Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 283/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  283 /2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη- Εισηγητή, που ορίστηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………. στις, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… κατοίκου …….. Αττικής,  ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αγγελική Καργιώτη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στη ………… Αττικής, με Α.Φ.Μ. ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το νόμο 4354/2015 δυνάμει της με αριθμό 207/1/29.11.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών Ασφαλιστικών Θεμάτων δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. 153/8.1.2019 Πράξη, κατά τα οριζόμενα στο από 18.6.2021 Ιδιωτικό συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων(αντίγραφο του οποίου έχει καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2020 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με την υπ’ αριθ. πρωτ. 208/22-06-2021 πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στον τόμο 12 και με α/α 198) και σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, η οποία ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό ως διαχειρίστρια απαιτήσεων και φορολογική αντιπρόσωπος της εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία «………» (………..), που εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, στην οποία μεταβίβασε απαιτήσεις, λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.3156/2003 η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «………» που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο, Ελένη Ζαννιά [ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α. ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.7.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.2417/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 21.12.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………/2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι   πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο,  αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν .

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγεται προς συζήτηση η από 21.12.2023 (με Γ.Α.Κ…./2023 και με Ε.Α.Κ. …/2023) κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 22.12.2023 (με Γ.Α.Κ…./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) με σωρευμένη αίτηση αναστολής εκτέλεσης (κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ) του εκκαλούντος – αιτούντος κατά της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………….» και τον διακριτικό τίτλο «……….»  προς εξαφάνιση της 12417/2023  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 11.7.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2022 ανακοπή του νυν εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό ……../2017 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απέρριψε την ανακοπή. Ήδη με το υπό κρίση δικόγραφο ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητεί:  1) να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 2417/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να γίνει δεκτή από το παρόν Δικαστήριο ως νόμιμη και βάσιμη η υπ’ αριθ. με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2022 κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή του εκκαλούντος- ανακόπτοντος  ώστε να ακυρωθεί η με αριθμό ……/2017διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  2) να ανασταλεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της παρούσας έφεσης κατά της ως άνω 12417/2023 απόφασης η αναγκαστική εκτέλεση που διενεργείται σε βάρος τους δυνάμει της με αριθμό …./23.11.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………., με την οποία τίθεται σε πλειστηριασμό στις 3.7.2023, με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) επί ακίνητης περιούσιας του. Τέλος, να καταδικασθεί η εφεσίβλητη-καθ’ης η ανακοπή στη συνολική δαπάνη του εκκαλούντος  – ανακόπτοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, οι σωρευμένες στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής και έφεση αρμοδίως εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αντίστοιχα κατά τα άρθρα 938 παρ.2 ΚΠολΔ (ως αυτό ισχύει, μετά τη γενόμενη τροποποίησή του με το Ν. 4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, λόγω του χρόνου επιδόσεως της από 21.6.2022 επίδικης επιταγής προς πληρωμή, στις 22.6.2022 και 19 περ.α’ του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ως προς την αίτηση αναστολής της εκτέλεσης σημειώνεται ότι και μετά την προσθήκη του άρθρου 938 ΚΠολΔ με το άρθρο 60 του ν. 4842/2021, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, αφού με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 938 ΚΠολΔ παρέχεται τέτοια δυνατότητα μόνο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο που υποβάλλεται στο δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αιτήσεως αναστολής και επί του ένδικου μέσου (εκτός από την περίπτωση που ζητηθεί και προσδιορισθεί για τη σωρευμένη στο εφετήριο αίτηση αναστολής χωριστή δικάσιμος και μάλιστα νωρίτερα από τη δικάσιμο της έφεσης). Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αιτήσεως αναστολής κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (βλ. Π. Ρεντούλη σε Απαλαγάκη- Σταματόπουλου, Ο Νέος ΚΠολΔ 2, Νομική Βιβλιοθήκη 2022, σελ. 3029, παρ.4 και 5). Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση παραδεκτά μεν υποβάλλεται με το εφετήριο και αίτηση αναστολής εκτέλεσης με βάση την επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου, πλην όμως δεδομένου ότι υποβλήθηκε με το ίδιο δικόγραφο από τον εκκλούντα – αιτούντα και αίτημα έκδοσης σημειώματος περί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου, το οποίο εξετάσθηκε και απορρίφθηκε από  το παρόν Δικαστήριο στις 12.1.2024, χωρίς ωστόσο να γίνεται μνεία για την περαιτέρω εξέλιξη της επισπευδόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης στα δικόγραφα των προτάσεων των διαδίκων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, οπότε λαμβανομένου υπόψη αφενός του χρόνου προσδιορισμού διεξαγωγής του πλειστηριασμού (3.7.2023), αφετέρου του χρόνου έκδοσης της προαναφερόμενης απορριπτικής προσωρινής διαταγής (12.1.2024),   καθίσταται άνευ αντικειμένου, ελλείψει έννομου συμφέροντος η εξέταση της σωρευμένης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής εκτέλεσης.

Περαιτέρω, η υπό κρίση από 21.12.2023 [ (με Γ.Α.Κ…../2023 και με Ε.Α.Κ. …/2023) κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 22.12.2023 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 22.12.2023 (με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023)] έφεση κατά της με αριθμό 2417/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 495 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016,499,500, 511,513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ήτοι εντός της νόμιμης τριακονθήμερης προθεσμίας δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης την 24.11.2023, όπως τούτο προκύπτει από την προσαγόμενη  επίκληση με αριθμό ……../24.11.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 22.12.203, ως τούτο προκύπτει από την προαναφερόμενη έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου. Είναι παραδεκτή, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 150 ευρώ (με αριθμό ………../2023) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β’ Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 ανακοπή ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητούσε για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της με αριθμό ……../2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την απέρριψε στο σύνολό της. Ήδη ο ανακόπτων με την κρινόμενη έφεση του παραπονιέται  για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή του να γίνει δεκτή στο σύνολό της.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο  εκκαλών παραπονείται  για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο προέβαλε την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης να προβεί στη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής καθώς είχε εμφιλοχωρήσει μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης από την ……………… στην εφεσίβλητη, η οποία εμφανίζεται ως δικαιούχος της απαίτησης, οπότε και έπρεπε η εκκαλουμένη να εξετάσει την έλλειψη της νομιμοποίησης αυτής. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό κρίση ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι όπως κρίθηκε από την με αριθμό 1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης.

Κατά το άρθρο 232 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης είναι άκυρη. Κατά δε το άρθρο 233 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον από αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι` αυτόν τον λόγο, είναι ισχυρή, αφότου την ενέκρινε ο αντιπροσωπευόμενος.  Το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να εγκρίνει ρητά τη δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος μέσα σε εύλογη προθεσμία που του καθορίζει. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι κατ` αρχήν η μονομερής δικαιοπραξία, όταν γίνεται από αντιπρόσωπο που στερείται πληρεξουσίου, είναι άκυρη και μόνο σε περίπτωση δικαιοπραξίας απευθυνόμενης σε άλλον, όπως είναι η καταγγελία μιας διαρκούς συμβάσεως, αυτή, αν δεν αποκρουσθεί από τον παραλήπτη χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ισχυροποιείται εφόσον υπάρχει τέτοια πληρεξουσιότητα ή εγκριθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, πρέπει όμως η έγκριση να γίνει πριν αποκρουσθεί η δικαιοπραξία από το άλλο μέρος για το λόγο ότι έγινε χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσωπεύσεως ο εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος (Εφ Πειρ. 294/2010 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο οποίος αφορούσε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω άκυρης καταγγελίας. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψε ότι η καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης έλαβε χώρα με την κοινοποίηση στο ανακόπτοντα της από 7.12.20215 εξώδικης καταγγελίας, ως τούτο προκύπτει από την προσαγόμενη με επίκληση ………/16.12.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………. και υπογράφεται από τη δικηγόρο ………….. Όπως προκύπτει από την ίδια έκθεση επίδοσης η εν λόγω εξώδικη καταγγελία παρελήφθη από τον ανακόπτοντα, ο οποίος όμως ουδέποτε αμφισβήτησε την εγκυρότητά της παρά μόνον με την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, η οποία ασκήθηκε την 12.7.2022, ήτοι μετά πάροδο επτά (7) ετών από την καταγγελία. Επιπλέον η αντιπροσωπευόμενη εφεσίβλητη με την εν γένει διαδικαστική συμπεριφορά της ουδέποτε αμφισβήτησε την αντιπροσωπευτική εξουσία της αντιπροσώπου της λαμβανομένου υπόψη ότι η εφεσίβλητη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προσκόμισε την ένδικη καταγγελία της δανειακής σύμβασης,  γεγονός το οποίο υποδηλώνει την έγκριση της για την υπογραφή της ένδικης καταγγελίας από την αντιπρόσωπο της. Επομένως  ο ανακόπτων ο οποίος δεν αμφισβήτησε την έλλειψη πληρεξουσιότητας εντός του εύλογου χρόνου που επιβάλλει η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη δε νομιμοποιείται να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, 627 εδ. γ`, 630 στοιχ. γ` και 631 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, απαιτείται, εκτός από άλλα στοιχεία, να αναφέρει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση (π.χ. δάνειο, συναλλαγματική, επιταγή), έστω και συνοπτικά, αρκεί από ολόκληρο το περιεχόμενό της να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1106/1994). Εξάλλου επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτου, αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αιτήσεως τα επιμέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, επί ανακοπής ειδικότερα κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε για απαίτηση καταλοίπου εκ δανειακής σύμβασης η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισμένοι, να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασμού, μόνη δε η με τους λόγους αυτούς γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του δεν αρκεί (ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997.725, ΕφΑΘ 6709/1986 ΕλλΔνη 26.995). Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ απέρριψε ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας τους 3ο , 4ο, 5ο , 6ο και 7ο λόγους της ανακοπής για το λόγο ότι δεν αναφέρονται οι δόσεις του δανείου που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες και από πότε, οι μερικότερες καταβολές που είχαν λάβει  χώρα από τον ανακόπτοντα, δεν προσδιορίζονται οι τόκοι (συμβατικοί κι υπερημερίας), και οι τόκοι από ανατοκισμό, δεν αναφέρεται το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων,  η χρονική βάση υπολογισμού των τόκων εάν γίνεται με βάση έτος 360 ή 365 ημερών. Πλην όμως οι λόγοι αυτοί της ανακοπής, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη δεν ερείδονται  στο νόμο καθώς στη διαταγή πληρωμής αρκεί η αναφορά της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, της συμφωνίας περί αποδείξεως του ύψους της απαιτήσεως από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, το κλείσιμο του λογαριασμού με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ της τελευταίας το οποίο θα αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων, το οποίο θα επισυνάπτεται στη σχετική αίτηση, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτή τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων, ούτε το τοκιζόμενο κεφάλαιο, ούτε τους αναλογούντες τόκους, ούτε τυχόν επιβαρύνσεις ούτε και η βάση υπολογισμού των τόκων σε έτος 360 ή 365 ημερών. Να σημειωθεί δε ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προσκομίστηκαν αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της εφεσίβλητης που εμφανίζουν την αναλυτική κίνηση των υπ ‘αριθ. α) … (πρώην ……… και ……..), β) … (πρώην 125- ………. και …….) και γ) ……… λογαριασμών, που τηρήθηκαν σε εξυπηρέτηση της υπ’ αριθ. ………/14-3- 2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου μετά των προσθέτων πράξεων αυτής και της από 9-1-2007 σύμβασης μετά της πρόσθετης πράξης αυτής, από την ημερομηνία της εκταμίευσης έως την καταγγελία της σύμβασης, με αναλυτική παράθεση των κονδυλίων, που αντιστοιχούν στο εκταμιευθέν ποσό του δανείου, στις γενόμενες εκ μέρους του οφειλέτη καταβολές, στους τόκους και στα έξοδα. Κατά συνέπεια η εκκαλούμενη που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον ισχυρισμό περί του αβέβαιου και ανεκκαθάριστου της απαίτησης  δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων και πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της έφεσης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Με τον έβδομο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του έβδομου λόγου της ανακοπής της που αφορούσε την ακυρότητα γενικών όρων συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) στην ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου. Συγκεκριμένα με τον παραπάνω λόγο ανακοπής της η ανακόπτουσα ζητούσε την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγή πληρωμής εκδοθείσα για απαίτηση από σύμβαση στεγαστικού δανείου, στην οποία περιλαμβάνονται γενικοί όροι συναλλαγών που είναι άκυροι λόγω καταχρηστικότητας και αντίθεσης στις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, στο προστατευτικό πεδίο του οποίου εμπίπτει η ίδια. Ότι ειδικότερα στη συναφθείσα με την αρχική δανείστρια τράπεζα ένδικη σύμβαση περιλαμβάνονται άκυροι όροι και ειδικότερα: α) περί εφαρμογής (παράνομων) συμβατικών επιτοκίων και επιτοκίων υπερημερίας, που υπερέβαιναν τα ανώτατα εξωτραπεζικά επιτόκια, β) περί αποδεικτικής συμφωνίας ως προς τα αποσπάσματα και τα αντίγραφα αυτών από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, τα οποία αποδεικνύουν πλήρως την απαίτηση και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης και γ) περί παράνομης μετακύλισης στη δανειολήπτρια μέσω του προβλεφθέντος συμβατικού επιτοκίου της εισφοράς του ν.128/1975 καθ’ υπέρβαση των ανώτατων επιτρεπτών επιτοκίων, καθώς και παράνομης τοκοποίησης πάσης φύσεως δαπανών και εξόδων κι αφού με τους όρους αυτούς ο ίδιος ο ανακόπτων   ουδέποτε πληροφορήθηκε την πραγματική επιβάρυνσή της και αδυνατεί να προβεί κατά τρόπο αναλυτικό στους ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου κατά τον οποίο, οι παραπάνω υπερβάσεις επενήργησαν στο πληττόμενο συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης οφειλής της. Ότι ως εκ τούτου, η ένδικη απαίτηση καθίσταται μη εκκαθαρισμένη, ενώ η ίδια δεν φέρει το βάρος επίκλησης ορισμένου ποσού αναφορικά με τις ως άνω κατά τους ισχυρισμούς της παράνομες επιβαρύνσεις, αλλά αρκεί μόνο η αμφισβήτηση των προϋποθέσεων προς έκδοση της διαταγής πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ανακοπής προεχόντως ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας στο σύνολό του, εφόσον η ανακόπτουσα αρκείται στη γενική αμφισβήτηση της σε βάρος της απαίτησης και δεν προσδιορίζεται από αυτήν κατά ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας του ως άνω επικαλούμενου μη ορθού- παράνομου υπολογισμού των παραπάνω χρεώσεων. Ότι ειδικότερα περιέχεται μια γενική και ασαφής αμφισβήτηση της απαίτησης της καθ’ης και δεν προσδιορίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο το επιτόκιο που πράγματι εφαρμόστηκε από την καθ’ ης και το ποσό των τόκων που κατά τους ισχυρισμούς της παράνομα επιβαρύνθηκε, ενώ δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα κονδύλια που προσβάλλει, γεγονός που είναι απαραίτητο και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της απαίτησης εκ της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, στην οποία ερείδεται η ένδικη κατάσχεση, και κατά την έκταση αυτού, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Ο λόγος αυτός ανακοπής, ορθά απορρίφθηκε λόγω αοριστίας ως απαράδεκτος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2,118 στοιχ.4 και 216 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ, καθώς ο ανακόπτων  ενώ αναφέρει τον κατά τη σύμβαση ορισθέντα τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου στην ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου ως κυμαινόμενο, το οποίο θα απαρτίζεται από το διατραπεζικό επιτόκιο EURIBOR 360 ημερών πλέον περιθωρίου ανερχόμενου σε 1,50% και της εισφοράς του ν. 128/1975 που ανέρχεται σε 0,12%, με το επιτόκιο υπερημερίας να ορίζεται σε ποσοστό 2 μονάδες πάνω από το ισχύον επιτόκιο, στη συνέχεια η ίδια αμφισβητεί τη νομιμότητα τόκων που υποστηρίζει ότι καταλογίσθηκαν δυνάμει άκυρων Γ.Ο.Σ., χωρίς να προσδιορίζει τα ποσά τόκων που παράνομα της επιβλήθηκαν και ενώ από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.6 και 8 του ν. 2251/1994,  181 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή πρέπει να συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (ΑΠ 633/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Συνακόλουθα, σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παράνομων χρεώσεων δεν θίγεται η απόδειξη της απαίτησης με έγγραφα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ούτε και καθίσταται αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται, απλώς, την ακυρότητα αντιστοίχου κονδυλίου της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. Οι εν λόγω χρεώσεις, δηλαδή, δεν οδηγούν στην απαλλαγή των δανειοληπτών, αλλά παρέχουν σ` αυτούς τη δυνατότητα να προσβάλλουν με λόγο ανακοπής κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής τις παράνομες επιβαρύνσεις και να επιτύχουν, έτσι, μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο ποσό. Μόνη δε η γενική αμφισβήτηση, με τους λόγους ανακοπής, της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (ΑΠ 123/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Μάλιστα ειδικά ως προς τον συνυπολογισμό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του συμβατικού επιτοκίου σε χορήγηση στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτεθέντα, αυτός τυγχάνει νόμιμος, παρά τα όσα επαναλαμβάνει ο ανακόπτων και στον παρόντα λόγο ανακοπής (βλ. και ΑΠ 123/2023 ό.π.). Επίσης παρά τα όσα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα η συμφωνία μεταξύ δανείστριας τράπεζας και δανειολήπτη σε τραπεζική δανειακή σύμβαση για επιτόκια που υπερβαίνουν τα εξωτραπεζικά δεν είναι άκυρη κατ’ άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΜονΕφΑθ 13/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, κατά την υπ’ αριθ. 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ, η οποία, αφού έλαβε υπόψη: α) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, β) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 σε συνδυασμό µε την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΑ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, που αφορούν μεταξύ άλλων στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ µέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, γ) την ΠΔ/ΤΕ, 2501/2002 σχετικά µε την ενημέρωση των συναλλασσόµενων εκ µέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, δ) το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν διαφορετικές κατηγορίες επιτοκίων, που η κάθε µία εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται µε βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες για τον λόγο αυτό σε απολύτως διακριτές και µη επικαλυπτόµενες ρυθµίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 ΝΔ 5588/1948 σε συνδυασμό µε το άρθρο 1 Ν. 1266/1982 και το άρθρο 15 παρ. 5 Ν.876/1979), ε) το γεγονός ότι, κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς µε ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, στ) την ανάγκη διευκρίνισης ορισµένων διατάξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλιστεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ζ) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών από 23.6.2004 µε αίτημα την ερμηνεία των σχετικών µε τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, η) το από 23.5.2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών επί ανάλογου αιτήματος της, µε το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, µε αντίστοιχη νοµική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε: να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α., τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β παρ.1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α, παρ.3, Κεφ. Γ παρ. 1 εδ. ε, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1) Δεν είναι συµβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχ. (δ) και (ε) αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόµενο και το σκοπό του στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι µετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόµενες συμφωνίες τραπεζικών πιστώσεων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόµενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέµιτες για τον λόγο αυτό (ΑΠ 652/2010 ΝοΒ 2011, σελ. 72, ΜΕφΘεσ. 1271/2015 αδηµ., ΜΕφΠειρ. 638/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σημειώνεται ότι η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση ειδική συμφωνία στην ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου ότι το χρέος του οφειλέτη προς τη δικαιούχο ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της μεταξύ των μερών συμβάσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της δικαιούχου εταιρείας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη (ΑΠ 575/2022 στην ΤΝΠ Νόμος), απλώς ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα ανταπόδειξης και δη δύναται παρά τη σχετική συμφωνία να αμφισβητήσει τη νομιμότητα συγκεκριμένων κονδυλίων που έχουν περιληφθεί στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κάτι το οποίο εν προκειμένω ο ανακόπτων δεν πράττει. Ενόψει των ανωτέρω ορθά απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ο παραπάνω λόγος ανακοπής προεχόντως ως αόριστος και απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος ο έβδομος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, με τον οποίο ως εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα.

Σημειωτέον ότι προς αποφυγή επαναλήψεων σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στον αμέσως ανωτέρω λόγο έφεσης απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος τυγχάνει και  ο πέμπτος λόγος της έφεσης που αφορά την απόρριψη του πέμπτου λόγου της ανακοπής για την αποδεικτική ισχύ των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης καθώς πρόκειται για έγκυρη  δικονομική σύμβαση, (ΑΠ 575/2022 στην ΤΝΠ Νόμος), δυνάμει της οποίας νομίμως μπορεί να γίνει η χρήση των βιβλίων αυτών για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ` αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011). Το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση αφενός κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου ΑΚ 281, αφετέρου κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων  απέρριψε τον όγδοο λόγο της ανακοπής του. Ειδικότερα ο ανακόπτων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του αυτού επικαλέστηκε ότι η καθ’ ης άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα της να επιδώσει σε αυτόν την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής για δεύτερη φορά για το λόγο ότι εκκρεμούσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η συζήτηση της έφεσης με ΓΑΚ/ ΕΑΚ ………./2020 κατά της με αριθμό 1569/2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του με αντικείμενο την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010, μολονότι η συζήτηση της έφεσης είχε προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 9.2.2024. Επιπλέον αναφέρει ότι  ενώ επικρατούσε στη χώρα η γνωστή σε όλους οικονομική κρίση και γνώριζε τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία, την εξαιτίας αυτών έλλειψη ρευστότητας και με δεδομένο ότι η επίδικη αξίωση ήταν και εμπραγμάτως εξασφαλισμένη προέβη καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη στην έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής δεν είναι νόμιμος, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ανακόπτων για τη θεμελίωση της ΑΚ 281, δεν αρκούν για να καταστήσουν την εκ μέρους της καθής η ανακοπή επισπευδόμενη σε βάρος του ανακόπτοντος, με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την κάτωθι αυτής συνταγείσα από 21.6.2022 επιταγή αναγκαστική εκτέλεση, καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ. Τούτο δεδομένου ότι, συμπεριφορά αντίθετη προφανώς στη καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη δεν αποτελεί η επιδίωξη της ικανοποίησής της με την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, ενώ επικρατούσε η γνωστή οικονομική κρίση, καθώς ο δανειστής έχει δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος τον τρόπο είσπραξης της απαίτησής του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει και δεν έχει ούτε νομική, ούτε ηθική υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξή της με τον τρόπο που του προτείνει ο οφειλέτης, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της 281 ΑΚ, περιστατικά, όμως, από τα οποία να προκύπτει τέτοια προφανής υπέρβασης των ορίων αυτών από την καθ` ης η ανακοπή, δεν επικαλείται ο ανακόπτων. Εξάλλου, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον ανακόπτοντα – οφειλέτη  δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρο 281 ΑΚ, εκτός αν τούτο συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, επίκληση, όμως, της συνδρομής τέτοιων περιστάσεων δεν γίνεται από τον ανακόπτοντα, όταν μάλιστα ο τελευταίος δεν αμφισβητεί το ύψος της απαίτησης που αφορά το κεφάλαιο του δανείου, για την εξόφληση του οποίου δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε καταβολή. Επιπλέον με τον ίδιο λόγο έφεσης ο εκκαλών προς επίρρωση του ισχυρισμού του διατείνεται ότι συνιστά καταχρηστική η συμπεριφορά της αντιδίκου του όταν η τράπεζα προχώρησε σε καταγγελία της συμβάσεως χρεώνοντας επιπλέον τόκους υπερημερίας, πλην όμως και ο ισχυρισμός αυτός, αληθής υποτιθέμενος δεν κρίνεται ικανός να θεμελιώσει (είτε αυτοτελώς είτε από κοινού με τους ληφθέντες υπόψη) κατά το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης να επιδιώξει την ικανοποίηση της εκ του επιδίκου δανείου απαιτήσεώς της με αναγκαστική εκτέλεση με την επισήμανση ότι η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής, η έκδοσή της και η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου δεν καταλαμβάνονται από την απαγόρευση των μέτρων εκτέλεσης που διατάσσονται με προσωρινή διαταγή στα πλαίσια της διαδικασίας του Ν.3869/2010 (ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων), ενώ περαιτέρω δεν απαγορεύεται μετά την έναρξη της διαδικασίας του Ν.3869/2010 η πιστώτρια τράπεζα να προβεί σε έκδοση διαταγής πληρωμής και λήψη απογράφου αυτής σε βάρος του οφειλέτη για το οφειλόμενο κατάλοιπο των λογαριασμών της που είναι ληξιπρόθεσμο. Κατά συνέπεια   εκκαλούμενη, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον όγδοο λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει επομένως να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της έφεσης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.  Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η σωρευόμενη αίτηση αναστολής ως άνευ αντικειμένου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν ο εκκαλών  στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις σωρευθείσες στο ίδιο δικόγραφο, από 21.12.2023 (με Γ.Α.Κ…./2023 και με Ε.Α.Κ. …/2023) κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 22.12.2023 (με Γ.Α.Κ…./2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) με σωρευμένη αίτηση αναστολής εκτέλεσης (κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ) του εκκαλούντος – αιτούντος κατά της εφεσίβλητης – καθ ής η αίτηση κατά της με αριθμό 2417/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Απορρίπτει αίτηση αναστολής.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσία την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 30/5/2024 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την    17/6/2024

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η Γραμματέας