ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 298/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την …………………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός …………… (ΑΦΜ: ……………), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Φραντζέσκα Κοντιζά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
Των εφεσίβλητων: 1) ………….. 2) ………………. οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ιωάννη Αθανασιάδη.
Οι νυν εφεσίβλητες άσκησαν κατά του νυν εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 16.10.2014 με αριθμό κατάθεσης …………/2021 αγωγή τους, επί της οποίας αφού δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 795/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που δέχθηκε αυτή.
Το εναγόμενο προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 10-10-2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 12.10.2022 με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 16.2.2023, στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023 και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η μεν δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. δικηγόρος του εκκαλούντος, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 10.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως Ελληνικού Δημοσίου κατά της ……………… και της ……………….. προς εξαφάνιση της 795/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε κατά τα κύρια αιτήματά της την από 16.10.2014 (με Γ.Α.Κ. …./2014 και Ε.Α.Κ. …./2014) αγωγή των εφεσίβλητων κατά του εκκαλούντος έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα στις 12.10.2022, λαμβανομένου υπόψη ότι η εκκαλούμενη επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο στις 30.6.2022 (βλ. την επισημείωση του δικ. επιμελητή …………….. στο ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλουμένης που προσκομίζει το εκκαλούν) και άρα ασκήθηκε εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα ημερών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του Κ.Δ/τος της 26ηs Ιουνίου/10ηs Ιουλίου1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1532/2009 ΕφΑΔ 2010.211- ΕφΠατρ 32/2016, ΕφΘεσ 2676/2014 ΤΝΠ Νόμος- βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση § 374, σελ. 165), η οποία άρχεται από την επομένη της επίδοσης σε αυτό της εκκαλουμένης (κατ’ άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι κατ’ άρθρο 11 του ως άνω Κ.Δ/τος της 26ηs Ιουνίου/10ηs Ιουλίου 1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», όπως το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 3514/2006 [ΦΕΚ A 266/6-12-2006] με έναρξη ισχύος από 20-12-2006, «Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέταση μαρτύρων. Κάθε προθεσμία, η οποία έχει αρχίσει προ των διακοπών, καθώς και η εξέταση των μαρτύρων αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των διακοπών» και ως εκ τούτου σε όλες τις δίκες του Δημοσίου ουδεμία απολύτως προθεσμία τρέχει σε βάρος του κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ήτοι από 1η Ιουλίου έως και την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους (άρθρο 12 § 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων) οι δε αρξάμενες προθεσμίες αναστέλλονται (ΟλΑΠ 12/2002 ΝοΒ 2003.659). Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠοΛΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ένδικου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο efeteio-peir.gr).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκήθηκε η ως άνω από 16.10.2014 αγωγή των εφεσίβλητων κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία εκείνες υποστήριξαν ότι τυγχάνουν η μεν πρώτη εξ αυτών αποκλειστική ψιλή κυρία, η δε δεύτερη ισόβια επικαρπώτρια ενός αγροτεμαχίου ευρισκόμενου εκτός σχεδίου πόλης στα …. Σαλαμίνας στη θέση …., εμφαινόμενου στο από Ιούλιο του 1977 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….. υπό στοιχεία ΑΒΓΔΑ έκτασης 188 τ.μ., εντός του οποίου είναι κτισμένη ισόγειος οικία εμβαδού 83,80 τ.μ., μια αποθήκη 26,32 τ.μ. και υπόστυλος ισόγειος χώρος 20 τ.μ., συνορεύει δε βόρεια με πλευρά Α-Δ μήκους 23,5 μέτρων με το υπ’ αριθ. τρία (3) αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας …….., νότια με πλευρά Β-Γ μήκους 19,5 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου υπ’ αριθ. 1 αγροτεμάχιο, ανατολικά με πλευρά Α-Β μήκους 8,70 μέτρων με ιδιοκτησία . …… και δυτικά με πλευρά Δ-Γ μήκους 10 μέτρων με οδό πλάτους 8 μέτρων. Ότι το εν λόγω ακίνητο σύμφωνα με τη γενόμενη κτηματογράφηση του Ο.Κ.Χ.Ε. έχει έκταση 189 τ.μ. και φέρει ΚΑΕΚ …… και σύμφωνα με το κτηματολογικό διάγραμμα συνορεύει βόρεια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ….., νότια με ακίνητο με ΚΑΕΚ …………, ανατολικά με ακίνητο με ΚΑΕΚ …….. και δυτικά με οδό. Ότι το ακίνητο αυτό απέκτησαν οι ενάγουσες δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./10.7.1998 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με α.α. …. η πρώτη και δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1983 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου νομίμως μεταγραφέντος στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο ….. με α.α. … η δεύτερη, επικουρικά δε δυνάμει τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Ότι ο δικαιοπάροχος της δεύτερης και πατέρας της ………. είχε αποκτήσει το επίδικο με αγορά από τον ………. με το υπ’ αριθ. ………./1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που νόμιμα μεταγράφηκε και ότι ο ……. είχε αγοράσει το ακίνητο από τους … και …. …….. με το υπ’ αριθ. ……./1966 συμβόλαιο του συμβ/φου Σαλαμίνας …… ……. που επίσης νόμιμα μεταγράφηκε, ενώ οι εν λόγω πωλητές το είχαν αποκτήσει από την ……….. με το υπ’ αριθ. ……../1962 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβ/φου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγραφέντος. Ότι η ……….. είχε στην κατοχή της μεγαλύτερη έκταση περιλαμβάνουσα το ακίνητο αυτό, από κληρονομιά του προ ενενήκοντα ετών αποβιώσαντος πατρός της ……… σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο .. με α.α. …. περίπτωση αφορολογήτου κληρονομίας βάσει του ν. 2246/1952 ως εκ του χρόνου αποβιώσεως του κληρονομούμενου εμφαινόμενη στο υπ’ αριθ. …../1918 πωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Σαλαμίνος . ….. Ότι η οικογένεια …. είχε δικαιώματα ιδιοκτησίας στην περιοχή από την εποχή του γενάρχη της …….., ήτοι από το έτος 1850 περίπου, όταν και απέκτησαν με τα με αριθμούς … και … του 1864 συμβόλαια του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ….. που νόμιμα μεταγράφηκαν στον τόμο … και με αρ. … και …., την επίδικη ευρύτερη έκταση με αγορά από την …… Ότι σε κάθε περίπτωση οι ανωτέρω δικαιοπάροχοί τους άσκησαν πράξεις νομής στο ακίνητο με καλή πίστη και διάνοια κυρίων από το έτος 1850 τουλάχιστον μέχρι σήμερα για πάνω από 150 έτη αδιαλείπτως, θεμελιώνοντας κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, έτι περαιτέρω θεμελιώνοντας μέχρι το έτος 1915 και τη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς ο απώτερος δικαιοπάροχός τους ………., η οικογένειά του και οι κληρονόμοι του καλλιεργούσαν το επίδικο και την ευρύτερη έκταση με στάρι και κριθάρι, αρακά και αμπέλι συνεχώς από το έτος 1850 μέχρι το 1962, οπότε οικοπεδοποιήθηκε η ευρύτερη περιοχή και το επίδικο ακίνητο οριοθετήθηκε και στη συνέχεια ως οικόπεδο μεταβιβάσθηκε στις ενάγουσες. Ότι ήδη όλη η περιοχή έχει μορφή οικισμού με πολλές εξοχικές και κύριες κατοικίες που έχουν συνδεθεί με δίκτυα ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ύδρευσης, οι δε ενάγουσες δηλώνουν το επίδικο στην αρμόδια Εφορία και υπόκεινται σε ανάλογη φορολογία. Ότι κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας στις 13.1.2006, το εν θέματι ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ …………………, αλλά καταχωρίστηκε ανακριβώς με δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, κατόπιν ανυπόστατου ισχυρισμού του τελευταίου περί δασικού ή ανέκαθεν κρατικού χαρακτήρα του ως άνω περιγραφόμενου ακινήτου. Ενόψει των ανωτέρω, οι εναγόμενες επικαλούμενες άμεσο έννομο συμφέρον από την προσβολή του εμπράγματου δικαιώματος καθεμιάς, λόγω μη καταχώρισης του ακινήτου τους στις πρώτες εγγραφές, ζητούσαν να αναγνωριστούν τα εμπράγματα δικαιώματά τους, ήτοι η ψιλή κυριότητα της πρώτης και η ισόβια επικαρπία της δεύτερης στο επίδικο ακίνητο και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής με την καταχώριση τους στο κτηματολογικό φύλλο αυτού. Επίσης, να υποχρεωθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να προβεί σε όλες τις απαραίτητες διορθώσεις της παραπάνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής και να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως μη νόμιμα τα τελευταία δύο αιτήματα, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή, αναγνώρισε τις ενάγουσες, την μεν πρώτη ψιλή κυρία, τη δε δεύτερη ισόβια επικαρπώτρια του επίδικου ακινήτου και ακολούθως διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώριση της πρώτης ενάγουσας ως ψιλής κυρίας και της δεύτερης ως ισόβιας επικαρπώτριας, δυνάμει του με αριθμό …./10.7.1998 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. … και του με αριθμό …/1983 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας συμβ/φου, το οποίο νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. …. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του το ηττηθέν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μη λήψη υπόψη προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση σε όση έκταση βλάπτει τα δικαιώματά του, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω από 16.10.2014 αγωγή των εφεσίβλητων και να καταδικαστούν αυτές στη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του το εκκαλούν αιτιάται την εκκαλουμένη γιατί παρά το νόμο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ένεκα αοριστίας ως προς την περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ήτοι λόγω μη επαρκούς περιγραφής του επίδικου εντός της μείζονος εκτάσεως από την οποία φέρεται να προήλθε, καθώς στην αγωγή αναφέρεται ότι σε απώτερο δικαιοπάροχο των εναγουσών και δη στους … και … …. το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1962 συμβολαίου του συμβ/φου Σαλαμίνας ………. από την …….., στην οποία είχε περιέλθει σε μεγαλύτερη έκταση από κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός της. Ότι οι ενάγουσες παρέλειψαν να προσδιορίσουν την ακριβή θέση και τον προσανατολισμό του επίδικου, εντός της ευρύτερης έκτασης, την οποία ομοίως δεν προσδιόρισαν, παραλείποντας να περιγράψουν αυτό κατά σχέση μείζονος- ελάσσονος, με την επίκληση και προσάρτηση στο αγωγικό δικόγραφο τοπογραφικού διαγράμματος που να απεικονίζει τη θέση και τα όρια του επίδικου εντός της ευρύτερης έκτασης, καθώς και τα όρια των ευρύτερων εκτάσεων σε σχέση με άλλα όμορα σε αυτή γεωτεμάχια και δη με το σύστημα γεωγραφικών συντεταγμένων ΕΓΣΑ `87, που θα καθιστούσε απόλυτα προσδιορίσιμη τη θέση και την έκτασή τους. Ότι έτσι δεν είναι δυνατός ο εντοπισμός του επίδικου ακινήτου διαχρονικά εντός της μείζονος εκτάσεως από την οποία φέρεται να προήλθε. Ότι επιπλέον, δεδομένου ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αρνήθηκε την αγωγή και υποστήριξε ότι το επίδικο είναι δημόσιο κτήμα, οι ενάγουσες για το ορισμένο της αγωγής θα έπρεπε να επικαλούνται και να αποδεικνύουν όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το δικαίωμα κυριότητας με χρησικτησία, με συμπληρωμένη τριακονταετή καλόπιστη νομή μέχρι την 11.9.1915, η δε αγωγή είναι αόριστη γιατί αφενός δεν προσδιορίζεται ο χρόνος, ο τρόπος και το ποσοστό κτήσης της κληρονομίας από την ………, αφετέρου διότι, ενόψει της χρονολογίας του θανάτου του πατρός της …….. (μεταξύ 1918 και 1940), ο κληρονόμος δεν υπεισέρχεται στην κληρονομία δια της αποδοχής κληρονομίας και της μεταγραφής, αλλά οι εξωτικοί κληρονόμοι, καθώς και οι κατιόντες του κληρονομούμενου εφόσον δεν είναι υπεξούσιοι, για να αποκτήσουν την κληρονομία πρέπει να δηλώσουν την περί τούτου θέλησή τους, δηλαδή να αναμειχθούν στην κληρονομία, εκδηλώνοντας διάνοια κληρονόμου, σύμφωνα με το προϊσχύον βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση, πλην όμως εν προκειμένω οι ενάγουσες δεν επικαλούνται τέτοιο τρόπο υπεισέλευσης στην κληρονομία για την απώτερη δικαιοπάροχό τους, …………. Ότι επιπροσθέτως, η κρινόμενη αγωγή, δεδομένης της ρητής και ειδικής άρνησης του Ελληνικού Δημοσίου όσον αφορά τον τρόπο κτήσης της κυριότητας τόσο από τις αντιδίκους, όσο και από τους δικαιοπαρόχους τους, θα έπρεπε να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω επιγενόμενης αοριστίας, καθώς οι ενάγουσες δεν μνημονεύουν στο αγωγικό δικόγραφο, συγκεκριμένες, εμφανείς και υλικές πράξεις νομής, υπό συγκεκριμένων προσώπων και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και με το πέρασμα του χρόνου εντοπιζόμενες ειδικά στην επίδικη έκταση, καθώς και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη των νομέων. Σε ό,τι αφορά τους παραπάνω ισχυρισμούς λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Ως προς το επίδικο ακίνητο σημειώνεται ότι αυτό φέρεται ότι μεταβιβάσθηκε στις ενάγουσες με τα προαναφερόμενα συμβόλαια γονικής παροχής όχι ως μέρος μείζονος έκτασης, αλλά αυτοτελώς ως διακριτό ακίνητο και όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, είδος, έκταση, όρια και όμορους ιδιοκτήτες, χωρίς να ενδιαφέρει αν σε παρελθόντα χρόνο στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγουσών ………. αυτό είχε περιέλθει ως τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης (βλ. ΜονΕφΠειρ 669/2023 δημ. στην efeteio-peir.gr). Ιδίως επισημαίνεται ότι αναφέρεται το ΚΑΕΚ που έχει λάβει αυτό κατά την κτηματογράφησή του που είναι ο αριθμός ……….. Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 § 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 § 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. Δ. Παπαστερίου, «Κτηματολογικό Δίκαιο», εκδ. 2013, σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κ.λπ., τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα»(πχ. συνοικία), τα προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο-γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή (βλ. ΜονΕφΠατρ 206/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 193/2022, ΜονΕφΠειρ 387/2021 στην efeteio-peir.gr). Μάλιστα στην υπό κρίση περίπτωση, οι ενάγουσες έχουν προσδιορίσει και τα όμορα του επίδικου ακίνητα με τα δικά τους ΚΑΕΚ, περιγράφοντας με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το επίδικο ακίνητο. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου δεν προκύπτει ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι το επίδικο ακίνητο υπήρξε δημόσιο, ούτως ώστε να απαιτείται να προβάλλουν κτήση κυριότητας από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους με χρησικτησία βάσει των διατάξεων του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για τριάντα έτη και καλή πίστη μέχρι τις 11.9.1915. Αντίθετα υποστηρίζουν ότι ήταν ανέκαθεν ιδιωτικό. Σημειώνεται ότι εάν o επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η παράγωγη κτήση, όπως στην προκείμενη περίπτωση, για το ορισμένο της αγωγής θα πρέπει να εκτίθεται σε αυτή ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, χωρίς και τη μνεία του τόμου μεταγραφής, επιπλέον δε πρέπει να αναφέρεται ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος μεταβιβασθέντος ακινήτου, χωρίς να είναι αναγκαία και η αναφορά στο όνομα του τελευταίου. Δεν είναι απαραίτητο στοιχείο ο τρόπος κτήσης κυριότητας από το δικαιοπάροχο, εκτός αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του τελευταίου, οπότε ο ενάγων κατά παραδεκτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του της πρώτης συζήτησης έχει το βάρος να ισχυρισθεί και να αποδείξει τα περιστατικά που στηρίζουν την κτήση κάποτε του δικαιώματος από τον δικαιοπάροχο του και ανάλογα με την έκταση της αμφισβήτησης και των απώτερων δικαιοπαρόχων μέχρι τη συμπλήρωση πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας αυτών (ΑΠ 23/2020, ΑΠ 403/2018, Μον ΕφΠατρών 87/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγουσες έχουν ως κύρια βάση της αγωγής τους τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και επικουρικά την τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Εκθέτουν δε, τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τους δικαιοπαρόχους τους, αλλά και τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατά τον ΑΚ, αλλά και προηγουμένως κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, καθώς αναφέρουν συγκεκριμένες, εμφανείς και υλικές πράξεις νομής από αυτούς με καλή πίστη των δικαιοπαρόχων τους, δεδομένου ότι στηρίζονταν σε συμβολαιογραφικούς τίτλους, ότι η επίδικη έκταση τους ανήκε, με την καλλιέργεια της γης με στάρι, κριθάρι, αρακά και αμπέλι συνεχώς από το έτος 1850 μέχρι το 1962, οπότε οικοπεδοποιήθηκε η ευρύτερη περιοχή και το επίδικο ακίνητο οριοθετήθηκε και ως οικόπεδο, ενώ στη συνέχεια κτίσθηκαν σε αυτό τα οικήματα που αναφέρονται στην αγωγή και μεταβιβάσθηκε στις ενάγουσες. Επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.
Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις για την έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κτήση κυριότητας και κακώς εκτίμησε άπαντα τα ενώπιον του προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, δεδομένου ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει σε δημόσιο κτήμα, επιπλέον με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς του αιτιάται την εκκαλουμένη ότι δεν έλαβε υπόψη της τα σχετικά 1 έως 12 έγγραφα, όπως τα αριθμεί το εκκαλούν στο εφετήριο, παρότι πρωτοδίκως το Δημόσιο ως εναγόμενο νομίμως μετ’ επικλήσεως τα προσκόμισε και από αυτά προκύπτει ο δασικός και δημόσιος χαρακτήρας του επίδικου ακινήτου, ενώ με τον τέταρτο λόγο της έφεσης παραπονείται ότι καίτοι τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα έγγραφα που αυτό προσκόμισε έχουν τον χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου, δοθέντος ότι έχουν συνταχθεί κατά το νόμιμο τύπο από τον εκάστοτε υπογράφοντα αυτά καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο, οπότε έχουν πλήρη και δεσμευτική αποδεικτική δύναμη για όσα γεγονότα βεβαιώνουν ότι έγιναν ενώπιον του εκάστοτε συντάκτη τους ή από τον ίδιο κι ενώ κάθε συντάκτης των προσκομισθέντων εγγράφων κατόπιν αυτοψίας, μετρήσεων, εφαρμογής διαγραμμάτων και ερμηνείας αεροφωτογραφιών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα με δασικό χαρακτήρα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε ελεύθερα τα εν λόγω δημόσια έγγραφα και απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό.
Πριν το παρόν Δικαστήριο προχωρήσει στην εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να σημειωθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση και έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους (Ολ. Α.Π. 23/2008, ΑΠ 383/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Τούτο ισχύει τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου, όσο και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ουσίας. Έτσι δεν συνιστά ορισμένη επίκληση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων η γενικόλογη αναφορά του διαδίκου στις προτάσεις του που καταθέτει ενώπιον του Εφετείου, στα αποδεικτικά μέσα που είχε επικαλεσθεί στις προτάσεις που κατέθεσε στον πρώτο βαθμό. Τέτοιου είδους επίκληση ισοδυναμεί με μη επίκληση των έστω προσκομιζόμενων από αυτόν στον σχετικό φάκελο αποδεικτικών μέσων, τα οποία για τον λόγο αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη. Εν προκειμένω, οι εφεσίβλητες τα μόνα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι στη σελίδα 2 και 3 αυτών, οι τίτλοι ιδιοκτησίας τους, ήτοι το με αριθμό …/10-07-1998 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών ………, μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. …, το με αριθμό …/1983 συμβόλαιο γονικής παροχής της ίδιας συμβ/φου νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. … και το από τον Ιούλιο του 1977 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., υπό στοιχεία ΑΒΓΔΑ με έκταση 188,00 τ.μ. μετά των σε αυτό υφιστάμενων κτισμάτων, ενώ στη σελίδα 19 των προτάσεών τους αναφέρονται και στις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που οι διάδικοι εξέτασαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ………. (για τις ενάγουσες) και ……… του …. (για το εναγόμενο), όπως οι καταθέσεις αυτές περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου που επικαλείται και προσκομίζει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Κατά τα λοιπά δεν επικαλούνται συγκεκριμένα στις προτάσεις τους τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που εμπεριέχονται στον φάκελο που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά αρκούνται στο να διαλάβουν στις κατ’ έφεση προτάσεις τους ότι «Κατά τα λοιπά αναφερόμαστε μετ’ επικλήσεως στις κατά τον α’ βαθμό κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις μας, καθώς και στα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως σχετικά έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στις προτάσεις μας αυτές», ήτοι αρκούνται σε επίκληση που δεν είναι ειδική για κάθε αποδεικτικό μέσο, ως θα όφειλαν δικονομικά. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο θα λάβει υπόψη από τα προσκομιζόμενα από τις εφεσίβλητες αποδεικτικά μέσα, μόνο αυτά που μνημονεύονται παραπάνω ως επικληθέντα και όχι τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που εκείνες προσκομίζουν.
Ακολούθως, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα των εναγουσών-εφεσίβλητων ……….. και του μάρτυρα του εναγόμενου- εκκαλούντος ………. που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από το υπ’ αριθ. …./10-07-1998 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών … …, μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. …, το με αριθμό …/1983 συμβόλαιο γονικής παροχής της ίδιας συμβ/φου νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. …. και το από τον Ιούλιο του 1977 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι εφεσίβλητες, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει το εκκαλούν, συμπεριλαμβανομένων των σχεδιαγραμμάτων και αυτών που αναφέρει στον τρίτο λόγο εφέσεώς του, καθώς και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι το αποτυπωμένο στο από Ιούλιο του 1977 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……… υπό στοιχεία ΑΒΓΔΑ με έκταση 188 τ.μ. γεωτεμάχιο, μετά του επ’ αυτού υφισταμένου ισογείου κτίσματος επιφάνειας 70 τ.μ., μιας αποθήκης επιφάνειας 26,32 τ.μ. και ενός υπόστυλου χώρου 20 τ.μ., ευρισκόμενο εκτός σχεδίου πόλης στην περιοχή «…» … Σαλαμίνας, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο. Με το με αριθμό …./10.7.1998 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών . .…. νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο . και με α.α. …., στο οποίο και προσαρτάται το ανωτέρω τοπογραφικό, η …….. πρώην σύζυγος ……….. και δεύτερη ενάγουσα, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής το παραπάνω ακίνητο, όπως περιγράφεται συνορεύον βόρεια με το με αριθμό 3 αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας ……., νότια με το με αριθμό 1 αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστου, ανατολικά με ιδιοκτησία ……. και δυτικά με οδό πλάτους 8 μέτρων, κατά ψιλή κυριότητα στην κόρη της ……….., πρώτη ενάγουσα, παρακρατώντας για τον εαυτό της το δικαίωμα της ισόβιας επικαρπίας. Η παρέχουσα είχε αποκτήσει το ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα από τον πατέρα της, …….. με το με αριθμό ……/1983 συμβόλαιο γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου το οποίο νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …… και με α.α. …….., στο οποίο το ακίνητο περιγράφεται κατά τα ανωτέρω («μετά της εν αυτώ εκτισμένης ισογείου οικίας εμβαδού τούτης μέτρων τετραγωνικών εκατό 100 αποτελούμενης εκ δύο διακεκριμένων κτισμάτων του ενός εμβαδού μέτρων τετραγωνικών τριάκοντα 30 και του ετέρου εμβαδού μέτρων τετραγωνικών εβδομήκοντα 70») και αναφέρεται ότι εμφαίνεται στο από Μαϊου 1966 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …. …, προσαρτημένου στο με αριθμό …../1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. Στο ίδιο υπ’ αριθ. …./1983 συμβόλαιο γονικής παροχής αναφέρεται ότι το παραπάνω ακίνητο είχε περιέλθει στην κυριότητα, νομή και κατοχή το παρέχοντος …. . εξ αγοράς δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1972 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς .………. Πωλητής, στο εν λόγω συμβόλαιο, όπως κατέθεσε σχετικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η μάρτυρας των εναγουσών ………….., γεννημένη το έτος 1950, κάτοικος …. Σαλαμίνας, ήταν ο …………, ο οποίος μέχρι τότε το νεμόταν και το είχε λάβει με τη σειρά του στη νομή του εξ αγοράς από τους ……… και …………. όπως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο με το υπ’ αριθ. ………/1-8-1966 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Η ίδια μάρτυρας βεβαίωσε ότι οι μεν ……. και ………. είχαν λάβει στη νομή τους το επίδικο ακίνητο από τη μητέρα τους, …………, μεταβίβαση ως προς την οποία οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι έγινε δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./1962 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. νομίμως μεταγραφέντος, η δε ……… είχε αποκτήσει το επίδικο σε μεγαλύτερη έκταση από τον πατέρα της ……., ο οποίος το είχε κληρονομήσει πολλά χρόνια πριν από τους προγόνους του. Η εν λόγω μάρτυρας και παλιά κάτοικος της περιοχής ….. Σαλαμίνας, ανέφερε χαρακτηριστικά «Η οικογένεια αυτή ………. ήταν ξακουστή για τα οικόπεδά της τα οποία τα καλλιεργούσαν» (βλ. σελίδα 3 των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών). Το γεγονός ότι υπήρχαν πράξεις νομής στο επίδικο εκ μέρους της ……….. την περίοδο 1926 έως 1940 παραδέχθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ο μάρτυρας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, …………., υπάλληλος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, ο οποίος ανέφερε για το Ελληνικό Δημόσιο ότι «Το ’26 με ’27 έβγαλε πρωτόκολλα στην …. μέχρι και το `40», υποστηρίζοντας ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στο δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. …….. (όπως αυτό περιγράφεται στο βιβλίο καταγραφής δημοσίων κτημάτων της Εφορίας Σαλαμίνας). Βέβαια, ερωτηθείς ο εν λόγω μάρτυρας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγουσών αν γνωρίζει την 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας επί αντιδικίας της …….. ……… με το Ελληνικό Δημόσιο, ποιον αναγνώρισε ιδιοκτήτη της περιοχής και αν ακυρώθηκαν τα εκδοθέντα πρωτόκολλα-γνωμοδοτήσεις της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας της περιόδου 1926-1939 σε βάρος της ……….. δήλωσε άγνοια. Ομοίως το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στην έφεσή του ουδέν αναφέρει και ούτε καν πλήττει ως αναληθή την παραδοχή της εκκαλουμένης απόφασης ότι εκδόθηκε απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας το έτος 1940 που αφορά στην ευρύτερη έκταση όπου εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, στην δε εκκαλουμένη διαλαμβάνονται σχετικά τα εξής: «Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η με αριθμό 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας, έκρινε επί ανακοπής ασκηθείσας από την ………. κατά Πρωτοκόλλου Γνωμοδοτικής Επιτροπής του άρθρου 5 του ν. 5895 για τα έτη 1926 έως και 1939. Στην εν λόγω απόφαση και δη στο σκεπτικό αυτής αναφέρεται ότι ο αγρός στον οποίο αφορά το Πρωτόκολλο ανήκε στην …………, πωλήθηκε στον ……., και στον ……….., κατοίκους ……. με τα με αριθμούς …. και ………../1864 συμβόλαια του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …………, και εν συνεχεία περιήλθε με κληρονομιά στην ……….. το γένος ………., και ότι ο επίδικος αγρός καλλιεργούνταν προ εβδομηκονταετίας από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες και την ………., χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους και ότι η ανακόπτουσα κατ’ επέκταση κατέστη κυρία νομέας και κάτοχος του επιδίκου. Με βάση αυτό το σκεπτικό έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε το Πρωτόκολλο και παρότι δεν αναγνωρίζει κυριότητα κατά το διατακτικό της, η εν λόγω απόφαση μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας». Η εν λόγω απόφαση 38/1940 του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας λαμβάνεται υπόψη παραδεκτά από το παρόν Δικαστήριο, καθώς είναι γνωστή σε αυτό από προηγούμενη ενέργειά του κατ’ άρθρο 336 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. απόφαση 516/2020 ΜονΕφΠειρ). Το Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι το επίδικο γεωτεμάχιο είναι δάσος/δασική έκταση, συνεπεία και της μορφολογίας του, καθώς και των λοιπών ειδικών χαρακτηριστικών του (βραχώδης έκταση, με μεγάλη κλίση 35% και εξαιρετικά πυκνή δασική βλάστηση σε ποσοστό άνω του 80%), ότι ήταν εντελώς ακατάλληλο για οποιαδήποτε άλλη χρήση (π.χ. αγροτική και γεωργική εκμετάλλευση) και συνεπώς, ουδέποτε δεσπόσθηκε από τρίτους, με δεδομένο ότι δεν προκύπτουν ίχνη καλλιέργειας της έκτασης αυτής, ούτε και η άσκηση άλλων διακατοχικών πράξεων, περιελθούσα εκ του λόγου αυτού, ως ανέκαθεν αδέσποτη, κατά την 10-7-1837, οπότε δημοσιεύθηκε ο νόμος «περί διακρίσεως κτημάτων», στο Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης με τις προτάσεις του το Δημόσιο υποστηρίζει ότι τμήμα του επίδικου ακινήτου αποτελεί δασική έκταση σύμφωνα με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ………./20-5-2021 έγγραφο του Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά. Στο εν λόγω έγγραφο που δόθηκε κατόπιν της άσκησης της ένδικης αγωγής και υπογράφεται από τη δασολόγο ……….. αναφέρεται ότι «Ο Γ.Γ. Περιφέρειας Αττικής υπέβαλε την 2765/12-9-02 (αρ. κατάθ. ………/11-9-02) Δήλωση Ιδιοκτησίας του άρθρ. 2 του Ν. 2308/95 για τις δασικές εκτάσεις του τ. δήμου Σεληνίων της νήσου Σαλαμίνας για τις οποίες ίσχυε το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου σύμφωνα με την Δασική Νομοθεσία. Με την ψήφιση του ν. 3208/2003 (μεταγενέστερα της δήλωσης), ρυθμίστηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών και δασικών εκτάσεων της νήσου Σαλαμίνας. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του ως άνω νόμου τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της ν. Σαλαμίνας αναγνωρίζονται ως ιδιωτικά, πλην αυτών της διαλυμένης Μονής του «…….» και της περιοχής «………» που ανήκουν στο δημόσιο. Με την παρ. 13 του άρθρ. 21 διευκρινίζεται επίσης ότι «στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις του παρόντος νόμου δεν υπάγονται οι εκτάσεις που είναι καταγεγραμμένες στα βιβλία δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών ως δημόσια κτήματα». Ο ΚΑΕΚ ……… δεν εμπίπτει στις δημόσιες δασικές εκτάσεις της διαλυμένης μονής του «……..» και της περιοχής «…». Στον πρόσφατα αναρτημένο χάρτη της περιοχής τμήμα του επίδικου ΚΑΕΚ εμβαδού 106 τ.μ. εμφανίζεται ως ΑΑ (ΑΛΛΗΣ ΜΟΡΦΗΣ/…) και το υπόλοιπο τμήμα ως ΔΑ εμβαδού 82 τ.μ. (ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ Α/Φ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗΣ ΛΗΨΗΣ Η ΠΡΟΥΦΙΣΤΑΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΦ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΛΗΨΗΣ & ΣΤΙΣ ΑΥΤΟΨΙΕΣ*)». Εντούτοις, στα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από το εκκαλούν από 20.3.1940 και από 7.3.1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας για τα έτη από 1926 έως και 1939, σε βάρος της …….. για χρήση της ευρύτερης έκτασης στην οποία εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, τούτο χαρακτηρίζεται ως αγρός και επιβάλλεται καταβλητέο μίσθωμα που αντιστοιχεί σε αγρό και όχι σε δασική έκταση. Επιπλέον, όπως το Ελληνικό Δημόσιο δεν αμφισβητεί, τα παραπάνω πρωτόκολλα ακυρώθηκαν με την 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας, κατόπιν άσκησης ανακοπής από την ………, καθώς κρίθηκε ότι η εν λόγω έκταση δεν ήταν δημόσια, αλλά ότι είχε πωληθεί από την ……… με τα με αριθμούς … και …/1864 συμβόλαια του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………, και εν συνεχεία περιήλθε με κληρονομιά στην ……….. το γένος …….., και ότι ο επίδικος αγρός καλλιεργούνταν προ εβδομηκονταετίας από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες και την ………. Συνακόλουθα, τα ίδια τα έγγραφα που προσκόμισε το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άλλοτε παρουσιάζουν το επίδικο ακίνητο ως αγρό (τα ακυρωθέντα πρωτόκολλα του έτους 1940) και άλλοτε ως εν μέρει δασική έκταση, χωρίς ωστόσο και πάλι να διευκρινίζεται τι είδους βλάστηση παρατηρείται στα 82 τ.μ., τα οποία το Δημόσιο εμφανίζει ως δασικά. Επομένως αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει ότι οι βεβαιώσεις που τα όργανά του εξέδωσαν σχετικά με τη δασική φύση του επίδικου ακινήτου αποτελούν πλήρη απόδειξη η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστό στο Δικαστήριο αυτό από προηγούμενες ενέργειές του κατ’ άρθρο 336 παρ.2 ΚΠολΔ σε υποθέσεις κτηματολογίου (βλ. ΜονΕφΠειρ 268/2020), ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασικών εκτάσεων, που βρίσκονται στη νήσο Σαλαμίνα πρέπει να θεωρείται ότι έχει λυθεί από την 24.1.1845 με την υπ’ αριθ. 305 απόφαση της αρμόδιας επιτροπής επί των διαφιλονικούμενων δασών (άρθρο 3 του έχοντος ισχύ νόμου Δ/τος της 17/29-11-1836) με την οποία αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά όλα τα δάση τα ευρισκόμενα στους αγρούς και τα ορεινά μέρη της Σαλαμίνας, εκτός από τα ανήκοντα στη διαλυμένη μονή του ……….., τα οποία θεωρούνται εθνικά. Την απόφαση αυτή αποδέχθηκε το Δημόσιο με το υπ’ αριθ. ………./31-3-1845 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο γνωστοποιήθηκε στον ……….., ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας, ο οποίος και το κατέθεσε ενώπιον του Συμβολαιογραφούντος τότε Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας …….., αφού συντάχθηκε γι’ αυτό η υπ’ αριθ. …./13-6-1845 πράξη καταθέσεως. Το ως άνω έγγραφο το Υπουργείου Οικονομικών δεν βρέθηκε αυτούσιο στον σχετικό φάκελο, αλλά το ότι εκδόθηκε αυτό από το Υπουργείο Οικονομικών σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 305/1845 απόφασης της επιτροπής επί των διαφιλονικούμενων δασών αποδεικνύεται από το υπ’ αριθ. ……./23-6-1909 έγγραφο του αυτού Υπουργείου προς τον εκτελούντα χρέη Δασάρχη Αστυνομικό Διευθυντή Μεγαρίδος, στον οποίο υπαγόταν τότε δασικώς η Σαλαμίνα και στον οποίο έδωσε εντολή να διαχειρίζεται τα δάση της Σαλαμίνας ως ιδιόκτητα, την Υπουργική δε αυτή απόφαση να ανακοινώσει προφορικά προς τους ενδιαφερόμενους. Επομένως ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που με βάση το υπ’ αριθ. πρωτ. ……../20-5-2021 έγγραφο του Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά, τμήμα του επίδικου ήταν δασική έκταση, δεδομένου ότι κατά το ίδιο έγγραφο δεν εμπίπτει στις δημόσιες δασικές εκτάσεις της διαλυμένης μονής του «…….» και της περιοχής «………», περιλαμβάνεται στις εκτάσεις που με την της υπ’ αριθ. 305/1845 απόφαση της επιτροπής επί των διαφιλονικούμενων δασών χαρακτηρίστηκαν ιδιωτικές. Εντέλει αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβανόταν σε έκταση ανέκαθεν ιδιωτική που αποτέλεσε αντικείμενο συναλλαγής ήδη από το έτος 1864, όταν αγοράστηκε από τον ……….και τον ……. με τα υπ’ αριθ. ….. και …./1864 συμβόλαια του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……….. Εν συνεχεία, ο επίδικος αγρός περιήλθε με κληρονομιά στην ………. το γένος …….., η οποία με βάση το υπ’ αριθ. ……./23.5.1962 συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγραφέντος παρέδωσε τη νομή του στους γιους της ……… και ……… Αυτοί με τη σειρά τους παρέδωσαν τη νομή του επίδικου ακινήτου στον ……….. με βάση το υπ’ αριθ. ……./1.8.1966 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, ο δε …….. παρέδωσε τη νομή του εν λόγω ακινήτου λόγω πώλησης στον πατέρα και παππού των εναγουσών αντίστοιχα, ……….. δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1972 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με α.α. ….. Έπειτα ο …….., δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1983 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου του Δήμου Σαλαμίνας στον τόμο …., με α.α. …., μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα στην κόρη του, …….., δεύτερη ενάγουσα και η τελευταία με το υπ’ αριθ. ……../10.7.1998 συμβόλαιο γονικής παροχής- παρακράτησης δικαιώματος επικαρπίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, με α.α. …. μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του επίδικου ακινήτου στην πρώτη ενάγουσα θυγατέρα της, ….. …. και παρακράτησε ισοβίως στην επικαρπία του ακινήτου. Από το έτος 1864 που κατά τα ανωτέρω το επίδικο ακίνητο σε ευρύτερη έκταση έλαβε στη νομή του ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγουσών, ………. και όσοι ακολούθως τον διαδέχτηκαν στη νομή του κατά τα ανωτέρω και μέχρι το έτος 1962, οπότε το ακίνητο οικοπεδοποιήθηκε μαζί με την ευρύτερη περιοχή, άπαντες οι νομείς (……… και ……….,) καλλιεργούσαν τον εν λόγω αγρό, με στάρι, κριθάρι, αρακά και αμπέλι, έχοντας διάνοια κυρίου και καλή πίστη ότι δεν καταπατούν τα δικαιώματα κάποιου τρίτου. Εξάλλου, από το έτος 1962 που το εν λόγω ακίνητο παραδόθηκε σε ευρύτερη έκταση από την ………. στη νομή των τέκνων της, … και … .., αυτοί προχώρησαν στην οικοπεδοποίηση και οριοθέτηση του μέχρι τότε αγρού, ασκώντας έτσι πράξεις νομής στο ακίνητο, προσιδιάζουσες στην ιδιότητά του ως οικοπέδου. Ομοίως ως οικόπεδο χρησιμοποιούσε το ακίνητο ο …. …., ο οποίος το έλαβε στη νομή του από την 1.6.1966 από τους … και …….., ο δε άμεσος δικαιοπάροχος της δεύτερης ενάγουσας, ……. που το έλαβε στη νομή του από τον ……. το έτος 1972 με το υπ’ αριθ. ……./1972 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, συνέχισε να ασκεί σε αυτό πράξεις νομής προσιδιάζουσες σε οικόπεδο, καθώς έχτισε εντός αυτού οικία και αποθήκη αντίστοιχα 70 τ.μ. και 30 τ.μ., όπως τα κτίσματα αυτά είχαν αποπερατωθεί στις 24.8.1983, ήτοι κατά την κατάρτιση του ως άνω υπ’ αριθ. …../1983 συμβολαίου γονικής παροχής προς την κόρη του δεύτερη ενάγουσα, δεδομένου ότι τα κτίσματα αυτά περιγράφονται στο εν λόγω συμβόλαιο. Έτσι, ο ……… στις 24.8.1983 που μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο κατά κυριότητα στην πρώτη ενάγουσα είχε καταστεί αποκλειστικός κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ, καθώς προσμετρουμένου του χρόνου χρησικτησίας των προαναφερόμενων δικαιοπαρόχων του κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ, ήδη από την εισαγωγή του ΑΚ, το έτος 1946 μέχρι τις 24.8.1983, ασκούσε φυσική εξουσίαση αυτού με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών. Συνακόλουθα, στην δεύτερη ενάγουσα μεταβιβάσθηκε με παράγωγο τρόπο, κατά πλήρη κυριότητα το ακίνητο αυτό με το αμέσως παραπάνω συμβόλαιο γονικής παροχής από τον κύριο του ακινήτου παρέχοντα πατέρα της, …. με νόμιμη αιτία τη γονική παροχή, το δε υπ’ αριθ. …/1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας . …. μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …., με α.α. …. Επίσης, το ίδιο ακίνητο με νόμιμο παράγωγο τρόπο μεταβιβάσθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/10.7.1998 συμβολαίου γονικής παροχής- παρακράτησης δικαιώματος επικαρπίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με α.α. …, ως προς την ψιλή κυριότητα από τη μέχρι τότε έχουσα την αποκλειστική πλήρη κυριότητα του ακινήτου δεύτερη ενάγουσα στην πρώτη ενάγουσα κόρη της, παρακρατώντας η δεύτερη ενάγουσα επ’ αυτού την ισόβια επικαρπία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή στις 13.1.2006, το επίδικο ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………… με έκταση 189 τ.μ. και καταχωρίστηκε με κύριο το Ελληνικό Δημόσιο κατόπιν σχετικής αίτησης του τελευταίου και με την παρατήρηση στο κτηματολογικό του φύλλο «σε συνδυασμό με το με αριθμό 59 του βιβλίου καταγραφής». Η καταχώριση αυτή στηρίχθηκε στο ότι το επίδικο ακίνητο φέρεται στο βιβλίο καταγραφής δημοσίων κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας ότι εμπίπτει στο με Α.Β.Κ. … δημόσιο κτήμα με βάση το από 27-2-1939 διάγραμμα των μηχανικών ….- ……, με το οποίο έγινε καταγραφή του εν λόγω δημόσιου κτήματος. Εντούτοις, η παραπάνω καταχώριση τυγχάνει ανακριβής και το θεμέλιό της αβάσιμο ουσιαστικά, αφού, όπως αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, το επίδικο ακίνητο τύγχανε ανέκαθεν ιδιωτικό, όλα τα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της περιόδου από 1926 έως και 1939 με τα οποία η Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας επέβαλε μισθώματα σε βάρος της ………… για τη χρήση αγρού εντός του οποίου ενέπιπτε και το επίδικο ακίνητο ακυρώθηκαν με την 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας κατόπιν ανακοπής αυτής με την οποία υποστήριζε την αδιάλειπτη νομή και κυριότητα της ίδιας και των δικαιοπαρόχων της, απορριπτομένων στην ουσία τους των υποστηριζόμενων από το εκκαλούν στον δεύτερο λόγο έφεσης ότι ανέκαθεν το επίδικο ανήκε στην περιουσία του και την οποία αυτό ανεμπόδιστα διαχειριζόταν, με διακατοχικές στο ακίνητο πράξεις. Εξάλλου, το από 27.2.1939 διάγραμμα των μηχανικών …- ….., στο οποίο στηρίχθηκε το Ελληνικό Δημόσιο για να καταγράψει το επίδικο ως δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. ……., έρχεται σε αντίθεση με την 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας που έκανε λόγο για αγρό που ανήκε το έτος 1864 στην ……, η οποία το πώλησε στον …. και ….. ….. με τα υπ’ αριθ. … και …./1864 συμβόλαια και στη συνέχεια κληρονόμησε αυτόν η … ….. Επομένως, ούτε και τα έγγραφα που εξέδωσε το Ελληνικό Δημόσιο δια των οργάνων του και απαριθμεί στον τρίτο λόγο έφεσης και με τα οποία εμφανίζεται το επίδικο ως μέρος δημοσίου κτήματος και δασική έκταση δημιουργούν πλήρη απόδειξη υπέρ του Δημοσίου, καθώς εν προκειμένω δεν πρόκειται για απόδειξη των πράξεων που έγιναν από τα παραπάνω όργανα του Δημοσίου ή ενώπιον τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για τη σύνταξη των ανωτέρω εγγράφων κατ’ άρθρο 438 ΚΠολΔ, το δε Δημόσιο με την έκδοση εγγράφων από τα όργανά του που βεβαιώνουν την ιδιοκτησία του δεν μπορεί να αποκτήσει εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων που δεν του ανήκουν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος, απορριπτομένων στην ουσία τους των τρίτου και τέταρτου λόγων έφεσης. Αποδείχθηκε ότι το επίδικο ουδέποτε υπήρξε αδέσποτο, ουδέποτε χρησιδέσποσε αυτό το Ελληνικό Δημόσιο, δεν ανήκε σε Οθωμανούς που κατά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το εγκατέλειψαν, δεν υπήρξε χορτολιβαδική έκταση, αλλά ούτε και δάσος. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά δέχθηκε ότι η πρώτη κτηματολογική εγγραφή αναφορικά με τον δικαιούχο του με ΚΑΕΚ ………. ακινήτου τυγχάνει ανακριβής προσβάλλουσα τα εμπράγματα δικαιώματα των εναγουσών, δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την αγωγή, κατόπιν απορρίψεως των ενστάσεων του Ελληνικού Δημοσίου ως αναπόδεικτων και α) αναγνώρισε κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα δυνάμει του υπ’ αριθ. …/10.7.1998 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. … και του υπ’ αριθ. ………./1983 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. …, ότι η ……….. κατέστη ψιλή κυρία και ότι η ………, πρώην συζ. ………, κατέστη ισόβια επικαρπώτρια στο αποτυπωμένο από Ιούλιο του 1977 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., υπό στοιχεία ΑΒΓΔΑ με έκταση 188 τ.μ. γεωτεμάχιο, μετά του επ’ αυτού υφιστάμενου ισόγειου κτίσματος επιφάνειας 70 τ.μ. αποθήκης επιφάνειας 26,32 τ.μ. και υπόστυλου χώρου 20 τ.μ., ευρισκόμενο εκτός σχεδίου πόλης στην περιοχή ……….. Σαλαμίνας, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, το οποίο στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας φέρει το ΚΑΕΚ …………, β) διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώριση της ………. ως ψιλής κυρίας και της …………, πρώην συζ. ……….., ως ισόβιας επικαρπώτριας δυνάμει των αμέσως προαναφερόμενων συμβολαίων γονικής παροχής. Συνακόλουθα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της στο σύνολό της η υπό κρίση έφεση του Ελληνικού Δημοσίου με αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1, 68 παρ.1 και 69 του ν. 4194/2013, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμός 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως τούτο ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/08.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.01.1993) που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του ν. 1738/1987, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 10.10.2022 έφεση κατά της 795/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 26.6.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ