Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 546/2018

Αριθμός  546/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 20.7.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 2090/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ) και απέρριψε την από 18.3.2015 αγωγή του κατά του Ν.Π.Δ.Δ. «Δήμου Κορυδαλλού» (ήδη εφεσίβλητου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον ενάγοντα, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους του εκκαλούντος λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη έφεση.

ΙΙ. Ο ενάγων ……. (ήδη εκκαλών) με την από 18.3.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …….) αγωγή του (σημειωτέον ότι αυτή ασκήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, το οποίο, με την υπ’ αριθ. 56/2015 απόφασή του, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου και εισήχθη προς εκδίκαση με την από 7.1.2016 κλήση του ενάγοντος), ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που κατάρτισε με το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. «Δήμο Κορυδαλλού» (ήδη εφεσίβλητο), εργάσθηκε συνεχώς στο τελευταίο, κατά το χρονικό διάστημα από 6.8.1998 έως 12.10.2006, ως οδηγός (απορριμματοφόρου ή λεωφορείου), επί πενθήμερο και επί οκτώ ώρες ημερησίως, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, έτσι ώστε η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου να µην δικαιολογείται. Ότι, ειδικότερα, συνήψε με το εναγόμενο διαδοχικά έγγραφες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ως εξής: από 6.8.1998 μέχρι 29.1.1999, από 3.3.1999 μέχρι 3.11.1999, από 20.12.1999 μέχρι 20.8.2000, από 20.11.2000 μέχρι 19.7.2001, από 26.9.2001 μέχρι 25.5.2002, από 15.7.2002 μέχρι 14.3.2003, από 22.5.2003 μέχρι 21.10.2003, από 10.12.2003 μέχρι 9.8.2004, από 10.8.2004 μέχρι 30.11.2004, από 1.12.2004 μέχρι 31.1.2005, από 17.5.2005 μέχρι 16.1.2006 και από 13.2.2006 μέχρι 12.10.2006. Ότι, περαιτέρω, την 1.3.2007 κατάρτισε µε το εναγόμενο έγγραφη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ως οδηγός, η οποία (σύμβαση) έληξε την 10.12.2012, όταν και αποχώρησε από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης, για την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …… απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, µε ημερομηνία θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος την 13.12.2012. Ότι όλες οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έχουν τον χαρακτήρα μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου, που διήρκησε από την 7.4.1998 έως την 13.12.2012, οπότε και αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης. Ότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 204 του Ν. 3584/2007 (Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων), αυτός δικαιούται να εισπράξει το 50% της αποζημίωσης απόλυσης, δηλαδή το 50% των αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών, αφού εργάσθηκε στο εναγόμενο για χρονικό διάστημα άνω των οκτώ (8) ετών. Ότι, κατά τον χρόνο της αποχώρησής του, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 2.047,70 ευρώ, με συνέπεια να δικαιούται, ως αποζημίωση, το ποσό των 4.095,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 50% των αποδοχών 4 μηνών. Ότι, αν και εργάσθηκε στο εναγόμενο κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, το τελευταίο, κατά τη συνταξιοδότησή του, δεν κατέβαλε σ’ αυτόν την ανωτέρω οφειλόμενη αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, αφού παραδεκτώς, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιόρισε το αγωγικό αίτημά του για αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης επικαλούμενος ότι του καταβλήθηκε μέρος αυτής (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, που είχε συνάψει µε το εναγόμενο, συνιστούν µία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από την αρχή της εργασιακής του σχέσης, ήτοι από την 6.8.1998, άλλως από την 19.7.2004 (ημερομηνία δημοσίευσης του υπ’ αριθ. 164/2004 Προεδρικού Διατάγματος) και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 2.917,07 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικώς ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ίδιο ως άνω ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή, στο σύνολό της, ήτοι ως απαράδεκτη ως προς μεν το δεύτερο αίτημά της (διαφορά αποζημίωσης) λόγω άσκησης αυτής μετά την πάροδο της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, ως προς δε το πρώτο αίτημά της λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 8 εδ. α΄ του Ν. 3198/1955 μισθωτοί, που συνδέονται με σχέση εργασίας διάρκειας αορίστου χρόνου, εφόσον συμπληρώσουν δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη με την έννοια του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας, σε περίπτωση δε έλλειψης τέτοιου ορίου, το 65ο έτος της ηλικίας τους (ήδη με το Ν. 4093/2012, άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ4 περ. 2, ως γενικό όριο ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος καθορίστηκε από 1.1.2013 το 67ο έτος) και αποχωρήσουν από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, αποζημίωσης για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, που υπολογίζεται με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του αυτού νόμου. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αποβλέπει στην διευκόλυνση της πρόωρης συνταξιοδότησης των μισθωτών για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την παροχή στους αποχωρούντες, υπό τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή όρους μειωμένης αποζημίωσης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, κάθε αξίωση μισθωτού για καταβολή της κατά τον Ν. 2112/1920 αποζημίωσης είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός εξαμήνου από τότε που κατέστη απαιτητή. Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 8 εδ. α΄ του Ν. 3198/1955 και θεσπίζει εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης που αποσκοπεί στην εκκαθάριση μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα των αξιώσεων αποζημίωσης απόλυσης, συνάγεται ότι, με την υποβολή της σχετικής αγωγής του εργαζομένου εντός της ως άνω αποκλειστικής προθεσμίας, εκπληρώνεται ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, αφού αποσαφηνίζονται οι αξιώσεις του μισθωτού και γνωστοποιούνται εγκαίρως στον εργοδότη. Συνεπώς, στην ως άνω εξάμηνη αποσβεστική (άρθρο 279 ΑΚ) προθεσμία που λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ), υπόκειται η αξίωση του μισθωτού προς λήψη αποζημίωσης είτε λόγω καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είτε λόγω αποχώρησης εξαιτίας συνταξιοδότησης, ανεξαρτήτως αν η αποχώρηση λαμβάνει χώρα λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης ή λόγω συμπλήρωσης 15 ετών υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή του ορίου που προβλέπει ο ασφαλιστικός οργανισμός στον οποίο ανήκει ο εργαζόμενος ή αν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, το 65ο έτος της ηλικίας του µε συγκατάθεση του εργοδότη σύμφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α΄ Ν. 3198/1955 (ΑΠ 70/2016, ΑΠ 717/2013, ΑΠ 277/2006, ΑΠ 1232/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Κ. Μπακόπουλο, Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 2017, σελ. 175-176, Κ. Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, έκδ. 2011, σελ. 167). Αφετηρία της ως άνω προθεσμίας είναι η ημέρα αποχώρησης ή απομάκρυνσης του εργαζομένου από την εργασία του, ανεξαρτήτως του πότε αναγνωρίσθηκε το σχετικό δικαίωμα συνταξιοδότησης (ΕφΘεσ 3210/2000 Αρμ 2002.251). Επομένως, η µη κοινοποίηση της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην ανωτέρω εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο άσκησης αγωγής προς ικανοποίηση της αξίωσης για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημίωσης, η δε σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα από το Δικαστήριο (ΑΠ 70/2016 και ΑΠ 717/2013 ό.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση, η λύση της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος επήλθε με την αποχώρησή του από την εργασία του, που, όπως συνομολογείται, έλαβε χώρα την 10.12.2012 (βλ. την από 18.3.2015 αγωγή του), από την ημερομηνία δε αυτή αρχίζει, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να υπολογίζεται η άνω εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, ανεξαρτήτως του ότι το δικαίωμα συνταξιοδότησης του ενάγοντος, όπως αναφέρεται στην αγωγή του, αναγνωρίσθηκε τελικά μεταγενέστερα, με την υπ’ αριθ. ……… απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Κατά συνέπεια, αφού από την 10.12.2012 μέχρι την 24.3.2015, οπότε κατατέθηκε η ως άνω αγωγή, παρήλθε χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο του εξαμήνου, το με την αγωγή ασκούμενο δικαίωμα του ενάγοντος υπέπεσε στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του προαναφερομένου Ν. 3198/1955, η κυρία δε βάση της αγωγής ως προς το δεύτερο αίτημά της (διαφορά αποζημίωσης) είναι απαράδεκτη για το λόγο αυτόν. Συνακόλουθα, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον του ενάγοντος ως προς το πρώτο αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψε το εναγόμενο φέρουν τον χαρακτήρα ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η αιτούμενη αυτή αναγνώριση δεν συνδέεται με ορισμένη έννομη συνέπεια. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, τα ανωτέρω αιτήματα της αγωγής και αυτήν στο σύνολό της, ως απαράδεκτη, κατά την κύρια βάση της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των σχετικών (πρώτου κατά το πρώτο σκέλος του και δεύτερου) λόγων της έφεσης του ενάγοντος, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Περαιτέρω, ο περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας λόγω αναγνώρισης της επίδικης αξίωσης εκ μέρους του εναγομένου (άρθρα 279 και 260 ΑΚ, βλ. ΕφΑθ 1928/2009 ΕλλΔνη 2010.191, Α. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Α.Κ, τόμ. Ι, άρθρο 279, αρ. 2-4, σελ. 515) ισχυρισμός (αντένσταση) του ενάγοντος, που προτάθηκε στον πρώτο βαθμό καθ’ υποφορά με την αγωγή του και απορρίφθηκε, με την εκκαλούμενη απόφαση ως αόριστος, επαναφέρεται στο παρόν Δικαστήριο με τον πρώτο λόγο (κατά το δεύτερο σκέλος του) της ως άνω έφεσής του και πάλι με τρόπο αόριστο, αφού δεν παρατίθενται προσδιοριστικά στοιχεία για τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αποστολή από το εναγόμενο στον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου του επικαλούμενου χρηματικού εντάλματος και αν το γεγονός αυτό τελούσε σε γνώση του ενάγοντος και με ποιον τρόπο, προκειμένου να κριθεί εάν η αποστολή αυτή έλαβε χώρα προ της παρόδου της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την αποχώρηση αυτού (ενάγοντος) από την εργασία του καθώς και αν με τη βούληση του εναγομένου ή γενικώς με ποιον τρόπο περιήλθε σε γνώση του και αν επομένως έλαβε χώρα νομίμως διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος  είναι απορριπτέος, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης, πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και σε κάθε περίπτωση (δηλαδή ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ως ορισμένος), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον για το παραδεκτό της προβολής του ισχυρισμού αυτού στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να γίνεται επίκληση των λόγων της βραδείας προβολής του, για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής, σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και έχει, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμογή), ήτοι ότι δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή ότι προέκυψε για πρώτη φορά μεταγενέστερα ή ότι αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 611/2016, ΑΠ 780/2015 και ΑΠ 443/2011 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ). Τέτοια, όμως, επίκληση, δεν  έγινε από τον εκκαλούντα με τον ως άνω λόγο της έφεσής του, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της προβολής του ανωτέρω ισχυρισμού στο Δικαστήριο τούτο. Σημειώνεται, ότι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι αορίστως προτάθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, θεωρούνται ότι προτείνονται για πρώτη φορά και άρα υπόκεινται στον κανόνα της απαγόρευσης του άρθρου 527 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 780/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2010 ΝοΒ 2010.2497).

ΙV. Ο ενάγων περιλαμβάνει στην αγωγή του, όπως προαναφέρθηκε, και επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση, ισχυριζόμενος ότι το ανωτέρω ποσό της αποζημίωσης υποχρεούται να του το καταβάλει το εναγόμενο επικουρικά, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον κατά το ποσό αυτό το εναγόμενο κατέστη και είναι αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας του, άνευ νομίμου αιτίας, ο δε πλουτισμός σώζεται μέχρι σήμερα. Αδικαιολόγητος, όμως, πλουτισμός και, επομένως, αξίωση απόδοσης της ωφελείας υφίσταται όταν ελλείπει νόμιμη αιτία (άρθρο 904 ΑΚ). Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει όταν ο πλουτισμός επέρχεται συνεπεία παραγραφής της απαίτησης, γιατί τότε υφίσταται νόμιμη αίτια από την εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων (ΑΠ 813/2002 ΔΕΕ 2003.834 και σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 3210/2000 Αρμ. 2002.251, ΕφΛαρ 347/2005 και ΕφΔωδ 333/2003 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ.   Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ υπό άρθρο 904, αριθ. 113 και Α. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Α.Κ, τόμ. Ι, άρθρο 904, αρ. 40, σελ. 1771-1772). Το ίδιο συμβαίνει και προκειμένου περί αποσβεστικής προθεσμίας, με την πάροδο της οποίας αποσβέννυται το δικαίωμα, που δεν έχει ασκηθεί, η απόσβεση δε του δικαιώματος αποτελεί και στην περίπτωση αυτή νόμιμη αιτία πλουτισμού του οφειλέτη, γιατί στηρίζεται στις σχετικές διατάξεις του νόμου (ΕφΘεσ. 3210/2000 ό.π., Γεωργιάδη-Σταθοπούλου, ό.π., Α. Γεωργιάδη ό.π.). Στις ως άνω περιπτώσεις δεν δικαιούται, επομένως, ο δανειστής να ζητήσει από τον οφειλέτη την απόδοση της ωφέλειας, κατά το άρθρο 904 ΑΚ.

Στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, νόμιμη αιτία για την επίδικη αξίωση του ενάγοντος, αφού αυτή υπέπεσε στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, όπως προεκτέθηκε, και, κατ’ ακολουθίαν, δεν υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός του εναγομένου, ούτε, επομένως, μπορεί ο ενάγων να στηρίξει την αγωγική του αξίωση περί αποζημίωσης στη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω της ύπαρξης νόμιμης αιτίας, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη (άρθρο 904 ΑΚ). Συνεπώς, η επικουρική αυτή βάση της αγωγής είναι μη νόμιμη (ΕφΘεσ 3210/2000 ό.π.). Η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, μετά την απόρριψη του ως άνω κεφαλαίου της κύριας βάσης της αγωγής, απέρριψε σιγή και άνευ αιτιολογίας την επικουρική αυτή βάση της αγωγής, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και θα πρέπει, συμπληρουμένης της ελλείπουσας αιτιολογίας της με αυτήν της παρούσας απόφασης (534 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τα αντίθετα υποστηρίζων τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος (βλ. ΕφΘεσ. 1526/2003 Αρμ. 2003.1269).

  1. V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση του ενάγοντος ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, που τυγχάνουν εφαρμογής και όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ (ΟλΑΠ 18/1993 ΕλλΔνη 1994.1245, ΕφΑθ 1289/2011 ΕφΑΔ 2011.976, ΕφΑθ 7725/2000 ΔΕΕ 2001.907, βλ. Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 179, αριθ. 3, σελ. 418).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 20.7.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …….) έφεση του …….. κατά της υπ’ αριθ. 2090/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  7 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ