Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 275/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ                                             

Αριθμός Απόφασης    275/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και το Γραμματέα Σ.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία <<ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ>> (Ε.Φ.Κ.Α), όπως αυτό μετονομάσθηκε από 1-3-2020 σε <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης>> (e-Ε.Φ.Κ.Α), Ν.4670/2020 ΦΕΚ Α 43/28-2-2020, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………, με ΑΦΜ ……./ΔΟΥ Δ’ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα – εν προκειμένω δε, από το Διευθυντή του Α’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών – ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία <<ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΙΚΑ -ΕΤΑΜ>>, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Μητρόπουλο (ΑΜ ΔΣΑ ………..).

Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>, που εδρεύει στην Αθήνα, ……….., με ΑΦΜ …………. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ζωητό (ΑΜ ΔΣΑ ……….), που κατέθεσε την από 08-04-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 2) Του Ελληνικού Δημοσίου, με ΑΦΜ ………. όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων με ΑΦΜ ……… (άρθρο 1 παρ.36 παρ.1, 41 παρ.4 και 43 του Ν.4389/2016), η οποία εκπροσωπείται από το Διοικητή της και εδρεύει στην Αθήνα, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ ΙΖ Αθηνών που κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο  εκπροσωπήθηκε από το δικαστικό πληρεξούσια ΝΣΚ Ηλία Βασιλειάδη (ΑΜ ΝΣΚ ……..).

Το ανακόπτον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου  με την επωνυμία <<ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ>> (Ε.Φ.Κ.Α), όπως μετονομάσθηκε από 1-3-2020 σε <<Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης>> (e-Ε.Φ.Κ.Α), με την από 2-11-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2022 ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της ανακοπής αυτής, που δικάστηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 801/2023 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το ανακόπτον με την από             25-5-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/25-5-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../25-5-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/26-5-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/26-5-2023) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προκατατεθείσες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αριθ. 801/2023 οριστικής απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 979 παρ.2 εδ.α’ ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι από την επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή, στην πρώτη σελίδα της εκκαλουμένης απόφασης, προκύπτει ότι αυτή επιδόθηκε στο εκκαλούν, στις 26-04-2023, ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25-05-2023, ήτοι ασκήθηκε εντός της 30νθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) απολαμβάνει των προνομίων απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου (άρθρο 28 παρ 4 του ν 2579/1998).

Με την από 2-11-2022 ανακοπή, το ανακόπτον, ήδη εκκαλούν, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον ως αναγγελθείς δανειστής στον πλειστηριασμό σκάφους του οφειλέτη της επισπεύδουσας, πρώτης των καθ΄ ων η ανακοπή και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων, ζήτησε, κατ΄ εκτίμηση αυτής (ανακοπής) για τον αναφερόμενο σ΄ αυτή (ανακοπή) λόγο, τη μεταρρύθμιση του ανακοπτόμενου υπ΄ αρ. …../2022 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………….., ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, προκειμένου να καταταγεί το ίδιο προνομιακά στον ως άνω πίνακα για την αναγγελθείσα απαίτησή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 801/2023 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε μετά την πάροδο της από το νόμο προβλεπόμενης προθεσμίας, απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 25-5-2023 έφεσή του, το ηττηθέν ανακόπτον και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι εκτιμώμενοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρία η ένδικη ανακοπή του.

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 3δ’ του ν. 1846/1951, που προστέθηκε με το άρθρο 18 του ν. 1469/1984 οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ: «Επί δικών του παρόντος ν. διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου καθ’ ου στρέφεται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν περίπτωσιν, επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών». Παρόμοια είναι και η διάταξη του άρθρου 5 του «Κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου» (Διάταγμα 26.6/10.7.1944). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η κοινοποίηση των σχετικών δικογράφων στον Υπουργό Οικονομικών, και στην περίπτωση του ΙΚΑ, εκτός από τον αρμόδιο διευθυντή είσπραξης των εσόδων του, και στο Διοικητή του ΙΚΑ, αναφέρονται σε δικόγραφα για δίκες ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, τέτοιο όμως δικόγραφο δεν συνιστά και η πρόσκληση του δανειστού που γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την κατάταξη της απαίτησής του, συνεπώς αρκεί η πρόσκληση του δανειστού αυτού να επιδίδεται, εκτός των άλλων προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 972 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, μόνο στον Διευθυντή του οικείου Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, όχι δε και στο Διοικητή του ΙΚΑ (πρβλ.ΑΠ 650/2011 ΝοΒ 2012.109, Εφ Λαρ. 512/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 85 παρ. 1 του Ν.Δ. 356 της 27-3/5-4-1974 «Περί Κώδικας Είσπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) «Επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, κάθ` ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη απτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του διατάγματος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του .Δημοσίου», που δεν καταργήθηκε ως ειδική και ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, «1. Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 και υπό στοιχείον Ρ4Γ’ νόμου γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνέπειας. 2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπήται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλήν του επί των ;Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν των Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητας αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης». Από τις ανωτέρω διατάξεις με σαφήνεια προκύπτει ότι, σε δίκες του Δημοσίου, η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου για να είναι έγκυρη (126 § 1 εδ. ε’ ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο ως άνω όργανο, που εκπροσωπεί το Δημόσιο στη συγκεκριμένη δίκη, όπως είναι ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου στις δίκες του ΚΕΔΕ, και τούτο προδήλως για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης [ΟλΑΠ 34/1988 ΝοΒ 1989. 1200, ΑΠ 1102/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1309/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1274/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1570/2013, ΑΠ 1801/2012, ΑΠ 126/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 15/2011 ΕλλΔνη 52(2011). 452, ΑΠ 1515/2010 ΕλλΔνη 52(2011).451, ΑΠ 1105/2005. ΕφΛαρ 302/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΦΠειρ 538/2020. ΕφΠειρ 357/2019 δημ στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς]. Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (Α.Ε.Δ. 27/2004 ΔΕΕ 2005.1101, ΑΠ 1274/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1801/2012 ό.π., ΑΠ 126/2012 οπ ΑΠ 1515/2010 όπ., ΕΦΠειρ 538/2020 όπ., ΕφΠειρ 357/2019 όπ ). Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4389/2016 «Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α`, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α` 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ.356/1974 (Α` 90). Η προβλεπομένη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ.356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ.» και τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου νόμου «Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017, εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 4389/2016 συνάγεται ότι, από 01.01.2017 για να είναι έγκυρη η επίδοση δικογράφων, που αφορούν σε φορολογικές υποθέσεις και σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, απαιτείται αυτή (η επίδοση), με ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 85 § 1 εδ. β’ νδ 356/1974, στο οποίο ρητά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 35 § 1 Ν. 4389/2016, να γίνεται τόσο στο αρμόδιο όργανο, που εκπροσωπεί το δημόσιο στη συγκεκριμένη δίκη (όπως στον διευθυντή της αρμόδιας ΔΟΥ στις δίκες του ΚΕΔΕ) όσο και προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης προς τον Υπουργό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΠατρ 301/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 325/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 538/2020 δημ ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΛαρ 302/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ πρβλ σχετ. ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τούτο, χωρίς να ασκεί επίδραση πλέον η τυχόν κοινοποίηση του δικογράφου στον Υπουργό Οικονομικών, καθόσον η Α.Α.Δ.Ε. συνιστά ανεξάρτητη Λειτουργικά διοικητική αρχή μη ελεγχόμενη από τον Υπουργό Οικονομικών (Εφ.Αθ. 117/2023, ΕφΠατρ 301/2021, ΕφΠειρ 538/2020, ΕφΛαρ 302/2019 ό.π).

Από την παραδεκτή, στο στάδιο αυτό, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι με επίσπευση της πρώτης εφεσίβλητης, δυνάμει του υπ’αριθ. ………./2019 πρώτου (Α’) απογράφου εκτελεστού της υπ΄άριθ. …./2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δυνάμει της υπ’αριθ. …/30-7-2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ………….., κατασχέθηκε αναγκαστικά ένα σκάφος λεπτομερώς περιγραφόμενο στην ανωτέρω κατασχετήρια έκθεση, ιδιοκτησίας του οφειλέτη ……., ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας <<………….>>. Το σκάφος αυτό εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικώς στις    15-9-2021, ενώπιον του πιστοποιημένου συμβολαιογράφου …….., ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού και κατακυρώθηκε στην μοναδική πλειοδότρια εταιρεία <<…………………..>>. Μη επαρκούντος του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’αριθ. ……./2022 πίνακα κατάταξης δανειστών και την υπ’αριθ. ……/2022 πρόσκληση δανειστών προς γνώση του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, την οποία κοινοποίησε, μεταξύ άλλων, στο ανακόπτον και συγκεκριμένα στον Διευθυντή του Α’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών την 30-9-2022 (βλ. σχετική επισημείωση της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας επί της πρόσκλησης). Η ένδικη ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 2-11-2022 και επιδόθηκε στην πρώτη καθ’ης – ήδη πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία <<………….>> την 4-11-2022 (βλ. υπ’αριθ. ……..΄/4-11-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………) και για λογαριασμό του δεύτερου καθ’ου – ήδη δεύτερου εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΙΖ’ Αθηνών και στον Υπουργό Οικονομικών την 4-11-2022 (βλ. αντίστοιχα τις υπ’αριθ. ………../4-11-2022 και ……/4-11-2022 εκθέσεις επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή), ενώ στον υπάλληλο του πλειστηριασμού επιδόθηκε ομοίως την 4-11-2022 (βλ. υπ’αριθ. ……../4-11-2022 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή). Συνεπώς η ένδικη ανακοπή επιδόθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών που προβλέπεται από τα άρθρα 10 του από 26.6./10.7.1944 διατάγματος <<περί δικών του Δημοσίου>> και 58 παρ.4 του ν.δ 356/1974 <<περί Κώδικος Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων>> (ΚΕΔΕ), οι διατάξεις των οποίων εφαρμόζονται και για το ανακόπτον ε-ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ) που απολαμβάνει όλων των διαδικαστικών και δικονομικών προνομίων του Δημοσίου κατ’άρθρα 5 του ν.3210/1955, 21 παρ.9 του ν.1902/1990 και 28 παρ.4 περ.α του ν.2579/1998 για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΠ 295/1997 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη κρίση δέχθηκε ότι η ένδικη ανακοπή του κατά του πίνακα κατάταξης ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ενώ, όπως διατείνεται, η σχετική προθεσμία που αρχίζει από την επίδοση της πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τους δανειστές, δεν είχε ξεκινήσει ως προς αυτό (το εκκαλούν), διότι έπρεπε να επιδοθεί και στο Διοικητή του ΙΚΑ. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη υπό στοιχ. Ι. μείζονα σκέψη, η πρόσκληση που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν συνιστά δικόγραφο καθόσον δεν έχει κανένα από τα εννοιολογικά γνωρίσματα του δικογράφου (σχετ. Βασ.Α. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση κατ’άρθρο, τομ. Ε’ σελ. 969, εκδ. 1997), το οποίο αφορά δίκη ενώπιον Δικαστηρίου όπως απαιτεί ο νόμος και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η επίδοσή της και στον Διοικητή του Ι.Κ.Α.. Ενόψει συνεπώς του χρόνου άσκησης της ανακοπής μετά την παρέλευση των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στο εκκαλούν και δη στον Διευθυντή του Α’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών, της πρόσκλησης του άρθρου 979 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης, το εκκαλούν παραπονείται ότι η εκκαλουμένη η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη ανακοπή του ως προς το δεύτερο καθ’ου – ήδη δεύτερο εφεσίβλητο – Ελληνικό Δημόσιο, με την αιτιολογία ότι το δικόγραφο αυτής δεν επιδόθηκε στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, αλλά αντ’αυτού επιδόθηκε στον Υπουργό των Οικονομικών, έσφαλε στην κρίση της. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον η επίδοση του δικογράφου της ανακοπής στο Διοικητή της ΑΑΔΕ, η οποία συνιστά ανεξάρτητη Λειτουργικά διοικητική αρχή μη ελεγχόμενη από τον Υπουργό Οικονομικών, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της άσκησης της ανακοπής και τούτο ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, ενώ δεν ασκεί επίδραση η τυχόν επίδοση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη ανακοπή επιδόθηκε στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ ΙΖ Αθηνών και στον Υπουργό Οικονομικών, ενώ απαιτείται επίδοση στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος ενεργεί ως εκπρόσωπος αυτής, με συνέπεια να μην έχει ολοκληρωθεί η άσκηση της ανακοπής ως προς το Ελληνικό Δημόσιο. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος που προβάλλεται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της έφεσης ότι επέδωσε την ένδικη ανακοπή στον Υπουργό Οικονομικών ως νόμιμο εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου και εν προκειμένω της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, όπως ρητά αναγράφεται στην έκθεση επίδοσης, τυγχάνει απορριπτέος διότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η Α.Α.Δ.Ε συνιστά ανεξάρτητη αρχή, εκπροσωπούμενη μόνο από τον Διοικητή της, προς τον οποίο πρέπει να απευθύνονται τα πάσης φύσεως δικόγραφα. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, το εκκαλούν παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ’εσφαλμένη κρίση, αφού απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης και για το δεύτερο καθ΄ου για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν έχει κοινοποιηθεί στο Διοικητή της ΑΑΔΕ, το καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα των καθ’ων. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά κρίνοντας, μετά την απόρριψη της ανακοπής ως απαράδεκτης και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τους καθ’ων, επέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος, ως ηττηθέντος διαδίκου κατ’άρθρο 176, τη δικαστική δαπάνη, μειωμένη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν.3693/1957. Κατόπιν τούτων και μη υφιστάμενου προς έρευνα άλλου λόγου έφεσης, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 191 παρ. 2, 183, 176 ΚΠολΔ), μειωμένα (ΑΠ 2204/2014, ΑΠ 540/2014), κατά τα άρθρα 21 παρ. 9 ν. 1902/1990 και 22 παρ. 1 και 3 ν. 3643/1957, 19 §1 α.ν. 1846/1951, 7 και 9 ν. 2698/1953 και 5 ν. 3210/1955 σε συνδ. με την ΥΑ 134428/1993 (εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 5§12 ν. 1738/1987), 53 επ. ν. 4387/2016 και 33 ν. 4445/2016, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 17-6-2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ