Αριθμός 206/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Σοφία Πολυζωγοπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…….» (που προέκυψε κατόπιν απορρόφησης της εταιρείας «…….» από την εταιρεία «………»), η οποία εδρεύει στον … . Αττικής (οδός ….) (ΑΦΜ ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Σοφία Κατσίνα .
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», που προήλθε από τη συγχώνευση της εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της «………» διά της απορροφήσεως της δευτέρας από τη νπρώτη, η οποία εδρεύει στο Δήμο ………. Αττικής (οδός ….. αριθ …) (ΑΦΜ ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Σοφία Κατσίνα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Σοφία Πολυζωγοπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 711/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ο ενάγων και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος με την από 7.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2022) έφεσή του και β) η εναγόμενη και ήδη υπό στοιχ Β εφεσίβλητη-Α εκκαλούσα με την από 26.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………../2022) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 3η.11.2022, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-Β εφεσιβλήτου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Α εφεσίβλητης-Β εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 26.4.2021 (αριθμ. κατ……../26.4.2021) έφεση της εκκαλούσης εταιρείας με την επωνυμία “……….” κατά του …….. και η από 7.2.2022 (αριθμ. κατ………/10.2.2022) αντίθετη έφεση του εκκαλούντος …….. . κατά της εταιρείας με την επωνυμία “………..” οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ).
Οι άνω εφέσεις, κατά της υπ΄ αριθμ. 711/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, (άρθο 614 αριθμ. 3 ΚΠολΔ) επί της από 20.10.2019 αγωγής (αριθμ κατ. ………/2019) του εκκαλούντος στην δεύτερη έφεση ……., έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 18.2.2022 και οι εφέσεις ασκήθηκαν προ της επιδόσεως την 26.4.2021 και 7.2.2022 αντίστοιχα (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Δεδομένου δε, ότι λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής, δεν απαιτείται η εκ μέρους των εκκαλούντων κατάθεση παραβόλου για την άσκηση των εφέσεων, (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του υπ΄αριθμ. 454901379952 0408 0015 παραβόλου που από υπερβολική πρόνοια κατέβαλε ο εκκαλών …………….
Με την ως άνω αγωγή του, που ο ενάγων – εκκαλών στην δεύτερη έφεση, άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε, ότι με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε την 25.6.2004, προσελήφθη από την εναγομένη – εκκαλούσα στην πρώτη εφεση, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σαυτήν ως οδηγός ηλεκτροκίνητου οχήματος – τρόλεϋ. Ότι την 11.11.2016, εκτελώντας το δρομολόγιο στην γραμμή 3 με το υπ΄αριθμ. ……. ηλεκτροκίνητο όχημα, υπέστη εργατικό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στην αγωγή του. Ότι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, η οποία, από βαρεία αμέλεια των εκπροσώπων της, αφενός μεν παρέλειψε να επισκευάσει το εφεδρικό σύστημα πετρελαιοκίνησης του άνω οχήματος κατά παράβαση των κανόνων ασφαλείας που όφειλε κατά νόμον να τηρεί, αφετέρου δε του έδωσε την εντολή δια του προστηθέντος από αυτήν υπαλλήλου της και προϊσταμένου του ……….. να επιχειρήσει επικίνδυνη για την ασφάλειά του μετακίνηση του οχήματος. Εκθέτοντας δε περαιτέρω, ότι συνεπεία του εργατικού αυτού ατυχήματος, υπέστη ολική ρήξη του αχιλλείου τένοντα και μόνιμη μερική αναπηρία του δεξιού άκρου ποδός, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής του, που έγινε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναλαμβάνεται και στις έγγραφες προτάσεις του (άρθ. 223, 295§1 ΚΠολΔ): α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί, β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη του οφείλει για την ίδια αιτία (ηθική βλάβη) το ποσό των 60.000 ευρώ, γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη του οφείλει το ποσό των 800,00 ευρώ για πλασματική δαπάνη υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας, για το χρονικό διάστημα από 28.11.2016 έως 02.12.2016, δ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη του οφείλει το ποσό των 1.350,00 €, για βελτιωμένη διατροφή, και ε) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη του οφείλει το ποσό των 1.800 ευρώ για την απασχόληση οικιακής βοηθού για το χρονικό διάστημα 3.12.2016 έως 3.3.2017, και όλα τα παραπάνω ποσά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού απέρριψε ως μη νόμιμα τα υπό στοιχεία γ΄, δ΄, και ε΄ κονδύλια της αγωγής, και έκρινε νόμω βάσιμα τα υπό στοιχεία α΄ και β΄ κονδύλιά της περί ηθικής βλάβης, επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, απορρίπτοντας κατ΄ουσίαν το πέραν αυτού αιτούμενο με την αγωγή ποσό.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη αμφότεροι οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σαυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της κατά το μέρος που βλάπτεται ο καθένας, και δη ο μεν ενάγων προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του, η δε εναγομένη προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.
I) Κατά το άρθρο 1 του ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α’ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε, αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/1986). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του α.ν. 1846/1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, συνάγεται ότι, εάν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ (η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια με το άρθρο τρίτο του ν.1305/1982), ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη προς αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπόμενη, κατά τις διατάξεις του ν. 551/1915, ειδική αποζημίωση, ακόμη και εάν το ατύχημα οφειλόταν στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων. Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, τότε αυτός υποχρεούται να καταβάλει στον παθόντα τη διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών, που λόγω του ατυχήματος το ΙΚΑ χορηγεί στον εργαζόμενο. Δόλος είναι η γνώση και η θέληση πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Κατά την έννοια του όρου, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει οσάκις ο δράστης αποφάσισε να προχωρήσει στην πράξη, απλώς ελπίζοντας ότι τελικά δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δεν εντάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η “ενσυνείδητη αμέλεια”, για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ως άνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του παθόντος, αλλά και όταν αυτό προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη των προστηθέντων από τον εργοδότη, οι οποίοι επίσης καλύπτονται από την απαλλαγή, ενώ καλύπτεται και η περίπτωση της ειδικής αμέλειας, που αφορά, κατά τα προεκτεθέντα, την παράβαση ειδικών διατάξεων για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων. Σε όλες, όμως, τις περιπτώσεις ο παθών από εργατικό ατύχημα και αναλόγως τα μέλη της οικογένειάς του, διατηρούν κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφάλειας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915 (AP 599/2020, ΑΠ 1389/1918, ΑΠ 80/2016, ΑΠ 19/2014, δημ. στον ιστότοπο του ΑΠ).
II) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ίδιου Κώδικα «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του …». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι μεταξύ των προϋποθέσεων γενέσεως ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, εκτός από την ζημιογόνο συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), τον παράνομο χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, την υπαιτιότητα και την ζημία, είναι και ο πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (Ολ. ΑΠ 8/2018, ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 6675/2014, ΕλλΔ/νη 57.802)
ΙΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 300 εδ. α` και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν στην γένεση ή την έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του παθόντος κατά το εργατικό ατύχημα, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να μην επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό της. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης είναι α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση, συνακόλουθα δε και για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκταση της, δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς του και της επέλευσης ή της έκτασης της ζημίας του, τέτοιος δε αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψή του ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο διαφορετικά δεν θα επερχόταν (ΑΠ 545/2015, ΑΠ 188/2015, ΑΠ 1152/2012). Η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος σε εργατικό ατύχημα παραδεκτά προτείνεται κατ` αυτού και όταν αυτό οφείλεται σε μη τήρηση ειδικών όρων και μέτρων ασφαλείας (βλ. γενικά ΑΠ 1624/2022, ΑΠ 80/2016, ΑΠ 757/2015, ΑΠ 561/2015, ΑΠ 309/2015, ΑΠ 1266/2014, ΑΠ 343/2005, δημ στην ιστοσελ ΑΠ), αφού το άρθρο 16 παρ. 4 ν. 551/1915, κατά το οποίο επί εργατικού ατυχήματος το συντρέχον πταίσμα του παθόντος αντιτάσσεται νομίμως, μόνον αν αφορά παραβίαση διατάξεων ή κανονισμών που θέτουν όρους ασφαλείας στην εργασία, αναφέρεται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και συνεπώς για τον καθορισμό του ποσού αυτής το συντρέχον πταίσμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων (ΑΠ 376/2018, ΑΠ 218/2018, ΑΠ 1255/2018, ΑΠ 327/2017 δημ/νες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξ άλλου, επί αγωγής αποζημιώσεως, που στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου (αρθρ. 914 ΑΚ), ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του είναι ο ενάγων συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ενώ ο ισχυρισμός του ιδίου ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ενάγοντος συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 ΑΚ καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, η οποία πρέπει να προτείνεται επί “ποινή” απαραδέκτου, σύμφωνα με το άρθρο 269 Κ.Πολ.Δ. κατά τη πρώτη συζήτηση της αγωγής. Ο ισχυρισμός δεν δύναται να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον πρώτο ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο με πληρότητα, δηλαδή με τα συνιστώντα αυτόν πραγματικά περιστατικά και με σχετικό αίτημα, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 262 Κ.Πολ.Δ., δεν μπορεί δε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (Ολ.ΑΠ 1115/86, Ολ. 423/1985 Α.Π 763/2000, ΑΠ 267/2013 ΤΝΠΝόμος)
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις υπ’ αριθ. … και …/2-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και ………, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης, (βλ. την υπ’ αριθμ. ………./29-9-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), και από όλα τα έγγραφα, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διαδίκοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336§3, 339, 340, 390, 395 και 432 επ. ΚΠολΔ), ορισμένα από τα οποία αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, και αφού γίνει υπόμνηση ότι όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνεκτιμήθηκαν, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 106, 335, 338-340 και 346 ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται από το Δικαστήριο και ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός τούτων ή αντίκρουση ειδικά κάθε αποδεικτικού στοιχείου ή αιτιολόγηση γιατί βάρυνε περισσότερο στην κρίση του κάποιο από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 262/2020, ΑΠ 76/2019, ΑΠ 64/2019 Νόμος), μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας (άρθρα 444 παρ. 1 γ΄, 449 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336§4 ΚπολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν (άρθρα 352 και 261 ΚπολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 25.6.2004 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, η οποία μετετράπη σε αορίστου χρόνου, ο ενάγων προσελήφθη από την εταιρεία με την επωνυμία «………….» (…………..), καθολικός διάδοχος της οποίας κατέστη δι΄ απορροφήσεως η εναγομένη δυνάμει του ν. 3920/2011, προκειμένου να προσφέρει της υπηρεσίες του σαυτήν ως οδηγός ηλεκτροκίνητων λεωφορείων (τρόλεϋ). Την 11.11.2016 και περί ώρα 12.10 μ.μ, ενώ οδηγούσε το υπ΄αριθμ κυκλοφορίας 8085 ηλεκτροκίνητο λεωφορείο (τρόλεϋ) στην γραμμή 3, σειρά 14, εκτελώντας το δρομολόγιο Νέα Φιλαδέλφεια – Νέο Ψυχικό, διερχόμενος από την οδό Πατησίων υποχρεώθηκε σε αιφνίδια πέδηση προς αποφυγή σύγκρουσης με προπορευόμενο όχημα, που πραγματοποίησε αντίστοιχη ενέργεια. Κατά την στιγμή της πέδησης οι κεραίες επαφής του οχήματος με το ηλεκτροφόρο δίκτυο ακινητοποιήθηκαν σε σημείο όπου δεν υπήρχε ρευματοδότηση (διακόπτης), με συνέπεια την πλήρη ακινητοποίηση του οχήματος στο ύψος του αριθμού 24 της παραπάνω οδού, και την αδυναμία του ενάγοντα οδηγού του να το μετακινήσει, λόγω ελλείψεως εφεδρικής μονάδας κίνησης (βοηθητικού ζεύγους ντιζελοκινητήρα). Κατόπιν αυτού ο ενάγων, συμμορφούμενος με τις οδηγίες και τον κανονισμό της εναγομένης, ενημέρωσε αμελλητί τον προϊστάμενο της αρμόδιας υπηρεσίας εποπτείας της λειτουργίας των οχημάτων – επιθεωρητή …………, ο οποίος έσπευσε να επιληφθεί του ζητήματος επί τόπου. Διαπιστώνοντας ο τελευταίος ότι το όχημα είχε ακινητοποιηθεί στο μέσον της οδού και εμπόδιζε την κυκλοφορία, έκρινε ότι έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από το οδόστρωμα. Έτσι, αντί να καλέσει τεχνική υποστήριξη για την απομάκρυνσή του με ρυμουλκό, εισήλθε ο ίδιος στη θέση του οδηγού και, αφού απασφάλισε το χειρόφρενο, έδωσε εντολή στον ενάγοντα να ωθήσει με τα χέρια του το όχημα, προκειμένου με τις συνδυασμένες αυτές ενέργειες να επιτύχουν την επί ελάχιστα εκατοστά μετακίνησή του, ώστε να έλθουν σε επαφή οι κεραίες του με το ρευματοδοτούμενο τμήμα του δικτύου. Κατά την διάρκεια όμως της ωθήσεως του οχήματος που επιχείρησε ο ενάγων, αισθάνθηκε οξύ άλγος στην περιοχή του δεξιού κάτω άκρου και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Κατόπιν αυτού μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», όπου διαγνώσθηκε ότι είχε υποστεί ρήξη αχιλλείου τένοντα στο δεξιό κάτω άκρο (βλ. την από 11-11-2016 ιατρική γνωμάτευση του χειρουργού ορθοπεδικού του άνω νοσοκομείου Κων/νου Γιαννίκου και την από 11-11-2016 ιατρική γνωμάτευση του χειρουργού ορθοπεδικού του ιδίου νοσοκομείου ………..). Για την αντιμετώπιση του τραυματισμού του τέθηκε αρχικά γύψινος νάρθηκας στην περιοχή και του χορηγήθηκε αναλγητική και αντιφλεγμονώδης φαρμακευτική αγωγή. Του χορηγήθηκε, επίσης, αναρρωτική άδεια δέκα πέντε (15) ημερών και του συνεστήθη επανεξέταση για επανεκτίμηση της κατάστασης. Την 17/11/2016, κατόπιν διενέργειας μαγνητικής τομογραφίας της δεξιάς ποδοκνημικής, διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί ρήξη πλήρους πάχους του αχιλλείου τένοντα (βλ. γνωμάτευση του ακτινοδιαγνώστη ………. του εργαστηρίου ……..) και κρίθηκε ότι απαιτείται χειρουργική αποκατάσταση. Μετά ταύτα εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ – ΑΜΑΛΙΑ ΦΛΕΜΙΝΓΚ» στις 28-11-2016, όπου υποβλήθηκε την επομένη ημέρα σε χειρουργική επέμβαση και η βλάβη αποκαταστάθηκε με την μέθοδο της συρραφής. Παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 2.12.2016 χωρίς να παρουσιάσει μετεγχειρητικές επιπλοκές, (βλ. την από 22.03.2019, ιατρική βεβαίωση/γνωμάτευση του ορθοπεδικού ιατρού του νοσοκομείου αυτού …….) και εξήλθε με οδηγίες. Στις 4.1.2017 κρίθηκε από τον θεράποντα ιατρό του …………. ότι χρήζει περαιτέρω αναρρωτικής αδείας ενός μήνα και στις 30.1.2017 του χορηγήθηκε επιπλέον αναρρωτική άδεια ενός ακόμη μήνα. Στις 7.3.2017 ο ενάγων εξετάστηκε από τον ιατρό εργασίας της εναγομένης, ο οποίος, εκτιμώντας ότι δεν πρέπει να καταπονείται από την οδήγηση το πάσχον κάτω άκρο του, συνέστησε την προσωρινή απασχόλησή του, (επί τρίμηνο), ως φύλακα. Στις 16.3.2017 αποφασίσθηκε από την διοίκηση της εναγομένης η προσωρινή για λόγους υγείας μετάταξή του στην θέση του φύλακα, χωρίς καμία μισθολογική ή ασφαλιστική μεταβολή, μέχρι την 8.6.2017 οπότε και όφειλε να επανεξετασθεί από τους ιατρούς εργασίας. Στις 19.6.2017 που επανεξετάσθηκε από τους ιατρούς της εναγομένης, διαπιστώθηκε βελτίωση της κατάστασης της υγείας του και αποφασίσθηκε η απασχόλησή του στην προηγούμενη θέση του του οδηγού σε ηλεκτροκίνητα λεωφορεία με σταθερή πρωινή βάρδια μέχρι την 16.9.2017 οπότε και όφειλε να επανεξεταστεί (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……../28-6-2017 έγγραφο της Διεύθυνσης Προσωπικού της ………….). Λόγω της μη προσέλευσης του ενάγοντα για επανεξέταση κατά την ορισθείσα ημερομηνία της 16.9.2017, εξακολούθησε η απασχόλησή του ως οδηγού. Στις 23.3.2018 ο ενάγων υπέβαλε αίτηση αλλαγής θέσης εργασίας προσκομίζοντας την από 21-3-2018 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ιατρού …………, από την οποία προκύπτει αρχόμενη αρθρίτιδα, χωρίς όμως αυτή να αποδίδεται ρητά στο ένδικο ατύχημα. Μετά την εξέλιξη αυτή στις 30.3.2018 ο ενάγων υποβλήθηκε σε ιατρικό έλεγχο από την αρμόδια υπηρεσία της εναγομένης. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ιατρικού αυτού ελέγχου η υγεία του ενάγοντος επιδεινώθηκε λόγω της απασχόλησής του ως οδηγού και συστήθηκε να εργασθεί σε άλλη θέση εργασίας χωρίς χειρωνακτική καταπόνηση, παρατεταμένη ορθοστασία ή άρση σημαντικών βαρών, καθώς και να αποφευχθεί η νυχτερινή εργασία. Σε συμμόρφωση με τις παραπάνω οδηγίες, με σχετική απόφαση της διοίκησης της εναγομένης, ο ενάγων μετατάχθηκε και πάλι προσωρινά για λόγους υγείας στην θέση του φύλακα, για το χρονικό διάστημα από 30.3.2018 μέχρι την 15.6.2018, με ταυτόχρονη εισήγηση να παραπεμφθεί για εξέταση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 4413/2016, προκειμένου να κριθεί η ικανότητά του προς εργασία ως οδηγού. Ο ενάγων όμως δεν υποβλήθηκε στον νέο ιατρικό έλεγχο και έκτοτε εργάζεται ως φύλακας. Ήδη δε επικαλείται με την αγωγή του μόνιμη μερική αναπηρία ως απότοκο του άνω ατυχήματος σε ποσοστό 20%, χωρίς όμως να επικαλείται ή να προσκομίζει σχετική απόφαση της αρμόδιας επιτροπής (ΚΕΠΑ), αλλά ούτε και κάποια ιατρική βεβαίωση, που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του, ή, έστω, να επιβεβαιώνει ότι δεν αποκαταστάθηκε πλήρως ο τρωθείς αχίλλειος τένοντας. (Σημειώνεται, ότι ο ενάγων δεν προσκομίζει μεταγενέστερες από τις παραπάνω ιατρικές γνωματεύσεις, ούτε καν την από 9.10.2020 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου «ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ – ΑΜΑΛΙΑ ΦΛΕΜΙΝΓΚ», την οποία είχε προσκομίσει εκπροθέσμως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και δεν λήφθηκε υπόψιν, όπως βεβαιώνεται με την εκκαλουμένη απόφαση). Το ως άνω ατύχημα, το οποίο συνιστά εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 551/1915 οφείλεται, κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου, σε αποκλειστική υπαιτιότητα του προστηθέντος από την εναγομένη υπαλλήλου της επόπτη – επιθεωρητή …………, ο οποίος, κατά την εκτέλεση της ανατεθείσης σαυτόν υπηρεσίας της εποπτείας της καλής λειτουργίας των οχημάτων της εναγομένης και την αντιμετώπιση των βλαβών τους, προκειμένου να απομακρύνει άμεσα το παραπάνω ακινητοποιηθέν όχημα από το οδόστρωμα, ώστε να μην εμποδίζεται η κυκλοφορία, δεν ζήτησε την συνδρομή γερανοφόρου – ρυμουλκού οχήματος, όπως όφειλε κατά τις οδηγίες της εναγομένης, αλλά, από αμέλειά του, ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις (ακινητοποιημένο όχημα με μεγάλο βάρος) και μπορούσε να καταβάλλει, (λόγω και της εργασιακής εμπειρίας του), δεν προέβλεψε ως πιθανό τον τραυματισμό του ενάγοντα και έδωσε την εντολή στον τελευταίο να ωθήσει χειρονακτικά το ηλεκτροκίνητο λεωφορείο, ώστε να μετακινηθεί και να έλθουν σε επαφή οι κεραίες του με το ηλεκτροδοτούμενο σημείο του δικτύου, με συνέπεια, εξαιτίας του μεγάλου βάρους του οχήματος και της υπερπροσπάθειας που κατέβαλε ο ενάγων, να προκληθεί ο κατά τα άνω τραυματισμός του τελευταίου, ο οποίος τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του προστηθένος από την εναγομένη προϊσταμένου του – επόπτη, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Οι προβαλλόμενοι από τον ενάγοντα ισχυρισμοί περί ενδεχομένου δόλου του προστηθέντος από την εναγομένη υπαλλήλου της, που προβάλλονται το πρώτον με την έφεσή του και μάλιστα σε αντίθεση με την αγωγή του, (βλ. σελ. 40 αυτής), όπου γίνεται λόγος μόνον περί βαρείας αμέλειας του προσώπου αυτού, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Εξ άλλου, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία (ΙΙ) νομική σκέψη, δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα η εναγομένη επειδή παρέλειψε να ενεργοποιήσει στο επίμαχο όχημα την εφεδρική μονάδα κίνησης (ζεύγος ντιζελοκινητήρα), την οποία είχε απενεργοποιήσει στις 9.11.2015, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς δεν παρεμποδιζόταν η ασφαλής λειτουργία του από την έλλειψή της. Πέραν όμως αυτού, η παράλειψη της εναγομένης να ενεργοποιήσει στο εν λόγω όχημά της το αυτόνομο εφεδρικό σύστημα κίνησης, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, το οποίο προκλήθηκε, όχι από την έλλειψη ή την βλάβη του συστήματος αυτού και την συνεπεία αυτής ακινητοποίηση του οχήματος, αλλά αποκλειστικά από την μετά ταύτα προσπάθεια του ενάγοντος να μετακινήσει χειροκίνητα το όχημα, σε εκτέλεση της εντολής του προστηθέντος από την εναγομένη υπαλλήλου της, στο πρόσωπο του οποίου και μόνον θεμελιώνεται και η προεκτεθείσα εξ αμελείας υπαιτιότητα. Ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος δεν προέβαλε παραδεκτά η εναγομένη με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς περιορίσθηκε στην επίκληση περιστατικών αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντα και άρνησης της δικής της υπαιτιότητας, τα οποία κατατείνουν μόνον στην άρνηση της αγωγής. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχεία (ΙΙΙ) μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στα περιστατικά αυτά εμπεριέχεται και ισχυρισμός ότι στην επέλευση της ζημίας του συνετέλεσε και πταίσμα του ενάγοντος όπως ορθά έκρινε κατ΄ αρχήν και η εκκαλουμένη απόφαση. Σε κάθε όμως περίπτωση, και μόνον επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του και επί της ουσίας απορριπτική κρίση επί της ενστάσεως συνυπαιτιότητας, την οποία προηγουμένως είχε αποκρούσει ως μη παραδεκτή, πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν αποδείχθηκε, ότι στην πρόκληση του ατυχήματος συνέβαλε οποιαδήποτε αμελής συμπεριφορά του ενάγοντος, αφού ο τελευταίος ενήργησε κατόπιν εντολής του προϊσταμένου του, και, σε κάθε περίπτωση, με την παρουσία και την έγκριση της ενέργειάς του από τον προϊστάμενό του. Κατά συνέπειαν, είναι αβάσιμοι όλοι οι συναφείς λόγοι της εφέσεως της εναγομένης, με τους οποίους παραπονείται για την απόρριψη της μη προβληθείσης παραδεκτά κατά τα ανωτέρω ενστάσεώς της περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντα στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν αποδεικνύεται ούτε παράλειψη της ίδιας της εναγομένης για την λήψη ειδικώς προς τούτο προβλεπομένων από διάταξη νόμου, διατάγματος ή κανονισμού μέτρων ασφαλείας, ούτε καν παράλειψη οδηγιών για την αντιμετώπιση παρόμοιων με την επίδικη καταστάσεων ακινητοποίησης των οχημάτων της, δεδομένου, ότι ρητά ο ενάγων συνομολογεί με την αγωγή του (τελευταία παράγραφος της σελ. 7 της αγωγής), ότι ο ίδιος ενήργησε σύμφωνα με τις εντολές και τον κανονισμό της εναγομένης, ειδοποιώντας άμεσα τον προϊστάμενό του, στον οποίο επισήμανε μάλιστα, ότι πρέπει να καλέσει γερανό – ρυμουλκό. Από την παραδοχή δε αυτή συνάγεται σαφώς, ότι δεν υπήρχαν οδηγίες και εντολές της εναγομένης για χειρονακτική ώθηση και μετακίνηση του οχήματος, αλλά μόνον εντολές για την ενημέρωση των ανωτέρων του και την κλήση τεχνικής υποστήριξης για την μετακίνησή του με ρυμουλκό όχημα. Προκύπτει, επομένως, ότι η υπαιτιότητα της τελευταίας θεμελιώνεται μόνο στο πρόσωπο του προστηθέντος υπαλλήλου της, λόγω των εσφαλμένων και αντίθετων με τις οδηγίες της εντολών του. Με βάση τα παραπάνω, εφόσον δεν αποδεικνύεται δόλος στο πρόσωπο του τελευταίου και δεδομένου ότι συνομολογείται ότι ο ενάγων κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, η εναγομένη απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσής του για την περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί από το ένδικο ατύχημα κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχεία (Ι) μείζονα σκέψη, τα δε υποστηριζόμενα από τον ίδιο τον ενάγοντα με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, με τον οποίο μέμφεται την εκκαλουμένη, για την όμοια κρίση της και την απόρριψη ως μη νομίμων των λοιπών, πλην αυτού της ηθικής βλάβης, κεφαλαίων της αγωγής του (δαπάνη υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας, βελτιωμένης διατροφής, και απασχόλησης οικιακής βοηθού – νοσοκόμου) και την μη επιδίκαση σ` αυτόν αντίστοιχης αποζημίωσης, η οποία προϋπέθετε δόλο της εναγομένης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα στην ουσία τους. Αντιθέτως, η ίδια παραπάνω επιδειχθείσα αμελής συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης, απότοκος της οποίας ήταν η επέλευση του ενδίκου εργατικού ατυχήματος, συνιστά αδικοπραξία και παρέχει στον ενάγοντα αξίωση χρηματικής ικανοποίησης έναντι της τελευταίας (αρθρα 914, 922 και 932 ΑΚ) για την επελθούσα βλάβη της υγείας του σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην ίδια ως άνω υπό στοιχεία (Ι) νομική σκέψη. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα περιστατικά και τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε το ένδικο ατύχημα, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη τόσο από το ίδιο το ατύχημα, όσο και από την διαδικασία της αποθεραπείας του και ως εκ τούτου, δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να καθοριστεί, μετά από στάθμιση του είδους και της βαρύτητας, της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, της ηλικίας του κατά τον χρόνο του ατυχήματος (37 ετών), του βαθμού του πταίσματος του προστηθέντος από την εναγομένη υπαλλήλου της (αμέλεια), συνεκτιμωμένου και του γεγονότος ότι δεν διαγνώσθηκε εισέτι οριστική ανικανότητά του για την άσκηση του επαγγέλματος ως οδηγού οφειλόμενη αποκλειστικά στον επίμαχο ταυματισμό του, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του τελευταίου, στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, το οποίο το Δικαστήριο κρίνει ως εύλογο και δίκαιο προς αποκατάσταση της ανωτέρω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 25 παρ. 1 του συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (ΟλΑΠ 6/2009, Αρμ 2009/1162), το οποίο ποσό δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια και κατά συνέπεια δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υστερεί, και μάλιστα καταφανώς, εκείνου που συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και επιδίκασε στον ενάγοντα το ίδιο ως άνω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από το ένδικο ατύχημα, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε τις ως άνω διατάξεις, ο δε πρώτος λόγος της εφέσεως του ενάγοντα και οι συναφείς λόγοι της εφέσεως της εναγομένης, με τους οποίους καθένας εξ αυτών υποστηρίζει αντίστοιχα ότι έπρεπε να επιδικασθεί μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους.
Κατ΄ακολουθίαν, πρέπει, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης, όπου χρειάζεται, να απορριφθούν αμφότερες οι εφέσεις στο σύνολό τους και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσκολίας στην ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά τις από 26.4.2021 (αριθμ. κατ……../26.4.2021) και από 7.2.2022 (αριθμ. κατ…………./10.2.2022) εφέσεις κατά της υπ΄ αριθμ. 711/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει τις εφέσεις κατ΄ουσίαν
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων
Διατάσσει την επιστροφή του υπ΄αριθμ. ………….. παραβόλου στον καταθέσαντα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Απριλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ