ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 257/2024
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους δικαστές, Θεώνη Μπούρη, πρόεδρο εφετών, Ελένη Νικολακοπούλου, εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη – εισηγητή και τη γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων – εφεσιβλήτων: 1) …………2) ……. εξωχώριας εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον πρώτο, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Αβραάμ Ιορδανίδη, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Του καλουμένου – εκκαλούντος: ……….. δικηγόρου, κατοίκου ……., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ……./2011 αγωγή, που ζήτησαν να γίνει δεκτή.
Το Δικαστήριο με τη με αριθμό 2499/2022 οριστική απόφαση δέχθηκε την αγωγή.
Εναντίον αυτής της απόφασης ο εναγόμενος εκκαλών άσκησε την με αρ. κατ. ……../2022 έφεση και το με αρ. κατ. ………../2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης. Με την με αρ. κατ. ……../2023 κλήση η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ορίστηκαν να συζητηθούν την 1.6.2023. Με την με αρ. 23/2024 πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής για τον λόγο που αναφέρεται εκεί. Με την με αρ. 27/2024 πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς (αρ. κατ. ………../2024) ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα, με την υπ’ αρ. 27/2024 πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς (αρ. εκθ. κατ. ……../2024) φέρεται για συζήτηση η υπόθεση που αφορά την με αρ. κατ. ……./2022 έφεση και τους με αρ. κατ. ………/2023 πρόσθετους λόγους έφεσης, η επανάληψη συζήτησης της οποίας διατάχθηκε με την υπ’ αρ. 23/2024 πράξη του για τον λόγο που αναφέρεται εκεί (ΚΠολΔ 307).
Η υπό κρίση έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της υπ’ αρ. 2499/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1, 520 παρ. 2, ηλεκτρονικό παράβολο …………./2022). Πρέπει επομένως να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους και, αφού κριθούν ως τυπικά δεκτές, να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή, κατά το ενδιαφέρον μέρος του μεταβιβαστικού της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής αποτελέσματος, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, δεν κατέστη κύριος τού στην αγωγή περιγραφομένου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και δη με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αρ. …../2010 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., από την αληθινή κυρία αυτού δεύτερη ενάγουσα, η οποία στο ως άνω συμβόλαιο φέρεται να εκπροσωπήθηκε από τον εναγόμενο, ως διαχειριστή και μοναδικό μέτοχο αυτής, επειδή αυτός καμία από τις ιδιότητες αυτές δεν είχε κατά το χρόνο υπογραφής του συμβολαίου, ούτε και η ως άνω ενάγουσα εταιρεία, δια του μοναδικού μετόχου της πρώτου ενάγοντος, εκδήλωσε ποτέ βούληση πώλησης τούτου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη δέχθηκε την αγωγή κατ’ ουσίαν. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται ο εκκαλών με την έφεσή του και τους πρόσθετους αυτής λόγους, αφενός μεν, γιατί η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αφετέρου δε, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων.
Σχετικά με το λόγο έφεσης περί αοριστίας της αγωγής, αυτός πρέπει να απορριφθεί, γιατί η αγωγή ήταν επαρκώς ορισμένη, αφού σ’ αυτήν περιγράφεται επαρκώς το ακίνητο και οι λόγοι για τους οποίους ο εναγόμενος εκκαλών δεν απέκτησε κυριότητα από την δεύτερη εφεσίβλητη κυρία με το επίδικο μεταβιβαστικό συμβόλαιο. Δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν, ποιος ήταν ο τελευταίος διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας, πώς και πότε αυτός είχε ορισθεί, πότε η εταιρεία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση και ποιος ήταν ο εκκαθαριστής.
Από τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών, εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Έτσι, αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως “εν τοις πράγμασι” εταιρίες, εμπορικές (ομόρρυθμες), αν άσκησαν εμπορικές πράξεις ή αστικές χωρίς νομική προσωπικότητα εταιρείες (ΑΚ 741), αν δεν άσκησαν, ενώ οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και σε ολόκληρο με την εταιρεία. Τούτο, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιρειών των Η.Π.Α., που συστάθηκαν δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24§3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 2893/1954, β) εταιρειών που συστάθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του εδάφους στο οποίο έχουν την καταστατική τους έδρα (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), γ) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνον σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ`) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής, δυνάμει όμοιας ως άνω (υπό στοιχείο δ’) άδειας, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ίδια εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν. 791/1978 και 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 και 11 Δ του Ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξάρτητα από τον τόπο διεύθυνσης των εταιρικών τους υποθέσεων (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 1183/2019, ΑΠ 201/2014, ΑΠ 803/2010). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 741 ΑΚ με τη σύμβαση της εταιρείας δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό (ΑΠ 201/2014 δημ. NOMOS). Από την προαναφερόμενη διάταξη συνάγεται ότι η ύπαρξη μονοπρόσωπης αστικής εταιρείας αποκλείεται, αφού αυτή για να συσταθεί προϋποθέτει την ύπαρξη δύο τουλάχιστον ατόμων. Επομένως, αλλοδαπή μονοπρόσωπη εταιρεία, που συνέστησε φυσικό πρόσωπο στην αλλοδαπή και έχει την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα και δεν ήταν ποτέ πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια πλοίων με ελληνική σημαία ή εγκατεστημένη με άδεια στην ημεδαπή, ούτε εμπίπτει στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, και δεν άσκησε ποτέ εμπορικές πράξεις είναι, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, άκυρη ως εταιρεία του αντιστοίχου εταιρικού τύπου (μονοπρόσωπη α.ε., ε.π.ε. ι.κ.ε.), επειδή δεν συστάθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, και, επειδή δεν θεωρείται ως “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμη προσωπική εταιρεία αλλά ούτε και αστική χωρίς νομική προσωπικότητα εταιρεία, αφού δεν άσκησε εμπορικές πράξεις και αφού δεν νοείται σύσταση ο.ε, ε.ε και αστική εταιρεία με ένα πρόσωπο, είναι ανυπόστατη ως εταιρεία και ως τέτοια στερείται ικανότητας δικαίου και, επομένως δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις (ΑΚ 34, 62) και αν απέκτησε στο όνομά της περιουσιακά στοιχεία, τότε φορέας αυτών (δικαιούχος) είναι ο ιδρυτής της (ΕφΑθ 3674/2022 δημ. NOMOS). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 62 και 313 παρ. 1 περ. δ` ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ικανότητα διαδίκου αποτελεί αναγκαία και αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΟλΑΠ 27/1987 ΕλλΔνη 1988.95), με αποτέλεσμα η έλλειψή της να οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Τέτοια περίπτωση τυγχάνει και η έγερση αγωγής από πρόσωπο ή σε βάρος προσώπου, που τυγχάνουν ανύπαρκτα, ενώ η έκδοση απόφασης κατά ανύπαρκτου προσώπου, οδηγεί σε έκδοση ανύπαρκτης απόφασης (βλ. ΑΠ 45/2018 δημ. NOMOS).
Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (αρ. …../2013 πρακτικά) και όλων των εγγράφων που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, από τα ξενόγλωσσα δε μόνο όσα προσκομίστηκαν σε επίσημη μετάφραση κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ ή που μεταφράστηκαν από δικηγόρο που βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μεταφράστηκαν (αρ. 36 παρ. 2 δ Κώδικα Δικηγόρων), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση «…………….» στην .. …. Αττικής, εκτός σχεδίου πόλης, εντός ορίων οικισμού και σε απόσταση 600 μέτρων από τη θάλασσα. Έχει έκταση 16.010 τ.μ., αποτυπώνεται στο από Δεκεμβρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……… και κατά το σχεδιάγραμμα συνορεύει ανατολικά με κοινόχρηστο παλαιό μονοπάτι πλάτους ενός μέτρου και μετά από αυτό με ιδιοκτησία κληρονόμων ………., νότια εν μέρει με ιδιοκτησία ……. και εν μέρει με παλαιό μονοπάτι και μετά από αυτό με ιδιοκτησία ……., δυτικά με ιδιοκτησία ………. και βόρεια με ιδιοκτησία ……… Το ακίνητο αυτό αποφάσισε να αγοράσει ο πρώτος ενάγων εφεσίβλητος το έτος 1989, που τότε διέμενε στο Παρίσι. Για το σκοπό αυτό αγόρασε, στις 2.5.1989, την δεύτερη ενάγουσα εφεσίβλητη off shore …….. εταιρεία. Η αγορά έγινε από το δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου «……….» αντί του ποσού των 1.850 δολαρίων Η.Π.Α. δια του πληρεξουσίου .………, που ενήργησε κατ’ εντολή, επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πρώτου εφεσιβλήτου. Ενόψει δε, του ότι ο τελευταίος διέμενε στην αλλοδαπή, ζήτησε να αποστέλλεται όλη η αλληλογραφία της εταιρείας στον εκκαλούντα εναγόμενο στην Αθήνα, ο οποίος ορίστηκε πληρεξούσιος και αντίκλητος της εταιρείας. Σημειωτέον ότι τότε οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων φυσικών προσώπων ήταν καλές και φιλικές. Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ορίστηκε ο …………, φίλος του εφεσιβλήτου, ο οποίος, κατόπιν προηγούμενης εντολής του εφεσιβλήτου προς αυτόν, εξέδωσε τρεις τίτλους μετοχών που ενσωμάτωναν, οι δύο πρώτοι από 166 μετοχές έκαστος, και ο τρίτος 168 μετοχές, συνολικά δηλαδή 500 μετοχές που εξαντλούσαν το κεφάλαιο. Όλες αυτές ανήκαν εξαρχής κατά πλήρη κυριότητα στον εφεσίβλητο, ενώ στον εκκαλούντα είχαν δοθεί απλώς προς φύλαξη και διαχείριση, όπως έγινε δεκτό με την αμετάκλητη με αριθμό 1668/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών μετά την απόρριψη, με την με αριθμό 964/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, της εναντίον της ασκηθείσας αναίρεσης, το οποίο έκρινε επί σχετικής αγωγής του πρώτου εφεσιβλήτου εναντίον του εκκαλούντος για το θέμα αυτό. Στη συνέχεια ο εφεσίβλητος με χρήματα που απέστειλε στον εντολοδόχο δικηγόρο ………… στις 11.5.1989 (20.000 δολ. Η.Π.Α.) και στις 30.5.1989 (40.000 δολ. Η.Π.Α.) αγόρασε το πιο πάνω ακίνητο με το νομίμως μεταγεγραμμένο με αρ. ………/10.6.1989 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Καλαυρίας …… επ’ ονόματι της εταιρείας. Σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο της εν λόγω εταιρείας, όσον αφορά τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα, την ικανότητα δικαίου και την εκπροσώπηση αυτής, αυτό ήταν το ελληνικό. Και τούτο γιατί η εν λόγω εφεσίβλητη εταιρεία συστάθηκε για την πραγματοποίηση ενός και μοναδικού σκοπού, ήτοι αυτόν της αγοράς του ως άνω ακινήτου στην Ελλάδα, ο οποίος και πραγματοποιήθηκε, οι δε αποφάσεις για αυτήν και η διαχείριση αυτής ασκούνταν αποκλειστικά στην Ελλάδα από τον εκκαλούντα που είχε οριστεί διαχειριστής αυτής, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται. Επομένως η πραγματική έδρα της ήταν στην Ελλάδα. Ενόψει του ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, η εταιρεία δεν απέκτησε ποτέ νομική προσωπικότητα και αφού δεν ανέπτυξε καμία εμπορική δραστηριότητα δεν ήταν δυνατόν να ισχύσει ως εν τοις πράγμασι προσωπική εμπορική εταιρεία, ούτε και μπορούσε να ισχύσει ως τέτοια σε κάθε περίπτωση, ούτε κατά μετατροπή ως αστική εταιρεία, αφού ήταν μονοπρόσωπη και τέτοια δεν αναγνωρίζεται στο ελληνικό δίκαιο (ΑΚ 741). Επομένως ήταν, κατά το ελληνικό δίκαιο ανυπόστατη και ουδέποτε μπορούσε, εξ αυτού του λόγου, να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και, συνεπώς, ουδέποτε απέκτησε νόμιμα την κυριότητα του επίδικου ακινήτου. Φορέας δε αυτού του δικαιώματος κυριότητας του επιδίκου, που απέκτησε η ως άνω ανυπόστατη εταιρεία, ήταν ο εφεσίβλητος, με χρήματα του οποίου και αγοράστηκε. Συνεπώς ως προς την εφεσίβλητη ενάγουσα εταιρεία η αγωγή έπρεπε, αυτεπαγγέλτως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (ΚΠολΔ 62 και 313 παρ. 1δ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε αυτήν παραδεκτή ως προς αυτήν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και πρέπει, αφού γίνει δεκτή η έφεση ως προς το κεφάλαιο αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς αυτό και να απορριφθεί η αγωγή ως προς την εφεσίβλητη ενάγουσα εταιρεία ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, ο εκκαλών εμφανίστηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών, ………… προσκομίζοντας το καταστατικό της εταιρείας και το από 20.4.1992 πρακτικό – απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων αυτής και δήλωσε σ’ αυτήν ότι, εκπροσωπώντας ως μοναδικός μέτοχος και διαχειριστής την εφεσίβλητη εταιρεία, ήθελε να μεταβιβάσει λόγω πώλησης την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, αντικειμενικής αξίας 135.828,84 ευρώ, στον εαυτό του. Έτσι προέβη στην υπογραφή του με αριθμό ……../30.12.2010 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που προηγουμένως κατάρτισε η προαναφερόμενη συμβολαιογράφος στην Αθήνα, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο Καλαυρίας στον τόμο … με αριθμό …… Η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα από 20.4.1992 απόφαση της φερόμενης ως συγκληθείσας γενικής συνέλευσης των μετόχων της εφεσίβλητης εταιρείας, σύμφωνα με την οποία οι μέτοχοι της εταιρείας, δηλαδή μόνο ο ίδιος που κατείχε τις μετοχές, συνήλθαν σε γενική συνέλευση την 20.4.1992 και εξέλεξαν ως μόνο διαχειριστή της εταιρείας τον εκκαλούντα, δεν ασκεί έννομη επιρροή, γιατί η ως άνω εταιρεία ήταν ανυπόστατη κατά το ελληνικό δίκαιο και ο εκκαλών ως διαχειριστής μιας τέτοιας εταιρείας δεν νοείται. Έτσι, με το ως άνω συμβόλαιο δεν μετήχθη η κυριότητα του ακινήτου από την εταιρεία στον εκκαλούντα, αφού ο τελευταίος δεν είχε εξουσία διαχείρισης ή εκπροσώπησης αυτής, η οποία (εταιρεία) σε κάθε περίπτωση ήταν κατά το ελληνικό δίκαιο ανυπόστατη και δεν ήταν φορέας του δικαιώματος κυριότητας του επιδίκου. Φυσικά ο εφεσίβλητος, με χρήματα του οποίου είχε αγοραστεί η εταιρεία και το επίδικο ακίνητο και που ήταν και ο πραγματικός φορέας του δικαιώματος κυριότητας αυτού, ουδέποτε προέβη σε δήλωση ή σε εντολή πώλησης τούτου και φυσικά ουδέποτε ενέκρινε την ως άνω μεταβιβαστική πράξη καθ’ οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο. Μετά από αυτά ο εκκαλών δεν απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου με το ως άνω συμβόλαιο και τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο αυτό, συμπληρώνοντας την αιτιολογία αυτής με την αιτιολογία αυτής της απόφασης, όπου απαιτείται, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα και τα έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων ισομερώς (ΚΠολΔ 183, 178).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, μόνο ως προς το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που αφορά στην άσκηση της αγωγής εκ μέρους της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, με αριθμό 2499/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνο ως προς το ως άνω κεφάλαιο και τα δικαστικά έξοδα.
Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ως προς την δεύτερη ενάγουσα εταιρεία.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, κατ’ ουσίαν, την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ισομερώς μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 3 Ιουνίου 2024 και δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5 Ιουνίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ