ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 172/2024
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την ………………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του Εκκαλούντος: ……….. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Κωνσταντίνου Ντέγκα (A.M .Δ.Σ.Α. …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Π ………. /10-01-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.,
Της Εφεσίβλητης: Της Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο ……. Αττικής, στη συμβολή των οδών ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί εν προκειμένω ως εκτελούσα χρέη ειδικού εκκαθαριστή του πιστωτικού ιδρύματος, με την επωνυμία «………….», που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν. 3601/2007 και εδρεύει στην Αθήνα, περιοχή ….. Αττικής (………..), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Ανδρέα Μπαρδάκου (A.M .Δ.Σ.Α. ………), της Δικηγορικής Εταιρείας, με την επωνυμία <<ΔΕ ΝΙΚΟ ΛΑΟΣ Α. ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ>> (Δ.Σ.Α. …….. και Α.Φ.Μ. …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Π …………/12-01-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος παραστάθηκε με βάση το υπ’ αριθμόν ……../27-10-2022 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών …………..
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17/06/2022 ανακοπή του κατά της υπ’ αριθμόν ……./2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του υπ’ αριθμόν …../2022 πρώτου (Α) εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../20-06-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/20-06-2022.
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3347/2019 (μη οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 614 περ. 8 Κ.Πολ.Δ.), με την οποία κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε προς εκδίκαση αυτήν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.
Ακολούθως, ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του ίδιου ωα άνω Δικαστηρίου την από 14/12/2022 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ………./2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …………./2022.
Επί της ανακοπής αυτής τελικά εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 799/2023 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η ένδικη ανακοπή απορρίφθηκε, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.
Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων άσκησε την από 06/ 06/2023 έφεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (=Εφετείου Πειραιώς), που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …../2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε. Α.Κ.Δ) …/2023 και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……/2023 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./2023, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης Εταιρείας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα διαλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, ενώ ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και στις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(ΙΙ) Η κρινόμενη από 06/06/2023 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./(Ε.Α.Κ.Δ.) …../06-06-2023 έφεση του εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμόν 799/2023 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 περ. 8 Κ.ΠολΔ), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την 14η Μαρτίου 2023, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με τη μη επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ παράλληλα δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της υπό κρίση έφεσης από την πλευρά της εφεσίβλητης Εταιρείας, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 06η Ιουνίου 2023], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας 100,00 ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου …… …/2023 με το σχετικό παραστατικό πληρωμής), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Με την ένδικη ανακοπή του, ο ανακόπτων ζητεί, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, να ακυρωθούν: (α) η με αριθμό …./2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης Εταιρείας, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τελευταία, μέρος της οφειλής του, ήτοι το κατά την ημέρα της πληρωμής της οφειλής ισόποσο σε ευρώ εκ ποσού εκατό χιλιάδων (100.000,00) δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και το χρηματικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800,00) ευρώ για δικαστική δαπάνη, για απαίτηση, που πηγάζει από σύμβαση δανείου, στην οποία συμβλήθηκαν ως δανείστρια η Τράπεζα, με την επωνυμία «……..», η οποία ήδη έχει τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση, καθώς και η μη διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «………» και ως προσωπικός εγγυητής ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών και β) τo υπ’ αριθμόν …../2022 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής.
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε τελικά η υπ’ αριθμόν 799/2023 (οριστική) απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη ανακοπή στο σύνολο των προταθέντων με αυτήν λόγων.
Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων άσκησε την υπό κρίση έφεσή του, με την οποία: επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης, συνιστάμενες σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου, καθώς επίσης και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του. Ειδικότερα, ο εκκαλών επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς: (Α) απορρίφθηκε ο πρώτος (1ος) κατά σειρά λόγος της ένδικης ανακοπής του, με τον οποίο επικαλείται απαλλαγή του από την προσωπική εγγύηση κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης δανείου μη εγκριθείσας και υπογραφείσας από αυτόν, (Β)πάσχει από ακυρότητα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής λόγω ακυρότητας της από 03/06/2011 εξώδικης ειδοποίησης υπερημερίας-καταγγελίας- όχλησης προς πληρωμή ως προς τον εκκαλούντα/ανακόπτοντα, αφού το ποσό αυτό έχει υπολογισθεί με βάση την από 07/08/2008 δανειακή σύμβαση, που όμως τροποποιήθηκε με τις από 30/03/2009 και 9/02/2010 αντιστοίχως Πρώτη και Δεύτερη Τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση, οι οποίες δεν δεσμεύουν τον εκκαλούντα-ανακόπτοντα, αφού αυτός δεν αποδέχθηκε ούτε εγγυήθηκε για αυτές και δεν υπέχει καμία ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 439 ΑΚ, (Γ) πάσχει από αοριστία ως προς το ακριβές ύψος και το εκκαθαρισμένο της οικονομικής απαίτησης της εφεσίβλητης Εταιρείας σε βάρος του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος, αφού από τα αποσπάσματα των επικαλούμενων στην Διαταγή Πληρωμής έξι {6) λογαριασμών, μεταξύ των οποίων και ο υπ’ αριθμόν ……., δεν προκύπτει το κατάλοιπο των δολαρίων Η.Π.Α. 6.283.161,74, ενώ τα αποσπάσματα των λογαριασμών αυτών είναι συντεταγμένα στην Αγγλική χωρίς νόμιμη μετάφραση στην Ελληνική, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη ή έστω δυσχερέστατη η κατανόηση τους από αυτόν και ως εκ τούτου να μην υπάρχει η δυνατότητα να ληφθούν νόμιμα υπ’ όψη, (Δ) πάσχει από ακυρότητα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής λόγω παράνομου εκτοκισμού με βάση έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών και παράνομα επιβληθέντων-καταχρηστικών ΓΟΣ, (Ε) πάσχει από ακυρότητα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής λόγω έλλειψης νομιμοποίησης της εφεσίβλητης Εταιρείας για την υποβολή αιτήσεως προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και λόγω μη υπογραφής της δήλωσης καταγγελίας από πρόσωπο, που αντιπροσωπεύει νόμιμα τη δανείστρια Τράπεζα.
Οι κατά τα παραπάνω αιτιάσεις – λόγοι, οι οποίοι τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής εκτίμησης- αξιολόγησης και ως εκ τούτου προβάλλονται παραδεκτά, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών (άρθρο 614 περ. 8 Κ.Πολ.Δ).
(ΙΙ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 2 ΚΠοΛΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο Ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: (α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 και 118 και το άρθρο 119 παρ. 1 ΚΠολΔ, (β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και (γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή. Η διάταξη αυτή διαφοροποιείται από τη σχετική με το περιεχόμενο της αγωγής διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και δεν απαιτεί, όπως εκείνη, τον ουσιαστικό ή συγκεκριμένο προσδιορισμό της ιστορικής βάσης, αλλά αρκείται στην έκθεση εκείνων μόνο των περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη του αντικειμένου της, του είδους και του τρόπου της γέννησής της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, σε βάρος του οποίου απευθύνεται η αίτηση, προς τον αιτούντα. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής πέραν της ουσιαστικής προϋπόθεσης της ύπαρξης χρηματικής απαίτησης ή απαίτησης παροχής χρεογράφων, που απορρέουν από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, πρέπει να συντρέχει και η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης τόσο της ύπαρξης της απαίτησης και του ποσού, το οποίο αποτελεί το αντικείμενό της, όσο και των προσώπων του δικαιούχου και του υπόχρεου. Για το λόγο αυτό ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής έχει, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 ΚΠολΔ, την υποχρέωση να επισυνάψει στην αίτησή του προς τον αρμόδιο δικαστή, το σύνολο των ιδιωτικών ή δημόσιων εγγράφων, από τα οποία αποδεικνύεται η ύπαρξη και το ύψος της απαίτησής του σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση. Σε περίπτωση έκδοσης της διαταγής πληρωμής παρά την έλλειψη της κατά τα ανωτέρω προϋπόθεσης, το πρόσωπο, σε βάρος του οποίου στρέφεται, μπορεί να επιτύχει την ακύρωσή της διαμέσου της άσκησης ανακοπής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου και ανεξάρτητα από την ύπαρξη της απαίτησης ή από τη δυνατότητα να αποδειχθεί αυτή, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και του υπόχρεου, με άλλα αποδεικτικά μέσα. Έτσι, το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν για την έκδοσή της, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ουσιαστική αξίωση, διότι αντικείμενο της επί της ανακοπή δίκης είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και το κύρος της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας (ΑΠ 43/2005 Ελλ. Δνη 2005, 1649, ολ. ΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 1997,768, ΑΠ 1071/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 682/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1608/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 713/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 330/2012 Αρμ 2012,1431, ΑΠ 933/2011 ΧρΙΔ 2012,198, ΑΠ 15/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ. Αθ. 223/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1227/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ. Αθ. 2558/2011 ΕΠολΔ 2012,740, ΕφΑΘ 1503/2010 Αρμ 2010,119, ΕφΘεσ 110/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ’ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαία και κατ’ ίσα ποσοστά. Όταν, όμως, ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκων υπερημερίας από την καταγγελία. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν όμως η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 144/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 923/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1203/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1185/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 110/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΜΕφ. Πατρών 376/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει στο δικόγραφό της ανακοπής να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), με βάση δε την ισχύουσα και στη δίκη της ανακοπής αρχή της συζήτησης, το Δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της σε βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων, που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι, τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιο κωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο Δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση, που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (Α.Π. 368/2019 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α. <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>, Α.Π. 1/2017, Α.Π. 1443/2017, Α.Π. 370/ 2012 Α.Π. 991/2007, Α.Π. 911/2005, ΑΠ 339/2006, ΑΠ 911/2005, ΑΠ 259/ 2002). Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, διότι στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι απορρίπτονται, ως αόριστοι (ΑΠ 1026/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, προκειμένου να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης(ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Πειρ. 405/2015, ΕφΠειρ 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το Δικαστήριο δεν δικαιούται να ασχοληθεί αυτεπαγγέλτως με πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή με πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ).Τέλος, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βάσιμα μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, δηλαδή η μερική ακύρωση της διαταγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της (ΑΠ 753/1995 ΝοΒ 1997, 775, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Εφ.Θεσ. 1224/ 2017, Εφ. Πειρ. 37/2016, Εφ.Αθ. (Μον). 327/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση, ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, απαιτείται να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις, που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ’ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαία και κατ’ ίσα ποσοστά. Όταν όμως ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκων υπερημερίας από την καταγγελία. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο μέρος, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα παραπάνω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005, δημοσιευμένες αμφότερες στην Τράπεζα Νομικών Πληρο φοριών <<ΝΟΜΟΣ>>) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, (ΑΠ 154/1992, ΕλλΔνη 33-814, ΑΠ 796/ 1983, ΕλλΔνη 1983.1398, ΕφΑθ 9440/1986, ΕλλΔνη 1986,869), από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Κεραμέως/Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Με βάση την από 07/07/2008 σύμβαση δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο συνολικού ποσού εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δολαρίων Η.Π.Α. με τα με ίδια ημερομηνία παραρτήματα αυτής, που καταρτίσθηκε μεταξύ αφ’ ενός μεν της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «……………..», η οποία έχει ήδη τεθεί σε ειδική εκκαθάριση κατά τους ορισμούς του άρθρου του Ν. 4261/2014 και της εταιρείας «………..», που είχε συσταθεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Λιβερίας με αριθμό καταχώρησης …………. με έδρα στην διεύθυνση ………., ενεργούσα στη εν λόγω σύμβαση, ως δανειολήπτρια εταιρεία, χορηγήθηκε στην πιο πάνω δανειολήπτρια εταιρεία, ως πιστούχο το χρηματικό ποσό των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000,00) δολαρίων Η.Π.Α., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση μέρους της τιμής αγοράς του πλοίου «L», μετονομασθέντος σε «F». Στη δανειακή αυτή σύμβαση συμβλήθηκαν η εταιρεία, με την επωνυμία <<……….>>, καθώς επίσης και ο ………….., ατομικά, με την ιδιότητα των εγγυητών, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που διαλαμβάνονταν στην εν λόγω σύμβαση, ενώ η πρώτη (1η) από αυτούς (=<<………….>>) και στις μεταγενέστερες αυτής της σύμβασης πράξεις. Πλέον συγκεκριμένα, υπογράφηκε μεταξύ της παραπάνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος …….., ως προσωπικού εγγυητή, η από 07/07/2008 σύμβαση εγγύησης στην παραπάνω δανειακή σύμβαση. Επίσης, υπογράφηκε μεταξύ της πιο πάνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της εταιρείας, με την επωνυμία «………..», που είχε συσταθεί και αυτή, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Λιβερίας και είχε έδρα στη διεύθυνση …………, και με γραφείο στην Ελλάδα, στον Πειραιά, ………… όπου είχε εγκατασταθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/1975 όπως ισχύει, με Α.Φ.Μ. ………….., η από 07/07/2008 εταιρική εγγύηση της εταιρείας αυτής στην εν λόγω σύμβαση δανείου, η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες δύο «Τροποποιητικές Πρόσθετες Συμβάσεις», που υπογράφηκαν και οι δύο, αφενός μεν μεταξύ της ανωτέρω δανείστριας Τράπεζας «……….», αφετέρου δε της ανωτέρω δανειολήπτριας εταιρείας «………….» και της εγγυήτριας εταιρείας «…………..», ήτοι, η από 30/03/2009 πρώτη τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση και η από 09/02/2010 δεύτερη τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση. Ειδικότερα, την 30η Μαρτίου του έτους 2009, ανάμεσα στη δανείστρια Τράπεζα, στην πιστώτρια/ δανειολήπτρια Εταιρεία και στην εγγυήτρια Εταιρεία, με την επωνυμία <<………………>> υπογράφηκε η πρώτη (1η) τροποποιητική Πρόσθετη Πράξη, στης οποίας το προοίμιο αναφέρονται τα ακόλουθα: <<………… Και είναι τροποποιητική πρόσθετη σύμβαση της δανειακής σύμβασης της 7^ Ιουλίου 2008, η οποία συνάφθηκε μεταξύ (1) της Τράπεζας, ως Δανειοδότη, και (2) του Δανειολήπτη, ως δανειολήπτης, (η εν λόγω δανειακή σύμβαση θα καλείται εφεξής <<Κύρια Σύμβαση>>) και σύμφωνα με τους όρους της οποίος η Τράπεζα προκατέβαλε στον Δανειολήπτη ένα δάνειο με εξασφαλισμένο κυμαινόμενο επιτόκιο, συνολικού ποσού 9.000.000 Δολαρίων Η.Π.Α. (εννέα εκατομμυρίων Δολαρίων Η.Π.Α.) (το «Δάνειο») για τους σκοπούς που περιγράφονται σε αυτήν (η Κύρια Σύμβαση, όπως τροποποιείται και/ή συμπληρώνεται με την παρούσα και όπως αυτή μπορεί να τροποποιηθεί και/ή συμπληρωθεί μελλοντικά και η οποία θα καλείται «Δανειακή Σύμβαση»). ΕΠΕΙΔΗ (Α) Ο Δανειολήπτης αι η εγγυήτρια εταιρεία αναγνωρίζουν και βεβαιώνουν από κοινού και εις ολόκληρον με την παρούσα ότι (α) η Τράπεζα έχει προκαταβάλλει στον Δανειολήπτη όλο το ποσό του Δανείου και (β) την ημέρα σύναψης της παρούσας το κεφάλαιο των 7.700.000 Δολαρίων Η.Π. Α. (επτά εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α.) παραμένει ανεξόφλητο (Β) Σύμφωνα με την Εταιρική Εγγύηση της 7^ Ιουλίου 2008 (η «Εταιρική Εγγύηση), η Εγγυήτρια εταιρεία εγγυήθηκε ανέκκλητα και άνευ όρων την δέουσα και έγκαιρη αποπληρωμή του Δανείου και των δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας, καθώς και την εκπλήρωση του συνόλου των υποχρεώσεων του Δανειολήπτη, σύμφωνα με τη Δανειακή Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα, που εκτελέστηκαν σύμφωνα με αυτή. (Γ) Ο Δανειολήπτης και (μεταξύ άλλων) η Εγγυήτρια εταιρεία ζήτησαν από την Τράπεζα να συναινέσει στα παρακάτω: (α) μη συμμόρφωση του Δανειολήπτη με τις συμφωνίες της με βάση το Άρθρο 8.2 (β) και 8.5 (γ) για το σύνολο της Περιόδου Αναβολής (όπως ορίζεται παρακάτω στο παρόν) (β) τροποποίηση του περιθωρίου,(γ) αναβολή της πληρωμής ορισμένων Δόσεων Αποπληρωμής, οι οποίες καθίστανται ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια του έτους 2009 (δ) αναδιάρθρωση του Δανείου, και (γ) τροποποίηση της Δανειακής Σύμβασης, όπως ορίζεται στο Άρθρο 5 παρακάτω στην παρούσα, και η Τράπεζα συμφώνησε σε αυτά υπό όρους και υπό τον όρο (μεταξύ άλλων) να .τροποποιηθεί η Κύρια Σύμβαση κατά τον τρόπο που αναγράφεται παρακάτω στην παρούσα. ΤΩΡΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΥΜΦΩΝΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ:
- Ορισμοί
(Ι.Ι) Οι λέξεις και εκφράσεις, που ορίζονται στην Κύρια Σύμβαση και δεν ορίζονται διαφορετικά στην παρούσα (συμπεριλαμβανομένου του Προοιμίου και των Αιτιολογικών σκέψεων της παρούσας), θα έχουν την ίδια σημασία, όταν θα χρησιμοποιούνται στην παρούσα Σύμβαση.
(1.2) Στην παρούσα Σύμβαση ο όρος <<Εξασφαλιστικά Έγγραφα>> θα ερμηνεύεται κατά τρόπο, που να περιλαμβάνει τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα, όπως αυτά ορίζονται στην Κύρια Σύμβαση, όπως αυτή τροποποιείται και/η συμπληρώνεται με την παρούσα Σύμβαση
2/Δηλώσεις και Εγγυήσεις
(2.1) Κάθε Μέρος στα Εξασφαλιστικά έγγραφα, που είναι εταιρεία δηλώνει και εγγυάται από κοινού και εις ολόκληρον με την παρούσα προς την Τράπεζα ότι κατά την ημερομηνία σύναψης της παρούσας οι δηλώσεις και εγγυήσεις που αναφέρονται στην Κύρια Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα (τα οποία έχουν επικαιροποιηθεί, τηρουμένων των αναλογιών, κατά την ημερομηνία της παρούσας Σύμβασης) είναι (και θα είναι κατά την Ημερομηνία έναρξης ισχύος) αληθείς και σωστές, όπως σε περίπτωση, που το σύνολο των αναφορών, που πραγματοποιείται σε αυτές «στην παρούσα Σύμβαση», ήταν αναφορές στην Κύρια Σύμβαση, όπως αυτή τροποποιείται και συμπληρώνεται με την παρούσα Σύμβαση.
- Η σύμβαση της Τράπεζας, που περιέχεται στο Άρθρο 4 θα υπόκειται ρητά στην εκπλήρωση των όρων, που αναφέρονται στο Άρθρο 7 της Κύριας Σύμβασης και επίσης, θα υπόκειται στον όρο, σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα θα έχει λάβει την ή πριν από την ημερομηνία σύναψης της παρούσας με μορφή και περιεχόμενο που να ικανοποιούν την Τράπεζα και τους νομικούς συμβούλους της:
- Αλλαγές στην Κύρια Σύμβαση
Ο Δανειολήπτης συμφωνεί με την παρούσα με την Τράπεζα, με βάση την έγκριση της Τράπεζας και επίσης με βάση τους όρους και τις προϋποθέσεις, που περιέχονται στην παρούσα Σύμβαση, ότι συμφωνείται ή θα συμφωνηθεί με την παρούσα να αλλάξουν και/ή τροποποιηθούν και/ή συμπληρωθούν οι διατάξεις της Κύριας Σύμβασης ως εξής:
(5.4) Με ισχύ από την ημερομηνία σύναψης της παρούσας, η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 4.1 (Αποπληρωμή) και 92) η παράγραφος (γ) του άρθρου 4.2 (Εκούσια Πληρωμή) της Κύριας Σύμβασης θα διαγραφούν και θα αντικατασταθούν από τα παρακάτω:
«4.1. Ο Δανειολήπτης δεσμεύεται και αναλαμβάνει ρητά την υποχρέωση να αποπληρώσει το Δάνειο ως προς το τρέχον ανεξόφλητο κεφάλαιο των 7.700.000 δολαρίων Η.Π.Α. (επτά εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α.) με (α) καταβολή τριών (3) συνεχόμενων τριμηνιαίων δόσεων αποπληρωμής (οι «Δόσεις Αποπληρωμής»), καθεμία εκ των οποίων θα αντιστοιχεί στο ποσό των 950.000 δολαρίων Η.Π.Α. (εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α.) και καθεμιά εκ των οποίων θα από πληρωθεί κατά τις Ημερομηνίες· αποπληρωμής ούτως ώστε η πρώτη να αποπληρωθεί την 8η Ιανουαρίου 2010 και καθεμιά από τις επόμενες δόσεις να έχει ως ημερομηνία αποπληρωμής μια ημερομηνία τρεις (3) μήνες μετά την αμέσως προηγούμενη Ημερομηνία αποπληρωμής και η τελευταία (3η) από τις δόσεις αυτές να καταστεί πληρωτέα την Τελική Ημερομηνία Λήξης και (β) μία τελική δόση (balloon installment) ίση με τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια Η.Π.Α. (4.850.000 δολάρια Η.Π.Α.), (η <<Τελική Δόση>>) να καταστεί πληρωτέα μαζί με την τελευταία (την 3η) Δόση Αποπληρωμής κατά την τελική Ημερομηνία Λήξης. (γ) Κάθε παρόμοια προπληρωμή θα ισούται με ποσό τουλάχιστον 950. 000 δολαρίων Η.Π.Α. ή πολλαπλάσιο αυτού ή το υπόλοιπο του Δανείου και θα χρησιμοποιείται από την Τράπεζα για ή με σκοπό την αποπληρωμή αρχικά της Τελικής Δόσης και μετά των ανεξόφλητων Δόσεων Αποπληρωμής εκείνη τη χρονική στιγμή σε αντίστροφη σειρά από τις καθορισμένες ημερομηνίες για πληρωμή >>. Επιπλέον, στον υπό στοιχεία όρο 6 της από 30/03/2009 Πρόσθετης Σύμβασης, συνομολογήθηκαν τα ακόλουθα: << …. Εκτός από τις αλλαγές στην Κύρια Σύμβαση, που έλαβαν χώρα ή θεωρείται ότι έλαβαν χώρα, σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση, καθώς και τις τροποποιήσεις, που (ενδέχεται να) πραγματοποιηθούν μεταγενέστερα σε αυτήν, …η Κύρια Σύμβαση θα εξακολουθήσει να ισχύει πλήρως και οι εξασφαλίσεις, που έχουν συσταθεί …θα εξακολουθούν να ισχύουν πλήρως… μεταξύ δε των εξασφαλίσεων υπάγονται, όπως τούτο αποσαφηνίζεται στον υπ’ αριθμόν 11.1 όρο της αρχικής από 07-07-2008 δανειακής σύμβασης, οι εγγυήσεις, ήτοι, από κοινού η εταιρική εγγύηση και η προσωπική εγγύηση του ανακόπτοντος (βλ. σχετ. ορισμό στον υπ’ αριθμόν 1.2. όρο της αρχικής σύμβασης). Περαιτέρω, στον υπ’ αριθμόν 7 όρο της ίδιας ως άνω σύμβασης ορίστηκαν τα ακόλουθα: <<…. Ανεξάρτητα από την αλλαγή στη Δανειακή Σύμβαση, που περιέχεται στην παρούσα η εταιρική εγγύηση, που παραχώρησε η εγγυήτρια εταιρεία, στην οποία η εγγυήτρια εταιρεία βεβαιώνει εκ νέου με την παρούσα) και (β) η δέσμευση του διαχειριστή της 07ης Ιουλίου 2008 θα παραμείνουν σε πλήρη ισχύ, ως εγγύηση και/η εξασφάλιση των υποχρεώσεων του δανειολήπτη, σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση την παρούσα Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα… Στον όρο 7.2 ορίζεται ότι …<< Εκτός αν και στο βαθμό, που η Κύρια Σύμβαση τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί ρητά με την παρούσα Σύμβαση, όλοι οι όροι της Κύριας Σύμβασης θα εξακολουθούν να ισχύουν πλήρως. Η παρούσα Σύμβαση είναι τροποποιητική και ενσωματώνεται στην Κύρια Σύμβαση…>>. Περαιτέρω, στην από 09/02/2010 δεύτερη τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση, ορίστηκαν τα ακόλουθα: << …….. Και είναι τροποποιητική πρόσθετη σύμβαση της δανειακής σύμβασης της 7^ Ιουλίου 2008, η οποία συνάφθηκε μεταξύ (1) της Τράπεζας, ως Δανειοδότη, και (2) του Δανειολήπτη, ως δανειολήπτη, όπως τροποποιήθηκε και/ή συμπληρώθηκε με την Πρώτη Τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση (η «Πρώτη Τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση ») η οποία συνάφθηκε την 30η Μαρτίου 2009 μεταξύ (1) της Τράπεζας, ως δανειοδότη, (2) του Δανειολήπτη, ως δανειολήπτη και (3) της Εγγυήτριας εταιρείας, ως εγγυήτρια εταιρεία (η εν λόγω δανειακή σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε και/ή συμπληρώθηκε με την Πρώτη Τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση, θα καλείται εφεξής στο παρόν «Κύρια σύμβαση») και σύμφωνα με τους όρους της οποίος η Τράπεζα προκατέβαλε στον Δανειολήπτη ένα δάνειο με εξασφαλισμένο κυμαινόμενο επιτόκιο, συνολικού ποσού 9.000.000 Δολαρίων Η.Π.Α. (εννέα εκατομμυρίων Δολαρίων Η.Π.Α.) (το «Δάνειο») για τους σκοπούς, που περιγράφονται σε αυτήν (η Κύρια Σύμβαση, όπως τροποποιείται και/ή συμπληρώνεται με την παρούσα και όπως αυτή μπορεί να τροποποιηθεί και/ή συμπληρωθεί μελλοντικά, και η οποία θα καλείται «Δανειακή Σύμβαση»). ΕΠΕΙΔΗ: (Α) Ο Δανειολήπτης και η Εγγυήτρια εταιρεία αναγνωρίζουν και βεβαιώνουν από κοινού και εις ολόκληρον με την παρούσα ότι (α) η Τράπεζα έχει προκαταβάλλει στον Δανειολήπτη όλο το ποσό του Δανείου και (β) την ημέρα της παρούσας το κεφάλαιο των 7.400.000 Δολαρίων Η.Π.Α. (επτά εκατομμυρίων τετρακοσίων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α.>> παραμένει ανεξόφλητο Σύμφωνα με την Εταιρική Εγγύηση της 7^ Ιουλίου 2008 (η «Εταιρική Εγγύηση), η Εγγυήτρια εταιρεία εγγυήθηκε ανέκκλητα και άνευ όρων την δέουσα και έγκαιρη αποπληρωμή του Δανείου και των δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας, καθώς και την εκπλήρωση του συνόλου των υποχρεώσεων του Δανειολήπτη, σύμφωνα με τη Δανειακή Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα, που εκτελέστηκαν σύμφωνα με αυτή. (Γ) Ο Δανειολήπτης και (μεταξύ άλλων) η Εγγυήτρια εταιρεία ζήτησαν από την Τράπεζα να συναινέσει στα παρακάτω: (α) παράταση της Τελικής ημερομηνίας λήξης, (β) αναδιάρθρωση του Δανείου, και (γ) τροποποίηση της Δανειακής Σύμβασης, όπως ορίζεται στο Άρθρο 5 παρακάτω στην παρούσα, και η Τράπεζα συμφώνησε σε αυτά υπό όρους και υπό τον όρο (μεταξύ άλλων) να .τροποποιηθεί η Κύρια Σύμβαση κατά τον τρόπο, που αναγράφεται παρακάτω στην παρούσα. <<Ημερομηνία Έναρξης ισχύος>> ΤΩΡΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΥΜΦΩΝΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ:
- Ορισμοί
- Οι λέξεις και εκφράσεις, που ορίζονται στην Κύρια Σύμβαση και δεν ορίζονται διαφορετικά στην παρούσα (συμπεριλαμβανομένου του Προοιμίου και των Αιτιολογικών σκέψεων της παρούσας) θα έχουν την ίδια σημασία όταν θα χρησιμοποιούνται στην παρούσα Σύμβαση. εννοεί την 8η Ιανουαρίου 2010 ή την προγενέστερη ή μεταγενέστερη ημερομηνία εκείνη, με την οποία θα συμφωνήσει η Τράπεζα και κατά την οποία το σύνολο των όρων που περιέχονται στο Άρθρο 5 θα έχουν εκπληρωθεί και η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ.
«Δανειακή Σύμβαση» εννοεί την Κύρια Σύμβαση, όπως τροποποιείται με την παρούσα και όπως μπορεί να τροποποιηθεί και/ή συμπληρωθεί περαιτέρω κατά καιρούς.
«Τροποποίηση Υποθήκης» εννοεί την Τροποποίηση υπ’ αριθμ. 2 στην πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίου υπό σημαία Λιβερίας που καταχωρήθηκε επί του Πλοίου υπέρ της Τράπεζας, με την οποία η εν λόγω πρώτη υποθήκη θα τροποποιηθεί, εκτελεστεί ή (όπως μπορεί να απαιτείται με βάση τα συμφραζόμενα) εκτελεστεί από τον σχετική Δανειολήπτη υπέρ της Τράπεζας κατά τρόπο ικανοποιητικό για την Τράπεζα. Στην παρούσα Σύμβαση ο όρος «Εξασφαλιστικά Έγγραφα» θα ερμηνεύεται κατά τρόπο, που να περιλαμβάνει τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα, όπως αυτά ορίζονται στην Κύρια Σύμβαση, όπως αυτή τροποποιείται και/ή συμπληρώνεται με την παρούσα Σύμβαση. (α) Όπου απαιτείται με βάση τα συμφραζόμενα, λέξεις, που αναφέρονται στον ενικό αριθμό μόνον, θα περιλαμβάνουν και τον πληθυντικό αριθμό και αντίστροφα και λέξεις, που αναφέρονται σε πρόσωπα, θα περιλαμβάνουν και επιχειρήσεις- και εταιρείες, (β) οι επικεφαλίδες των παραγράφων εισάγονται αποκλειστικά και μόνον για διευκόλυνση (ως σημεία αναφοράς) και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της παρούσας Σύμβασης, (γ) οι αναφορές σε Άρθρα αφορούν άρθρα της παρούσας Σύμβασης εκτός αν άλλως προβλέπεται ρητά στην παρούσα Σύμβαση και (δ) το σύνολο των όρων, που ξεκινούν από κεφαλαίο γράμμα στην παρούσα και δεν ορίζονται διαφορετικά στην παρούσα, θα έχουν τη σημασία, που αποδίδεται σε αυτούς στην Δανειακή Σύμβαση.
2/Δηλώσεις και Εγγυήσεις
- Κάθε Μέρος στα Εξασφαλιστικά έγγραφα, που είναι εταιρεία δηλώνει και εγγυάται από κοινού και εις ολόκληρον με την παρούσα προς την Τράπεζα ότι κατά την ημερομηνία σύναψης της παρούσας οι δηλώσεις και εγγυήσεις, που αναφέρονται στην Κύρια Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα (τα οποία έχουν επικαιροποιηθεί, τηρουμένων των αναλογιών, κατά την ημερομηνία της παρούσας Σύμβασης) είναι (και θα είναι κατά την Ημερομηνία έναρξης ισχύος) αληθείς και σωστές, όπως σε περίπτωση που το σύνολο των αναφορών που πραγματοποιείται σε αυτές «στην παρούσα Σύμβαση», ήταν αναφορές στην Κύρια Σύμβαση, όπως αυτή τροποποιείται και συμπληρώνεται με την παρούσα Σύμβαση.
- Επιπρόσθετα σε όσα αναφέρονται παραπάνω στην παρούσα, ο Δανειολήπτης και η Εγγυήτρια εταιρεία δηλώνουν και εγγυώνται από κοινού και εις ολόλκληρον προς στην Τράπεζα ότι κατά την ημερομηνία σύναψης της παρούσας Σύμβασης:
(α) Κάθε Μέρος στα Εξασφαλιστικά έγγραφα, που είναι εταιρεία, έχει συσταθεί νομότυπα, υφίσταται καν λειτουργεί νόμιμα, σύμφωνα με τη νομοθεσία, που ισχύει στον τόπο σύστασής του, έχει πλήρη αρμοδιότητα να ασκεί την επιχειρηματική του δραστηριότητα, όπως αυτή ασκείται σήμερα και πλήρη αρμοδιότητα να συνάψει και εκτελέσει τις υποχρεώσεις του, σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση, την παρούσα Σύμβαση και την Τροποποίηση Υποθήκης και έχει συμμορφωθεί με το σύνολο των θεσπισμένων και λοιπών απαιτήσεων σχετικά με την επιχειρηματική του δραστηριότητα. 3. Όροι
- Η σύμβαση της Τράπεζας, που περιέχεται στο Άρθρο 4 θα υπόκειται ρητά στην εκπλήρωση των όρων, που αναφέρονται στο Άρθρο 7 της Κύριας Σύμβασης και επίσης, θα υπόκειται στον όρο, σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα θα έχει λάβει την ή πριν από την ημερομηνία σύναψης της παρούσας με μορφή και περιεχόμενο, που να ικανοποιούν την Τράπεζα και τους νομικούς συμβούλους της:
- Αλλαγές στην Κύρια Σύμβαση
Ο Δανειολήπτης συμφωνεί με την παρούσα με την Τράπεζα, με βάση την έγκριση της Τράπεζας και επίσης με βάση τους όρους και τις προϋποθέσεις, που περιέχονται στην παρούσα Σύμβαση, ότι συμφωνείται ή θα συμφωνηθεί με την παρούσα να αλλάξουν και/ή τροποποιηθούν και/ή συμπληρωθούν οι διατάξεις της Κύριας Σύμβασης, ως εξής:
5.3 Με ισχύ από την ημερομηνία σύναψης της παρούσας, η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 4.1 (Αποπληρωμή) της Κύριας Σύμβασης θα διαγραφεί και θα αντικατασταθεί από τα παρακάτω:
«4.1. Ο Δανειολήπτης δεσμεύεται και αναλαμβάνει ρητά την υποχρέωση να αποπληρώσει το Δάνειο ως προς το τρέχον ανεξόφλητο κεφάλαιο των 7.400.000 δολαρίων Η.Π.Α. (επτά εκατομμυρίων τετρακοσίων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α.) με (α) καταβολή δώδεκα (12) συνεχόμενων τριμηνιαίων δόσεων αποπληρωμής (οι «Δόσεις Αποπληρωμής»), καθεμία εκ των οποίων θα αντιστοιχεί στο ποσό των 300.000 δολαρίων Η.Π.Α. (τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α.) και καθεμιά εκ των οποίων θα αποπληρωθεί κατά τις Ημερομηνίες· αποπληρωμής, ούτως ώστε η πρώτη να αποπληρωθεί την 8η Ιανουαρίου 2010 και καθεμιά από τις επόμενες δόσεις να έχει, ως ημερομηνία αποπληρωμής, μια ημερομηνία τρεις (3) μήνες μετά την αμέσως προηγούμενη Ημερομηνία και η τελευταία (1211) από τις δόσεις καταστεί πληρωτέα την Τελική Ημερομηνία Λήξης και (β) μια τελική δόση (balloon installment) ίση με τρία εκατομμύρια οχτακόσιες χιλιάδες δολάρια Η.Π.Α. (3.800.000 δολάρια Η.Π.Α.) (η «Τελική δόση») yα καταστεί πληρωτέα μαζί με την τελευταία (την Ί2η) Δόση Αποπληρωμής κατά την τελική Ημερομηνία Λήξης.
- Με ισχύ από την Ημερομηνία έναρξης ισχύος, ο όρος (Εξασφαλιστικά έγγραφα» θα θεωρείται ότι περιλαμβάνει τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, όπως αυτά τροποποιήθηκαν και/ή συμπληρώθηκαν, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας, καθώς και την Τροποποίηση Υποθήκης και κάθε έγγραφο ή έγγραφα (συμπεριλαμβανομένης, εάν αυτό απαιτείται με βάση τα συμφραζόμενα, της Δανειακής Σύμβασης) που μπορεί να εκτελεστούν αυτή τη χρονική στιγμή ή μετέπειτα ως εξασφάλιση για την αποπληρωμή του Δανείου, των τόκων επ’ αυτού και οποιουδήποτε άλλου χρηματικού ποσού, που θα είναι πληρωτέο από την Τράπεζα, σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα (όπως ορίζονται στην παρούσα), καθώς και για την εκπλήρωση .από πλευράς του Δανειολήπτη και των Μερών στα λοιπά Εξασφαλιστικά έγγραφα (όπως ορίζονται στην παρούσα) όλων των υποχρεώσεων, συμφωνιών και συμβάσεων σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση, την παρούσα Σύμβαση και/ή τα Εξασφαλιστικά έγγραφα.
- Με ισχύ από την Ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας, ο όρος και όλες οι αναφορές στην Κύρια Σύμβαση και στα Εξασφαλιστικά έγγραφα στην έκφραση «η παρούσα Σύμβαση», «σύμφωνα με την παρούσα» και τα συναφή και οι αναφορές στα Εξασφαλιστικά έγγραφα στην «Δανειακή Σύμβαση» θα ερμηνεύονται ως αναφορές στην Κύρια Σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε και/ή συμπληρώθηκε από την παρούσα Σύμβαση.
- Συνέχιση ισχύος της Κύριας Σύμβασης καν των Εξασφαλιστικών εγγράφων. Εκτός από τις αλλαγές στην Κύρια Σύμβαση, που έλαβαν χώρα ή θεωρείται ότι έλαβαν χώρα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, καθώς και τις τροποποιήσεις, που (ενδέχεται να) πραγματοποιηθούν μεταγενέστερα σε αυτήν, οι οποίες μπορεί να είναι απαραίτητο να γίνουν, προκειμένου αυτή να είναι σύμφωνη με τους όρους της παρούσας Σύμβασης, η Κύρια Σύμβαση θα εξακολουθεί να ισχύει πλήρως και οι εξασφαλίσεις, που έχουν συσταθεί με τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, που εκτέλεσε ο Δανειολήπτης και τα Μέρη στα λοιπά Εξασφαλιστικά έγγραφα, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν πλήρως και θα είναι έγκυρες και εκτελεστές και κάθε Δανειολήπτης βεβαιώνει εκ νέου με την παρούσα τις υποχρεώσεις του, σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρούσα και με τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, στα οποία αποτελεί μέρος.
- Εκ νέου βεβαίωση της Εταιρικής Εγγύησης και της Δέσμευσης του Διαχειριστή.
Ανεξάρτητα από την αλλαγή στην Δανειακή Σύμβαση, που περιέχεται στην παρούσα (α) η Εταιρική Εγγύηση, που παραχώρησε η Εγγυήτρια εταιρεία (την οποία η Εγγυήτρια εταιρεία βεβαιώνει εκ νέου με την παρούσα) και (β) η Δέσμευση του Διαχειριστή της 7ης Ιουλίου 2008 θα παραμείνουν σε πλήρη ισχύ ως εγγύηση και/ή εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Δανειολήπτη σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση, την παρούσα Σύμβαση.
Και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα (όπως τροποποιήθηκαν με την παρούσα), σχέση με όλα τα ανεξόφλητα υπόλοιπα του Δανείου και τα λοιπά οφείλονται στην Τράπεζα σύμφωνα με την δανειακή Σύμβαση και τα εξασφαλιστικά έγγραφα.
- ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ: ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ – ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ
- Η Κύρια Σύμβαση, τα Εξασφαλιστικά έγγραφα και η παρούσα Σύμβαση αποτελούν τη σύμβαση στο σύνολό της, που συνάφθηκε μεταξύ των μερών στην παρούσα αναφορικά με το βασικό θέμα της παρούσας και υπερισχύουν κάθε προηγούμενης έκφρασης πρόθεσης ή συνεννόησης σε σχέση με την παρούσα συναλλαγή και μπορούν να τροποποιηθούν μόνον με νομικό έγγραφο, που θα εκτελεστεί εγγράφως από το μέρος εκείνο ή τα μέρη εκείνα, που δεσμεύονται ή που βαρύνονται με αυτά.
- Εκτός αν και στο βαθμό που η Κύρια Σύμβαση τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί ρητά με την παρούσα Σύμβαση, όλοι οι όροι της Κύριας Σύμβασης θα εξακολουθούν να ισχύουν πλήρως. Η παρούσα Σύμβαση είναι τροποποιητική και ενσωματώνεται στην Κύρια Σύμβαση, ενώ το σύνολο των όρων της παρούσας, συμπεριλαμβανομένων και όχι μόνον των διατάξεων σχετικά με πληρωμές, υπολογισμό τόκων και Γεγονότα Υπερημερίας, θα εφαρμόζεται για την εκπλήρωση και την ερμηνεία των όρων της παρούσας Σύμβασης.
- Καμία παραίτηση από οποιοδήποτε παρόμοιο δικαίωμα, μέσο ή εξουσία, ή από τυχόν δικαίωμα συναίνεσης σε παρέκκλιση από την αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης, της Δανειακής Σύμβασης ή οποιουδήποτε άλλου Εξασφαλιστικού εγγράφου δεν θα θίγει ή επηρεάζει τις εξουσίες που έχουν χορηγηθεί στην Τράπεζα σύμφωνα με παρούσα Σύμβαση, τη Δανειακή Σύμβαση και τα λοιπά Εξασφαλιστικά Έγγραφα ή το δικαίωμα της Τράπεζας να ενεργεί στη συνέχεια αυστηρά σύμφωνα με τους όρους της παρούσας Σύμβασης, της Δανειακής Σύμβασης και των Εξασφαλιστικών εγγράφων ούτε καμία καθυστέρηση ή παράλειψη της Τράπεζας να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα, μέσο ή εξουσία που έχει ‘ χορηγηθεί στην Τράπεζα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, την Δανειακή Σύμβαση και/ή τα Εξασφαλιστικά έγγραφα ή σύμφωνα με το Νόμο, δεν θα θίγει το δικαίωμα αυτό ή την εξουσία αυτή, ούτε θα ερμηνεύεται ως παραίτηση από, ή ως ανοχή για οποιαδήποτε υπερημερία από πλευράς του Δανειολήπτη και/ή οποιουδήποτε Μέρους στα Εξασφαλιστικά έγγραφα, ούτε οποιαδήποτε μεμονωμένη ή μερική άσκηση από πλευράς της Τράπεζας τυχόν εξουσίας, δικαιώματος ή μέτρου δεν θα αποκλείει οποιαδήποτε άλλη ή περαιτέρω άσκηση αυτών ή την άσκηση οποιασδήποτε άλλης εξουσίας, δικαιώματος ή μέσου>>.
Από τα παραπάνω με σαφήνεια προκύπτει ότι τόσο η Κύρια Δανειακή Σύμβαση όσο και οι δύο τροποποιητικές αυτής Πρόσθετες Συμβάσεις αποτελούν οργανικά ένα ενιαίο σύνολο μίας και μόνο Δανειακής Σύμβασης, όπως τούτο ορίζεται ρητά στον υπ’ αριθμόν 7.2 όρο των παραπάνω Πρόσθετων Συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση οι δύο τελευταίες (= Πρόσθετες) συμβάσεις δεν εμφανίζουν οποιουδήποτε είδους αυτοτέλεια ούτε κρίνονται, ως διακεκριμένες έναντι της αρχικής (Κύριας) Δανειακής Σύμβασης, ως προς το είδος και το ύψος της οφειλής, καθώς δεν χορηγήθηκαν στην δανειολήπτρια Εταιρεία (<<………….>>) με αυτές τις Πρόσθετες Συμβάσεις νέες πιστώσεις- δάνεια, δεδομένου ότι δεν έλαβε χώρα εκταμίευση υπέρ της πιστούχου Εταιρείας οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, αλλά αντίθετα η πιστούχος εταιρεία «………….» και η εγγυήτρια εταιρεία «………………….» αναγνώρισαν το χρεωστικό υπόλοιπο, που προέκυψε από την αρχική από 07/07/2008 Κύρια Σύμβαση Δανείου, καθορίζοντας απλά τους όρους αποπληρωμής αυτού. Δηλαδή, οι από 30/03/2009 και 09/02/2010 τροποποιητικές Πρόσθετες Συμβάσεις καταρτίστηκαν, όπως αναφέρεται με σαφήνεια στον τίτλο και στους επιμέρους όρους τους, στα πλαίσια της αρχικής Κύριας Δανειακής Σύμβασης, με σκοπό τη διαμόρφωση όρων αποπληρωμής της υφιστάμενης οφειλής, που απορρέει από την αρχική Κύρια Σύμβαση Δανείου. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της μη τήρησης από την πιστώτρια Τράπεζα ενός αυτοτελούς και διακεκριμένου λογαριασμού για τις εγγυημένες απαιτήσεις της και ενός άλλου λογαριασμού για τις μη εγγυημένες απαιτήσεις της, έτσι ώστε ο ανακόπτων- εκκαλών …………… να ευθύνεται για το οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού, στον οποίο έχουν υπαχθεί οι καλυπτόμενες με την δική του προσωπική εγγύηση απαιτήσεις της πιστώτριας Τράπεζας. Στο σημείο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος …………… με την ένδικη ανακοπή του (βλ. σχετ. σελ. 3 αυτής: << Στα πλαίσια της ανωτέρω δανειακής σύμβασης και των δύο ανωτέρω Τροποποιητικών Πρόσθετων αυτής Συμβάσεων, η πιο πάνω δανείστρια τράπεζα << ……………..>> τηρούσε τους εξής λογαριασμούς στο όνομα της δανειολήπτριας εταιρείας (<< ……….. >>), όπως αναφέρει στην διαταγή πληρωμής, ήτοι: (α) ο υπ’ αριθ. ………. λογαριασμός, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθ. ………….. λογαριασμό, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθ. ………….. λογαριασμό (β) Ο υπ’ αριθ. ………. λογαριασμός, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθ. ………… λογαριασμό, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθ. 605-62-………… λογαριασμό>>). Δηλαδή, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών συνομολογεί την τήρηση ενιαίων λογαριασμών για το σύνολο των συμβάσεων, χωρίς να επιχειρείται διάκριση σε εγγυημένες και μη απαιτήσεις. Από τα παραπάνω, δεν συνάγεται βούληση των συμβαλλομένων μερών στις δύο τροποποιητικές Πρόσθετες Συμβάσεις για κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής και αντικατάσταση αυτής με μία νέα, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για ανανέωση ενοχής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 436 του Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο : <<η ενοχή αποσβήνεται αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με το σκοπό κατάργησης, με νέα ενοχή (ανανέωση) που περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή>>. Δηλαδή, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήθελαν να συστήσουν μία νέα ενοχή, καταργώντας της υφιστάμενη, αλλά αντίθετα συμφώνησαν στους όρους και στις προϋποθέσεις αποπληρωμής της ήδη υφιστάμενης οφειλής. Κατά συνέπεια, δεν επήλθε οποιαδήποτε ουσιώδης μεταβολή της αρχικής δανειακής σύμβασης, αλλά αντίθετα με τις Πρόσθετες Συμβάσεις επιχειρήθηκε ένας διακανονισμός της αρχικής οφειλής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, με ταυτόχρονη παράταση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους και απόδοσης του χορηγηθέντος δανείου. Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση ανανέωση ενοχής, με την έννοια της δημιουργίας μίας αυτοτελούς και διακεκριμένης ενοχής έναντι της παλαιάς ενοχής αλλά ουσιαστικά τροποποίηση των όρων αποπληρωμής της οφειλής από την αρχική Κύρια Σύμβαση. Περαιτέρω, στον υπό στοιχεία 2 όρο της από 07-07-2008 σύμβασης εγγύησης αναφέρονται τα ακόλουθα: << Λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις της Τράπεζας σύμφωνα με :3ην-Σύμβαση, ο Εγγυητής, ως πρωτοφειλέτης και όχι απλά ως εγγυητής, εγγυάται με την παρούσα από κοινού και εις ολόκληρον με οποιονδήποτε άλλον εγγυητή, ανέκκλητα και άνευ όρων, προς την Τράπεζα την πλήρη, συνολική και άμεση εκπλήρωση από πλευράς Δανειολήπτη όλων των υποχρεώσεών του, σύμφωνα με τη Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, καθώς και τη νόμιμη και έγκαιρη πληρωμή προς την Τράπεζα όλων των ποσών που είναι πληρωτέα αυτή τη χρονική στιγμή ή που θα είναι πληρωτέα μελλοντικά από τον Δανειολήπτη σύμφωνα με την Σύμβαση και/ή τα Εξασφαλιστικά έγγραφα) όπως και όταν αυτά θα καταστούν πληρωτέα, είτε κατόπιν επίσπευσης ή με άλλον τρόπο και δεσμεύεται από κοινού και εις ολόκληρον και άνευ όρων έναντι της Τράπεζας ότι σε περίπτωση που ο Δανειολήπτης πραγματοποιήσει την πληρωμή κάποιου ποσού όταν αυτό καταστεί πληρωτέο σύμφωνα με την Σύμβαση και/ή τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, ο Εγγυητής, κατόπιν σχετικού αιτήματος, θα καταβάλλει όλα τα ποσά, τα οποία θα έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης. Ευθύνη του Εγγυητή θα είναι να καταβάλλει στην Τράπεζα όλο το ποσό, που μπορεί να οφείλεται κατά καιρούς στην Τράπεζα, από τον Δανειολήπτη σύμφωνα με την Σύμβαση και/ή τα Εξασφαλιστικά έγγραφα και ο Εγγυητής βεβαιώνει και συμφωνεί (με επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2.5 της παρούσας Εγγύησης) ότι η ευθύνη του Εγγυητή, σύμφωνα με την παρούσα, δεν θα μπορεί να αρθεί ή μειωθεί σε περίπτωση, που οποιοσδήποτε άλλος εγγυητής δεν εκτελέσει την εγγύησή του ή σε περίπτωση, που η Τράπεζα απαλλάξει οποιονδήποτε άλλον εγγυητή από τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την παρούσα. 2.2 Οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού του Δανειολήπτη, η οποίοι έχει υπογράφει ως σωστή από αξιωματούχο της Τράπεζας και η οποία αναφέρει το ποσό, που οφείλει ο Δανειολήπτης, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, απουσία πρόδηλου σφάλματος, θα αποτελεί δεσμευτικό, οριστικό και πλήρες αποδεικτικό στοιχείο υπέρ – και εναντίον του Εγγυητή. 2.3 Ή παρούσα Εγγύηση αποτελεί συνεχόμενη εγγύηση και θα παραμένει σε πλήρη ισχύ μέχρις ότου πληρωθούν ή εξοφληθούν όλα τα χρηματικά ποσά, που είναι πληρωτέα από τον Δανειολήπτη, σύμφωνα με την Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, και θα θεωρείται προσθήκη σε και δεν θα αντικαθιστά, ούτε θα θίγεται ή επηρεάζεται από οποιαδήποτε άλλη εξασφάλιση ή εγγύηση, η οποία έχει παρασχεθεί αυτή τη χρονική στιγμή ή θα παρασχεθεί μελλοντικά στην Τράπεζα για την πληρωμή των χρηματικών ποσών αυτών. 2.4 ο Εγγυητής δεν θα απαλλάσσεται και η ευθύνη του σύμφωνα με την παρούσα δεν θα περιορίζεται ή μειώνεται λόγω χρόνου, ανοχής ή βοήθειας, που μπορεί να δοθεί από την Τράπεζα στον Δανειολήπτη, σε οποιονδήποτε άλλον εγγυητή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με τυχόν τροποποίηση ή πρόσθετη πράξη στην Σύμβαση ή σε οποιοδήποτε Εξασφαλιστικό έγγραφο ή με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, με την λήψη, την αλλαγή, τον συμβιβασμό, την ανανέωση ή την απαλλαγή από ή την άρνηση ή αμέλεια όσον αφορά την απαλλαγή από ή την άσκηση τυχόν δικαιώματος, μέτρου ή εξασφάλισης κατά του Δανειολήπτη ή του Εγγυητή ή οποιουδήποτε άλλου εγγυητή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή προβαίνοντας σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη η οποία, αν δεν υπήρχε η παρούσα διάταξη θα λειτουργούσε υπέρ της απαλλαγής του Εγγυητή. 2.5 Οι υποχρεώσεις του Εγγυητή σύμφωνα με την παρούσα δεν θα επηρεάζονται από κανένα νομικό περιορισμό, αναπηρία, ανικανότητα (συμπεριλαμβανομένου και όχι μόνον θανάτου, νευρικού κλονισμού, πτώχευσης, διαχείρισης, αναγκαστικής διαχείρισης, εκκαθάρισης και λύσης) ή από άλλες περιστάσεις, που σχετίζονται με τον Δανειολήπτη ή με οποιονδήποτε άλλον εγγυητή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, είτε αυτό είναι γνωστό στην Τράπεζα είτε όχι, από τυχόν ακυρότητα ή ακύρωση ή κήρυξη ως ανενεργή της υποχρέωσης του Δανειολήπτη ή οποιουδήποτε άλλου εγγυητή σύμφωνα με την Σύμβαση ή οποιοδήποτε Εξασφαλιστικό έγγραφο ή με άλλον τρόπο ή από οποιαδήποτε αλλαγή κατά τη σύσταση ή τυχόν συγχώνευση ή αναδιοργάνωση του Δανειολήπτη ή οποιουδήποτε άλλου Εγγυητή, της Τράπεζας ή άλλου προσώπου. 2.6 Ο Εγγυητής παραιτείται με το παρόν από όλα τα δικαιώματα, που μπορεί να έχει ο Εγγυητής, να αιτηθεί πρώτος στην Τράπεζα να κινηθεί εναντίον ή να ασκήσει τα δικαιώματα σε σχέση με τυχόν εγγύηση ή εξασφάλιση του Δανειολήπτη ή να απαιτήσει να γίνει πληρωμή από οποιονδήποτε άλλον εγγυητή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πριν τη χρησιμοποίηση της παρούσας Εγγύησης και καμία ενέργεια που θα πραγματοποιηθεί ή παραλειφθεί από την Τράπεζα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εγγύηση ή εξασφάλιση ή άλλο μέσο πληρωμής αναφορικά με τις υποχρεώσεις του Δανειολήπτη σύμφωνα με τη Σύμβαση δεν θα απαλλάσσει, μειώνει, θίγει ή επηρεάζει την ευθύνη του Εγγυητή σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ούτε η Τράπεζα θα υποχρεούται να χρησιμοποιήσει τυχόν χρηματικό ποσό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο, που έχει λάβει, ως αποτέλεσμα οποιοσδήποτε άσκησης δικαιώματος ή χρησιμοποίησης οποιασδήποτε άλλης εγγύησης ή εξασφάλισης ή άλλου μέσου πληρωμής με σκοπό την μείωση των ευθυνών του Δανειολήπτη σύμφωνα με την Σύμβαση και τα λοιπά Εξασφαλιστικά έγγραφα. 2.7 Μέχρις ότου πληρωθούν ή εξοφληθούν ολοσχερώς όλα τα χρηματικά ποσά, οι υποχρεώσεις και οι οφειλές, που οφείλονται από ή έχουν δημιουργηθεί από τον Δανειολήπτη προς την Τράπεζα σύμφωνα με την Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά έγγραφα, ο Εγγυητής συμφωνεί να μην ασκήσει ή εκτελέσει κανένα από τα δικαιώματά του περί υποκατάστασης και αποζημίωσης ή αναγωγής κατά του Δανειολήπτη και συμφωνεί να μην απαιτήσει κανέναν συμψηφισμό ή ανταγωγή κατά του Δανειολήπτη ούτε να ζητήσει ή να αποδείξει αντιμαχόμενος την Τράπεζα σε περίπτωση πτώχευσης, αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης οποιουδήποτε εγγυητή ή του Εγγυητή υπό όρους ότι το όφελος από τέτοια αποδεικτικά μέσα και το σύνολο των χρηματικών ποσών, που θα παραληφθούν σε σχέση με αυτά, θα τηρηθούν σε καταπίστευμα για την Τράπεζα και θα χρησιμοποιηθούν με τον τρόπο εκείνον, που η Τράπεζα θα θεωρήσει κατάλληλο ή να έχει όφελος ή μερίδιο σε οποιαδήποτε άλλη εγγύηση ή εξασφάλιση, που έχει παρασχεθεί αυτή τη χρονική στιγμή ή θα παρασχεθεί μελλοντικά στην Τράπεζα, χρηματικό ποσό, που θα παραλάβει η Τράπεζα από τον Εγγυητή τεθεί προς πίστωση ενός μεταβατικού λογαριασμού με σκοπό να προστατεύεται οποιοδήποτε αντίστοιχο δικαίωμά της να αποδείξει το σύνολο των απαιτήσεων της κατά του Δανειολήπτη. 2.8 Οποιαδήποτε διευθέτηση ή απαλλαγή μεταξύ της Τράπεζας και του Εγγυητή δεν θα προϋποθέτει καμία εξασφάλιση ή πληρωμή ποσού προς την Τράπεζα από τον Δανειολήπτη ή από οποιονδήποτε άλλον εγγυητή ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που έχει αποφευχθεί ή ακυρωθεί ή που έχει διαταχθεί να αποζημιωθεί ή να μειωθεί δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης ή νομοθεσίας σε σχέση με πτώχευση, αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση που ισχύει την τρέχουσα περίοδο ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο και η Τράπεζα θα δικαιούται να ανακτήσει από τον Εγγυητή την αξία, την οποία η Τράπεζα έχει θέσει για την εξασφάλιση αυτή ή το ποσό οποιασδήποτε παρόμοιας πληρωμής, όπως σε περίπτωση, που μια παρόμοια διευθέτηση ή απαλλαγή δεν είχε συμβεί και καμία παρόμοια πληρωμή ποσού δεν είχε πραγματο ποιηθεί 2.9 Ο Εγγυητής συμφωνεί να καταβάλλει τόκο (στο βαθμό, που ο τόκος αυτός δεν καταβάλλεται από τον Δανειολήπτη) από την ημερομηνία κατά την οποία ο Δανειολήπτης δεν θα πραγματοποιήσει την πληρωμή σύμφωνα με την Σύμβαση ή σύμφωνα με οποιοδήποτε Εξασφαλιστικό έγγραφο (ή, αν προηγείται, από την ημερομηνία κατά την οποία η νομική ευθύνη του Δανειολήπτη να καταβάλλει τόκο σύμφωνα με την Σύμβαση πάψει να υφίσταται λόγω διατάξεων ή λόγω νόμων σε σχέση με πτώχευση, αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση ή άλλων) μέχρις ότου εξοφληθεί ολοσχερώς το σύνολο των χρηματικών ποσών και υποχρεώσεων και οφειλών για τα οποία/τις οποίες παρέχεται εγγύηση με την παρούσα, ενώ ο τόκος αυτός θα πρέπει να καταβληθεί πριν και μετά από κάθε απόφαση με επιτόκιο, που θα ισούται εκείνη τη χρονική στιγμή με το επιτόκιο, που είναι πληρωτέο, σύμφωνα με τη Σύμβαση… 2.12 Οποιαδήποτε παραδοχή οφειλής από τον Δανειολήπτη θα είναι αυτομάτως δεσμευτική για τον Εγγυητή….2.15 Ως ξεχωριστή και ανεξάρτητη διάταξη, ο Εγγυητής συμφωνεί πως εάν τυχόν υποτιθέμενη υποχρέωση ή οφειλή του Δανειολήπτη, η οποία θα αποτελούσε το αντικείμενο της παρούσας Εγγύησης, εφόσον ήταν έγκυρη και εκτελεστή, δεν είναι ή πάψει να είναι έγκυρη ή εκτελεστή κατά του Δανειολήπτη για οποιονδήποτε λόγο, είτε αυτός είναι γνωστός είτε άγνωστος στην Τράπεζα (συμπεριλαμβανομένης και όχι μόνον τυχόν παράτυπης άσκησης ή απουσίας τυχόν εταιρικής αρμοδιότητας ή έλλειψης εξουσίας, ή παράβαση καθήκοντος από πλευράς οποιουδήποτε προσώπου, που υποτίθεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του Δανειολήπτη ή οποιουδήποτε άλλου νομικού ή άλλου περιορισμού, είτε σύμφωνα με τους Νόμους περί Περιορισμών ή άλλως ή οποιασδήποτε αναπηρίας ή ανικανότητας ή τυχόν αλλαγής στο καταστατικό του Δανειολήπτη), ο Εγγυητής, παρόλα ταύτα, θα ευθύνεται έναντι της Τράπεζας όσον αφορά την υποτιθέμενη υποχρέωση ή οφειλή, όπως ακριβώς σε περίπτωση που αυτή ήταν απολύτως έγκυρη και εκτελεστή και ο Εγγυητής ήταν ο κύριος οφειλέτης σε σχέση με αυτήν. Ο Εγγυητής συμφωνεί με την παρούσα να αποζημιώσει πλήρως την Τράπεζα κατόπιν αιτήματος για το σύνολο των ζημιών, απωλειών, εξόδων και δαπανών που θα προκύψουν σε περίπτωση που ο Δανειολήπτης δεν εκπληρώσει ή τακτοποιήσει οποιαδήποτε παρόμοια υποτιθέμενη υποχρέωση ή οφειλή….2.17 Ο Εγγυητής συμφωνεί να δεσμεύεται από την Εγγύηση ανεξάρτητα από το αν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που έπρεπε να εκτελέσει ή να δεσμευτεί από άλλη εγγύηση ή ασφάλεια σύμφωνα με ή με βάση την Σύμβαση μπορεί να μην το πράξει ή μπορεί να μην δεσμεύεται στην πραγματικότητα και ανεξάρτητα από το αν οποιαδήποτε παρόμοια άλλη εγγύηση ή ασφάλεια μπορεί να καθοριστεί ή να καταστεί άκυρη ή μη εκτελεστή εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου, είτε η Τράπεζα ενημερωθεί είτε όχι για το γεγονός αυτό. 4.4 Οι δηλώσεις και εγγυήσεις του άρθρου 4.1 έως 4.3 θα θεωρούνται ότι επαναλαμβάνονται από τον Εγγυητή την ημερομηνία και κάθε ημέρα από την ημερομηνία της παρούσας Εγγύησης μέχρις ότου όλο το χρηματικό ποσό, που έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο ή οφείλεται από τα Μέρη στα Εξασφαλιστικά έγγραφα ή από οποιοδήποτε εξ αυτών σύμφωνα με την Σύμβαση, την παρούσα Εγγύηση και τα λοιπά Εξασφαλιστικά έγγραφα να έχει αποπληρωθεί ολοσχερώς, όπως σε περίπτωση, που αυτό είχε γίνει με αναφορά στα γεγονότα και τις περιστάσεις, που ίσχυαν κάθε τέτοια ημέρα.>>. Από τα παραπάνω συνάγεται ευχερώς ότι ο Εγγυητής δεν θα απαλλάσσεται και η ευθύνη του δεν θα περιορίζεται ή μειώνεται λόγω χρόνου ανοχής ή βοήθειας, που μπορεί να δοθεί από την Τράπεζα στο δανειολήπτη … με τυχόν τροποποίηση ή πρόσθετη πράξη στη σύμβαση, ενώ οποιαδήποτε παραδοχή οφειλής από τον Δανειολήπτη θα είναι αυτομάτως δεσμευτική για τον εγγυητή>>. Από την ερμηνεία των παραπάνω όρων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Αστικού Κώδικα, που τυγχάνει εφαρμοστέος εν προκειμένω, καθώς προκρίθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε επικαλούνται στην ένδικη υπόθεση (βλ. σχετ. τον υπό στοιχεία 16.1 όρο της Κύριας Σύμβασης: <<Η παρούσα Σύμβαση θα διέπεται από και ερμηνεύεται σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο και ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις (ι) της Πράξης της Νομισματικής Επιτροπής με Α/Α 187/ 1978 (ιι) του Π.Δ. της 17.7/ 13.8.1923 <<Ειδικές διατάξεις περί Ανωνύμων Εταιρειών>> και (ιιι) των ειδικών όρων, που αναφέρονται στις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας Αρχής. Επιπλέον, ο Δανειολήπτης αναγνωρίζει με την παρούσα και δηλώνει ότι έχει ενημερωθεί πλήρως για τους Γενικούς όρους Συναλλαγών της Τράπεζας.… συμφωνείται με την παρούσα ότι οι εν λόγω Γενικοί όροι συναλλαγών θεωρούνται ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας Σύμβασης>>). Κατόπιν τούτων, δεν προκύπτει βούληση των συμβαλλομένων μερών για κατάργηση της παλαιάς οφειλής και σύσταση μίας άλλης νέας διακεκριμένης οφειλής, ήτοι, για ανανέωση οφειλής, αλλά ουσιαστικά για τροποποίηση των όρων αποπληρωμής της ήδη υπάρχουσας οφειλής. Εξάλλου, αν όντως τα μέρη αποσκοπούσαν στην κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής, θα προέβλεπαν συνακόλουθα κατά τρόπο ρητό και την απαλλαγή του ανακόπτοντος εκκαλούντος ……………. από την προσωπική εγγύηση, την οποία ο τελευταίος είχε παράσχει κατά τα παραπάνω σχετικά με την προσήκουσα εκπλήρωση των όρων της σύμβασης από την πλευρά της δανειολήπτριας Εταιρείας, κάτι, που θα επεδίωκε και ο ίδιος, με το να υποβάλλει σχετικό αίτημα, έτσι ώστε να υπογραφεί η σχετική Πρόσθετη Πράξη. Συνεπώς, από τους παρατιθέμενους συμβατικούς όρους δεν προβλέπεται ή έστω συνάγεται σιωπηρά ότι οι τροποποιητικές συμβάσεις επιφέρουν εξόφληση ή ανανέωση της αρχικής οφειλής αλλά η βούληση των συμβαλλομένων μερών συνίσταται στο διακανονισμό της οφειλής προς διευκόλυνση των ενεχόμενων και προκειμένου να αποφευχθούν οι συνέπειες της υπερημερίας τους. Άλλωστε, στην περίπτωση απαλλαγής του εγγυητή από την ευθύνη του τηρείται και ακολουθείται από τα Πιστωτικά Ιδρύματα συγκεκριμένη διαδικασία αυστηρά καθορισμένη, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι άτυπη ήτοι, προφορική, έτσι ώστε να αποτρέπεται η ανασφάλεια και σύγχυση περί τις συναλλαγές. Ειδικότερα, το κατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο χορήγησε την πίστωση, έχει την αρμοδιότητα να παραλάβει το έγγραφο αίτημα απαλλαγής εγγυητή, εφόσον υποβληθεί από το ενδιαφερόμενο προς τούτο μέρος, να εξετάσει αυτό και στη συνέχεια να συντάξει εισήγηση επί του αιτήματος αυτού. Στη συνέχεια, διαβιβάζει την εισήγησή του με το παραπάνω αίτημα στην αρμόδια υπερκείμενη- εποπτεύουσα περιφερειακή Διεύθυνση της Τράπεζας, στην οποία υπάγεται το συγκεκριμένο κατάστημα και που είναι αποκλειστικά αρμόδια, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το αίτημα απαλλαγής του εγγυητή. Στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία εγκριθεί το αίτημα απαλλαγής εγγυητή, το Πιστωτικό ίδρυμα με τους προστηθέντες υπαλλήλων του συνάπτει τη σχετική πράξη απαλλαγής του εγγυητή, υπογράφοντας με την πιστούχο και τους εγγυητές πρόσθετη πράξη απαλλαγής του εγγυητή. Το γεγονός ότι ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών δεν συμβλήθηκε ατομικά και για λογαριασμό του κατά την υπογραφή των παραπάνω Πρόσθετων Πράξεων δεν συνεπάγεται ούτε επιφέρει την άρση της υποχρέωσής του, ως εγγυητή, ούτε άλλωστε συνάγεται από αυτό βούληση της δανείστριας Τράπεζας για απαλλαγή του. (βλ. σχετ. 2.4 <<Ο Εγγυητής δεν θα απαλλάσσεται και η ευθύνη του, σύμφωνα με την παρούσα, δεν θα περιορίζεται ή μειώνεται λόγω χρόνου, ανοχής ή βοήθειας, που μπορεί να δοθεί από την Τράπεζα στον Δανειολήπτη, σε οποιονδήποτε άλλον εγγυητή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, με τυχόν τροποποίηση ή πρόσθετη πράξη στην σύμβαση ή σε οποιοδήποτε Εξασφαλιστικό έγγραφο ή με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο… ή την απαλλαγή …του Εγγυητή>>). Περαιτέρω, προέκυψε ότι την 03/06/2011 η δανείστρια Τράπεζα «………………» προέβη σε δήλωση καταγγελίας της επίδικης Δανειακής Σύμβασης, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με την Πρώτη και Δεύτερη πιο πάνω Τροποποιητικές Πρόσθετες Συμβάσεις, με την ίδιας ημερομηνίας εξώδικη ειδοποίηση υπερημερία-καταγγελία-όχληση προς πληρωμή, που επιδόθηκε με επιμέλεια της στην ανωτέρω δανειολήπτρια εταιρεία «………….», στην εγγυήτρια εταιρεία «………….», καθώς επίσης και στον ανακόπτοντα και ήδη εκκαλούντα …………………, ως προσωπικό εγγυητή, καλώντας αυτούς να της καταβάλουν το κατά την ημεροχρονολογία της καταγγελίας χρηματικό ποσό των έξι εκατομμυρίων οκτακοσίων ογδόντα τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα ενός και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (6.883.161,74) Δολαρίων Η.Π.Α. πλέον τόκων από την επόμενη ημέρα της καταγγελίας μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού. Επίσης, προέκυψε ότι προς εξυπηρέτηση της ένδικης (Κύριας) Σύμβασης Δανείου και των τροποιητικών αυτής Συμβάσεων τηρήθηκαν από την πιστώτρια Τράπεζα οι υπ’ αριθμόν …… και ……… λογαριασμοί από την εκταμίευση του δανείου ύψους εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δολαρίων Η.Π.Α. την 08/07/2008 μέχρι την 06/06/2011. Η από 03/06/2011 εξώδικη δήλωση-καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα-εκκαλούντα ………….. αυθημερόν υπογράφηκε από τους …………… (Υπάλληλο Εξυπηρέτησης Πελατών) και …………. (Αναπληρωτή Προϊστάμενο Τμήματος Ναυτιλιακών Εργασιών). Η δήλωση καταγγελίας παραλήφθηκε από το Δικηγόρο . ………., διορισμένο αντίκλητο του ανακόπτοντος- εγγυητή χωρίς ο τελευταίος να αποκρούσει την εγκυρότητά της λόγω μη επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου κατά το χρονικό διάστημα από την 03/06/2011, οπότε επιδόθηκε σε αυτόν η δήλωση καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης, μέχρι την 28/06/2022, χρόνος, κατά τον οποίο επιδόθηκε σε αυτόν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ήτοι, για χρονικό διάστημα έντεκα (11) ετών, κάτι άλλωστε, που ούτε και ο ίδιος επικαλείται αλλά ούτε και προέκυψε ότι εξέφρασε οποιαδήποτε επιφύλαξη κατά την επίδοση σε αυτόν της δήλωσης καταγγελίας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………..-06-2011 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, ήτοι, δεν προκύπτει οποιαδήποτε ενέργεια του εκκαλούντος- ανακόπτοντος συνιστάμενη σε απόκρουση της δήλωσης καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση είτε σε αίτημα επίδειξης της έγγραφης πληρεξουσιότητας προς τους υπογράφοντες την καταγγελία αλλά το πρώτον υπέβαλε το σχετικό αίτημα με την ένδικη ανακοπή του. Επιπλέον, προέκυψε η σιωπηρή έγκριση της δήλωσης καταγγελίας από την δανείστρια Τράπεζα με το να ζητήσει την επίσημη μετάφραση αυτής από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, προκειμένου στη συνέχεια να προβεί στην κατάθεση της από 10/03/2022 αιτήσεως ενώπιον της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για έκδοση διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, κατά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, προσκομίστηκαν τα ακόλουθα έγγραφα για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής: (Α) Η από 04/10/2016 εξουσιοδότηση, (Β) το από 12/09/2016 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, το από 12/09/2016 πρακτικό απόφασης Γενικής Συνέλευσης και (Γ) το με αριθμό 925/05-04-2016 ΦΕΚ (Τεύχος Β’) και (Δ) με την από 19/10/2016 εξουσιοδότηση του ………. προς τους αναφερόμενους στην εξουσιοδότηση πληρεξούσιους Δικηγόρους, προκειμένου να ζητήσουν από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών μεταξύ άλλων εγγράφων τη μετάφραση και της από 03/06/2011 δήλωσης καταγγελίας, γεγονός, που καταδεικνύει την εκ των υστέρων έγκριση της δήλωσης καταγγελίας από τη δανείστρια Τράπεζα, όπως προεκτέθηκε. Επιπλέον, προέκυψε ότι μετά τη δήλωση καταγγελίας τηρήθηκε ο υπ’ αριθμόν …………. λογαριασμός, που αποτελεί λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και στον οποίο μεταφέρθηκαν τα χρηματικά ποσά (37. 401,60+1.300.000) κατά την 08-10-2008 από το λογαριασμό ……….. Ο υπό στοιχεία ………… λογαριασμός ακολούθως μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμόν ……… λογαριασμό. Επίσης, από τη δανείστρια Τράπεζα τηρήθηκε ο υπ’ αριθμόν ……………… λογαριασμός, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμόν …………. λογαριασμό, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμόν ……………. λογαριασμό, οι οποίοι (= λογαριασμοί), αντίγραφα των οποίων προσκομίστηκαν κατά την υποβολή της αίτησης ενώπιον της Δικαστή για έκδοση διαταγής πληρωμής με ανάλυση του χρεωστικού υπολοίπου τους ανά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο του υπ’ αριθμόν ……….. λογαριασμού ύψους επτά εκατομμυρίων ενενήντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων και ογδόντα τριών λεπτών (7.092. 454,83) δολαρίων Η.Π.Α αναλύεται σε υπόλοιπο κεφαλαίου τεσσάρων εκατομμυρίων τετρακοσίων ογδόντα μία χιλιάδων εβδομήντα εννέα και είκοσι τριών (4.481.079,23) δολαρίων Η.Π.Α., μη καταλογισμένους συμβατικούς τόκους δύο εκατομμυρίων εκατόν τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα οκτώ και εξήντα τριών λεπτών (2.104. 388,63) δολαρίων Η.Π.Α., μη καταλογισμένους τόκους ποινής πεντακοσίων έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα τριών και πενήντα δύο λεπτών (506.553,52) δολαρίων Η.Π.Α. και προμήθειες τετρα κοσίων τριάντα τριών και σαράντα πέντε (433,45) δολαρίων Η.Π.Α., το δε υπόλοιπο του υπ’ αριθμόν …………… λογαριασμού ύψους είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα πέντε και εβδομήντα εννέα (24.495,79) δολαρίων Η.Π.Α., αναλύεται σε μη καταλογισμένους συμβατικούς τόκους επτά χιλιάδων διακοσίων σαράντα πέντε και δεκαεννέα λεπτών (7.245,19) δολαρίων Η.Π.Α., σε μη καταλογισμένους τόκους ποινής χιλίων επτακοσίων σαράντα εννέα και εξήντα τριών λεπτών (1.749,63) δολαρίων Η.Π.Α. και σε έξοδα δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων και ενενήντα επτά λεπτών (15.500,97) δολαρίων Η.Π.Α. Περαιτέρω, προέκυψε ότι η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και δανείστριας με την επωνυμία «………..», ανακλήθηκε με την υπό στοιχεία ΕΠΑΘ ΤτΕ 73/1/ 10.5.2013 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1137/10.5.2013} και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Με την υπό στοιχεία ΕΠΑΘ ΤτΕ 182/1/4,4.2016 (Φ.Ε.Κ. Β’ 925/2016) διορίστηκε ειδικός Εκκαθαριστής του πιστωτικού ιδρύματος «……………..» (υπό ειδική εκκαθάριση), η καθ’ ης και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………..» και διακριτικό τίτλο « …………..», η οποία, με την ιδιότητά της, ως ειδική εκκαθαρίστρια του πιστωτικού ιδρύματος «…………………..», υπέβαλε ενώπιον της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10/ 3/ 2022 και με Γ.Α.Κ. …../2022 (Ε.Α.Κ.Δ) …../2022 αίτηση της για έκδοση διαταγής πληρωμής, επί της οποίας (= αιτήσεως) εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν …../2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία ανέκοψε ο εκκαλών …………., επικαλούμενος καταρχήν ακυρότητα αυτής ως προς τον ίδιο, καθότι επήλθε με τις τροποποιητικές Πρόσθετες Συμβάσεις ουσιαστικά ανανέωση της ενοχής. Σχετικά με τον λόγο αυτό, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Με την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει, ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΑΠ 2120/2013). Εξάλλου, η δήλωση βούλησης μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ρητή (άμεση) είναι αυτή, που γίνεται με λέξεις ή νεύματα που εμφανίζουν και εκφράζουν κατευθείαν την βούληση και διακρίνεται σε τυπική ή άτυπη. Σιωπηρή (έμμεση) είναι εκείνη, που συνάγεται από πράξεις, που γίνονται για άλλον σκοπό αλλά συμπερασματικά εμφαίνουν ορισμένη βούληση. Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή, η δικαιοπρακτική βούληση συνάγεται εκ των υστέρων στην συγκεκριμένη περίπτωση σε συνδυασμό με το σύνολο των ειδικών περιστατικών και με κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ο δε επικαλούμενος την σύναψη σιωπηρής συμφωνίας οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει την πρόταση προς κατάρτιση της σύμβασης και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται η σιωπηρή αποδοχή εκείνου, προς τον οποίο απευθύνθηκε η πρόταση, ενώ αντίστοιχες παραδοχές πρέπει να περιλαμβάνει και η δεχόμενη τη σύναψη τέτοιας σιωπηρής συμφωνίας δικαστική απόφαση, ώστε να έχει σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες για το ζήτημα αυτό (ΑΠ 1936/2008). Επομένως, η αρχική σύμβαση μπορεί με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί (ΑΠ 776/2018, ΑΠ 1842/2013, ΑΠ 766/2003). Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 185, 191 και 193 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Αντίστοιχα, η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σε αυτόν, που πρότεινε. Δικαιοπρακτικός χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική, μπορεί ερμηνευτικά να δοθεί και στη σιωπή εκείνου, προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση (ΑΠ 600/2017, ΑΠ 884/2013, 1110/2013). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 436 ΑΚ η ενοχή αποσβέννυται, αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με σκοπό καταργήσεως, με νέα ενοχή (ανανέωση), που περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή. Δηλαδή, η δημιουργούμενη με τη σύμβαση ανανέωσης νέα ενοχή διαφοροποιείται της πρώτης από την ύπαρξη κάποιου νέου στοιχείου, που μπορεί να αφορά το αντικείμενο, την αιτία ή τα υποκείμενα. Για το κύρος της σύμβασης ανανέωσης ενοχής απαραίτητος όρος είναι να υπάρχει σκοπός ανανέωσης, σκοπός δηλαδή των συμβαλλομένων μερών για κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής και αντικατάστασή της με τη συνιστώμενη νέα ενοχή. Ο σκοπός αυτός δεν εικάζεται, αλλά ούτε και είναι ανάγκη να δηλώνεται ρητά στη σύμβαση, αφού αρκεί να συνάγεται και σιωπηρά, όμως κατά τρόπο σαφή, πρέπει δε να γίνεται επίκλησή του και να αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο αυτόν (ΑΠ 1285/2017, ΑΠ 1399/2015). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, από τη θέση σε ισχύ της νέας ενοχής αυτομάτως επέρχεται απόσβεση της παλαιάς ενοχής και δεν μπορεί να προβληθούν δικαιώματα ή ενστάσεις από την παλαιά ενοχική σχέση (Α.Π. 845/2019, ΑΠ 1388/2011). Συνεπώς, η βούληση των μερών να αποσβέσουν την παλαιά ενοχή πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια από άλλα περιστατικά, τα οποία συνοδεύουν την πράξη της έκδοσης ή μεταβίβασης του τίτλου (ΑΠ 279/2015, ΑΠ 840/2015, ΑΠ 1620/2014, ΑΠ 1825/2012, Ν. Λεοντή, ΕρμΑΚ, 1ος τόμος, 2020, σελ. 1220 αριθ. 10). Στην περίπτωση ανανέωσης, οι εγγυητές, τα ενέχυρα ή οι υποθήκες της παλαιάς ενοχής διατηρούνται υπέρ της νέας μόνον αν συναίνεσε ο εγγυητής ή ο κύριος του ενυπόθηκου ή του πράγματος, που έχει ενεχυριαστεί, οφειλέτης ή τρίτος (άρθρο 439).Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, από τη θέση σε ισχύ της νέας ενοχής αυτομάτως επέρχεται απόσβεση της παλιάς ενοχής και δεν μπορεί να προβληθούν ενστάσεις από την παλιά ενοχική σχέση (ΑΠ 1375/2011), ο δε εγγυητής, που δεν συναίνεσε στην ανανέωση της σύμβασης επί σκοπώ κατάργησης αυτής, ελευθερώνεται και παύει να ευθύνεται. (Α.Π. 1352.2022). Περαιτέρω, η σύμβαση εγγύησης των άρθρων 847 επ ΑΚ είναι μια ετεροβαρής σύμβαση με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή και αντισυμβαλλόμενο του την ευθύνη ότι η οφειλόμενη από τον πρωτοφειλέτη παροχή θα καταβληθεί σε εκείνον από τον πρωτοφειλέτη ή από τον ίδιο. Ο έμμεσος σκοπός (αιτία causa) της σύμβασης εγγύησης είναι δηλαδή η εξασφάλιση του δανειστή από τον κίνδυνο μη ικανοποίησης του από τον πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1850/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1500/2008 ΝοΒ 2009.848, Εφ. Πειρ . 430/2008 ΔΕΕ 2009. 1247, Εφ. Πατρ 632/ 2007 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>). Η κύρια παροχή μπορεί να είναι χρηματική η και οποιουδήποτε άλλου είδους καθώς επίσης και να αφορά μελλοντική απαίτηση ή απαίτηση υπό αίρεση αναβλητική ή διαλυτική, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η εγγύηση θα λειτουργήσει με την πλήρωση της αίρεσης. Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση, που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες που του πταίσματος ή της υπερημερίας του οφειλέτη. Η απαίτηση του δανειστή σε βάρος του εγγυητή, από τη μεταξύ τους σύμβαση εγγύησης, καθίσταται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, από της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη, η οποία επέρχεται και με την παρέλευση της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας για την εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 843/2011 ΕλλΔνη 2012. 1259). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, δεν επήλθε ανανέωση της οφειλής, με την έννοια της δημιουργίας μίας νέα κατά περιεχόμενο και είδος οφειλής ανεξάρτητης από την προηγούμενη στηριζόμενη σε διαφορετική έννομη σχέση, έτσι ώστε να πρόκειται για μία αυθύπαρκτη οφειλή, στην οποία αποσκοπούσαν τα συμβαλλόμενα μερη. Εν προκειμένω δεν προέκυψε ότι με τις δύο τροποποιητικές Πρόσθετες Συμβάσεις καθιδρύθηκε μία νέα ενοχή, για την οποία δεν υποχρεούται ο Ανακόπτων και ήδη εκκαλών. Αντίθετα, η ευθύνη του απορρέει από την από 07-07-2008 σύμβαση προσωπικής/ατομικής εγγύησης υπέρ της προσήκουσας εκτέλεσης των όρων της Κύριας Σύμβασης, όπως αναλύθηκε αυτή παραπάνω, με αναφορά στους κρίσιμους και ουσιώδεις κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου όρους, διατηρείται δε αυτή η υποχρέωσή του για πληρωμή του χρηματικού ποσού αυτούσια μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού, ήτοι, του χρηματικού ποσού, που επιδικάστηκε με τη ανακοπτόμενη υπ’ αριθμόν 165/2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (= χρηματικού ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000,00) δολαρίων Η.Π.Α., κατά το ισόποσο αυτού σε ευρώ, με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, το οποίο αποτελεί μέρος της ανωτέρω έντοκης απαίτησης από την ως άνω σύμβαση, ρητά επιφυλασσόμενης της τράπεζας για το σύνολο της οφειλής, όπως αυτή θα διαμορφωθεί πλέον νόμιμων τόκων και εξόδων από 19/10/2021, ήτοι από την επόμενη της τελευταίας ημερομηνίας υπολογισμού των τόκων και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση με το κατά την επίδικη σύμβαση συνομολογημένο επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και Ευρώ χίλια οκτακόσια (1.800 Ε) για δικαστικά έξοδα εκδόσεως της παρούσας Διαταγής Πληρωμής). Άλλωστε, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε ουσιαστικά με βάση την από 07-07-2008 Κύρια Σύμβαση, στους όρους της οποίας ρητά αναφέρεται προς θεμελίωση της ευθύνης του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος και συνακόλουθα υποχρέωσης του εκκαλούντος- ανακόπτοντος για την πληρωμή του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού. Άλλωστε, αυτήν εκλαμβάνει ως τη κύρια έννομη σχέση, από την οποία απορρέει το επιδικασθέν με την υπ’ αριθμόν …../2022 διαταγή πληρωμής χρηματικό ποσό και υπέρ της προσήκουσας εκπλήρωσης της οποίας ρητά εγγυήθηκε ο ανακόπτων χωρίς η τελευταία (= δανειακή σύμβαση) να καταργηθεί, επιφέροντας συνακόλουθα και απαλλαγή του εκκαλούντος από την προσωπική εγγύησή του, όπως αβάσιμα διατείνεται ο εκκαλών- ανακόπτων. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος πρώτος (1ος) κατά σειρά λόγος της ένδικη ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. Περαιτέρω, ο ανακόπτων- εκκαλών επικαλείται ακυρότητα της από 03-06-2011 εξώδικης ειδοποίησης υπερημερίας- καταγγελίας- όχλησης προς πληρωμή, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα. Επί του λόγου αυτού πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Η καταγγελία τυγχάνει η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων, που απευθύνεται στον άλλον, με την οποία εκφράζεται η βούλησή του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στο νόμο, ασκείται δε είτε με εξώδικη δήλωση είτε με αγωγή. Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλόμενους. Δεν αποκλείεται όμως να ασκηθεί και από αντιπρόσωπο-πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216,217 ΑΚ). Εφόσον η καταγγελία είναι άτυπη και η πληρεξουσιότητα που χορηγείται για την άσκησή της είναι επίσης άτυπη (άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ). Στην περίπτωση των νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα παράσχει εκείνος, που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησής τους. Σε περίπτωση καταγγελίας, που έγινε από αναρμόδιο ή στερούμενο της σχετικής εξουσίας πρόσωπο δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στη με αναδρομική ενέργεια μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου, διότι, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, για τη συντέλεση αυτής, απαιτείται δήλωση βούλησης από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, η οποία μόνο με το όργανο, το οποίο το εκπροσωπεί, μπορεί να πραγματοποιηθεί (πρβλ. 1171/2019 Nomos). Η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτεί για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλο δικαιοπραξίας την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι συνέπειες από τη μη επίδειξη του πληρεξούσιου εγγράφου εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Έτσι, ειδικότερα όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί αλλιώς έχει το δικαίωμα αυτός, προς τον οποίο γίνεται, να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226 ΑΚ) και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, εάν δεν εναντιωθεί αυτός, προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων και έγινε από αντιπρόσωπό του, (βλ. Α Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου, Ερμ.ΑΚ, άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396), πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσαγωγή συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και όταν το περί καταγγελίας εξώδικο έγγραφο υπογράφει Δικηγόρος. Σημειώνεται άτι δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, διότι η καταγγελία, που ασκείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη προπαρασκευαστική της δίκης, αφού αντιθέτως αποτελεί ενέργεια πριν από τη δίκη και μάλιστα ενέργεια όχι δικονομική αλλά ουσιαστική, δηλαδή άσκησης του σχετικού δικαιώματος (Εφ.Αθ. 5900/1995, ΕΛΙΚΠΟΛΥΚ 1996,145). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, δεν προέκυψε ότι ο ανακόπτων αμφισβήτησε το πρώτον με την επίδοση στο διορισμένο ως αντίκλητο του εκκαλούντος- ανακόπτοντος Δικηγόρο Κωνσταντίνο Ντέγκα της από 03/06/2011 εξώδικης δήλωσης την ύπαρξη πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του ………. (Υπάλληλου Εξυπηρέτησης Πελατών) και του …………. (Αναπληρωτή Προϊστάμενου Τμήματος Ναυτιλιακών Εργασιών) για τη διενέργεια της συγκεκριμένης ενέργειας, ενώ δεν αμφισβητήθηκε από τον εκκαλούντα- ανακόπτοντα η εγκυρότητά αυτής λόγω μη επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου κατά το χρονικό διάστημα από το χρόνο επίδοσης (03/06/2011) μέχρι την 28/06/2022, οπότε επιδόθηκε σε αυτόν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ήτοι, για χρονικό διάστημα έντεκα (11) ετών. Το χρονικό αυτό διάστημα καταδεικνύει και στοιχειοθετεί εννοιολογικά υπαίτια καθυστέρηση από την πλευρά του ανακόπτοντος-εκκαλούντος ως προς την αμφισβήτηση της του κύρους της δήλωσης καταγγελίας και την επίδειξη του εγγράφου πληρεξουσιότητας των προστηθέντων της δανειολήπτριας Εταιρείας υπαλλήλων. Ενόψει τούτων, παραδεκτά προσκομίστηκε το υπ’ αριθμόν ………………./27-10-2022 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………….., με βάση το οποίο εξουσιοδοτήθηκε η υπογράφουσα την αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής Δικηγόρος Αθηνών ……………., που προσκόμισε μεταξύ των άλλων εγγράφων- σχετικών και του ως άνω πληρεξουσίου και τις εκθέσεις επίδοσης της εξώδικης δήλωσης καταγγελίας. Συνεπώς, η δήλωση καταγγελίας τυγχάνει έγκυρη, ως διαδικαστική προϋπόθεση έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, παράγουσα τις σκοπούμενες έννομες συνέπειες, ήτοι, της ex nunc λύσης της επίδικης Δανειακής Σύμβασης και των τροποποιητικών αυτής Πρόσθετων Πράξεων και του εξ αυτού του λόγου απαιτητού και ληξιπρόθεσμου της ένδικης απαίτησης
Περαιτέρω, με τον τρίτο (3ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση έφεσης του ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών παραπονείται κατά της εκκαλουμένης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον αντίστοιχο τρίτο (3°) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής του ως προς τα σκέλη του, με τα οποία υποστηρίζει ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει άκυρη λόγω αοριστίας, καθώς δεν αναφέρονται σε αυτήν με λεπτομέρεια τα κονδύλια των χρεοπιστώσεων, ούτε αναγράφεται το ύψος του εκάστοτε εφαρμοζόμενου επιτοκίου, ενώ στον απ’ αριθ. ………………. λογαριασμό έχει χρεωθεί αφενός το χρηματικό ποσό των 351.674,53 δολαρίων ΗΠΑ, υπό την ακατάληπτη αιτιολογία «……………….» και αφετέρου το χρηματικό ποσό των 174.079,34 δολαρίων ΗΠΑ με αιτιολογία «……………….», με συνέπεια, να καθίσταται μη εκκαθαρισμένη η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Σχετικά με το πρώτο (1ο) σκέλος του συγκεκριμένου λόγου της ένδικης ανακοπής, αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, καθώς, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στη διαταγή πληρωμής αναλυτική παράθεση των χρεοπιστωτικών κονδυλίων και ως εκ τούτου τα επικαλούμενα από τον ανακόπτοντα- εκκαλούντα ελλείποντα στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και της σχετικής αίτησης προς έκδοση αυτής, αφού στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής αρκεί να μνημονεύεται η απαίτηση και το ακριβές ποσό χρημάτων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή – στοιχεία ωστόσο, που διαλαμβάνονται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Άλλωστε, όπως προεκτέθηκε στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, έτσι ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση εκείνων των πραγματικών περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση, καθόσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής εκείνου, σε βάρος του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος, δεδομένου ότι η απαίτηση τυγχάνει εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθοριστεί, κατά ποσό, με απλό μαθηματικό υπολογισμό ή, σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο και από το νόμο (Α.Π. 1349/2013, Α.Π. 1094/2006).Κατά συνέπεια, το ύψος του επιτοκίου, με βάση το οποίο υπολογίστηκαν οι τόκοι, δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο-χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό αυτού (Μον.Εφ. Πειρ. 489/2019, Μον.Εφ.Θεσ 2256/2018). Επομένως, δεν απαιτείται μνεία της κίνησης των πιστοχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού, από την παραβολή των οποίων προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο, ούτε και του επιτοκίου, που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΘεσ 1109/2015, Αρμ 2015.2085, ΕφΠειρ 234/2014, ΕφΑθ (Μον) 302/2018, που αφορά δάνειο τοκοχρεωλυτικό, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών αλυσιτελώς προσβάλλει τα κονδύλια, που εμφανίζονται στο υπ’ αριθ. 00439 8653012 λογαριασμό στις 14/11/2011 ύψους 351.674,53 δολαρίων ΗΠΑ με την αιτιολογία «……………………» και ύψους 174.079,34 δολάρια ΗΠΑ με την αιτιολογία «ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ», καθώς αυτά δεν αντιστοιχούν σε χρεώσεις αλλά σε πιστώσεις/ καταβολές, τα οποία απομείωσαν αντίστοιχα το χρεωστικό υπόλοιπο.
Με τον τέταρτο (4ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως του ο ανακόπτων επικαλείται πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον τέταρτο (4°) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής του, με τον οποίο επικαλείται ακυρότητα του όρου, με τον οποίο οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 και όχι 365 ημερών, καθώς ο καταναλωτής δεν ενημερώνεται σχετικά με το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο κατά τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ, ενώ επιπλέον επιβαρύνεται αθέμιτα με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1, 3889%, για το λόγο ότι παραβιάζεται η κοινοτική οδηγία 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με την υπ’ αριθμόν ΚΥΑ Ζ1 -178/13-02-2001 και τον πέμπτο (5°) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής του, με τον οποίο υποστήριζε ότι οι προβαλλόμενοι ανωτέρω λόγοι ανακοπής δεν πρέπει να απορριφθούν, ως αόριστοι, γιατί, αν κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματος του, ο οφειλέτης αμφισβητήσει με λόγο ανακοπής το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να προσδιορίσει το ύψος, στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση, αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη, αφού το βάρος απόδειξης της συνδρομής των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής φέρει ο δανειστής. Σχετικά με το συγκεκριμένο λόγο της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Η περιλαμβανομένη στη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του δανεισθέντος οφειλέτη προς τη δανείστρια τράπεζα, που θα προκύψει από την καταγγελία της σύμβασης δανείου, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, είναι έγκυρη, ως δικονομική σύμβαση, διότι δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και μπορεί να αποτελέσει Γενικό Όρο Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, όπως ο νόμος αυτός ισχύει, δηλαδή όρο, που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων από την δανείστρια Τράπεζα για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, αφού δεν αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού. Επομένως, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το υπόλοιπο καταγγελθείσας σύμβασης δανείου, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του δανειολήπτη προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της, ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια, που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντιθέτων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως (ΑΠ 313/2021, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 368/2019). Επομένως, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής δεν αρκεί η γενική άρνηση της ορθότητας του τηρηθέντος για τη σύμβαση λογαριασμού, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται τα κατ’ ιδίαν αμφισβητούμενα κονδύλια, ώστε αν κριθεί βάσιμος ο σχετικός λόγος της ανακοπής να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής κατά το αντίστοιχο ποσό (Α.Π. 852/2023, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/ 2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών” όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το Ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, που ισχύει κατά το χρόνο, που γίνεται η χρήση αυτού (Oλ. Α.Π. 15/2007), οι όροι, που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι, εάν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1463/2017). Σύμφωνα όμως με την παρ. 8 του άνω άρθρου (2) του ίδιου Ν. 2251/1994 ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι, ως καταχρηστικοί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 828/2018). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός, που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η κατά τα παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν, που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή, έτσι ώστε να καταλάβει και τις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές, που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει τριακόσιες εξήντα πέντε (365) ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1 -178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης, που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες, που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του”. (Α.Π. 1.268/2022 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’) και Ζ1178/ 2001 (ΦΕΚ 255 Β`). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνο καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής και όχι επαγγελματικά, όπως είναι η σύμβαση πίστωσης για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας. Εξάλλου, ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια Τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή- δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερο τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν χωρίς πρόσθετη δυσχέρεια τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση, που καταδεικνύει τη σημασία, την οποία απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 1438/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.6 και 8 του ν.2251/1994, 181 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, με την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός σύμφωνα με το νόμο όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτήν, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός Γ.Ο.Σ., γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 105/2019). Κατά συνέπεια των όσων αναλύθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά με ποινή απαράδεκτου θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 999/2019), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άνω άρθρου (633 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βάσιμα μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος, κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/ 2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (=ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1060/2019). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (Α.Π. 742/2023, Α.Π. 633/2023, Α.Π. 531/2022 Δημοσιευμένες στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Στην προκείμενη περίπτωση, ο σχετικός λόγος της ένδικης ανακοπής για καταχρηστικότητα του όρου της επίδικης δανειακής σύμβασης, ως προς τον υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω μη προσβολής συγκεκριμένων και κατ’ ιδίαν κονδυλίων των τηρηθέντων για την αναφερόμενη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου λογαριασμών, αφού δεν επιχειρείται οποιαδήποτε αναφορά σε μαθηματικό μέγεθος για το χρηματικό εκείνο ποσό, που αφορά τόκους υπολογισμένους με βάση έτος 360 ημερών, με το οποίο παράνομα, όπως ισχυρίστηκε ο εκκαλών- ανακόπτων, επιβαρύνθηκε η οφειλή του, καθόσον, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις, εάν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου ανακοπής επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, μερική θα είναι και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αφού η μερική αυτή ακύρωση δεν καθιστά συνακόλουθα ανεκκαθάριστη την απαίτηση, και ως εκ τούτου όφειλε ο εκκαλών-ανακόπτων να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο επιβαρύνεται η οφειλή του από την Δανειακή Σύμβαση, εξ αιτίας του άκυρου ΓΟΣ, ως προς το οποίο (ποσό) και μόνον είχε δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι στο σύνολό της, από δε τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία δεν καθίσταται δυνατό να εξάγει το Δικαστήριο με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο χρηματικό ποσό.
Περαιτέρω, ο εκκαλών- ανακόπτων με τον πέμπτο (5°) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση έφεσης του διατείνεται για πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης με την απόρριψη του έκτου (6ου) κατά σειρά λόγου της ένδικης ανακοπής του, με τον οποίο υποστήριζε ότι το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα δεν νομιμοποιείτο να προβεί σε υποβολή αίτησης για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς ο Ν. 3601/2007 έχει καταργηθεί και δεν προσκομίστηκαν οι ετήσιοι οικονομικοί πόροι και τα ετήσια επιχειρηματικά σχέδια. Ωστόσο, και αυτός ο λόγος τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, αφού δεν ανάγεται στην έλλειψη των τυπικών (διαδικαστικών) προϋποθέσεων για έκδοση της διαταγής πληρωμής, είτε στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης, καθώς η μη προσκόμιση των ετήσιων οικονομικών πόρων και του ετήσιου επιχειρηματικού σχεδίου δεν επηρεάζουν την ενεργητική νομιμοποίηση της εταιρείας, η οποία αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα έγγραφα και δη i) την υπ’ αριθμόν 182/1/04.04.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρ. 182/ 04.04.2016), που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 925/05.04.2016 σε συνδυασμό με ii) την υπ’ αριθμόν 73/1/10.05.2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ΒΊ 137/10.05.2013). Ομοίως, και ο έκτος (6ος) κατά σειρά λόγος της υπό κρίση εφέσεως σχετικά με την εγκυρότητα της δηλώσεως καταγγελίας της επίδικης δανειακής Σύμβασης από τους προστηθέντες υπαλλήλους της δανειολήπτριας Τράπεζας τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος, σύμφωνα ε όσα προεκτέθηκαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τους λόγους της ένδικης ανακοπής, δεν έσφαλλε, καθώς δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες πλημμέλειες παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τον εκκαλούντα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, κατά τον προσήκοντα τρόπο. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης Εταιρείας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
–ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης Εταιρείας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου …………………../2023
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, την 16η Απριλίου 2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ