Αριθμός 547/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 4.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………..) ανακοπή ερημοδικίας της ανακόπτουσας (εφεσίβλητης-εναγόμενης) κατά της υπ’ αριθ. 483/2017 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην αυτής κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή τέκνων (άρθρο 681Β ΚΠολΔ) και δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 26.7.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ….) έφεση του ενάγοντος …. κατά της υπ’ αριθ. 4431/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την ανακοπτόμενη απόφαση παρόντος Δικαστηρίου στις 5.10.2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 και 503 παρ. 1 ΚΠολΔ), δηλαδή εντός δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της ανακοπτόμενης απόφασης, που έγινε στις 22.9.2017 (βλ. την σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……. επί του προσκομιζόμενου επιδοθέντος στην ήδη ανακόπτουσα αντιγράφου αυτής). Σημειώνεται, ότι με την υπ’ αριθ. ….. Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και κατά παραδοχή σχετικής αίτησης της εφεσίβλητης (ήδη ανακόπτουσας) περί παροχής σ` αυτήν νομικής βοήθειας, ορίσθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 9 του Ν. 3226/2004, η δικηγόρος Πειραιώς ……., προκειμένου να προβεί στην κατάθεση ανακοπής ερημοδικίας κατά της υπ’ αριθ. 483/2017 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και να την εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την ορισθείσα δικάσιμο κατά την συζήτηση της ανακοπής ερημοδικίας, με συνέπεια η ανακόπτουσα να τυγχάνει απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής των εξόδων της διαδικασίας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 9 παρ. 1 και 2 του Ν. 3226/2004, στα οποία περιλαμβάνεται και το ορισθέν με την ανακοπτόμενη απόφαση, κατ’ άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ, παράβολο ερημοδικίας των 250 ευρώ. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, το οποίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 219/2016, ΕφΠειρ 23/2015, ΕφΠειρ 237/2015, ΕφΠατρ 320/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προσέγγιση της έννοιας της ανώτερης βίας γίνεται με τα μέτρα και τα κριτήρια, που προσδιορίζεται αυτή και ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ (ΑΠ 764/2013 ΕφΑΔ 2014.612, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 110, αρ. 18, σελ. 771). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 509 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τυπικά παραδεκτό και νομικά βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (ΕφΑθ 2809/2008 ΕλλΔνη 2011.183, ΕφΠειρ 353/2016 και ΕφΠειρ 552/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η δικονομική απουσία της κατά τη δικάσιμο της 16ης Φεβρουαρίου 2017 ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, οπότε συζητήθηκε ερήμην της η από 26.7.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..) έφεση του ήδη καθ’ ου η ανακοπή αντιδίκου της (εκκαλούντος- ενάγοντος) κατά της με αριθμό 4431/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οφείλεται σε ανωτέρα βία, συνιστάμενη στο ότι: α) κατά την ανωτέρω δικάσιμο, που συζητήθηκε η έφεση του αντιδίκου της, είχε μεν φυσική παρουσία στο ακροατήριο, αλλά δεν είχε ορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο, με συνέπεια να δικαστεί ερήμην, β) επειδή είναι αλλοδαπή, δεν γνώριζε τις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3226/2004 «περί παροχής νομικής βοήθειας» σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, όπως είναι η ίδια και γ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την συζήτηση της ως άνω έφεσης, ήταν ασθενής και δεν ήταν εφικτό να ενημερωθεί από την Γραμματεία του Πρωτοδικείου για τα δικαιώματά της ως πολίτης χαμηλού εισοδήματος. Τα ανωτέρω, όμως, πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η ανακόπτουσα για να δικαιολογήσει τη μη νόμιμη εμφάνισή της στο Δικαστήριο και τη συνακόλουθη ερημοδικία της και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να θεμελιώσουν τον εκ μέρους της επικαλούμενο λόγο ανωτέρας βίας κατά την έννοια που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Με βάση δε τα ως άνω εκτιθέμενα περιστατικά η ερημοδικία της ανακόπτουσας, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 16.2.2017 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν οφείλεται σε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως που δεν αναμενόταν και δεν ήταν δυνατόν να αποτραπεί από αυτήν ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας συνετού ανθρώπου, αλλά σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπό της και την έλλειψη της επιμέλειας, που όφειλε να επιδεικνύει σχετικά με την ένδικη υπόθεσή της. Και τούτο, γιατί τα γεγονότα που επικαλείται δεν την παρεμπόδιζαν να παραστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου να ζητήσει νομότυπα, δια πληρεξούσιου δικηγόρου ορισθέντος απ’ αυτήν μόνο για την υποβολή του σχετικού αιτήματος, την αναβολή της συζήτησης της έφεσης του αντιδίκου της, ώστε να προετοιμάσει την αίτησή της περί παροχής νομικής βοήθειας σ’ αυτήν ως προς την εκπροσώπησή της κατά την συζήτηση της εν λόγω έφεσης, για την οποία (δυνατότητα παροχής νομικής βοήθειας) ευχερώς μπορούσε να πληροφορηθεί απευθυνόμενη (έστω και μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας) σε οιοδήποτε δικηγόρο ή ακόμη και στην γραμματεία του οικείου Δικαστηρίου (Εφετείου Πειραιώς), στο οποίο εκκρεμούσε η συζήτηση της εν λόγω έφεσης. Σε κάθε δε περίπτωση, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, πιθανολογήθηκε ότι η ανακόπτουσα μπορούσε ευχερώς να πληροφορηθεί για το δικαίωμά της να ασκήσει αίτηση παροχής νομικής βοήθειας, εάν απευθυνόταν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα πριν την συζήτηση της έφεσης, ήτοι πριν την 16.2.2017, στην δικηγόρο ……… με την οποία είχε τότε επαγγελματική συνεργασία, αφού η τελευταία είχε συντάξει το από 6.2.2017 κατασχετήριο εις χείρας τρίτου, ήτοι του ΕΦΚΑ ως καθολικού διαδόχου του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε), δυνάμει του οποίου είχε κατασχεθεί στα χέρια του ως άνω ασφαλιστικού φορέα το ήμισυ εκάστης μηνιαίας σύνταξης που ελάμβανε ο ως άνω αντίδικός της μέχρι συμπλήρωσης του ποσού των 4.500 ευρώ σε εξόφληση σχετικής απαίτησής της σε βάρος αυτού για διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους. Σημειώνεται ότι το ως άνω κατασχετήριο, υπογεγραμμένο από την ως άνω δικηγόρο της ανακόπτουσας, επιδόθηκε στον αντίδικό της (ήδη καθ’ ου η ανακοπή) την 10.2.2017, δηλαδή μόλις έξι (6) ημέρες πριν την συζήτηση της εν λόγω έφεσης. Επίσης, δεν πιθανολογήθηκε ότι η ανακόπτουσα πριν την συζήτηση της έφεσης αυτής ήταν ασθενής από νόσο (σημειωτέον ότι αυτή όλως γενικώς, με το δικόγραφό της, αναφέρει ότι έπασχε από την «επάρατη νόσο», χωρίς όμως να προσδιορίζει το ακριβές είδος της επικαλούμενης ασθένειάς της και τη διάρκειά της, ώστε να μπορεί να κριθεί αν πράγματι αυτή αποτελούσε ανυπέρβλητο κώλυμα), εξαιτίας της οποίας να μην δύναται να ενημερωθεί (έστω και μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας) από την Γραμματεία του οικείου Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμούσε προς εκδίκαση η υπόθεσή της, για το δικαίωμά της εφόσον ήταν πολίτης χαμηλού εισοδήματος, να ζητήσει την παροχή νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004. Και τούτο, γιατί τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα απ’ αυτήν ιατρικά έγγραφα σχετικά με τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο «ΕΛΕΝΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ», αφορούν το χρονικό διάστημα μετά τη συζήτηση της εν λόγω έφεσης, ήτοι μετά την 16.2.2017, και όχι το κρίσιμο διάστημα πριν τη συζήτηση αυτής. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν οι ανωτέρω λόγοι της ένδικης ανακοπής ως αβάσιμοι και η τελευταία στο σύνολό της. Σημειώνεται, ότι διάταξη για την τύχη του παραβόλου δεν θα περιληφθεί στην απόφαση, γιατί τέτοιο δεν καταβλήθηκε από την ανακόπτουσα, η οποία ως δικαιούχος νομικής βοήθειας, όπως αυτό κρίθηκε με την υπ’ αριθ. …… Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς κατά τα προεκτιθέμενα, απηλλάγη νομίμως από τη υποχρέωση αυτή. Πρέπει ωστόσο να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή σε βάρος της ανακόπτουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό, δεδομένου ότι η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάσθηκαν στον αντίδικο κατ’ άρθρο 9 παρ. 6 Ν. 3226/2004 (ΑΠ 2051/2017 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσίαν την από 4.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …….) ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ’ αριθ. 483/2017 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.
Καταδικάζει την ανακόπτουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου η ανακοπή, για την παρούσα συζήτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ