ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 302/2024
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη-Εισηγητή και από το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του Εκκαλούντος- Ασκούντος Πρόσθετους Λόγους Έφεσης: ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, (Α.Φ.Μ. ………..), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, όπως αυτό εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και το οποίο παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Δικαστικής Πληρεξούσιας Μαρίας Αποστολίδου(Α.Μ. ….. Ν.Σ.Κ.), η οποία κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς η ίδια να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., ήτοι, χωρίς αυτοπρόσωπη εμφά νισή της στο ακροατήριο.
Του Εφεσίβλητου-Καθ’ ου οι Πρόσθετοι Λόγοι Έφεσης: Του Νομικού Προσώπου, με την επωνυμία «…………» («………….»), που εδρεύει στο ……. του Ηνωμένου Βασιλείου, ………, και το οποίο παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Ιωάννη Μαρκιανού-Δανιόλου (A.M. Δ.Σ.Α. …..), (βλ. το υπ’ αριθμόν Π …./19-09-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α.- άρθρο 61 Ν. 4194/ 2013),(<<ΔΑΝΙΟΛΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ –Α.Μ. …..), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ήτοι, χωρίς αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο ακροατήριο.
Το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε σε βάρος του εναγόμενου Νομικού Προσώπου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15-10-2020 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …………/2020.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2.569/2021 (οριστική) απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ., με την οποία αυτή απορρίφθηκε αναφορικά με την αδικοπρακτική βάση της ως αόριστη, ενώ κατά τα λοιπά, αυτή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα σε αυτήν.
Κατά της αποφάσεως αυτής το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 05/10/2022 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/ 2.022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/ 2.022. Ακολούθως, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……/2.022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου- ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ) ………/2.022, δικάσιμος αρχικά ορίστηκε η 21η Σεπτεμβρίου 2023, οπότε η εκδίκαση αυτής ματαιώθηκε λόγω απεργίας των Δικαστικών Γραμματέων. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμόν 75/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς ορίστηκε δικάσιμος αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Ακολούθως, το ενάγον- εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε τους από 21 Ιουνίου 2023 πρόσθετους λόγους έφεσης, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……/21-06-2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/21-06-2023, δικάσιμος δε ορίστηκε η 21η Σεπτεμβρίου 2023, οπότε η εκδίκαση αυτών ματαιώθηκε λόγω απεργίας των Δικαστικών Γραμματέων. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμόν 75/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς ορίστηκε δικάσιμος αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν, όπως ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτά σεις, τις οποίες προκατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι) Η κρινόμενη από 05/10/2022 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/(Ε.Α.Κ.Δ.) ………/2022 έφεση του ενάγον τος- εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμόν 2.569/2021 (οριστικής) απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.ΠολΔ), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την 16η Νοεμβρίου 2021, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με τη μη επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, καθώς δεν προσκομίζεται έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης ή αντίγραφο αυτής με επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ παράλληλα δεν προτείνεται από την πλευρά του εφεσίβλητου Νομικού Προσώπου ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της υπό κρίση έφεσης, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 17η Οκτωβρίου 2022], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν 2579/1998 το Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση μεταξύ άλλων και ενδίκου μέσου ενώπιον των Δικαστηρίων, συμπεριλαμβανόμενου και του γραμματίου προείσπραξης Δικηγορικού Συλλόγου, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Περαιτέρω, από το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, μολονότι αποτελούν παρακολούθημα της έφεσης, την οποία και συμπληρώνουν, διευρύνοντας το δικόγραφό της από άποψη περιεχομένου, έχουν αυτοτελή χαρακτήρα και συνιστούν σε σχέση με την έφεση ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη, που διέπεται από τις σχετικές με αυτή διατάξεις, (ΟλΑΠ 33/1990 Δνη 1991.56, ΑΠ 771/1997 ΕΕΝ 1998.736, ΕφΘεσ 264/2009 ΕΦΑΔ 2009. 590, ΕφΠατρ 43/2007 ΑχΝομ 2008. 317, ΕφΘεσ 1730/2003 Αρμ. 2004. 1398 και Σ. Σαμουήλ Η έφεση, έκδοσης 2003, αρ. 606, 608, 524, 625). Το παραδεκτό και οι διατυπώσεις τους, κατά το άρθρο 12 ΕισΝ ΚΠολΔικ, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο, που ισχύει κατά το χρόνο άσκησής τους. Ομοίως, και οι κρινόμενοι πρόσθετοι λόγοι έφεσης αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ’ άρθρο 520 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., ασκήθηκαν δε παραδεκτά με ιδιαίτερο- αυτοτελές δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού και το οποίο επιδόθηκε στο εφεσίβλητο Νομικό Πρόσωπο, μέσα στη νόμιμη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση υπʼ αριθμόν ……./21-06-202 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών), δεδομένου ότι, ως ημέρα συζήτησης της ένδικης υπόθεσης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και κοινοποίησης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης νοείται εκείνη, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκαση αυτής, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η κατά τα άρθρα 226 § 2 και 498 § 1 Κ.Πολ.Δ., από το Γραμματέα του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αρχικά ορισθείσα ή μεταγενέστερη, που προσδιο ρίστηκε μετά την αναβολή ή τη ματαίωση της (Ολ.Α.Π. 2.091/1986, Α.Π. 182.2/2017, Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, Αθήνα 2009, παρ.603-604). Πρέπει επομένως και οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτών, κατά την ίδια τακτική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να συνεκδικαστεί με τους κρινόμενους πρόσθετους λόγους αυτής, κατά το άρθρο 246 του Κ.Πολ.Δ., καθώς αυτοί τελούν σε σχέση εξάρτησης με την έφεση και ως εκ τούτου φέρουν σε σχέση με αυτήν παρακολουθηματικό χαρακτήρα, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση και επομένως δε νοείται χωριστή εκδίκαση τους (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, στ’ έκδοση).
(ΙΙ) Με την ένδικη αγωγή του το Ελληνικό Δημόσιο εκθέτει ότι το εναγόμενο ……… έχει συσταθεί με τις μνημονευόμενες στην αγωγή Διεθνείς Συμβάσεις και Πρωτόκολλα, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον Ν. 1638/1986 και τα ΠΔ 270/1995 και 291/2003, έχει δε τον καθοριζόμενο ειδικότερα στην ένδικη αγωγή σκοπό. Ότι την 10-09-2017, βυθίστηκε, ενώ ήταν αγκυροβολημένο στο αγκυροβόλιο (ράδα) του Λιμένος Πειραιώς και σε σημείο νοτιοδυτικά της νησίδας Αταλάντης στο Σαρωνικό Κόλπο, το με ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο «ΑΖII», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……., ολικής χωρητικότητας 1521,21 κόρων, και διακριτικό σήμα ……., ιδιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<……..», εδρεύουσας στο Πέραμα Αττικής, και το οποίο κατά το χρόνο της βύθισής του μετέφερε 2.200 μετρικούς τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ (HFO) και 370 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας (marine gas oil). Ότι εξαιτίας της βύθισης µια σηµαντικότατη αλλά αδιευ κρίνιστη ποσότητα πετρελαίου διέρρευσε αρχικά στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της νήσου της Σαλαµίνας και στη συνέχεια, λόγω της πληµµελούς και αναποτελεσµατικής αντιµετώπισης της αρχικής διαρροής της πετρελαιοκηλίδας σε συνδυασµό µε τους δυτικούς ανέµους, που έπνεαν στο Σαρωνικό Κόλπο τις αµέσως επόµενες ηµέρες, στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού και των ακτών της Αττικής από την Πειραϊκή, το Παλαιό Φάληρο και τον Άλιµο µέχρι τη Γλυφάδα, τη Βούλα, τη Βάρκιζα και το Λαγονήσι. Ότι είναι ενδεικτικό πως το µεσηµέρι της ίδιας ηµέρας εντοπίστηκε κηλίδα ένα µε δύο ναυτικά µίλια της χερσονήσου της Πειραϊκής, ενώ σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις των ειδικών η διαρροή πετρελαίου ξεπέρασε τους πεντακόσιους (500) τόνους. Ότι το Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε στις εργασίες περιορισμού και πρόληψης ρύπανσης της θάλασσας και καθαρισμού των ακτών των περιοχών, που επλήγησαν, με διάθεση εξειδικευμένου προσωπικού, ειδικό μηχανικό εξοπλισμό, αναλώσιμα και εργάσθηκε εντατικά για το χρονικό διάστημα από 17-09-2017 μέχρι 21-12-2018, εκτελώντας τις περιγραφόμενες στην αγωγή θαλάσσιες και χερσαίες εργασίες με αναλυτική έκθεση των επιμέρους αμοιβών για κάθε αιτία και συγκεκριμένα για τις υπηρεσίες, που προσέφερε, το προσωπικό, τα σκάφη, που απασχολήθηκαν, τον εξοπλισμό και τα υλικά, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν. Ότι για τις προεκτεθείσες αιτίες η συνολική απαίτηση του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου για τις υπηρεσίες, που προσέφερε και αναλύονται σε εργασίες καθαρισμού γύρω και επί του ναυαγίου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από 17-09-2017 μέχρι 21-09-2017, ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 212.014,40 ευρώ. Ότι η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και η οποία είχε ασφαλίσει αυτό για ζημία από ρύπανση κατά το χρονικό διάστημα από 30-09-2016 μέχρι 30-09-2017, υπέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-10-2017 με ΓΑΚ ……/2017 δήλωση περιορισμού ευθύνης, που έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμόν 4909/09-11-2017 απόφαση της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς, με συνέπεια να συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης χρηματικού ποσού 5.409.925,40 Ευρώ (Ε). Ότι το εναγόμενο είναι σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 υπόχρεο σε αποζημίωση για το σύνολο των δαπανών της λήψης προληπτικών μέτρων αποτροπής, εξουδετέρωσης και πρόληψης της ρύπανσης, που προκλήθηκε από τη βύθιση του παραπάνω δεξαμενόπλοιου. Ότι οι αιτήσεις για καταβολή από ζηµιώσεων, που έχουν υποβληθεί στο τοπικό γραφείο του εναγόµενου Νομικού Προσώπου, υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα εκατομμυρίων (135.000.000,00) Ευρώ (Ε), καθιστώντας ουσιαστικά αδύνατη την καταβολή του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού από τον πλοιοκτήτη και την ασφαλιστική του εταιρεία λόγω του περιορισµού της ευθύνης παρά τις επανειληµµένες προσπάθειές της για λήψη της προβλεπόµενης αποζηµίωσης, όπως αυτή ορίζεται στις προαναφερθείσες Διεθνείς Συµβάσεις. Ότι κατόπιν τούτων θεωρείται ότι ο πλοιοκτήτης δεν μπορεί να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις και η οικονομική ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής. Ότι το εναγόµενο και ήδη εφεσίβλητο Νομικό Πρόσωπο αρνείται να του καταβάλλει την αποζημίωση. Επικαλούμενο ότι η αιτούμενη αμοιβή σε κάθε περίπτωση τυγχάνει εύλογη και δίκαιη, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο ……… να του καταβάλει για τις προεκτεθείσες αιτίες το χρηματικό ποσό των διακοσίων δώδεκα χιλιάδων δεκατεσσάρων Ευρώ και σαράντα λεπτών (212.014,40) Ευρώ (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 5 του Π.Δ. 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος”, 3 του πδ 98/1990 «Αρµοδιότητα Δικαστηρίων και διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο το ……… αποζημίωσης ζηµιών ρύπανσης από πετρέλαιο», 5 του Ν. 4037/2012 και 9 του Ν. 3393/2005 και εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση το άρθρο 2 του Π. Δ/τος 55/1998, αποφαινόμενο ότι οι διατάξεις του εν λόγω Διατάγματος τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής, απέρριψε ως αόριστη, τη βάση αυτής, με την οποία επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί ευθύνη του εναγόμενου Νομικού Προσώπου στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, ενώ κατά λοιπά έκρινε ότι αυτή τυγχάνει απορριπτέα, ως νομικά αβάσιμη, με το σκεπτικό ότι <<εφόσον έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της σύμβασης του έτους 1992 το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο κατ’ επιλογή του δεν προέβη σε αναγγελία της απαίτησης του, ώστε να εξελεγχθεί αυτή από τον ορισθέντα εκκαθαριστή και να συμπεριληφθεί στον καταρτισθέντα πίνακα του άρθρου 20 του Π.Δ 666/1982 και ότι μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει οποιαδήποτε αξίωση σε βάρος της πλοιοκτήτριας για τη ρύπανση” και ότι “η μη συμμετοχή του ενάγοντος στην παραπάνω διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των απαιτήσεων δεν υφίσταται νόμιμη βάση για την έγερση της κρινόμενης αγωγής”. Κατά της απόφασης αυτής το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται με την κρινόμενη έφεση του και τους πρόσθετους λόγους αυτής για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της, προκειμένου να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του. Πλέον συγκεκριμένα, το ενάγον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο διατείνεται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων V παρ. 1, 3, 11, VI παρ. 1, 2 της Διεθνούς Σύμβασης του έτους 1.969, όπως ισχύει το Πρωτόκολλο 1992, που την τροποποίησε και το οποίο αποδέχθηκε το Ελληνικό Κράτος με το Π.Δ. 197/1995 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1β του Π.Δ/τος 666/1982, επικαλούμενο ότι η υπαγωγή των απαιτήσεων και η ικανοποίηση από το συγκεκριμένο κεφάλαιο (περιορισμού ευθύνης) αποτελεί επιλογή και όχι υποχρέωση του δανειστή, αφού σε αντίθετη περίπτωση αυτό, ως ζημιωθείς, θα στερείτο το δικαίωμα για επιδίωξη των απαιτήσεων του με άσκηση αγωγής σε βάρος του Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης. Ειδικότερα, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο διατυπώνει την άποψη ότι η σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης συνιστά διακωλυτικό παράγοντα μεν της άσκησης οιουδήποτε δικαιώματος σε βάρος άλλων περιουσιακών στοιχείων του πλοιοκτήτη (άρθρο VI της Σύμβασης Ευθύνης 1992 και άρθρο 9 (γ) του Π.Δ/τος 666/1982), αλλά αυτός ο περιορισμός ισχύει μόνο στα πλαίσια της εκτέλεσης, χωρίς ωστόσο να θίγεται το δικαίωμα του οφειλέτη να προσφύγει στο φυσικό Δικαστή προς αναγνώριση των αξιώσεών του». Επιπλέον, το ενάγον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1α, β και 4 παρ. 1, 2 και 3 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1971, όπως αυτό ήδη ισχύει με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992, που την τροποποίησαν και τα οποία αποδέχθηκε το Ελληνικό Κράτος με το Π.Δ. 270/1995, απαιτώντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περισσότερες προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της ευθύνης του Διεθνούς Κεφαλαίου από εκείνες, που πραγματικά απαιτούνται. Περαιτέρω, το ενάγον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο διατείνεται για πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, με το να δεχθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έλαβε κάθε λογικό μέτρο, σύμφωνα με τη δικαστική προστασία, καθώς το μόνο μέτρο, στο οποίο προέβη, ήταν η άσκηση της υπ’ αριθμόν κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …. (Ε.Α.Κ.Δ.) …/2020 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1015/2022 (οριστική-απορριπτική) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κατά της οποίας άσκησε την υπ’ αριθμόν (Γ.Α.Κ.) …./ (Ε.Α.Κ.Δ.) …/2022 έφεσή του ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Τέλος, με τους πρόσθετους λόγους της ασκηθείσας έφεσης, το ενάγον- εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο διατείνεται για πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενη αυτή σε απόρριψη της ένδικης αγωγής, ως νομικά αβάσιμης, γεγονός, που αναπτύσσει δυσμενείς συνέπειες για το ίδιο, ενώ, εάν συντρέχει περίπτωση αοριστίας, τότε πρόκειται για ποσο τική αοριστία, η οποία θεραπεύεται με τις προτάσεις και σε κάθε περίπτωση για ποιοτική αοριστία.
(ΙΙΙ) Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων εγγράφων αποδεικνύεται ότι μετά την από 19. 10.2017 (µε αριθµό κατάθεσης δικογράφου ……/2017) δήλωση περιορισµού ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας µε την επωνυµία «………..», που είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αυτή έγινε δεκτή µε την υπ’ αριθμό 4909/2017 απόφαση της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, που είχε ορισθεί, ως Εισηγήτρια, με τη με αριθμό 5362/2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συµβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Έτσι, αποφασίστηκε ότι το κεφάλαιο των 5.409.925,40 ευρώ ανταποκρίνεται στις διατάξεις του άρθρου V της Σύµβασης του 1992 και συνεπώς μετά ταύτα συστάθηκε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζηµίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαµενόπλοιου «ΑΖΙΙ» ύψους 5.409.925,40 ευρώ, και στη συνέχεια ορίσθηκε εκκαθαριστής του συσταθέντος κατά τα ανωτέρω κεφαλαίου, ο Δικηγόρος Πειραιώς ………. που δημοσίευσε πρόσκληση κατά την προβλεπόµενη από το Π.Δ. 666/1982 διαδικασία, και κάλεσε τους φερόµενους ως ζηµιωθέντες από το ανωτέρω ζηµιογόνο συµβάν, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους σε αυτόν μέσα στην προβλεπόµενη από τις διατάξεις του προαναφερόμενου Π.Δ/τος προθεσµίας, η οποία έληγε την 07.05.2017. Ωστόσο, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν προέβη σε αναγγελία της απαίτησής του, όπως συνομολογεί άλλωστε και το ίδιο, προκειμένου να εξελεγχθεί αυτή από τον κατά τα ανωτέρω ορισθέντα εκκαθαριστή και να συµπεριληφθεί στον από 2-9-2019 καταρτισθέντα πίνακα Απαιτήσεων του άρθρου 20 του π.δ. 666/1982.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 αριθ. 4 και 216 § 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμε λιώνουν αυτήν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς την αξίωση, που απορρέει από αυτά, τυγχάνει απαραίτητη, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στο μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, στο δε εναγόμενο να έχει τη δυνατότητα άμυνας κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται σε αυτά με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015, Δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπάγγελτα το Νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτήν, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην κατά την κρίση του εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος – υποχρέωσης). Επομένως, ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων, δεν θα ήταν εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης, η δε επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το Δικαστήριο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος του και νέων γεγονότων, τα οποία απλά διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας χωρίς να αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1087/2014, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), ενώ η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικά από το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017 Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), ο δε Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμε λίωσης της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, η οποία στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία το Δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα, που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντίστοιχα νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται στην αγωγή το σύνολο των στοιχείων, που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της, τα πραγματικά, δηλαδή, εκείνα περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ως άνω Κώδικα, ειδικότερα δε ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης καθιδρύεται, εάν το Δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπ’ όψη του αναγκαία για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτήν ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, τα οποία όμως με επάρκεια εκτίθενται στο δικόγραφο της, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ιδίου Κώδικα λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το Δικαστήριο παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, έκρινε αυτήν ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 106/2015 Ε7 2015/854). Εξάλλου, κατά τη διάταξη άρθρου 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: (α) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), (β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, (γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, (δ) ζημία και (ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη ζημιογόνο συμπεριφορά και στο αποτέλεσμα, δηλαδή τη ζημία (ΑΠ 1979/2017 Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος, που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος σε πράξη είτε από το Νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τον τρίτο (3ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, διότι με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας αυτής αναφορικά με τη βάση, που επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί ευθύνη του εναγόμενου Νομικού Προσώπου στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Ο λόγος αυτός της υπό κρίση εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εναγόμενο τυγχάνει το …………., του οποίου η ευθύνη από τις ειδικές διατάξεις, όπως πρόκειται να αναλυθεί παρακάτω, τυγχάνει αντικειμενική, ενώ στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρεται παντάπασιν συγκεκριμένη αδικο πρακτική συμπεριφορά του εναγομένου Νομικού Προσώπου ή των προστηθέντων οργάνων του, από την οποία να προκύπτει αξίωση του ενάγοντος-εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου από αδικοπραξία, ότι δηλαδή το εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο, αρνούμενο να του καταβάλει την προβλεπόμενη αποζημίωση, ενέργησε με δόλο, παραβιάζοντας τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες βάση της αγωγής τυγχάνει απαράδεκτη, ορθά ερμήνευσε το νόμο και όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τρίτο (3ο) λόγο εφέσεως τυγχάνουν αβάσιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα.
(ΙV) Για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των προβλημάτων από τη ρύπανση λόγω της μεταφοράς δια θαλάσσης του πετρελαίου, υπογράφηκε το έτος 1969 στις Βρυξέλλες η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 314/1976 και αποτελεί έκτοτε κατά συνέπεια αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου, έχοντας την κατ` άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη τυπική, υπερνομοθετική ισχύ, μετά δε την κύρωση και των Πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992, η σύμβαση αυτή ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Οι ρυθμίσεις της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης του έτους 1992 συμπληρώθηκαν με την υπογραφείσα στη συνέχεια Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του έτους 1971 «για την Ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1638/1986 και με την οποία δημιουργήθηκε και οργανώθηκε σε νομικό πρόσωπο το …… από εισφορές, που προβλέπονται εκεί. Κατά το άρθρο 2 1 της εν λόγω Σύμβασης ορίζονταν τα ακόλουθα: <<Ιδρύεται με τη σύμβαση αυτή διεθνές κεφάλαιο για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης, που ονομάζεται “………….” και στη συνέχεια θα αναφέρεται “…………” με τους εξής σκοπούς: (α) Την παροχή αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης στην έκταση, που η προστασία, που δίνεται από την σύμβαση ευθύνης, είναι ανεπαρκής. (β) Την ανακούφιση των πλοιοκτητών σε σχέση με την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση, που επιβλήθηκε σε αυτούς από τη σύμβαση ευθύνης, η ανακούφιση αυτή όμως θα παρέχεται, εφόσον συμμορφώνονται με τις συμβάσεις για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και με άλλες συμβάσεις. Περαιτέρω, κατά το αμέσως επόμενο άρθρο (= Άρθρο 5 1.) ορίζονταν τα ακόλουθα: <<Για το σκοπό της εκπλήρωσης της αποστολής του, το κεφάλαιο σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 1 (β), θα αποζημιώσει τον πλοιοκτήτη και τον εγγυητή του, για την αναλογία εκείνη, που ανταποκρίνεται στο συνολικό ποσό ευθύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης ευθύνης, το οποίο: (α) υπερβαίνει ποσό ίσο με το γινόμενο 1500 φράγκων επί κάθε έναν κόρο της χωρητικότητας του πλοίου ή το ποσό 125 εκατομμυρίων φράγκων, οποιοδήποτε από τα δύο ποσά είναι το μικρότερο και (β) δεν υπερβαίνει ποσό ίσο με το γινόμενο 2.000 φράγκων επί κάθε έναν κόρο της χωρητικότητας που προαναφέρθηκε ανωτέρω ή το ποσό των 210 εκατομμυρίων φράγκων, οποιοδήποτε από τα δυο ποσά είναι μικρότερο, με τον όρο όμως ότι το κεφάλαιο θα απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση του, σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, σε περίπτωση, κατά την οποία η ζημιά από τη ρύπανση προκλήθηκε από σκόπιμη κακή ενέργεια του ίδιου του πλοιοκτήτη>>. Στη συνέχεια, η Διεθνής αυτή Σύμβαση Κεφαλαίου τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992, τα οποία κυρώθηκαν με το Π.Δ. 270/1995 «Αποδοχή των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 αναφορικά με την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» («Σύμβαση Κεφαλαίου του 1992») (ΟλΑΠ 23/2006). Το Πρωτόκολλο του έτους 1992 όμως, που κυρώθηκε με το Π.Δ. 270/1995, κατάργησε με τα άρθρα 3 και 5 την παρ. (β) του άρθρου 2 της Σύμβασης Κεφαλαίου και ολόκληρο το άρθρο 5 αντίστοιχα, ενώ η αρχική Σύμβαση Κεφαλαίου 1971 καταγγέλθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με ισχύ από την 15η Μαΐου 1998 (Ανακοίνωση υπ’αριθμ.Φ0546/16/ΑΣ 460/Μ.3582-2251 ΦΕΚ Α΄146/10. 7.1997). Ακολούθως, το έτος 2003, ψηφίστηκε το Πρωτόκολλο της Σύμβασης Κεφαλαίου του έτους 1992, με το οποίο ιδρύθηκε ένα Συμπληρωματικό Κεφάλαιο («Πρωτόκολλο Συμπληρωματικού Κεφαλαίου»). Με τη Σύμβαση CLC και μάλιστα το άρθρο ΙΙΙ καθιερώθηκε εκτός από τις αναφερόμενες εκεί εξαιρέσεις αυστηρό σύστημα αντικειμενικής ευθύνης για εκείνον, που προκαλεί ρύπανση της θάλασσας, και θεσπίστηκε ρητή υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπαιτιότητας του. Ειδικότερα, με το άρθρο Ill παρ. 1 ορίζεται ότι με εξαίρεση τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου άρθρου “ο πλοιοκτήτης κατά το χρόνο του συμβάντος ή όταν τούτο αποτελείται από σειρά περιστατικών κατά το χρόνο του πρώτου περιστατικού, θα ευθύνεται δια οποιαδήποτε ζημία εκ ρυπάνσεως, προξενηθείσα υπό πετρελαίου διαφυγόντος ή εκρεύσαντος”. Στην έννοια της “ζημίας εκ ρυπάνσεως” περιλαμβάνονται και οι δαπάνες προληπτικών μέτρων, προληπτικά δε μέτρα είναι όλα εκείνα τα εύλογα μέτρα, που λήφθηκαν από οποιοδήποτε πρόσωπο μετά την επέλευση συμβάντος ρύπανσης για την πρόληψη ή μείωση της ζημίας από τη ρύπανση (άρθρο Ι παρ. 6 και 7 της Σύμβασης). Κατά συνέπεια, δαπάνες προληπτικών μέτρων και επόμενη ζημία από τη ρύπανση αποτελούν και εκείνες, που έγιναν από επαγγελματία ιδιώτη για την απορρύπανση της θάλασσας από τη διαρροή πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Συνακόλουθα, αυτός έχει αξίωση με βάση τη Σύμβαση αυτή σε βάρος του πλοιοκτήτη του πλοίου, που προκάλεσε τη ρύπανση για την πληρωμή των δαπανών αυτών, είτε προέβη στην απορρύπανση ύστερα από υπόδειξη της αρμόδιας λιμενικής αρχής, είτε συνήψε σχετική συμφωνία με τον πλοιοκτήτη, αφού η Σύμβαση δεν επιχειρεί οποιαδήποτε διάκριση (Εφ.Πειρ 1000/2006 Δημοσίευση στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>). Πλέον συγκεκριμένα, με το άρθρο 4 της «Σύμβασης Κεφαλαίου 1992» ορίζονται τα ακόλουθα: <<Για να επιτελέσει πλήρως το σκοπό του το ……., σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 (α), θα καταβάλλει αποζημίωση σε κάθε πρόσωπο, που έπαθε ζημιές από ρύπανση, αν το πρόσωπο αυτό δεν μπόρεσε να επιτύχει πλήρη και επαρκή αποζημίωση για τις ζημιές, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης, γιατί δεν προκύπτει καμία ευθύνη για ζημίες κατά τη Σύμβαση Ευθύνης, γιατί ο υπεύθυνος για τις ζημιές πλοιοκτήτης, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης δεν είναι οικονομικά σε θέση να εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις του, καθώς επίσης και κάθε οικονομική ασφάλεια, που μπορεί να προβλέπεται από το άρθρο VΙΙ της ανωτέρω σύμβασης, δεν καλύπτει ή είναι ανεπαρκής να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις για αποζημίωση των ζημιών. Πλοιοκτήτης θεωρείται ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις και οικονομική ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής, εάν το πρόσωπο, που ζημιώθηκε, δεν πέτυχε να ικανοποιηθεί πλήρως με το ποσό αποζημίωσης, που προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης μετά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου σύμφωνα με τη δικαστική προστασία, που διατέθηκε προς αυτόν, επειδή η ζημιά υπερβαίνει την ευθύνη του πλοιοκτήτη, που προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης, όπως περιορίζεται στο άρθρο V, παρ. 1 αυτής, ή από τους όρους κάθε άλλης Διεθνούς Σύμβασης, που ισχύει ή είναι ανοικτή για υπογραφή, κύρωση ή προσχώρηση, κατά την ημερομηνία κατάρτισης αυτής της σύμβασης. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, θα θεωρούνται σαν ζημιές ρύπανσης οι λογικές δαπάνες ή οι λογικές θυσίες, που έγιναν εκούσια από τον πλοιοκτήτη, για την πρόληψη ή μείωση των ζημιών από ρύπανση. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 7 της «Σύμβασης Κεφαλαίου 1992»: 1. Με την επιφύλαξη των παρακάτω διατάξεων αυτού του άρθρου, κάθε αγωγή κατά του κεφαλαίου για αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτής της σύμβασης θα εγείρεται μόνον ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ της σύμβασης ευθύνης σχετικά με τις αγωγές κατά του πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι ή πιθανό να είναι υπεύθυνος για ζημιές ρύπανσης, που έγιναν από το περιστατικό, αλλά που καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου ΙΙΙ, παρ. 2, της σύμβασης εκείνης. 2. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα εξασφαλίσει στα Δικαστήρια του την απαραίτητη δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγών κατά του κεφαλαίου, όπως αυτές, που αναφέρονται στην παρ. 1. 3. Σε περίπτωση, που θα εγερθεί αγωγή κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του για αποζημίωση ζημιών ρύπανσης ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΧ της σύμβασης ευθύνης, το Δικαστήριο αυτό θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα εκδίκασης για κάθε αγωγή κατά του κεφαλαίου για αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτής της σύμβασης, εφόσον φυσικά πρόκειται για αποκατάσταση της αυτής ζημίας. Όμως, όταν αγωγή αποζημίωσης για ζημιές ρύπανσης σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης ευθύνης έχει εγερθεί ενώπιον Δικαστηρίου κράτους μέρους της σύμβασης ευθύνης αλλά μη μέρους αυτής της σύμβασης, κάθε αγωγή σε βάρος του κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτής της σύμβασης, θα εγείρεται με την εκλογή αυτού, που έχει την απαίτηση ή ενώπιον Δικαστηρίου του κράτους, όπου το κεφάλαιο έχει την έδρα του ή ενώπιον κάθε Δικαστηρίου Κράτους Μέρους αυτής της σύμβασης, αρμόδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΧ της σύμβασης ευθύνης. 4. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα εξασφαλίσει, ότι το κεφάλαιο θα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει σαν διάδικος ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου του κράτους εκείνου, σε κάθε νομική διαδικασία, που έχει κινηθεί σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ της σύμβασης ευθύνης κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του. 5. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην παρ. 6, το κεφάλαιο δεν θα δεσμεύεται από οποιαδήποτε δικαστική κρίση ή απόφαση, που αφορά διαδικασίες ή διευθετήσεις, στις οποίες δεν έλαβε μέρος. 6. Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις της παρ. 4, σε περίπτωση, που θα εγερθεί αγωγή αποζημίωσης για ζημίες ρύπανσης, σύμφωνα με τη σύμβαση ευθύνης εναντίον του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, κάθε διάδικο μέρος δικαιούται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους εκείνου να ανακοινώνει τη διαδικασία αυτή στο κεφάλαιο. Όταν ανακοίνωση αυτού του τύπου γίνει σύμφωνα με τις διατυπώσεις, που απαιτούνται από το Δικαστήριο, που ανέλαβε την υπόθεση σύμφωνα με τη νομοθεσία, εμπρόθεσμα και κατά τρόπο ώστε το κεφάλαιο να μπορέσει να παρέμβει νομότυπα σαν διάδικος στη διαδικασία, κάθε δικαστική απόφαση, που θα εκδοθεί από το Δικαστήριο θα είναι υποχρεωτική και για το κεφάλαιο, με το πνεύμα ότι τα πραγματικά γεγονότα και διαπιστώσεις της απόφασης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από το κεφάλαιο ακόμη και αν αυτό δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, από τη στιγμή που η απόφαση θα χαρακτηριστεί τελεσίδικη και εκτελεστή στο κράτος που εκδόθηκε. Με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, ενισχύθηκε το νομοθετικό πλαίσιο με τη θέσπιση πρόσθετων απαγορευτικών κανόνων και ελήφθησαν μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την καταπολέμηση της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από πετρελαιοειδή, λύματα και κάθε φύσεως απόβλητα (ΣτΕ 1335/2018), λόγω των εξαιρετικά δυσμενών συνεπειών της ρύπανσης στη δημόσια υγεία και την εθνική οικονομία. Στη συνέχεια, τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 2252/1994, με το άρθρο πρώτο του οποίου κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση “για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο” που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 30 Νοεμβρίου 1990 και με τις λοιπές διατάξεις του (άρθρα δεύτερο έως δέκατο) θεσπίσθηκαν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της ανωτέρω Σύμβασης και τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Ν.743/ 1977, ώστε να προσαρμοσθούν στους ορισμούς και τις λοιπές υποχρεώσεις, που προβλέπει η Σύμβαση αυτή και να ενισχυθεί το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της θάλασσας από τη ρύπανση, χορηγήθηκε δε εξουσιοδότηση για την κωδικοποίηση των διατάξεων του Ν. 743/1977. Πράγματι, με το Π.Δ. 55/1998 (Α` 58) κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική οι διατάξεις του Ν.743/1977, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το Ν. 2252/1994. Οι διατάξεις του Ν. 743/1997, παρά την επί μέρους στενή διατύπωση τους ως προς ορισμένα σημεία, αποσκοπούν στην πλήρη και συνολική ρύθμιση του θέματος της ρυπάνσεως της θάλασσας από κάθε είδους πηγή (ΣτΕ 3155/1993, ΑΠ 1893/2000), θεσπίστηκαν δε για την ικανοποίηση επιτακτικού και άμεσου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρελαιοειδή και τον περιορισμό των συνεπειών της ρύπανσης. Περαιτέρω, η ευθύνη του Διεθνούς Κεφαλαίου προς αποζημίωση όσων προσώπων- φυσικών ή νομικών έχουν υποστεί ζημία από τη ρύπανση, μολονότι δεν προβλέπεται ρητά στο κείμενο της σχετικής Διεθνούς Σύμβασης, κρίνεται ως δευτερογενής σε σχέση με την πρωτογενή ευθύνη του κυρίου του πλοίου-πλοιοκτήτη. Έτσι, αυτό καλείται μεταξύ άλλων να καλύψει τα έξοδα αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας στην περίπτωση, κατά την οποία ο κύριος του πλοίου- πλοιοκτήτης λόγω οικονομικής αδυναμίας του δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992, τους δικαιούχους (αρ. 2 § Ια και 4 § 1β της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992) (Α. Κιάντου Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση, εις Μνήμη Ι.Κ. Καρακατσάνη, σελ. 441 επ.). Η κρίση του Δικαστηρίου τούτου ότι δηλαδή η ευθύνη του εναγόμενου- εφεσίβλητου Νομικού Προσώπου προς αποζημίωση ενέχει συμπληρωματικό και δευτερογενή χαρακτήρα της καταρχήν ενισχύεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 και τούτο, διότι κατά λογική αναγκαιότητα πρέπει να προηγηθεί χρονικά η κρίση σχετικά με το ύψος των οφειλόμενων αποζημιώσεων σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992 και ακολούθως πρέπει να κριθεί, εάν το …… ευθύνεται συμπληρωματικά να καταβάλει αποζημιώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 (η συνηθέστερη των περιπτώσεων είναι η υπό στοιχεία (γ) περίπτωση, κατά την οποία η συνολική ζημία της ρύπανσης υπερβαίνει το όριο περιορισμού ευθύνης του πλοιοκτήτη). Στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία επιτρεπόταν να ασκηθεί αγωγή κατ’ ευθείαν σε βάρος του Οργανισμού χωρίς να έχει προβληθεί απαίτηση σε βάρος του πλοιοκτήτη ή χωρίς να συμμετάσχει η σχετική απαίτηση στη διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης με τη διαδικασία σύστασης και εκκαθάρισης τυχόν συσταθέντος κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, τότε θα καθίστατο ουσιαστικά ανέφικτη η εφαρμογή των δύο παραπάνω Διεθνών Συνθηκών. Τη λογική αυτή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων των Διεθνών Συμβάσεων Ευθύνης και Κεφαλαίου 1992 έχει αναγνωρίσει και ο νέος Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Κ.Ι.Ν.Δ.) (Ν. 5020/ 2023), που προβλέπει στο άρθρο 251 αυτού τα ακόλουθα:<< 1. Εάν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης για ζημίες από ρύπανση κατά το άρθρο 237, αγωγή κατά του ………. σύμφωνα με το άρθρο 7 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εάν δεν έχει υποβληθεί σχετική αναγγελία στον εκκαθαριστή, σύμφωνα με το άρθρο 243. 2. Εάν ασκηθεί αναγγελία στον εκκαθαριστή, το Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αγωγής κατά του …………, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου, αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι τη σύνταξη του οριστικού πίνακα διανομής του άρθρου 246>>. Στο σημείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος πλέον ΚΙΝΔ (Ν. 5020/2023) αναφορικά με το συγκεκριμένο άρθρο, που έχει, ως εξής: «Η νέα ρύθμιση του άρθρου αυτού απηχεί το πνεύμα των Διεθνών Συμβάσεων Ευθύνης 1992 και Διεθνούς Κεφαλαίου 1992, αναγνωρίζοντας τον επικουρικό-συμπληρωματικό χαρακτήρα της αξίωσης του δανειστή κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου σε περίπτωση σύστασης κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης αποζημίωσης για ρύπανση από πετρέλαιο. Η πρώτη από τις παραπάνω Διεθνείς Συμβάσεις καθιερώνει ευθύνη του μεταφορέα για ζημίες από τη ρύπανση πετρελαίου, που διέφυγε από το πλοίο του, ενώ η δεύτερη οργανώνει διεθνές κεφάλαιο, που χρηματοδοτείται από υποχρεωτικές εισφορές των εισαγωγέων πετρελαίου και παρέχει συμπληρωματική αποζημίωση στα θέματα ρυπάνσεως. Η ουσία του συστήματος έγκειται στην κατανομή των επιβλαβών οικονομικών συνεπειών, που συνεπάγεται η άσκηση δραστηριότητας γύρω από εξαιρετικά ρυπογόνο αντικείμενο, όπως είναι το πετρέλαιο, στις δύο μεγάλες κατηγορίες επιχειρήσεων, οι οποίες επωφελούνται από τη δραστηριότητα αυτή. Συγχρόνως δε σε συμφωνία με το πνεύμα των προεκτεθεισών Διεθνών Συμβάσεων, προσδίδει κυρίαρχο χαρακτήρα σε πρώτο επίπεδο στο πεδίο της εκκαθάρισης των απαιτήσεων με τη σύνταξη προσωρινού πίνακα, και σε δεύτερο επίπεδο, στο δικαστικό στάδιο των ανακοπών κατά του προσωρινού πίνακα, ως του κατάλληλου forum για τη διάγνωση των απαιτήσεων αποζημίωσης για ρύπανση. Με βάση τα παραπάνω η αγωγή κατά του ………… σύμφωνα με το άρθρο 7 της Διεθνούς Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου, εάν μεν δεν έχει υποβληθεί σχετική αναγγελία στον Εκκαθαριστή, σύμφωνα με το άρθρο 243, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εάν δεν έχει υποβληθεί τέτοια δήλωση, το Δικαστήριο αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής μέχρι τη σύνταξη του οριστικού πίνακα διανομής του άρθρου 246». Κατά την αιτιολογική έκθεση: «… αντικείμενό της ήταν η εγκαθίδρυση ενός συστήματος αναγκαστικής ευθύνης του κυρίου του πλοίου για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο, η οποία διαμορφώθηκε ως αντικειμενική, οριοθετημένη, υποχρεωτικά ασφαλισμένη και ποσοτικά περιορισμένη» ((Λία Αθανασίου, «Ναυτικό Δίκαιο» σελ. 840-841 παρ. 1616). Η Διεθνής Σύμβαση για την Αστική Ευθύνη για Ζημίες, που οφείλονται σε Πετρελαϊκή Ρύπανση (CLC) του 1969 και η Διεθνής Σύμβαση για τη σύσταση Ταμείου Αποζημίωσης για Ζημίες, οι οποίες οφείλονται σε Πετρελαϊκή Ρύπανση του 1971 τέθηκαν σε ισχύ το 1975 και το 1978, αντίστοιχα και θεσπίζουν ένα σύστημα ευθύνης δύο επιπέδων, το οποίο βασίζεται στην αντικειμενική αλλά περιορισμένη ευθύνη του πλοιοκτήτη και σε ένα Ταμείο, που χρηματοδοτείται από τους παραλήπτες του πετρελαίου και το οποίο παρέχει συμπληρωματική αποζημίωση στα θύματα των ζημιών …. τα οποία δεν κατέστη δυνατόν να αποζημιωθούν πλήρως από τον πλοιοκτήτη (Νικ. Κωνσταντινίδης: Εισήγηση του πέμπτου (5ου) Συνεδρίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (Δ.Σ.Π.) 2004 με θέμα «Θαλάσσια Ρύπανση: Το πρόβλημα της αποζημίωσης και των κυρώσεων»). Έτσι, σκοπός της Σύμβασης Ευθύνης τυγχάνει η εγκαθίδρυση αντικειμενικής ευθύνης για την υποχρέωση αποζημίωσης προς κάλυψη ζημιών θαλάσσιας ρύπανσης από πετρέλαιο, που διαφεύγει από πλοία. Επίσης, προκύπτει ότι δεν περιορίζονται τα δικαιώματα των ζημιωμένων έναντι των πλοιοκτητών και των ασφαλιστών τους, αλλά αντίθετα αυτά διευρύνονται και προστατεύονται, αφού προβλέπεται αντικειμενική ευθύνη του πλοιοκτήτη, ενώ εισάγεται ο περιορισμός της ευθύνης σε μαθηματικά υπολογίσιμο ποσό με βάση το μέγεθος του πλοίου, αλλά σε περίπτωση μη πλήρους αποζημίωσης των ζημιωθέντων, το υπόλοιπο της αποζημίωσης θα καταβληθεί από το Νομικό Πρόσωπο «…………», με βάση τις διατάξεις της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, που χρηματοδοτείται από τις εταιρείες, οι οποίες εισάγουν πετρέλαιο. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει περίπτωση συσταλτικής ερμηνείας των διατάξεων της Σύμβασης Ευθύνης 1992. Δηλαδή, το εν λόγω ……. καλείται μεταξύ άλλων να καλύψει τα έξοδα αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας στην περίπτωση, κατά την οποία ο κύριος του πλοίου λόγω οικονομικής αδυναμίας του δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992, τους δικαιούχους (άρθρο 2 § Ια και 4 § 1β της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992) (Α. Κιάντου–Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση, εις Μνήμη Ι.Κ. Καρακατσάνη, σελ. 441 επ.). Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως (Σύμβαση Κεφαλαίου 1992), “… 2. “Πλοίο” … “Ζημία από Ρύπανση”, “Προληπτικά Μέτρα”, … έχουν έννοια ίδια με αυτή, που αναφέρεται στο άρθρο 1 της Σύμβασης Ευθύνης 1992…”. Έτσι, για την εφαρμογή των ρυθμίσεων των θεμάτων και στις δύο Διεθνείς Συμβάσεις, Ευθύνης και Κεφαλαίου του έτους 1992 παρατηρείται ταυτότητα ανάμεσα στις έννοιες του πλοίου, της ζημίας από ρύπανση και των προληπτικών μέτρων. Με βάση το άρθρο 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου του έτους 1992, καταβάλλεται πρόσθετη αποζημίωση από το …… του 1992, εφόσον οι αιτούντες δεν έλαβαν πλήρη αποζημίωση με τη Σύμβαση Αστικής Ευθύνης του έτους 1992. Τούτο μπορεί να συμβεί στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) Η ζημία υπερβαίνει το όριο ευθύνης του πλοιοκτήτη με βάση τη Σύμβαση Αστικής Ευθύνης του 1992. (β) Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται με βάση τη Σύμβαση Αστικής Ευθύνης του 1992, επειδή η ζημία προκλήθηκε από σοβαρή φυσική καταστροφή ή προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από κάποιον τρίτο με πρόθεση ή οφειλόταν εξ ολοκλήρου στην αμέλεια κάποιας δημόσιας αρχής σε συνάρτηση με τη συντήρηση των φάρων, φανών ή άλλων βοηθημάτων της ναυσιπλοΐας. (γ) Ο πλοιοκτήτης δεν είναι οικονομικά σε θέση να εκπληρώσει εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις, που υπέχει, με βάση τη Σύμβαση Αστικής Ευθύνης του 1992 και η ασφάλιση δεν επαρκεί για την ικανοποίηση έγκυρων απαιτήσεων αποζημίωσης. Ο Πλοιοκτήτης θεωρείται ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις και η οικονομική ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής, αν το πρόσωπο, που ζημιώθηκε, δεν πέτυχε να ικανοποιηθεί πλήρως με το ποσό αποζημίωσης, η οποία προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης μετά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου, σύμφωνα με τη δικαστική προστασία, που διατέθηκε προς αυτόν (ΑΠ 783/2021 Δημοσίευση στην Τράπεζα ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων του 1992, αναφορικά με τη ζημία από ρύπανση και τα προληπτικά μέτρα, προκύπτει ότι αποκαθίστανται τα εύλογα έξοδα, που συνεπάγονται τα μέτρα, τα οποία λήφθηκαν ή πρόκειται να ληφθούν για την αποκατάσταση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, καθώς και τα έξοδα των εύλογων μέτρων, που έλαβε οποιοδήποτε πρόσωπο μετά την επέλευση του συμβάντος με σκοπό την πρόληψη της ζημίας, που μπορεί να ακολουθήσει ή τη μείωση της, καθώς και οι ζημίες, που προξένησαν οι τυχόν βλάβες ή απώλειες, που προκάλεσε η εφαρμογή των μέτρων αυτών και τέλος κάθε βλάβη ή απώλεια περιουσιακών στοιχείων (Εφ. Πειρ. 133/2008, Ι. Ρόκα, “Ο ρόλος της ασφάλισης αστικής ευθύνης στη θέσπιση ειδικής αστικής ευθύνης του ρυπαίνοντος και στην αποζημίωση για τη θαλάσσια ρύπανση”, Πρακτικά 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου με θέμα “Θαλάσσια Ρύπανση: το πρόβλημα της αποζημίωσης και των κυρώσεων”, σελ. 129 επ.). Σημειώνεται ότι αποζημίωση καταβάλλεται για τις δαπάνες λήψης εύλογων μέτρων απορρύπανσης και άλλων μέτρων πρόληψης ή ελαχιστοποίησης της ζημίας από ρύπανση σε Συμβαλλόμενο Κράτος, οπουδήποτε και αν ληφθούν τα μέτρα αυτά. Έτσι, σε περίπτωση, που αναληφθεί δράση στην ανοικτή θάλασσα ή στα χωρικά ύδατα Κράτους, το οποίο δεν είναι Συμβαλλόμενο στις εν λόγω Συμβάσεις με σκοπό την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση της ζημίας από ρύπανση εντός των χωρικών υδάτων ή της ΑΟΖ ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, οι δαπάνες ανάληψης της δράσης αυτής πληρούν καταρχήν τις προϋποθέσεις αποζημίωσης. Τα έξοδα λήψης προληπτικών μέτρων ανακτώνται, ακόμη και αν δεν συμβεί εκροή πετρελαίου, με την προϋπόθεση ότι υπήρχε σοβαρή και επικείμενη απειλή πρόκλησης ζημίας από ρύπανση. Επομένως, αυτός έχει αξίωση, βάσει της Συμβάσεως Ευθύνης 1992 σε βάρος του κυρίου του πλοίου, που προκάλεσε τη ρύπανση, και με τις προϋποθέσεις της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992 σε βάρος του Διεθνούς Κεφαλαίου για την πληρωμή των εν λόγω δαπανών (ΤρΕφΠειρ. 401/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Θεωρητικά το …………….. λαμβάνει και εξετάζει τις απαιτήσεις για περιουσιακή ζημία και για το κόστος των επιχειρήσεων παράκτιου και θαλάσσιου καθαρισμού και λαμβάνει μέτρα για την αποτροπή ή την ελαχιστοποίηση της ζημίας από ρύπανση. Λαμβάνει επίσης υπόψη την επακόλουθη απώλεια, όπως απώλεια εισοδημάτων, την οποία υπέστησαν οι κύριοι ή χρήστες περιουσίας, η οποία μολύνθηκε, ως αποτέλεσμα πετρελαιοκηλίδας. Επιπροσθέτως, ερευνά την απώλεια εισοδημάτων των οποίων η ιδιοκτησία δεν έχει μολυνθεί, ήτοι, την καθαρή οικονομική ζημία με ορισμένες προϋποθέσεις, αφού αυτές γίνονται δεκτές μόνον αν αφορούν απώλεια ή ζημία εξαιτίας της μόλυνσης. Το σημείο εκκίνησης είναι η ρύπανση και όχι το συμβάν καθεαυτό. Όταν κρίνεται το κατά πόσον πληρούται το κριτήριο της εύλογης εγγύτητας λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: (α) η γεωγραφική εγγύτητα ανάμεσα στη δραστηριότητα των αιτούντων αποζημίωση και τη μόλυνση, (β) ο βαθμός, στον οποίο ο αιτών αποζημίωση είναι οικονομικά εξαρτημένος από μια πηγή, που επηρεάστηκε, (γ) η έκταση, στην οποία ο αιτών αποζημίωση έχει εναλλακτικές πηγές προμήθειας ή επιχειρηματικών ευκαιριών και (δ) η έκταση, στην οποία η επιχείρηση του αιτούντος συνιστά ουσιώδες τμήμα οικονομικής δραστηριότητας μέσα στην περιοχή, που επηρεάστηκε από την πετρελαιοκηλίδα (Ευθύνη και αποζημίωση για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο: μια εξέταση των συμβάσεων του IMOR. Bhanu Krishn aKiran). Σημειωτέον ότι όλες οι παραπάνω διατάξεις ίσχυαν και εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 533 παρ. 2 του Κ. ΠολΔ, κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς από 01.05.2023 με τον ισχύοντα ΚΙΝΔ (βλ. άρθρο 293) η διαδικασία μετά τον περιορισμό ευθύνης του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται από τα άρθρα 235 επ., η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ρυθμίζεται από το άρθρο 250 και η ικανότητα παράστασης του εφεσίβλητου από το άρθρο 249 του νέου ΚΙΝΔ (5020/2023). Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου VI της Σύμβασης Ευθύνης 1992 αφορούν την εκτέλεση, διότι από τη στιγμή, που συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, η ικανοποίηση των ζημιωμένων θα γίνει από το κεφάλαιο αυτό, που αποτελεί διακεκριμένη ομάδα περιουσίας με αποκλειστικό σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Άλλωστε, η φράση «…έχων αξίωση δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως» προφανώς αναφέρεται σε δικαστικά εκκαθαρισμένη αξίωση και όχι απλά σε προβαλλόμενη απαίτηση), διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η απαγόρευση άσκησης δικαιωμάτων σε βάρος άλλων περιουσιακών στοιχείων του πλοιοκτήτη (αφού μόνο για μια δικαστικά εκκαθαρισμένη αξίωση μπορεί να ασκηθεί δικαίωμα κατά της περιουσίας του πλοιοκτήτη, δεν επαρκεί η απλά προβαλλόμενη απαίτηση χωρίς να έχει εκκαθαρισθεί). Επομένως, ως «ζημία» της παρ. 1 (γ) του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, νοείται η εκκαθαρισθείσα ζημία, που θα έχει κριθεί με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992, δηλαδή, θα πρέπει να προηγηθεί η εκκαθάριση των απαιτήσεων, αφού έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις (όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 21 του π.δ.666/1982 αλλά και στο άρθρο 246 παρ.2 του νέου ΚΙΝΔ) επί των ανακοπών, προκειμένου να καταρτισθεί ο οριστικός πίνακας διανομής. Έτσι, θα προσδιοριστεί το σύνολο της ζημίας και το ύψος αυτής υπερβαίνει το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης. Συνεπώς, πρέπει πρώτα να εξαντληθεί το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης και μόνο τότε θα είναι γνωστό αν έχει προκύψει ευθύνη του εναγόμενου Νομικού Προσώπου προς πληρωμή και σε ποιο ποσοστό των απαιτήσεων που θα έχουν κριθεί αμετάκλητα. Εφόσον το άρθρο VI παρ.1 (α) αφορά την εκτέλεση, δεν μπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα από αυτό για το αν επιτρέπεται η άσκηση αγωγής σε βάρος του πλοιοκτήτη, όταν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης. Ωστόσο, θα πρέπει να διερευνηθεί τι ισχύει σε άλλες μορφές συλλογικής ικανοποίησης δανειστών, όπως στην περίπτωση πτώχευσης, όπου γίνεται πάγια δεκτό ότι από την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης, που κηρύσσει τον έμπορο σε κατάσταση πτώχευσης και η οποία ισχύει έναντι όλων, αναστέλλονται τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών δανειστών σε βάρος του πτωχού. Αυτοί οφείλουν να ακολουθήσουν τη διαδικασία της επαληθεύσεως (εξελέγξεως) των απαιτήσεων τους σε βάρος του πτωχού, τόσο των εμπορικών όσο και των αστικών, ακόμη και αν έχουν αμετάκλητη καταψηφιστική απόφαση κατά του τελευταίου (ΑΠ 1491/2002, ΔΕΕ 2003/542, ΑΠ 1263/1991, ΕΕΝ 1993/ 68, ΑΠ 808/1990, ΕλλΔ/νη 1991/538, ΕφΑθ 8250/2006, ΔΕΕ 2006/ 393). Στη «συγγενή» διαδικασία σύστασης και εκκαθάρισης κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης «για τον περιορισμό ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις» του Λονδίνου 1976 (που κυρώθηκε με τον Ν 1923/1991), όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1996 (που κυρώθηκε με τον Ν 3743/2009)και με την απόφαση LEG 5(99) της Νομικής Επιτροπής του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (που κυρώθηκε με το άρθρο 16 του Ν 4504/2017), γίνεται δεκτό ότι η σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης συνιστά διακωλυτικό παράγοντα για την άσκηση αγωγών σε βάρος του πλοιοκτήτη, που συνέστησε το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης και σε βάρος οποιουδήποτε άλλου, που επωφελείται από αυτό. Η απαγόρευση είναι ευρεία και καταλαμβάνει κατά την ορθότερη γνώμη κάθε μορφής ουσιαστικό ή δικονομικό δικαίωμα, που αποσκοπεί αμέσως ή εμμέσως στην ικανοποίηση της απαίτησης, όπως αναγνωριστική ή καταψηφιστική αγωγή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση πτώχευσης ή εκκαθάρισης, αίτηση διορισμού προσωρινού ΔΣ κλπ» (Λία Αθανασίου «Ναυτικό Δίκαιο» σελ. 827 παρ. 1598). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 13 παρ.1 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου 1976: «Όταν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού σύμφωνα με το Άρθρο 11, κάθε πρόσωπο, που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου, δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου, από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο». Έτσι, παρατηρείται σαφής ομοιότητα των παραπάνω διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου 1976 με αυτές του άρθρου VI παρ.1(α) της Σύμβασης Ευθύνης 1992. Μολονότι το άρθρο 13 παρ.1 της Διεθνούς Σύμβασης Λονδίνου 1976 δεν απαγορεύει ρητά την άσκηση αγωγής σε βάρος του πλοιοκτήτη αλλά περιορίζεται στην απαγόρευση άσκησης δικαιωμάτων κατά περιουσιακών στοιχείων του πλοιοκτήτη, δηλαδή αφορά την εκτέλεση, όπως και το άρθρο VI της Σύμβασης Ευθύνης 1992), γίνεται δεκτό ότι η κατάθεση της δήλωσης περιορισμού ευθύνης και σύστασης του σχετικού κεφαλαίου διακωλύει την άσκηση αγωγής όχι μόνο σε βάρος του πλοιοκτήτη αλλά και σε βάρος κάθε άλλου προσώπου, που επωφελείται από τη σύσταση του κεφαλαίου (ΑΠ 2263/2013 Δημοσίευση στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝOMOΣ>>, κατά την οποία «Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 13 §1 της Σύμβασης, με την οποία ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο, που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου, δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου, από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο, προκύπτει ότι επέρχεται όχι αναστολή απλά της άσκησης των κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ ατομικών διώξεων, όπως στην πτώχευση, αλλά οριστική στέρηση του δικαιώματος των δανειστών για την άσκηση των ατομικών διώξεων τους και κατά της υπόλοιπης περιουσίας του συστήσαντος το κεφάλαιο, από το οποίο και μόνο ικανοποιούνται και στο βαθμό, που αυτό επαρκεί, ενώ το μη ικανοποιηθέν υπόλοιπο από το κεφάλαιο ποσό των απαιτήσεων αποσβένυται οριστικά (ΑΠ 1402/2007, Α.Π. 1189/2007) ΑΠ 1189/2007, ΕΠ 37/2012, κατά την οποία «Από το χρονικό σημείο της προαναφερθείσας δήλωσης επέρχονται τα αποτελέσματα της σύστασης του κεφαλαίου και συγκεκριμένα: (α) αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη, καθόσον κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της Σύμβασης «κάθε πρόσωπο, που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου, δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου, από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο» (ΕΠ 382/2005 ΕΠ 228/2016 ΕΠ 748/2018, κατά την οποία «Τέλος επισημαίνεται ότι η σύσταση του κεφαλαίου έχει σοβαρές συνέπειες, αφού συνεπάγεται απαγόρευση, και ενδεχομένως άρση των ατομικών διώξεων του οφειλέτη, από τον οποίο ή για τον οποίο συστήθηκε το κεφάλαιο προς περιορισμό της ευθύνης»). Αναλογικά πρέπει να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του ….. η παραδοχή ότι η σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης κατά τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου 1976 συνεπάγεται την οριστική στέρηση (διαφορετικά, την αναστολή) του δικαιώματος ατομικών διώξεων σε βάρος του συστήσαντος το κεφάλαιο πλοιοκτήτη, χωρίς να προβλέπεται τούτο ρητά στο κείμενο της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου 1976, (που περιορίζεται στη ρητή απαγόρευση άσκησης δικαιωμάτων κατά της υπόλοιπης περιουσίας του πλοιοκτήτη) και στην περίπτωση σύστασης κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης κατά τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992 το άρθρο VI παρ. 1 (α) της οποίας είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το άρθρο 13 της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου 1976. Στην αντίθετη περίπτωση, ήτοι, σε περίπτωση ευχέρειας του δανειστή να επιλέξει το μέσο για την ικανοποίηση της αξιώσεως, ήτοι, εάν επιθυμεί την άσκηση αγωγής ή αναγγελίας της απαίτησης του στον Εκκαθαριστή, η Σύμβαση Ευθύνης 1992 θα καθίστατο προαιρετική, εξαρτώμενη αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση του δανειστή. Επομένως, σε περίπτωση θαλάσσιας ρύπανσης, που υπάγεται στη Σύμβαση Ευθύνης 1992, η εφαρμογή της τυγχάνει υποχρεωτική και όχι προαιρετική και αποκλείεται η εφαρμογή οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο V παρ.3 της Σύμβασης Ευθύνης 1992, η άσκηση του δικαιώματος περιορισμού ευθύνης προϋποθέτει τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, ενώ κατά το άρθρο VI παρ. 1(α), η σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού έχει ως συνέπεια ότι οποιοσδήποτε, που έχει ζημιωθεί (είτε έχει αναγγείλει απαίτηση στο κεφάλαιο περιορισμού είτε όχι) έχει τη δυνατότητα να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα σε βάρος άλλων περιουσιακών στοιχείων του πλοιοκτήτη. Έτσι, οι συνέπειες σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης επέρχονται έναντι όλων των ζημιωμένων, είτε έχουν αναγγείλει απαίτηση στο κεφάλαιο περιορισμού, είτε όχι. Εφόσον η Διεθνής Σύμβαση Ευθύνης 1992 παρέχει στον πλοιοκτήτη δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του (το οποίο αποτελεί «αντάλλαγμα» για την αντικειμενικοποίηση της ευθύνης του), καθίσταται προφανές ότι αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να εξαρτάται από την έγκριση όλων των ζημιωθέντων, διαφορετικά δεν θα αποτελούσε δικαίωμα του πλοιοκτήτη και ως εκ τούτου ισχύει υποχρεωτικά έναντι όλων (=erga omnes). Τούτο γίνεται δεκτό στην Επιστήμη και στην περίπτωση της Διεθνούς Σύμβασης σχετικά με τον περιορισμό ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις του Λονδίνου 1976 (Ν.1923/1992): «Από τη συνδυαστική ανάγνωση των παρ. 1 και 2 του άρθ. 13, γεννάται ένα ερώτημα με μεγάλη πρακτική σημασία: κατά πόσον η σύσταση του κεφαλαίου επιφέρει άρση ή/και απαγόρευση των ατομικών διώξεων για τις περιορίσιμες απαιτήσεις, για τις οποίες δεν έχει χωρήσει αγγελία. Η διαφορά του γράμματος μεταξύ των δύο παραγράφων επισημάνθηκε ήδη και οδηγεί εκ πρώτης όψεως, σε αρνητική απάντηση. Ωστόσο, η τελολογική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 13 επιβάλλει να γίνει δεκτή η αυτοδίκαιη άρση των ατομικών διώξεων και για τις μη αναγγελθείσες απαιτήσεις (αρχή της καθολικότητας) αυτό υπαγορεύει η ratio του θεσμού, διαφορετικά ο περιορισμός θα μετατρεπόταν από δικαίωμα του ναυτικού επιχειρηματία σε ευχέρεια του δανειστή, αφού ο τελευταίος θα μπορούσε να επιλέξει είτε την αναγγελία στο κεφάλαιο, είτε τη συνέχιση των ατομικών διώξεων» (Λία Αθανασίου «Ναυτικό Δίκαιο» σελ. 828 παρ. 1600). Προς τούτο συνάδουν και οι παραδοχές της υπ’ αριθμόν απόφασης 748/2018 του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κρίθηκε ότι με τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, οι δανειστές: «στερούνται των ατομικών διώξεων για τις δικές τους απαιτήσεις όχι μόνο έναντι της εναγομένης κυρίας του πλοίου, αλλά και έναντι των λοιπών εναγομένων για λογαριασμό των οποίων θεωρείται συσταθέν το κεφάλαιο (άρθρο 9 της Σύμβασης). Στους δανειστές συμπεριλαμβάνεται το Ελληνικό Δημόσιο, αφού ισχύει και ως προς αυτό ο περιορισμός της ευθύνης της εναγομένης, δεδομένου ότι η αξίωσή του υπόκειται σε περιορισμό, αφού προέρχεται από αποζημίωση για απώλεια ζωής, ενώ ο περιορισμός ισχύει και έναντι όσων δανειστών δεν αναγγέλθηκαν στη σύστασή του κεφαλαίου όπως το ίδιο». Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, στην περίπτωση άσκησης αγωγής σε βάρος του εναγόμενου Νομικού Προσώπου, θα πρέπει αυτή να διαλαμβάνει μεταξύ άλλων ως ελάχιστο περιεχόμενο, αφενός μεν τη συμμετοχή του ενάγοντος στην κατά τα παραπάνω συλλογική διαδικασία αφετέρου δε τη μη πλήρη ικανοποίησή του από την αναγγελία και εκκαθάριση των απαιτήσεων, έτσι ώστε στη συνέχεια να καθιδρυθεί ευθύνη του εναγόμενου προς αποζημίωση. Συνεπώς, η κατά τα παραπάνω συμμετοχή του δανειστή στη διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης ακόμη και για το Ελληνικό Δημόσιο συνιστά αναγκαίο δικαιοπαραγωγικό όρο, ήτοι, κρίσιμο στοιχείο για τη γένεση του δικαιώματος, σύμφωνα με την κρατούσα στο πεδίο του δικονομικού δικαίου θεωρία της λειτουργίας του κανόνα δικαίου ή προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος, σελ 220 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία) και όχι απλά στοιχείο του ορισμένου του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, όπως αβάσιμα διατείνεται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια να μην συντρέχει περίπτωση αοριστίας, δυνάμενης να θεραπευθεί αυτή με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένδικη αγωγή και τους αγωγικούς ισχυρισμούς του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ότι δηλαδή πληρούνταν οι όροι και προϋποθέσεις του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, που ορίζουν τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ενεργοποιείται η ευθύνη του εναγόμενου προς πληρωμή, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με την υπό κρίση έφεση πλημμέλεια, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή δεν απορρίφθηκε λόγω μη πλήρωσης των όρων ευθύνης από το άρθρο 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, αλλά αυτή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη λόγω μη αναγγελίας της απαίτησης του ενώπιον του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης που είχε συσταθεί. Άλλωστε, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ότι δηλαδή πληρούται και η προϋπόθεση ενεργοποίησης της ευθύνης του εναγόμενου Νομικού Προσώπου της παρ.1 (β) του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 με την αιτιολογία ότι «ο υπεύθυνος για τις ζημιές πλοιοκτήτης σύμφωνα με τη σύμβαση ευθύνης 1992 δεν είναι οικονομικά σε θέση να εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις του (δεδομένου ότι ο περιορισμός της ευθύνης ενεργεί και υπέρ αυτού σε κάθε δε περίπτωση στερείται οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου πλην του βυθισθέντος πλοίου) καθώς και κάθε οικονομική ασφάλεια… δεν καλύπτει ή είναι ανεπαρκής να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις για αποζημίωση ζημιών» τυγχάνει απορριτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, εφόσον έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης δεν εφαρμόζεται η παρ.1(β) του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου, αλλά μόνο η παρ.1 (γ), διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί, αφού η σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης θα αποτελούσε σε κάθε περίπτωση απόδειξη οικονομικής αδυναμίας του πλοιοκτήτη. Συνεπώς, η περίπτωση (β) του άρθρου 4 παρ. 1 (οικονομική αδυναμία του πλοιοκτήτη ή μη λήψη από το ζημιωθέντα κάθε λογικού μέτρου ικανοποίησης της απαίτησης) μπορεί να εφαρμοστεί μόνον όταν δεν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης. Σε περίπτωση σύστασης τέτοιου κεφαλαίου δεν είναι λογικά δυνατόν να εφαρμοστεί η περ.(β) του άρθρου 4 παρ.1 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992 (αφού το μόνο, που μπορεί να κάνει ο ζημιωθείς είναι να αναγγείλει την απαίτηση ενώπιον του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης χωρίς να χρειάζεται να λάβει άλλα μέτρα σε βάρος του πλοιοκτήτη). Επομένως, η παραδοχή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι, προκειμένου να στραφεί δανειστής κατά του διεθνούς κεφαλαίου και εδώ εφεσίβλητου πρέπει πρώτα να ακολουθήσει τη συμμετοχή στη συλλογική διαδικασία, που αρχίζει με τη σύσταση περιορισμού κεφαλαίου της πλοιοκτήτριας, είναι ορθή. Εξάλλου, αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών, που βρίσκονται στην ίδια θέση που συνάγεται και από τις διατάξεις 90 έως 104 του ΚΙΝΔ που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, από τις οποίες προκύπτει ότι μετά τον περιορισμό ευθύνης του πλοιοκτήτη με σύσταση κεφαλαίου, οι δανειστές συμμετέχουν στην εκκαθάριση επί ίσους όρους (αρ. 90-104 ΚΙΝΔ). Εξάλλου η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών αποτελεί θεμελιώδη γενική αρχή του δικαίου αφερεγγυότητας (βλ. αιτιολογική έκθεση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής πτωχευτικού κώδικα ΚΝΒ 2007,1553, Περάκη Πτωχευτικό δίκαιο 2012, σελ. 21). Επίσης η αρχή της μη χειροτέρευσης των πιστωτών που συμμετέχουν στη διαδικασία εξυγίανσης και η αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών που βρίσκονται στην ίδια θέση προβλέπονται ρητά με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 54 του ν. 4738/2020. Κρίνοντας συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι, εφόσον έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της σύμβασης του άρθρου 1992, το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν κατ’ επιλογή του δεν προέβη σε αναγγελία της απαίτησης του, μη συμμετέχοντας στη διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των απαιτήσεων, προκειμένου να εξελεγχθεί αυτή από τον ορισθέντα εκκαθαριστή και να συμπεριληφθεί στον καταρτισθέντα πίνακα του άρθρου 20 του πδ 666/1982 και ότι μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο δεν δικαιούται να ασκήσει οποιαδήποτε αξίωση σε βάρος της πλοιοκτήτριας Εταιρείας για τη ρύπανση, διότι μετά τη μη συμμετοχή του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου δεν υφίσταται νόμιμη βάση για την έγερση της κρινόμενης αγωγής, ορθά ερμήνευσε το νόμο, και συνεπώς μετά τη συμπλήρωση της αιτιολογίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται στους δύο πρώτους λόγους και στους δύο πρόσθετους λόγους εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Συνεπώς, πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη ανάμεσα στους διαδίκους ένεκα της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν στην προκείμενη δίκη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
-ΑΠΟΡΡΊΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία.
–ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
-ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, την 30η Μαΐου 2024, δημοσιεύθηκε δε, την 26η Ιουνίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ