Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 307/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης       307/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος- αιτούντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Σπυρογιάννη Διονυσάτο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης- καθ’ ης η αίτηση: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο “……….”, η οποία εδρεύει στο ….. Αττικής, με ΑΦΜ …….. και με αρ. ΓΕΜΗ ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)], η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” (………..), που εδρεύει στο ……. της Ιρλανδίας (οδός …………) με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 18.6.2019 Σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε νόμιμα την 18η Ιουνίου 2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αρ. πρωτ. …./18.6.2019 στον Τόμο .., με αυξ. αριθ. …., σε συνδυασμό με το από 17/6/2019 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Ιρλανδίας ……. και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο “………..”, πρώην με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 δυνάμει της από 18ης Ιουνίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε νόμιμα την 18η Ιουνίου στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αριθ. πρωτ. …/18.6.2019 στον Τόμο …, με αυξ. αριθ. …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Νικόλαο Νάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο νυν εκκαλών άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 5.4.2023 (με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) ανακοπή των άρθρων 632 παρ.1 ΚΠολΔ και 933 επ. ΚΠολΔ, επί της οποίας συζητηθείσας αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 2658/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την προσβληθείσα διαταγή πληρωμής.

Ο ανακόπτων προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 14.9.2023 έφεσή του, την οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 14.9.2023 με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …/2023 και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Στο ίδιο δικόγραφο ο εκκαλών σώρευσε αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Κατά την παραπάνω δικάσιμο η έφεση μαζί με τη σωρευόμενη αίτηση αναστολής εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται παραδεκτά α) η από 14.9.2023 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …/2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) έφεση του ………….. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………….» ως μη δικαιούχου και υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο ………. Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” προς εξαφάνιση της αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσας 2658/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την από 5.4.2023 (με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και κατά εκτέλεσης του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης και β) η σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής της ως άνω απόφασης, της ανακοπτόμενης υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, της από 18.1.2023 επιταγής προς εκτέλεση, και του βάσει της υπ’ αριθ. ……../22.2.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ………. ορισθέντος για τις 27.9.2023 αναγκαστικού πλειστηριασμού του περιγραφόμενου σε αυτή ακινήτου. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς, χωρίς να αποδεικνύεται ότι έγινε επίδοση από τον ένα διάδικο στον άλλο της εκκαλουμένης απόφασης, από τη δημοσίευση αυτής στις 10.8.2023 μέχρι την άσκησή της έφεσης στις 14.9.2023 δεν παρήλθε διετία. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί το με κωδικό ………… e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του ως άνω παράβολου και την από 14.9.2023 απόδειξη εξόφλησης e-παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς).

Με την από 5.4.2023 ανακοπή του ο ανακόπτων- ήδη εκκαλών ζητούσε για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε σε βάρος εκείνου και υπέρ της αρχικής δανείστριας τράπεζας «………….», για απαίτηση ποσού 79.658,77 ευρώ, πλέον τόκων, 2) η από 18.1.2023 επιταγή προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε από την καθ’ης κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής και 3) η υπ’ αριθ. ………./22.2.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………., δυνάμει της οποίας κατασχέθηκε αναγκαστικά μία οριζόντια ιδιοκτησία- διαμέρισμα που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στον ανακόπτοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τόσο την ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και επικύρωσε αυτή, όσο και την ανακοπή κατά των προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ήδη με την έφεσή του ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλούμενη απόφαση και ζητεί την εξαφάνιση αυτής, προκειμένου να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η από 5.4.2023 ανακοπή του.

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε στην ουσία του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο υπό στοιχείο Γ1 λόγος της ανακοπής του κατά της ως άνω υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγής πληρωμής, με τον οποίο υποστήριξε ότι η διαταγή αυτή έπαυσε αυτοδικαίως να ισχύει, αφού δεν του επιδόθηκε νομίμως την 19.11.2011 και δεν έγινε τέτοια επίδοση μέχρι την 7.1.2012 (εντός διμήνου από της εκδόσεώς της), όπως απαιτεί το άρθρο 630Α του ΚΠολΔ. Ειδικότερα με τον ως άνω λόγο έφεσης ο εκκαλών υποστηρίζει ότι εν προκειμένω η παραπάνω διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε την 7.11.2011 ουδέποτε του κοινοποιήθηκε νομίμως, καθώς η επίδοσή της δεν έγινε μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, διότι αυτή του επιδόθηκε την 18.11.2011 όχι στη διεύθυνση που αναφερόταν στην επίδικη δανειακή του σύμβαση, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, οδός ……….., ούτε στη διεύθυνση που αναφερόταν στην υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγή πληρωμής, ούτε στην αναφερόμενη στην από 10.11.2011 επιταγή προς πληρωμή, οπότε η διαταγή πληρωμής έπαυσε να ισχύει. Ότι περαιτέρω ούτε η από 18.1.2023 επιταγή προς πληρωμή της αντιδίκου επιδόθηκε νομίμως στην κατοικία του στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, στην οδό …… αρ….., οπότε ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι νομίμως του επιδόθηκε η διαταγή πληρωμής τον Νοέμβριο του 2011, η δεύτερη επίδοση την 24.1.2023 (με θυροκόλληση στο μισθωμένο ακίνητό του επί της οδού ……… με παραδοχή της προσβαλλομένης και συνομολόγηση της αντιδίκου και με αντίστοιχη επιβεβαίωση στην κατασχετήρια έκθεση) δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, ώστε να θεωρηθεί ότι με την παρέλευση των 15 εργάσιμων ημερών, η διαταγή πληρωμής τελεσιδίκησε, όπως εσφαλμένα δέχεται η εκκαλούμενη απόφαση απορρίπτοντας ως εκπρόθεσμη/απαράδεκτη την εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ ανακοπή του. Ότι ομοίως εσφαλμένα έγινε η θυροκόλληση της υπ’ αριθ. ……../22.2.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και της από 18.1.2023 επιταγής προς πληρωμή στην αναγραφόμενη στην επιταγή αυτή διεύθυνση και την από 30.1.2023 παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ης, γιατί η κατοικία του εκκαλούντος δεν ήταν στο διαμέρισμα της οδού …….., όπου όπως αναγράφεται στην προσβαλλόμενη έκθεση κατασχέσεως διαμένει ως μισθωτής ο ………, που ορίσθηκε ως μεσεγγυούχος, αλλά στην οδό ………… στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, που αναγράφεται στην προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί του λόγου αυτού, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 630 Α εδ. α’ και β` του ΚΠολΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 2819/2000, και συμπληρώθηκε, ως προς τα δύο τελευταία εδάφια, με το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 2915/2001, ως ίσχυε πριν το Ν. 4335/2015, «η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοση της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει.». Η προθεσμία αυτή, που αποτελεί γνήσια δικονομική προθεσμία ενέργειας διαδικαστικής πράξης (Μπέης: Κύρος διαταγής πληρωμής, που επιδόθηκε μετά τη δίμηνη προθεσμία από την έκδοση της. Γνωμοδ. Δ 33 σελ. 54 επ. και ιδίως 71), αρχίζει από την επομένη της έκδοσης της διαταγής πληρωμής (άρθρο 144 παρ 1 ΚΠολΔ), ενώ ο τρόπος υπολογισμού καθορίζεται βάσει του άρθρου 145 παρ 2 ΚΠολΔ (Χαρ. Απαλαγάκη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 6η Έκδοση, άρθρο 630 Α, αριθ 2). Αν η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί (εγκύρως) στον καθ` ου μέσα στην προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία, αποβάλλει αυτοδικαίως την ισχύ της. Επιπροσθέτως, θα πρέπει ειδικότερα να επισημανθεί ότι σε κάθε περίπτωση, παρότι το στοιχείο αυτό (της εγκυρότητας της επίδοσης) δεν αναγράφεται στο νόμο, η κρίση για το άκυρο της επίδοσης ισοδυναμεί με ανυπαρξία επίδοσης εντός της δίμηνης προθεσμίας. Αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή αρκεί μόνο η επίδοση της διαταγής πληρωμής ως πραγματικό γεγονός, δίχως να ενδιαφέρει το έγκυρο αυτής, προσκρούει στην απαίτηση της έγκυρης επίδοσης ως προϋπόθεση της έναρξης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής, καθώς είναι άτοπο να υποστηρίζεται ότι δεν έχει αρχίσει να τρέχει η τελευταία, ενώ εξακολουθεί να ισχύει η διαταγή πληρωμής λόγω της επίδοσής της (βλ παρατηρήσεις Στεφ Πανταζόπουλου στην ΕφΘεσ 1440/2014 ΕλλΔνη 2014.1449 και Στεφ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής, 4π έκδοση, σελ 114). Περαιτέρω, η μεταγενέστερη (εκπρόθεσμη) επίδοση της δεν επηρεάζει τη συνέπεια αυτή. Έτσι, η διαταγή πληρωμής δεν παράγει πλέον καμιά έννομη συνέπεια, θεωρείται ανύπαρκτη και κατά νομική αναγκαιότητα συμπαρασύρονται σε ανατροπή, αυτοδίκαιη, και οι σε αυτή επιστηριζόμενες συνέπειές της, τα δε αποτελέσματα (της εκτελεστότητάς της) που τυχόν επήλθαν ανατρέπονται αναδρομικά (Ποδηματά σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη -Νίκα, άρθρο 630 Α, αρ. 3-4, άρθρο 631, αρ 2, Βαθρακοκοίλης: ΚωδΠολΔ, Συμπλ. Τόμος (2001), άρθρο 630 Α αριθ 2). Το ανίσχυρο της διαταγής πληρωμής που δεν επιδόθηκε (εγκύρως) μέσα στην προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία συνιστά δικονομική ακυρότητα που επέρχεται αυτοδικαίως κατά το άρθρο 159 περ. 1 του ΚΠολΔ (Παπαδάκης: Διαταγές στη μισθωτική διαδικασία, έκδοση 2004 αρ. 505, Παπαδάκης, Διαταγή Πληρωμής, 2π Έκδοση, σελ 136, Καλογιάννης, Διαταγή Πληρωμής, έκδοση 2005, σελ 60, Χαρ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, 6η Έκδοση, άρθρο 159, αριθ 11), αφού ακυρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 159 περ. 1 του ΚΠολΔ, οπότε η απαγγελία της είναι υποχρεωτική, υπάρχει όχι μόνο όταν ο νόμος προβλέπει ρητά τη συγκεκριμένη κύρωση, ως συνέπεια της παραβίασης συγκεκριμένης δικονομικής διάταξης (ΟλΑΠ 963/1985 ΝοΒ 1985.1407), αλλά και όταν χρησιμοποιεί παρεμφερείς, προς την ποινή ακυρότητας, εκφράσεις που είναι νομικά ταυτόσημες ή κατά περιεχόμενο ταυτόσημες, αντίστοιχες ή ισοδύναμες, με αυτή, όπως είναι “η πράξη είναι ανίσχυρη”, ή “δεν δύναται να γίνει” ή “απαγορεύεται” ή ” για να έχει κύρος η πράξη” ή “ισχύει μόνο” ή “δεν ισχύει” (ΕφΠατ 430/2006 ΑχΝομ 2007.333, ΕφΚερκ 96/2000 ΙονΕπιΔ 2001.77, Ορφανίδη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 159, αρ 9, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 159 αριθ 8, Κατηφόρης παρατ στη ΜΠρΠειρ 2412/1987 Δ 1988.78). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ακυρότητα επέρχεται χωρίς την επίκληση και απόδειξη βλάβης του διαδίκου (Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 159, αριθ 3, Νίκας ΠολΔικ II σ.106, Χαρ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, 6π Έκδοση, άρθρο 159 αριθ 11, ΕφΑθ 11081/1996 ΕλλΔνη 1997.1632, ΕφΘεσ 2694/1992 ΕλλΔνη 1994.635, αντιθ ΑΠ 958/2019 ΤΝΠ Νόμος), λαμβανομένου μάλιστα υπ` όψιν ότι οι περιορισμοί που θέτει το άρθρο 160 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αποκλειστικώς για τις παραβάσεις που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 159 αρ 3 ΚΠολΔ, δηλαδή στην ακύρωση ή απαγγελία του απαραδέκτου που προϋποθέτει τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης του διαδίκου που εναντιώνεται (Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ άρθρο 160, αριθ 2). Ο από το άρθρο 630Α ισχυρισμός, περαιτέρω, δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αφού η απαγγελλόμενη αυτοδίκαιη, κατά την εν λόγω διάταξη, ακυρότητα της διαταγής πληρωμής δεν αφορά στην αποτροπή επέλευσης έννομης συνέπειας μη ανεκτής από την κρατούσα στη χώρα μας ηθική, κοινωνική, πολιτειακή ή οικονομική τάξη. Η θέσπιση αυτής της διάταξης, με βάση την οποία η κατά τα άρθρα 631 και 904 § 2 στοιχ. ε` του ΚΠολΔ εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής αίρεται στην περίπτωση της μη επίδοσης της στον οφειλέτη μέσα σε δυο μήνες από την έκδοση της, αφορά μόνο το συμφέρον του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής και οφείλεται στη μέριμνα να λαμβάνει αυτός έγκαιρα γνώση της διαταγής και να έχει έτσι τη δυνατότητα άμυνας εναντίον της, ώστε να μη παραμένει η διαταγή πληρωμής ανεπίδοτη για αόριστο χρόνο στα χέρια του δανειστή και εντεύθεν σε εκκρεμότητα επ` αόριστο χρόνο η σχετική απαίτηση του κατά του οφειλέτη, με κίνδυνο να μπορεί ο δανειστής κάποτε να την αξιοποιεί αθέμιτα εις βάρος της αξιοπιστίας και φερεγγυότητας του καθ’ ου στις συναλλαγές. Συνοψίζοντας, η μη εμπρόθεσμη επίδοση, ή η μη επίδοση καθόλου ή η, προς μη επίδοση εξομοιούμενη, μη νόμιμη (ελαττωματική) επίδοση της διαταγής πληρωμής, μέσα στην ως άνω προθεσμία, επιφέρει ανατροπή της ισχύος της, η οποία δεν είναι υποχρεωτικό να προβληθεί με λόγο ανακοπής, κύριο ή πρόσθετο, και με επίκληση συνδρομής δικονομικής βλάβης, αφού ούσα αυτοδίκαιη, καθότι ο νόμος απαιτεί με ποινή ακυρότητας την πραγματοποίηση της επίδοσης, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, χωρίς πάντως να αποκλείεται σε περίπτωση αμφισβήτησης ως προς την παύση της ισχύος της διαταγής, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ εναντίον της, η οποία, αν ασκηθεί θα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα (Χαρ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ , 6η Έκδοση, άρθρο 630 Α, αριθ 3, Ποδηματά σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα άρθρα 630 Α, αριθ 3 και 4, Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ Συμπληρωματικός Τόμος, έκδοση 2001, άρθρο 630 Α, αριθ 2, X. Παπαδάκης, Διαταγές στη Μισθωτική Διαδικασία, έκδοση 2004, αριθ 506, Κατράς Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων- Διαταγών Πληρωμής και Απόδοσης, Γ έκδοση, σελ 1007, X. Παπαδάκης Διαταγή Πληρωμής, έκδοση 2012, σελ 136-137, Ρήγας, Οι διαταγές και η Εκούσια Δικαιοδοσία στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕλλΔνη 2016 σελ 111, ΑΠ 948/2007 ΧρΙδΔ 2008.48, ΕφΠειρ 298/2012 ΕλλΔνη 2013.1390, ΕφΠατ 430/2006 ό.π., ΜονΕφΘεσ 1400/2014 ΕλλΔνη 2014.1445, όπου παραπέμπει η ΕφΑθ 481/2022, ομοίως η ΕφΑθ 514/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 124 παρ. 2 και 126 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδοση γίνεται προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο και στον τόπο όπου είναι η κατοικία του. Ως κατοικία του παραλήπτη, στην οποία μπορεί να γίνει η επίδοση, κατά το άρθρο 128 του ΚΠολΔ, θεωρείται το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, σύνοικοι δε θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, προς τους οποίους εγκύρως γίνεται η επίδοση του εγγράφου, αν ο παραλήπτης δεν βρεθεί από τον δικαστικό επιμελητή στην κατοικία του. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτήν ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Αντίθετα, η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου, είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικό που δεν υποπίπτει από τη φύση του στην άμεση αντίληψη του, καθότι την αλήθεια αυτού οφείλει να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και συνεπώς κατά τούτο η βεβαίωση αυτή δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, επιδεχόμενη ανταπόδειξη (ΑΠ 477/2019 στην ΤΝΠ Νόμος με παραπομπή στις ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004). Εξάλλου, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο, διεύθυνση του προσώπου, στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, που οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πράγματι αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και, αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί αλλά σε άλλη διεύθυνση, να κάνει την επίδοση στην πραγματική κατοικία του και όχι στην αναφερομένη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 936/2020, ΑΠ 686/2020, ΕφΑθ 514/2024 όλες δημ. στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρ. 1 άρθρ. όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015, αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με τα άρθρ. 330 και 633 παρ. 2 εδ. γ` αντίστοιχα. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί κατά την ως άνω διάταξη και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η δι΄ αυτής βεβαιουμένη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευτ., δεδικασμένο, το οποίο, κατά πς συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ΚΠολΔ, καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της εκτέλεσης, λόγων ανακοπής που είτε προτάθηκαν στη δίκη της ανακοπής και απορρίφθηκαν είτε, αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν [βλ. ΑΠ 243/2018 ΝοΒ 2018/1226, ΑΠ 856/2014 ΝοΒ 2014/2141, ΜονΕφΠατρ 219/2023, ΜονΕφΑθ 5174/2022,  ΜονΕφΑθ 2700/2021  και οι τρεις δημ. στην ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που επικαλούνται ειδικά και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύεται ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ………./18.11.2011 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας ……….., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από α’ απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επιδόθηκε για πρώτη φορά στον ανακόπτοντα με επιμέλεια της αρχικής πιστώτριας τράπεζας «…………» που αιτήθηκε την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, από την επισκόπηση του περιεχομένου της ως άνω έκθεσης επίδοσης, την οποία νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εφεσίβλητη, προκύπτει ότι κατόπιν της από 10.11.2011 έγγραφης παραγγελίας της δικηγόρου Πειραιά …………, ως πληρεξούσιας δικηγόρου της παραπάνω τράπεζας, την 18.11.2011, ημέρα Παρασκευή, η ως άνω δικαστική επιμελήτρια μετέβη στην ισόγεια κατοικία του ανακόπτοντος στη Νίκαια Αττικής επί της οδού ………… και αφού δεν βρήκε εκεί τον ίδιο, αλλά τη σύνοικο σύζυγό  του, …….., η οποία αρνήθηκε να παραλάβει τη διαταγή πληρωμής, επικόλλησε το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, με την παρουσία του μάρτυρα …………., όπως τούτο ορίζεται στο άρθρο 130 παρ.1 ΚΠολΔ. Η παραπάνω έκθεση επίδοσης αποτελεί δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς τα όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από την δικαστική επιμελήτρια ή ενώπιόν της, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο χρόνος της επίδοσης, η προσέλευση της επιμελήτριας στον τόπο της επίδοσης, η άρνηση παραλαβής του εγγράφου, η επικόλλησή του στην πόρτα της ισόγειας κατοικίας με την παρουσία του μάρτυρα και η υπογραφή της έκθεσης από την ίδια και τον μάρτυρα, συνακόλουθα ανταπόδειξη ως προς αυτά χωρεί μόνο εφόσον ο ανακόπτων είχε προσβάλει την έκθεση ως πλαστή. Η επίδοση αυτή νόμιμα έγινε στην παραπάνω διεύθυνση, όπου πράγματι είχε κατά τον παραπάνω χρόνο την κατοικία του ο ανακόπτων και όχι στην οδό ……… στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, όπως υποστηρίζει αυτός με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, καθώς στην προσκομιζόμενη Νο…………. σύμβαση πίστωσης με την ανωτέρω τράπεζα, η τελευταία αυτή  διεύθυνση αναφέρεται ως έδρα της ατομικής του επιχείρησης και όχι ως διεύθυνση κατοικίας, ενώ στο προσκομιζόμενο κτηματολογικό φύλλο του κατασχεθέντος στη συνέχεια περιουσιακού στοιχείου- οριζόντιας ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος με ΚΑΕΚ ……/.. του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων ως διεύθυνση κατοικίας αυτού, κατόπιν δήλωσής του, αναφέρεται η οδός ………. στη Νίκαια Αττικής, όπου έγινε η ως άνω πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής. Συνακόλουθα και ο ισχυρισμός ότι η διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε εμπρόθεσμα ήτοι εντός διμήνου από την έκδοσή της δεν ευσταθεί, αφού η εκδοθείσα στις 7.11.2011 διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον καθ’ου η διαταγή (νυν ανακόπτοντα) για πρώτη φορά στις 18.11.2011. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον σχετικό λόγο ανακοπής με συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα-ανακόπτοντα στον πρώτο λόγο της έφεσής του τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους. Σημειωτέον ότι ο νυν ανακόπτων δεν άσκησε ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών αφού αυτή του επιδόθηκε στις 18.11.2011 κατ’ άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ, αλλά άφησε τη σχετική προθεσμία να παρέλθει άπρακτη. Ακολούθως, όπως προκύπτει, από την υπ’ αριθ. ……./24.1.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, ………., που ενήργησε με έγγραφη παραγγελία του …………, πληρεξούσιου δικηγόρου της νυν εφεσίβλητης, η οποία ενεργούσε ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………”, που φέρεται ότι κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «…………», κατόπιν μεταβίβασης στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας που περιλάμβανε και την ένδικη απαίτηση, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο  από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μετ’ επιταγής με συγκοινοποίηση νομιμοποιητικών εγγράφων επιδόθηκε στον νυν ανακόπτοντα στις 24.1.2023, ο οποίος αναζητήθηκε αλλά δεν βρέθηκε από τη δικ. επιμελήτρια στην επί της συμβολής των οδών ………….. στη Νίκαια κείμενη κατοικία του, αλλά βρέθηκε η κατά τη ρητή της δήλωση ενήλικη σύζυγος αυτού, ονόματι ………, η οποία αρνήθηκε να παραλάβει την εν λόγω διαταγή πληρωμής, μετ’ επιταγής προς πληρωμή, μαζί με τα αναφερόμενα σε αυτή συγκοινοποιούμενα έγγραφα και να υπογράψει την έκθεση επίδοσης, γι’ αυτό δε τον λόγο η δικ. επιμελήτρια θυροκόλλησε τα παραπάνω έγγραφα, παρουσία της και παρουσία του μάρτυρος ….……. Και πάλι η παραπάνω έκθεση επίδοσης αποτελεί δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς τα όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από την δικαστική επιμελήτρια ή ενώπιόν της, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο χρόνος της επίδοσης, η προσέλευση της επιμελήτριας στον τόπο της επίδοσης, η άρνηση παραλαβής μεταξύ άλλων της νυν προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η θυροκόλλησή της με την παρουσία του μάρτυρα και η υπογραφή της έκθεσης από την ίδια και τον μάρτυρα, συνακόλουθα ανταπόδειξη ως προς αυτά χωρεί μόνο εφόσον ο ανακόπτων είχε προσβάλει την έκθεση ως πλαστή. Ο καθ’ου η διαταγή πληρωμής (ήδη εκκαλών) δεν άσκησε εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από τη δεύτερη επίδοση σε αυτόν της ως άνω διαταγής πληρωμής στις 24.1.2023, ανακοπή κατά αυτής, αλλά άφησε να παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία του άρθρου 633 παρ.2 ΚΠολΔ. Ο ίδιος υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ότι η κατοικία του κατά τον παραπάνω χρόνο βρισκόταν στην οδό … ……. στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και ότι η διεύθυνση όπου έγινε προς αυτόν η δεύτερη επίδοση της νυν ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στον οδό …………. στη Νίκαια δεν είναι η διεύθυνση κατοικίας του, όπως τούτο προκύπτει από τη μεταγενεστέρως επιδοθείσα σε αυτόν με θυροκόλληση στην ίδια διεύθυνση υπ’ αριθ. …./22.2.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της παραπάνω ισόγειας οικίας της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας ……., όπου αναγράφεται ότι εκεί διαμένει ως μισθωτής ο …….., ο οποίος ορίστηκε και μεσεγγυούχος. Εντούτοις, το βεβαιούμενο στη μεταγενέστερη αυτή έκθεση επίδοσης γεγονός στις 22.2.2023 ότι εκεί υπάρχει θυροτηλέφωνο με το όνομα του μισθωτή …………, τον οποίο η δικ. επιμελήτρια όρισε και μεσεγγυούχο δεν έρχεται σε αντίθεση με το ότι προ μηνός περίπου, ήτοι στις 24.1.2023 όπως βεβαιώθηκε από την ίδια δικαστική επιμελήτρια, κατά την επίδοση για δεύτερη φορά της ως άνω διαταγής πληρωμής εκεί κατοικούσε ο νυν εκκαλών, γι’ αυτό άλλωστε βρέθηκε εκεί η σύνοικος σύζυγός του, Όλγα Σαββίδου, η οποία αρνήθηκε να παραλάβει ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της διαταγής πληρωμής. Τίποτε δεν εμπόδιζε τον εκκαλούντα στο μεσοδιάστημα από 24.1.2023 έως 22.2.2023 να εκμισθώσει την παραπάνω οικία, όπου μέχρι τότε διέμενε σε τρίτον, ούτε άλλωστε ο ίδιος αναφέρει πότε εκμίσθωσε την κατασχεθείσα οριζόντια ιδιοκτησία του στον ……., ούτε τέλος ο ίδιος έδωσε κάποια εξήγηση γιατί η σύζυγός του, η οποία δήλωσε σύνοικος στις 24.1.2023 βρισκόταν στην πιο πάνω κατοικία, την παραπάνω ημερομηνία. Σε ό,τι αφορά δε τον ισχυρισμό ότι η κατοικία του βρισκόταν κατά τον παραπάνω χρόνο στην οδό …………. στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, τούτο δεν αποδείχθηκε, η δε διεύθυνση αυτή είχε δοθεί από τον ίδιο τον ανακόπτοντα κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πίστωσης στις 19.8.2002 ως διεύθυνση της ατομικής του επιχείρησης. Ακολούθως, η εκκαλουμένη ορθά δέχτηκε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ.1 και 633 παρ.2 εδ.α’ ΚΠολΔ, όπως το δεύτερο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, το οποίο με βάση τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ.2 και 4 του ίδιου νομοθετήματος, εφαρμόζεται στις ανακοπές που ασκούνται μετά την 1.1.2016, η σωρευόμενη στο ίδιο από 5.4.2023 δικόγραφο ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής έπρεπε να ασκηθεί (με κατάθεση και επίδοση δικογράφου) μέχρι την 16.2.2023, ημέρα Πέμπτη, με έναρξη υπολογισμού της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από 25.1.2023 (επόμενη της επίδοσης στον ανακόπτοντα αντιγράφου της διαταγής πληρωμής) και χωρίς συνυπολογισμό στην εν λόγω προθεσμία του χρονικού διαστήματος από 6.2.2023 μέχρι και 7.2.2023, ημέρες Δευτέρα και Τρίτη, αντίστοιχα, κατά το οποίο είχε ανασταλεί η λειτουργία των δικαστηρίων της περιφέρειας Αττικής λόγω αιφνίδιων και έντονων καιρικών φαινομένων [βλ. την υπ’ αριθ. 1411/5.2.2023 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 529/5.2.2023), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ.1 της υπ’ αριθ. 1412/7.2.2023 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 598/7.2.2023)]. Ότι όμως, εν προκειμένω, το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5.4.2023 (βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης) και επιδόθηκε στην καθ’ης στις 6.4.2023 (βλ. την προσκομιζόμενη από τον ανακόπτοντα υπ’ αριθ. …./6.4.2023 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, …………..). Επομένως η σωρευόμενη στο ένδικο δικόγραφο ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού που προβλήθηκε από την καθ’ης, ο οποίος, άλλωστε, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι παρέλκει η έρευνα του πέμπτου, έκτου, έβδομου, όγδοου και ένατου λόγου (υπό στοιχεία Γ.1, Γ.2, Γ.3, Γ.4 και Γ.5 του δικογράφου) της ανακοπής, με τους οποίους προσβάλλεται η διαταγή πληρωμής και ότι περαιτέρω, πρέπει με βάση το άρθρο 633 παρ.1 εδ.β’ ΚΠολΔ, να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη με την ένδικη ανακοπή υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, οπότε τόσο ο πρώτος λόγος έφεσης, όσο και ο τρίτος λόγος αυτής, με τον οποίο επαναφέρει ο εκκαλών προς κρίση τον υπό στοιχεία Γ3 λόγο της ανακοπής του τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Συνεπώς, η έφεση κατά το μέρος της που αφορά στην ακύρωση της ανακοπτόμενης υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της.

Παρακάτω,   σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, o καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ` ου η εκτέλεση, επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξάμενης εκτέλεσης, είναι δε, ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν o καθ` ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τoν διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου “δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση” είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 1343/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Ως προς την υποχρέωση ειδικότερα συγκοινοποιήσεως των νομιμοποιητικών εγγράφων τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρυθμίσεως του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρυθμίσεως του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ,  παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολογήτως στην εκτελεστική διαδικασία. Η αναγκαστική εκτέλεση βάζει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ` ανάγκη λοιπόν, όπως άλλωστε υποδεικνύει η ίδια η ρύθμιση του νόμου, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε, τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση (πχ αναγγελία) και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν.2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα προηγούμενα οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ` εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ` όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της σε βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση απαίτησης. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο – μη δικαιούχο διάδικο (ΕφΑθ 8/2023, ΕφΑθ 1790/2022 στην  ΤΝΠ Νόμος,   Πλεύρη A., «Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη», 2014, σελ. 380 επ.). Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη προσκόμιση αυτών στη δίκη της ανακοπής (ΑΠ 914/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/1994 ΕλλΔ/νη 1995/838, ΕφΑθ 1790/2022 ό.π., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ποδηματά) ΚΠολΔ II (2000) άρθρο 626 αρ. 3, σελ. 1169). [ΜονΕφΑιγ 61/2023 στην ΤΝΠ Νόμος].

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται ως προς την απόρριψη από την εκκαλούμενη των υπό στοιχεία Α1,2 λόγων της ανακοπής του που αφορούσαν στην έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης. Ότι από την από 18.1.2023 επιταγή προς πληρωμή και τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα φέρεται ότι η εφεσίβλητη είχε αναλάβει τη διαχείριση της εναντίον του εκκαλούντος απαίτησης δυνάμει σχετικής σύμβασης διαχείρισης από την εταιρεία “…………”, δηλαδή της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε νόμιμα την 18.6.2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Ότι ωστόσο δεν αναφέρονται στην σύμβαση διαχείρισης οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, καθώς δεν συγκοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα, με την επιταγή προς πληρωμή, ακριβές αντίγραφο της πλήρους σύμβασης διαχείρισης. Ότι από την περίληψη του δημοσιευθέντος ουσιώδους περιεχομένου της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης προκύπτει ότι δεν αναφέρονται σε αυτή οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, το οποίο θα έπρεπε να αναφέρεται στο χωρίο της περίληψης «στ. Λοιποί Ουσιώδεις Όροι». Ότι η ως άνω παράλειψη συνιστά μη τήρηση νόμιμου συστατικού τύπου ως προς το ουσιώδες ελάχιστο περιεχόμενο της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης, για την οποία τυγχάνει ευθείας εφαρμογής το άρθρο 2 του ν. 4354/2015, όπου ορίζεται ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης προς τις ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο: α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης, β) τις πράξεις της διαχείρισης και γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης. Ότι ειδικότερα ναι μεν η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης φέρεται να έλαβε χώρα λόγω τιτλοποίησης κατ’ άρθρο 10 παρ.1 του ν. 3156/2003 και για τη διαχείρισή της τα μέρη επικαλέστηκαν την παρ.14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, πλην όμως η εφεσίβλητη είναι ΕΔΑΔΠ που έχει συσταθεί με το ν. 4354/2015 και προκειμένου να έχει δικονομική δυνατότητα να επισπεύδει, ως εν προκειμένω αναγκαστική εκτέλεση, απαιτείται να πληρούνται οι προϋποθέσεις ολόκληρου του άρθρου αυτού, συμπεριλαμβανομένης και της παρ.2 του ίδιου άρθρου. Ότι αυτό επιτάσσει η ασφάλεια δικαίου, αλλά και η ασφάλεια των συναλλαγών, αφού ο οφειλέτης πρέπει να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τόσο το πρόσωπο του δανειστή της απαίτησης, όσο και το πρόσωπο του εγκατεστημένου στην Ελλάδα Διαχειριστή, που δύναται να την εισπράξει, ακόμη και αναγκαστικά.

Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι πράγματι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του ν. 4354/2015, το οποίο εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση που η εφεσίβλητη ενεργεί την αναγκαστική εκτέλεση για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “………..” ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεών της, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο μεταξύ άλλων, «α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης». Οι προς διαχείριση απαιτήσεις θα πρέπει έστω με συνοπτική, συμπεριληπτική διατύπωση να προσδιορίζονται και στην περίληψη ανάθεσης της διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000. Τούτο, καθώς τα έγγραφα που νομιμοποιούν την εταιρία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθ. 161337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η προσκομιδή των εγγράφων αυτών, σε περίπτωση που αμφισβητείται από τον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, η ενεργητική νομιμοποίηση της    Ε.Δ.Α.Δ.Π. που φέρεται να εκπροσωπεί  την ειδική διάδοχο των επίδικων απαιτήσεων Ε.Α.Α.Δ.Π. στην οποία έχουν μεταβιβασθεί από την αρχική δανείστρια τράπεζα απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, είναι αναγκαία, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη της νομιμοποίησης αυτής. (βλ. και Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ, γνωμοδότηση του ίδιου, Ζητήματα ως προς το χαρακτήρα της νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις Ν. 4354/2015 κατά τη δικαστική άσκηση υπό διαχείριση απαιτήσεων τραπεζικού ιδρύματος, Αρμ 2018, σελ. 1924 επ., πρβλ. ΜονΕφΠειρ 456/2023 στην efeteio-peir.gr,  ΜονΕφΠειρ 352/2022 στην efeteio-peir.gr, ΕφΘεσ. 177/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 160/2022 αδημ, Εφ.Πειρ. 574/2020, Εφ.Πειρ. 557/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Θεσ. 1643/2019, αδημ, Ν. Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι Μ.Π.Ναξ. 57/2020, Ε.Πολ.Δ. 2020, σ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου – Δημητράς, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη, έκδ. 2021, σ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, Επ.Α.Κ. 2021, σ. 703-704).

Στην προκειμένη περίπτωση, απ’ όλα τα έγγραφα που νομίμως με ειδική επίκληση για καθένα από αυτά προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. ………/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε την 7.11.2011 κατόπιν της από 21.10.2011 αίτησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», ο ανακόπτων και η μη διάδικος στην παρούσα δίκη, … σύζυγος …….. το γένος . ……… διατάσσονται να καταβάλουν στην παραπάνω τράπεζα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 79.658,77 ευρώ, νομιμότοκα από 29.1.2010 με το συμβατικό επιτόκιο και από 23.8.2011 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, για απαίτηση που πηγάζει από την υπ’ αριθ. ………../19.8.2002 σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες πράξεις της, καθώς και το ποσό των 2.000 για δικαστικά έξοδα έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με την από 10.11.2011 επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε για πρώτη φορά στον ανακόπτοντα, με επιμέλεια της παραπάνω τράπεζας- αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής, εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ δίμηνης προθεσμίας, στις 18.11.2011 (βλ. την υπ’ αριθ. ……./18.11.2011 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….). Στη συνέχεια, μεταξύ της παραπάνω τράπεζας, υπό την νέα επωνυμία της ως «………….» και της εδρεύουσας στο ……… Ιρλανδίας εταιρίας με την επωνυμία “……………….” καταρτίστηκε η από 18.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία δημοσιεύτηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …/18.6.2019 στον τόμο … με αριθμό …. του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Με τη σύμβαση αυτή η παραπάνω τράπεζα μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρεία, λόγω τιτλοποίησης, απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, ενώ μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν περιλαμβάνεται και εκείνη που επιδικάστηκε υπέρ της τράπεζας με την ως άνω υπ’ αριθ. …./2011 διαταγή πληρωμής, όπως τούτο αποδεικνύεται από το υπ’ αριθ. ….. αντίγραφο του παραρτήματος της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (σελίδα 1.154). Ειδικότερα, από την επισκόπηση του περιεχομένου του αποσπάσματος του παραρτήματος της παραπάνω σύμβασης πώλησης αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία περιλαμβάνεται και η απαίτηση σε βάρος του ανακόπτοντος, η οποία ταυτοποιείται πλήρως με την αναφορά του αριθμού της σύμβασης πίστωσης (………….) και των στοιχείων (ονοματεπώνυμα) του ανακόπτοντος και της παραπάνω αναφερόμενης εις ολόκληρον συνοφειλέτιδος. Περαιτέρω, με την από 18.6.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας “……..” και της καθ’ης η ανακοπή, υπό την προηγούμενη επωνυμία της ως «……………» και δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …./18.6.2019 στον τόμο … με αριθμό … του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, ανατέθηκε στην καθ’ης η ανακοπή η διαχείριση τιτλοποιούμενων απαιτήσεων που είχαν μεταβιβαστεί στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Στην προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη-καθ’ης η ανακοπή εταιρεία υπ’ αριθ. πρωτ. …./18-6-2019 περίληψη της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (άρθρο 10 παρ.14 και 16 του Ν. 3156/03) που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … με α.α. …., αναφέρονται τα συμβαλλόμενα μέρη ήτοι η Εταιρεία ειδικού σκοπού “……..” και η Διαχειριστής απαιτήσεων «…………..», όπως ήταν η προηγούμενη επωνυμία της εφεσίβλητης- καθ’ης η ανακοπή και ακολούθως διαλαμβάνονται τα εξής: «2. Συμβατικοί όροι α. Νόμισμα και ποσό της αμοιβής διαχείρισης Ευρώ (Ε)- Το ποσό της αμοιβής διαχείρισης για τον Διαχειριστή προσδιορίζεται με βάση το άρθρο 14 της από 18.06.2019 Σύμβασης Διαχείρισης Απαιτήσεων.  β. Ημερομηνία υπογραφής 18.06.2019 γ. Διάρκεια Αόριστη μέχρι πλήρους εξόφλησης των απαιτήσεων ή μέχρι να λάβει χώρα κάποιο από τα γεγονότα λύσης της σύμβασης που αναφέρονται στον όρο 22 της Σύμβασης Διαχείρισης Απαιτήσεων. δ. Περίληψη των εξουσιών του Διαχειριστή Απαιτήσεων (κατά την υποσημείωση «1» Οι εξουσίες αυτές μπορούν να επισυνάπτονται και ως παράρτημα στο παρόν έντυπο, ιδίως εάν έχουν παραχωρηθεί μέσω ειδικού εγγράφου, π.χ. συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου) Όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις καταναλωτικών και άλλων δανείων, όπως ενδεικτικά: καθορισμός επιτοκίου, ενημέρωση και εξυπηρέτηση πελατών, δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, κ.ά. ε. Εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία…στ. Λοιποί ουσιώδεις όροι -…». Στο παραπάνω κείμενο της περίληψης της σύμβασης διαχείρισης δεν γίνεται κάποια παραπομπή στην προαναφερόμενη από 18.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ούτε στο παράρτημα με τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις, για το οποίο γίνεται λόγος στην υπ’ αριθ. πρωτ. …./18.6.2019 περίληψη της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης. Στη συνέχεια, στις 24.1.2023 η καθ’ης η ανακοπή, η οποία, υπό την προηγούμενη επωνυμία της («………….»), αδειοδοτήθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 4354/2015, ενεργώντας ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, για λογαριασμό της παραπάνω αναφερόμενης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………”, ειδικής διαδόχου της αρχικής πιστώτριας τράπεζας, επέδωσε στον ανακόπτοντα την συμπροσβαλλόμενη από 18.1.2023 επιταγή προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο της υπ’  αριθ. ……../2011 διαταγής πληρωμής (βλ. προσκομιζόμενη από την καθ’ης υπ’ αριθ. ……../24.1.2023 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, …………). Έπειτα, με βάση την παραπάνω επιταγή προς πληρωμή, η καθ’ης επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος, κυριότητας του ανακόπτοντος, που περιγράφεται στην συμπροσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ………./22.2.2023 κατασχετήρια έκθεσης της δικ. επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….. Με την προαναφερόμενη από 18.1.2023 επιταγή προς πληρωμή ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ης, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, τα εξής ποσά: 1) Για επιδικασθείσα με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση, η οποία μετά τις χρεοπιστώσεις που έγιναν από την έκδοσή της και των συμφωνιών που περιλαμβάνονται στο από 29.7.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης οφειλής, το οποίο είχε καταρτισθεί με την πιστώτρια τράπεζα και καταγγέλθηκε την 5.4.2022, το ποσό των 94.390,32 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο (4,642%) κατά 2,5% και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επομένη της επίδοσης της επιταγής μέχρι την εξόφληση, 2) Για συμβατικούς τόκους υπερημερίας και τόκους από εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων του χρονικού διαστήματος από 6.4.2022 (επομένη της καταγγελίας του από 29.7.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης οφειλής) μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής το ποσό των 4.402,14 ευρώ, 3) Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 2.000 ευρώ, 4) Για λήψη απογράφου, αντιγράφου, σύνταξη της πρώτης από 10.11.2021 επιταγής προς πληρωμή, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση αυτής, το ποσό των 150 ευρώ, 5) Για αμοιβή σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 62 ευρώ και 6) Για επίδοση της επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 43,40 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 101.047,86 ευρώ, από το οποίο: α) το επιμέρους ποσό των 94.390,32 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο (4,642%) κατά 2,5% και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επομένη της επίδοσης της επιταγής μέχρι την εξόφληση, β) το ποσό των 2.150 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της πρώτης επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 19.11.2011, μέχρι την εξόφληση και γ) το υπόλοιπο ποσό των 105,40 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή μέχρι την εξόφληση. Με την παραπάνω επιταγή προς πληρωμή η καθ’ ης η ανακοπή συγκοινοποίησε στον ανακόπτοντα τα εξής -μεταξύ άλλων- έγγραφα: 1) Το υπ’ αριθ. 8195/3.8.2012 ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε.- Ε.Π.Ε. και Γενικού Εμπορικού Μητρώου), από το οποίο προκύπτει η ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕ.ΜΗ. με κωδικό αριθμό καταχώρισης 13943/2.8.2012 της υπ’ αριθ. Κ2-5558/2.8.2012 απόφασης της Διεύθυνσης Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 1 του καταστατικού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «…………», 2) Το υπ’ αριθ. 880/3/16.3.2017 ΦΕΚ, από το οποίο προκύπτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος η καθ’ης, υπό την προηγούμενη επωνυμία της, αδειοδοτήθηκε ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, 3) Την με αριθμό πρωτοκόλλου …/18.6.2019 δημοσίευση στον τόμο 10 με αριθμό 184 του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του ν. 3844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της εδρεύουσας στο …………. Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», από την οποία αποδεικνύεται ότι η πρώτη μεταβίβασε στη δεύτερη, λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, 4) Το υπ’ αριθ. …. απόσπασμα του παραρτήματος της παραπάνω αναφερόμενης σύμβασης (σελίδα 1.154), από το οποίο αποδεικνύεται ότι η απαίτηση σε βάρος του ανακόπτοντος περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που μεταβιβάσθηκαν στην αλλοδαπή εταιρεία, 5) Την υπ’ αριθ. ………../10.6.2020 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσίευσης στον διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. στοιχείων της καθ’ης, από την οποία προκύπτει ότι με την υπ’ αριθ. 6104/10.6.2020 απόφαση της Υπηρεσίας του Γ.Ε.ΜΗ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών εγκρίθηκε η τροποποίηση των άρθρων 1, 9 και 12 και η αναρίθμηση του καταστατικού της καθ’ης, με το συνημμένο στην ανακοίνωση νέο κείμενο καταστατικού, από το οποίο προκύπτει η αλλαγή της επωνυμίας της καθ’ης σε «…………», 6) Την με αριθμό πρωτοκόλλου ……./18.6.2019 δημοσίευση στον τόμο 10 με αριθμό 185 του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίστηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρείας και της καθ’ης από την οποία αποδεικνύεται ότι η πρώτη ανέθεσε στη δεύτερη τη διαχείριση των με γενική περιγραφή αναφερόμενων τιτλοποιούμενων απαιτήσεων. Η εφεσίβλητη με τις προτάσεις της υποστηρίζει ότι με την περίληψη διαχείρισης εξατομικεύονται οι απαιτήσεις που καλύπτει η σύμβαση αυτή, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από την ένδικη σύμβαση πίστωσης, καθώς από την απλή επισκόπηση της επίμαχης με αριθ. πρωτ. …../18.06.2019 περίληψης της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων προκύπτει ότι ο τίτλος της αριθμείται ως «Β) Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων», αποτελώντας έτσι σαφώς το δεύτερο τμήμα της αντίστοιχης σύμβασης πώλησης, τις απαιτήσεις της οποίας αφορά η ανάθεση της διαχείρισης. Ότι ειδικότερα, η επίδικη σύμβαση διαχείρισης ακολουθεί, ως Β τμήμα αυτής, την με αριθμ. πρωτοκόλλου …../18.06.2019 περίληψη της από 18.06.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, η οποία στο παράρτημά της συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων και την απαίτηση από την επίδικη πίστωση (ιδίως από το υπ’ αριθ. ……/8.11.2019 κεκυρωμένο απόσπασμα εξαχθέν εκ του παραρτήματος των δημοσίων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών). Ότι προκύπτει έτσι συνδυαστικά πλην σαφώς ότι η ανατεθείσα στην εφεσίβλητη διαχείριση περιλαμβάνει σαφώς και την επίδικη απαίτηση. Εντούτοις, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να καλυφθεί με έμμεσο τρόπο και δη με συναγωγή συμπερασμάτων από το γεγονός ότι η δημοσίευση της περίληψης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων έγινε αμέσως μετά τη δημοσίευση της περίληψης της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων με τη λήψη διαδοχικών αριθμών πρωτοκόλλου στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η εκ του νόμου προβλεπόμενη δημοσιότητα ως προς τις απαιτήσεις που τίθενται υπό τη διαχείριση της εφεσίβλητης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Θα έπρεπε να γίνεται έστω αναφορά στη σχετική περίληψη της σύμβασης διαχείρισης ότι η διαχείριση αφορά στις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν από την Τράπεζα …………… στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την από 18.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων ή έστω ότι αφορά σε όλες τις απαιτήσεις που έχουν μεταβιβαστεί μέχρι σήμερα από την παραπάνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, πλην όμως ουδέν τέτοιο αναφέρεται στην υπ’ αριθ. πρωτ. ………./18.6.2019 περίληψη της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ώστε να μπορεί ο οφειλέτης- ανακόπτων να λάβει ασφαλή γνώση για την ενεργητική νομιμοποίηση της παραπάνω ΑΕΔΑΔΠ να ξεκινήσει εις βάρος του τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια μεταξύ άλλων της ένδικης απαίτησης που μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού “…………….”. Ούτε οι δύο περιλήψεις αποτελούν ενιαίο κείμενο ώστε να μπορεί να συναχθεί η νοηματική τους συνέχεια και ακολούθως από το γεγονός ότι στην περίληψη  διαχείρισης χρησιμοποιείται ως τίτλος «Β. Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων» να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων της 18.6.2019 αφορά σε όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην με την ίδια ημερομηνία δημοσιευθείσα σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από την …………… στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού “………. …………”.  Επομένως η συγκοινοποίηση του παραπάνω υπό στοιχείο 6 εγγράφου δεν ανταποκρινόταν στην πρόβλεψη του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ ότι από αυτό θα έπρεπε να αποδεικνύεται η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας της σε βάρος του ανακόπτοντος επίδικης απαίτησης, ώστε να μπορεί εκείνη να αρχίσει την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος αυτού με βάση την ως άνω υπ’ αριθ. ………/2011 διαταγή πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον υπό στοιχεία Α2 λόγο της ένδικης ανακοπής έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, ενώ έπρεπε να δεχθεί αυτόν στην ουσία του και να ακυρώσει την από 18.1.2023 επιταγή προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε από την καθ’ης κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό αντίγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής και την υπ’ αριθ. …../22.2.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, Ειρήνης Έξαρχου, με την οποία κατασχέθηκε αναγκαστικά μία οριζόντια ιδιοκτησίας- διαμέρισμα κυριότητας του ανακόπτοντος στη Νίκαια Αττικής. Συνεπώς, γενομένου δεκτού στην ουσία του, του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την ένδικη από 5.4.2023 ανακοπή κατά των παραπάνω προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο ο Α2 λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός στην ουσία του και να ακυρωθούν οι ανωτέρω πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης αναφορικά με τις ίδιες προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης. Επίσης, με την έκδοση της παρούσας οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση εφέσεως, καθίσταται άνευ αντικειμένου κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ η αίτηση αναστολής της εκτελεστότητας της προσβληθείσας διαταγής πληρωμής και αναστολής των ανακοπτόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, οπότε η σχετική αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 178 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι απορρίφθηκε η ανακοπή κατά της ένδικης διαταγής πληρωμής, αλλά έγινε δεκτή η σωρευόμενη ανακοπή κατά των προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ ως προς την αίτηση αναστολής δεν θα επιδικασθούν δικαστικά έξοδα, αφού η άσκησή της δεν προκάλεσε στην καθ’ης επιπλέον δικαστική δαπάνη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν για την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου, καθώς η έφεση έγινε δεκτή εν μέρει δεκτή στην ουσία της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 14.9.2023 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) έφεση κατά της 2658/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και τη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους λόγους της από 5.4.2023 ανακοπής κατά της υπ’  αριθ. ……………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους λόγους της από 5.4.2023 ανακοπής κατά της από 18.1.2023 επιταγής προς πληρωμή συνταχθείσας κάτω από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής και της υπ’ αριθ. ………./22.2.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……..

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη ως προς τις διατάξεις της που αφορούν στην από 5.4.2023 ανακοπή κατά των παραπάνω προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης

Κρατεί και δικάζει την από 5.4.2023 (με Γ.Α.Κ. …/3023 και Ε.Α.Κ. …./2023) ανακοπή κατά των παραπάνω προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.

Δέχεται αυτή.

Ακυρώνει την από 18.1.2023 επιταγή προς πληρωμή συνταχθείσα κάτωθι αντιγράφου από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. ……………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την υπ’ αριθ. ……../22.2.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………..

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν για την άσκηση της έφεσης με κωδικό . ……….. e-παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 27.6.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ