Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 250/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  250/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος εκκαλούντος αντεκκαλούντος ασκήσαντος πρόσθετους λόγους έφεσης ενάγοντος: …………. ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Καλλιόπη Χριστακάκου – Φωτιάδη και Αθανάσιο Πήττα.

Των καθ’ων η κλήση εφεσιβλήτων καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης εναγομένων: 1) ………….., 2) …………… 3) …………. 4) της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο της …..,  όπου εδρεύει (………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων οι μεν πρώτος, δεύτερος και τρίτος εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Παναγιώτη Βρεττάκο και Δημήτριο Πανανικολόπουλο, η δε τέταρτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Γεωργιάδη.

Της καθ’ης η κλήση εκκαλούσας αντεφεσίβλητης εναγομένης: Της νομίμως εκπροσωπουμένης αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο του Παναμά και διατηρεί στην Ελλάδα νομίμως εγκατεστημένο γραφείο, που εδρεύει στο ……… Αττικής (οδός …………..), η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Παναγιώτη Βρεττάκο και Δημήτριο Πανανικολόπουλο.

Ο ενάγων και ήδη καλών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/13.6.2012) αγωγή του περί λογοδοσίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος των ανωτέρω καθ’ων η κλήση, καθώς και εκατό ακόμη διαδίκων, ήτοι ενός φυσικού και ενενήντα εννέα νομικών προσώπων.

Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 3567/2014 εν μέρει οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε αυτή ως αόριστη ως προς τις έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη των εναγομένων και ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη στη συνέχεια ως προς τους λοιπούς, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγομένων διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από το διορισθέντα με την ίδια απόφαση πραγματογνώμονα ειδικό γραφολόγο επί της γνησιότητας της υπογραφής του αποβιώσαντος …………… στο ειδικότερα αναφερόμενο στην απόφαση έγγραφο.

Επαναφερθείσης παραδεκτά της υπόθεσης προς περαιτέρω συζήτηση μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγομένων με την από 19.2.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/2015) κλήση του ενάγοντος, εκδόθηκε ακολούθως η υπ’αριθμ.3813/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφενός μεν απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων, αφετέρου δε έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας ως προς την πέμπτη εναγόμενη, που υποχρεώθηκε σε λογοδοσία προς τον ενάγοντα και της οποίας (προαναφερθείσας απόφασης) τα πρακτικά διορθώθηκαν με την υπ’αριθμ. 531/2016 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου.

Την ανωτέρω υπ’αριθμ.3813/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…………..» πέμπτη εναγόμενη, ως προς την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, με την ασκηθείσα από 20.1.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/23.1.2017 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./21.2.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, ενώ ο ενάγων άσκησε επίσης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου σε βάρος των εκδοθεισών επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 3567/2014 και 3813/2015 αποφάσεων και σε βάρος της υπ’αριθμ. 531/2016 διορθωτικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την από 17.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../17.6.2016 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, καθώς και τα από 16.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/16.10.2017 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ………./16.10.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) και από 16.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../16.10.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) δικόγραφά του, αμφότερα υπό τον τίτλο «εφετήριο πρόσθετων και συμπληρωματικών λόγων – έφεση – αντέφεση».

Επί των ανωτέρω δικογράφων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 618/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε η συζήτηση ματαιωθείσα ως προς τις 1η εφεσίβλητη – καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης του ενάγοντος και ως προς τις απολειπόμενες 10η, 12η, 13η, 22η, 31η, 32η, 79η, 81η, 92η, 93η και 94η των εφεσιβλήτων – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι του αυτού ως άνω, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση του ιδίου και οι πρόσθετοι λόγοι του ως προς τις 7η έως και 105η των αντιδίκων του, έγιναν τυπικά δεκτά τα προαναφερθέντα δικόγραφα του ενάγοντος και απορρίφθηκαν κατ’ουσίαν ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των αντιδίκων του, ενώ έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν η έφεση της πέμπτης εναγομένης, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3813/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής, η οποία και απορρίφθηκε και ως προς την εναγόμενη αυτή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.

Ο ενάγων – εκκαλών – αντεκκαλών – ασκήσας πρόσθετους λόγους έφεσης ……… άσκησε σε βάρος όλων των αντιδίκων του, πλην της πρώτης εξ αυτών …………., ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 19.11.2018 (με αριθμ.εκθ.καταθ…………/19.11.2018) αίτηση αναίρεσης και τους από 28.11.2019 πρόσθετους λόγους της κατά της ανωτέρω απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 700/2021 απόφασης του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία – μεταξύ άλλων – έγιναν δεκτοί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της ως προς τους εκ των αναιρεσιβλήτων ……………., την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…………», καθώς και την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «……………», ως προς τους οποίους αναιρέθηκε ολικά η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές από αυτούς, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο με την από 1.11.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./2.11.2021) κλήση του ενάγοντος-εκκαλούντος-αντεκκαλούντος-ασκήσαντος πρόσθετους λόγους έφεσης, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 22ης.9.2022, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο και αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο KΠολΔ ορίζει: α) Στο άρθρο του 579 παρ.1 ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ` αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ` αυτήν”, β) στο άρθρο του 580 παρ.3, ότι “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές” και γ) στο άρθρο του 581 παρ.2 ότι “η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι μετά την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, επίσης, ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, ενώ οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που ήταν πριν από αυτήν. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους. Περίπτωση ολικής αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της. Το δικαστήριο της παραπομπής δε δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά, από την αναιρεθείσα, τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη. Το εφετείο δεσμεύεται μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό. Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής απόφασης. Και στην περίπτωση αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της έφεσης, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι έφεσης απαράδεκτοι κατά την απορρέουσα από την αναιρετική παραπεμπτική απόφαση ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΑΠ 581/2023 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28.857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013.1111, ΕφΛαμ 285/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑιγ 207/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔωδ 165/2004 ΤΝΠ Νόμος, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2012, άρθρο 580, αριθμ. 9 επ., σελ. 726 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙΙ, έκδ. 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ.2006, σελ.342, Μ. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ.Κονδύλη/Ν.Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 580, αριθμ.5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 ΤΝΠ Νόμος). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, αλλά από την ενδοδιαδικαστική δέσμευση, που απορρέει από την αναιρετική απόφαση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004.1553) και οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2007, § 14, σελ. 260 επ.). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 305/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 33/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕΦΑΔ 2008.968). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων …………………. άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από από 13.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../13.6.2012) αγωγή του κατά των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος στις 25.1.2011 ……….., πρώτης έως και τετάρτου των εναγομένων, καθώς και των αναφερομένων στο δικόγραφό της νομικών προσώπων, διαχειριστριών πλοίων και πλοιοκτητριών εταιρειών, πέμπτης έως και εκατοστής πέμπτης των εναγομένων, άπασες οι οποίες ανήκουν στον όμιλο συμφερόντων της οικογένειας αυτού με την ονομασία «……..», ισχυριζόμενος ότι κατόπιν προφορικής συμφωνίας του με τον ανωτέρω, ιδρυτή της πέμπτης εναγομένης εταιρείας, με τον οποίο συνδεόταν με φιλική σχέση, έδωσε στον τελευταίο την εντολή τα χρήματα, που εδικαιούτο να λάβει από την πώληση του πλοίου «VB», στην αγορά του οποίου συνέβαλε και ο ίδιος οικονομικά κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1977, καταβάλλοντας σ’αυτόν τμηματικά το συνολικό ποσό των 80.000 δολαρίων Η.Π.Α. (50.000 δολάρια αρχικά και 30.000 δολάρια στη συνέχεια), έναντι τιμήματος που ανήλθε στο ποσό των 190.000 δολαρίων Η.Π.Α. και στο οποίο, επομένως, συμμετείχε κατά την αναλογία 8/19, να τα  διαχειρίζεται στο εξής ο τελευταίος, ώστε να αγορασθεί άμεσα και έτερο πλοίο, όπως και πράγματι έγινε με την απόκτηση στη συνέχεια απ’αυτόν ακόμα δύο (2) και συνολικά τριών (3) πλοίων. Ότι περαιτέρω κατά το μήνα Μάιο του έτους 1980 συμφώνησε επίσης προφορικά με τον αυτό ως άνω ………., που ενεργούσε και για λογαριασμό της πέμπτης εναγομένης, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, μετά την ανάληψη των δανειακών  υποχρεώσεων αυτής από τη γαλλική τράπεζα  «…………. ………», τα χρήματα που του αναλογούσαν ως μερίσματα από την εκμετάλλευση των έως τότε αποκτηθέντων με την οικονομική συμβολή του πλειόνων πλοίων, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο, να μην του αποδίδονται, αλλά να τα διαχειρίζονται, είτε ο … προσωπικά κατά την κρίση του ως εάν να ήταν δικά του, είτε η πέμπτη εναγόμενη εταιρεία, είτε οποιαδήποτε άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο της επιλογής του τελευταίου, υφιστάμενο ή συσταθησόμενο στο μέλλον, προκειμένου να διατεθούν εξ ολοκλήρου για την αγορά στο προσεχές χρονικό διάστημα και άλλων πλοίων, στα οποία, επομένως, θα συμμετείχε και αυτός (ο ενάγων) με τη μερίδα του, των ανωτέρω διαχειριστών των αγορασθέντων πλοίων έχοντας καταστεί τοιουτοτρόπως, από κοινού με τον …., εντολοδόχων του  ιδίου (ενάγοντος). Ότι αποτέλεσμα της επιτυχούς διαχείρισης των χρημάτων του και της τοποθέτησής τους στην αγορά πλοίων εκ μέρους του αποβιώσαντος … ήταν να καταστεί μέτοχος σε όλα τα αποκτηθέντα έκτοτε από τον τελευταίο σε εκτέλεση της συμφωνίας τους και έως τη χρήση του έτους 2011 πλοία, τα οποία ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο, πλοιοκτησίας των όγδοης έως και εκατοστής πέμπτης των εναγομένων και πλέον συνιστούν το στόλο του ομίλου «…..», έχουν δε εν τέλει περιέλθει στην «ενοποιημένη κυριότητα» της έβδομης εναγομένης, εταιρείας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ως μητρικής εταιρείας και τελούν τινά εξ αυτών υπό τη διαχείριση της πέμπτης και τινά υπό τη διαχείριση της έκτης των εναγομένων, σύμφωνα με όσα επίσης αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή, χωρίς, ωστόσο, ουδέποτε να του παραδοθούν μετοχές των πλοιοκτητριών εταιρειών, αλλά ούτε και να λάβει ενημέρωση επί της πορείας της προεκτεθείσας κερδοφόρας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ………….., στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε με την ιδιότητά του αυτή, εκτός των  χρηματικών ποσών, τα οποία εισέπραξε τμηματικά έναντι των μερισμάτων, που του αναλογούσαν και ανάγονται στο χρονικό διάστημα 1981 έως 2010. Ότι, αν και ζήτησε λογοδοσία και αναλυτικό λογαριασμό, περιέχοντα αντιπαράθεση εσόδων – εξόδων από τη διαχείριση των πλοίων του ομίλου “………….” μετά το θάνατο του ………….. από τους τέσσερις πρώτους των εναγομένων, σύζυγο και υιούς του, με την ιδιότητα των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, από το δεύτερο εξ αυτών επιπλέον και με την ιδιότητα του  επικεφαλής εκτελεστικού διευθυντή των πέμπτης και έβδομης των εναγομένων,  αυτοί αρνήθηκαν και  η άρνησή τους, όπως και η εκ  μέρους τους παράνομη και υπαίτια παρακράτηση του όποιου καταλοίπου του λογαριασμού, συνιστά αδικοπραξία. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και κατόπιν παραδεκτής παραίτησής του από το καταψηφιστικό αίτημα του δικογράφου της αγωγής περί καταβολής του καταλοίπου του λογαριασμού, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3567/2014 απόφαση, για την οποία θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, ζήτησε να υποχρεωθούν από κοινού οι εναγόμενοι, οι τέσσερις πρώτοι με τις ιδιότητες, που προεκτέθηκαν, οι πέμπτη και έκτη εξ αυτών ως διαχειρίστριες εταιρείες και οι λοιπές εναγόμενες ως πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων του ομίλου, να του παράσχουν λογοδοσία για τη χρονική περίοδο 1977-2011 επί της διαχείρισης των πλοίων αυτών, διά της ανακοίνωσης λογαριασμού, που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και το εκ της αντιπαράθεσης προκύψαν κατάλοιπο, επισυνάπτοντας στον υποβληθησόμενο λογαριασμό όλα τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την αρχικά εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία εν μέρει οριστική υπ’αριθμ. 3567/2014 απόφασή του, κρίνοντας ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης και εφαρμόζοντας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τις έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη των εναγόμενων, καθώς, όπως έγινε δεκτό, δεν εκτίθενται στο δικόγραφο τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν την κατ’αυτών άσκηση της αγωγής και ειδικότερα ότι οι ως άνω εναγόμενες διαχειρίσθηκαν πράγματι περιουσία  ή υπόθεση του ενάγοντος, ώστε να υποχρεούνται έναντι αυτού σε παροχή λογοδοσίας και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη λόγω της προηγηθείσης αποποίησης απ’αυτήν της επαχθείσας κληρονομίας του αποβιώσαντος συζύγου της ………….. Eπιπροσθέτως  με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο περί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των τεσσάρων πρώτων εναγομένων απορριπτέα τυγχάνουν ως αόριστα και άνευ εννόμου επιρροής προβαλλόμενα, δεδομένου ότι η άρνηση παροχής εξώδικης λογοδοσίας δε συνιστά αδικοπραξία, ενώ δεν έχει εισέτι προσδιορισθεί εάν όντως υφίσταται κατάλοιπο του λογαριασμού της διαχείρισης από την εκμετάλλευση των διαλαμβανομένων στο δικόγραφο πλοίων υπέρ του ενάγοντος και το ύψος αυτού, πολλώ δε μάλλον καθώς στο δικόγραφο δε σωρεύεται αίτημα καταβολής σ’αυτόν αποζημίωσης προς αποκατάσταση της εκ της αδικοπραξίας προκληθείσης ζημίας του. Επισημαίνεται ότι οι εναγόμενοι, αφενός μεν αρνήθηκαν αιτιολογημένα την αγωγή, αφετέρου δε προέβαλαν τις ενστάσεις α) παροχής εξώδικης λογοδοσίας, που εγκρίθηκε από τον ενάγοντα  και β) ανυπαίτιας αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στην αιτούμενη λογοδοσία, καθώς αφορά στο χρονικό διάστημα από το 1977, για το οποίο, όπως ισχυρίσθηκαν, δεν κατέχουν πλέον τα αντίστοιχα δικαιολογητικά έγγραφα, διότι αυτά έχουν καταστραφεί, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την αυτή ως άνω απόφασή του διέταξε ως προς τους λοιπούς, δεύτερο έως και έκτη των εναγομένων, ως προς τους οποίους η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διεξαχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί η γνησιότητα της με ημερομηνία 14.2.1977 απόδειξης, σύμφωνα με την οποία ο αποβιώσας …….. φέρεται ότι έλαβε κατά την ημερομηνία αυτή το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. από τον ενάγοντα για την συμμετοχή του τελευταίου στην αγορά του πλοίου  «VB» σε ποσοστό 20% και η οποία προσκομίσθηκε απ’αυτόν προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του. Μετά την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και την επαναφορά προς συζήτηση της υπόθεσης ως προς όλους τους εναγομένους με την από 19.2.2015 κλήση του ενάγοντος, ο οποίος ωστόσο στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δήλωσε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου ότι η υπόθεση εισάγεται μόνον ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγομένων και όχι και ως προς τους λοιπούς, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3813/2015 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή  ως προς τους λοιπούς εναγόμενους, πλην της πέμπτης εξ αυτών, ως προς την οποία έγινε εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ουσίαν και η οποία υποχρεώθηκε σε παροχή προς τον ενάγοντα, ως αφανή εταίρο, λογοδοσίας εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από την επίδοση προς αυτήν της απόφασης, για το χρονικό διάστημα από 1.10.2010 έως 31.12.2011, υπό την ιδιότητα της  διαχειρίστριας των πλοιοκτητριών εταιρειών με την επωνυμία «……………..», «……………….» και «………….» από την αγορά και εκμετάλλευση των αναφερομένων πλοίων τους, κατόπιν παραδοχής ως εν μέρει βάσιμης και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της προβληθείσης ένστασης των εναγομένων περί παροχής εξώδικης λογοδοσίας στον ενάγοντα για το προηγούμενο χρονικό διάστημα και έγκρισης αυτής από τον ανωτέρω. Επισημαίνεται ότι τα πρακτικά της συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, μετά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση, διορθώθηκαν στη συνέχεια με την υπ’αριθμ.531/2016 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η ανωτέρω υπ’αριθμ. 3813/2015 απόφαση επιδόθηκε από τον ενάγοντα στην πέμπτη εναγόμενη εταιρεία στις 21.9.2016 και η ταχθείσα τρίμηνη προθεσμία για την παροχή από την τελευταία λογοδοσίας συμπληρώθηκε με την παρέλευση της 21ης.12.2016 (βλ.σχετ. την κατά το άρθρο 139 παρ.4 του ΚΠολΔ επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …… επί του επιδοθέντος αντιγράφου της απόφασης). Την ίδια απόφαση επέδωσε στον ενάγοντα στις 18.5.2016 η έκτη εναγόμενη εταιρεία, σύμφωνα με την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…./18.5.2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. Ακολούθως την ανωτέρω υπ’αριθμ.3813/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «………………….» πέμπτη εναγόμενη, ως προς την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, με την ασκηθείσα από 20.1.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/23.1.2017 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/21.2.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, ενώ ο ενάγων άσκησε επίσης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου σε βάρος των εκδοθεισών επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 3567/2014 και 3813/2015 αποφάσεων και σε βάρος της υπ’αριθμ. 531/2016 διορθωτικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την από 17.6.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../17.6.2016 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, καθώς και τα από 16.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/16.10.2017 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……../16.10.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) και από 16.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/16.10.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) δικόγραφά του, τα οποία φέρουν τον τίτλο «εφετήριο πρόσθετων και συμπληρωματικών λόγων – έφεση – αντέφεση», με τα οποία οι  έχοντες έννομο συμφέρον εκατέρωθεν ηττηθέντες διάδικοι, ο ενάγων και η πέμπτη των εναγομένων, παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως εκτιμώνται στο σύνολό τους οι προβαλλόμενες με τους λόγους εκάστου δικογράφου αιτιάσεις, ζήτησαν την παραδοχή τους και, ακολούθως, την εξαφάνιση των προσβαλλομένων αποφάσεων και την εξαρχής εκδίκαση της υπόθεσης επί της αγωγής, προκειμένου, κατά μεν τον ενάγοντα, να γίνει αυτή πλήρως δεκτή ως προς όλους τους εναγομένους, κατά δε την πέμπτη εναγόμενη, ν’ απορριφθεί και ως προς την ίδια καθ’ολοκληρίαν. Επί των ανωτέρω δικογράφων εκδόθηκε η υπ’αριθμ.618/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ερήμην του εφεσιβλήτου – ενάγοντος στην έφεση της πέμπτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την οποία κηρύχθηκε η συζήτηση ματαιωθείσα ως προς τις 1η εφεσίβλητη – καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης του ενάγοντος και ως προς τις απολειπόμενες 10η, 12η, 13η, 22η, 31η, 32η, 79η, 81η, 92η, 93η και 94η των εφεσιβλήτων – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι του αυτού ως άνω, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση του ιδίου και οι πρόσθετοι λόγοι του ως προς τις 7η έως και 105η των αντιδίκων του, έγιναν τυπικά δεκτά τα προαναφερθέντα δικόγραφα του ενάγοντος και απορρίφθηκαν κατ’ουσίαν ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των αντιδίκων του, ενώ έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν η έφεση της πέμπτης εναγομένης, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3813/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής, η οποία και απορρίφθηκε και ως προς την εναγόμενη αυτή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης της προβληθείσης ένστασης των εναγομένων περί παροχής σιωπηρής εξώδικης λογοδοσίας στον ενάγοντα από το ………………., ως νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία “………..”, η οποία αφορούσε στην αφανή συμμετοχή του ενάγοντος στη ναυτιλιακή δραστηριότητα της ανωτέρω εταιρείας και σιωπηρής έγκρισης από τον τελευταίο της παρασχεθείσας λογοδοσίας διά της, άνευ οιασδήποτε διαμαρτυρίας και εναντίωσης και άνευ όχλησης προς απόδοση λογαριασμού, είσπραξης με τμηματικές καταβολές, υπό την ιδιότητα του αφανούς εταίρου, ως αναλογούντα στη μερίδα του κέρδη, του συνολικού χρηματικού ποσού των 3.358,041 δολαρίων Η.Π.Α. εντός του χρονικού διαστήματος 1980 – 2010. Ο ενάγων – εκκαλών – αντεκκαλών – ασκήσας πρόσθετους λόγους έφεσης …….. άσκησε σε βάρος όλων των αντιδίκων του, πλην της πρώτης εξ αυτών …………., ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 19.11.2018 (με αριθμ.εκθ.καταθ………./19.11.2018) αίτηση αναίρεσης και τους από 28.11.2019 πρόσθετους λόγους της κατά της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 700/2021 απόφασης του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία – μεταξύ άλλων – έγιναν δεκτοί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της ως προς τους εκ των αναιρεσιβλήτων ……………, την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία …………..», καθώς και την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…………………..», ήτοι ως προς τους δεύτερο έως και έκτη των εναγομένων, ως προς τους οποίους και μόνον αναιρέθηκε ολικά η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές από αυτούς, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Ειδικότερα με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου έγιναν δεκτά τα κάτωθι: “Σύμφωνα με το άρθρο 303 του Α.Κ. “όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτό οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι εκ μόνου του γεγονότος, ότι από κάποια έννομη σχέση (όπως η εντολή) κάποιος προέβη σε διαχείριση εν όλω ή εν μέρει ξένης περιουσίας, δηλαδή σε ενέργειες συνεπιφέρουσες εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεούται να παράσχει λόγο αυτής της διαχείρισής του. Ο δε δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι σύμφωνος με τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσιλόγου περί ανακοίνωσης του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρ. 473 – 477 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 1536/2017, ΑΠ 1318/2014, ΑΠ 977/1997). Η διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρ. 303 ΑΚ καθορίζει και την τυπική μορφή του λογαριασμού λογοδοσίας, αφού ο λογαριασμός πρέπει να περιέχει την αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και το αποτέλεσμα από την αντιπαράθεση αυτή, δηλαδή αν αυτό είναι πιστωτικό υπέρ του δοσιλόγου ή χρεωστικό σε βάρος αυτού (ΑΠ 1122/2006). Επομένως, αφού απαιτείται να περιέχεται στο λογαριασμό αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και το αποτέλεσμα από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται, ο τύπος του λογαριασμού λογοδοσίας μόνο ως έγγραφος νοείται πάντοτε και δεν μπορεί να χωρήσει σιωπηρή (άτυπη) εξώδικη λογοδοσία διότι ελλείπει ο λογαριασμός, τον οποίο θα μπορούσε να εγκρίνει ο δεξίλογος, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε δικαστική επιδίωξη εκπλήρωσης της υποχρέωσης του δοσίλογου. Η έγερση της παραπάνω αγωγής για λογοδοσία αποκλείεται εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία σύμφωνα με τους άνω όρους και τύπο ή αν ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει το λογαριασμό που έδωσε ο δοσίλογος, αφού έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 437/2012, ΑΠ 977/1997). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι έθεσε υπόψη του ενάγοντος τους σχετικούς λογαριασμούς τους οποίους ενέκρινε ο τελευταίος πριν την άσκηση αγωγής λογοδοσίας αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής αυτής. Η ένσταση αυτή για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχει τα απαιτούμενα για την κατάρτιση της πιο πάνω σύμβασης στοιχεία, δηλαδή ότι ο ενάγων δεξίλογος ενέκρινε τον λογαριασμό που του ανακοίνωσε ο εναγόμενος και αναγνώρισε έτσι το αποτέλεσμα τούτο. Αναφορά των κονδυλίων του λογαριασμού που εγκρίθηκε δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω ένσταση στηρίζεται, όπως εκτέθηκε, στη συμφωνία των μερών ότι θα ισχύει εφεξής μόνο το αποτέλεσμα του λογαριασμού και συνακόλουθα ότι δεν θα επανέλθουν οι συμβαλλόμενοι στα επί μέρους κονδύλια τούτου (ΑΠ 437/2012)….Η προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι μεταξύ του ενάγοντος και του …………………. είχε χωρήσει για το επίδικο χρονικό διάστημα, σιωπηρή εξώδικη λογοδοσία, που αφορούσε την αφανή συμμετοχή του πρώτου στην ναυτιλιακή δραστηριότητα που ασκούσε ο δεύτερος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της “………..”, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 303 ΑΚ, καθόσον δέχθηκε ότι εχώρησε άτυπη εξώδικη λογοδοσία, ενώ αυτή υπόκειται αναγκαίως σε έγγραφο τύπο, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν στην παρούσα απόφαση. Επομένως, ο πρώτος κύριος λόγος της αίτησης, καθώς και ο πρώτος και δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της, με τους οποίους ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση το αναιρετικό σφάλμα, από τον αριθ.1 του άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ, της παραβίασης της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 303 ΑΚ για της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της, με την παράβλεψη του έγγραφου τύπου της εξώδικης λογοδοσίας, είναι βάσιμοι”. Επιπροσθέτως με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι: “Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον τρίτο, λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αίτησης, από τον αριθ.19 του άρθρ.559 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση το σφάλμα της εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής διάταξης του άρθρ. 303 ΑΚ. Ειδικότερα διατείνεται ότι η απόφαση αυτή στερείται νόμιμης βάσης, διότι έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα ότι δεν εκτίθενται σε αυτήν, πότε ακριβώς ή σε ποια χρονικά διαστήματα έλαβε χώρα η εξώδικη λογοδοσία, επίσης ποια μορφή και ποιό περιεχόμενο είχε η εν λόγω λογοδοσία, καθώς και από ποίες συγκεκριμένες πράξεις συνάγεται η εκ μέρους του ανεπιφύλακτη έγκριση των διαχειριστικών πράξεων του ……. .. Στις ως άνω προεκτεθείσες πραγματικές παραδοχές που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση στον ελάσσονα συλλογισμό της, διέλαβε και την ειδικότερη παραδοχή ότι η εταιρεία στη διάρκεια της δραστηριότητάς της πραγματοποίησε κέρδη, τα οποία ανήλθαν στο ποσό των 30.940.862 δολ. ΗΠΑ, ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, κατέχοντας δέκα μετοχές από τις εκατό δικαιούται να εισπράξει το 10% του εν λόγω ποσού συγκεκριμένα 3.094.086 δολ.ΗΠΑ, ότι όπως ο ίδιος συνομολογεί έχει εισπράξει από το ….. …, καθόλο το χρονικό διάστημα με τμηματικές καταβολές, το συνολικό ποσό των 3.358.041 δολ. ΗΠΑ, ότι το εν λόγω ποσό είναι αυτό που αντιστοιχεί στη μερίδα του με βάση τα κέρδη της εταιρείας και ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων επί τριάντα περίπου έτη (1981-2010) λάμβανε τα ποσά που του κατέβαλλε ο …………., για την αφανή συμμετοχή του στην εταιρία συμφερόντων του ιδίου με την επωνυμία “…………..”,  χωρίς καμμία αντίρρηση, εγκρίνοντας με την ως άνω συμπεριφορά του σωπηρά όλες τις ενέργειες του ….. ., ένεκα και της φιλίας και της εμπιστοσύνης του προς αυτόν και, συνακόλουθα, εγκρίνοντας την από μέρους αυτού, ως νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω εταιρίας-εμφανούς εταίρου της, λογοδοσία που του παρείχε στη διάρκεια της συνεργασίας τους, η οποία έληξε το 2008 και συνεπώς έχει αποδεχθεί ότι το συνολικό ποσό που έχει λάβει είναι αυτό που δικαιούται. Έτσι έκρινε ως βάσιμη στην ουσία της την καταλυτική ένσταση των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων, περί εγκρίσεως της εξώδικης λογοδοσίας και, μετά την παραδοχή της έφεσης της πέμπτης εναγομένης και ήδη τέταρτης αναιρεσίβλητης και την απόρριψη της έφεσης του ενάγοντος, απέρριψε την αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε όμως το Εφετείο, ήχθη στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα με εντελώς ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες στερούν την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της και καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με τη βασιμότητα της καταλυτικής ένστασης έγκρισης της λογοδοσίας και, συνακόλουθα, με τη συνδρομή των προϋποθέσεων έγκυρης κατάρτισης εγκριτικής σύμβασης εξώδικης λογοδοσίας, κατά τα προεκτεθέντα στις νομικές σκέψεις της παρούσας απόφασης. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή, δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά ότι ο έχων την υποχρέωση λογοδοσίας ……… ανακοίνωσε και πότε στον ενάγοντα δεξίλογο έγγραφους λογαριασμούς, περιέχοντες λεπτομερώς τα κονδύλια των γενομένων δαπανών και εισπράξεων και την αιτία αυτών, καθώς και το προκύπτον κατάλοιπο και ότι με τους έγγραφους αυτούς λογαριασμούς, το αποτέλεσμα των οποίων ενέκρινε ο δεξίλογος, μετ’έλεγχο των κονδυλίων και των σχετικών παραστατικών, ετέθησαν υπόψη του ενάγοντος και τα παραστατικά έγγραφα της κίνησης των λογαριασμών. Επομένως, είναι βάσιμος και ο παρών τρίτος, πρόσθετος αναιρετικός λόγος”. Τέλος με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό ότι: “Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί ολικά η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τους εκ των αναιρεσιβλήτων ……………, εταιρείας με την επωνυμία “……………..” και εταιρείας με την επωνυμία “………”. Η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ). Συνεπώς, με την ανωτέρω απόφαση  του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε ολικά η υπ’αριθμ. 618/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου μόνον ως προς τους προαναφερθέντες αναιρεσίβλητους και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτηθησόμενο από άλλους Δικαστές από εκείνους, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Επισημαίνεται ότι κατόπιν της ολικής αναίρεσης της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου αναβιώνουν η έφεση της πέμπτης εναγομένης κατά της υπ’αριθμ.3813/2015 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και η έφεση του ενάγοντος, καθώς και τα έτερα δύο δικόγραφα του ιδίου, έκαστο των οποίων φέρει τον τίτλο «εφετήριο πρόσθετων και συμπληρωματικών λόγων – έφεση – αντέφεση» κατά της αυτής ως άνω πρωτόδικης απόφασης, της διορθωτικής των πρακτικών της τελευταίας υπ’αριθμ. 531/2016 απόφασης και της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 3567/2014 απόφασης, αμφότερες του ιδίου πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, μόνον ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτη των εφεσιβλήτων – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – εναγομένων και οι ανωτέρω διάδικοι, ως προς τους οποίους αναιρέθηκε η εν λόγω απόφαση, επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή, καθώς και ότι το Δικαστήριο τούτο, ως το δικαστήριο της παραπομπής, δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η αναιρετική απόφαση, ήτοι ότι δε χωρεί άτυπη εξώδικη λογοδοσία, διότι αυτή υπόκειται αναγκαίως σε έγγραφο τύπο  και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από ό,τι η αναιρεθείσα απόφαση, σύμφωνα με όσα ειδικότερα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Η υπόθεση επί των ανωτέρω δικογράφων της πέμπτης εναγομένης και του ενάγοντος παραδεκτά επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, ως το δικαστήριο της παραπομπής, μετά την ολική αναίρεση της υπ’αριθμ.618/2018 απόφασης, με την από 1.11.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. …………./2.11.2021) κλήση του ενάγοντος – εκκαλούντος – αντεκκαλούντος – ασκήσαντος πρόσθετους λόγους έφεσης, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των καθ’ων η κλήση απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 474 και 477 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η οριστικότητα της απόφασης που διατάσσει λογοδοσία και τάσσει προθεσμία από την επίδοσή της για την κατάθεση του λογαριασμού τελεί υπό αίρεση (ΑΠ 978/1997 ΕλλΔνη 1998.110, Π. Αρβανιτάκης, Προθεσμία εφέσεως κατ’ αποφάσεως που διατάσσει παροχή λογοδοσίας χωρίς αίτημα καταβολής του καταλοίπου, σε ΕΠολΔ 2013.782 επ.). Καθίσταται δε οριστική, ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας, μόνον αφού παρέλθει άπρακτη η ορισθείσα προθεσμία κατάθεσης του λογαριασμού (ΑΠ 707/2020 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 344/2004 ΧρΙΔ 2004.543, ΕφΑθ 8553/2004 ΕλλΔνη 2006.259). Επομένως, μέχρι το χρονικό αυτό σημείο δεν υπόκειται σε έφεση (ΑΠ 565/1999 ΕλλΔνη 1999. 1079) και δυνατότητα προσβολής της ανακύπτει αν ο λογαριασμός δεν κατατεθεί εντός της προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο, οπότε η απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία γίνεται οριστική και υπόκειται έκτοτε σε έφεση, κατά το άρθρο 513 παρ.1 περ. β΄ εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ (ΑΠ 707/2020 ΤΝΠ Νόμος). Η επίδοση της απόφασης που γίνεται σε εκτέλεση της σχετικής επιταγής του δικαστηρίου κινεί μόνο την προθεσμία που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού, όχι δε και την προθεσμία για την άσκηση έφεσης που κατά το άρθρο 518 παρ.1 του ιδίου Κώδικα εκκινεί από την επίδοση της οριστικής πλέον απόφασης, και διαρκεί επί τριάντα ή εξήντα ημέρες. Για την έναρξη της προθεσμίας αυτής απαιτείται η άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, μετά την οποία πληρούται η αίρεση υπό την οποία τελεί η οριστικότητα της απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία (Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, έκδ. 2017, άρθρο 518, αρ. 24, σελ. 135) και καθίσταται αυτή εκκλητή (ΕφΠειρ 355/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΔυτΣτΕλ 52/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 206/2000 Αρμ.2002.715). Για την εκκίνηση της προθεσμίας έφεσης απαιτείται νέα επίδοση της (οριστικής πλέον) απόφασης (ΑΠ 1651/1987 ΕλλΔνη 1988.1377, ΕφΘεσ 1597/2000 Αρμ.2001.389) και δεν αρκεί η προηγούμενη επίδοσή της, αφού αυτή πραγματοποιήθηκε πριν την οριστικοποίησή της και έλαβε χώρα μόνο για να εκκινήσει η προθεσμία της λογοδοσίας (ΕφΠειρ 314/2014 ΕλλΔνη 2015.489, ΕφΘεσ 1550/2012 ΕΠολΔ 2013.808). Αν λοιπόν λάβει χώρα νέα επίδοση, αυτή αποτελεί και το εναρκτήριο γεγονός της προθεσμίας έφεσης, ενώ αν δεν λάβει χώρα νέα επίδοση η έφεση κατά της απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία ασκείται εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας της παρ.2 του άρθρου 518 του ΚΠολΔ, που και αυτή αφετηριάζεται από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού (ΑΠ 1446/2012 ΧρΙΔ 2013.281), η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί προς τη δημοσίευση της απόφασης, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, δε θα ήταν ποτέ δυνατή η έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης (ΕφΑθ 2041/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 355/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 314/2014 ΕλλΔνη 2015.489, ΕφΑθ 6549/2009 ΔΕΕ 2010.438). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 514 του ΚΠολΔ, δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται. Η διάταξη αυτή αποβλέπει στην απαγόρευση της επανειλημμένης χρήσης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της ίδιας απόφασης. Προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) να έχει ασκηθεί προηγούμενη έφεση, β) να πλήττεται με αυτή, όπως και με την προηγούμενη, η ίδια απόφαση και γ) να ασκείται παρά του αυτού διαδίκου. Δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων όταν, επί απλής ομοδικίας, η δεύτερη έφεση ασκείται από άλλον εκκαλούντα, ή από τον ίδιο που ενεργεί με άλλη ιδιότητα, ή απευθύνεται κατ` άλλου εφεσίβλητου, ή κατά του ίδιου, με άλλη όμως ιδιότητα. Είναι αδιάφορο  αν με τις εφέσεις, προηγούμενη και μεταγενέστερη, πλήττονται διάφορα κεφάλαια της αποφάσεως ή το δικόγραφο της δεύτερης υπογράφεται από διαφορετικό πληρεξούσιο δικηγόρο. Το ανεπίτρεπτο της δεύτερης έφεσης καταλαμβάνει και την περίπτωση που με την προσβαλλόμενη απόφαση συνεκδικάστηκαν δύο αγωγές και οι ασκηθείσες εφέσεις αφορούν χωριστά κάθε μία από αυτές, αφού η ως άνω διάταξη δεν κάνει κάποια διάκριση (ΑΠ 533/2001 ΕλλΔνη 42.1597, ΕφΑθ 6931/2008, ΕφΑθ 6891/2005, ΕφΠατρ 176/2004 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η δεύτερη έφεση, που ασκείται κατά της ίδιας απόφασης απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρα 514 και 532 ΚΠολΔ). Στη γενική αυτή αρχή, ωστόσο, η νομολογία εισήγαγε μια εξαίρεση, ότι δηλαδή, δεν θεωρείται δεύτερη και συνεπώς δεν απαγορεύεται η άσκηση έφεσης, όταν η πρώτη ασκήθηκε χωρίς να υπάρχει καν δικαίωμα έφεσης, όπως στην περίπτωση  που στρέφεται κατά απόφασης μη υποκείμενης σε έφεση επειδή δεν ήταν οριστική. Και αυτό διότι ένδικο μέσο που ασκείται χωρίς να υφίσταται δικαίωμα προς άσκησή του θεωρείται οιονεί ανυπόστατο (ΟλΑΠ 1138/1974 ΝοΒ 23.640, ΕφΑθ 6549/2009, ΕφΑθ 7210/2001 δημ. στην  ΤΝΠ Νόμος). Η κατά τα παραπάνω αναφερόμενα δεύτερη έφεση, μπορεί να ισχύσει α) ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, αν αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την πρώτη έφεση ή σε εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά και β) ως αντέφεση, στην περίπτωση που έχουν ασκηθεί από τους διαδίκους αντίθετες εφέσεις και η δεύτερη έφεση του ενός απ` αυτούς αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση του αντιδίκου ή σε κεφάλαια που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (ΕφΑθ 681/2008 ΤΝΠ Νόμος). Ως κεφάλαια δε νοούνται οι οριστικές διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή έννομης προστασίας. Ως κεφάλαια  αναγκαστικά συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις της, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την αυτήν ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου, από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης, να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 212/2006 ΝοΒ 2007693, ΑΠ 653/2001, ΑΠ 238/2001, ΑΠ 214/2000, ΕφΑθ 6931/2008, ΕφΑθ 3459/2007, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, να επισημανθεί ότι προϋπόθεση για να ισχύσει η δεύτερη έφεση ως αντέφεση ή ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων, δεν αρκεί μόνη η κατάθεση αυτής, αλλά απαιτείται και κοινοποίησή της  τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της πρώτης έφεσης ή εκείνης του αντιδίκου αντιστοίχως. Σε περίπτωση δε που η ορισθείσα αρχικά για την πρώτη έφεση ή για την έφεση του αντιδίκου δικάσιμος, αναβληθεί ή ματαιωθεί, η δεύτερη έφεση μπορεί να ισχύσει ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή ως αντέφεση, εφόσον κοινοποιήθηκε στον αντίδικο τριάντα ημέρες πριν από τη νέα δικάσιμο (ΕφΑθ 681/2008 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 570/1996 ΕλλΔνη 38.680). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούμενη υπ’αριθμ.3813/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις  27.10.2015, περιέχει οριστικές διατάξεις ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων, αφού ως προς αυτούς απορρίφθηκε η αγωγή λογοδοσίας ως ουσιαστικά αβάσιμη,  ενώ ως προς την πέμπτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα εταιρεία, έγινε αυτή δεκτή και ορίσθηκε τρίμηνη προθεσμία, αρχόμενη από την νόμιμη επίδοση της εν λόγω απόφασης, προκειμένου η ανωτέρω εναγόμενη να καταθέσει λογαριασμό. Σύμφωνα με όσα αναλύονται στις αμέσως προηγούμενες νομικές σκέψεις η απόφαση αυτή ήταν οριστική υπό αίρεση ως προς την πέμπτη εναγόμενη εταιρεία  και συνακόλουθα εκκλητή ως προς την τελευταία μόνον μετά την νόμιμη επίδοση αυτής και την πάροδο της προαναφερόμενης προθεσμίας, αφού τότε θα καθίστατο οριστική.  Επομένως,  όταν  ασκήθηκε από τον ενάγοντα η από 17.6.2016 έφεσή του (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………../17.6.2016) εναντίον όλων των εναγομένων, δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση του άρθρου 513 παρ.1 του ΚΠολΔ, ήτοι το οριστικό της ως άνω προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης ως προς την πέμπτη εναγόμενη εταιρεία,  διότι δεν είχε ακόμη τότε παρέλθει η τρίμηνη προθεσμία, που τάχθηκε με την απόφαση αυτή για την παροχή από την τελευταία λογοδοσίας και συμπληρώθηκε στις 21.12.2016, καθώς η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε σ’αυτήν, με την επιμέλεια του ενάγοντος, στις 21.9.2016, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με αποτέλεσμα η ως άνω απόφαση έκτοτε και μόνον, λόγω της πλήρωσης της αίρεσης, υπό την οποία τελούσε η οριστικότητά της, έχοντας πλέον καταστεί οριστική, να υπόκειται σε έφεση και όχι σε προγενέστερο της παρέλευσης του τριμήνου χρόνο. Με βάση τα προεκτεθέντα η κρινόμενη έφεση του ενάγοντος είναι ανυπόστατη και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέα ως προς την πέμπτη εφεσίβλητη/πέμπτη εναγόμενη. Ως προς την ίδια εναγόμενη η διετής προθεσμία του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ για την άσκηση έφεσης αφετηριάσθηκε επίσης στις 21.12.2016, όταν η ανωτέρω απόφαση κατέστη οριστική, μετά την (άπρακτη) πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας που έταξε με αυτήν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την παροχή λογοδοσίας, εφόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν έλαβε χώρα στη συνέχεια εκ νέου επίδοση σ’αυτήν της ως άνω οριστικής πλέον απόφασης. Ως προς τους λοιπούς όμως των εφεσιβλήτων, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη, ως προς τους οποίους η ανωτέρω υπ’αριθμ.1308/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ήταν οριστική κατά την έκδοσή της, η έφεση αυτή του ενάγοντος έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 17.6.2016, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης στις 27.10.2015 ως προς τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτη εξ αυτών [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου], αφού επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στους ανωτέρω εναγομένους και ήδη εφεσίβλητους από τον ενάγοντα, ή απ’αυτούς στον ενάγοντα, δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι έχει λάβει χώρα, ούτε άλλωστε τέτοια επίδοση προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, ενώ όσον αφορά την έκτη εφεσίβλητη/έκτη εναγόμενη η έφεση έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄ και 2, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 17.6.2016, ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση προς τον ενάγοντα, με επιμέλεια της ανωτέρω εναγομένης, της ανωτέρω απόφασης, που συντελέσθηκε στις 18.5.2016,  σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί.  Επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, με βάση όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, το από 16.10.2017 δικόγραφο (με αριθμ.εκθ.καταθ. ………./16.10.2017 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και με αντίστοιχο αριθμό …………./16.10.2017 στο Εφετείο Πειραιώς) με τον τίτλο “πρόσθετοι και συμπληρωματικοί λόγοι-έφεση-αντέφεση” του ενάγοντος, εκτιμάται, ενόψει και της κατάθεσης κατά την άσκησή του του οικείου παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, ως παραδεκτή έφεση κατά της πέμπτης εναγόμενης – εφεσίβλητης εταιρείας, αφού ασκήθηκε μετά την επίδοση στην τελευταία της εκκαλουμένης και την συμπλήρωση της τρίμηνης προθεσμίας που η ανωτέρω απόφαση όριζε στις  21.12.2016, οπότε και άρχισε η διετής προθεσμία για την άσκησή της και  του ανυποστάτου ως προς αυτήν την εναγομένη της από 17.6.2016 (πρώτης) έφεσης του ενάγοντος, που αίρει την εκ του άρθρου 514 του ΚΠολΔ απαγόρευση άσκησης δεύτερης έφεσης. Ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων, ως προς τους οποίους η από 17.6.2016 έφεση του ενάγοντος ασκήθηκε παραδεκτά, εκτιμάται το ίδιο ως άνω δικόγραφο ως πρόσθετοι λόγοι αυτής,  με τον αυτονόητο περιορισμό ότι θεωρούνται ως τέτοιοι μόνον οι  λόγοι, που εμπεριέχονται στο εν λόγω δικόγραφο και αναφέρονται στα ήδη εκκληθέντα με την έφεση ή στα συνεχόμενα με αυτά κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με το  άρθρο 520 παρ.2 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 180/1979 ΝοΒ 1976.1113, ΕφΑθ 1963/1980 ΝοΒ 1980.857, Σ. Σαμουήλ, η Έφεση, έκδ. 2003 σελ. 60, ΕφΑθ 2295/2009 και ΕφΑθ 681/2008 ΤΝΠ Νόμος), δεδομένου ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού τους κατά την ίδια διάταξη. Συγκεκριμένα ασκήθηκαν με (το άνω) ιδιαίτερο δικόγραφο το οποίο κοινοποιήθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 143 και 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, στους εφεσίβλητους τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. ………./16.10.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …………. που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών-ενάγων).  Το δε από 16.10.2017 δικόγραφο (με αριθμ.εκθ.καταθ…………/2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) δεν μπορεί να ισχύσει παρά μόνο ως αντέφεση  όσον αφορά την πέμπτη εναγομένη που έχει ασκήσει και η ίδια έφεση κατά του αντεκκαλούντος-ενάγοντος και ως πρόσθετοι λόγοι στην αρχική έφεση του εκκαλούντος ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων, υπό τον ίδιο ως άνω περιορισμό του άρθρου 520 παρ.2 εδαφ.α’  του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι  τηρήθηκαν  οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησής τους, συγκεκριμένα ασκήθηκαν με  ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κοινοποιήθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 143 και 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, στους εφεσίβλητους τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ…../16.10.2017 έκθεση επίδοσης της αυτής ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας, που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών-ενάγων). Τέλος, η από 20.1.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……………./23.1.2017 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../21.2.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της επίσης ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό πέμπτης εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 3813/2015 πρωτόδικης απόφασης έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄ και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 21.2.2017, ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών, που άρχισε στις 21.12.2016, με την παρέλευση της ταχθείσας σ’αυτήν με την ανωτέρω απόφαση τρίμηνης προθεσμίας για την παροχή λογοδοσίας και εκ νέου επίδοση της απόφασης αυτής δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι έχει λάβει χώρα, ούτε άλλωστε τέτοια επίδοση προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, ενώ επιπροσθέτως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατά την άσκηση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Συνεπώς, οι ένδικες εφέσεις με αριθμ.εκθ.καταθ………../2016 του ενάγοντος κατά των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και έκτης των εναγομένων και με αριθμ. εκθ.καταθ………../2017 της πέμπτης εναγομένης κατά του ενάγοντος, οι με αριθμ.εκθ.καταθ……………/2016 πρόσθετοι λόγοι του ενάγοντος ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων και έφεση ως προς την πέμπτη εναγόμενη, καθώς και οι με αριθμ.εκθ.καταθ. ………../2016 πρόσθετοι λόγοι έφεσης του ενάγοντος ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων και αντέφεση ως προς την πέμπτη εναγόμενη – εκκαλούσα, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων εκάστου δικογράφου και δη ως προς τα δικόγραφα του ενάγοντος αυτών των λόγων, που αφορούν μόνον στους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των αντιδίκων του, ως προς τους οποίους έχει παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση και πλήττουν μόνον την υπ’αριθμ. 3815/2015 απόφαση και την υπ’αριθμ.531/2016 διορθωτική της τελευταίας απόφαση, (οι λόγοι των δικογράφων του ενάγοντος, που αφορούν στην απόρριψη της αγωγής του ως αόριστης ως προς τους 7η έως και 105η των εναγομένων με την υπ’αριθμ. 3567/2014 αρχικά εκδοθείσα επί της υπόθεσης απόφαση, ως προς τους οποίους δεν αναιρέθηκε η υπ’αριθμ. 618/2018 απόφαση και, επομένως, η αγωγή έχει αμετάκλητα απορριφθεί, δεν θα επανεξετασθούν), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ). Λεκτέον ότι το παραδεκτό των ανωτέρω δικογράφων επανεξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο, καθώς η αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου δεν ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ζήτημα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη.

Κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη λόγων έφεσης στο δικό­γραφό της (έφεσης), τέτοιοι μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε πα­ραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμέ­νη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΑθ 2575/2009, ΕφΔωδ 70/2008, δημοσιευεμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτερω, κατά το άρθρο 246 του ΚΠολΔ το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει δυνητική ευχέρεια, δικαιούται και δεν υποχρεούται, να διατάξει ή όχι την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών, ενώπιον του δικών, μεταξύ των αυτών διαδίκων. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για τη συνένωση και συνεκδίκαση ή όχι δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 652/2011, 636/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 668/2005 ΕλλΔνη 2006.1086, ΑΠ 410/1976 ΝοΒ 24.939), και η απόρριψη σχετικής αίτησης διαδίκου δε μπορεί να στηρίξει λόγο έφεσης για ανατροπή της απόφασης αυτής, εφόσον η συνεκδίκαση απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, συνεπώς η μη αποδοχή του αιτήματος για συνεκδίκαση  κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικαστηρίου δικών  δεν αποτελεί σφάλμα αυτού δεκτικό έφεσης (ΑΠ 1247/1982 ΔΕΝ 39.1102, ΕφΔωδ 109/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 421/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6365/2001 Αρμ 2003.1091, ΕφΑθ 2011/1999 Αρμ 2000.411, ΕφΑθ 1517/1987 ΕΔΠολυκ 1988.46), αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, δι­ακριτική ευχέρεια να προχωρήσει σε συνεκδίκαση, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση διαδίκου, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε πε­ρισσότερο αφού το διατακτικό της απόφα­σης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν θε­μελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΘεσ 907/1993, ΕφΑθ 9117/1989 αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 8701/1980 ΝοΒ 29.357). Ενόψει τούτων, απορριπτέος ως απαράδεκτος τυγχάνει ο λόγος, που εμπεριέχεται σε όλα τα δικόγραφα του ενάγοντος υπό στοιχ. Ι΄, με τον οποίο ο τελευταίος παραπονείται για τη σιωπηρή απόρριψη του αιτήματός του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκ των εκκαλουμένων υπ’αριθμ. 3813/2015 απόφαση, να συνεκδικασθεί η ένδικη αγωγή  με έτερη αγωγή του και συγκεκριμένα με την από 19.2.2015 (με αριθμ.εκθ.καταθ…………/2015) αγωγή, που είχε ασκήσει ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου κατά των ιδίων εναγομένων, φυσικών και νομικών προσώπων, αφού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο προς τούτο, αλλά η συνεκδίκαση ανήκε στην διακριτική του ευχέρεια, με αποτέλεσμα η μη αποδοχή του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος να μην αποτελεί σφάλμα του ανωτέρω Δικαστηρίου δεκτικό έφεσης.

Από τις διατάξεις του άρθρου 254  του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με απόφασή του η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα προδικαστικής απόφασης, την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης και η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο για νομικούς ή φυσικούς λόγους. Επομένως, η διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 2 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 871/2011, ΑΠ 834/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περίπτωση, όμως, εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 254 του  ΚΠολΔ και ίδρυση του οικείου λόγου αναίρεσης για κακή σύνθεση του δικαστηρίου δεν υπάρχει, όταν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, διατάσσονται συμπληρωματικές αποδείξεις, όπως λ.χ. πραγματογνωμοσύνη, αφού στην περίπτωση αυτή γίνεται όχι επανάληψη, αλλά νέα συζήτηση της υπόθεσης και στη σύνθεση του δικαστηρίου μπορεί να μετέχουν και άλλοι δικαστές (βλ. σχετ. ΑΠ 2006/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω ο ενάγων με τον υπό στοιχεία Θ΄ λόγο του δικογράφου της έφεσής του, που επαναλαμβάνεται (επίσης ως λόγος υπό στοιχεία Θ) στα έτερα δύο δικόγραφά του, παραπονείται για κακή σύνθεση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την υπ’αριθμ. 3813/2015 οριστική απόφαση, μετά την επανάληψη της συζήτησης, που είχε διαταχθεί με την υπ’αριθμ.3567/2014 εν μέρει οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, διότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δε μετείχε στη σύνθεση του ανωτέρω Δικαστηρίου ως Πρόεδρος αυτού ο Πρόεδρος Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Πειραιώς Θεόκλητος Καρακατσάνης, ο οποίος είχε μετάσχει στη σύνθεσή του ως Πρόεδρος, κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η πρώτη απόφαση. Ο λόγος αυτός, ο οποίος  λεκτέον ότι επίσης προβλήθηκε από τον ενάγοντα ως λόγος αναίρεσης και με την υπ’αριθμ. 700/2021 απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, διότι, όπως έγινε δεκτό, η αποδιδόμενη πλημμέλεια δε βαρύνει τη σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεσιβληθείσα απόφαση, ήτοι την υπ’αριθμ.618/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά τη σύνθεση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου,  απορριπτέος τυγχάνει ομοίως ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 3567/2014 απόφασή του διέταξε τη διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, δεν απαιτείτο να μετάσχουν αναγκαίως στην επακολουθήσασα συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 28ης.4.2015 οι ίδιοι δικαστές,  που μετείχαν αρχικά στην προηγηθείσα   συζήτηση. Άλλωστε σε κάθε περίπτωση δεν θα ήταν δυνατή η εκδίκαση της αγωγής μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης με την ίδια ακριβώς σύνθεση, καθώς ο εισηγητής δικαστής, που συμμετείχε στη σύνθεση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την υπ’αριθμ.3567/2014 απόφαση,  Πρωτοδίκης Βασίλειος Μαλάμος, είχε στο μεσοδιάστημα προαχθεί και μετατεθεί.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 του ΚΠολΔ, το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος για την άσκηση έφεσης κρίνεται από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης και υπάρχει όταν με αυτό απορρίπτονται αιτήσεις ή προτάσεις του εκκαλούντος ή γίνονται δεκτές αντίστοιχες του αντιδίκου του. Μάλιστα, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και συνήθως πηγάζει από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, δηλαδή από το δεδικασμένο που απορρέει από τη σχετική δικαστική κρίση. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, για την άσκηση των ενδίκων μέσων και ειδικότερα της έφεσης, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, η οποία, μάλιστα, εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου, σύμφωνα με το άρθρο 532 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 129/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6188/2009 ΕΦΑΔ 2010.565, 3613/2007 ΕΦΑΔ 2008.818, ΕφΘεσ 2976/2005 Αρμ 2006.1465). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του.  Ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 315 του ΚΠολΔ χωρεί και ως προς τη διόρθωση των πρακτικών (ΕφΑθ 10108/2002 ΕλλΔνη 46.274). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 318 § 1 του ΚΠολΔ  η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται κατά τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση που διορθώνεται και αφού κληθούν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής της «εκατέρωθεν ακρόασης», πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι με­τείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια να διατυπώσουν προσηκόντων και νομοτύπων τις απόψεις τους περί του θέματος της διόρθωσης. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της απόφασης, δεν απαιτείται να διατάσσεται η κλήτευση αυτών (βλ. σχετ. ΑΠ 383/2016 ΕΠΟΛΔ 2016.609). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 16.11.2015 Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς-Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, ζητήθηκε οίκοθεν η διόρθωση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 3813/2015 απόφαση πρακτικών του ως άνω Δικαστηρίου, καθώς από προφανή παραδρομή διατυπώθηκαν αυτά εσφαλμένα και συγκεκριμένα δεν αναγράφηκε η ιδιότητα του ενάγοντος ως καλούντος και των εναγομένων ως καθ’ ων η κλήση, ενώ παραλείφθηκε πλήρως η αναγραφή της πρώτης, και των έβδομης έως και εκατοστής πέμπτης των εναγομένων ως καθ’ ων η κλήση. Με την υπ’αριθμ. 531/2016 απόφαση το ίδιο Δικαστήριο, στο οποίο λόγω προαγωγών και μεταθέσεων δεν συμμετείχαν οι ίδιοι Δικαστές που εξέδωσαν την υπό διόρθωση απόφαση,  με την επισήμανση ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 315 επ. του ΚΠολΔ η περί διόρθωσης απόφασης εκδίδεται από το δικαστήριο, που εξέδωσε την προς διόρθωση απόφαση (ή πρακτικά), δικάζοντας κατά την ίδια διαδικασία, όχι όμως και με την ίδια σύνθεση, χωρίς να κλητεύσει τους διαδίκους της δίκης, κρίνοντας ότι δεν επηρεάζονται  από την αιτούμενη διόρθωση τα έννομα συμφέροντά τους,  προέβη σ’ αυτήν και σύμφωνα με το διατακτικό της σημειώθηκε, με τη μέριμνα της Γραμματείας, η διορθωτική απόφαση στο πρωτότυπο των εν λόγω πρακτικών και απόφασης. Ο ενάγων με τον υπό στοιχεία ΙΓ λόγο της έφεσης και των έτερων δύο δικογράφων του παραπονείται για την διόρθωση κατά τα προαναφερόμενα της εκκαλουμένης απόφασης, χωρίς να κληθούν και να παρασταθούν οι διάδικοι, πλην όμως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθώς  δεν μνημονεύεται στα ένδικα δικόγραφα ποιο είναι το, άμεσο ή έμμεσο,  έννομο συμφέρον του, το οποίο να δικαιολογεί την άσκησης έφεσης κατά της προαναφερόμενης πρωτόδικης απόφασης με τη συγκεκριμένη αιτίαση, αφού μάλιστα η διόρθωση των πρακτικών της απέδωσε την πραγματική ιδιότητα και τον ακριβή αριθμό των διαδίκων που συμμετείχαν στη συζήτηση, μετά την οποία η απόφαση αυτή εκδόθηκε, πολλώ δε μάλλον, που σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ορθώς δεν κλήθηκαν οι διάδικοι της αγωγής να λάβουν μέρος κατά τη συζήτηση της οίκοθεν αίτησης διόρθωσης των πρακτικών της εν λόγω απόφασης, ως μη βλαπτόμενοι και, συνεπώς, ως μη έχοντες έννομο συμφέρον να αντιταχθούν στην αιτούμενη διόρθωση (βλ.σχετ.ΑΠ 1837/2022, ΑΠ 383/2016, ΑΠ 1/2015, ΑΠ 1856/1999, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 του ιδίου Κώδικα στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, που συνίστανται ως επί το πλείστον σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου. Οι παραδρομές αυτές είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1962/2006 ΤΝΠ Νόμος). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Έτσι λόγος έφεσης για παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου τυγχάνει παντελώς αόριστος, εάν δεν μνημονεύεται συγχρόνως όχι μόνο ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε αλλά και με ποιο τρόπο παραβιάστηκε, ήτοι τα περιστατικά που κατά τον εκκαλούντα στοιχειοθετούν την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια (ΑΠ 1130/2015, ΑΠ 1657/2002, ΕφΠατρ 306/2018, ΕφΔωδ 119/2014, ΕφΘεσ 1191/2009, ΕφΔωδ 39/2004, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος).  Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (ΑΠ 1284/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΑΠ 647/2007 ΕλλΔνη 44.475, ΑΠ 1129/1995 ΕλλΔνη 38.591, ΑΠ 1009/1988 ΕλλΔνη 30.1348). Εάν όμως αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή, τούτο δε επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (ΑΠ 202/2019, ΑΠ 574/2018, ΑΠ 738/2013, ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 297/2013, ΑΠ 1213/2013, ΑΠ 104/2013, ΑΠ 1608/2008, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Με  βάση τα προεκτεθέντα όλοι οι λόγοι, οι οποίοι περιλαμβάνονται στα δικόγραφα της έφεσης, αντέφεσης και πρόσθετων λόγων του ενάγοντος και περιέχουν αιτιάσεις, που αφορούν σε παραβιάσεις νομικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται οι συγκεκριμένες διατάξεις, που κατά τους ισχυρισμούς του ανωτέρω παραβιάσθηκαν από την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3813/2015 απόφαση, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την αποδιδόμενη σ’ αυτήν  νομική πλημμέλεια, αντιθέτως παρατίθενται εντελώς επιγραμματικά και επομένως όλως αόριστα, είτε διατάξεις,  είτε σύνολα και κεφάλαια διατάξεων, που ρυθμίζουν έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ποιες εξ όλων αυτών παραβιάσθηκαν από τo πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και με ποιο ακριβώς τρόπο. Συγκεκριμένα απορριπτέοι για τον λόγο αυτό τυγχάνουν οι  υπό στοιχ. ΙΑ,1ος και 3ος και ΙΒ λόγοι της έφεσης του ενάγοντος, που αφορούν στους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων και ο υπό στοιχεία ΙΒ λόγος των έτερων δύο δικογράφων του, που αφορά στην έκτη εναγόμενη, κατά το σκέλος αυτών, με το οποίο ο ανωτέρω εκκαλών παραπονείται όλως γενικώς και αορίστως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των νόμων περί της εγκατάστασης στην Ελλάδα ναυτιλιακών εταιρειών, καθώς και των διατάξεων του ΑΚ περί της ελευθερίας των συμβάσεων, της εντολής, της αντιπροσωπείας και της λογοδοσίας, ήτοι για παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, χωρίς, όμως, να μνημονεύει το συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και σε τι ακριβώς κατά τους ισχυρισμούς του συνίσταται η παραβίαση αυτού, όπως απαιτείται για τον προσδιορισμό στα ένδικα δικόγραφα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο του νομικού σφάλματος, που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτως ώστε, αφενός μεν να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω λόγων, αφετέρου δε να μπορούν οι εφεσίβλητοι να αμυνθούν, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς.

Κατά το άρθρο 303 του ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για τον σκοπό αυτό, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή, και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η γενική υποχρέωση για εξώδικη ή δικαστική λογοδοσία εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για τον χρόνο για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και τα έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, ακόμα δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον η έκθεσή τους συνηθίζεται, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο πλήρη εικόνα της υπόθεσης, που διαχειρίστηκε αυτός (δοσίλογος), και να διευκολύνεται έτσι ο έλεγχος των επί μέρους κονδυλίων. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός που ανακοίνωσε ο δοσίλογος δεν είναι σαφής, ορισμένος και λεπτομερειακός, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου για ανακοίνωση του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473-477 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, σε λογοδοσία υποχρεώνεται όποιος, είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση ή από οιονεί σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, διαχειρίστηκε ξένη, ολικά ή μερικά, περιουσία (ή έστω και μία υπόθεση), η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έναντι εκείνου την περιουσία ή την υπόθεση του οποίου διαχειρίστηκε. Υποχρέωση, δηλαδή, για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε έννομη σχέση, ενοχικού ή εμπράγματου ή άλλου δικαιώματος (ΑΠ 1592/2018, ό.π., ΑΠ 360/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης – Α. Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, υπό άρθρο 303, αριθμ. 1, σελ. 270). Τέτοια έννομη σχέση, από την οποία γεννάται υποχρέωση λογοδοσίας, συνιστά και η αφανής εταιρεία, που προβλέπεται και ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 285 έως 292 του ν. 4072/2012 και με παραπομπή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία (άρθρα 741 επ. του ΑΚ), πλην εκείνων που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας (άρθρο 285 παρ.3 του άνω νόμου). Ο εμφανής εταίρος λοιπόν, διαχειριστής της αφανούς εταιρίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 παρ.1 του ν.4072/2012, είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει στους αφανείς εταίρους, μη διαχειριστές, και αν αρνηθεί, μπορεί να εξαναγκασθεί με σχετική εταιρική αγωγή. Ειδικότερα, αφανής ή μετοχική εταιρεία είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία εταιρεία, στην οποία ο εταιρικός δεσμός εκδηλώνεται μόνο στις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων και απουσιάζει η ανάπτυξη εταιρικού δεσμού προς τα έξω, αφού η εταιρεία δεν είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και δεν εμφανίζεται στις συναλλαγές, ο δε εμφανής εταίρος δρα στο όνομά του ή υπό την επωνυμία του, σαν να μην υπήρχε ο αφανής εταίρος (ΑΠ 1355/2019, ΑΠ 1234/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 116/2013, ΧρΙΔ 2014.377). Η σύσταση της αφανούς εταιρείας δεν υπόκειται σε διατυπώσεις δημοσιότητας, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 285 του ν. 4072/2012, αυτή δεν καταχωρίζεται στο ΓΕ.Μ.Η. Ωστόσο, με βάση το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου και άρθρου του άνω νόμου, οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, για την οποία εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 393 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σύμβαση σύστασης αφανούς εταιρείας, που οφείλει να έχει ελάχιστο περιεχόμενο το προβλεπόμενο στο άρθρο 741 ΑΚ, καταρτίζεται άτυπα. Προς απόδειξη δε της σύστασής της δεν απαιτείται υποχρεωτικά έγγραφο, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. όσον αφορά δε στους όρους της εταιρικής σύμβασης, θεσπίζεται έγγραφος αποδεικτικός τύπος. Η συγκεκριμένη ρύθμιση ισχύει, όμως, μόνο για εκείνους τους όρους που παρεκκλίνουν των ενδοτικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του νόμου. Αν, δηλαδή, η αφανής εταιρεία έχει συσταθεί άτυπα, τότε οι όροι της εταιρικής σύμβασης διέπονται από τις ρυθμίσεις των άρθρων 285 επ. του ν. 4072/2012 και των άρθρων του ΑΚ, στις οποίες ο νόμος αυτός παραπέμπει, εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, οπότε υποχρεούνται να αποδείξουν τούτο μόνο με έγγραφο, εκτός και αν η απόκλιση αυτή από τις παραπάνω διατάξεις, που τυχόν συμφωνήθηκε προφορικά, ομολογείται από τον αντίδικο (ΕφΠειρ 235/2019, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του, www.efeteio-peir.gr, Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, 4η έκδοση, Κεφ. 3ο.Δ.ΙΙ., παρ. 681, σελ. 200, Σ. Ταλια – δούρος, Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την αφανή εταιρεία. Οι μεταβολές που επήλθαν με τον ν. 4072/2012, ΔΕΕ 2016, σελ. 873 επ.). Ειδικότερα με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο έβδομο τμήμα (άρθρα 249 έως και 294) του N. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος Νέα εταιρική μορφή κλπ» (ΦΕΚ Α΄ 86/11.04.2012), η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, πλην ορισμένων διατάξεων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, αφανή και κοινοπραξία). Τα θέματα που αφορούν στην αφανή εταιρεία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 285 έως και 292, που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Γ’ του τμήματος αυτού. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ανωτέρω νόμου, αυτός εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος του, δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, ενώ από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18-28, 38, 39, 47-50 και 64 του Εμπορικού Νόμου. Η αφανής εταιρεία, κατά τις διατάξεις του νέου νόμου, συνιστάται μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων άτυπα, ακόμη και στην περίπτωση που έχει σκοπό την επιχείρηση τυπικών πράξεων, που, όμως, αποδεικνύεται μόνο με έγγραφη συμφωνία των μερών. Το περιεχόμενό της διαμορφώνεται ελεύθερα με την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή του κλειστού αριθμού των εταιρειών του εμπορικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 285 του Ν. 4072/11-4-2012, με τη σύμβαση της αφανούς εταιρείας ο ένας από τους εταίρους (εμφανής εταίρος) παραχωρεί σε άλλον ή άλλους εταίρους (αφανείς εταίρους) δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα μιας ή περισσότερων εμπορικών πράξεων ή εμπορικής επιχείρησης, που διενεργεί στο όνομά του, αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων. Η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην αφανή εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 286 του ιδίου νόμου, ο αφανής εταίρος καταβάλλει την εισφορά του στον εμφανή εταίρο, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 289 αυτού ο αφανής εταίρος συμμετέχει στα κέρδη της εταιρείας κατά το ποσοστό ή το ποσό που έχει συμφωνηθεί στην εταιρική σύμβαση, άλλως εφαρμόζεται το άρθρο 763 του Αστικού Κώδικα. Επίσης, κατά την ίδια διάταξη του άρθρου 289 του Ν. 4072/2012, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, ο αφανής εταίρος μετέχει στις ζημίες που προκύπτουν κατά το ίδιο ποσοστό με τα κέρδη. Μπορεί να συμφωνηθεί ότι η συμμετοχή του στις ζημίες δεν υπερβαίνει την αξία της εισφοράς του. Στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους ή στο χρόνο που έχουν συμφωνήσει τα μέρη, καθώς και σε περίπτωση λύσης της εταιρείας, ο εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει και να καταβάλει τα αναλογούντα κέρδη στον αφανή εταίρο. Δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί η καταβολή κερδών στον αφανή εταίρο και κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ιδίως κατά την ολοκλήρωση κάποιας πράξης ή επιχειρηματικής δράσης Ως κέρδη, κατά την έννοια του νόμου, νοείται το καθαρό προϊόν, που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων.

Από την επανεκτίμηση α) των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και της χωρίς όρκο εξέτασης του ενάγοντος στο ακροατήριο του ιδίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής στη δικάσιμο της 11ης.2.2014, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 3567/2014 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, αλλά και της χωρίς όρκο εξέτασης του ιδίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 3813/2015 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του αυτού ως άνω Δικαστηρίου της δικασίμου της 28ης.4.2015, β)  των υπ’αριθμ. …../6.11.2012 και …../6.11.2012 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που  προσκομίζει ο ενάγων και ήδη καλών – εκκαλών – αντεκκαλών  – ασκήσας πρόσθετους λόγους έφεσης και έχουν ληφθεί κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του (βλ. σχετ. τις υπ’αριθμ. …/1.11.2012 και …/1.11.2012 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), γ) των υπ’αριθμ. …./5.11.2012 και …./5.11.2012 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………..,  που  προσκομίζουν οι καθ’ων η κλήση και έχουν ληφθεί κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου τους, που παρέστη κατά την ανωτέρω ημερομηνία (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. 14.318/2012 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), των υπ’αριθμ. …./15.1.2014, …./15.1.2014 και ………./15.1.2014 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, που  επίσης προσκομίζουν οι καθ’ων η κλήση και έχουν ληφθεί κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου τους, που παρέστη κατά την ανωτέρω ημερομηνία (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. ……../10.1.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και των υπ’αριθμ. …………/3.4.2014, ………/3.4.2015 και ………/3.4.2015 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, που  επίσης προσκομίζουν οι καθ’ων η κλήση και έχουν ληφθεί κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου τους, που παρέστη και κατά την ανωτέρω ημερομηνία (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. …………./31.3.2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………, δ) της από 18.12.2014 έκθεσης γραφολογικής  πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος  από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα ………., που κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 19.12.2014 (με αριθμ…..) και ε) της από 8.12.2014 έκθεσης δικαστικής γραφολογίας των τεχνικών συμβούλων των εναγομένων …………… και …………….., καθώς και της από 16.1.2015 έκθεσης γραφολογικής γνωμοδότησης του επίσης τεχνικού τους συμβούλου …………….., καθώς και του συνόλου των λοιπών εγγράφων που οι διάδικοι  προσκόμισαν νομότυπα, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση – για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – απόδειξη, για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, σε συνδυασμό προς τις παραδοχές και τις ομολογίες τους, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄ και 352 παρ.1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο αποβιώσας την 25.1.2011 ………., σύζυγος της πρώτης και πατέρας των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των εναγομένων, μετά από πολυετή εργασία του ως ναυτικός, προσλήφθηκε  και εργάσθηκε ως αρχιπλοίαρχος αρχικά και στη συνέχεια με την ειδικότητα του  διευθυντή, στην εταιρεία με την επωνυμία «…………..», περίπου για μια διετία, στη διάρκεια της οποίας απέκτησε μετοχές σε τέσσερα πλοία, που διαχειριζόταν η εν λόγω εταιρεία, από την οποία απεχώρησε το έτος 1974, πωλώντας την εταιρική του μερίδα, αντί τιμήματος 400.000 δολαρίων ΗΠΑ, στον τότε συνέταιρό του ……… (σχετ. μεταξύ άλλων τα κατατεθέντα από το ……. στις υπ’αριθμ…./15.1.2014 και …./3.4.2015 ένορκες βεβαιώσεις του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών . ………). Με το ποσό αυτό, αλλά και εκείνο που απεκόμισε από την πώληση του πλοίου «CRM», ύψους 240.000 δολαρίων Η.Π.Α, ίδρυσε στις 20.11.1974 την πέμπτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας καταστατική έδρα ορίσθηκε ο Παναμάς και η οποία, ήδη από το έτος 1975 και μέχρι το έτος 1997, διέθετε νόμιμα εγκατεστημένο  γραφείο στον Πειραιά Αττικής και  στη συνέχεια στο ……………… Αττικής (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. ……………./2000 βεβαίωση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ως αρμόδιου Υπουργείου).  Μέσω κυρίως της εταιρείας αυτής, στην ίδρυση της οποίας συμμετείχαν, τόσο η πρώτη εναγόμενη, σύζυγός του, όσο και ο …………, ο ανωτέρω …………. άσκησε, αξιοποιώντας τις βαθιές γνώσεις του επί των ναυτιλιακών θεμάτων, τις εξαιρετικές επιχειρηματικές του ικανότητες και την εργατικότητά του, επιτυχώς κερδοφόρα ναυτιλιακή δραστηριότητα, αποκτώντας έως το έτος 1977 τα πλοία με την ονομασία «CF», «AP», «ΑR» και «ΚR», νηολογίου Λεμεσού Κύπρου το πρώτο και Πειραιώς τα υπόλοιπα τρία αντίστοιχα, τα οποία διαχειριζόταν η πέμπτη εναγόμενη και η εκμετάλλευση των οποίων του απέφερε σημαντικά κέρδη, όπως συνάγεται εκ του ότι το έτος 1975 εισήγαγε και δραχμοποίησε συνάλλαγμα ύψους 496.956,37 δολαρίων Η.Π.Α., το έτος 1976 ύψους 373.306,54 δολαρίων Η.Π.Α.  και το έτος 1977 ύψους 440.491 δολαρίων Η.Π.Α. (βλ. σχετ. τις αντίστοιχες ετήσιες, έγγραφες, αναφορές της πέμπτης εναγομένης προς το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, με τις οποίες υπέβαλε σ’ αυτό τα στοιχεία της δραστηριότητάς της). Την ίδια χρονική περίοδο ο ενάγων εργαζόταν ως Αρχιπλοίαρχος στην εταιρεία με την επωνυμία «………» στις Ινδίες, όπου γνωρίσθηκε με το ……………., επίσης εργαζόμενο στην ίδια εταιρεία με την αυτή ειδικότητα. Περί τις αρχές του μηνός Μαρτίου του έτους 1977 το κράτος της Αλγερίας πώλησε, διά της εταιρείας με την επωνυμία «…………», δύο δίδυμα πλοία μεταφοράς οίνου, το «VB» και το «VD», εκ των οποίων το πρώτο, το οποίο μετονομάσθηκε σε «ΚΡ» και νηολογήθηκε στον Πειραιά στις 5.5.1977, με αριθμό 6213, αγοράσθηκε στις 3.3.1977, αντί του ποσού των 210.000 δολαρίων Η.Π.Α. από το …….. και συγκεκριμένα από την εταιρεία δικών του, αποκλειστικά, συμφερόντων με την επωνυμία «…………..», ενώ το έτερο πλοίο, που μετονομάσθηκε σε «Π», αγοράσθηκε επίσης στις 3.3.1977 με το ίδιο τίμημα από την προς τούτο συσταθείσα Κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία «………», μέτοχοι της οποίας ήταν ο ………… και οι …. και ……, με 40, 32 και 28 μετοχές αντίστοιχα, τη δε διαχείριση αυτού, που εγγράφηκε στο νηολόγιο της Λεμεσού της Κύπρου στις 28.3.1977, με αριθμ………,  ανέλαβε η Eλληνική εταιρεία με την επωνυμία «………….», συμφερόντων των ιδίων και του ……….. Λόγω όμως διαφωνιών, που ανεφύησαν στη συνέχεια μεταξύ των εταίρων της ανωτέρω αγοράστριας Κυπριακής εταιρείας, αποφασίσθηκε η πώληση του συνόλου των μετοχών της, ένα περίπου μήνα μετά την αγορά απ’αυτήν του στο μεσοδιάστημα μετονομασθέντος σε «Π» πλοίου κατά τα προεκτεθέντα και συγκεκριμένα στις 23.4.1977 στο …………., με τον οποίο ο ………. συνδεόταν από ετών με ιδιαίτερα στενή σχέση φιλίας, σεβασμού και αλληλοεκτίμησης. Προς εξεύρεση του απαιτουμένου κεφαλαίου ο ………. συμφώνησε με τον ενάγοντα και κατόπιν πρότασης αυτού (του ενάγοντος) και  με τον φίλο του τελευταίου …………. να συμμετάσχουν αμφότεροι, με το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. ο πρώτος και με το ποσό των 30.000 δολαρίων  Η.Π.Α. ο δεύτερος αντίστοιχα, στην αγορά της ως άνω εταιρείας, που ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο διέθετε το προαναφερθέν πλοίο και όχι στην αγορά του πλοίου “ΚΡ”, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα. Όπως μάλιστα είχε συμβεί και στην περίπτωση του πλοίου «VB», που μετονομάσθηκε σε «ΚΡ», για την αγορά του οποίου ο ………. στηρίχθηκε, πλέον των δικών του κεφαλαίων και σε κεφάλαια συνεργατών του και δη των Πλοιάρχων πλοίων του στόλου της πέμπτης εναγομένης ……… και …….., έκαστος των οποίων συμμετείχε εξ ιδίων με ποσοστό 10%, ως αφανής εταίρος σε αφανή εταιρεία με εμφανή εταίρο την πλοιοκτήτρια εταιρεία, στο κόστος κτήσης του, που ανήλθε στο συνολικό ποσό των 250.000 δολαρίων Η.Π.Α. και περιελάμβανε το τίμημα, ποσού 210.000 δολαρίων Η.Π.Α., όπως έχει ήδη αναφερθεί, καθώς και λοιπά έξοδα και προμήθειες τρίτων, ποσού 40.000 δολαρίων Η.Π.Α. συνολικά (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω το προσκομιζόμενο από τους δεύτερο έως και πέμπτη των εναγομένων με αριθμ. σχετ. 5 αντίγραφο του από 7.3.1997 εμβάσματος του ………… προς την πέμπτη εναγόμενη, ποσού 10.200 δολαρίων Η.Π.Α., έναντι των 25.000 δολαρίων Η.Π.Α. της συμμετοχής του στην αγορά του εν λόγω πλοίου, του υπολοίπου συμψηφισθέντος με τις αποδοχές του ως Πλοιάρχου εργαζομένου σ’αυτήν, την προσκομιζόμενη από τους ίδιους με αριθμ.σχετ.6 ιδιόγραφη απόδειξη του ………, επίσης υπογεγραμμένη από το …………. και τις ένορκες βεβαιώσεις του ………), ομοίως και, όσον αφορά την αγορά του πλοίου «Π», ο ανωτέρω αποτάνθηκε σε ανθρώπους που εμπιστευόταν, όπως ο ενάγων, με τον οποίο επίσης συνδεόταν με φιλική σχέση. Για την εξόφληση του τιμήματος του εν λόγω πλοίου, ύψους 210.000 δολαρίων Η.Π.Α., ο ………. παρέδωσε  στις 16.4.1977  στη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία με την επωνυμία «……..» την υπ’αριθμ. ……… επιταγή, ποσού 34.000 δολαρίων Η.Π.Α. που εξέδωσε στις 14.4.1977 ο ………., σε διαταγήν του ………., της Τράπεζας «………….» και αντιστοιχούσε στο ποσό, κατά το οποίο είχε συμφωνηθεί ότι θα συμμετείχε αυτός στην αγορά του, πλέον ποσού 4.000 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορούσε στα απαιτούμενα για την μεταβίβασή του έξοδα (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο  απόσπασμα του πρωτοτύπου της ως άνω επιταγής και τις ένορκες βεβαιώσεις του ………..). Επιπροσθέτως, παρέδωσε στην ανωτέρω διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία στις 29.4.1997 και έτερη επιταγή, ποσού 50.700 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία είναι μεν έκδοσης της πέμπτης εναγομένης, πλην όμως το ποσό αυτής συνιστά στην πραγματικότητα το ποσό που κατέβαλε ο ενάγων στον …………… για τη συμμετοχή του  ως αφανής εταίρος στην αγορά του ιδίου πλοίου. Επισημαίνεται ότι αμφότερες οι ανωτέρω επιταγές καταχωρίσθηκαν στις 16.4.1977 και στις 29.4.1997 αντίστοιχα στα λογιστικά βιβλία της διαχειρίστριας εταιρείας, απόσπασμα των οποίων με τις σχετικές εγγραφές προσκομίζεται από τους δεύτερο έως και πέμπτη των εναγομένων. Ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του ότι συμμμετείχε αφανώς στην αγορά και εκμετάλλευση του περιελθόντος στην πλοιοκτησία της εταιρείας με την επωνυμία «……………» και μετονομασθέντος σε “ΚΡ” πλοίου (και όχι του πλοίου “Π”) αρχικά με την καταβολή στο ……………… του ποσού των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. και στη συνέχεια και του ποσού των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α., λόγω της εκ μέρους του αγοράς της μερίδας του αποχωρήσαντος έτερου αρχικού αφανούς εταίρου ….. ., ήτοι με το συνολικό ποσό των 80.000 δολαρίων Η.Π.Α., επί τιμήματος ανερχομένου στο ποσό των 190.000 δολαρίων Η.Π.Α., δηλαδή ότι συμμετείχε με ποσοστό 8/19, προσκομίζοντας προς επίρρωση του ισχυρισμού του κυρίως την από 14.2.1977 απόδειξη είσπραξης ποσού 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. Επί τούτου λεκτέα τα κάτωθι: Πράγματι ποσό 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατέβαλε ο ενάγων στο ……….., σύμφωνα με την ανωτέρω απόδειξη, της οποίας η γνησιότητα καταδείχθηκε μετά την διενεργηθείσα, σε εκτέλεση της αρχικά εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 5367/2014 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, ενόψει της προβληθείσης άρνησης των εναγομένων ότι το εν λόγω έγγραφο είχε πράγματι υπογραφεί από το ………….. Στην εμπρόσθια όψη της ανωτέρω απόδειξης αναγράφεται η ημερομηνία 14.2.1977, στη συνέχεια ως τίτλος «Απόδειξις $50.000» και ακολουθεί το κείμενο, σύμφωνα με το οποίο ο ………. «έλαβε παρά του κ. ………. το ως άνω ποσό των δολλαρίων πεντήκοντα χιλιάδων δια την συμμετοχή κατά 20% εις το υπό αγορά πλοίο VB η τελική τιμή του άνω ποσοστού θα κανονισθεί μετά την παραλαβήν και S/S του πλοίου. Η τιμή αγοράς παρά των πωλητών κανονίσθη $210.000 μείον 20.000= $ΗΠΑ 190.000», τέλος έχει τεθεί η υπογραφή του εισπράξαντος ………. Με δεδομένο ότι ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί την πώληση των δίδυμων πλοίων από το Αλγερινό Δημόσιο ήδη από τα μέσα περίπου του  προηγούμενου έτους (1976) και επιδιώκοντας να επεκτείνει και όχι να ξεκινήσει την ναυτιλιακή του δραστηριότητα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, την οποία εξάλλου ασκούσε με επιτυχία ήδη από το έτος 1974,  συμφώνησε, όπως προεκτέθηκε, πρόσωπα που εμπιστευόταν να συνεισφέρουν με ίδια κεφάλαια στην αγορά των ανωτέρω πλοίων, χρηματοδοτώντας αυτήν εν μέρει. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο ενάγων παρέδωσε στον …………… στις 14.2.1977 το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. προκειμένου να συμμετάσχει οικονομικά στην μελλοντική αγορά του πλοίου «VB» δεν οδηγεί άνευ άλλου τινός στην αποδοχή του αγωγικού του ισχυρισμού ότι τελικά συμμετείχε πράγματι κατά το αναφερόμενο στην εν λόγω απόδειξη ποσοστό στην αγορά του συγκεκριμένου πλοίου, καθώς ο ισχυρισμός του αυτός δεν επιρρωνύεται από κανένα άλλο πειστικό και αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι το ποσό αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε από το …………….. για την αγορά του πλοίου «VB», αλλά  παρέμεινε στο ταμείο του και συγκεκριμένα της πέμπτης εναγομένης και διατέθηκε τελικά κατόπιν νεώτερης συμφωνίας του με τον ενάγοντα για την αγορά του πλοίου «VD» και ήδη κατά το χρόνο της πώλησής του μετονομασθέντος σε «Π». Πρωτίστως και κυρίως ο ίδιος ο ……………… δεν επιβεβαιώνει τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί συμμετοχής του ιδίου και του ενάγοντος στην αγορά του πλοίου «VB». Όπως ήδη έχει αναφερθεί, ο ……………, μετά από μεσολάβηση του ενάγοντος, με τον οποίο συνεργάζονταν ήδη στο εξωτερικό,  γνώρισε  τον ….. . και, επομένως, είναι, προφανώς, ο μόνος που γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως την εξέλιξη της συνεργασίας μεταξύ του τελευταίου και του ενάγοντος, όσον αφορά την αγορά του πλοίου “Π”, αφού αρχικά και κατόπιν προτροπής του ενάγοντος συμμετείχε και ο ίδιος σ’ αυτήν  με το ποσό των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α.  Αντίθετα καταθέτει ότι ο ενάγων του πρότεινε να συμμετάσχει με δικά του χρήματα στην αγορά ενός πλοίου που επρόκειτο να πραγματοποιήσει ο …………., με τον οποίο συναντήθηκε όταν ο ίδιος επέστρεψε στην Ελλάδα και ότι, κατόπιν συζητήσεων μαζί του, αποφάσισε να εκδώσει προς τούτο την προαναφερόμενη επιταγή, ποσού 34.000 δολαρίων Η.Π.Α., εκ των οποίων το ποσό των 30.000 δολαρίων αφορούσε στη συμμετοχή του στο τίμημα και το υπόλοιπο ποσό σε διάφορα άλλα έξοδα, την οποία (επιταγή) του παρέδωσε στα γραφεία της πέμπτης εναγομένης εταιρείας.  Περαιτέρω ότι για την συμμετοχή του αυτή ο …………. του χορήγησε ένα έγγραφο με τίτλο «συνεταιριστική μερίδα», την  οποία λόγω παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος δεν μπορεί να ανεύρει και η οποία  αφορούσε τη συμμετοχή του σε ποσοστό 10% στην αγορά του πλοίου «Π», το οποίο ήδη βρισκόταν στην επισκευαστική ζώνη του Περάματος, όπου  είχε καταπλεύσει προερχόμενο από την Αλγερία και το οποίο ο εν λόγω μάρτυρας επισκέφθηκε μερικές φορές πριν την εκ νέου  αναχώρησή του για το εξωτερικό. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά εκθέτει ο ………. σε αμφότερες τις ένορκες βεβαιώσεις του, στη δεύτερη κατά σειράν εκ των οποίων και προς αντίκρουση της από μέρους του ενάγοντος αμφισβήτησης της διανοητικής του κατάστασης βεβαιώνει ότι δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα, που να επηρεάζει την μνήμη του, όπως εξάλλου υποχρεούτο να διαγνώσει και η συντάξασα τις εν λόγω βεβαιώσεις Συμβολαιογράφος, η οποία αντιθέτως βεβαιώνει ότι δεν πρόκειται για εξαιρετέο μάρτυρα. Συνεπώς, εφόσον ο ίδιος ο ενάγων στην αγωγή του αναφέρει ότι συμμετείχε αφανώς κατά το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. με το ……………. στην αγορά ενός πλοίου και ότι στη συνέχεια εξαγόρασε αντί του ποσού των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α. τη μερίδα του στο μεσοδιάστημα αποχωρήσαντος …. στο πλοίο αυτό, με αποτέλεσμα η συμμετοχή του να ανέλθει στο συνολικό ποσό των 80.000 δολαρίων Η.Π.Α., είναι προφανές, αφού ο …… ενόρκως βεβαιώνει ότι συμμετείχε στην αγορά του πλοίου “Π”, ότι και ο ενάγων συμμετείχε στην αγορά του ανωτέρω πλοίου και όχι του πλοίου “ΚΡ”, όπως επίσης ισχυρίσθηκε στην αγωγή του. Περαιτέρω ο εκ των μετόχων της εταιρίας «…………..», διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου “Π”, ……..  στις ένορκες βεβαιώσεις του ενώπιον της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, ο οποίος, ομοίως με τον προηγούμενο μάρτυρα,  γνωρίζει από προσωπική και άμεση αντίληψη τα όσα πραγματικά περιστατικά καταθέτει σ’ αυτές, επιβεβαιώνει τα προαναφερθέντα ως προς την αγορά στις 3.3.1977 των δίδυμων πλοίων, που επωλούντο από το Αλγερινό Δημόσιο, ήτοι του πλοίου «VB» από τη Λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία «………..», της οποίας μοναδικός μέτοχος ήταν ο …….., με αφανείς συμπλοιοκτήτες τους Πλοιάρχους της πέμπτης εναγομένης …………. και ……… και του πλοίου «VD» από την προς τούτο συσταθείσα Κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία ………….» και μετόχους τον ίδιο και τους αδελφούς ….., έκαστο αντί του ποσού των 210.000 δολαρίων Η.Π.Α., την καταχώριση του καταβληθέντος ποσού του τιμήματος  του πλοίου «VD» στα κοινά λογιστικά βιβλία, τόσο της αγοράστριας, όσο και της διαχειρίστριας εταιρείας, τον κατάπλου περί τις αρχές του μηνός Απριλίου του έτους 1977 στο λιμένα του Πειραιώς των δύο πλοίων με δεκαπενταμελές πλήρωμα το καθένα, που απέστειλαν οι αγοράστριες εταιρείες την ίδια ημερομηνία (6.3.1977) στην Αλγερία προς επάνδρωσή τους και τον δεξαμενισμό τους στο καρνάγιο του Νομικού στην περιοχή του Περάματος, όπου και επισκευάσθηκαν. Επιπροσθέτως καταθέτει επί των διαφωνιών και διενέξεων, που ανέκυψαν μεταξύ των μετόχων της πλοιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου «Π» ως προς το κόστος της επισκευής του, της στη συνέχεια συμφωνίας του με το ………… να αγοράσει ο τελευταίος και το πλοίο αυτό, της περιέλευσης στις 23.4.1977 ενενήντα εννέα εκ των εκατό μετοχών της πλοιοκτήτριας εταιρείας στον ………………. και μίας στη σύζυγό του και αρχική πρώτη εναγόμενη …………….. και της παράδοσης στον ίδιο από το …………………… των προαναφερθεισών δύο επιταγών, που καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία της πωλήτριας και της διαχειρίστριας, κατά την οποία (παράδοση των επιταγών) πληροφορήθηκε από τον ανωτέρω ότι στην εν λόγω αγορά συμμετέχουν αφανώς με τα ποσά των συγκεκριμένων αξιογράφων ο ενάγων και ο ………… Η κρίση αυτή του  παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται από την συνεκτίμηση της διεξαχθείσας εξέτασης  από τους τεχνικούς συμβούλους των εναγομένων της από 14.2.1977 απόδειξης (βλ. σχετ. την από 8.12.2014 τεχνική έκθεση του εργαστηρίου μελετών δικαστικής γραφολογίας «…..»), κατά την οποία αποκαλύφθηκαν σημειώσεις στην οπίσθια όψη αυτής,  που είχαν αναγραφεί από τον ενάγοντα αλλά και  διαγραφεί από τον ίδιο, όπως άλλωστε  αυτός αποδέχθηκε κατά την ανωμοτί  εξέτασή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι οι σημειώσεις έγιναν το 1980 και η διαγραφή τους ένα μήνα πριν από τη διεξαγωγή της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Διαπιστώθηκε συγκεκριμένα από την ανωτέρω έρευνα της επίμαχης απόδειξης ότι είχε αναγραφεί το εξής κείμενο: «δια τρεις ή τέσσερις μήνες» και στη συνέχεια «$50.000 επί τιμή συναλλάγματος ή σε δραχ. 2% το μήνα με επιταγές καλυμμένες από κίνον ή για 39 δραχ πουλάμε δολ. όσο έχει». Με δεδομένο ότι ο ενάγων συμμετείχε ως αφανής εταίρος σε αγορά πλοίου από το ……………….. με το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. (άλλη συναλλαγή μεταξύ τους αυτού του οικονομικού αντικειμένου δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε), ότι η ανωτέρω συμμετοχή του, όπως βεβαιώνουν οι προαναφερόμενοι αξιόπιστοι μάρτυρες, στην πραγματικότητα υλοποιήθηκε στην αγορά του πλοίου «Π», η οποία έλαβε χώρα στις 26.4.1977, ήτοι δυο μήνες μετά την παράδοση του ποσού των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. στον ………….., καθώς και ότι η ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α. δραχμής ανερχόταν κατά το χρόνο εκείνο σε 38 περίπου  δραχμές, οι ως άνω διαγραφείσες από τον ενάγοντα, όλως καθυστερημένα και μάλιστα ενόψει της διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης, σημειώσεις, συνέχονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με την αποτυπωθείσα στην εμπρόσθια όψη της απόδειξης, συμφωνία μεταξύ ενάγοντος και   …… και οδηγούν, σύμφωνα και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή του ενάγοντος, προφανώς σε τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας τους, αφορούσε τελικά στην αγορά του πλοίου «Π» και όχι του πλοίου “ΚΡ”, όπως αυτός ισχυρίζεται με την αγωγή του. Επιπροσθέτως η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επί της συμμετοχής του ενάγοντος στην αγορά  του πλοίου «Π»  ενισχύεται από τις σε ανύποπτο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία χρόνο, κατά τα έτη 2000 και 2001 συνταχθείσες, ιδιόχειρες σημειώσεις του ………………….., ενόψει της αντιδικίας του με τον λογιστή της πέμπτης εναγομένης …………, η οποία άρχισε με την από 24.1.1999 αγωγή του τελευταίου κατά του ……………………., της πέμπτης εναγομένης και είκοσι εννέα  πλοιοκτητριών εταιρειών, με την οποία, αυτός, ισχυριζόμενος ότι συμφώνησε με τον τότε πρώτο εναγόμενο το έτος 1978 να συνεργαστούν ως συμπλοιοκτήτες και ότι σε εκτέλεση της συμφωνίας τους ο ίδιος συμμετείχε στις συνεναγόμενες εταιρείες ως αφανής εταίρος με ποσοστό 6%, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν  το ποσό των 6.661.461 δολαρίων Η.Π.Α. ως οφειλόμενο υπόλοιπο από τη συμμετοχή του στην εκμετάλλευση των κοινών πλοίων. Η εν λόγω αντιδικία έληξε μετά την παραπομπή  με αμετάκλητο βούλευμα του ………. να δικασθεί ως υπαίτιος για το κακούργημα της πλαστογραφίας με χρήση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, μετά από μήνυση του …….., με την από 22.3.2007 έγγραφη δήλωση παραίτησης του ανωτέρω ενάγοντος προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, την οποία υπέβαλε αφού, όπως αναγράφει σ’ αυτήν, κατόπιν εμπεριστατωμένου ελέγχου, πείσθηκε ότι από τη σχέση του με το ………… και την πέμπτη εναγόμενη έλαβε παν ό,τι δικαιούται. Στην αγωγή του ο ………… ενσωμάτωσε σημειώσεις του αντιδίκου του …….., στις οποίες ο τελευταίος αναγράφει, περιγράφοντας τα συμβάντα μεταξύ των ετών 1977 και 1990,  τα εξής: «Capt. ……… φίλος μου, πατριώτης μου είχε αρχικά συμμετοχή στο possidion και μεταφέρθηκε στο GΚ». Αυτή δε η σημείωση, αφενός μεν επιρρωνεύει τις ανωτέρω παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου, αφετέρου δε αντιστοιχεί πλήρως στην εξέλιξη των γεγονότων μετά την αγορά του πλοίου «Π» από το …………. και τη σύζυγό του, αρχικά πρώτη εναγόμενη, με την αφανή συμμετοχή του ενάγοντος, η οποία δεν ταυτίζεται με την παρατιθέμενη στην αγωγή. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι το πλοίο «Π» πωλήθηκε στις 5.12.1978 αντί του ποσού των 170.000 δολαρίων Η.Π.Α. στην εταιρεία  με την επωνυμία «………», συμφερόντων ……. και από το τίμημα αυτό ο ενάγων έλαβε το ποσό των 30.191 δολαρίων Η.Π.Α. Με δεδομένο ότι είχε συμμετάσχει στην αγορά του πωληθέντος πλοίου με το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α και επιπλέον με το ποσό των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α. που κατέβαλε στον …… για την εξαγορά της μερίδας του, κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι συνολικά κατά το ποσό των 80.000 δολαρίων Η.Π.Α., απώλεσε το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α, ήτοι ζημιώθηκε από την επένδυση στο εν λόγω πλοίο, η εκμετάλλευση του οποίου δεν απέφερε τα προσδοκώμενα κέρδη, σε αντίθεση με το έτερο πλοίο «ΚΡ», το οποίο πωλήθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία «……………» στις 27.7.1978, από την οποία αγοράσθηκε για το ποσό των 210.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατά τα προεκτεθέντα, στην εδρεύουσα στο Λίβανο εταιρεία με την επωνυμία «…………..», αντί του ποσού των 300.000 δολαρίων Η.Π.Α., σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από 21.11.2012 ακριβές φωτοαντίγραφο της μερίδας του πλοίου, που τηρείται στο Τμήμα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς και όχι κατά το μήνα Μάιο του ιδίου έτους, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων στην αγωγή του. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ………………. είχε στο μεσοδιάστημα, δηλαδή προ της πώλησης του πλοίου “ΚΡ” και δη στις 7.7.1978 προβεί στην αγορά του πλοίου «GK», (βλ. σχετ. τα πιστοποιητικά κυριότητας αμφοτέρων των πλοίων), νηολογίου Πειραιώς, με αριθμ.6812, μέσω της εδρεύουσας στην ….. της Λιβερίας εταιρείας συμφερόντων του με την επωνυμία  «…………………..», αρχικά ένατης εναγομένης, ως προς την οποία η υπόθεση δεν έχει μεταβιβασθεί στο παρόν Δικαστήριο της παραπομπής με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση και η οποία (εταιρεία) ιδρύθηκε στις 6.6.1978, αντί τιμήματος ανερχομένου στο ποσό του 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον του ποσού των 100.000 δολαρίων Η.Π.Α. για τα έξοδα της μεταβίβασής του και συνολικά στο ποσό του 1.100.000 δολαρίων Η.Π.Α. Το ποσό αυτό προήλθε κυρίως από τραπεζικό δάνειο ύψους 600.000 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ το υπόλοιπο από κεφάλαια εμφανών και αφανών συμπλοιοκτητών, ήτοι του ίδιου του ………., που συμμετείχε στην αγορά του πλοίου με το ποσό των 240.000 δολαρίων Η.Π.Α και των ………… του ενάγοντος και του …………, αδελφού του ……………….., άπαντες οι οποίοι έλαβαν αντίστοιχο με τα ποσά που κατέβαλαν αριθμό “μετοχών” από τις συνολικά 100, που υπολογίσθηκαν επί του ποσού των 500.000 δολαρίων Η.Π.Α, με αποτέλεσμα η εξία εκάστης να διαμορφωθεί στο ποσό των 5.000 δολαρίων Η.Π.Α. Ο ενάγων συμμετείχε αρχικά με το ποσό των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., αποκτώντας τέσσερις (4) “μετοχές” και στη συνέχεια προς εξισορρόπηση της απώλειας από την στο μεσοδιάστημα πώληση του πλοίου «Π» του ποσού των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατά τα προεκτεθέντα, κατόπιν συμφωνίας του με το ……., συνυπολογίσθηκε ως συμμετοχή του και το ποσό αυτό για την αποκατάσταση της ζημίας του, με αποτέλεσμα οι “μετοχές” του στην ανωτέρω συσταθείσα αφανή εταιρεία, που αρχικά σκοπό είχε την αγορά και εκμετάλλευση του συγκεκριμένου πλοίου και στη συνέχεια και των λοιπών πλοίων που θα περιέρχονταν στην πλοιοκτησία της ιδίας εταιρείας, να ανέλθουν σε δέκα (10) και η συνολική αφανής συμμετοχή του να αποτιμάται στο ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. Σε καθέναν των ανωτέρω αφανώς συμμετεχόντων στην αγορά του πλοίου ο …… . παρέδωσε ως αποδεικτικό στοιχείο για τη συμμετοχή του επιστολή με πανομοιότυπο περιεχόμενο, όπου αναφέρονταν, τόσο το ποσό της χρηματικής εισφοράς του, όσο και ο αριθμός των μεριδίων, με τις οποίες αυτός μετείχε στη μεταξύ τους συσταθείσα αφανή εταιρεία. Το ανωτέρω πλοίο πωλήθηκε στις 23.11.1979 αντί τιμήματος 1.650.000 δολαρίων Η.Π.Α. αποφέροντας στους “μετόχους” μετά την αφαίρεση των εξόδων, των προμηθειών  και του τιμήματος για την απόκτησή του, αλλά και τον συνυπολογισμό των καθαρών κερδών από την εκμετάλλευσή του ποσού 245.474 δολαρίων Η.Π.Α., το ποσό των 744.964 δολαρίων Η.Π.Α. συνολικά, με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί καθαρό κέρδος 7.482 δολαρίων Η.Π.Α. σε κάθε “μετοχή”, η αξία της οποίας μάλιστα είχε πλέον ανέλθει στο ποσό των 12.482 δολαρίων Η.Π.Α. (5.000 δολάρια Η.Π.Α +  7.482 δολάρια Η.Π.Α.). Της πώλησης του ανωτέρω πλοίου επακολούθησε η εκκαθάριση των λογαριασμών και η διανομή κεφαλαίου και κερδών στους συμμετέχοντες στην αγορά του αφανείς εταίρους, εκ των οποίων έξι εξ αυτών, αφού έλαβαν ό,τι τους αναλογούσε, αποχώρησαν από τη συσταθείσα αφανή εταιρεία με εμφανή εταίρο την πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία «……………………», συμφερόντων ………………….., στην οποία πλέον παρέμειναν (ως αφανείς εταίροι)  o ενάγων με τις δέκα “μετοχές” του, των οποίων η αξία ανερχόταν σε 124.820 δολάρια Η.Π.Α. και ο ……………….., με έξι “μετοχές”, αξίας 74.892 δολαρίων Η.Π.Α.αντίστοιχα, επί συνόλου εκατό  “μετοχών” (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων ………. και …………………, οι οποίοι καταθέτουν εξ ιδίας αντιλήψεως ως αφανώς συμμετέχοντες στην καταβολή του τιμήματος της αγοράς του εν λόγω πλοίου, καθώς και την επίσης προσκομισθείσα από τους εναγομένους από το έτος 1980 χειρόγραφη εκκαθάριση του ……….., η οποία αφορούσε στον εκ των αφανών εταίρων ………. και εκ της οποίας επίσης αποδεικνύεται ότι τα κέρδη από την εκμετάλλευση του ανωτέρω πλοίου διανεμήθηκαν στους αφανείς συνεταίρους μετά την πώλησή του). Αποδείχθηκε επίσης ότι στη συνέχεια η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία «……………………..», απέκτησε στις 14.3.1980 το πλοίο «ΚΡ», στις 16.12.1992 το πλοίο «ΜΟ», στις 10.10.1999 το πλοίο  «ΤΕ» και στις 8.4.2002 το πλοίο  «MM», το οποίο πωλήθηκε στις 26.8.2008 στην εταιρεία  με την επωνυμία «………….» (βλ. σχετ.τα προσκομιζόμεν πιστοποιητικά κυριότητας απάντων των εν λόγω πλοίων). Επισημαίνεται ότι στα κέρδη και τις ζημίες εκ της εκμετάλλευσης απάντων των ανωτέρω πλοίων συμμετείχε και ο ενάγων ως αφανής εταίρος, κατά ποσοστό 10%, της κατά τα προεκτεθέντα συσταθείσας αφανούς εταιρείας με  εμφανή εταίρο και εκ του νόμου διαχειρίστρια την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Έκτοτε δεν ανέπτυξε  οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα και τελικά, ενόψει του ότι επί δύο χρόνια δεν είχε καταχωρήσει πράκτορα και δεν είχε πληρώσει τα αντίστοιχα ετήσια τέλη,  διαγράφηκε από το μητρώο εταιρειών της Λιβερίας την 1η.9.2012, οπότε και τυπικά λύθηκε και η μεταξύ αυτής και του ενάγοντος αφανής εταιρεία. Ο ενάγων υποστήριξε στην αγωγή του ότι το πλοίο “ΚΡ” πωλήθηκε κατά το μήνα Μάιο του έτους 1978 αντί του ποσού των 300.000 δολαρίων Η.Π.Α., καθώς και ότι η επί 12μηνο εκμετάλλευσή του απέφερε κέρδη ποσού 72.000 δολαρίων Η.Π.Α., με αποτέλεσμα η συνολική καθαρή αξία του πλοίου μετά την πώλησή του να έχει διαμορφωθεί στο ποσό των 372.000 δολαρίων Η.Π.Α. και η αξία της μερίδας του ιδίου ως αφανούς εταίρου (8/19) στο ποσό των 156.632 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο στη συνέχεια διατέθηκε καθ’ολοκληρίαν για την αποπληρωμή ισόποσου μέρους του τιμήματος, ποσού 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., της αγοράς του πλοίου με την ονομασία “GK” από την συσταθείσα εν τω μεταξύ εταιρεία «…………..». Ο ισχυρισμός αυτός όμως αποδεικνύεται ως αβάσιμος διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πλοίο “GK” ή “Κ” αγοράσθηκε από την ανωτέρω εταιρεία στις 7.7.1978, δηλαδή 20 ημέρες προ της πώλησης του πλοίου “ΚΡ”, το οποίο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πωλήθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία «………..» στην εδρεύουσα στο Λίβανο εταιρεία με την επωνυμία «………..» στις 27.7.1978, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν εκ των πραγμάτων η αγορά του πλοίου “Κ” να χρηματοδοτηθεί από τον ενάγοντα  με το αναλογούν στον ίδιο ποσό του τιμήματος από την πώληση του πλοίου “ΚΡ”, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω ο ενάγων ουδέποτε συμμετείχε με ίδια κεφάλαια στην αγορά του πλοίου “ΚΡ”, ώστε να δικαιούται την αναλογία του στο τίμημα της πώλησής του, αλλά στην αγορά του πλοίου “Π”, όπως επίσης εκτενώς αναλύθηκε σε προηγούμενα χωρία της παρούσας απόφασης. Η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί του χρόνου πώλησης του πλοίου “ΚΡ” και αγοράς του πλοίου “GK” ή “Κ” επιρρωνύεται ιδίως από τα προσκομισθέντα από τους εναγομένους πιστοποιητικά κυριότητας αμφοτέρων των πλοίων, το αντίγραφο της μερίδας του πλοίου “ΚΡ” από το Νηολόγιο του Πειραιώς, τα αντίγραφα του ναυτολογίου του αυτού ως άνω πλοίου, τα οποία αφορούν στα έτη 1977 και 1978 και εκ των οποίων προκύπτει ότι το πλοίο κατέπλευσε στο λιμένα του Πειραιώς στις 5.6.1978 από τη Γένοβα της Ιταλίας και την επομένη παροπλίσθηκε και απολύθηκε το πλήρωμά του, καθώς και από το από 28.7.1978 τηλεγράφημα του Τμήματος Νηολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προς το Υ.Ε.Ν., σύμφωνα με το οποίο το πλοίο διεγράφη στις 28.7.1978 λόγω πώλησής του σε εταιρεία του Λιβάνου και δεν αναιρείται από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα πρόχειρο σημείωμα στο οποίο αναγράφεται “έμβασμα 7.7.1978 ποσού 300.000 δολαρίων Η.Π.Α.” και το οποίο στην πραγματικότητα αφορά σε αποστολή χρημάτων από την πέμπτη εναγόμενη προς του πωλητές του πλοίου “Κ” για την αποπληρωμή ισόποσου μέρους του τιμήματος της αγοράς του και όχι σε είσπραξη χρημάτων από την πέμπτη εναγόμενη από την πώληση του πλοίου “ΚΡ”, ούτε, όμως, από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε πειστικά ότι το τίμημα της πώλησης του πλοίου “ΚΡ” εισπράχθηκε σε χρόνο προγενέστερο της παράδοσής του στην αγοράστρια, όπερ άλλωστε δε συνάδει ούτε με τα ειωθότα στις ναυτιλιακές συναλλαγές. Ούτε όμως ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι εκ των κερδών από την πώληση του πλοίου “Κ” αγοράσθηκε στη συνέχεια στις 7.7.1978 το πλοίο “ΚΡ” νηολογίου Πειραιώς ……, αποδεικνύεται βάσιμος, διότι, όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση του   …., που επίσης συμμετείχε αφανώς στην αγορά του πλοίου “Κ” και από την ιδιοχείρως συνταχθείσα από το ………….. εκκαθάριση για την επίσης αφανή συμμετοχή στην αγορά του ίδιου πλοίου του ……., αφενός μεν το πλοίο “ΚΡ” νηολογίου Πειραιώς …. αγοράσθηκε από την εταιρεία, συμφερόντων ………. με την επωνυμία “………………….” σε δημόσιο πλειστηριασμό στην Ολλανδία αντί του ποσού των 312.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο, όπως και το κόστος των επισκευών του, που ανήλθε σε 188.000 δολάρια Η.Π.Α., καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου από το ………………. εξ ιδίων χρημάτων, αφετέρου δε τα κέρδη από την εκμετάλλευση του  πλοίου “ΚΣ” διανεμήθηκαν στους εταίρους μετά την πώλησή του στις 23.11.1979, τα οποία εξάλλου δεν επαρκούσαν, ανερχόμενα για το χρονικό διάστημα των 123 ημερών εκμετάλλευσής του (από της αγοράς του στις 7.7.1978 μέχρι της αγοράς του έτερου πλοίου στις 7.11.1978) στο συνολικό ποσό των 50.307 δολαρίων Η.Π.Α. καθαρά.  Περαιτέρω και ο αγωγικός ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο από τα κέρδη από την εκμετάλλευση των πλοίων “Κ” και “ΚΡ” …., αγοράσθηκε το μήνα Ιούνιο του έτους 1979 το πλοίο  “ΚΝ” αναιρείται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων …, ….. και ………., σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα ιδιόχειρη εκκαθάριση, διότι αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδεμία συμμετοχή είχε στην αγορά του πλοίου ΚΡ ……” κατά τα προεκτεθέντα, ενώ τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου “Κ” διανεμήθηκαν σε όσους αφανώς συμμετείχαν στην αγορά του μετά την πώλησή του στις 23.11.1979, ήτοι 6 μήνες μετά την αγορά του πλοίου “ΚΝ”. Ούτε όμως συμφωνία μεταξύ του ενάγοντος και του ……… κατά το μήνα Μάιο του έτους 1980 περί αφανούς συμμετοχής του πρώτου σε όλα τα πλοία του ομίλου συμφερόντων του δεύτερου, που διαχειριζόταν η πέμπτη εναγόμενη και αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο, καθώς και οι πλοιοκτήτριες αυτών εταιρείες (αρχικά 7η έως 105η των εναγομένων, ως προς τις οποίες η υπόθεση δεν έχει μεταβιβασθεί στο παρόν Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση) αποδείχθηκε, πολλώ δε μάλλον που και ο ίδιος ο ενάγων, εξετασθείς χωρίς όρκο δις στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, περιορίσθηκε σε γενικόλογες και αόριστες αναφορές, χωρίς να παραθέτει συγκεκριμένα στοιχεία περί των εταιρειών στις οποίες μετέχει και με ποιο ακριβώς ποσοστό. Αντίθετα αποδείχθηκε και εκ της κατάθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του μάρτυρα των εναγομένων ……. ότι ο ενάγων συμμετείχε ως αφανής εταίρος σε αφανή εταιρεία με εμφανή εταίρο την εταιρεία με την επωνυμία «………..», που αγόρασε με τη δική του οικονομική συνεισφορά κατά το ποσό των 80.000 ευρώ το πλοίο  με την ονομασία «VD», μετέπειτα μετονομασθέν σε “Π”, όσον αφορά την εκμετάλλευση του οποίου δε ζητά παροχή λογοδοσίας και στη συνέχεια με 10 μερίδια επί συνόλου 100 σε αφανή εταιρεία με εμφανή εταίρο την πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία «………………..», που αγόρασε και εκμεταλλεύθηκε τα πλοία «GK» ή «Κ», «ΚΡ», «ΜΟ», «ΤΕ» και  «ΜΜ» κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω αφανής εταιρεία με εμφανή εταίρο την εταιρεία «…………» κατά τη διάρκεια της δραστηριότητάς της, πραγματοποίησε κέρδη, τα οποία ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 30.940.862 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο στην πραγματικότητα ταυτίζεται με τα κέρδη της εμφανούς εταίρου και επομένως ο ενάγων κατέχοντας, ως αφανής εταίρος, δέκα μετοχές από τις εκατό δικαιούται να εισπράξει το 10% του εν λόγω ποσού συγκεκριμένα το ποσό των 3.094.086 δολαρίων Η.Π.Α. Όπως ο ίδιος συνομολογεί έχει εισπράξει από το … …. καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, με τμηματικές καταβολές, το συνολικό ποσό των 3.358.041 δολαρίων Η.Π.Α., με τελευταία καταβολή  στις 28.9.2010, ποσού 100.000 δολαρίων Η.Π.Α.  Με βάση  το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, εγγράφων και ενόρκων βεβαιώσεων, αποδεικνύεται ότι ο ……………….. ήταν έντιμος και τυπικός,  με όσους του κατέβαλαν  χρηματικά ποσά για την αφανή οικονομική συμμετοχή τους στην αγορά πλοίων,  χορηγούσε μάλιστα έγγραφο, που αποτύπωνε την συμμετοχή του καθενός εξ αυτών και όταν γινόταν διανομή των κερδών συνέτασσε αναλυτική κατάσταση του επενδυμένου κεφαλαίου και της απόδοσής του. Χαρακτηριστικά για την εν λόγω συμπεριφορά του είναι τα προσκομισθέντα από 30.6.1978 και 11.7.1978 έγγραφα  προς τους ……….. και ………….., που εξέδωσε με την ιδιότητα του Προέδρου της «………………….», ενόψει της συμμετοχής τους σ’ αυτήν, καθώς και του χειρόγραφου σημειώματος που παρέδωσε στον ………., όπου υπολογίζει  με κάθε λεπτομέρεια το ποσό που αντιστοιχεί να λάβει μετά την πώληση του «Κ», στην αγορά του οποίου αυτός συμμετείχε, ενώ όλοι οι μάρτυρες των οποίων προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, πρόσωπα που συνεργάστηκαν στενά και μακροχρόνια μαζί του, διατηρώντας και προσωπική, φιλική, σχέση επιβεβαιώνουν όλα τα προαναφερόμενα, χωρίς οι καταθέσεις τους να περιέχουν λογικά κενά και αντιφάσεις,  άπαντες δε κατηγορηματικά βεβαιώνουν ειδικότερα τη συμμετοχή του ενάγοντος στην επαγγελματική δραστηριότητα του ……………., αρχικά στην αγορά του πλοίου «Π» και στη συνέχεια ως αφανούς εταίρου με εμφανή την εταιρεία  «…………» και μόνο. Η φιλία και κυρίως η απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε ο ενάγων στο πρόσωπο του ……… επί σειρά ετών δεν μπορεί να οφείλεται παρά μόνο στο ότι ο τελευταίος ήταν ικανότατος επιχειρηματίας που με επιτυχείς και κερδοφόρες ενέργειες αύξαινε συνεχώς τον αριθμό των υπό την εκμετάλλευσή του πλοίων ακόμα και σε περιόδους κρίσης στη ναυτιλία. Για αυτό ακριβώς το λόγο ο ενάγων του εμπιστεύθηκε «τυφλά» τα χρήματά του, καθώς γνώριζε ότι ο …………., πέραν των ως άνω ικανοτήτων του, ήταν έντιμος στις συνεργασίες του με όσους επένδυαν χρήματα στα πλοία του, όπως εξάλλου  βεβαιώνουν όλοι οι παλαιοί συνεργάτες του στις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους και δεν αμφισβητεί ουδείς των μαρτύρων του ενάγοντος. Διαφορετική κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από το προσκομισθέν ως σχετικό του ενάγοντος με τον τίτλο «Λ/ΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟΣ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΑΣ», το οποίο δεν φέρει καμία υπογραφή και  το οποίο ο ενάγων προσκόμισε ως έγγραφο εκδοθέν από τους αντιδίκους του για να αποδειχθεί εν τέλει, κατόπιν παραδοχής του κατά την ανωμοτί εξέτασή του, ότι αυτό δεν είναι έγγραφο προερχόμενο από το λογιστήριο της πέμπτης εναγομένης αλλά σημείωμα του ………., ο οποίος είχε με δική του πρωτοβουλία σφοδρή αντιδικία με τον … …., ούτε περαιτέρω από τα λοιπά προσκομισθέντα από τον ενάγοντα αποδεικτικά μέσα και ιδίως την ανωμοτί κατάθεσή του, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς  και από τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει. Αυτό διότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα περιέχουν αντιφατικές καταθέσεις μαρτύρων που δεν έχουν προσωπική αντίληψη για τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται, αντίθετα μεταφέρουν σε μεγάλο βαθμό πληροφορίες που έχουν λάβει από τον ίδιο τον ενάγοντα ή, όπως ισχυρίζονται, από τρίτους, συνεργάτες του …. …, οι οποίοι, φέρονται, χωρίς κανένα δισταγμό να πληροφορούν με λεπτομέρειες οποιονδήποτε συνάδελφο τους  συναντούσαν σε γραφεία, εστιατόρια ή λάντζες μεταφοράς ναυτικών, για τα έργα και τις πράξεις του ………., σε σχέση με την ναυτιλιακή δραστηριότητά του. Ειδικότερα ο ενάγων στην άνω χωρίς όρκο κατάθεσή του ισχυρίσθηκε  ότι κατά τα έτη 1975 – 1976 ο ίδιος ήταν ήδη ένας επιτυχημένος, έμπειρος με διεθνή καριέρα Αρχιπλοίαρχος, τον οποίο ο ………., που τότε είχε μόνον ένα πλοίο υπό τη  διαχείρισή του, παρακαλούσε να του δώσει «καμιά δουλειά». Ωστόσο αποδείχθηκε ότι, ήδη από το έτος 1972, ο …………., ενόσω ο ενάγων εργαζόταν ως Αρχιπλοίαρχος σε αλλοδαπή εταιρεία, είχε κερδοφόρα συμμετοχή σε πλοιοκτήτρια εταιρεία τεσσάρων πλοίων,  η οποία του επέτρεψε  να  ιδρύσει το 1974 τη δική του εταιρεία, την πέμπτη εναγομένη, η οποία στα επόμενα τρία έτη απέκτησε τέσσερα πλοία, που απέφεραν σημαντικά κέρδη, όπως ήδη αναφέρεται ανωτέρω, καθώς και ότι επεδίωκε τη συμμετοχή προσώπων που εμπιστευόταν στην αγορά άλλων πλοίων, όχι για να δημιουργήσει την ναυτιλιακή του δραστηριότητα, αλλά για να την επεκτείνει, όπως και πράγματι επέτυχε. Περαιτέρω, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο ενάγων ισχυρίσθηκε και κατηγορηματικά κατέθεσε ότι ο ………….. συμμετείχε οικονομικά και αφανώς με δική του προτροπή στην αγορά του «KΡ» (πρώην «V B»), αναφέροντας χαρακτηριστικά «ένα ήταν το βαπόρι, το άλλο το είχε ο …… και δεν είχαμε καμία δουλειά με αυτούς», πλην όμως, τόσο ο …………, όσο και ο …….., δεν επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω. Αντίθετα επιβεβαιώνουν αυτά που ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι, ότι δηλαδή το πλοίο στο οποίο  τοποθετήθηκαν τα χρήματά τους, ήταν αυτό που αγόρασαν αρχικά ο ………………. με τους συνεταίρους του και στη συνέχεια πωλήθηκε στο ……, δηλαδή το «Π», το οποίο, αν και εμφαίνεται στις αναφορές της πέμπτης εναγομένης προς το Υ.Ε.Ν. των ετών 1977 και 1978, ο ενάγων κατέθεσε ότι αγνοούσε την ύπαρξή του. Τέλος, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι είχε συντάξει επιστολή, στην οποία κατέγραφε την συμμετοχή του και τις αγοραπωλησίες πλοίων που είχε κάνει συνεργαζόμενος με το …………….., στον οποίο την  παρέδωσε προς υπογραφή το έτος 1996, πλην όμως ποτέ δεν υπογράφηκε, ενώ, όταν ερωτήθηκε από το Δικαστήριο γιατί δεν το επιδίωξε, ισχυρίστηκε ότι ήταν αδύνατο να συναντήσει τον, πολυάσχολο πλέον …… Ωστόσο ο ίδιος, περιγράφοντας στο Δικαστήριο το περιεχόμενο της επιστολής του,  αναφέρει ότι «του έγραψα στην επιστολή ότι πουλήθηκε το ΚΡ τόσο, πήγαμε στο Κ, τόσο, πουλήθηκε το Κ πήγαμε στο ΚΡ…», συνομολογώντας ουσιαστικά αυτό που οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν στις προτάσεις τους, ότι δηλαδή μετά την πώληση του μη επικερδούς «Π» αυτός συμμετείχε αφανώς στην αγορά του πλοίου «Κ», το οποίο αγόρασε  πράγματι η εταιρεία «……………» και όταν αυτό πωλήθηκε κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 1979 η ανωτέρω εταιρεία αγόρασε  το έτος 1980 το πλοίο «ΚΡ». Με τα όσα όμως ανέφερε στην κατάθεσή του περιγράφοντας την εν λόγω επιστολή του αντιφάσκει με τους αγωγικούς ισχυρισμούς του περί  συμμετοχής του στην απόκτηση από την πώληση του πλοίου  «Κ» του  πλοίου «ΚΝ», το οποίο ωστόσο  είχε ήδη αγορασθεί τον Ιούνιο του έτους 1979, αρκετούς μήνες πριν την πώληση του πρώτου, από της οποίας  τα κέρδη επομένως δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η, προηγηθείσα χρονικά, αγορά του «ΚΝ». Ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης …….. δεν κρίνεται αξιόπιστος μάρτυρας καθώς, αφενός μεν η γνώση του για όσα κατέθεσε προέρχεται από τον ενάγοντα, αφετέρου ισχυρίσθηκε ότι εργάσθηκε πριν από τη συνταξιοδότησή του το έτος 1999 επί είκοσι έξι χρόνια στην εταιρία του ….., η οποία, ωστόσο, στο από 20.2.2014 έγγραφό της αναφέρει ότι, τουλάχιστον από το έτος 1990, δεν εργαζόταν σ’αυτήν ο εν λόγω μάρτυρας, ενώ τέλος η κατάθεσή του περιέχει πλείστες όσες αντιφάσεις. Συγκεκριμένα στην αρχή της κατάθεσής του σε ερώτηση του Δικαστηρίου απαντά ότι η πηγή των πληροφοριών του είναι ο ενάγων, έγγραφα που έχει δει και «η Ακτή Μιαούλη, που συζητάει όλα τα θέματα», αρνούμενος ρητά ότι για τα θέματα που θα καταθέσει και συγκεκριμένα για την ιδιότητα του ενάγοντος ως αφανούς συνεταίρου του ………… έχει μιλήσει με τον τελευταίο, επικαλούμενος ακόμα ως πηγή της γνώσης του  συζητήσεις με τον αποβιώσαντα ……….., που εργαζόταν ως πλοίαρχος σε πλοία του ……….. Στη συνέχεια όμως της κατάθεσής του, η οποία διακόπηκε προκειμένου να εξετασθεί ανωμοτί ο ενάγων, ανέφερε ότι είχε συναντηθεί το έτος 1977 με τον ενάγοντα και τον ………….., ο οποίος αν και του είναι άγνωστος και τον συναντά πρώτη φορά, τον ενημερώνει για την από κοινού με τον ενάγοντα αγορά του πλοίου «ΚΡ».  Ομοίως ασφαλής κρίση για την ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών δε μπορεί να συναχθεί από τις προσκομισθείσες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες περιέχουν πληροφορίες, που οι μάρτυρες έμαθαν από τον ίδιο, ή άκουσαν σε συζητήσεις διαπροσωπικές ή τηλεφωνικές μεταξύ ενάγοντος και …………, στις οποίες, όλως συμπτωματικά, ήταν παρόντες και ενθυμούνται λεπτομερώς, αν και έχουν παρέλθει έκτοτε τριάντα πέντε χρόνια, από έγγραφα που τους επέδειξε ο ενάγων, ή ο τότε λογιστής της πέμπτης εναγόμενης εταιρείας …………….., ο οποίος αν και είχε καθήκον απορρήτου ως προς την εργοδότριά του, φέρεται να επιδεικνύει έγγραφά της, εκτός των γραφείων της, σε διάφορους τρίτους, άσχετους με την εταιρεία. Ειδικότερα στην υπ’αριθμ…../2012 ένορκη βεβαίωση ο μάρτυρας ………………. αναφέρει ότι αρχές Απριλίου 1978, Απρίλιο/Μάιο συγκεκριμένα, συνάντησε τον καπετάν ………. στην προβλήτα “………..” στο Πέραμα, όπου του ανέφερε ότι  είναι πλοίαρχος στο πλοίο «ΚΡ» της ……… και ο ενάγων κύριος  μέτοχος αυτού. Στη συνέχεια ο μάρτυρας καταθέτει «του εξήγησα (εννοεί του ……..) ότι ήμουν υποπλοίαρχος στο δικό του πλοίο και μου ζήτησε να είμαστε σε επαφή διότι…» αναφέροντας στη συνέχεια την πλήρη ενημέρωση που του έκανε ο ………….. για τις ενέργειες του …………… ως προς την πώληση του ως άνω πλοίου και την πρόθεσή του να αγοράσει άλλο μεγαλύτερο πλοίο από τους Ισραηλίτες. Πλην όμως από τους με αριθμ.πρωτ……/9.11.2012 και ……/9.11.2012 πίνακες θαλάσσιας υπηρεσίας ναυτικού της Διεύθυνσης Ναυτικής Εργασίας του Υ.Ε.Ν., που αφορούν τους συγκεκριμένους ναυτικούς, αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω φερόμενη συνάντησή τους δεν ήταν δυνατό να έχει πραγματοποιηθεί, διότι ο ……… είχε αποναυτολογηθεί στις 14.12.1977 και παρέμεινε εκτός θαλάσσιας υπηρεσίας μέχρι την ναυτολόγησή του ως πλοίαρχος στο πλοίο «Κ» στις 11.7.1978, επομένως δεν δικαιολογείται η παρουσία του στο σημείο που αναφέρει ο μάρτυρας …… (επισημαίνεται ότι στο πλοίο “ΚΡ” από 20.1.1978 έως και 6.6.1978 πλοίαρχος ήταν ο …….), ενώ ο τελευταίος ήταν ναυτολογημένος ως υποπλοίαρχος από τις 10.8.1977 έως και τις 2.6.1978 και συνεπώς ήταν αδύνατο να συναντηθούν, ενώ τέλος ο ίδιος μάρτυρας ναυτολογήθηκε σε πλοίο του ομίλου «……..» για πρώτη φορά στις 20.1.1981 και δη στο πλοίο «ΚΝ» και όχι ενωρίτερα, όπως αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του. Τέλος, o ……., αρχιπλοίαρχος αρχικά στην πέμπτη εναγόμενη και στη συνέχεια προϊστάμενος στο τμήμα πληρωμάτων και από το 2001 γενικός διευθυντής της έκτης εναγομένης, στην υπ’αριθμ…../2014 ένορκη βεβαίωσή του διαψεύδει τα όσα στη συνέχεια της δικής του ένορκης βεβαίωσης αναφέρει ο ίδιος ως άνω μάρτυρας  και συγκεκριμένα ότι αυτός (………………) ενημέρωσε τον ενάγοντα για την πώληση του «ΚΡ» τον Απρίλιο του 1978, ότι τα χρήματα τα πήραν “δύο με δυόμιση μήνες πριν βγει το bill of sale”, ότι αν δεν πουλιόταν το «ΚΡ» και ο ενάγων έπαιρνε τα χρήματά του δεν θα αγόραζαν το «Κ», ή ότι “έβαλε πλάτη” ο ενάγων για την αγορά του. Ο ενάγων προσκομίζει, πλέον της προηγουμένης, και την υπ’αριθμ. ……/2012 ένορκη βεβαίωση του εξαδέλφου του ………, ο οποίος το έτος 1983 προσλήφθηκε από την πέμπτη εναγόμενη ως αρχιμηχανικός στο τεχνικό τμήμα της, όπου και εργάσθηκε έως και το έτος 1985. Και αυτός αναφέρει ως πηγή των πληροφοριών που καταθέτει τον …………….., ο οποίος του έδειχνε χειρόγραφα με διάφορα οικονομικά στοιχεία, στα οποία αναφερόταν ο ενάγων ως μέτοχος, ωστόσο η έτερη κατά τους ισχυρισμούς του πηγή πληροφοριών του, ο ………., αρνείται κατηγορηματικά ότι ανέφερε στον …… ότι ο ενάγων ήταν μέτοχος στα πλοία της πέμπτης εναγομένης. Με συγκεκριμένα δε περιστατικά που αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του ο ίδιος μάρτυρας ……….. αντικρούει τους ισχυρισμούς του ενάγοντος και των μαρτύρων του ότι στον ενάγοντα οφείλει ο ……………….., εκτός των άλλων, και την επιβίωσή του κατά την περίοδο της κρίσης στη ναυτιλία τα έτη 1985-1987, κατά την οποία ισχυρίζονται ότι ο ενάγων του κατέβαλε μετρητά, διότι ο …………… δε διέθετε ρευστότητα, χωρίς να αναλαμβάνει  (ο ενάγων) το σύνολο των κερδών που του αναλογούσαν από την αφανή συμμετοχή του στην αγορά και διαχείριση των πλοίων του ……………… Σύμφωνα με τον …….. όμως, σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν  οι εναγόμενοι, ο ………………., κατά την περίοδο της κρίσης που έπληξε την ναυτιλία διεθνώς, αγόρασε μέσω εταιρειών αποκλειστικά δικών του συμφερόντων, επτά πλοία, πέντε εκ των οποίων προορίζονταν για την μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, αντί συνολικού τιμήματος 8.600.000 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ στο τέλος του έτους 1985 τα καθαρά κέρδη εκ της ναυτιλιακής του δραστηριότητας ανέρχονταν σε 3.000.000 δολάρια Η.Π.Α. Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, ο ενάγων ως αφανής εταίρος αφανούς εταιρείας με εμφανή εταίρο την εταιρεία με την επωνυμία «……….» και με αντικείμενο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της την αγορά και εκμετάλλευση των πλοίων GK» ή «Κ», «ΚΡ», «ΜO», «TE» και  «MM» δικαιούται να του παρασχεθεί λογοδοσία για το ανωτέρω χρονικό διάστημα από την αρχικά ένατη εναγόμενη εμφανή εταίρο εταιρεία και εκ του νόμου διαχειρίστρια της μεταξύ τους αφανούς εταιρείας, η οποία ακριβώς λόγω της ιδιότητάς της αυτής υποχρεούται να λογοδοτήσει επί των διαχειριστικών πράξεων, που διενήργησε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, εφόσον η διαχείρισή της συνεπαγόταν εισπράξεις και δαπάνες, διά της ανακοίνωσης λογαριασμού, που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού και της επισύναψης των αναγκαίων δικαιολογητικών, ώστε ο ενάγων να είναι σε θέση να σχηματίσει πλήρη εικόνα της υπόθεσης και να προβεί σε έλεγχο των επί μέρους κονδυλίων. Η ανωτέρω όμως εταιρεία, που υποχρεούται σε λογοδοσία έναντι του ενάγοντος, δεν είναι πλέον διάδικος στη δίκη, διότι ως προς αυτήν η υπόθεση δεν έχει μεταβιβασθεί στο παρόν Δικαστήριο της παραπομπής με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, λόγω της αμετάκλητης απόρριψης της αγωγής ως αόριστης με την υπ’αριθμ. 3567/2014 εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Αντίθετα υποχρέωση σε λογοδοσία έναντι του ενάγοντος δεν έχουν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος ……., ο οποίος δε συμμετείχε στην αφανή εταιρεία ατομικά, αλλά είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εμφανούς εταίρου πλοιοκτήτριας εταιρείας, μέσω της οποίας, καθώς και πολλών άλλων εταιρειών, είχε επιλέξει να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο χώρο της ναυτιλίας, ούτε όμως και η έκτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία ουδέποτε διαχειρίσθηκε υπόθεση του ενάγοντος, που συνεπάγεται δαπάνες και εισπράξεις, ώστε να υποχρεούται σε παροχή προς αυτόν λογοδοσίας. Όσον αφορά δε την πέμπτη εναγόμενη η ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων δεν την καθιστά αυτομάτως και διαχειρίστρια της αφανούς εταιρείας, το αντικείμενο της διαχείρισης της οποίας σε κάθε περίπτωση δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση των πλοίων, ούτε βέβαια αποδείχθηκε εν προκειμένω κατάρτιση συμφωνίας, δυνάμει της οποίας τη διαχείριση της αφανούς εταιρείας θα ασκούσε η προαναφερθείσα εταιρεία, ήτοι ένα τρίτο πρόσωπο σε σχέση με την αφανή εταιρεία και όχι η εμφανής εταίρος της, όπως προβλέπεται στο νόμο, ή ότι η πέμπτη εναγόμενη συνδέεται με τον ενάγοντα και αφανή εταίρο με κάποια άλλη έννομη σχέση, που να θεμελιώνει υποχρέωσή της προς παροχή λογοδοσίας έναντι αυτού.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 3813/2915 απόφασή του, έκρινε ότι η πέμπτη εναγόμενη υποχρεούται σε παροχή λογοδοσίας στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 1.10.2010 έως 31.12.2011, ως διαχειρίστρια των πλοίων πλοιοκτησίας των εταιρειών «………….» «………….» και «………..», έσφαλε εκτιμώντας πλημμελώς τις ενώπιόν του προσκομισθείσες αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ανωτέρω με την έφεσή της, ενώ η με την κρίση του ιδίου Δικαστηρίου, που περιλήφθηκε στην αυτή ως άνω απόφαση, ότι τέτοια υποχρέωση δεν έχουν οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτη των εναγομένων ορθά εκτιμήθηκαν οι αποδείξεις, όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται ο ενάγων με τα ένδικα δικόγραφά του απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Κατά συνέπεια όλων  των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, αντέφεσης  και πρόσθετου λόγου έφεσης προς έρευνα θα πρέπει α) οι εφέσεις, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι του ενάγοντος  να απορριφθούν στο σύνολό τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι  και β) η έφεση του πέμπτης εναγομένης να γίνει  δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 13.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../13.6.2012) αγωγή, να απορριφθεί  αυτή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγομένων, ως προς τους οποίους και μόνον η υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, ως το δικαστήριο της παραπομπής, κατόπιν της έκδοσης της ανωτέρω απόφασης του Αρείου Πάγου, με αποτέλεσμα η έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των ισχυρισμών των ανωτέρω εναγομένων περί σιωπηρής παραίτησης του ενάγοντος από την αξίωσή του προς λογοδοσία και καταχρηστικής άσκησης διά της αγωγής της αξίωσής του αυτής να παρέλκει, έχοντας καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου.  Λόγω δε της ήττας του εκκαλούντος – ενάγοντος θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων κατά την άσκηση των δικογράφων του παραβόλων στο δημόσιο ταμείο, ενώ λόγω της νίκης της εκκαλούσας – πέμπτης εναγομένης θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του παραβόλου, που προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής της (άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.γ και Γ εδαφ. προτελευταίο  του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των  εναγομένων  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, θα επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος λόγω της  ήττας του (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./17.6.2016 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ενάγοντος ως προς την πέμπτη εφεσίβλητη.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 17.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./17.6.2016 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ενάγοντος ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εφεσιβλήτων καθώς και τα από 16.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../16.10.2017 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……/16.10.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) και από 16.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/16.10.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) δικόγραφα του ιδίου, αμφότερα υπό τον τίτλο «εφετήριο πρόσθετων και συμπληρωματικών λόγων – έφεση – αντέφεση» και απορρίπτει αυτά κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των κατατεθέντων από τον ανωτέρω παραβόλων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  κατ’ ουσίαν την από 20.1.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../23.1.2017 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/21.2.2017 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της πέμπτης εναγομένης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα πέμπτη εναγομένη του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσής της.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. 3813/2015 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 13.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/13.6.2012) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω αγωγή.

EΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτης και έκτης των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 25 Ιανουαρίου 2024

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με γραμματέα τη Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 31 Μαίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ