Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 339/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    339/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …….) που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Ιωάννα Δρεσίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Του εφεσίβλητου: …………., κατοίκου Πειραιά, οδός ………., με ΑΦΜ ……., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Φοίβο Βουδούρη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο νυν εφεσίβλητος άσκησε κατά του νυν εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 28.6.2021 (με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021) αγωγή του, επί της οποίας αφού δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 2937/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που δέχθηκε αυτή.

Το εναγόμενο προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 2-12-2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 2.12.2022 με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 3.3.2023, στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …../2023 και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 2.12.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …/2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ……. προς εξαφάνιση της 2937/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την από 28.6.2021 (υπ’ αριθ. έκθ. κατ. ……../2021) αγωγή του εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα στις 2.12.2022, λαμβανομένου υπόψη ότι η εκκαλούμενη επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο στις 4.11.2022 (βλ. την επισημείωση της δικ. επιμελήτριας ……….. στο ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλουμένης που προσκομίζει το εκκαλούν) και άρα ασκήθηκε εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα ημερών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του Κ.Δ/τος της 26ηs Ιουνίου/10ηs Ιουλίου1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1532/2009 ΕφΑΔ 2010.211- ΕφΠατρ 32/2016, ΕφΘεσ 2676/2014 ΤΝΠ Νόμος- βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση § 374, σελ. 165), η οποία άρχεται από την επομένη της επίδοσης σε αυτό της εκκαλουμένης (κατ’ άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠοΛΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ένδικου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο efeteio-peir.gr).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Α.Ν. 2344/1940 «Περί αιγιαλού και παραλίας», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και εξακολουθεί, κατά το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 2971/2001, να ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή, αυτές για τις οποίες η έκθεση επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας με το διάγραμμα της χάραξής τους συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν πριν από τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ 285Α/19-12-2001, όπως εν προκειμένω, ο αιγιαλός είναι κοινόχρηστο κτήμα, ανήκει στο Δημόσιο, προστατεύεται και διαχειρίζεται από αυτό (άρθρα 967 και 968 του ΑΚ). Είναι δε αιγιαλός η χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει τη θάλασσα με ανώτατο όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν, κατά τις συνηθισμένες και όχι έκτακτες αναβάσεις τους, τα κύματα της θάλασσας. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα, όχι όμως και από τις έκτακτες πλημμύρες. Αν ο αιγιαλός μετατοπιστεί είτε από φυσικά αίτια (προσχώσεις) είτε από τεχνικά (επιχωματώσεις) και παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμερίου κύματος, η ζώνη της ξηράς που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλιότερα υφιστάμενου αιγιαλού, ονομάζεται παλαιός αιγιαλός. Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού με απόφαση της διοικητικής επιτροπής, που προβλέπεται στα άρθρα 2 και 3 του Α.Ν. 2344/1940, και με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο δεν έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και αυτό διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών. Έτσι η ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και, σε κάθε τοπική περίπτωση, ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός με πρόσχωση, ανήκει στην εκτίμηση όχι της διοίκησης αλλά του τακτικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, τα οποία και εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο αιγιαλός ανήκει κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο, τόσο κατά τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 1 του Α.Ν. 2344/1940, 967 και 968 του ΑΚ, όσο και κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ δικαίου (Ν. 93 Βασ. Ββ΄, Ν. 96, 112 Πανδ. 50.16 και άρθρο 15 του νόμου «Περί διακρίσεως κτημάτων» της 10-7-1837). Η κυριότητα, στην οποία ο ΑΚ υπάγει τα δημόσια κτήματα είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει όταν αυτά (δημόσια κτήματα) παύσουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 971 του ΑΚ, να υπηρετούν την κοινή χρήση, παύσουν, δηλαδή, τα κοινής χρήσης πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής. Ο αιγιαλός μόνο με πρόσχωση από φυσικά ή και τεχνητά αίτια (άρθρο 9 του Α.Ν. 2344/1940) μπορεί να απωλέσει το χαρακτήρα του ως τέτοιου (όταν παύσει να περιβρέχεται από τις συνηθισμένες μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμερίου κύματος), αφού η ιδιότητα λωρίδας γης ή αιγιαλού αποτελεί συνάρτηση καθαρά φυσικών φαινομένων. Επομένως, ο αιγιαλός, έστω και αν απωλέσει το χαρακτήρα του (αποβάλλει την προηγούμενη ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος) και καταστεί παλαιός αιγιαλός, εξακολουθεί ex lege να ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου [καθίσταται δημόσιο κτήμα, που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου (ΑΠ 165/2017, ΑΠ 897/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2004, ΕφΠειρ 69/2015, ΕφΘεσ 304/2010,ΕφΠειρ 12/2004)] χωρίς να συντρέχει ανάγκη, μετά από την αλλαγή αυτή, να αναζητηθεί άλλος τρόπος κτήσης ή διατήρησης της κυριότητας του Δημοσίου, όπως με χρησικτησία. Ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα αιγιαλού και ότι, επομένως, δεν μπορεί να περιέλθει στην κυριότητα ιδιώτη συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη με μόνη την επίκληση ότι το διεκδικούμενο είναι αιγιαλός (ΟλΑΠ 24/2000, ΑΠ 1141/2019, ΑΠ 116/2018, ΑΠ 643/2017, ΑΠ 598/2016, ΑΠ 301/2013 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω στην παρ. 3 του άρθρου 2 του Α.Ν. 2344/1940 ορίζονται τα εξής: «Εις περίπτωσιν καθ΄ ην ένεκα προσχώσεων ή άλλων αιτίων είναι εμφανές, ότι, καθ΄ όν χρόνον ενεργείται ο καθορισμός, ο αιγιαλός είναι διάφορος του εις το παρελθόν τοιούτου, εκ μαρτυρικών δε καταθέσεων μαρτύρων εξεταζομένων ενόρκως υπό της Επιτροπής ή εκ διαφόρων άλλων ενδείξεων δύναται να καθορισθή η παλαιά θέσις του αιγιαλού, η υφισταμένη μέχρι μεν του έτους 1884, εάν υφίστανται κατοχαί ιδιωτών, και πρότερον δε, εάν δεν υφίστανται τοιαύται, η Επιτροπή προβαίνει εις τον καθορισμόν του παλαιού αιγιαλού, χαρασσομένης επί του διαγράμματος κυανής γραμμής». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, με τον Α.Ν. 2344/1940 καθιερώνεται διοικητική διαδικασία οριοθετήσεως της δημόσιας κτήσεως, η οποία προκύπτει από τη μετατόπιση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα. Συγκεκριμένα, αν κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού είναι φανερή, λόγω γεωφυσικών φαινομένων ή διεργασιών, όπως είναι οι προσχώσεις, ή άλλων αιτίων, η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη βαθμιαία υποχώρηση της θάλασσας, η οικεία Επιτροπή προβαίνει, επί τη βάσει καταθέσεων ενόρκως εξεταζόμενων μαρτύρων ή άλλων ενδείξεων, στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού. Εν όψει της φύσεως του τμήματος αυτού της ξηράς ως ανεπίδεκτου κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν καταλαμβανόταν από τις αναβάσεις των χειμερίων κυμάτων, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς τη θάλασσα τούτο καθίσταται τμήμα της δημόσιας κτήσεως. Λόγω του χαρακτήρα της αυτού η ως άνω διαδικασία μπορεί κατ΄ αρχήν να αναχθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν. Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, θέσπισε ένα χρονικό όριο μέχρι του οποίου μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, εάν η νέα χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, πριν από το έτος 1884 και στην έκταση του παλαιού αιγιαλού υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών πριν από το έτος αυτό, δεν μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή παλαιού αιγιαλού και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό δημόσια κτήση, για το λόγο δε αυτόν πρέπει να προσδιορίζεται από την Επιτροπή ο χρόνος μεταβολής της οριογραμμής του αιγιαλού. Εάν, όμως, δεν υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών έως το έτος 1884, τότε ο χρόνος της μεταβολής αυτής δεν αποτελεί κατ΄ αρχήν κρίσιμο, κατά νόμο, στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και, συνεπώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξης η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού. Εξάλλου, η κρίση της Διοίκησης για τη διαμόρφωση παλαιού αιγιαλού και για το χρόνο δημιουργίας του πρέπει να είναι αιτιολογημένη (ΣτΕ 2882/2015, ΣτΕ 4513/2009, ΣτΕ 1508/2003, ΣτΕ 3941/2001, ΣτΕ 2539/2000, ΣτΕ 751/2000, ΣτΕ 2644/1999). Ακολούθως, στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2971/2001 ορίζεται ότι  ««Αιγιαλός» είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της», στη δε παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι: ««Παραλία» είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα» ωσαύτως δε, στην παρ. 3 προβλέπεται ότι: ««Παλαιός αιγιαλός» είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού». Έτι περαιτέρω, κατ΄ άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Ο αιγιαλός, η παραλία, η όχθη και η παρόχθια ζώνη είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται», ενώ κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου «Ο παλαιός αιγιαλός και η παλαιά όχθη ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και καταγράφονται ως δημόσια κτήματα» (ΑΠ 165/2017 ΕλλΔνη 2017.835). Ακόμη, προκειμένου περί ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου, όπως είναι και ο αιγιαλός, κατά τις διατάξεις των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), Ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), Ν. 6 πρ. Πανδ. (44.3), Ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1) και Ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ΄ αυτό με καλή πίστη, ήτοι, όπως αναφέρεται κατωτέρω, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει (ο χρησιδεσπόζων) κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της ίδιας του νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», που κατά το προαναφερόμενο άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζονται για τον πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο, συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Νόμου ΔΞΗ/1912 «Περί δικαιοστασίου» και των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν με βάση αυτόν τον νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ΄ αυτά (ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483, ΑΠ 17/2004, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433). Έτσι κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται νομή, η οποία εκδηλώνεται με συγκεκριμένες υλικές πράξεις, που επιχειρούνται με διάνοια κυρίου  και καλή  πίστη  επί  τριάντα έτη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 65 του  ΕισΝΑΚ,  από  την  έναρξη  της ισχύος του Αστικού Κώδικα αρκεί η επί 20ετία διανοία κυρίου νομή. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), Ν. 25 Πανδ.(24.1), Ν. 27 Πανδ. (18.1), Ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ. (41.3), Ν. 5 Πανδ. (41.7), Ν. 3 Πανδ. (41.10), Ν. 7 παρ. 6 Πανδ. (41.4), Ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη, κατά τα ως άνω, αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΑΠ 1103/2018 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 638/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015/705, ΑΠ 309/2012 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Εν αντιθέσει ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, αυτό συντρέχει, κατ΄ άρθρα 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης (ΑΠ 1222/2018). Περαιτέρω, εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11-9-1915, εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1256/1997 ΕλλΔνη 1998.596, ΜονΕφΠειρ 368/2021 στην efeteio-peir.gr).

Ο νυν εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου την από 28.6.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. ../2021) αγωγή με την οποία υποστήριζε ότι η μητέρα του, ………… ήταν κυρία δύο αγροτεμαχίων που βρίσκονται στη θέση «…………..» της κτηματικής περιφέρειας του δήμου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλης, εκτάσεως 242,50 τ.μ. και 339 τ.μ., τα οποία απέκτησε από τον πατέρα της, λόγω κληρονομιάς, δυνάμει της με αρ. …/1985 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών . … (τ. …., α.α. …) σε συνδυασμό με το με αρ. …/1985 συμβόλαιο διανομής του ίδιου συμβ/φου (τ. .., α.α. …). Ότι ο πατέρας της είχε αγοράσει το πρώτο ως άνω ακίνητο από τους ……….. και τα τέκνα αυτού, …………. δυνάμει του υπ’  αριθ. ………./1974 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Σαλαμίνας …….. (τ. …, α.α…..). Ότι το δεύτερο ως άνω ακίνητο είχε αγοράσει  ο ανωτέρω …….. από τον ………. δυνάμει του με αρ. …………./1982 συμβολαίου του συμβ/φου Σαλαμίνας …….. (τ. …, α.α. ….), ενώ ο τελευταίος από τους ……… και τα τέκνα αυτού, ……….. δυνάμει του με αρ. ………./1963 πωλητήριου συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς ……….. Ότι στους τελευταίους είχε περιέλθει το ευρύτερο ακίνητο των 10 στρεμμάτων, τμήματα του οποίου ήταν τα επίδικα, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εκ κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 21.12.1944 συζύγου και πατέρα τους, ……., καθώς και σε ποσοστό 2/16 εξ αδιαιρέτου στον ……. με αγορά δυνάμει του υπ’ αριθ. 8708/1960 συμβολαίου του συμβ/φου Σαλαμίνος …….. (τ. …., α.α. …). Ότι ο ………. είχε κληρονομήσει την ευρύτερη αυτή έκταση από τον πατέρα του και αυτός από τον δικό του πατέρα, με απώτερο δικαιοπάροχο τον ………….. και όπως οι ανωτέρω νέμονταν την ευρύτερη περιοχή «…………» της νήσου Σαλαμίνας από το έτος 1850 τουλάχιστον και μεταβιβαζόταν αυτή λόγω κληρονομίας στους κληρονόμους τους που την αποδέχονταν άτυπα και σιωπηρά, όπως συνηθιζόταν τότε. Ότι αυτοί ασκούσαν στα επίδικα ακίνητα φυσική εξουσία με διάνοια κυρίων και καλή πίστη από το παραπάνω έτος (1850) τουλάχιστον, τα χρησιμοποιούσαν και τα εκμεταλλεύονταν, συλλέγοντας και μεταπωλώντας τα παραγόμενα προϊόντα όπως λαχανικά, σιτηρά, δημητριακά κ.ά. και κατασκευάζοντας καλλιεργητικά «πεζούλια» για τη συγκράτηση των χωμάτων από όμβρια ύδατα, προσμετρώντας στον χρόνο νομής τους, τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους αδιαλείπτως από το έτος 1850 μέχρι σήμερα και καθιστάμενοι κύριοι των επίδικων ακινήτων με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία. Ότι η μητέρα του ενάγοντος συνένωσε τα προαναφερόμενα όμορα ακίνητα σε ένα, εντός του οποίου κατασκεύασε δύο κτίσματα. Ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, το ενιαίο ακίνητο εσφαλμένως χωρίστηκε σε δύο, το ένα εκ των οποίων έλαβε ΚΑΕΚ ……… με έκταση 524 τ.μ. και δικαιούχο το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ το δεύτερο έλαβε ΚΑΕΚ …………, με έκταση 57 τ.μ. και δικαιούχο «άγνωστο ιδιοκτήτη». Ζητούσε, λοιπόν, ο ενάγων ως εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιώσασας στις 21.7.2017 μητέρας του, α) να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπάροχός του κατά την έναρξη του κτηματολογίου στον Δήμο Σαλαμίνας, ήταν κυρία αμφοτέρων των ακινήτων και β) να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών, ώστε τα δύο ακίνητα να ενωθούν σε ένα ενιαίο αγροτεμάχιο που θα λάβει νέο αριθμό ΚΑΕΚ και να καταχωριστεί σε αυτό ως αποκλειστική κυρία σε ποσοστό 100% η μητέρα του ενάγοντος …………., με τίτλο κτήσης την υπ’ αριθ. ……./1985 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών …………., νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας σε συνδυασμό με το υπ’  αριθ. ……/1985 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του ίδιου συμβολαιογράφου, ομοίως νομίμως μεταγραφέντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση κατ’ εκτίμηση των αποδείξεων αφού δέχτηκε ότι το με ΚΑΕΚ ……… ακίνητο ήταν παλαιός αιγιαλός που ανήκε στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, πλην όμως ότι για διάστημα άνω των τριάντα ετών προ του έτους 1915 οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της μητέρας του ενάγοντος ασκούσαν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη σε αυτό υλικές πράξεις νομής που προσιδίαζαν στον οικονομικό σκοπό του, ήτοι το εκμεταλλεύονταν, το φύλασσαν, το φρόντιζαν, το καλλιεργούσαν και συνέλεγαν τα παραγόμενα προϊόντα, όπως λαχανικά, σιτηρά, δημητριακά κ.ά. και επίσης κατασκεύαζαν καλλιεργητικά «πεζούλια» για τη συγκράτηση των χωμάτων από τα όμβρια ύδατα, ενώ από το έτος 1960 και μετά προέβησαν σε κατατμήσεις της κατεχόμενης περιοχής και πωλήσεις των τμημάτων της και ότι ως εκ τούτου η μητέρα του ενάγοντος απέκτησε την κυριότητα των επίδικων ακινήτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ότι η ………. ήταν κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών του κτηματολογίου Σαλαμίνας, κυρία των επίδικων γεωτεμαχίων και διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να καταχωριστεί σε αυτά ως προς τα γεωτεμάχια με τα προαναφερόμενα ΚΑΕΚ, κυρία η ως άνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Με την υπό κρίση έφεσή του το εκκαλούν παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων προσάπτοντας στην εκκαλουμένη μεταξύ άλλων ότι δεν προσδιορίζει πότε το ως άνω επίδικο ακίνητο έπαψε να είναι αιγιαλός, ότι όσο ήταν αιγιαλός δεν χωρούσε λόγω της φύσης του, καμία εμφανής και σπουδαία υλική πράξη νομής και μάλιστα καλλιέργεια επί του αιγιαλού λαχανικών, σιτηρών και δημητριακών, ούτε δικαιολογείτο καλή πίστη της μητέρας του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων της κατά την κτήση της νομής και μάλιστα κατά τον χρόνο της 30ετίας προ του έτους 1915, αφού επρόκειτο για αιγιαλό και ανεπίδεκτο χρησικτησίας πράγμα, ώστε σίγουρα αυτοί γνώριζαν ότι δεν απέκτησαν την κυριότητα επί του επίδικου ακινήτου το έτος 1915. Ζητεί, λοιπόν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, προκειμένου να απορριφθεί η ως άνω αγωγή του εφεσίβλητου και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθ. ……/17.9.2021 ένορκης βεβαίωσης του …………. που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. …/5.7.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……..) που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο εφεσίβλητος, από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως στις προτάσεις τους προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από την ομολογία του εφεσίβλητου ότι το με ΚΑΕΚ ……….. ακίνητο με επιφάνεια 549 τ.μ. εντοπίζεται εντός ορίων παλαιού αιγιαλού (βλ. σελίδα 4 των προτάσεων του), τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η μητέρα του ενάγοντος, ……….. εμφανίζεται με δύο συμβόλαια, να έχει αποκτήσει δύο ακίνητα με τον ακόλουθο τρόπο: Α) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο εκτός σχεδίου πόλεως στη θέση «………….» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνος, εκτάσεως 242,50 τετρ. μέτρων, το οποίο εμφαίνεται στο από Μαϊου 1970 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού … …., προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. ………/1971 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, συνορεύει δε αρκτικώς επί πλευράς 9,5 μέτρων με ιδιωτική οδό, μεσημβρινώς επί πλευράς 9,5 μέτρων εν μέρει με τα υπ’ αριθμούς … και …. αγροτεμάχια ιδίου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας ……. και εν μέρει με το … αγροτεμάχιο ιδίου σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας ……….., ανατολικώς επί πλευράς 26 μέτρων με το υπ’ αριθμόν 5 αγροτεμάχιο ιδίου σχεδιαγράμματος και δυτικώς επί πλευράς 25 μέτρων με το υπ’ αριθμόν …. αγροτεμάχιο ιδίου σχεδιαγράμματος, με τίτλο την υπ’ αριθ. ………/1985 πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με α.α. ….. σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. ……./1985 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως και τούτου μεταγεγραμμένου στα ως άνω βιβλία μεταγραφών στον τόμο … με α.α. …., με την οποία οι κληρονόμοι του ………., αποβιώσαντος στις 9.2.1984 φέρονται να διένειμαν την ακίνητη περιουσία του. Το ακίνητο αυτό φέρεται να είχε περιέλθει κατά κυριότητα στον …….. με αγορά από τους 1) ……….., 2) ………, 3) ………. 4) ……….., 5) ………. και 6) ………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../25.9.1974 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθυκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …… με α.α. …… Β) Ένα αγροτεμάχιο κείμενο εκτός σχεδίου πόλεως στη θέση «………..» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, εκτάσεως 339 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται υπό τον αριθμό τρία (3) στο από 9-7-1963 σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….., προσαρτημένο στο υπ’ αριθμό ………./13-8-1963 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… ……. και επίσης εμφαινόμενου υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Ιουνίου 1982 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού αγροτοτοπογράφου ………….., προσαρτημένο στο υπ’ αριθμό ……./1982 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………, συνορεύει δε ανατολικώς με το υπ’ αριθμό ….. αγροτεμάχιο ιδίου σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας πρώην ………….. και ήδη αγνώστων επί πλευράς 26 μέτρων, δυτικώς με το υπ’ αριθμό …. αγροτεμάχιο ιδίου σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας πρώην ……….. και ήδη αγνώστων επί πλευράς 24 μέτρων, αρκτικώς με αγροτική οδό βάσει του ν. 720/1977 επί πλευράς 13,50 μέτρων και μεσημβρινώς εν μέρει με το υπ’ αριθμό .. και εν μέρει με το υπ’ αριθμό …. αγροτεμάχιο του αυτού σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας πρώην ……… και ήδη αγνώστων επί πλευράς 15,75 μέτρων. Το ως άνω (δεύτερο) ακίνητο φέρεται να περιήλθε στην αποβιώσασα μητέρα του ενάγοντος εκ κληρονομιάς του πατρός της, ……… δυνάμει των ίδιων ως άνω συμβολαίων ……./1985 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας και ……/1985 διανομής ακινήτων. Στον δε ……. το εν λόγω ακίνητο φέρεται να έχει περιέλθει κατά κυριότητα δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1982 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία των μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ……. και με α.α. ……., εξ αγοράς από τον ……….. Στον τελευταίο, το ακίνητο αυτό εμφανίζεται να έχει μεταβιβασθεί κατά κυριότητα με αγορά από τους: 1) …………… 2) ……………., 3) ………………., 4) …………, 5) ………….. και 6) ……………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./16-11-1963 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. και με α.α. ….. Στους παραπάνω πωλητές, το ακίνητο αυτό εμφανιζόταν να έχει περιέλθει σε ευρύτερη έκταση σε ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου στην ………. και σε ποσοστό 2/16 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των τέκνων του, δηλαδή στους ……….., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του κατά την 21.12.1944 αποβιώσαντος ………., ενώ στον ……. φέρονταν να έχουν περιέλθει και τα έτερα 2/16 εξ αδιαιρέτου εξ αγοράς, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1960 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας … ………, μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, με α.α. …. Την ευρύτερη αυτή έκταση οι ανωτέρω διαίρεσαν σε αγροτεμάχια, τα οποία πώλησαν σε τρίτους. Μεταξύ αυτών ήταν και τα ακίνητα που με βάση τα προαναφερόμενα συμβόλαια φέρονται να περιήλθαν στη μητέρα του ενάγοντος. Η τελευταία, από το έτος 1985 που έλαβε στη νομή της τα προπεριγραφόμενα όμορα ακίνητα, τα ένωσε σε ένα, συνολικής εκτάσεως 582,15 τ.μ., εμφαινόμενο στο από Δεκεμβρίου 2020 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού ……… με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Α και συνορευόμενο βόρεια επί πλευράς Α-Β-Γ μήκους 23,25 μέτρων με την οδό ……., νότια επί πλευράς Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ μήκους 23,21 μέτρων με ιδιοκτησίες αγνώστων, ανατολικά επί πλευράς Γ-Δ-Ε μήκους 25,33 μέτρων με ιδιοκτησία ……… και δυτικά επί πλευράς Λ-Μ-Ν-Α μήκους 24,89 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων ……… Επί του ενιαίου αυτού ακινήτου ανήγειρε δύο κτίσματα εκτάσεως (87,13 τ.μ. + 79,45 τ.μ.=) 166,58 τ.μ. πλέον βοηθητικών χώρων 7,03 τ.μ. Μετά την κτηματογράφηση της περιοχής, το εν λόγω ενιαίο ακίνητο χωρίστηκε σε δύο τμήματα, το ένα εξ αυτών, εκτάσεως 57 τ.μ. έλαβε ΚΑΕΚ …….. και φέρεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη, ως προς το οποίο το εναγόμενο δεν διεκδικεί ουσιαστικά δικαίωμα κυριότητας, καθόσον, όπως αποδείχτηκε, δεν εμπίπτει σε γνωστό και καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα. Το δεύτερο, όμως, ακίνητο, το οποίο έλαβε ΚΑΕΚ ……… και έχει επιφάνεια 524 τ.μ., εντοπίζεται εντός των ορίων του παλαιού αιγιαλού και του καταγεγραμμένου επίσημα στα βιβλία της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ …….. και γι’ αυτό καταχωρίστηκε ως ανήκον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. προσκομιζόμενα υπ’ αριθ. πρωτ. ………/23-9-2021 έγγραφο του Τμήματος Α’ της Κτηματικής Υπηρεσίας Αττικής σε συνδυασμό με το φύλλο καταγραφής του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ ……). Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …. καταλαμβάνει την έκταση μεταξύ των οριογραμμών της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, όπως αυτές καθορίσθηκαν με την με αρ. πρωτ. 103567/3365/Β0010/17-5-2000 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Δ 335/8-6-2000, βασιζόμενη στην από 3.9.1999 έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής καθορισμού ορίων αιγιαλού και παραλίας στη θέση …….. Σαλαμίνας, που συνετάγη κατόπιν επιτόπιας αυτοψίας και με βάση το από Ιουνίου του 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………… Από τα παραπάνω προσκομιζόμενα έγγραφα των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών προκύπτει ότι ο αιγιαλός, ως φυσικά καθορίζεται, παλαιότερα καταλάμβανε το ως άνω επίδικο γεωτεμάχιο. Στη συνέχεια όμως τα όρια του αιγιαλού μετατοπίστηκαν εξαιτίας φυσικών αιτίων και της ανθρώπινης παρέμβασης, με αποτέλεσμα το υπό ΚΑΕΚ ……….. ακίνητο να ανήκει πλέον στον παλαιό αιγιαλό. Ερευνητέο τυγχάνει πότε έπαψε το επίδικο ακίνητο να βρίσκεται σε ενεργό αιγιαλό με τη διαμόρφωση του νέου αιγιαλού. Ο εφεσίβλητος προσκομίζει μεταξύ άλλων εγγράφων, το με αριθμό ………../26.11.1960 συμβόλαιο αγοραπωλησίας μεριδίων ακινήτων του συμβ/φου Σαλαμίνας …………., με το οποίο η ……….. θετή θυγατέρα ………………. και νόμιμη και φυσική θυγατέρα ………….. πώλησε στον …………… μεταξύ άλλων μεριδίων ακινήτων «τα εννέα εκατόν εικοστά (9/120) εξ αδιαιρέτου επί ενός περιβολοτόπου ολικής εκτάσεως δώδεκα (12) στρεμμάτων κειμένου εις θέσιν «…………..» Δήμου Σαλαμίνος και συνορευομένου του όλου ανατολικώς με βουνό όσον τρέχουν τα νερά, δυτικώς με θάλασσαν, αρκτικώς με ………… και κληρον. ………… και μεσημβρινώς με ……………. και ………….». Πρόκειται για το ακίνητο ευρύτερης έκτασης που νεμόταν εν ζωή ο ……….., το οποίο συμπεριλάμβανε ως τμήμα του το ως άνω επίδικο ακίνητο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το παραπάνω ευρύτερης έκτασης ακίνητο το έτος 1960 φερόταν κατά την περιγραφή των ίδιων των συμβαλλομένων στα δυτικά να συνορεύει με θάλασσα, άρα μέρος του ακινήτου αυτού αποτελούσε τότε ενεργό αιγιαλό. Περαιτέρω, στο επίσης προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο μεταγενέστερο υπ’ αριθ. ……./16.11.1963 πωλητήριο συμβόλαιο αγροτεμαχίου του συμβ/φου Πειραιώς ………, εμφανίζεται ο ως άνω …………., ενεργώντας για τον εαυτό του και ως πληρεξούσιος της ……….., της …………….., της …………., της ……………… και της ……………. να πωλεί στον ……………. ένα από τα 21 διηρημένα αγροτεμάχια της ως άνω ευρύτερης έκτασης και συγκεκριμένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 339 τ.μ. εμφαινόμενο στο από 9.7.1963 σχέδιο του τοπογράφου μηχανικού ……….., υπό τον αριθμό τρία (3) και εκεί, η ίδια ως άνω ευρύτερη έκταση την οποία είχε παλαιότερα στη νομή του ο ……….. περιγράφεται ως αγρός εκτάσεως δέκα (10) περίπου στρεμμάτων, κείμενος στη θέση «..- ……..» της κτηματικής περιφέρειας της νήσου και Δήμου Σαλαμίνας, εκτός εγκεκριμένου σχεδίου και συνορευόμενου γύρωθεν, προς βορρά με ιδιωτική οδό, προς νότο με ιδιοκτησία ………., προς ανατολάς επίσης με ιδιωτική οδό και προς δυσμάς με παραλιακή οδό. Δηλαδή από τον χρόνο καταρτίσεως του προηγούμενου υπ’ αριθ. …./1960 συμβολαίου στις 26.11.1960 μέχρι τον χρόνο καταρτίσεως του νεότερου υπ’ αριθ. …/1963 συμβολαίου στις 16.11.1963, ο αιγιαλός στη δυτική πλευρά του παραπάνω αγρού εκτάσεως 12 ή 10 στρεμμάτων, επάνω στον οποίο βρίσκεται το παραπάνω με ΚΑΕΚ ….. επίδικο ακίνητο είχε καταστεί παλαιός, καθώς στο τελευταίο συμβόλαιο γίνεται λόγος για παραλιακή οδό, πράγμα που σημαίνει ότι λόγω φυσικών αιτίων και της ανθρώπινης παρέμβασης ο ενεργός αιγιαλός μετατοπίστηκε στο διάστημα των τριών αυτών ετών που μεσολάβησε μεταξύ των δύο συμβολαίων στα δυτικά προς την πλευρά της θάλασσας και το εν λόγω επίδικο ακίνητο βρίσκεται πλέον σε παλαιό αιγιαλό. Έτσι, όμως μέχρι τουλάχιστον τις 26.11.1960 στο επίδικο, παρά τα όσα υποστηρίζει ο ενάγων-εφεσίβλητος δεν μπορούσαν να γίνουν οι αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής εκ μέρους των δικαιοπαρόχων του, δηλαδή η καλλιέργεια και συλλογή λαχανικών, σιτηρών, δημητριακών, ούτε η κατασκευή καλλιεργητικών «πεζουλιών» για τη συγκράτηση των χωμάτων από τα όμβρια ύδατα, αφού οι μέγιστες πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων στην έκταση που καταλάμβανε το εν λόγω επίδικο ακίνητο θα εμπόδιζε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τις υλικές αυτές πράξεις. Πέραν αυτού, επί δημοσίου κτήματος μετά την 11.9.1915, δεν μπορεί ο ιδιώτης να αποκτήσει κυριότητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Όπως προειπώθηκε, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ` άρθρο 51 Εισ.ΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως ισχύος του Α.Κ. χρόνο, διατάξεις του ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν 9 παρ. 1 Πανδ. (50, 14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, μέχρι την 11.9.1915 ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτων, επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Τη συνδρομή της καλής πίστης, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα.(ΑΠ 69/2018, ΑΠ 712/2017). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν από τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837, “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” . Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/18-5- 1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 16.5.1926 και εφεξής, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας από ιδιώτες, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών με διάνοια κυρίου και καλή πίστη είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 (ΑΠ 247/2023 στην ΤΝΠ Νόμος που παραπέμπει στις ΑΠ 1706/2018, ΑΠ 555/2016, ΑΠ 1343/2015). Εν προκειμένω, λοιπόν που το ως άνω επίδικο ακίνητο κατέστη παλαιός αιγιαλός μετά τις 26.11.1960, την κυριότητα αυτού έκτοτε δεν μπορούσαν να αποκτήσουν οι δικαιοπάροχοι της μητέρας του ενάγοντος με έκτακτη χρησικτησία, αφού αποτελούσε δημόσιο κτήμα, ενώ μέχρι την 11.9.1915 και μετά από την ημερομηνία αυτή μέχρι τουλάχιστον την 26.11.1960 που αυτό βρισκόταν σε ενεργό αιγιαλό, δεν μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα σε αυτό από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία και για τον λόγο ότι αυτό αποτελούσε κοινόχρηστο πράγμα, ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Εξάλλου, οι δικαιοπάροχοι της μητέρας του ενάγοντος γνωρίζοντας ότι το τμήμα του μεγαλύτερου ακίνητου των 10 ή 12 στρεμμάτων όπου βρισκόταν το επίδικο συνόρευε δυτικά με θάλασσα (όπως αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ………/1960 συμβόλαιο), δεν θα μπορούσαν να έχουν μέχρι τις 11.9.1915, ούτε καλή πίστη ότι απέκτησαν τη νομή αιγιαλού, δηλαδή εμφανώς κοινόχρηστου πράγματος, μη θίγοντας τα δικαιώματα τρίτου και συγκεκριμένα του Ελληνικού Δημοσίου, έτσι ώστε ούτε αυτή η προϋπόθεση για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία μπορούσε να τηρηθεί. Ούτε άλλωστε ο απώτερος δικαιοπάροχος της μητέρας του ενάγοντος ………… που απεβίωσε στις 21.12.1944 και φερόταν ως κύριος της ευρύτερης έκτασης των 10 ή 12 στρεμμάτων στην περιοχή «…………..» Σαλαμίνας είχε κάποιο τίτλο κυριότητας, βάσει του οποίου του ανήκε το επίδικο τμήμα του ευρύτερου ακινήτου, αλλά επικαλείτο για την κυριότητά του την έκτακτη χρησικτησία [βλ. προτελευταία σελίδα του υπ’ αριθ. ………/1963 συμβολαίου «…2) προβαίνει εις την αγοράν του ανωτέρω αγροτεμαχίου εν γνώσει του γεγονότος, ότι ο δικαιοπάροχος των πωλητών …….. έχει ως τίτλον κτήσεως του όλου αγρού (ούτινος τμήμα αποτελεί το ανωτέρω αγροτεμάχιον), ουχί συμβολαιογραφικόν έγγραφον μεταγεγραμμένον άλλ’ έκτακτον χρησικτησίαν»], η οποία, όμως, (έκτακτη χρησικτησία) δεν μπορούσε κατά τα ανωτέρω να υπάρξει κατά τον ως άνω χρόνο του θανάτου του ……….. επί ενεργού αιγιαλού. Ο εφεσίβλητος προσκόμισε, όπως πρωτοδίκως, την ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθ. ……./17.9.2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά του, …………, ο οποίος υποστήριξε ότι όλοι γνωρίζουν ότι η ευρύτερη περιοχή στα Βασιλικά Σαλαμίνας όπου βρίσκεται και το επίδικο ανήκε, από την απελευθέρωση ήδη, στην οικογένεια …. που την καλλιεργούσε με στάρι και αμπέλια μέχρι που από τη δεκαετία του ’60 άρχισαν να την ρυμοτομούν και να πωλούν οικόπεδα σε οικιστές που έχτισαν σπίτια εξοχικά και ότι σήμερα όλη η περιοχή έχει μορφή οικισμού. Επίσης ότι σε κάθε περίπτωση το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή, ούτε κανένα τίτλο ή δικαιοδοσία, ούτε εμφανίστηκε ποτέ εκεί και δεν αμφισβήτησε την ιδιοκτησία οποιουδήποτε ιδιώτη ιδιοκτήτη εκδίδοντας πρωτόκολλα αποβολής ή κάνοντας άλλες ενέργειες. Εντούτοις ο παραπάνω ενόρκως βεβαιώσας έχει γεννηθεί το έτος 1969 στο Κερατσίνι και μένει εκεί, δηλαδή δεν έχει ούτε την εντοπιότητα, ούτε την ηλικία ώστε να γνωρίζει αν από την απελευθέρωση τον 19ο αιώνα ανήκε το επίδικο ακίνητο στην οικογένεια ………, ούτε προσδιορίζει ποια πρόσωπα του μετέφεραν την πληροφορία αυτή, ώστε να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους, η δε σχέση του με την περιοχή στηρίζεται στο ότι έχει κι αυτός ιδιοκτησία εκεί. Ο εν λόγω μάρτυρας ουδέν κατέθεσε για το εάν το σημείο όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και αν υπήρξε παλαιός αιγιαλός και για το μέχρι πότε ήταν ενεργός, ο δε ισχυρισμός του ότι το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε αμφισβήτησε την ιδιοκτησία οποιουδήποτε ιδιώτη στην περιοχή δεν ευσταθεί, καθώς ήδη με την κτηματογράφηση της περιοχής το Δημόσιο προέβαλε ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί του παραπάνω επίδικου ακινήτου και ενεγράφη ως ιδιοκτήτης του ακινήτου αυτού, αποτελούντος τμήματος του ………. δημοσίου τμήματος, λόγω της ιδιότητάς του ως παλαιού αιγιαλού, λόγος για τον οποίο άλλωστε ο εφεσίβλητος άσκησε την ένδικη αγωγή. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως προς το υπό ΚΑΕΚ …………. ακίνητο ότι η μητέρα του ενάγοντος απέκτησε αυτό με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, την οποία δικαιούται να αντιτάξει σε βάρος του εναγόμενου Δημοσίου, απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό του τελευταίου περί ιδίας κυριότητας ως ουσία αβάσιμο, ακολούθως δε αναγνώρισε τη μητέρα του ενάγοντος κυρία του εν λόγω επίδικου ακινήτου  και διέταξε τη διόρθωση της σχετικής αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να καταχωριστεί στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………, η ……….. ως κυρία με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Αντίθετα σε ό,τι αφορά το με ΚΑΕΚ ……….. ακίνητο που επίσης βρίσκεται στη θέση «………..» της κτηματικής περιφέρειας Σαλαμίνας που κατά την αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας καταχωρίστηκε ως αγνώστου ιδιοκτήτη ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι τούτο κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών στο κτηματολόγιο, ανήκε κατά κυριότητα στη μητέρα του ενάγοντος, ……. …….. και διέταξε τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα παραπάνω κτηματολογικά φύλλα, ώστε να καταχωριστεί η ανωτέρω ………… ως κυρία με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Συγκεκριμένα από το σύνολο των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων προέκυψε ότι το εν λόγω ακίνητο, εκτάσεως 57 τ.μ., αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα του εκτός σχεδίου πόλεως στην ως άνω θέση «………..» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, κείμενου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 242,50 τ.μ., εμφαινόμενου στο από Μαϊου 1970 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….. το προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. ……./1971 συμβόλαιο του συμβ/φου Σαλαμίνας ……….., όπως περιγράφεται αναλυτικά στην παρούσα πιο πάνω. Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε στην μητέρα του ενάγοντος, ………., εκ κληρονομίας από τον πατέρα της ………. δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/1985 πράξης δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, με α.α. .. σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. …./1985 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του ίδιου συμβ/φου, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο …, με α.α. ….. Στον ……… το παραπάνω ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από τους 1) …….., 2) ………….. 3) ………….., 4) ………… και 5) …………, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1974 συμβολαίου του συμβ/φου Σαλαμίνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …., με α.α. ….. Στους παραπάνω πωλητές το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει κατά τα 2/16 εξ αδιαιρέτου στις μεν ………….., και θυγατέρες αυτού ………. εκ κληρονομίας του κατά την 21.12.1944 αποβιώσαντος …….., στον δε …………., τα μεν 2/16 εξ αδιαιρέτου περιήλθαν εκ της αυτής ως άνω κληρονομίας του πατέρα του, …….., τα δε έτερα 2/16 εξ αδιαιρέτου εξ αγοράς δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1960 συμβολαίου του συμβ/φου Σαλαμίνας ……. μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, με α.α. ….. Στον ……. ………. το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει σε ευρύτερη έκταση από τον πατέρα του, ………. και στον τελευταίο από τον δικό του πατέρα με κληρονομιά. Δηλαδή οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της μητέρας του ενάγοντος που ανήκαν στην οικογένεια του ……….., με εξαίρεση το τμήμα του αιγιαλού, που κατέστη παλαιός αιγιαλός στο διάστημα ανάμεσα στις  26.11.1960 και στις 16.11.1963, κατείχαν την ευρύτερη έκταση εντός της οποίας βρίσκεται το με ΚΑΕΚ ………….. ακίνητο επιφάνειας 57 τ.μ. για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ετών προ του έτους 1915, ασκώντας σε αυτή διανοία κυρίου και με καλή πίστη εμφανείς υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στον οικονομικό της σκοπό, ήτοι την εκμεταλλεύονταν, τη διαφύλασσαν, τη φρόντιζαν, την καλλιεργούσαν και συνέλεγαν τα παραγόμενα προϊόντα, όπως λαχανικά, σιτηρά, δημητριακά κ.ά., επιπλέον δε κατασκεύαζαν καλλιεργητικά «πεζούλια» για τη συγκράτηση των χωμάτων από τα όμβρια ύδατα. Από το έτος 1960 και έκτοτε, προέβησαν σε κατατμήσεις της κατεχόμενης περιοχής και σε συνεχείς πωλήσεις των τμημάτων αυτής. Ως εκ τούτου, η μητέρα του ενάγοντος απέκτησε την κυριότητα του αμέσως παραπάνω επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, την οποία δύναται να αντιτάξει σε βάρος του εναγόμενου Δημοσίου. Αποδεικνύεται, τέλος, ότι η μητέρα του ενάγοντος απεβίωσε στις 21.7.2017, καταλείποντας την από 9.12.2013 με αριθμό ……./2013 δημόσια διαθήκη της, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβ/φου Νίκαιας ………… και δημοσιεύθηκε από το Ειρηνοδικείο Νίκαιας στη συνεδρίασή του στις 18.9.2017 με το με αριθ. 394/2017 πρακτικό του. Με τη διαθήκη της αυτή εγκατέστησε τον ενάγοντα υιό της κληρονόμο του εν λόγω ακινήτου. Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση πρέπει κατά το μέρος που αφορά στο με ΚΑΕΚ ………….. ακίνητο, να απορριφθεί στην ουσία της, ενώ αντίθετα να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη κατά το μέρος της που αφορά στο με ΚΑΕΚ …….. έτερο επίδικο ακίνητο, ακολούθως ως προς τις διατάξεις που αφορούν σε αυτό να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί για το εν λόγω ακίνητο η από 28.6.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. ………../2021) αγωγή, να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί αυτή στην ουσία της. Τέλος, λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας των διαδίκων, τα δικαστικά τους έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 2.12.2022 έφεση κατά της 2937/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία της κατά το μέρος που αφορά στο με ΚΑΕΚ ………… ακίνητο.

Δέχεται εν μέρει αυτή στην ουσία της  και δη κατά το μέρος που αφορά στο με ΚΑΕΚ ……….. ακίνητο.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη ως προς τις διατάξεις της που αφορούν το αμέσως παραπάνω ακίνητο.

Κρατεί και δικάζει την από 28.6.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) αγωγή κατά το μέρος που αφορά στο με ΚΑΕΚ ……. ακίνητο.

Απορρίπτει αυτή ως προς τα αιτήματά της που αφορούν στο αμέσως ανωτέρω ακίνητο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11.7.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ