν δήλωση, ότι αναγνωρίζουν την παροχή της υπηρεσίας τους μέχρι 30-4-2017 και τη λύση της σύμβασης από την παραπάνω ημερομηνία, καθώς και ότι αποδέχονται να λάβουν τα δεδουλευμένα τους και αποζημίωση απόλυσης από τον νέο ιδιοκτήτη, υπό τον όρο της επιτυχούς ολοκλήρωσης του σχεδίου εξυγίανσης, άλλως θα ανακτούσαν τα δικαιώματά τους κατά της πρώτης εναγόμενης. Ότι αρνήθηκαν να υπογράψουν την ως άνω δήλωση, διότι με αυτό τον τρόπο η λύση της σύμβασης εργασίας τους θα τοποθετείτο σε προγενέστερο χρονικό διάστημα με συνέπεια να απωλέσουν τις προθεσμίες διεκδίκησης μισθών υπερημερίας και αποζημίωσης απόλυσης. Ότι, για τους πρώτους έξι εξ αυτών, που αρνήθηκαν να υπογράψουν και δεν είχαν ασκήσει επίσχεση, απαγορεύτηκε η είσοδος στο εργοστάσιο στις 21-3-2018, µε τη δικαιολογία ότι οι χερσαίες εγκαταστάσεις της πρώτης εναγόμενης είχαν ήδη παραχωρηθεί από 31-1-2018 στη δεύτερη εναγόμενη, µέχρι έκδοσης αµετάκλητης δικαστικής απόφασης της διαδικασίας εξυγίανσης και ολοκλήρωσης της διαδικασίας µεταβίβασης του ναυπηγείου. Ότι, ουδέποτε προσκοµίσθηκε σχετικό παραχωρητήριο, ενώ µέχρι και την άσκηση της κρινόµενης αγωγής, δεν είχε κατατεθεί αίτηση εξυγίανσης και κατά συνέπεια, εφόσον το ναυπηγείο λειτουργούσε κανονικά, ασκώντας τις ίδιες δραστηριότητες και διατηρώντας το ίδιο προσωπικό, η επιχείρηση στην πραγµατικότητα µεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγόμενη. Ότι, ενώ προσέφεραν εκ νέου τις υπηρεσίες τους στη δεύτερη πλέον εναγόμενη, ως νέα εργοδότριά τους, αυτή αρνήθηκε να τις αποδεχτεί, εξοµοιουµένης της άρνησης αυτής µε καταγγελία της σύµβασης εργασίας τους, από 19-6-2018 (για όσους εξ αυτών είχαν ασκήσει δικαίωµα επίσχεσης), ήδη δε από 21-3-2018 για τους υπόλοιπους εξ αυτών, κατά τα προεκτεθέντα. Ότι, κατόπιν των ανωτέρω (οι ενάγοντες) δικαιούνται ως µισθούς υπερηµερίας,  συμπεριλαµβανοµένων επιδοµάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, από την ημερομηνία απόλυσής τους, µέχρι και τον Δεκέµβριο του έτους 2018, όπως τα επιμέρους ποσά αναλύονται στην αγωγή, τα εξής συνολικά ποσά: Ο 1ος  το ποσό των 37.574,23 €, η 2η το ποσό των 18.512,97 €, ο 3ος το ποσό των 16.206,54 €, ο 4ος, το ποσό των 21.019,73 €, ο 5ος το ποσό των 23.053,39 €, ο 6ος το ποσό των 21.747,84 €, ο 7ος το ποσό των 14.364,48 €, ο 8ος, το ποσό των 18.196,72 €, ο 9ος, το ποσό των 14.936,40 €, ο 10ος το ποσό των 16.064,16 €, ο 11ος το ποσό των 11.953,76 €, ο 12ος το ποσό των 14.040 € και ο 13ος το ποσό των 11.953,76 €. Ζητούσαν δε ακολούθως, κατόπιν παραδεκτής μερικής μετατροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό: α) Να αναγνωριστεί ότι, από τις 31-1-2018 έχει επέλθει µεταβίβαση της επιχείρησης του ναυπηγείου ….. από την πρώτη στη δεύτερη εναγόμενη, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 21-3-2018 καταγγελίας της σύµβασης εργασίας των έξι πρώτων εξ αυτών και της από 19-6-2018 καταγγελίας της σύµβασης εργασίας των επτά τελευταίων εξ αυτών, οι οποίες (καταγγελίες) επήλθαν µε την άρνηση της δεύτερης εναγόμενης να αποδεχτεί την εργασία τους, κατά τις ως άνω ηµεροµηνίες, διότι για τις καταγγελίες αυτές δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος ούτε καταβλήθηκε αποζηµίωση, αλλά και λόγω καταχρηστικότητας, αφού η άρνησή της να τους απασχολεί οφείλεται σε εµπάθεια προς το πρόσωπό τους, επειδή αρνήθηκαν να υπογράψουν την ανωτέρω δήλωση λύσης της σύµβασής τους από 30-4-2017, γ) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει νομιμοτόκως, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 19.253,45 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αποδοχές υπερημερίας Μαρτίου έως Αυγούστου 2018, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 19.155,98 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αποδοχές υπερημερίας Μαρτίου έως Δεκεμβρίου 2018, στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 19.987,78 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αποδοχές υπερημερίας Μαρτίου έως Δεκεμβρίου 2018, στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 19.819,84 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αποδοχές υπερημερίας Μαρτίου έως Δεκεμβρίου 2018, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις πρωτόδικες προτάσεις τους και σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες τα ανωτέρω αναφερθέντα ποσά, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει, νομιμοτόκως, στον πρώτο ενάγοντα το υπόλοιπο οφειλόμενο σε αυτόν ποσό των 18.320,78 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το υπόλοιπο οφειλόμενο σε αυτόν ποσό των 1.863,45 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα το υπόλοιπο οφειλόμενο σε αυτόν ποσό των 3.065,61 ευρώ και στον έκτο ενάγοντα το υπόλοιπο οφειλόμενο σε αυτόν ποσό των 1.928 ευρώ, δ) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους ως παρεχόταν, απειλουμένης κατ΄ αυτής, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της, χρηµατικής ποινής 300 ευρώ ηµερησίως, και τέλος ε) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρο, το ποσό των 10.000 ευρώ σε καθένα από τους ενάγοντες, ως εύλογη χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από την παραπάνω αναφερθείσα και περαιτέρω αναλυόμενη στην αγωγή, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), ερήμην της πρώτης εναγόμενης – ήδη πρώτης εφεσίβλητης και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εξέδωσε την υπ΄αρ. 962/2020 οριστική απόφασή του με την οποία έκρινε ότι η αγωγή έχει παραδεκτώς ασκηθεί εντός της τρίµηνης αποσβεστικής προθεσµίας,  που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955, όσον αφορά στο αίτηµα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 21-3-2018, ως προς τους έξι πρώτους των εναγόντων, και από 19-6-2018, ως προς τους λοιπούς επτά εξ αυτών, καταγγελίας της σύµβασης εργασίας τους. Στη συνέχεια, την έκρινε ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό της δεύτερης εναγόμενης, και νόμιμη (ως προς το παρεπόμενο αίτημά της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, μόνο όσον αφορά στο παραμένον καταψηφιστικό αίτημά της), ενώ ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων κατ΄ άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε.

Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονούνται οι  ενάγοντες – εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, άλλως να μεταρρυθμιστεί, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους κατά της αντιδίκου τους.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι του μάρτυρα των εναγόντων ……… και του μάρτυρα της δεύτερης εναγόμενης ……………… που περιέχονται στα ταυτάριθμα με εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς επίσης και των υπ΄αρ. …….. και ………./2-4-2019 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……. και ……….., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες – εκκαλούντες και λήφθηκαν, με επιμέλειά τους, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ερμούπολης …………….., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντίδικου μέρους, που έλαβε χώρα με δήλωση της  πληρεξούσιας δικηγόρου τους κατά τη συζήτηση της αγωγής τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και της υπ΄αρ. …………./2-4-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………., που επικαλείται και προσκομίζει η δεύτερη εναγόμενη – δεύτερη εφεσίβλητη και λήφθηκε με επιμέλειά της, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, που έλαβε χώρα με δήλωση της  πληρεξούσιας δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της αγωγής τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού (σημειωτέον ότι, οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι η υπ΄αρ. 650/2019 ένορκη βεβαίωση, που προσκόμισε η δεύτερη εναγόμενη και λήφθηκε μετά τη συζήτηση της αγωγής, δεν δόθηκε προς αντίκρουση προταθέντων ισχυρισμών των αντιδίκων, και ακολούθως δεν λήφθηκαν υπόψη και οι υπ΄αρ. ….. και ……/2019 ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες προσκόμισαν οι ενάγοντες, που δόθηκαν προς αντίκρουση της μη ληφθείσας υπόψη ως άνω ένορκης βεβαίωσης. Ωστόσο λαμβάνονται υπόψη, όπως προεκτέθηκε, από το παρόν Δικαστήριο, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 ΚΠολΔ, στην κατ΄ έφεση δίκη επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες, απασχολούνταν στην πρώτη εναγόµενη, η οποία εκµεταλλευόταν το ναυπηγείο στο …………, δυνάμει συµβάσεων εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προσληφθέντες από αυτήν κατά τις ηµεροµηνίες και µε την ειδικότητα που αναφέρεται παρακάτω και ειδικότερα: Ο 1ος  ενάγων προσλήφθηκε με την ειδικότητα του επιβλέποντος µηχανικού, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, από 7-5-2001 έως 6-11-2001, ενώ από 7-11-2001 η σύµβασή του µετατράπηκε σε αορίστου χρόνου. Εν συνεχεία την 1-4-2002 έγινε τροποποίηση της ως άνω σύµβασης εργασίας του, µε την οποία ορίστηκε ότι εφεξής θα απασχολείται ως ναυπηγός – μηχανολόγος – μηχανικός και ειδικότερα ως υπεύθυνος της καλής συντήρησης και ασφαλούς λειτουργίας όλων των ηλεκτρολογικών και µηχανολογικών εγκαταστάσεων του ναυπηγείου, συµπεριλαµβανοµένων των γερανών, των πλωτών δεξαµενών, των µηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων που διατίθενται στα επισκευαζόµενα πλοία και των πλυντηρίων. Τον Μάρτιο δε του 2018 οι µικτές µηνιαίες αποδοχές µου ανέρχονταν στο ποσό των 3.331,05 ευρώ. Η 2η ενάγουσα προσλήφθηκε με την ειδικότητα της διοικητικής υπαλλήλου, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, από 17-11-2003 έως 1-5-2007, ενώ από 1-5-2007 η σύµβασή της µετατράπηκε σε αορίστου χρόνου. Τον Μάρτιο δε του 2018 οι µικτές µηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 1.641,22 ευρώ. Ο 3ος ενάγων προσλήφθηκε στις 20-10-2009 προς κάλυψη συγκεκριµένων αναγκών με την ειδικότητα του τεχνίτη ηλεκτρολόγου, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, η οποία, µετά τη λήξη των αναγκών για τις οποίες προσλήφθηκε, παρατάθηκε σιωπηρά και κατέστη αορίστου χρόνου, µε ηµεροµίσθιο ανερχόµενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 57,47 ευρώ. Ο 4ος ενάγων προσλήφθηκε, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, από 30-7-2003 έως 1-8-2004, ενώ από 1-8-2004 η σύµβασή του µετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, απασχολούµενος με την ειδικότητα του αδειούχου ηλεκτρολόγου με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 1.863,45 ευρώ. Ο  5ος ενάγων προσλήφθηκε στις 19-5-1995, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως τεχνίτης με την ειδικότητα του σωληνουργού. Τον Μάρτιο δε του 2018 οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 2.043,74 ευρώ. Ο 6ος ενάγων προσλήφθηκε στις 6-11-2002, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούμενος με την ειδικότητα του υπαλλήλου χώρου παραγωγής, με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 1.928  ευρώ. Ο 7ος ενάγων προσλήφθηκε, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του εφαρμοστή – μηχανουργού, με ημερομίσθιο ανερχόμενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 69,06 ευρώ. Ο 8ος ενάγων προσλήφθηκε την 1-11-1994, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούμενος αρχικά ως βοηθός λογιστή και εν συνεχεία με την ειδικότητα του διοικητικού υπαλλήλου στη μισθοδοσία, με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 2.187,11 ευρώ. Ο 9ος ενάγων προσλήφθηκε την 1-12-1994, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούμενος αρχικά ως βοηθός λογιστή και εν συνεχεία ως λογιστής, με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 1.795,24 ευρώ. Ο 10ος ενάγων προσλήφθηκε την 1-8-1996, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως τεχνίτης με την ειδικότητα του ελασματουργού – συναρμολογητή και το έτος 2008 προήχθη σε αρχιτεχνίτη. (Στο σημείο δε αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, στις 29-10-2014 η πρώτη εναγόμενη είχε προβεί σε καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, η οποία, όμως, με την υπ’ αρ. 29/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, κρίθηκε άκυρη ως καταχρηστική ενώ υποχρεώθηκε η ως άνω εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, τις οποίες και προσέφερε κανονικά με την επάνοδό του στην εργασία, κατόπιν της έκδοσης της ανωτέρω δικαστικής απόφασης). Τον Μάρτιο δε του 2018 οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του εν λόγω ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των 1.930,97 ευρώ. Ο 11ος ενάγων προσλήφθηκε, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας από 13-3-2008 έως 12-12-2010, προκειμένου να εργαστεί ως τεχνίτης ναυπηγικής βιομηχανίας με τις ειδικότητες του ελασματουργού – φλογοχειριστή – ηλεκτροσυγκολλητή – σωληνουργού, ενώ μετά τη λήξη της η σύμβασή του παρατάθηκε σιωπηρώς, με ημερομίσθιο ανερχόμενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 57,47 ευρώ. Ο 12ος ενάγων προσλήφθηκε στις 18-10-1995, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως ελασματουργός – συναρμολογητής, με ημερομίσθιο ανερχόμενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 67,50 ευρώ. Τέλος, ο 13ος  ενάγων προσλήφθηκε στις 24-11-2008, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως ελασματουργός – συναρμολογητής για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, ενώ, μετά τη λήξη των αναγκών αυτών, η σύμβασή του παρατάθηκε σιωπηρά υπό την ίδια ειδικότητα, με ημερομίσθιο τον Μάρτιο του 2018 ανερχόμενο στο ποσό των 57,47 ευρώ. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από τη δεύτερη εναγόμενη. Από το έτος 2015, η πρώτη εναγόμενη, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, καθυστερούσε συστηματικά να καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές των εργαζομένων σε αυτήν, ενώ είχε σημαντικές ληξιπρόθεσμες οφειλές και προς τρίτους. Μεταξύ των δανειστών της πρώτης εναγόμενης ήταν και η ………………., η οποία λόγω των μεγάλων ποσών που της οφείλονταν (από την πρώτη εναγόμενη), διέκοψε την παροχή ρεύματος στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου του ………. στις 30-4-2017, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης του ναυπηγείου. Στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας βιώσιμης λύσης, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον αγοράς και επαναλειτουργίας της πρώτης εναγόμενης από την επενδυτική εταιρεία ………., με σχετική κοινοποίηση την 1-7-2017 προς τον Υφυπουργό οικονομίας και Ανάπτυξης, δια του διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας ……………… Στο πλαίσιο αυτό, στις 13-9-2017 υπογράφηκε μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και της παραπάνω επενδυτικής εταιρείας ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης των μετοχών αυτής προς τη δεύτερη, υπό την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων με το 60% των πιστωτών και της επικύρωσης του σχεδίου εξυγίανσης. Στη συνέχεια, συνήφθη στις 26-7-2018 μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και των πιστωτών της που εκπροσωπούσαν το 75,70% του συνόλου των εις βάρος της απαιτήσεων, περιλαμβανομένων 490 εργαζομένων της, συμφωνία εξυγίανσης, χωρίς όμως να συμμετέχουν οι ενάγοντες – εκκαλούντες, οι οποίοι όμως έστω και μη συμβαλλόμενοι, θα συμπεριλαμβάνονταν στη διαδικασία εξυγίανσης για την αποπληρωμή των απαιτήσεών τους έναντι της πρώτης εναγόμενης (μέχρι τις 31-12-2017),  από την νέα εταιρεία, ήτοι την ………… Η ανωτέρω συμφωνία εξυγίανσης επικυρώθηκε με την υπ’ αρ. 2/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας). Κατά το διάστημα, ωστόσο, που μεσολάβησε, από την παύση της λειτουργίας της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης μέχρι την επικύρωση της συμφωνίας, και για την οικονομική εξασφάλιση των εργαζομένων του ναυπηγείου, κρίθηκε αναγκαίο να παραμείνει αυτό σε λειτουργία. Ενόψει αυτών και προκειμένου να υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, μια διάδοχη κατάσταση μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξυγίανσης της πρώτης εναγόμενης καθώς και της μεταβίβασης μέρους του παθητικού και ενεργητικού αυτής, κατά τα προεκτεθέντα, στην ως άνω εταιρεία (………), στις 31-1-2018 παραχωρήθηκε η χρήση των εγκαταστάσεων της πρώτης εναγόμενης στη δεύτερη εναγόμενη. Η τελευταία συνεργαζόταν στο παρελθόν με την πρώτη, αναλαμβάνοντας έργα από αυτήν, κατόπιν μειοδοτικών διαγωνισμών και συγκεκριμένα το πλύσιμο, την αμμοβολή και τον χρωματισμός πλοίων, όπως των «SΧΙΙ» και «SΙΙ», εργασίες από τις οποίες της οφειλόταν μεγάλο χρηματικό ποσό από την πρώτη εναγόμενη, ανερχόμενο, στις 31-12-2017, στα 1.410.808,52 ευρώ. Κατόπιν της εν λόγω παραχώρησης, στις 7-2-2018, η πρώτη εναγόμενη υπέβαλε αίτημα στη «……………», ζητώντας τη σύναψη σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για την παροχή ρεύματος στο όνομα της δεύτερης εναγόμενης, όπως πράγματι συνέβη και έτσι ηλεκτροδοτήθηκαν εκ νέου, μετά την προαναφερθείσα διακοπή της ηλεκτροδότησής τους, οι εγκαταστάσεις του ναυπηγείου.

Με βάση τα παραπάνω, το κρίσιμο ζήτημα στην προκείμενη περίπτωση είναι αν έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης στη δεύτερη εναγόμενη, ώστε η τελευταία να ευθύνεται για τις ένδικες αξιώσεις των εργαζομένων της (πρώτης), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το Π.Δ. 178/2002 σε συνδ. με το άρθρο 479 ΑΚ, όπως αναλυτικά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ή αν πρόκειται για απλή παραχώρηση χρήσης μέρους των εγκαταστάσεων της πρώτης εναγόμενης στη δεύτερη και μάλιστα προσωρινού χαρακτήρα, έως τη μεταβίβαση μέρους του ενεργητικού και παθητικού αυτής, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της εξυγίανσής της στην προαναφερθείσα εταιρεία ………….. Οι εκκαλούντες – ενάγοντες υποστηρίζουν ότι επήλθε μεταβίβαση της επιχείρησης, δεδομένου ότι αυτή συνέχισε να λειτουργεί όπως ακριβώς λειτουργούσε και πριν την παραχώρηση, εκτελουμένων όλων των εργασιών που διενεργούνταν και πριν από αυτήν, απασχολουμένου στη δεύτερη εναγόμενη σχεδόν του συνόλου των εργαζομένων που απασχολούσε και η πρώτη εναγόμενη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση και τις προτάσεις τους. Αντίθετα η δεύτερη εναγόμενη υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για μεταβίβαση, αλλά για προσωρινή παραχώρηση τμήματος των εγκαταστάσεων της πρώτης εναγόμενης σε αυτήν, μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών της εξυγίανσής της, ισχυριζόμενη ότι, οι εργασίες που αυτή διενεργεί στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου, με βάση και το σκοπό του καταστατικού της, είναι σαφώς περιορισμένες σε σχέση με αυτές που διενεργούνταν από την πρώτη εναγόμενη, δεν απασχολεί το σύνολο των εργαζομένων αυτής, αλλά μέρος αυτών εκ περιτροπής, δεν επήλθε μεταβίβαση άυλων αγαθών κ.λπ.

Ενόψει των ανωτέρω αντίθετων ισχυρισμών των διαδίκων σε σχέση με το παραπάνω κρίσιμο για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς ζήτημα, καθώς και τις  αντικρουόμενες καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, αντίστοιχα, το Δικαστήριο κρίνει ότι για να καταλήξει σε πλήρη δικανική πεποίθηση, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να προσκομιστεί από τη δεύτερη εναγόμενη το από 31-1-2018 Ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο η πρώτη εναγόμενη παραχώρησε τη χρήση των χερσαίων εγκαταστάσεων του ναυπηγείου … ….. στη δεύτερη εναγόμενη. Του συμφωνητικού αυτού, παραδεκτά, κατ΄αρθρ. 450 παρ.2 και 451 παρ.1 ΚΠολΔ, ζήτησαν την επίδειξη οι ενάγοντες πρωτοδίκως, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, δεδομένου ότι η συζήτηση στις ειδικές διαδικασίες είναι προφορική (άρθρο 591 ΚΠολΔ). Το αίτημα αυτό προβλήθηκε δε ορισμένα, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς της δεύτερης εναγόμενης, καθώς είναι αυτονόητο ότι το εν λόγω παραχωρητήριο βρίσκεται στην κατοχή της, εφόσον συνήφθη μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης, όπως άλλωστε σαφώς συνάγεται από τα αναφερόμενα στην αγωγή και τις προτάσεις των εναγόντων, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον των αιτούντων – εναγόντων, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού αυτών (ΑΠ 536/2023, ΑΠ 1862/2022, ΑΠ 1093/ 2014), ήτοι ότι επήλθε μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης στην οποία εργαζόταν οι ενάγοντες, στη δεύτερη και συνεπώς η τελευταία ευθύνεται για τις εργασιακές αξιώσεις τους για το διάστημα μετά τη μεταβίβαση. Το  ως άνω αίτημα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι ‘’…δεν κρίνεται αναγκαίο να διαταχθεί η προσκόµισή του, αφού από το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο µπορεί να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση, περί του ότι δεν συνέτρεξε περίπτωση µεταβίβασης επιχείρησης από την 1η  στη 2η  εναγόμενη’’, κρίση για την οποία εκκαλείται, μεταξύ άλλων, η εκκαλουμένη με την ένδικη έφεση. Το παρόν, ωστόσο, Δικαστήριο θεωρεί, κατά τα προεκτεθέντα, ότι το παραπάνω έγγραφο συμφωνητικό -το οποίο σημειωτέον δεν έχει προσκομισθεί ποτέ έως σήμερα, παρότι ζητήθηκε και από την Επιθεώρηση Εργασίας, το επικαλείται δε και η δεύτερη εναγόμενη σε υπομνήματά της- είναι κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο, ώστε από την εκτίμηση του περιεχομένου του, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, να οδηγηθεί σε ασφαλές συμπέρασμα για το αν συντρέχουν τα κριτήρια, όπως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, που συνιστούν μεταβίβαση επιχείρησης, έστω κι αν αυτή χαρακτηρίζεται ως ‘’παραχώρηση’’ (αν δηλ. διατηρήθηκε και μετά από αυτήν η ταυτότητά της ως οικονομικής οντότητας), και, συνακόλουθα, αν η δεύτερη εναγόμενη υπεισήλθε, ως διάδοχος της πρώτης εναγόμενης, στις επίδικες αξιώσεις των εναγόντων – εργαζομένων, νομιμοποιούμενη παθητικά ως προς αυτές.

Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της ένδικης έφεσης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης αυτής κατ΄ άρθρο 254 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ΄έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ), χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου η δεύτερη εναγόμενη – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη να χορηγήσει στους ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες, με δαπάνες των τελευταίων, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης στη δεύτερη εναγόμενη, το ως άνω έγγραφο συμφωνητικό (παραχωρητήριο), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική, δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα. Τέλος, θα οριστεί παράβολο ερήμην συζήτησης για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την πρώτη εναγόμενη – πρώτη εφεσίβλητη, σύμφωνα με τα άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, κατά τα ειδικότερα, επίσης οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄αρ. 962/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

  Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου προκειμένου η δεύτερη εναγόμενη – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης σε αυτήν, να χορηγήσει στους ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες, με δαπάνες των τελευταίων, το από 31-1-2018 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Παραχώρησης των εγκαταστάσεων της επιχείρησης του ναυπηγείου της πρώτης εναγόμενης στο ………….., προς τη δεύτερη εναγόμενη.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 21  Ιουνίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η  ΓPAMMATEAΣ.